Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρίνα Καρτελιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρίνα Καρτελιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

Σελιδοδείκτης | Απόσπασμα | Το Πλατύ Ποτάμι | Γιάννης Μπεράτης

 Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.

 

 Για την επέτειο της σημερινής μέρας, 

28ης Οκτωβρίου, 

σταχυολογήσαμε αποσπάσματα από λαμπρές σελίδες της λογοτεχνίας.



ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΡΑΤΗΣ 

 

Το έπος του '40: Σπάνια φωτογραφικά ντοκουμέντα από το αρχείο του Πολεμικού  Μουσείου | HuffPost Greece

 

Το πλατύ ποτάμι 

(απόσπασμα)

Το πλατύ ποτάμι (πρωτοδημοσιευμένο το 1946 και σε τελική μορφή το 1965) ανήκει στα λογοτεχνικά κείμενα-μαρτυρίες που αναφέρονται στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940. Ο συγγραφέας του Γιάννης Μπεράτης (1904-1968) υπηρέτησε ως εθελοντής στον πόλεμο αυτό με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού· αποστολή του ήταν να μεταδίδει προπαγανδιστικά μηνύματα προς τους αντιπάλους, καθώς ήταν γνώστης της ιταλικής γλώσσας. Στο έργο καταγράφει με απλό και άμεσο τρόπο τις εμπειρίες και αναμνήσεις του από το μέτωπο. Ο συγγραφέας δεν εστιάζει σε επικές μάχες ή κατορθώματα, αλλά στο ήθος και τον σεμνό ηρωισμό των συμπολεμιστών του, τα οποία σκιαγραφούνται με λιτό ύφος και συγκρατημένη διάθεση θαυμασμού. Τα στοιχεία αυτά δίνουν στο μυθιστόρημα έναν αντιπολεμικό και βαθιά ανθρώπινο χαρακτήρα. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, δύο έλληνες στρατιώτες που μεταφέρουν ως «κήρυκες» (=απεσταλμένοι) ένα μήνυμα ανακωχής στις εχθρικές ιταλικές γραμμές διηγούνται μετά την επιστροφή τους στον διοικητή Σγουρό όσα είδαν και έζησαν στην «άλλη μεριά» του μετώπου. 


Η ώρα περνούσε. Ο Σγουρός ανησυχούσε πολύ για τους «κήρυκες» που δεν επιστρέφανε. Τι διάολο! Τι διάολο πάθανε, έλεγε κάθε τόσο. Μα σε κάποια στιγμή ένας στρατιώτης πήδη- ξε ανάμεσά μας κι είπε βιαστικά: «Ήρθανε! Ήρθανε, κύριε Διοικητά!».         

Ο Σγουρός τινάχτηκε ολόρθος: Μπρος, λοιπόν! Φέρ’ τους. Τι τους κρατάς;        

Είναι ακόμη κάτω, κύριε Διοικητά. Τηλεφώνησε ο «Τέταρτος»1 πως φτάσανε κι ανεβαίνουν.

Γρήγορα! Γρήγορα! Νά ’ρθουν γρήγορα! αδημονούσε2 ο Σγουρός που πότε καθότανε και πότε σηκωνότανε πάλι απότομα για να κοιτάξει γύρω του το σκοτάδι, βάζοντας για προφύ- λαγμα πάν’ απ’ τα μάτια του την ανοιγμένη παλάμη του.

 Μετά καμιά δεκαριά λεφτά παρουσιαστήκανε κι οι δυο τους, λαχανιασμένοι μα χαρωποί και γελαστοί, όπως όταν πριν ξεκινήσουν.

 Κατεβήκανε, όπως τους είπε, και σαλπίζανε, έλεγε ο λοχίας – αυτός κράταγε ψηλά (όπως πάλι τού ’πε) το κοντάρι με το άσπρο πανί…

 Καλά καλά, αυτά τα ξέρουμε, τον διέκοφτε ο Σγουρός. Σας ακούσαμε. Μετά; Μετά να μας πεις.

Μετά όλο και πλησιάζανε κι όλο σαλπίζανε. Ο Δημήτρης, από δω, θα του φουσκώσανε τα πλεμόνια…

Ναι, ναι – λοιπόν;

 Ε! δεν έχει λοιπόν, κύριε Διοικητά. Προχωρήσανε ώς τις γραμμές τους, κι όταν τις είδανε, σταματήσανε και περιμένανε – προσοχή˙ όπως πάλι τους είχε πει.

Ναι, παιδί μου. Μετά, σου λέω, ξεφυσούσε κι αναταραζότανε σύγκορμος ο Σγουρός, πού ’χε πάλι καθίσει δίπλα στη φωτιά και την ανασκάλευε και τη γέμιζε ολόκληρη μ’ ένα ξύλο που είχε αρπάξει από κάπου δίπλα του.

