Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2025

Για ποια Χριστούγεννα μου μιλάς; | Γκέλη Ντηλιά

            

Μήνα Δεκέμβρη φυλακίστηκα. Εκείνα τα Χριστούγεννα είναι σαν να μην υπήρξαν. Έχουν διαγραφεί στον σκληρό δίσκο. Φαντάζομαι να περνάει η Πρωτοχρονιά κι εγώ να περνάω των Παθών μου χρόνια ολόκληρα. Τίποτα δεν άλλαξε. Ήμουν ολόκληρος ένα μαρτύριο μόνο με Σταύρωση, ποτέ Ανάσταση. Και μέχρι σήμερα δεν έχω αναστηθεί. Αν αναστηθώ, θα ξαναγεννηθώ, όπως ο Χριστός. Θα αποκτήσω καινούργια ταυτότητα και αποστολή. Μετά από τόσες νηστείες, εξομολογήσεις κι αυτοκριτικές αισθάνομαι ότι ακόμη δεν έχω ξεχρεώσει. Κι αργεί η ημέρα της εξόφλησης…



Για τους υπόλοιπους τα Χριστούγεννα είναι γιορτή. Συναντούν την οικογένεια, φίλους, γνωστούς και περνάνε όμορφα. Εγώ, από την άλλη δεν έχω κανένα να με περιμένει, οπότε μου είναι εντελώς αδιάφορο. Μετά από τόσα χρόνια, όλοι με έχουν ξεχάσει. Καλύτερα, να μην τους χρωστώ κα υποχρέωση όταν βγω. Γιατί το έχω πάρει απόφαση ποτέ να μην επιστρέψω εκεί που άρχισαν όλα ή εκεί που τελείωσαν. Το ίδιο είναι. Τι έγινε; Σε βλέπω να δακρύζεις; Μη μου το χαλάς και δεν αντέχω το δράμα!

Εκείνο τον Δεκέμβρη ήμουν σχεδόν 23 χρονών και τώρα έχω περάσει τα 35. Κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη και αναρωτιέμαι πώς ζω χωρίς γιορτές, χωρίς αγκαλιές, χωρίς ελευθερία. Κάποιες φορές η μνήμη μου ξυπνά άχρωμες, ασύνδετες εικόνες κάποιου άλλου που ήταν ο εαυτός μου. Έκοβα, λέει, γκι και αλεξανδρινά για να τα βάλω σε ένα μπουκάλι με νερό, να πάρει λίγο χρώμα το αχούρι που ζούσα κι όπως τα έβλεπα ξάφνου μεταφέρθηκα σε ένα κάμπο με προβατάκια να βοσκάνε και τα κουδουνάκια τους να αντιλαλούν τριγύρω. Σου αρέσουν κι εσένα τα γκι;

Υποψιάζομαι ότι εκείνες οι γιορτές θα ήταν η πρώτη φορά χωρίς φιλιά και βεγγαλικά και γέλια. Χωρίς κουραμπιέδες, μελομακάρονα, βασιλόπιτα, ποτό. Σε ένα κελί με άλλους τρεις που δεν είχαμε σχεδόν τίποτα κοινό, εκτός από μια βαριά στενοχώρια που μέχρι σήμερα δεν έχει τελειωμό και μας καταπίνει καθημερινά. Κι αυτοί, όπως κι εγώ, θα θέλαμε να τελειώσουν οι γιορτινές εκπομπές με τους καλοντυμένους παρουσιαστές και τις τραγουδίστριες με τις έξωμες τουαλέτες που αστειεύονται και κάνουν κέφι και να πέσουμε για ύπνο. Τι άλλο να κάνουμε, δηλαδή; Οι φύλακες στη βραδινή βάρδια δεν μας αφήνουν και πολλά περιθώρια και θέλουν να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους. Καταμέτρηση, κλείδωμα και αύριο μια από τα ίδια. Βούρκωσες; Άντε, πάλι! Δεν σε είχα τόσο συναισθηματικό. Φαινόσουν ζόρικος. Πού έκρυβες τόση ευαισθησία; Έλα, σύνελθε.

Ας τελειώνω όμως με εκείνη την ανάμνηση. Που δεν την έχω. Σε τι θα με ωφελούσε, άραγε; Να θυμάμαι ότι η πρώτη μου γιορτή πρωτοχρονιάτικα στη στενή θα ήταν μια ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα. Άστο καλύτερα. Δεν θέλω να κάνω μαύρες σκέψεις. Σου το ξαναλέω. Έχω απονευρώσει το παρελθόν μου και τον παλιό εαυτό μου. Για αυτό, μη με ξαναρωτήσεις τι και πώς. Είμαι άδειος. Είμαι ξαλαφρωμένος από ότι με κρατάει δέσμιο με τα λάθη μου. Είμαι κρατούμενος. Τι κάνεις; Ετοιμάζεσαι να πηδήξεις από το παράθυρο; Δεν είναι τόσο ψηλά. Ούτε η αυτοκτονία δεν σε σώζει. Καλύτερα να κάνεις την ποινή σου. Σε λίγες μέρες αλλάζει η χρονιά. Θα ήταν καλύτερα να φάμε γαλοπούλα με τους υπόλοιπους. Να κάνουμε ότι χαιρόμαστε. Τίποτα δεν κρατάει για πάντα και το ξέρεις. Σήκω, σκούπισε τα δάκρυα και πάμε να σε κεράσω ένα καφέ.


Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2024

Το σκυλί | Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος

Δημοσιεύουμε το διήγημα με τίτλο "Το σκυλί" με αφορμή το θάνατο του συγγραφέα Ηλία Παπαδημητρακόπουλου.

*


Ερχόταν με το τρακτεράκι και όργωνε το κτήμα. Στην καρότσα, μπροστά μπροστά, καθόταν ένα μικρό μαύρο σκυλί.




Ήταν ένα αεικίνητο, εξαιρετικά παιχνιδιάρικο ζώο, έλαμπαν τα μάτια του, γυάλιζε το τρίχωμά του, ο αφεντικός του το είχε μη βρέξει και μη στάξει. Όσες ώρες εκείνος δούλευε, το σκυλί έμενε ξαπλωμένο κάτω από την καρότσα.

Δεν θα ξεχάσω τις χαρές που έκανε, μόλις τέλειωνε η δουλειά: έτρεχε πέρα δώθε, κρεμιόταν πάνω μας, μας έγλειφε, ύστερα πηδούσε στην καρότσα και βολευόταν, δίπλα στον οδηγό. Καθώς το τρακτεράκι απομακρυνόταν, το σκυλί γυρνούσε κάθε τόσο και με κύτταζε με ένα ζωηρότατο και (μπορώ να πω) ευτυχισμένο βλέμμα.

Εφέτος ήρθαν χωριστά - ο αφεντικός με το τρακτεράκι του, το σκυλί 5-6 μέτρα πιο πίσω. Φαινόταν άκεφο, σαν άρρωστο, το βλέμμα του σαν τρομαγμένο. Μάτην περίμενα να πάρει τη γνώριμη θέση του κάτω από την καρότσα. Τράβηξε πιο πέρα, έπιασε τον ήσκιο ενός δένδρου και παρέμεινε όλην την ημέρα εκεί.

Ρώτησα το αφεντικό του τι συμβαίνει, αν είναι άρρωστο το σκυλί.

Εκείνος έσκυψε το κεφάλι, προσποιήθηκε τον πολυάσχολο, δεν μου απάντησε.

Φεύγοντας το απομεσήμερο, κι ενώ το σκυλί τον παρακολουθούσε από μακριά, μου εξομολογήθηκε:

- Τον χειμώνα άρχισε να τρώει ξένες κότες, και με πίεζαν στο χωριό να το ξεκάνω. Το πήγα ένα βράδυ και το έριξα σε ένα ξεροπήγαδο. Δυο νύχτες δεν έκλεισα μάτι , την τρίτη πήρα τον φακό , πήγα στο πηγάδι και είδα τα μάτια του να με κοιτάζουν. Του έριξα ένα κουβά και το ανέβασα. Από τότε χάλασε η φιλία μας, μένει μαζί μου, με ακολουθεί, αλλά δεν παίζει, ούτε στην καρότσα ανεβαίνει πια.

Πέμπτη 8 Απριλίου 2021

Δίηγημα | Cabin Bar | Ορέστης Κατσούλης

Μέρος 2ο (συνέχεια)

"Υποθέτω πως κανονικά θα έπρεπε να είμαι θυμωμένος. Μέχρι και σε άλλη χώρα ήρθα για να ξεχαστώ λίγο, να σε ξεχάσω μάλλον, κι όμως ούτε μια στιγμή δεν έφυγες απ’ το μυαλό μου. Βέβαια, υποθέτω πως κανονικά θα έπρεπε να σου ζητήσω και μια συγνώμη που είμαι αυτός που είμαι. Αλλά δεν το διάλεξα βλέπεις. Έτυχε. Έτυχε να έχω τη συναισθηματική νοημοσύνη ενός λευκού δέντρου με περιστρεφόμενα κλαδιά που φύτρωσε μέσα σε ένα απέραντο σκούρο μπλε. Μακάρι να μπορούσα να το αλλάξω αυτό. Αλλά βλέπεις, ο άνθρωπος πιο εύκολα πετάει παρά αλλάζει. Έτσι είπα κι εγώ να πετάξω μακριά, μακριά από εσένα και από όλα, μα όσο πιο μακριά πετούσα τόσο πιο καθαρά σε έβλεπα στο μυαλό μου. Κι όσο πιο καθαρά σε έβλεπα στο μυαλό μου τόσο πιο πολύ ήθελα να σε δω και μπροστά μου, να με κοιτάς έτσι σκεπτικά και να μου χαμογελάς. Και εγώ να σκέφτομαι ότι αυτό το χαμόγελο είναι σαν να βλέπεις την ανατολή του ήλιου από την ταράτσα του κολλητού σου στο Άμστερνταμ. Είναι πανέμορφο και μεθυστικό και σε γεμίζει με μια ζεστασιά, αλλά ταυτόχρονα σε μελαγχολεί, γιατί ξέρεις ότι μόλις τελειώσει δεν υπάρχει τίποτα που θα σε κάνει να ξανανιώσεις έτσι, και σε αφήνει απλά να περιμένεις για το επόμενο χαμόγελο, για την επόμενη ανατολή. Κι εγώ τώρα θέλω όσο τίποτα να ξαναδώ τον ήλιο να ανατέλλει."



Προς στιγμήν φλερτάρει με την ιδέα του να πατήσει send. Τα δάχτυλα του κάνουν ένα σύντομο χορευτικό πάνω απ’ το ψηφιακό πληκτρολόγιο και οι συνάψεις στο μυαλό του παίζουν σαν παλαβές, γεμίζοντας το κεφάλι του με σκέψεις, σενάρια και ενδοιασμούς, βάζουν το μυαλό του σε μία κατάσταση εγρήγορσης, τόσο πολύ που αρχίζει να ακούει ήχους μέσα στο ολοσκότεινο και σιωπηλό δωμάτιο. Αυτή την κατάσταση είναι που προσπαθεί συνεχώς να αποφύγει και το αλκοόλ είναι το καταπραϋντικό της επιλογής του, όμως τώρα δεν έχει προλάβει να δράσει. 
Σβήνει με μια αποφασιστική κίνηση το μήνυμα και γράφει ένα άλλο, ένα πιο σύντομο, αλλά εξίσου αληθινό με το πρώτο. 
Θέλω να σε δω. Αύριο γυρίζω. Μπορείς; 

