Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πάνος Λιάκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πάνος Λιάκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

Silver Screen | Jojo Rabbit/Αποκρυπτογράφηση | Πάνος Λιάκος

Γράφει ο Πάνος Λιάκος.
Jojo Rabbit
Scarlett Johansson and Roman Griffin Davis in Jojo Rabbit (2019)
   
Πρώτη φορά που ερχόταν το κορίτσι στο εργένικο διαμέρισμά μου. Ήθελα να τα έχω όλα στην εντέλεια. Έβαλα ρολόι από τις έξι και μισή μήπως και μπορέσω να σουλουπώσω κάπως τα πράγματα. Μπουφάν και παπούτσια που ήταν πεταμένα στην είσοδο μαζεύτηκαν. Τασάκια άδειασαν. Μπουκάλες ουίσκι πετάχτηκαν. Άλλαξα και το χώμα του γάτου. Έπειτα ψέκασα για να μυρίζει θεϊκά. Αυτά μπροστά. Γιατί στο γραφείο μου, με τόσα βιβλία, τετράδια και χαμό δεν προλάβαινα να βάλω μια σειρά.

Το κουδούνι χτύπησε τις 20:20 ακριβώς. Μια τελευταία γενική ματιά. Σπρώχνω κάτι κάλτσες κάτω από τον καναπέ. Εκείνη ανεβαίνει με το ασανσέρ. Της ανοίγω, φιλιόμαστε, νιώθει οικεία αμέσως και κάθεται στον καναπέ. Ήρθε και ο γάτος από μέσα και έπιασε να γουργουρίζει. Να μην της έδειχνα και το υπόλοιπο σπίτι; Γραμμή για το γραφείο. Παντού στοίβες με βιβλία. «Θα με διώξουν καμιά μέρα τα βιβλία από δω μέσα», της λέω. Το μάτι της πέφτει σε μια από τις στοίβες. Δυο τεύχη του New Yorker, ένας τόμος του Γιούγκερμαν του Καραγάτση, ένας τόμος της Taschen για το φιλμ νουάρ, το Καζίνο του Μάρτιν Σκορσέζε (τι δουλειά έχει το DVD εδώ;) και τρία Moleskine τετραδιάκια. Πιάνει το πρώτο από τα τρία- ωχ, κάνε να μην ανοίξει εκείνο από το ταξίδι στην Αμερική, σκέφτομαι. 



-Ταινίες! Τι άλλο;, μου λέει. Εδώ κρατάς τις σημειώσεις σου; 

-Σωστά! Για πήγαινε στην τελευταία γραμμένη σελίδα. 

-Jojo Rabbit.

-Πολύ ωραία. Τώρα προσπάθησε να αποκρυπτογραφήσεις και τη γραμμική μου Β’. 

-Θα προσπαθήσω. Λοιπόν…(Αρχίζει να διαβάζει από μέσα) Υποψήφ.2020: ταινίας, Β’ γυναικείου (Γιόχανσον), σεναρίου εκ δ. (Τάικα Γουαιτίτι), κοστούμια, σκηνογραφία, μοντάζ (Τομ Ήγκλς). Καλά τα πάμε μέχρι στιγμής. Αλλά τι είναι αυτό το σενάριο εκ δ. ; 

-Χα χα, πολλά τα γράφω έτσι σύντομα για να κερδίζω χώρο. Αυτό σημαίνει σενάριο εκ διασκευής- όπως το λέει και ο δάσκαλος Τιμογιαννάκης. Είναι δηλαδή ένα σενάριο που βασίζεται σε κάποιο βιβλίο, θεατρικό έργο ή κόμικς. Αυτό το σενάριο του τύπου που σκηνοθέτησε κιόλας την ταινία, του Τάικα Γουαιτίτι, είναι από βιβλίο.

-Κατάλαβα. Έχω δει τη διαφήμιση για την ταινία στην τηλεόραση. Τι παίζει ακριβώς; 

-Είναι μια αντιναζιστική σάτιρα. Είναι δηλαδή μέσα στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήρωας είναι ένα παιδάκι όπου έχει φάει κόλλημα με το Χίτλερ και θέλει να γίνει ο πιο πιστός του ακόλουθος. Σε μερικές σκηνές τον δείχνει να συνομιλεί μαζί του, στη φαντασία του. 

-Ενδιαφέρον ακούγεται. Έχω δει το La vita è bella με εκείνον εκεί τον ιταλό τον καραφλούλη που κι αυτό σάτιρα ήταν. 