Μετά, αφού περιμένανε λίγα λεφτά, από κάτι απέναντί τους χαρακώματα ξεπεταχτήκανε καμιά δεκαριά στρατιώτες κι ένας επιλοχίας, του φαίνεται… Ρηχά χαρακώματα, κύριε Διοικητά, τίποτα της προκοπής – κι ήρθανε σ’ αυτούς σιγά σιγά με προτεταμένα τα όπλα  τους, άκου! Σα να φοβόντουσαν! Ενώ αυτοί οι δυο τους μένανε πάντα ακίνητοι και προ- σοχή. Τότε χαιρέτισα κι έβγαλα απ’ την τσέπη μου το γράμμα και τους έδειχνα. Μα σαν πλησιάσανε πιο πολύ ακόμη κι είδανε καλά την άσπρη σημαία, όλα αλλάξανε μεμιάς, κύριε Διοικητά. Ποιος ξέρει τι τους πέρασε απ’ το μυαλό – μα να σου πω την αλήθεια, νομίζω πως τους φάνηκε πως τους φέρνουμε Ειρήνη. Ε! και τότε να δεις αγκαλιάσματα και φιλιά και περιποίηση και ζήτω και χοροπηδήματα από παντού. Βλέπεις δεν ήξερα να μιλάω – κι ούτε καταλάβαινα, να πάρ’ η οργή, τι μου λέγανε.

Ο Δημήτρης, ο σαλπιγκτής, δίπλα του, κουνούσε σε κάθε φράση που έλεγε επιβεβαιωτικά το κεφάλι του και κοιτούσε αλληλοδιαδόχως έμμονα πότε το Σγουρό, πότε εμένα, πότε εκεί- νον μέσα στα μάτια, έτσι με κάποια έκφραση θαυμασμού και ικανοποίησης, μα σα να μην είχε λάβει κι αυτός μέρος σ’ όλα αυτά κι ήτανε ένας απλός ακροατής, σαν κι εμάς. Ήτανε φανερό πως ο λοχίας τού επιβαλλότανε και πως αυτός, ό,τι και νά ’κανε, ήτανε και θά ’μενε πάντα στη ζωή του ένας κομπάρσος.  

Τότε τους βάλανε στη μέση και προχωρήσανε όλοι μαζί για το χωριό.[…]

 […] Κι έτσι, όπως είπε, όλοι μαζί και χωρίς να συναντάνε πουθενά κανέναν άλλο – μα ψυχή πετούμενη που μας λέει – φτάσανε τα πρώτα σπίτια του χωριού. Εκεί, κύριε Διοικητά, εκεί είναι μαζεμένοι όλοι τους κι ας του τρυπήσουν αυτουνού τη μύτη αν είναι αλλιώς. Στα σπίτια, και κάτω απ’ τα σπίτια θά ’χουνε κάνει τα αμπριά τους – μέσα και κάτω απ’ τα θεμέλια δηλαδή. Να, ας το πει κι ο Δημήτρης.

Ο Δημήτρης είπε κι αυτός: «Ναι».

Περνάγαμε, εξακολούθησε ο λοχίας, κι όλα τα παράθυρα ανοιγόντουσαν και μας κοιτούσαν – τό ’να κεφάλι πάνω στ’ άλλο (εγώ τουλάχιστον, και για δικό μου λογαριασμό, τους υπολογίζω αυτούς εκεί μέσα ώς τρεις λόχους, κύριε Διοικητά), έτσι στα μουγκά και με περιέργεια που δεν ξέρανε τι είναι. Και μετά, αφού προχωρήσανε αρκετά μες στο χωριό, μας μπάσαν σε μια μεγάλη αυλή και μας κάναν νοήματα να περιμένουμε. Αυτός κρατούσε πάντα το γράμμα, όπως τού ’χανε πει, και δεν τό ’δινε σε κανέναν αν δεν παρουσιαζόταν κάποιος «επικεφαλής» για να το δώσει επίσημα. Γύρω τους είχε μαζευτεί ένα τέτοιο μπουλούκι από φαντάρους Ιταλούς, που τους τρώγανε με τα μάτια τους, θαρρείς, κύριε Διοικητά, κι όλο γυροφέρνανε γύρω τους. 3 κομπάρσος: δευτερεύον βουβό πρόσωπο, συνήθως στο θέατρο.  