Ένας συνεχής βόμβος στα αυτιά του πάλι. Αυτή τη φορά όμως είναι μέσα στο κεφάλι του. Σαν ένα μονότονο βουητό. Νιώθει το σώμα του σαν ξένο, τα χέρια του τα αισθάνεται παράλυτα σαν εξαρτήματα που κάποιος κρέμασε πάνω του και που τώρα δεν ξέρει τι να τα κάνει, τα πόδια του ξύλινα στηρίγματα που από στιγμή σε στιγμή θα τον προδώσουν και θα καταρρεύσει ολόκληρος σαν κάστρο από τραπουλόχαρτα, το στόμα του στεγνό και το λαρύγγι του ανίκανο να παραγάγει τον οποιοδήποτε ήχο. Νιώθει απελπιστικά νηφάλιος. Το βουητό μέσα στο κεφάλι του διακόπτεται απ’ το άνοιγμα της πόρτας.  
(Στα Αγγλικά)
‘Γεια.’ Του λέει εκείνη με ένα χαμόγελο. 
‘Γεια σου.’ Μένει για μερικά δευτερόλεπτα κοιτώντας το χαμόγελο της, κοιτώντας τον ήλιο να ανατέλλει. ‘Να περάσω;’ 
‘Πάμε στο δωμάτιο μου γιατί είναι οι συγκάτοικοι μου εδώ.’ 
Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε σ’ αυτό το δωμάτιο εδώ και καιρό, κι όμως νιώθει σαν να μην είχε φύγει ποτέ, σαν να είχε περάσει μια ολόκληρη ζωή μέσα σ’ αυτό το χώρο, με τα μοντέρνα φωτιστικά δίπλα απ’ το τετράγωνο παράθυρο που κοιτάζει στο δρόμο και την πόλη στον ορίζοντα, τις αφίσες παλιών ταινιών στον τοίχο, τα αυτοκόλλητα με οικολογικά και περιβαλλοντικά σλόγκαν, το τσαπατσούλικα τακτοποιημένο γραφείο, και τις φωτογραφίες συγγενών και φίλων πάνω απ’ το κομοδίνο, δίπλα από ένα ημίδιπλο και πρόχειρα στρωμένο κρεβάτι. 
‘Λοιπόν; Πώς ήταν το Άμστερνταμ; Ακόμα καταπράσινο όπως το θυμάμαι;’ 
‘Καλά, το καταπράσινο είναι λίγο.’ Απαντάει λίγο αμήχανα. ‘Όμορφο ήταν. Στοιχειωτικά όμορφο ίσως. Θα καθόμουν κι άλλο αν είχα χρόνο. Και λεφτά.’ Προσθέτει γελώντας. ‘Τα λεωφορεία τους είναι πανάκριβα για κάποιο λόγο. Πήγαμε σε πολλά μέρη πάντως. Μουσεία, πάρκα, κανάλια.’ Ακούει το κεφάλι του να βουίζει πάλι. ‘Αλλά για μένα το πιο ωραίο πράγμα ήταν..’ Το μάτι του πέφτει πάνω σε μια φωτογραφία πάνω απ’ το κομοδίνο. Εκείνη, μαζί με δύο φίλες της να ποζάρουν μπροστά απ’ το άγαλμα ψαριού-εξωγήινου στο Βόντελπαρκ πριν από δύο χρόνια. 
‘Ήταν;’ 
‘Τίποτα. Σκατά. Σκατά πέρασα. Δεν μπορούσα να σε βγάλω απ’ το κεφάλι μου. Μία εβδομάδα τώρα είσαι το μοναδικό πράγμα που σκέφτομαι, η μοναδική μου σκέψη πριν πέσω για ύπνο και μόλις ξυπνήσω είσαι εσύ, πού είσαι, αν είσαι καλά, τί κάνεις, με ποιόν το κάνεις, αν γελάς, αν κλαις, και αν με σκέφτεσαι όπως σε σκέφτομαι εγώ. Έβλεπα γυναίκες στο δρόμο και νόμιζα πως έβλεπα εσένα, άκουγα να μιλάνε Αγγλικά και άκουγα εσένα, μύριζα το άρωμα σου σε μια περαστική και νόμιζα πως σε είχα δίπλα μου.’
Μία εκκωφαντική σιωπή πέφτει στο δωμάτιο. Μερικές φωνές ακούγονται απ’ το δρόμο και ύστερα ένα αυτοκίνητο να σταματάει και να ξεκινάει. Εκείνη απλά σβήνει το τσιγάρο της στο τασάκι και κλείνει το παράθυρο με δύναμη. 
‘Έλα εδώ.’ Του λέει σχεδόν ψιθυριστά. 
‘Τί;’ 
‘Έλα εδώ είπα.’ 
Εκείνος σηκώνεται δειλά απ’ το κρεβάτι, με τα πόδια του έτοιμα να λυγίσουν και να σπάσουν. Την πλησιάζει και με απαλές και σχεδόν ακούσιες κινήσεις παίρνει το πρόσωπο της μέσα στα χέρια του. Εκείνη κάνει το ίδιο. Στέκονται για μερικά δευτερόλεπτα έτσι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον, κρατώντας ο ένας το πρόσωπο του άλλου, κρατώντας τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις επιθυμίες που είχαν συσσωρευτεί τόσο καιρό τώρα, μέσα στα γυμνά τους χέρια, και σχεδόν ταυτόχρονα, κλείνουν τα μάτια τους και αφήνουν αυτές τις σκέψεις, αυτά τα συναισθήματα και αυτές τις επιθυμίες να εκδηλωθούν. 
Μια συμφωνία αισθήσεων και παραισθήσεων. Ένα τρυφερό φιλί στα χείλια, που απαντάται από ακόμα ένα, μια βαθιά και ηχηρή αναπνοή ευχαρίστησης από τη μύτη, ένα παιχνιδιάρικο δάγκωμα του κάτω χείλους, που απαντάται από ένα ίδιο, ένα φιλί στο λαιμό της, κάτω από ένα τατουάζ λουλουδιού που είχε κάνει όταν ήταν μικρή, ένα χάιδεμα των ανακατωμένων μαλλιών του. Τα χείλια τους απομακρύνονται στιγμιαία. Ανοίγουν τα μάτια ανοικειοθελώς, σαν να ξύπνησαν και οι δύο από κάποιο βαθύ όνειρο και κοιτάζονται για πρώτη φορά χωρίς ούτε έναν προβληματισμό ή μια έγνοια στο βλέμμα τους. Εκείνος παίρνει μία τούφα απ’ τα μαλλιά της και την περνάει πίσω απ’ το αυτί της. Του χαμογελάει, κλείνει τα μάτια, και ξαναρχίζει η ορχήστρα. 

Απόλυτη ησυχία στο δωμάτιο. Και στο μυαλό του επίσης, για πρώτη φορά εδώ και καιρό. Έξω έχει αρχίσει να ξημερώνει και ακούγονται μόνο λίγα πουλιά να κελαηδάνε. Γυμνός και ξαπλωμένος στο ημίδιπλο κρεβάτι της την κοιτάει να καπνίζει καθισμένη στο περβάζι του τετράγωνου παραθύρου. Μαζεύει το εσώρουχο του απ’ το πάτωμα και το φοράει, παίρνει ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο πάνω στο κομοδίνο και σηκώνεται απ’ το κρεβάτι. Βάζει ένα τραγούδι να παίζει στο κινητό του και το ακουμπάει στο περβάζι χωρίς να πει κουβέντα. 
‘Ελληνικό είναι;’ 
‘Ναι. Απ’ τα αγαπημένα μου.’
‘Πες μου τί λένε οι στίχοι. Βασικά όχι. Τραγούδα το πρώτα.’
‘Να το τραγουδήσω;’ 
‘Ναι. Θέλω να σε ακούσω να τραγουδάς στα Ελληνικά. Ντρέπεσαι;’ Του λέει για να τον πειράξει. 
Εκείνος ανάβει το τσιγάρο του και μένει να κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο τον ουρανό που σιγά σιγά γίνεται όλο και λιγότερο σκοτεινός.  
‘Σου γράφω πάλι από ανάγκη
η ώρα πέντε το πρωί
το μόνο πράγμα που `χει μείνει
όρθιο στον κόσμο είσαι εσύ’
Όσην ώρα εκείνος τραγουδάει κοιτώντας έξω απ’ το παράθυρο, εκείνη κοιτάζει μόνο εκείνον, το σχεδόν ανέκφραστο πρόσωπο του, τα σχήματα που παίρνει το στόμα του για να αρθρώσει τις λέξεις, τους ήχους που βγάζει που της φαίνονται τόσο ξένοι αλλά και τόσο γοητευτικοί, τους ήχους που βγάζει για να τους ακούσει μόνο εκείνη. 
‘Ωραία, τώρα ξαναβάλτο και πες μου τί λένε οι στίχοι.’
Όσην ώρα εκείνη ακούει τη μετάφραση των στίχων κοιτώντας έξω απ’ το παράθυρο, εκείνος κοιτάζει μόνο εκείνη, τις πολυποίκιλες εκφράσεις στο πρόσωπο της που προσπαθεί μάταια να μετριάσει, τα μάτια της που τρεμοπαίζουν και το στόμα της που στις γωνίες του σχηματίζει ένα ευχαριστημένο χαμόγελο. 
‘Γιατί η ώρα πέντε το πρωί;’ Ρωτάει όταν τελειώνει το τραγούδι.
‘Γιατί στις πέντε το πρωί είναι που ο άνθρωπος αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο να νιώσει, που είναι ευάλωτος στα συναισθήματα του και που μπορεί επιτέλους να καταλάβει τί είναι αυτό που θέλει πραγματικά. Όλες τις υπόλοιπες ώρες βρίσκει τρόπους να κρυφτεί, ακόμα κι απ’ τον εαυτό του.’ 
‘Ναι, αλλά τώρα δεν είναι πέντε το πρωί’. Λέει χαμηλόφωνα και κολλάει το κορμί της επάνω στο δικό του, περνώντας τα χέρια της πίσω απ’ το σβέρκο του.  
‘Πάντα είναι πέντε το πρωί κάπου’. 

Όταν ξυπνάει έχει πια μεσημεριάσει για τα καλά. Είναι η πρώτη φορά εδώ και μήνες που ξυπνάει νηφάλιος, κι ας νιώθει μεθυσμένος. Εκείνη είναι ξανά καθισμένη στο περβάζι του παραθύρου, μοιάζοντας στα μάτια του ακόμα πιο όμορφη απ’ ότι το προηγούμενο βράδυ, πίνοντας τον πρωινό της καφέ. 
‘Καλημέρα.’ Της ψιθυρίζει απ’ το κρεβάτι. 
‘Καλημέρα.’ Απαντάει εκείνη κάπως ντροπαλά, κρύβοντας το πρόσωπο της μέσα στην κούπα της αλλά κρατώντας το βλέμμα της πάνω του. 
‘Έχεις ξυπνήσει ώρα;’ 
‘Ναι.’ 
‘Και τόση ώρα κάθεσαι μόνη; Γιατί δεν με ξύπνησες;’
‘Σε χάζευα’. Του λέει, χώνοντας πάλι τη μουσούδα της στην κούπα. 
Εκείνος σηκώνεται από το κρεβάτι και την παίρνει στα χέρια του. Την έχει μέσα στην αγκαλιά του για μερικά δευτερόλεπτα που εύχεται να κρατήσουν για χρόνια. Για ζωές ολόκληρες. Ζωές που θέλει να ζήσει μαζί της. Γιατί ξέρει πως μόνο μία δεν θα του φτάσει. 
‘Αύριο φεύγω για Αθήνα. Πετάω πεντέμισι το πρωί.’
‘Το ξέρω. Πρέπει να πας σπίτι να πακετάρεις.’ 
‘Έλα μαζί μου.’
‘Τί;’
‘Έλα μαζί μου. Στην Αθήνα.’ 
Τον κοιτάζει με ένα βλέμμα που ξεχειλίζει συναισθήματα. Έκπληξη. Απορία. Φόβο. Χαρά. Αβεβαιότητα. Μελαγχολία.  
‘Δεν χρειάζεται να μου απαντήσεις τώρα. Σκέψου το. Απόψε αργά το βράδυ θα πάω στο αεροδρόμιο. Θα περιμένω στο Cabin Bar μέχρι τις πέντε. Αν αποφασίσεις να έρθεις έλα να με βρεις εκεί. Αν όχι... θα καταλάβω.’ Λέει και με τα χέρια του ζωγραφίζει ένα καμπυλωτό χαμόγελο στο πρόσωπο της. 

«Cabin Bar». Ένα μικρό ορθογώνιο παραλληλόγραμμο μπαράκι, περικυκλωμένο από ψηλά γαλάζια σκαμπό. Πάνω σε ένα από αυτά τα γαλάζια σκαμπό κάθεται ο άντρας, με την πλάτη γυρισμένη στο μπαρ και στα τεράστια παράθυρα πίσω του, και με όλο του το σώμα και την προσοχή στραμμένη προς το πλήθος στην αίθουσα των αναχωρήσεων, πίνοντας το δεύτερο καφέ του. Κοιτάζει την ώρα στο κινητό του. 4:57 το πρωί. Ο ήλιος έχει σχεδόν αρχίσει να ανατέλλει πίσω του. Μέσα από το μυαλό του άντρα περνάνε οι προηγούμενες μέρες σαν ταινία σε fast forward. Μέρες γεμάτες με πράσινο, με ποδήλατα, με αγάλματα ψαριού-εξωγήινου, με αεροδρόμια, καφέδες, τσιγάρα, μπαράκια, τζιν-τόνικ, κανάλια, μουσεία, πάρκα, λευκά δέντρα με περιστρεφόμενα κλαδιά, ανθρώπους-μπουκάλια, καθρέφτες που μοιάζουν με παράθυρα και παράθυρα που μοιάζουν με καθρέφτες, με φίλους, με μοναξιές, και φυσικά με εκείνη. 

Η ώρα είναι πλέον πέντε το πρωί και ο ήλιος ανατέλλει ξανά. Ο άντρας χαμογελάει. 





Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

Δίηγημα|Cabin Bar | Ορέστης Κατσούλης

 1ο μέρος 


«Cabin Bar». Ένα μικρό ορθογώνιο παραλληλόγραμμο μπαράκι, περικυκλωμένο από ψηλά γαλάζια σκαμπό. Μέσα είναι στοιβαγμένα αμέτρητα μπουκάλια αλκοόλ, παρατεταγμένα σαν σε παρέλαση, και φωτισμένα επαγγελματικά λες και πρόκειται να ποζάρουν για φωτογράφιση. Πίσω απ’ το μπαρ αρχίζει να ξημερώνει, και μέσα απ’ τα τεράστια παράθυρα κάνει δειλά-δειλά την εμφάνιση του ο ήλιος, ανατέλλοντας ανάμεσα από μερικά σύννεφα, χαρίζοντας στον ουρανό ένα χρώμα που είναι άλλοτε γαλάζιο, άλλοτε ροζ, άλλοτε πορτοκαλί, κι άλλοτε μωβ. 



Πίσω απ’ τον άντρα περνάει συνεχώς κόσμος, ακούγονται φωνές, γέλια και ανακοινώσεις, άνθρωποι που πάνε διακοπές, που γυρίζουν σπίτια τους, επισκέπτονται φίλους, φεύγουν για δουλειές, φεύγουν για να παντρευτούν, φεύγουν για μήνα του μέλιτος ή φεύγουν για να ξεχάσουν χωρισμούς. Εκείνος κάθεται σιωπηλός, κοιτώντας μία το μισοάδειο ποτήρι του και μία τον ήλιο που σκαρφαλώνει σιγά σιγά, εναλλάσσοντας το βλέμμα του ανάμεσα στα δύο αντικείμενα σε τακτά χρονικά διαστήματα και με την πλάτη γυρισμένη στο πλήθος. 