-Ακριβώς. Γενικά το Jojo Rabbit δεν με ενθουσίασε τόσο όσο η ταινία του Μπενίνι που λες, αλλά σίγουρα παρακολουθείται με περιέργεια, με ευχαρίστηση ενώ έχει και πλούτο συναισθημάτων. 

-Μάλιστα! Για να δούμε παρακάτω τι λες… Σύ-σ-παση χαρ/α ΑΜΕΣΩΣ.

-Για να δω, για να δω (Την πιάνω από τη μέση ενώ ρίχνω ματιά στο τετραδιάκι). Όχι σύσπαση, μωρό μου. Σύσταση γράφω. 

-Τι εννοείς; 

-Εννοώ ότι αμέσως μαθαίνουμε ποιος είναι ο χαρακτήρας, το παιδάκι δηλαδή, και το κόλλημά του με το Χίτλερ. Κι αυτό είναι και ένδειξη πολύ καλού σεναρίου. Σε βάζει αμέσως στο πλαίσιο. Για συνέχισε…

-Λες Επιδείξεις και ΣΚΗΝΗ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

-Α, ναι. Και πάλι με το σενάριο έχουν να κάνουν αυτά. Δείχνει ότι στα παιδικά ναζιστικά τάγματα αυτοί οι γελοίοι έκαναν επιδείξεις πολεμικού οπλισμού στα παιδιά, ασκήσεις αποφυγής Εβραίων και άλλες τέτοιες κατηχήσεις. Είναι σάτιρα, οπότε τους παρουσιάζει γελοίους όλους αυτούς τους ναζιστές. Ο Σαμ Ρόκγουελ παίζει ένα ναζιστή λοχαγό. Τον ξεφτιλίζει τόσο υπέροχα το έργο. Κι ο ίδιος που είναι θαυμάσιος στους β’ ανδρικούς ρόλους πατάει πάνω σε αυτό το σενάριο και το υπονομεύει κι άλλο αυτό το καθίκι. Τον κάνει όμως και ανθρώπινο, όχι καρικατούρα. Αλλά του έχει και μια τελική σκηνή ο Γουαιτίτι το κάτι άλλο. Το άλλο που λέω περί σκηνής αιτιολόγησης… εννοώ την αιτιολόγηση του τίτλου της ταινίας. Δηλαδή υπάρχει μια σκηνή που μας δείχνει πώς το παιδάκι πήρε το παρατσούκλι Rabbit

-Κατάλαβα. Τώρα λες Πρώτη σκηνή Σκάρλετ-Τζότζο. Ενδυματολογία.
 
-Α, ναι. Η Σκάρλετ Γιόχανσον δίνει μια τρομερή ερμηνεία εδώ. Γι’ αυτό πήρε και υποψηφιότητα για Όσκαρ υποστηρικτικού γυναικείου ρόλου. Πρόσεξα ότι σε μια από τις πρώτες σκηνές που έχει με το γιο της, τον πρωταγωνιστή, φορούν και οι δύο πιτζάμες του ιδίου χρώματος και έτσι όπως τον αγκαλιάζει είναι σαν να γίνονται ένα. 

-Αχ, τι γλυκό αυτό! Έχει αρχίσει να με ενδιαφέρει τρελά αυτή η ταινία. Και τώρα λες Αγωνία: Πρώτη σκηνή με ΕΒΡΑΙΑ

-Πρόσεξε. Όλοι οι δάσκαλοι του σεναρίου λένε ότι ένα καλό σενάριο, ανεξαρτήτως είδους, θα πρέπει να βασίζεται στο μυστήριο ώστε να θέλει ο θεατής να παρακολουθήσει τη συνέχεια. Ε, λοιπόν, ο τρόπος όπου με τη σύμπλευση σεναριακής γραφής και μοντάζ μεταφέρεται σε εμάς η ένταση του πρωταγωνιστή κατά την πρώτη συνάντηση με την Εβραία που η μητέρα του κρύβει στο σπίτι είναι εξαιρετικός. Κόβει την ανάσα. Θρίλερ σχεδόν. Απόλαυσα τα γυρίσματα αυτής της ταινίας. Μια στιγμή χιούμορ, την επόμενη θρίλερ, την άλλη κλαις.

-Έκλαψες κιόλας, αγάπη μου;

-Διάβασε την πιο κάτω σημείωση και θα σου εξηγήσω…

-Εκεί που υποδύεται ΚΑΙ τον πατέρα/ «Η αγάπη είναι το πιο δυνατό πράγμα στον κόσμο».