Οι ήχοι του αεροδρομίου δημιουργούν ένα χάος στα αυτιά του. Οι φωνές των συνταξιδιωτών του, το σύρσιμο των βαλιτσών στο πάτωμα, οι ανακοινώσεις στα μεγάφωνα, η μουσική που παίζει χαμηλόφωνα στα ηχεία του «Cabin Bar» και ο θόρυβος ενός πιτσιρικά που παίζει με ένα αυτοκινητάκι στο πάτωμα. Χάος. Ένα ακουστικό χάος που μοιάζει να δυναμώνει σε ένταση όσο περνάει η ώρα. Το παράδοξο είναι ότι του αρέσει αυτό το χάος, το επιδιώκει γιατί τον ηρεμεί. Γεμίζει το κεφάλι του με ασυνάρτητους θορύβους και έτσι δεν αφήνει χώρο για τις σκέψεις που έχουν κατασκηνώσει στο μυαλό του τον τελευταίο μήνα. Η φοβερή ηχορύπανση που επικρατεί διακόπτει τη ροή της σκέψης του και σε συνδυασμό με το τζιν τόνικ που πίνει εδώ και λίγη ώρα, καταφέρνει να αδειάσει τελείως το κεφάλι του, ή μάλλον να το γεμίσει με το απόλυτο τίποτα. Κάθε φορά που πάνε να τρυπώσουν στο μυαλό του αυτές οι σκέψεις, ακούγεται ένα ηχηρό σύρσιμο, μια φωνή, ένα τρεχαλητό ή μια ανακοίνωση και βάζει ένα φράγμα. Σαν να ρίχνεις ένα δέντρο στις ράγες για να σταματήσεις ένα εκτροχιασμένο τρένο. Και μετά να το λούζεις με άφθονο τζιν για να βραχυκυκλώσει και να βεβαιωθείς πως δεν θα ξαναξεκινήσει. 

Μέσα στο «Cabin Bar» ο άντρας αισθάνεται σαν να βρίσκεται μέσα σε μια φούσκα. Μια υδάτινη σφαίρα, που απλώς αντί για νερό αποτελείται από τζιν. Μια σφαίρα που τον προστατεύει όχι απ’ τον έξω κόσμο, αλλά απ’ τον μέσα κόσμο, τον εσωτερικό, τον δικό του κόσμο, αυτόν με τον οποίο τόσο καιρό δίνει ομηρικές μάχες, μάχες ατελείωτες και οδυνηρές, με πολλούς νεκρούς και με παράπλευρες απώλειες. Νιώθει αυτή τη σφαίρα να τον περιτριγυρίζει και να τον αγκαλιάζει, σαν μία αύρα. Κλείνει τα μάτια του και αφήνει τον εαυτό του να βυθιστεί μέσα στην ξεγνοιασιά της σφαίρας. 

Ένας συνεχής βόμβος στα αυτιά του. Βόμβος. Τίποτα άλλο. Σαρωτικός. Δεν αφήνει σχεδόν κανέναν άλλο ήχο να φτάσει στα αυτιά του. Ένα ελαφρύ τράνταγμα τον αναγκάζει να ανοίξει τα μάτια του. Κάτω βλέπει αμέτρητα φίδια, κάποια μαύρα και κάποια γκρι, και πάνω σ’ αυτά τα φίδια να τρέχουν μεταλλικά μυρμήγκια, και κατά μήκος των φιδιών βλέπει σειρές από μικρά τετράγωνα, και λίγο πιο πέρα, ένα αχανές πεδίο, ένα δάσος από δέντρα, δέντρα που είναι άσπρα, κάνοντας κάθε δέντρο να μοιάζει με μνήμα και το δάσος σαν ένα τεράστιο νεκροταφείο, δέντρα που τα κλαδιά τους περιστρέφονται απ’ τον αέρα. Μετά από λίγο το δάσος χάνεται, και δίνει τη θέση του σε ένα απέραντο σκούρο μπλε το οποίο διασχίζουν κάστρα, ένα μπλε που στο βάθος, σε ένα απροσδιόριστο σημείο, ενώνεται αρμονικά με ένα γαλάζιο, καθιστώντας αδύνατο να καταλάβεις που ξεκινάει το ένα και που το άλλο. Προς μεγάλη του έκπληξη ο άντρας ξαναβλέπει εκείνο το δάσος από λευκά δέντρα με τα περιστρεφόμενα κλαδιά που είδε πριν, αυτή τη φορά μέσα στο απέραντο σκούρο μπλε, και αναρωτιέται πως δεν τα παίρνει ο αέρας και ποιός τα φύτεψε εκεί. 

Σκέφτεται πως ένα δέντρο δεν είναι δέντρο άμα δεν έχει ρίζες και κλαδιά, και πως ένα δέντρο δεν νιώθει δέντρο άμα δεν έχει φύλλα πάνω στα κλαδιά του, φύλλα χρωματιστά, και ζώα πάνω του να τα χαρούν. Έτσι κι ένας άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος αν δεν έχει σκέψεις και συναισθήματα, και δεν νιώθει άνθρωπος αν δεν έχει πρόσωπα στη ζωή του να μοιραστεί τις σκέψεις του και τα συναισθήματα του. Μ’ αυτή τη σκέψη στο μυαλό του κλείνει ξανά τα μάτια του και αφήνει το κεφάλι του να γεμίσει πάλι απ’ το σαρωτικό βόμβο. 

Ένα δυνατό τράνταγμα τον επαναφέρει. Ανοίγει τα μάτια με λίγη προσπάθεια και κοιτάει έξω απ’ το παράθυρο. Τα φίδια έχουν γίνει δρόμοι, τα μεταλλικά μυρμήγκια έχουν γίνει αυτοκίνητα και τα δέντρα είναι ξανά πράσινα και τα κλαδιά τους δεν περιστρέφονται. Λύνει την ζώνη του και σηκώνεται από την θέση του. ‘’Welcome to Amsterdam airport’’. 

‘’Excuse me, which train do I take for Harleme-, no wait. Haarlemmer-. Πω ρε πούστη.’’ Βγάζει το κινητό του απ’ την τσέπη του και το δείχνει στον άντρα που πουλάει τα εισιτήρια στο σταθμό. 

‘’Ah, Haarlemmermeerstation! You take 397 bus. Get off after 6 stops.’’

‘’Thanks. How much is it?’’

‘’7,95.’’

‘’No, I just want one ticket.’’

‘’Yes, one ticket. 7,95.’’

Ας έπαιρνα ταξί καλύτερα, μουρμουρίζει καθώς δίνει στον άντρα το τσαλακωμένο δεκάρικο που έβγαλε από την τσέπη του. Είχε μήνες να πληρώσει για κάτι με ευρώ και παρόλη την ενόχληση του, αυτή η φαινομενικά ασήμαντη πράξη τον έκανε να νιώσει μια ζεστασιά μέσα του, μια οικειότητα, όπως όταν γυρνάς στο παιδικό σου σπίτι, ή όταν κοιτάς παλιές φωτογραφίες. Βάζει το εισιτήριο στο πορτοφόλι του και ανεβαίνει στο λεωφορείο. 

Στην στάση με το ιδιαίτερο όνομα στην οποία κατέβηκε ο άντρας τον περιμένει ο κολλητός του ο Μιχάλης. Αγκαλιάζονται γελώντας και ξεκινάνε να περπατάνε προς το διαμέρισμα του Μιχάλη, πειράζοντας ο ένας τον άλλον για τις μικρές αλλαγές που έχουν στην εμφάνιση τους (δηλαδή το κοντό κούρεμα του Μιχάλη και το ασυνήθιστα απεριποίητο μούσι του άντρα). Στα κουρασμένα μάτια του άντρα, οι δρόμοι του Άμστερνταμ που διασχίζει στο πλάι του Μιχάλη του φαίνονται εξαντλητικοί, πολύ μεγάλοι σε πλάτος και σε μήκος, με επιβλητικές πολυκατοικίες να ορθώνονται δεξιά κι αριστερά, και με όχι τόσο επιβλητικά δέντρα και θάμνους να διακοσμούν τα πεζοδρόμια. Μετά από μία σύντομη επίσκεψη στο μίνι μάρκετ της γειτονιάς για να αγοράσει ο Μιχάλης φέτα, η οποία κατά τα λεγόμενα του Μιχάλη ήταν η καλύτερη φέτα στο Άμστερνταμ, φτάνουν στον δρόμο που βρίσκεται το σπίτι του. ‘’Koninginneweg 127’’.

Ο Μιχάλης ανοίγει την εξώπορτα της πολυκατοικίας, αποκαλύπτοντας το ιδιαίτερο εσωτερικό που κατείχαν πολλά απ’ τα παλιά σπίτια του Άμστερνταμ, ένα στενό διάδρομο που οδηγεί σε μια σκάλα, μία σκάλα που δείχνει να μην έχει τέλος και να ανεβαίνει αιώνια, σαν τις διάσημες σκάλες του Έσερ. Σκαρφαλώνοντας τις σκάλες με τις βαλίτσες στα χέρια, περνάνε τον πρώτο όροφο, όπου κατοικούσε μία ηλικιωμένη Ολλανδέζα που δεν παραπονιόταν ποτέ και για τίποτα, περνάνε τον δεύτερο όροφο, όπου κατοικούσε ένας νεαρός Ολλανδός μαζί με την κοπέλα του, ο οποίος παραπονιόταν συνεχώς και για τα πάντα, και φτάνουν στον τρίτο και τελευταίο όροφο της πολυκατοικίας, όπου κατοικούσε ο Μιχάλης μαζί με έναν φίλο του απ’ τη σχολή. 

Το σπίτι μέσα ήταν όμορφο, με έναν μινιμαλιστικό τρόπο, ήταν μεγάλο και διαμπερές με μεγάλα παράθυρα και ξύλινο πάτωμα, ενώ τα δωμάτια, το σαλόνι και η κουζίνα ήταν ουσιαστικά στον ίδιο χώρο, διαχωρισμένα μόνο με μερικά αυτοσχέδια παραβάν που είχαν φτιάξει οι ίδιοι. Για την ακρίβεια όλο το σπίτι ήταν αυτοσχέδιο. Τα κρεβάτια και ο καναπές ήταν μερικά στρώματα ακουμπισμένα πάνω σε κάτι ξύλινες παλέτες που είχε μαζέψει ο Μιχάλης απ’ το δρόμο, τα φωτιστικά και τις συρταριέρες τις είχε φτιάξει ο φίλος του Μιχάλη που δούλευε σε ένα μαγαζί με χειροποίητα έπιπλα, ενώ οι τρεις καρέκλες και το τραπεζάκι του σαλονιού δίπλα απ’ τα τεράστια παράθυρα ήταν αγορασμένα από μία «λαϊκή αγορά», στην σοκαριστική τιμή των 7,50 ευρώ, λιγότερο απ’ όσα πλήρωσε ο άντρας για το εισιτήριο του λεωφορείου.  

Το πρώτο πράγμα που παρατήρησε μέσα στο Βόντελπαρκ ήταν το πράσινο. Άφθονο πράσινο, σαν να πήρε κάποιος ένα τεράστιο κουβά με πράσινη μπογιά και να τον άδειασε πάνω στην πόλη, δέντρα, θάμνοι και γρασίδι να φτιάχνουν όλα μαζί μια μονότονη αλλά ταυτόχρονα καθησυχαστική πράσινη ταπετσαρία, αλλού πιο σκούρα, αλλού πιο λαχανί κι αλλού κάτι ενδιάμεσο. Το δεύτερο ήταν τα ποδήλατα. Εκεί δεν είχε και ιδιαίτερη επιλογή γιατί αν δεν τα παρατηρούσε θα έπεφταν πάνω του. Αμέτρητα ποδήλατα. Ποδήλατα μικρά και μεγάλα, κόκκινα και κίτρινα και μπλε. Και φυσικά πράσινα. Κι άλλο πράσινο. Μια πανδαισία του πράσινου, τόσο πράσινο που ακόμα και ο καταγάλανος ουρανός έμοιαζε να πρασινίζει απ’ τη ζήλια του και τα νερά των μικρών λιμνών γίνονταν πράσινα απ’ την αντανάκλαση των δέντρων πάνω τους. 

Το μόνο πράγμα που έσπαγε την πρασινάδα ήταν ένα γκρίζο άγαλμα, φιλοτέχνημα ενός γνωστού καλλιτέχνη του περασμένου αιώνα, ένα απροσδιόριστο σχήμα που στα μάτια του άντρα έμοιαζε να έχει χαρακτηριστικά άλλοτε ψαριού και άλλοτε εξωγήινου. Στην θέα του αγάλματος ο άντρας νιώθει μία ανεξήγητη ενόχληση, σαν να μην ταιριάζει στο υπόλοιπο τοπίο και να χαλάει τη μαγεία του, την ευημερία του. Και ακόμα χειρότερα νιώθει το άγαλμα αυτό να τον ακολουθεί μέσα στο πάρκο, νιώθει την παρουσία του συνεχώς, να τον στοιχειώνει σχεδόν και να του καταστρέφει την ησυχία που είχε φτιάξει στο κεφάλι του, να του αδειάζει το τίποτα απ’ το μυαλό του και να το γεμίζει σιγά σιγά με σκέψεις, σκέψεις που το πράσινο και το γαλάζιο και οι λίμνες και τα ποδήλατα είχαν καταφέρει να κρατήσουν μακριά ως τώρα. 

Στην προσπάθεια του να ξεφύγει απ’ το αλλόκοτο άγαλμα που τον κυνηγάει, ο άνδρας βρίσκει καταφύγιο σε ένα πελώριο κτίριο με πολλούς ορόφους, αμέτρητες αίθουσες και διαδρόμους και γεμάτο με κόσμο. Σκέφτεται ότι μέσα σε αυτό το δαιδαλώδες κατασκεύασμα και μέσα στο πλήθος θα μπορέσει να χαθεί, να περάσει απαρατήρητος και να κρυφτεί μέχρι να είναι ασφαλές να βγει πάλι έξω. Το κτίριο αυτό όμως είναι εξίσου αλλόκοτο με το άγαλμα, αν όχι περισσότερο. 

Στις πρώτες αίθουσες, όπου κι αν κοιτάξει ο άντρας αντικρίζει παράθυρα, άλλα μεγαλύτερα κι άλλα μικρότερα, άλλα όμορφα κι άλλα όχι και τόσο όμορφα, το καθένα όμως βλέπει σε κάτι μοναδικό, και σε μία άλλη εποχή, σαν να είναι παράθυρα στο παρελθόν, ενώ το κάθε παράθυρο έχει και από μια μικρή λεζάντα κρεμασμένη από κάτω του. Το πρώτο παράθυρο που του τραβάει την προσοχή βλέπει σε ένα από τα εκατοντάδες κανάλια της πόλης. Πλησιάζει κοντά και το εξετάζει με λεπτομέρεια, βλέπει την γαλήνια επιφάνεια του καναλιού, την παλιά πολυκατοικία που αναδύεται μέσα από το σκοτεινό νερό, τα λευκά μπαλκόνια της πολυκατοικίας και τις μικρές γλάστρες που διακοσμούν τα περβάζια.

Στο διπλανό παράθυρο το σκηνικό αλλάζει, βλέπει σε έναν παλιό δρόμο της πόλης, ένα ασυνήθιστα ηλιόλουστο πρωινό, όπου δύο καλοντυμένοι άντρες βοηθάνε έναν ρακένδυτο άντρα να σηκωθεί απ’ το πάτωμα και να σταθεί στα πόδια του, χαρίζοντας του κι έναν καινούριο χιτώνα. Αυτή η κατάσταση συνεχίζεται σε ολόκληρη την αίθουσα, με τα υπόλοιπα παράθυρα να βλέπουν σε άλλα κανάλια και παλιά κτίρια, κι άλλους ανθρώπους σε δρόμους, και πάει λέγοντας.

Στην επόμενη αίθουσα τα παράθυρα μοιάζουν πιο πολύ με καθρέφτες, πάλι με λεζάντες από κάτω, αλλά καθρέφτες στους οποίους ο άντρας βλέπει το είδωλο κάποιου άλλου αντί για το δικό του. Πολλά πρόσωπα, πρόσωπα διαφορετικά, αντρικά και γυναικεία, όμορφα και άσχημα, νεανικά και γερασμένα. Ένα από αυτά τα πρόσωπα ανήκει σε μία νέα γυναίκα. Το αξιοπερίεργο είναι ότι μοιάζει να υπάρχει μια παντελής απουσία χρώματος τόσο στο πρόσωπο της και στα ρούχα της, όσο και στο φόντο της. Όλα τα πράγματα πάνω της και γύρω της είναι απλά διαφορετικές αποχρώσεις του γκρι και του μαύρου. Το δέρμα της είναι ανοιχτό γκρι, το παλιομοδίτικο φόρεμα της και το καπέλο της είναι σκούρο γκρι, ο τοίχος πίσω της είναι μαύρος. Χρώμα πουθενά. 

Λίγο πιο δίπλα υπάρχει ακόμα ένας καθρέφτης, αυτή τη φορά έγχρωμος. Μέσα στον καθρέφτη βλέπει το είδωλο ενός ανθρώπου ταλαιπωρημένου και πεινασμένου, με μια πίκρα και μια απογοήτευση στο βλέμμα του. Φοράει μαύρα ρούχα που τονίζουν τα έντονα μαύρα του μάτια, ενώ το στόμα του είναι τελείως ανέκφραστο. Ο άντρας ρίχνει για πρώτη φορά μια ματιά στη λεζάντα κάτω απ’ τον καθρέφτη. Γράφει: ‘1945’. 

Στον τελευταίο όροφο πλέον τα παράθυρα έχουν επιστρέψει, όμως αυτή τη φορά μοιάζουν να είναι παράθυρα που βλέπουν σε έναν άλλο κόσμο, φανταστικό, με απροσδιόριστα και αφηρημένα σχήματα, αλλόκοτα χρώματα και έντονες σκιές. Το παράθυρο που του τραβάει πιο πολύ το ενδιαφέρον είναι ένα που στα μάτια του άντρα μοιάζει πιο πολύ με καθρέφτη. Έναν καθρέφτη στον οποίο βλέπει σχεδόν ολοκάθαρα το είδωλο του. Είναι ένας άνθρωπος-μπουκάλι, όπου ο φελλός συμπίπτει με το πρόσωπο του, ενώ το υπόλοιπο μπουκάλι αποτελεί το σώμα του ανθρώπου που είναι γεμάτο με κρασί και σταφύλια. Γύρω απ’ τον άνθρωπο-μπουκάλι επικρατεί ένα χάος χρωμάτων και εμπειριών, ενώ ο ίδιος ο άνθρωπος-μπουκάλι μοιάζει να είναι παγιδευμένος μέσα στο ίδιο του το σώμα, με τον φελλό να εμποδίζει ότι βρίσκεται μέσα στο μπουκάλι απ’ το να βγει έξω. Η λεζάντα από κάτω γράφει: ‘Cork’.

Το ίδιο βράδυ.

Περιμένει μέχρι να πέσουν όλοι για ύπνο. Να σβήσουν όλα τα φώτα, να πέσει βαθύ σκοτάδι, σκοτάδι που σπάει μόνο απ’ το φως του μισοφέγγαρου που κρέμεται πάνω απ’ τις χιλιάδες πολυκατοικίες. Δεν τα θέλει τα φώτα. Θέλει να κρυφτεί από όλα και από όλους. Βγάζει τον φελλό απ’ το μπουκάλι με μία γρήγορη κίνηση, βάζει ήσυχα-ήσυχα ακόμα ένα ποτό, παίρνει ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο του και κάθεται σε μία από τις καρέκλες των 7,5 ευρώ, μπροστά από το πελώριο παράθυρο με θέα την φωτισμένη πόλη. Ανοίγει το κινητό του και το φως της οθόνης τον τυφλώνει, τον κάνει να νιώθει εκτεθειμένος και ευάλωτος και το χαμηλώνει μέχρι που ίσα-ίσα φαίνεται. Μέσα σε αυτό το απέραντο σκοτάδι, με την πόλη και το φεγγάρι για θεατές και με το ποτό και το τσιγάρο για συνοδεία, γράφει στο κινητό του ένα μήνυμα που δεν θα στείλει ποτέ...


[Συνεχίζεται...]

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020

Θεοχάρης Παπαδόπουλος | Ο κοντύτερος άνθρωπος της πόλης



Ο κύριος Δημητράκης μπήκε στο σπίτι του. Κλειδώθηκε καλά-καλά μέσα και βούλιαξε στον καναπέ συλλογισμένος. Λίγο αργότερα, σηκώθηκε με κόπο και πήγε στην τουαλέτα. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο, πήγε κατευθείαν στο νιπτήρα, άνοιξε τη βρύση κι έριξε μπόλικο νερό στο ιδρωμένο πρόσωπό του. Έριξε μια ματιά στον καθρέφτη κι αναστέναξε:

-Αχχχ!!! Κυρ-Δημητράκη. Την έβγαλες και σήμερα και κατευθύνθηκε βαρύς προς τον καναπέ.

Ο κύριος Δημητράκης είχε ένα πρόβλημα. Ήταν κοντός. Πολύ κοντός. Ήταν ο κοντύτερος άνθρωπος της πόλης. 

Όταν ήταν παιδί, από ένα σημείο και μετά, έπαψε να ψηλώνει. Οι γονείς του τον πλάκωσαν στα γάλατα και στα συμπληρώματα διατροφής. Το μόνο, που κατάφεραν ήταν να τον παχύνουν, όχι, όμως, να τον ψηλώσουν. Όταν το πήραν απόφαση ότι δεν ψήλωνε άλλο, άρχισαν να αδιαφορούν. Δεν του έλεγαν τίποτα, αλλά το έβλεπε στις εκφράσεις τους ότι τον αντιμετώπιζαν σαν άρρωστο.

Στο σχολείο τα πειράγματα έπεφταν βροχή. Οι δάσκαλοι τον αγνοούσαν ενώ υπήρχε καθηγητής, που του έβαζε κάθε φορά ένα βαθμό χαμηλότερο απ’ όσο άξιζε, γιατί ήταν κοντός. Οι συμμαθητές του δεν τον έκαναν παρέα και αν ενδιαφέρονταν γι’ αυτόν ήταν μόνο για να τον πειράξουν. Όνομα δεν είχε στο σχολείο. Κοντό τον ανέβαζαν, νάνο τον κατέβαζαν. Δεν άντεξε. Στα 14 αρνήθηκε να ξαναπάει στο σχολείο.

Μεγαλώνοντας τα πράγματα χειροτέρεψαν. Όταν τον πήραν φαντάρο, ήταν τέτοια τα πειράγματα, που του κάνανε, που λίγες μέρες μετά πήρε απαλλαγή. Όμως, ο έξω κόσμος δεν ήταν καλύτερος. Πολλοί τον πάταγαν στον δρόμο. Υπήρχαν τρεις τύποι ανθρώπων, που τον πάταγαν: Οι πρώτοι ήταν αυτοί, που τον πάταγαν επίτηδες και το έδειχναν γελώντας σαδιστικά, όπως θα πάταγαν μυρμήγκια και κατσαρίδες. Οι δεύτεροι ήταν εκείνοι, που έκαναν πως δεν τον είδαν και γελούσαν μέσα τους. Υπήρχαν κι εκείνοι, που κοίταγαν μονίμως ψηλά, ν’ αρπάξουν καμιά εύνοια. Αυτοί δεν τον έβλεπαν στ’ αλήθεια. Συνήθως όσοι χαμήλωναν το βλέμμα να τον κοιτάξουν, τον έβλεπαν αφ’ υψηλού. Κάποτε κάποιος πήγε να τον πατήσει κι ένας φίλος του, που περπατούσε δίπλα του, είπε:

-Έι! Μην πατάς τα σκατά! Ο κύριος Δημητράκης πικράθηκε πολύ. Θα προτιμούσε να τον είχαν πατήσει.

Εκτός από αυτούς, που τον πάταγαν, υπήρχαν και κάποιοι ακόμα χειρότεροι. Υπήρχαν εκείνοι, που αφού τον έβριζαν αισχρά, του έβαζαν χέρι. Κάποιος είχε δοκιμάσει να τον γδύσει και θα το είχε κάνει αν δεν είχε φοβηθεί τους περαστικούς.

Σε όλα αυτά ο κύριος Δημητράκης δεν αντιδρούσε. Ένιωθε πολύ αδύναμος. Πως θα τα έβαζε μαζί τους αυτός ο κοντός ανθρωπάκος, που μπορούσε να διαλυθεί στην πρώτη σφαλιάρα; Έκανε υπομονή και όταν γυρνούσε στο σπίτι του, μόνος και ασφαλής έβριζε και ξεθύμαινε.

Εκείνη τη μέρα, ο κύριος Δημητράκης είχε επιστρέψει στο σπίτι του, εξουθενωμένος. Τον είχαν πατήσει πολλές φορές και κάποιος τον είχε κλωτσήσει σαν σκουπίδι. Δεν πήγαινε άλλο. Κάτι έπρεπε να κάνει. Κάτι, που να του εξασφάλιζε ότι δεν θα τον ξαναπατούσε και δεν θα τον ξαναπείραζε κανείς.

Ο κύριος Δημητράκης σηκώθηκε από τον καναπέ, βεβαιώθηκε ότι όλα τα παράθυρα ήταν κλειστά και πήγε με αργές αλλά αποφασιστικές κινήσεις στην κουζίνα. Άνοιξε ένα ντουλάπι, έβγαλε το γκαζάκι και το άνοιξε. Στη συνέχεια πήγε στην κρεβατοκάμαρα, ξάπλωσε στο κρεβάτι και έκλεισε τα μάτια του. Τότε είδε πολύ κόσμο να τον πλησιάζει και όλοι του χαμογελούσαν. Όλοι του μιλούσαν ευγενικά. Κανένας δεν τον πατούσε πια. Κανένας δεν τον πείραζε. Και ο κύριος Δημητράκης ψήλωσε. Ψήλωσε πολύ.

Σάββατο 30 Μαΐου 2020

Ψίχουλα | Κώστας Καβανόζης | Διήγημα από τη συλλογή "τζάμπα η παράταση"

Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.