-Πω, δυο σκηνάρες. Και πάλι με τη Σκάρλετ. Με έκανε να κλάψω, ίσως και η πιο μεστή ερμηνεία της στη μέχρι τώρα καριέρα της. Διδάσκει στο γιο της και σε εμάς αγάπη. Ντύνεται τα ρούχα του πατέρα του, τον υποδύεται και τον κάνει να φανταστεί ότι εκείνος θα έλεγε «να την προσέχεις, είσαι ο άνδρας του σπιτιού». Παίζει στο γήπεδό του η μάνα, στο γήπεδο της φαντασίας- γιατί μην ξεχνάς ότι αυτό το μουρλό νομίζει ότι μιλάει με τον Αδόλφο… μέχρι να έρθει ο έρωτας για τη μικρή Εβραία. Το δεύτερο που σημείωσα είναι ατάκα της μάνας. Ίσως η ουσία του ρόλου της Σκάρλετ. Τώρα που το σκέφτομαι, και στο La vita è bella η ουσία βρισκότανε σε αυτή τη λέξη. " L'amor che move il sole e l 'altre stelle".
 
-Τελευταία σημείωση… Μια χαρά δεν τα πηγαίνω; 

-Περίφημα τα πήγες μέχρι εδώ. 

-ΕΠΙΛΟΓΟΣ- ΠΡΟΛΟΓΟΣ-ΑΝΤΙΘΕΣΗ

-Αχά. Κι αυτή είναι η ουσία ενός σεναρίου με αρχή, μέση και τέλος που θέλει να κινείται πάνω στα αριστοτελικά διδάγματα. Δηλαδή ο ήρωας του έργου, μετά την περιπέτεια που έχει περάσει να βγει εντελώς διαφορετικός. Κι εδώ αφήνει πίσω του το Χίτλερ και ασπάζεται ξεκάθαρα τα διδάγματα της μητέρας του. Αφήνεται, χορεύει, αγαπά. Κι ας πάνε τα καθάρματα οι ναζί στην κρεμάλα. 

-Θέλω να το δω, μωρό μου! 

-Θα πάμε. Μαζί. Έχω τόσο καιρό να φάω ποπ-κορν. Θέλω οπωσδήποτε κιόλας να ξαναδώ αυτή την ερμηνεία της Σκάρλετ. Αυτή μού έμεινε πιο πολύ. Αυτή η αιθέρια μάνα. 

-Να πάμε, αγάπη μου! (Κλείνει το τετραδιάκι και το αφήνει πίσω στη στοίβα. Πάλι καλά που δεν πέτυχε τα διηγήματα που έγραφα πριν δυο χρόνια στην Ουάσινγκτον. Τη φιλάω. Κοιτώ αυτά τα πράσινα μάτια!). Πείνασες, ε; Πάμε να βάλουμε τα μακαρόνια να γίνονται;

-Swell

Για να δείτε πού παίζεται η ταινία πατήστε εδώ
 

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

Silver Screen | The Lighthouse/Καν’ το όπως ο Μέλβιλ | Πάνος Λιάκος

Γράφει ο Πάνος Λιάκος.
The Lighthouse
  

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΒΑΡΔΙΑ

(Ο ναύτης μόνος)


Έχετε γειά, αντίο! Μία δεν έχω στο πουγκί μου-ναι- και τίποτα ιδιαίτερο να με κρατάει στη στεριά γι’ αυτό με ένα σάλτο μπάρκαρα και αρμενίζω μακριά από τα δρύινα γραφεία και τα χοντρά λογιστικά βιβλία. Διόλου μια λόξα νεανική δεν ήταν, μάνα. Ξεκίνησα από μούτσος, σαν όλα τα παιδιά με την εύρωστη και γερή ψυχή που λέει και ο παππούς ο Χέρμαν Μέλβιλ. «Θα στάξεις, μικρέ», «Στη λάντζα», «Τρίβε, σκύλε μαύρε». Κι εκεί πάνω σε αυτό το «σκύλε», στον εκμηδενισμό, στου εαυτού την αναίρεση νιώθεις μια παράξενη αίσθηση ελευθερίας. Ναι, μα τον Τρίτωνα! Πετώ και ας πλέω! Κι ας είναι μανιασμένος γύρω μου της ζωής μου ο Ατλαντικός.
 