Ψίχουλα



Τέμπλο της κατεστραμμένης 
από τους Ανατολικογερμανούς στρατιώτες εκκλησίας, 
Μνημείο Τείχους Βερολίνου (προσ.αρχείο συντάκτη)



από τη συλλογή "τζάμπα η παράταση"



ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ μέτρησα μπηγμένα στο χιόνι δώδεκα αναμμένα κεριά. Γονατιστός κάποιος άντρας με μαύρο παλτό ανάβει άλλο ένα. Στη γωνία κάτω δεξιά διακρίνεται, χειρόγραφη, η ημερομηνία: 24 Δεκεμβρίου 1975.
     ΄Ημουν οκτώ χρονών τότε. Χιόνι είχαμε κάθε χρόνο στο χωριό. ΄Ανοιγα καμιά φορά τρύπες μέσα του όσο να φανερώσω το χώμα κι έρχινα ψίχουλα να ΄ρθουν να φάνε τα πουλιά. Η προγιαγιά μου ζούσε ακόμα. Τη θυμάμαι ακίνητη και να μη μιλάει. Πέθανε στα ενενήντα εννιά.
    Χιονάνθρωπους φτιάχναμε πολλούς. Είχα βάλει σε έναν το καπέλο μου μια φορά, ένα καφέ δερμάτινο με γείσο και καλύμματα για τ΄αυτιά. Του έδεσα και το κορδόνι σφιχτά στον λαιμό καταλάθος και δεν μπορούσα ύστερα να το λύσω. Τον αποκεφάλισα, άδειασα το καπέλο και το φόρεσα. Μπορεί και να του ΄φτιαξα καινούργιο κεφάλι μετά.
    'Ηταν κι ένας κουτσός γκαϊντατζής, ο Τοφίλης, που μας έπαιζε τα κάλαντα με την γκάιντα. Φορούσε ξύλινο πόδι και στο κεφάλι τραγιάσκα. Παλιός βοσκός, νομίζω απ΄το χιόνι το ΄χε χάσει το πόδι του. Θα ρωτήσω.
       Ψάχνοντας στο γιουτιούμπ κάλαντα από τα μέρη μου, την πέτυχα τη φωτογραφία. Εξηγούσε από κάτω ότι τη τρίτη μέρα που πέθαινε κάποιος πήγαιναν κι άναβαν στον τάφο του κεριά. Αν δεν φαινόταν ο σταυρός, δεν θα τον ξεχώριζες μες στο χιόνι πως είναι τάφος.
     Θέλω να τα μάθουν οι δυο γιοι μου κι η κόρη μου αυτά τα κάλαντα και να μου τα πουν. Παραμονή πάντα στους γονείς μου τα ΄λεγα πρώτα κι ύστερα έβγαινα με τους φίλους μου στη γύρα. Ούτε που κουνιούνται πια απ΄το σπίτι οι γονείς μου. Φτάνει, μου είπε τις προάλλες η μάνα μου. Μην ασχολείστε άλλο με μας.
       Ο Τοφίλης κατέβηκε Αθήνα κι έγινε ζητιάνος στην Ομόνοια στα τελευταία του. Δεν ξέρω αν είχε και την γκάιντά του μαζί. Γέρος, λένε, δεν παίζεις εύκολα γκάιντα. Μου αρέσει η Αθήνα. Δεν θα ΄φευγα.
      Και στις Γιορτές δεν θέλω να λείπω -ούτε η Βίκυ και τα παιδιά-, αλλά φέτος θα τους πάρω και θα πάω. Κάνανε έναν ξενώνα λίγο έξω απ΄το χωριό. έκλεισα για Χριστούγεννα τρία βράδα. Σκέφτομαι πως άμα χιονίσει κιόλας, θα τους αρέσει πολύ. Το σπίτι που μέναμε το γκρεμίσανε. Σκέτο χώμα είναι τώρα. Αλλά θα περάσω.
     Θέλω ν΄ανάψω κι ένα κεράκι στη γιαγιά μου και στον παππού μου. Της προγιαγιάς μου τον τάφο ούτε τον ξέρω. Ο άντρας της ήταν γεννημένος το 1870 κι είχε χαθεί σ΄έναν πόλεμα. Δεν ρώτησα ποτέ να μάθω σε ποιον. ΄Ισως τον ψάξω αυτή τη φορά τον τάφο της. Η γιαγιά του πατέρα μου: Θεανώ.
     ΄Αμα χιονίσει και το στρώσει κιόλας, θα μοιάζω με εκείνον τον άντρα στη φωτογραφία. Αλλά στη Βίκυ δεν θα το πω. Θα βάλω ύστερα τα παιδιά μου να ανοίξουν τρύπες στο χιόνι, να ΄ρθουν να φάνε ψιχουλάκια τα πουλιά. 


Ψίχουλα
από τη συλλογή














Εκδόσεις Πατάκη







Ο Κώστας Καβανόζης γεννήθηκε στην Κομοτηνή το 1967. Είναι φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση και υποψήφιος διδάκτορας Δημιουργικής Γραφής, αντικείμενο το οποίο έχει διδάξει στο ΠΜΣ «Δημιουργική Γραφή» του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, στο Τμήμα Φιλολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και σε ποικίλα σεμινάρια. Κυκλοφορούν τα βιβλία του Τυχερό (μυθιστόρημα, Πατάκης 2017, βραχεία λίστα Κρατικού Βραβείου Μυθιστορήματος και Βραβείου Μυθιστορήματος Αναγνώστη), Το χαρτόκουτο (μυθιστόρημα, Πατάκης 2015, βραχεία λίστα Βραβείου Μυθιστορήματος Αναγνώστη), Όλο το φως απ’ τα φεγγάρια (διηγήματα, Πατάκης, 2011, βραχεία λίστα Κρατικού Βραβείου Διηγήματος και Βραβείου Διηγήματος Διαβάζω), Του κόσμου ετούτου (μυθιστόρημα, Κέδρος, 2009) και Χοιρινό με λάχανο (νουβέλες, Κέδρος, 2004). Κείμενά του έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικές εκδόσεις, δημοσιεύονται κατά καιρούς σε εφημερίδες, περιοδικά και ηλεκτρονικές σελίδες, έχουν παιχτεί στο θέατρο και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα αλβανικά και τα γαλλικά. Το 2012 τιμήθηκε από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου της Γαλλίας (CNL) με υποτροφία συγγραφής. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

Το τελευταίο του βιβλίο "Τζάμπα η παράταση" μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη (2020).






Τρίτη 26 Μαΐου 2020

Και το κωλόχαρτο τελειώνει | Θεοχάρης Παπαδόπουλος



Βρισκόμαστε όλα μαζεμένα σε ένα φιλόξενο σπίτι. Εδώ έχουμε όλο τον καιρό να χαζέψουμε, να συζητήσουμε και να φιλοσοφήσουμε. Ένα είναι το θεμελιώδες ερώτημα, που μας βασάνιζε πάντα: Υπάρχει ζωή μετά τα σκουπίδια; Δεν το ήξερε κανένα. Όλα ήμασταν προορισμένα για να φτάσουμε κάποια στιγμή εκεί, αλλά κανένα δεν είχε ξαναπάει. Δεν ξέραμε τι θα συναντήσουμε. Είχαμε άπειρες ώρες να το αναλύσουμε. Άπειρες; Όχι, ακριβώς, αλλά σίγουρα πολλές.

Είμαστε ένα πακέτο με δέκα ρολά χαρτιά υγείας. Κανονικά θα έπρεπε να ήμασταν οχτώ, αλλά τα δύο είναι δώρο. Πολλοί μας αποκαλούν κωλόχαρτα και σπανιότερα σκατόχαρτα. Όπως και να το πεις, κάνουμε την χειρότερη δουλειά. Μαζεύουμε όλες τις βρωμιές των ανθρώπων. Πολλές φορές δεν χρησιμοποιούμαστε για εκείνο, που έχουμε φτιαχτεί, έτσι σε πολλά από μας έχει τύχει να χρησιμοποιηθούμε ως μυξομάντιλα. Μερικά τυχερά από εμάς καθαρίζουν υπολείμματα από νόστιμα φαγητά. Κανονικά αυτό είναι προνόμιο του χαρτιού κουζίνας και των χαρτοπετσετών, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι χρησιμοποιούν ότι έχουν πιο πρόχειρο ή ό,τι είναι πιο φτηνό.

Όπως όλα τα χαρτιά υγείας, έτσι κι εμείς βρεθήκαμε κάποια στιγμή σε ένα μαγαζί. Από το μέγεθός του και την ποικιλία των προϊόντων του, καταλάβαμε ότι ήταν ένα μεγάλο σουπερμάρκετ. Εκεί βρεθήκαμε παρέα με τα ξαδερφάκια μας, δηλαδή με διάφορα πακέτα χαρτιά υγείας διαφόρων μαρκών και ποικιλιών. Δηλαδή, ενώ εμείς είμαστε ολόλευκα, υπήρχαν χαρτιά υγείας με λουλουδάκια. Φαίνεται πως τα συγκεκριμένα ήταν προορισμένα για κώλους πολυτελείας.

Το σουπερμάρκετ ήταν τόσο γεμάτο με χαρτιά υγείας, που ήμασταν σίγουρα πως θα αργούσε η σειρά μας. Έτσι κι αλλιώς ήμασταν τόσο βαθιά χωμένα, που θα έπρεπε να πουληθούν αρκετά πακέτα πριν από μας. Όμως, η τύχη μας ήταν διαφορετική.

Ξαφνικά, άρχισε να έρχεται κόσμος και να αγοράζει με μανία χαρτιά υγείας. Τέσσερα-τέσσερα τα έπαιρναν τα πακέτα. Στην αρχή νομίζαμε ότι έγινε πόλεμος, όμως, όπως αργότερα πληροφορηθήκαμε από σκόρπιες κουβέντες των ανθρώπων, που έπαιζαν ξύλο για να μας αγοράσουν, ένας φονικός ιός είχε εμφανιστεί και σκότωνε αβέρτα. Οι άνθρωποι γέμιζαν τα σπίτια με μακαρόνια και χαρτιά υγείας. ΄

Όπως ήταν φυσικό, κάποια στιγμή, ήρθε και η σειρά του δικού μας πακέτου. Ένα στιβαρό χέρι μας άρπαξε και μας έβαλε σε ένα καρότσι, δίπλα στις φακές και στα ντολμαδάκια. Σε λίγο μας έριξαν από δίπλα και ένα κατεψυγμένο ψάρι σε φέτες και η μπόχα ήταν αφόρητη. Ευτυχώς, δεν μας έβαλαν σε σακούλα, οπότε βγήκαμε στον καθαρό αέρα και αναπνεύσαμε.

Στο δρόμο για το σπίτι, που μας προόριζαν, είδαμε ένα σύνθημα γραμμένο στον τοίχο: «Και το κωλόχαρτο τελειώνει, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Το σύνθημα τελείωνε με ένα άλφα σε κύκλο. Υποθέσαμε ότι αυτό ήταν η υπογραφή εκείνου, που σκέφτηκε το σύνθημα και αναρωτιόμασταν, τι θέλει να πει ο ποιητής. Γιατί, ήταν σίγουρο ότι έλεγε για μας, αλλά, τι εννοούσε;

Τώρα βρισκόμαστε σε ένα σπίτι με άλλα είκοσι πακέτα με ρολά χαρτιών υγείας. Ξέρουμε ότι θα αργήσουμε να χρησιμοποιηθούμε. Έχουμε όλο το χρόνο να φιλοσοφήσουμε και να λύσουμε όλα τα θεμελιώδη ερωτήματα των χαρτιών υγείας. Άραγε, υπάρχει ζωή μετά τα σκουπίδια;

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Στολές και Χαρακτήρες | Χριστόφορος Τριάντης



Πράγματι, η απραξία είναι το σημείο αναφοράς. Δεν χρειάζονται τόσα και τόσα λογύδρια και σπουδαιοφανείς ρητορείες, που δήθεν θα γίνουν περιλάλητες πράξεις και σπουδαία έργα (συντόμως και εμφανώς). Όλα είναι λήθη, επιμελημένες τελετές, γαντζωμένες στα σύννεφα και τα στάσιμα νερά. Κατευθύνονται νοερά και προπατορικά στο μηδέν. Τις περισσότερες φορές «επενδύονται» με ακαταλαβίστικες οιμωγές, σαν πλησιάζει η ανυπαρξία. Μοναδικό κέρδος η αποδόμηση των θέσφατων που καθιερώθηκαν ως παρηγορίες, συνδεμένες με το μέλλον (συν το παρόν) του συνόλου και του καθενός ξεχωριστά. Είναι απαραίτητο να πιστεύει κάποιος στη μικρή του αθανασία, προσιδιάζει στην «περίλαμπρη» έξοδο του, και ταυτόχρονα τού προσφέρει τη δυνατότητα να φιλοσοφεί στις παρέες και στα μπιστρό (αυτή είναι μια ασχολία  για τους πιο έξυπνους).
 Καταρχήν,  το ποιητικό ύδωρ του έρωτος είναι νερωμένο. Περιορίζεται στα ακροφύσια και τις απολήξεις. Οι αδένες κερδίζουν – ζωγραφικά – την ουσία και το περίβλημα προθέσεων - προσδοκιών και αποτελεσμάτων. Φτωχή αξιολόγηση για το μεγάλο αισθηματικό σύμπαν. Στη σειρά, έρχονται οι διαδικασίες των ιερών επαγγελμάτων και των αγίων εργασιών, αυτοπεριορίζονται, εν τη ρύμη του χρόνου (και του χώρου), στις προϊστορικές τους διαστάσεις. Αγωνία και μόχθος για τον επιούσιο, κι όταν αποκτηθεί, όλα μετατρέπονται προς βρώσιν των αρχόντων ή των σοφών της πολιτείας (και της χρηματιστηριακής αγοραίας σπουδαρχίας).  Αποτελεσματικός ευνουχισμός της απραξίας και του όποιου ονείρου, οικονομίστικες καταστάσεις, άνευ αντικατάστασης, πραγματικός υπερκαπιταλισμός.
Οι άνθρωποι αγωνίζονται να βρουν και ν’ αποκτήσουν τις στολές τους (κάθε μορφής και εποχής). Και αφού τις φορέσουν, υπάρχουν δρόμοι (και παραστάσεις) να προχωρήσουν και να ανέλθουν στην κλίμακα των τρωκτικών ή των χωροφυλάκων (κάθε υποδιαίρεση είναι απολύτως συμβατή κοινωνικά και φιλοσοφικά).
Η στολή είναι το άπαν. Και όταν κερδηθεί (σχετικά εύκολα), ακολουθούνται άλλες ατραποί για να εμφανιστούν οι χαρακτήρες. Ο χαρακτήρας τελειούται μέσα στο στολισμένο σαρκίο. Δίχως τη  σάρκα, δεν επιτυγχάνεται οτιδήποτε σε τούτον τον  παλιό καινούργιο κόσμο. Έχει μοναδικότητες το σύμπαν, ταιριαστές στον καθένα, φτάνει να τις ανακαλύψει και να τις εναποθέσει στα πόδια των θεοτήτων. Κουρασμένες κι ετούτες απ’ τις καταμετρήσεις, αραδιάζουν πλήθος τα εύσημα στις οχλαγωγίες, στις παννυχίδες, στους οδυρμούς και στο τίποτα (μυστικά και κρυφά εννοείται).
Εμφανώς, οι δρόμοι στενεύουν απ’ τα μοχθηρά επεισόδια. Κλείνουν γύρω γύρω. Μέσα τους στοιβάζονται σωρός οι επιθυμίες. Ο ευαγής αριθμός τους είναι απροσδιόριστος. Υπάρχει ηθική στα «θέλω». Όμως, ακυρώνονται από μόνα τους (τι ωραία κατάληξη, εντελώς αντιφιλοσοφική). Οι ουρανοί είναι κενοί, και δεν χωράνε τόσες εθιμικές εξαπλώσεις και συνηθισμένες προσευχές,. Χάνονται κατά τη μεταφορά (προς τα υψηλά),  και εξαϋλώνονται από τον πόνο και τα δάκρυα (τα τιτλοφορούμενα ως δάκρυα). Οι καρδιές κομματιάζονται και αποσυντίθενται επαναληπτικά. Παύει ο χρόνος να κραδαίνει απειλές και φωτοστέφανα. Όταν τελικά, γίνονται οι αποκλεισμοί, τότε παύουν και οι όποιες σοφιστικές αναζητήσεις. Εξαφανίζονται οι ώρες της εργασίας και των απολαβών: οβολοί, σάρκες, απολήξεις, κυνηγητά, προσμονές, και αλιτήριες προσδοκίες, μαζί με ηθικές νουθεσίες. Εμφανίζονται τα τέρατα της ανώτερης τάξης  (σε όλες τις περιόδους, και οι συνοδευτικές αισθηματολογίες και ηθικολογίες). Γιορτάζουν με τα μαραμένα γαιοτρόπια, τις νέες ενάρξεις (χρονικές και δραστικές).
Το μίσος για τις νύχτες, εμφιλοχωρεί στα χρονικά κάτεργα. Είναι  το ασήμαντο (π.χ. μια παρανυχίδα ή  αλλαγή της ώρας ή απειλή πανδημίας) που προκαλεί φόβο στους μετέχοντες σε δράσεις και πράξεις. Ένας κίνδυνος ελλοχεύει μέχρι τρέλας, και ίσως αναποδογυρίζει τις κατατάξεις. Μεταμορφώνει το μοιραίο σε συνεχές παραλήρημα, δίχως λέξεις και ελέγχους. Ως απολυτότητα, απομεινάρι της επείγουσας δράσης, έρχεται η απογοήτευση μεταμορφωμένη, μέσα κι έξω απ’ τα σύνορα του κόσμου, μέσα κι έξω απ’ τον νου και το σακατεμένο σώμα. Ο βαρκάρης καιροφυλακτεί και δεν αφήνει περιθώρια, επιτρέπει μόνο να έχεις τη στολή σου και να είναι εμφανές το γυμνό κρανίο σου.

Σάββατο 18 Απριλίου 2020

Κρυψώνα | Χριστόφορος Τριάντης



Οι άνθρωποι τον φόβιζαν. Ένας αταβιστικός φόβος απέναντι την ανθρώπινη παρουσία τον είχε επηρεάσει καταλυτικά. Δεν είχε κάποια συμπλεγματική αγοραφοβία, αλλά τού «καρφώθηκε» η ιδέα ότι οι άνθρωποι (κοντινοί και μακρινοί ) ήταν επικίνδυνοι και ήθελαν το κακό του. Πίστευε ότι όλοι όσοι κυκλοφορούσαν έξω (σε απόσταση αναπνοής και σε απόσταση φωτός) και περιφέρονταν γύρω του, θα τον δολοφονούσαν. Παραιτήθηκε από τη δουλειά σχετικά εύκολα και οχυρώθηκε στο σπίτι του, σχετικά δύσκολα. Αποφάσισε ότι θα έβγαινε στον κόσμο, μόνο όταν θα περνούσαν εννέα μήνες (δεν ήταν και κάποιο μεγάλο διάστημα, αλλά ήταν αρκετό για μια νέα άφιξη). Τότε θα έκανε την εμφάνισή του. Στο υπόγειο του σπιτιού έφτιαξε μια κρυψώνα, με δυο δωμάτια και ένα υποτυπώδες μπάνιο. Κουβάλησε πολλές προμήθειες κι αρκετά βιβλία. Και ξεκίνησε την υπόγεια και μυστική ζωή του.

Αλλά σύντομα (εντελώς) άρχισαν οι έξωθεν παρενοχλήσεις και επεμβάσεις. Κάποιες φόρες (κατά περίεργο τρόπο) τις νύχτες, οι κορυφαίες ποιητικές συλλογές της χώρας και οι διαλέξεις των επίσημων λογοτεχνών της ευρύτερης περιοχής, έμπαιναν στην κρυψώνα. Κυριολεκτικά τρύπωναν στα υπόγεια δωμάτια. Κανονική εισβολή.

Άλλες πάλι φόρες, κάτι περίεργοι αχθοφόροι με μορφή τρωκτικών (κυρίως αρουραίων), άνοιγαν τρύπες ( ή μικρά λαγούμια ) και κουβαλούσαν στην κρυψώνα διάφορα λογοτεχνικά βραβεία (παλιάς και νέας κοπής). Αυτά τα βραβεία είχαν ανθρώπινη φωνή. Έκαναν τέτοια φασαρία μες στην υπόγεια κρύπτη που αναγκαζόταν να τα εξουδετερώνει με διάφορους μυστικούς τρόπους (μια φορά μάλιστα τους είχε δώσει χρήματα κι εξαφανίστηκαν). Ήταν ιδιαίτερα καλώς στις παγιδεύσεις, από παιδί. Εκτός από τις συνήθεις ονειροπαγίδες, κατασκεύαζε λογοπαγίδες και σπουδαιοπαγίδες (για τα πολιτικά πράγματα και πρόσωπα που τον ενοχλούσαν). Η αποτελεσματικότητα των παγίδων τον διέσωσε από τους ενοχλητικούς παρείσακτους.

Δυστυχώς όμως υπήρχε και μια ακόμη απειλή που δεν την υπολόγισε: οι αόρατοι εχθροί, που ήταν πιο σκληροί και πιο ύπουλοι από τις συλλογές, τα βραβεία και τους αρουραίους. Βρίσκονταν παντού σαν σκιές και τον παρακολουθούσαν. Ήταν απρόσβλητοι από τις παγιδεύσεις κι όλες τις παγίδες που είχε εφεύρει. Δεν τον άφηναν να κοιμηθεί, τον βασάνιζαν, τού έκλεβαν τις λέξεις ακόμα και τα όνειρά του. Όταν προσπάθησε να ξεφύγει από αυτούς, ήταν πολύ αργά.

Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

Διήγημα | Πετάει ο άνθρωπος; | Θεοχάρης Παπαδόπουλος

                             
       -Πετάει το τζιτζίκι; 
       -Πετάει. 
       -Πετάει το τζατζίκι; 
       -Δεν πετάει. 
       -Πετάει ο άνθρωπος; 
       -Δεν πετάει. 



        Κάθομαι στον καναπέ και στριφογυρίζω με το ένα μου χέρι τα κλειδιά της ταράτσας. Στο νου μου φέρνω εκείνο το παιχνίδι, που έπαιζα πολύ μικρός με τη γιαγιά μου. Το λέγαμε «πετάει-πετάει» και μ’ αυτό μάθαινα όλα τα πλάσματα του κόσμου, που πετάνε και όλα εκείνα, που είναι καταδικασμένα να μην πετάξουν ποτέ.

       -Γιατί δεν πετάει ο άνθρωπος, γιαγιά; Ήταν η εύλογη απορία μου, γιατί από τότε, που θυμάμαι τον εαυτό μου, ήθελα να βγάλω φτερά. Στα παιδικά μου όνειρα, έβλεπα ότι πετάω, αλλά πάντα μόλις έπαιρνα λίγο ύψος, έπεφτα και ξυπνούσα τρομαγμένος.
       Όταν πήγαινα σχολείο, ήμουν καλός μαθητής. Διάβαζα τα μαθήματά μου και δεν έκανα φασαρία μες στην τάξη, ούτε έκανα ποτέ μου κοπάνα. Όμως, όταν είχαμε κάποιο βαρετό μάθημα, είχα έντονη επιθυμία να βγάλω φτερά και να φύγω απ’ το παράθυρο.
       Όταν μεγάλωσα, έπιασα δουλειά. Εκεί, ό,τι ήξερα έπρεπε να το ξεχάσω! Δεν υπήρχε λογική. Ό,τι έλεγε το αφεντικό, ήταν σωστό. Εγώ έπρεπε να κάνω τον μαλάκα. Και τον έκανα. 
       -Πετάει ο γάιδαρος;
       -Πετάει!
       Βέβαια, προσπαθούσα να δω τη θετική πλευρά της ζωής. Είχα δουλειά και είχα και κοπέλα. Μέχρι, που άλλαξαν και τα δύο. Ο παραλογισμός του αφεντικού γέμισε χρέη την επιχείρηση. Η επιχείρηση έκλεισε κι εγώ πετάχτηκα στο δρόμο. Η κοπέλα μου με παράτησε λίγο καιρό μετά. Τότε ήταν, που το σκέφτηκα για πρώτη φορά…
       Στην αρχή σκέφτηκα να δοκιμάσω με χάπια. Μα αν έκανα λάθος και δεν τελείωνα με την πρώτη θα μου έκαναν πλύση στομάχου και θα ένιωθα χάλια. Τα όπλα τα φοβόμουν. Θα μπορούσα να πληγωθώ σε λάθος σημείο και να έχω αργό και βασανιστικό θάνατο. Ήθελα να βρω έναν θάνατο, που να με βγάλει κατευθείαν από τη μέση…
       -Πετάει το τρυγόνι;
       -Πετάει.
       -Πετάει το μπαλκόνι;
       -Δεν πετάει.
       -Πετάει ο άνθρωπος απ’ το μπαλκόνι; Τότε μου ήρθε η ιδέα. Κι έπεσα απ’ το μπαλκόνι. Έκανα το σάλτο μορτάλε. Σάλτο ήταν. Μορτάλε δεν ήταν, γιατί έλα, που έμενα στον πρώτο. Από κάτω ακριβώς είχε σταθμεύσει ένα ανοιχτό φορτηγό με παπλώματα. Έπεσα μέσα στα παπλώματα. Ούτε γρατζουνιά δεν έπαθα! Θα μπορούσα, βέβαια να ισχυριστώ, πως έπαθα αμνησία. Θα θυμόμουν επιλεκτικά. Θα ξεχνούσα την εφορία, τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού και του νερού, τα κοινόχρηστα, το νοίκι. Δεν έπιασε. Τα ξεχνούσα εγώ, μου τα υπενθύμιζαν άλλοι. 
      Η ιδέα γυρίζει στο μυαλό μου από χτες, που μου έκοψαν το ρεύμα. Έχω στα χέρια μου τα κλειδιά της ταράτσας. Τα ζήτησα από τη σπιτονοικοκυρά. Τι θα κάνω στην ταράτσα, με ρώτησε. Ό,τι θέλω θα κάνω! Λογαριασμό θα της δώσω; Θα βγω και θα αγναντέψω τον κόσμο από ψηλά, όπως κάνουν οι αετοί.
       -Πετάει ο αετός;
       -Πετάει.
       -Πετάει ο άνθρωπος;
       -Δεν πετάει.
       Αχχχχχ! Να ‘μουν αητός. Θα πέταγα ελεύθερος και δεν θα σκεφτόμουν ούτε δουλειά, ούτε ρεύμα, ούτε νερό, ούτε κοινόχρηστα, ούτε νοίκι. Δεν θα είχα καμία έννοια. Θα άνοιγα τα φτερά μου και θα πετούσα πάνω από καταπράσινα δάση και άγρια βουνά. Θα έβλεπα υπέροχα τοπία και θα ήμουν πραγματικά ελεύθερος. Κι αν με σκότωναν στο κυνήγι, δεν θα ήξερα γιατί πέθανα. Μήπως τώρα ξέρω γιατί ζω;
       Ανεβαίνω σιγά-σιγά τα σκαλιά, που οδηγούν στην ταράτσα. Ξεκλειδώνω την πόρτα και βγαίνω. Τι όμορφη αίσθηση ελευθερίας εδώ πάνω. Νιώθω να μου φυτρώνουν φτερά.
       -Πετάει ο άνθρωπος;
       -Πετάει.