Όταν η θάλασσα δεν είναι τόσο αγριεμένη, κι εγώ είμαι ακόμα στην κουβέρτα, προσπαθώ να ανάψω το τσιμπούκι μου, αγναντεύω πέρα μακριά-όσο τα άστρα και το φεγγαράκι επιτρέπουν-και τότε παύει η μίζερη πολυλογία μου. Γίνομαι μαγνήτης και τραβώ ναύτες ξενύχτηδες, Ολλανδούς, Καναδούς, Ναντακετιανούς, Αμερικάνους… 

Τους καλαμπουρίζω. Τούτον δω κάπου τον είχα ξαναδεί. «Ποιος είσαι, νοστιμούλη; Ο καινούριος Άγγλος;». Γνωστή φυσιογνωμία μου φαινότανε από την πρώτη στιγμή που ανέβηκε στο πλοίο. Με αγριοκοιτάζει. «Μια πλάκα κάναμε». Να και ένας που μου κάνει τον σταρ. Να πάει να χάνεται. Μα την τρίαινα του Ποσειδώνα, τα εγκατέλειψα όλα για να ξενοιάσω από τύπους σαν του λόγου του. (Ανασαίνω, τι αλμύρα μεθυστική!)  



Ο ξένος κάθεται οκλαδόν. Βγάζει από το εσωτερικό του παλτού του έναν φορητό υπολογιστή. «Ρόμπερτ», λέει ξερά, χωρίς να με κοιτά. Φοράει ακουστικά και προσηλώνεται. Καθένας κρύβει στην καρδιά/ και το δικό του δράμα. Ποιος ξέρει ποια Άλισον, ποια Κρίστεν να τον περιμένει πίσω στο σπίτι τον δικό μου. (Τραβώ μια ρουφηξιά απ’ το τσιμπούκι μου). Αχ, που είναι τα χεράκια της κοκκινομάλλας που μ’ ανέστησε το βράδυ της Πρωτοχρονιάς! 

Ο Ρόμπερτ βλέπει έργο στον υπολογιστή. Ασπρόμαυρο ήταν, κι από μακριά κοίταζα και έβλεπα δυο φιγούρες ντυμένες ναυτικά. Θυμήθηκα τότε που ήθελα κι εγώ να ασχοληθώ με τον σινεμά. Έναν Ιούλιο πήγαν να με κλείσουν μέσα σε μια παρένθεση, αλλά τα πάντα άλλαξαν σε εκείνο το μικροσκοπικό τραπέζι στο ελληνικό νησί. The new me. «Σύντροφε, άντε βγάλε τα ακουστικά να δω κι εγώ που λαχταρά η ψυχούλα μου».


 
Υπάκουσε. Και το’ βαλε το έργο απ’ την αρχή. Μόνο αυτοί οι δύο τύποι έπαιζαν. Ο Γουίλεμ Νταφόε! Από τους πιο αγαπημένους μου. Και ο άλλος, ο Ρόμπερτ Πάτινσον, εντελώς αγνώριστος από τα πιο παλιά του έργα, θεοί! Αυτοί οι δύο είναι και καλά φαροφύλακες σε ένα νησί της Νέας Αγγλίας. Απομόνωση και κακό! Με άρπαξε η ταινία από τα πρώτα κιόλας πλάνα. 

Σαν να βλέπεις να ξετυλίγεται μπροστά σου ένα γοτθικό παραμύθι που κάποιος παλιός ναυτικός αφηγείται στο εγγονάκι του. Γι’ αυτό και πρωταγωνίστρια εδώ η διεύθυνση της φωτογραφίας. Αυτή είναι που σου φτιάχνει την ατμόσφαιρα. Όπως και οι παππούδες στην αφήγηση μιλούν για τις σκιές, τις σκοτεινιές, τις συγκρούσεις του φωτός και του σκότους. 
 
Φαντάσου, σκέφτηκα, να το έβλεπα όλο αυτό στη μεγάλη οθόνη. Δεν είναι μόνο η ασπρόμαυρη φωτογραφία αλλά και ο ήχος που θα άξιζε κανείς να μελετήσει για ποιο λόγο είναι έτσι παραμορφωμένος. Διότι πρέπει από την αρχή να καταλάβουμε ότι οι ήρωες- και ακόμα περισσότερο ο νεαρός- κινούνται μεταξύ πραγματικότητας και παράνοιας. Μπορεί τον Πάτινσον να μην τον έχουμε ξαναδεί τόσο αλλαγμένο, τόσο αποφασισμένο να υπηρετήσει και ένα άλλου είδους σινεμά αλλά την παράσταση του την κλέβει εύκολα ο έμπειρος και απεριορίστων ικανοτήτων Νταφόε. 