Τρίτη 24 Μαρτίου 2020

Διήγημα | Το τέλος της ύλης | Μαρία Μήτσορα



Για τον Ιάσονα Σαρτζετάκη


ΣΤΗ ΜΙΚΡΗ ΠΡΟΒΛΗΤΑ κάτω από τη γειτονιά της Ερμούπολης που ονομάζεται Βαπόρια, καθόμουν και στέγνωνα μετά από ένα γλυκό αλλά σύντομο μπάνιο. Στερέωσα την πετσέτα μου στις μπλε πλαστικές λωρίδες της καρέκλας . Το καράβι έβγαινε από το λιμάνι ξεσηκώνοντας κύματα που στεφάνωναν τα βράχια.Απορροφημένη από τους αφρούς της μπίρας μου,διέκρινα στο ποτήρι τα απομεινάρια θαλασσινής γιορτής . Ξαφνικά, δυο παλάμες μου έκλεισαν τα μάτια .




"Ελα Δημήτρη, ξέρω ότι είσαι εσύ."

"Πες μου, ποιος θα ήθελες να είναι;"



Ο Δημήτρης με άφησε, έφερε κι αυτός μία καρέκλα. Ο Άλκης δεν είναι πια τίποτα , επαναλάμβανα από μέσα μου δεν είναι ούτε απειλή ούτε υπόσχεση, ούτε υπόσχεση , ούτε μια Ευρυδίκη που μπορώ να φέρω πίσω από τον Άδη, είναι μόνο αυτή η σκιά που διατηρείται χρόνια στο αριστερό μου πλευρό, Άυλος αλλά πιεστικός, ένας εφιαλτικός θησαυρός..

"Γιατί έχεις αυτό το ύφος;" ρώτησε ο Δημήτρης.
"Σε όποιον ελευθερώσει τις επιθυμίες μου θα φυσήξω επάνω του όλων των χρωμάτων τους καπνούς της καταστροφής ."

Ο Δημήτρης σηκώθηκε, πήγε κι έβρεξε το ένα του πόδι στη θάλασσα, γύρισε μ' ευχαριστημένο ύφος.

"Είσαι;"
"Βαριέμαι." Έπεσε στο νερό κι εγώ συνέχισα να πίνω μπίρα .

Ο νεαρός πέρασε δίπλα μου ξυπόλυτος, στάθηκε μπροστά μου στο ένα μέτρο κι άρχισε να γδύνεται . Πέταξε το πουκάμισο και το παντελόνι του στο φαγωμένο μπετόν της προβλήτας . Από μέσα φορούσε ένα ροζ σορτσάκι με γκρίζες ρίγες . Το σώμα του ήταν ψιλόλιγνο, το τέλειο σώμα νεαρού
δρομέα, όπως του Άλκη. Γύρισε και με κοίταξε, η ώρα κι ουρανός τού ανήκαν κι ας του έλειπαν τα φτερά από τους αστράγαλους. Από μία παράπλευρη ζωή παρατήρησα τα μάτια του, κάπως βαθιά
μέσα στις κόγχες, δεν θύμιζαν θεό ψυχοπομπό κι ιπτάμενο. Στα μάτια του είδα κάτι από τη σκοτεινή ζωή του βυθού , κάτι που μου έφερε στο μυαλό μάτια πνιγμένου, λίγο πριν αρχίσουν να τα τρώνε τα ψάρια... Η ομορφιά του με ανησύχησε, μπερδεμένες σκέψεις για την αιωνιότητα και μια επιθυμία σχεδόν πόνος στο στομάχι. Παρακολούθησα τη βουτιά του έτοιμη να τον ακολουθήσω, αλλά
αντί να πέσω ψάχνοντας την αγκαλιά του στο νερό,γύρισα την καρέκλα μου ώστε να μην τον βλέπω.

Κάπνισα ένα τσιγάρο χαμένη στο πέλαγος και κάθε τόσο μ ' έφερνε στο παρόν ένας γλάρος. Πίσω μου τα σπίτια ήσαν χτισμένα σε απότομα βράχια και μερικά σχεδόν κρέμονταν πάνω από το νερό. Θαλασσινά σπίτια, άλλα σαν πετρωμένα αμφίβια κι άλλα με μικρούς κήπους καλά κρυμμένους, κολλημένους στα πλευρά τους. Άρχισα πάλι να σκέφτομαι τον Άλκη. Τρία χρόνια παρακαλούσα κάθε ορατή κι αόρατη δύναμη να τον φέρει πίσω. Αέρα νερό γη και φωτιά είχα παρακαλέσει, είχα προσευχηθεί μπροστά σε τανάλιες σε κατσαβίδια σε γιαούρτια που μουχλιάζανε. . . όποιο ρολόι αντίκριζα το ικέτευα ν' ανοίξει τη στιγμή για να γεμίσουν πάλι οι αισθήσεις μου με το πλήρες σώμα του . Κι ήταν σαν να τον έβλεπα και πάλι , να παίζει με το νερό, κλείνοντας στο φως αλμυρές βλεφαρίδες.
Δεύτερη φορά, παιδικά χέρια τώρα, μου σκέπασαν τα μάτια.

"Εγώ θα ήθελα να είμαι μαζί με την Αντόρα πάνω στο μαγικό της άλογο και να νικήσουμε την Κάτρα, εσύ που θα ήθελες;"ψιθύρισε στο αυτί μου η γλυκιά φωνή του Ιάσονα.

"Μ' αρέσει η Ερμούπολη, όταν κάνουμε βόλτες τ' απογεύματα, νιώθω πως είναι μία πόλη ανάλαφρη , μια πόλη με φτερωτά ταβάνια,". Τράβηξε τα χέρια του και κάθισε στην καρέκλα του Δημήτρη.

"Πού θα ήθελες να είσαι;."

"Σ ένα ακρωτήριο που λέγεται Το Τέλος της Ύλης".
"Θα μου το δείξεις στον χάρτη ;"

"Δεν είναι σαν το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, υπάρχει μόνο σε χάρτες μυστικούς.
Οι παντοδύναμοι άνεμοι που φυσάνε εκεί αρπάζουνε τις επιθυμίες σου και στο τέλος χάνεις τη μνήμη σου,τ' όνομά σου." Τι είναι ύλη;" με ρώτησε και του τσίμπησα το μπράτσο. Έβγαλε μια μικρή κραυγή και γέλασε."Έρχεται ο Δημήτρης, ρώτησε να σου εξηγήσει εκείνος τι σημαίνει ύλη.

Πίσω από τον Δημήτρη, έβγαινε από τη θάλασσα ο νεαρός, Σηκώθηκα. Σταμάτησε να τινάζει το νερό από τα μαλλιά του και με κοίταζε καθώς ντυνόμουν αργά μπροστά του. Μάζεψα τα πράγματά μου. Ο Ιάσονας είχε φορέσει τα πλαστικά μπρατσάκια κι ο Δημήτρης στέγνωνε τ'αυτιά του με την άκρη της πετσέτας.
"Δύο μπίρες και με διαλύσανε, πάω να κοιμηθώ" τους είπα.



Από το βιβλίο "από τη μέση και κάτω" εκδόσεις Πατάκη. (2014)

Διήγημα | Ο εφιάλτης της μάσκας | Θεοχάρης Παπαδόπουλος

       Βγήκα έξω από το σπίτι και άρχισα να περπατάω με γρήγορο βήμα. Αν και ο δρόμος ήταν άδειος, εγώ κοιτούσα δεξιά και αριστερά. Δεν ήθελα να με δουν, ούτε να δω κανέναν. Δεν φοβόμουνα. Απλά δεν ήθελα να δω για μια ακόμη φορά τα βλέμματα, που θα με κοιτούσαν με απέχθεια. Κάποιους που θα άλλαζαν δρόμο για να μην με πλησιάσουν. Γιατί ήμουν ένας από τους λίγους, που δεν φορούσαν ιατρική μάσκα.


       Όλα ξεκίνησαν, όταν σε μια μακρινή χώρα έκανε την εμφάνισή του ένας νέος ιός, όπου έγινε γνωστός με το όνομα κωλοϊός. Ο κωλοϊός αναπτυσσόταν στον άνθρωπο στην περιοχή του πρωκτού και προκαλούσε ακατάσχετη διάρροια μέχρι τελικής πτώσης. Η εξάντληση από τις συνεχείς κενώσεις του εντέρου, μπορούσε να επιφέρει τον θάνατο. Ο κωλοϊός μπορούσε να μεταδοθεί με τον αέρα και με την ανθρώπινη επαφή. Στην μακρινή χώρα, που έκανε την εμφάνισή του ο κωλοϊός πέθαναν αρκετοί ασθενείς. Ο ιός μεταδόθηκε σε δυο-τρεις χώρες εκεί κοντά.
       Η χώρα που ζω εγώ, είναι πολύ μακριά και μέχρι σήμερα δεν έχει παρουσιαστεί κάποιο κρούσμα του κωλοϊού. Όμως, ο πανικός για τον ιό έχει κυκλοφορήσει παντού. Στην αρχή υπήρχαν λίγοι, που άρχισαν να φορούν ιατρικές μάσκες. Μετά έγινε συνήθεια. Μετά η συνήθεια έγινε μόδα. Αρχικά, κυκλοφορούσαν οι γνωστές μονόχρωμες ιατρικές μάσκες, σε χρώμα, άσπρο, πράσινο και γαλάζιο. Λίγο αργότερα άρχισαν να κυκλοφορούν ιατρικές μάσκες σε διάφορα χρώματα. Πρώτα κυκλοφόρησαν στα γνωστά βασικά χρώματα και μετά άρχισαν να κυκλοφορούν σε όλα τα χρώματα της ίριδας. Έτσι, μπορούσε κανείς να δει ιατρικές μάσκες, σε αποχρώσεις σομόν, τυρκουάζ, μπορντοροδοκόκκινο και στις πενήντα αποχρώσεις του ροζ. Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Μετά άρχισαν να κυκλοφορούν πολύχρωμες ιατρικές μάσκες και μάσκες με σχέδια. Χαρακτηριστικές ήταν οι μάσκες με καρδούλες και οι μάσκες, που εικόνιζαν παγκόσμια γνωστούς ποδοσφαιριστές.
       Λίγο καιρό μετά, οι ιατρικές μάσκες έπαψαν να είναι μονοπώλιο των φαρμακείων και εμφανίστηκαν στα σουπερμάρκετ και στα πολυκαταστήματα. Στη συνέχεια οι ιατρικές μάσκες εμφανίστηκαν και στους πάγκους των λαϊκών αγορών. Τότε, κυκλοφόρησαν φήμες ότι οι μάσκες των λαϊκών αγορών ήταν απομιμήσεις και δεν προστάτευαν όσο οι αυθεντικές ιατρικές μάσκες.
       Η κυβέρνηση της χώρας, είχε καταργήσει όλες τις πολιτιστικές εκδηλώσεις. Οι προγραμματισμένες συναυλίες είχαν ακυρωθεί, αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Είχαν απαγορευτεί οι αγκαλιές, τα φιλιά και γενικότερα όλες οι περιπτύξεις σε δημόσιο χώρο.
       Εγώ, δεν ήθελα ποτέ να φορέσω ιατρική μάσκα. Εκτός του ότι ο κωλοϊός δεν είχε εμφανιστεί στη χώρα, που ζω, αρκούσαν οι απλοί κανόνες υγιεινής για την απαραίτητη προστασία. Είχα τον κώλο μου καθαρό και δεν φοβόμουν. Ήμουν από τους λίγους, που κυκλοφορούσα με το πρόσωπό μου ακάλυπτο. Βέβαια, αυτό μου στοίχισε προσωπικά. Η γυναίκα μου με παράτησε και πήγε να μείνει στην μητέρα της μακριά από μένα και τον κωλογιό μου (έτσι αποκαλούσε η πεθερά μου τον ιό). Οι φίλοι μου άρχισαν να με αποφεύγουν. Όποτε ήθελα να δω κάποιον, κάτι του τύχαινε. Από τη δουλειά μου τέθηκα σε αναγκαστική αργία.
       Και να ΄μαι τώρα στον δρόμο να περπατάω με γρήγορο βήμα και το πρόσωπο ακάλυπτο. Ξαφνικά, ένα περιπολικό με πλεύρισε και τέσσερις αστυνομικοί, που φορούσαν μπλε σκούρες ιατρικές μάσκες με σταμάτησαν. Μου πέρασαν χειροπέδες, μου φόρεσαν μια ιατρική μάσκα με μαύρες οριζόντιες ρίγες και με πήγαν στο Τμήμα. Πίσω από ένα γραφείο βρισκόταν ένας ανώτερος αστυνομικός που φορούσε μια μπλε σκούρα ιατρική μάσκα, που έφερε τα διακριτικά του βαθμού του. Εκείνος, αφού με κοίταξε, μου είπε αυστηρά:
        -Δεν ξέρετε ότι είναι απαραίτητο να φοράτε ιατρική μάσκα; Όποιος γυρίζει με το πρόσωπό του ακάλυπτο είναι δημόσιος κίνδυνος. Σας έχουν ξαναπιάσει ποτέ;
       -Όχι κυρ-αστυνόμε.
       -Ούτε προσαγωγή;
       -Ούτε.
       -Καλά. Για πρώτη φορά θα στη χαρίσω, αλλά έτσι και σε ξαναπιάσουν χωρίς ιατρική μάσκα, την έβαψες. Ο ανώτερος αστυνομικός κράτησε τα στοιχεία μου και με άφησε να φύγω.
       Λίγο αργότερα, έφτασα στο σπίτι μου, έβγαλα την ιατρική μάσκα και ανάπνευσα. Προσωρινά ήμουν ελεύθερος.

                           





Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2019

Αναδημοσίευση | Εκκρεμές | Βίκυ Τσελεπίδου



Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.






ΕΚΚΡΕΜΕΣ




Φωτ.: Helmut Newton, Berlin

                                                                                                                     Της Βίκυς Τσελεπίδου


       Στέκομαι αρκετά μέτρα μακριά της. Την έχω απέναντι, την στοχεύω από το παράθυρο του ξενοδοχείου μου μέσα από ένα λεπτό άνοιγμα της κουρτίνας. Χρησιμοποιώ τηλεφακό. Φοράει μαύρο ολόσωμο μαγιό. Ακίνητη στον βατήρα με τα χέρια τεντωμένα ψηλά και τα μαλλιά δεμένα σε μια βρεγμένη κοτσίδα, σκέφτομαι ότι μπορεί αυτό και να τη βαραίνει, να την τραβά προς τα πίσω, αισθάνομαι πως της στερεί κάτι από την ελαφρότητά της, ότι την δυσκολεύει τρόπον τινά να κάνει το άλμα της στην πισίνα.          
        Είναι ένα στοίχημα με τον εαυτό μου. Θα μπορούσα να φωτογραφίσω την οποιαδήποτε. Διάλεξα αυτήν και τώρα την περιμένω. Να σταθεί, να συγκεντρωθεί, να πάρει τις αποφάσεις της, να δώσει ώθηση με τους μυς της, να διαγράψει το αναμενόμενο τόξο στον αέρα. Εστιάζω και περιμένω, μετρώ τα δευτερόλεπτα, ανάσα και δευτερόλεπτο, θέλω να την πιάσω ακριβώς εκεί -στο σημείο χωρίς βαρύτητα- με την κοτσίδα της να κρέμεται ανάποδα, να παγώσω εκεί τον χρόνο κόντρα στους νόμους της Φυσικής, στην αφύσικη αυτή στάση για άνθρωπο, πόδια ψηλά, κεφάλι κάτω. Θέλω κάπως να δείξω ότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο άνθρωπος, ότι θα μπορούσε υπό συνθήκες να υποστηριχθεί πως κρύβει ένα θαλασσοπούλι μέσα του.     
        Δεν υπάρχει ο παραμικρός ερωτισμός στο βλέμμα μου, μου κάνει εντύπωση, και τίποτα το πατρικό, ίχνος τρυφερότητας δεν έχει η ματιά μου. Την παρατηρώ όπως ένα αντικείμενο, δεν εστιάζω καν στα χαρακτηριστικά του προσώπου της, με ενδιαφέρει μόνο η κίνηση του σώματός της, όχι το ίδιο της το σώμα. Κι ούτε ακριβώς η κίνησή της. Η αίσθηση της μετα-κίνησής της θα ήταν ορθότερο να πω, αυτήν αναζητώ, την ανεπαίσθητη δόνηση που αφήνει πίσω του ένα λιανό πουλί καθώς διασχίζει τον αέρα, αυτό το ίδιο το μετα-γεγονός μιας πτώσης-πτήσης. Ο ουρανός από πάνω της γαλάζιος, ανέφελος, γεμάτος άσπρες γραμμές από διασταυρούμενα -σε παρελθόντα χρόνο- αεροπλάνα.
         Στο σημείο αυτό η ακινησία της λαμβάνει τέλος. Το κορμί στον βατήρα, το ψηλόλιγνο κορμί της, αρχίζει, πρώτα αργά, μπρος πίσω να κλυδωνίζεται, σταδιακά με όλο και μεγαλύτερη ένταση, φαίνεται πως μπορεί και να πέσει, ανά πάσα στιγμή προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, πως μπορεί να την έπιασε ξαφνική ζαλάδα ή τρόμος σωματοποιημένος, εξακολουθεί ωστόσο να διατηρεί τον έλεγχο, να στέκεται εκεί, στον βατήρα πάνω, σαν να μην θέλει, να μην μπορεί, να μην γίνεται να τον αποχωριστεί, με τα χέρια τώρα σε στάση προσοχής κουνιέται ολόκληρη μπρος πίσω κι η κοτσίδα της πέρα δώθε σαν εκκρεμές κι ο φακός μου στο τρίποδο σταθερός κι εγώ από πίσω του ακίνητος.
      ΄Ωσπου θα ακουστεί ο χαρακτηριστικός εκείνος ήχος που κάνει ένα βαρύ αντικείμενο όταν πέφτει από ψηλά στο νερό. Αυθόρμητα το μάτι ξεκολλάει από τον φακό -κραυγές ανάμεικτες με χειροκροτήματα- σηκώνω το κεφάλι και τραβάω πέρα ως πέρα την κουρτίνα. Αμέσως ξανακολλάω με μανία το μάτι στο σκόπευτρο. Απέναντι, μια πισίνα στα αίματα και μια κοπέλα πάνω στον βατήρα να κουνιέται ασταμάτητα μπρος πίσω, ρυθμικά η κοτσίδα της δεξιά αριστερά. Από όσο διακρίνω -ζουμάρω- έχει τα μάτια της κλειστά. Κλείνω κι εγώ τα δικά μου. Κύματα ναυτίας γεμίζουν την κοιλιά μου.



Πηγή: δε|κατα 
           περιοδικό












Η Βίκυ Τσελεπίδου γεννήθηκε το 1975. Σπούδασε Νομικά, Επικοινωνία και Δημιουργική Γραφή. Κυκλοφορούν τα βιβλία της  Φιλελλήνων, Αλεπού, αλεπού, τι ώρα είναι; (μυθιστόρημα, Νεφέλη 2017, το οποίο έλαβε το Βραβείο Μυθιστορήματος της Ακαδημίας Αθηνών ) και Ελενίτ (διηγήματα, Νεφέλη 2014).

















Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

Μνήμη 1940 | Απόσπασμα | Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός | Αλμπέρτος Ναρ

    Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.









ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ. 



Από τη συλλογή διηγημάτων  
Σαλονικάιδηλαδή Σαλονικιός. 



[…] Ο πατέρας βολεύεται στο μαξιλαράκι του από φρέσκο φελιζόλ, μασουλάει αργά αργά το ψωμοτύρι του, με το που ανασαίνεις ανοίγει η όρεξη εδώ στην Επίδαυρο. […]

Η παράσταση συνεχίζεται. Κάπου κάπου ο πατέρας τραβάει από την τσέπη του ένα μαντίλι, σκουπίζει τον ιδρώτα του, αναστενάζει και δε σηκώνει το μάτι από την Παξινού-Εκάβη. Ξαφνικά τινάζεται από τη θέση του, κινεί τελετουργικά τα χέρια, μπράτσα αλύγιστα σαν στηλιάρια, παλάμες που βρωμάνε ακόμα ψαρόκολλα και λούστρα, δάχτυλα που καταλήγουν σε αργασμένους κάλους, και μονολογεί:
- Estas patsas no me se manean mas del tiempo del fuego. (Από τον καιρό της πυρκαγιάς δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου). […]






[…]Δεν έχουν αποβάλει ακόμα τις ριγωτές στολές. Ο Δαβίκος θυμάται ότι ένας Αμερικανός αξιωματικός τους ζήτησε να ποζάρουν.[…] Και μιλάει για όλους και για όλα. Γαι τη Σαλονίκη, τους τενεκέ μαχαλάδες της, τα στρατόπεδα. Και καταλήγει. “... Τελειωμένος ήμουνα. Ο φίλος μου ο Λεόν με γλίτωσε. Ας είναι καλά. Τότε που εκκενώσανε το ΄Αουσβιτς γιατί ζυγώνανε οι Ρώσοι. Περπατούσαμε δεν ξέρω κι εγώ πόσα μερόνυχτα, ξυλιασμένοι, θεονήστικοι. Και οι καταραμένοι πάνω από το κεφάλι μας. ΄Εκατσες; Μπαμ και τέζα. “΄Ασε με, Λεόν, να πεθάνω”, του λέω. “Δεν αντέχω άλλο. Κοίταξε να ζήσεις εσύ”. Τίποτα εκείνος. ΄Αλλοτε με στήριζε, άλλοτε με έσερνε κι άλλοτε με κουβαλούσε σιγοτραγουδώντας: [...]






Επανέρχεσαι στη μαρτυρία του Δαβίκου:
"Παρουσιαστήκαμε και μας μεταφέρανε, άρον άρον κάπου στα σύνορα. Χιλιάδες φαντάροι. Και περιμέναμε να μας σηκώσουν από ώρα σε ώρα για την πρώτη γραμμή. ΄Οπου εσύ κι εγώ, Λεόν, λέω του φίλου μου στα ισπανοεβραίικα.
   Το πιάνει ένας άγνωστος από δίπλα και δίνει γνωριμία. Δικός μας ήταν, από τη Λάρισα.
   - Πώς τη βλέπεις, ρε Αλχανάτη, την κατάσταση; τον ρωτώ.
   - Θα δούμε. Προς το παρόν ας έχουμε το νου μας και να μη χαθούμε. Κι όταν σηκώνω εγώ το χέρι, να το σηκώνετε κι εσείς.
    Παλαιοελλαδίτης είναι, συλογιστήκαμε, κάτι παραπάνω θα ξέρει. Και περιμέναμε. Κάθε λίγο πηγαινοέρχονταν οι γαλονάδες και ξεφώνιζαν για διάφορες ειδικότητες. Ξαφνικά κάτι είπαν, δεν το πολυκατάλαβα, βλέπω όμως τον Αλχανάτη με το χέρι ψηλά. Από κοντά κι εμείς.
   - Ημιονηγούς θέλουνε, μας εξηγεί ο Λαρισαίος.
   - Και τι σκαμπάζουμε εμείς από μουλάρια, ρε γενισερλή;
   - Σκαμπάζουμε δε σκαμπάζουμε, ημιονηγός ίσον εφοδιασμός, και μεταφορές. Γουστάρετε, ρε τζιδιό, να τη σκαπουλάρετε ή όχι;"[...]





"Είχε δίκιο, συμπληρώνει ο πατέρας. Μονάχα μια φορά τα χρειάστηκα. ΄Αγρια μεσάνυχτα με ξυπνήσανε, να κουβαλήσω ένα φόρτωμα μπροστά, χαλβά και γαλέτες. Μια κουβέντα ήταν. Σκοτάδι πίσσα. Και χιόνι να μη βλέπεις τη μύτη σου. Γλίστρησα, σηκώθηκα, ξανάπεσα, έκλαψα, βλαστήμησα... Μέχρι εδώ, είπα. Στα βουνά της Αλβανίας θα αφήσω τα κοκαλάκια μου. Το μουλάρι όμως ήξερε το δρόμο. Το άρπαξα γερά από την ουρά, με πήγε και με γύρισε!".[…]





[…]Για την Κατοχή, την πλατεία Ελευθερίας, τα γκέτο, τα κίτρινα άστρα και όλα τα υπόλοιπα δεν είναι ανάγκη να επιμείνεις. ΄Αλλωστε ούτε φωτογραφίες σώθηκαν και ο κατά τα άλλα λαλίστατος Δαβίκος δυσκολεύεται να μιλήσει και να ξεδώσει. Εσύ ξέρεις ωστόσο ότι ο πατέρας έφυγε με προηγούμενη αποστολή. Και ο Δαβίκος τον αντάμωσε λίγο αργότερα στο ίδιο μπλοκ.[…]

[…] Ιούλιος του ‘45. Κομμάτια από την απελευθέρωση και την επιστροφή στη ζωή. Αναμνηστική φωτογραφία στην Αθήνα, στο προαύλιο του σχολείου όπου τους είχαν εγκαταστήσει προσωρινά, μέχρι να τους στείλουν στον τόπο τους. Οι φυσιογνωμίες σχεδόν ανέκφραστες. Τα κοντομάνικα πουκάμισα αποκαλύπτουν τους ανεξίτηλους εξαψήφιους αριθμούς. Η φωτογραφία διατηρείται στο οικογενειακό λεύκωμα που έχει περάσει πια στην κατοχή σου.[…]


[…] Αναμνηστική φωτογραφία του γάμου. Ο πατέρας φοράει σκούρο κουστούμι, φυσικά δια χειρός Δαβίκου. Η μάνα αστράφτει στο νυφικό, που αργότερα το μεταποίησε σε ταγιεράκι. Τους πλαισιώνουν οι άλλοτε σύντροφοι του στρατοπέδου. Συγγενείς βέβαια δεν υπάρχουν.[…] Ο Δαλαμάγκας τσουγκρίζει το ποτήρι με το ζευγάρι […] ο Τσιτσάνης διακρίνεται στο βάθος, πάνω στο πάλκο με το μπουζούκι του. Και δεν μπορεί να ξεχάσει ο πατέρας πως τους αφιέρωσε ένα τραγούδι ειδικό για την περίσταση. […]





[…] Εδώ λοιπόν ήταν μία φορά κάποιοι άνθρωποι. Εκεί ήταν ένας δρόμος που τον λάτρεψες, γιατί τον γονιμοποίησαν εκείνοι οι άνθρωποι με την παρουσία τους. Εκείνες οι φυσιογνωμίες που δεν τις γνώρισες. Και τις αναβιώνεις τώρα κατά τις επιθυμίες σου, σαν να ασκείσαι σε ταξίμι μακρόσυρτο και παραπονιάρικο. Και τις αναβιώνεις με τις περγαμηνές τους και τους τίτλους τους, που είναι και δικοί σου.[…]



Αλμπέρτος Ναρ.


Από τη συλλογή διηγημάτων
"Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός."


Εκδόσεις Νεφέλη.