Το Μόμπι Ντικ δεν μελετούσα στη σύσκεψη με τον εαυτό μου; Ε, οι μονόλογοι που έχουν γράψει για το Νταφόε οι σεναριογράφοι Ρόμπερτ και Μαξ Έγκερς (ο πρώτος σκηνοθέτησε κιόλας) είναι στο πνεύμα αυτού του σημαδιακού για εμένα βιβλίου. Κι έχει ενδιαφέρον, παρατηρώ, η γλώσσα του έργου, τα παλιά αγγλικά. Μόμπι Ντικ δωματίου, λοιπόν.
 
Εμ, πηγαίνοντας στο δεύτερο μέρος του έργου κάπου μπερδεύτηκα στο να κατανοήσω εάν όλα αυτά που συμβαίνουν είναι κατασκευή στο κεφάλι του νεαρού, εάν τον πνίγουν τα ενοχικά του, εάν πρόκειται για κάποιου είδους εκδίκηση της φύσης (διότι, λέει ο γέρο-ναυτικός είναι κακοτυχιά να σκοτώσεις θαλασσοπούλι όπως κάνει ο νέος) αλλά σίγουρα έπιασα το συμβολισμό του φάρου και της διαδοχής του φωτός (λέγε με και γνώση) από τη μία γενιά στην άλλη. Και πολλές φορές η διαδοχή μόνο ομαλή δεν είναι. 

Διότι ο γέρος γυρνάει και λέει: «The light belongs to me». Και όταν, όμως, έρχεται η βεβιασμένη ώρα του, ο νέος δεν είναι έτοιμος να αντικρίσει εκείνο το φως του φάρου-ουάου, από τα πιο εντυπωσιακά του μπερδεμένου δεύτερου μέρους της ταινίας είναι η στιγμή που ο νεαρός αντικρίζει το φως, ο ήχος ξεκουφαίνει και η φωτογραφία του υποψήφιου για Όσκαρ Jarin Blaschke παραπέμπει ευθύς στο γερμανικό εξπρεσιονισμό. 
 
Προμηθεϊκό φινάλε. Βγάζω τα σπίρτα να ανάψω το τσιμπούκι μου που από την υγρασία είχε σβήσει. Αμίλητος ο Ρόμπερτ. Το πρόσωπό του φωτίστηκε για μια στιγμή απ’ το σπίρτο μου. Λες; Τα μάτια μας συναντιούνται. Του κουνάω το δείχτη και χαμογελώ: «Εσύ, εσύ, λονδρέζε. Και έλεγα κι εγώ πού σε ξέρω». Δεν ήταν άλλος από τον Πάτινσον ο μυστηριώδης συνεπιβάτης μου στο ταξίδι της ταινίας. Της ταινίας του. 

Αρχίζω τις απορίες- αφού δεν είχα τους σεναριογράφους πρόχειρους-: γιατί όλη αυτή η γνώση, η λατρεία για τους μύθους και το Μέλβιλ να μην εκλαϊκευτεί; Το σινεμά είναι ένα μέσο να το απολαύσουν όλοι. Κι αν αισθητικά τους τραβήξει εντός της η ταινία, σύντομα οι απλοί θεατές θα περιπλακούν. Η απάντηση από το στόμα του Ρόμπερτ με παρέπεμψε στην ατάκα από το Μόμπι Ντικ: «…Είναι μάταιο να εκλαϊκεύουμε πράγματα βαθιά, όταν μάλιστα όλη η αλήθεια είναι βαθιά».
 

Ασ’ τα αυτά, σύντροφε, κι έλα εδώ να πιούμε. Οι πιο μεγάλες φιλίες ξεκίνησαν με διαφωνίες. Επιτέλους ο φορητός υπολογιστής έκλεισε. Ήπιαμε από το ίδιο το φλασκί και πιάσαμε το γνωστό από το Μόμπι Ντικ τραγούδι:


Έχετε γεια, αντίο, Σπανιόλες!| Έχετε γεια, αντίο, γυναίκες της Ισπανίας!| Ο καπετάνιος μας πρόσταξε…
 


Για να δείτε πού παίζεται η ταινία πατήστε εδώ