 

Επιτέλους, από κείνη τη μεσιανή πορτούλα βγήκε κάποιος – ανθυπολοχαγός θες ήτανε; Υπολοχαγός; Πού να ξέρει κι αυτός που αυτοί οι διαόλοι φορούν άστρα κι αστράκια παντού, από κουμπότρυπα μέχρι κολάρο – και στάθηκε κι αυτός προσοχή μπροστά μας. Χαιρέτησα, χαιρέτησε κι αυτός, και τού ’δωσα το γράμμα, που το πήρε και ξαναχώθηκε μες στο σπίτι.

 Καλά, καλά. Πολύ καλά, έλεγε ο Σγουρός που παιδευότανε πάντα με τη φωτιά αν και με τα μάτια του κολλημένα στο πρόσωπο του ορθού λοχία που φωτιζότανε κι αυτό κατακόκκινο απ’ τις φλόγες.

Κι ύστερα όλοι αυτοί που ήτανε γύρω τους τούς βάλανε κάπου να καθίσουν μες στην αυλή κι όλο γυρίζανε και γυροφέρνανε γύρω τους, αλλά και σε απόσταση, σάμπως νά ’τανε οι δυο τους τίποτα άγρια θεριά. Τότε σηκώθηκα, κι όπως μού ’χες πει, κύριε Διοικητά, τους τράταρα τσιγάρο. Στην αρχή δε ’θέλαν (κάναν  δηλαδή πως δε θέλουν), μα σαν είδαν καλύτερα το κουτί τον «Άσσο», ριχτήκαν όλοι πάνω τους σα λιμασμένοι. Παπαστράτο! Παπαστράτο! Φωνάζανε όλοι μαζί – και δώσ’ του βουτιά στο πακέτο. Ε! σε τρία, για να μην πει πέντε λεφτά, κύριε Διοικητά, και τα δέκα πακέτα που μας είχατε δώσει για να τους μοιρά- σουμε, γενήκανε άφαντα.

— Ώστε τον ξέρουνε τον Παπαστράτο! Γελούσε ο Σγουρός κουνώντας βαριά το κεφάλι του, με τη στενή του κάσκα στην κορφή κορφή, δεξιά κι αριστερά πάν’ απ’ τους φλόγες.

— Αν τον ξέρουνε λέει! Όλοι σαν κοράκια πέσανε επάνω και σ’ ένα λεφτό δεν είχα πια πακέτο στις τσέπες μου, ούτε στο σακίδιό του ο Δημήτρης. Γλέντι τρικούβερτο κάνανε σου λέω, κύριε Διοικητά – χαρά κι άγιος ο Θεός! Ακόμη λίγο και θα χορεύανε.

— Καλά – και μετά;

 Από μέσα (φαίνεται πως τα πράματα κάπου σκαλώσανε) ακούγανε συνεχώς (ας ήταν η πόρτα κλειστή) κουδουνίσματα κι αδιάκοπες τηλεφωνικές κλήσεις. Ε! που να πάρ’ η οργή που να μην ξέρει αυτός Ιταλικά να καταλάβει κάτι… Εκεί θά ’πρεπε νά ’ναι κάποιος που να ξέρει κάπως αυτά τα ιταλικά.

— Ξέρεις, Μπεράτη, τον διέκοψε ο Σγουρός, πως κάναμε μεγάλη βλακεία που δε σε ντύ- σαμε εσένα στρατιώτη, και δε σε στείλαμε; Ε! που να πάρει η ευχή!

— Εγώ, κύριε Διοικητά, θά ’μουνα πρόθυμος – αλλά, καταλαβαίνετε, πρώτη μέρα πού ’ρθα εδώ, κι έτσι ακατατόπιστος… δεν ήξερα ακόμη αν έχω το δικαίωμα να το ζητήσω… κι αφού δεν μού ’πατε και τίποτα…

— Και δεν τό ’λεγες, μωρέ παιδί! Και δεν τό ’λεγες! Αχ! Με κάνεις και σκάω τώρα, μωρέ Μπεράτη! – κι ο Σγουρός με το τακούνι της μπότας του κοπάνισε μια γερή στο καταφλογισμένο κούτσουρο που ήτανε δίπλα του.

Έλα, μωρέ λοχία – καλός και άξιος είσαι, μα κάνεις και δεκαπέντε ώρες να μας τα πεις, μωρέ παιδάκι μου.

Μα τι να σου πει, κύριε Διοικητά; Μήπως δε στα λέει…

— Είσαστε κουρασμένοι, παιδιά; Είπε άξαφνα ο Σγουρός.

Μπα που είναι κουρασμένοι! Και νά ’ναι λίγο κουρασμένοι, τι σημασία έχουν όλ’ αυτά, κύριε Διοικητά. Άκου λοιπόν, το παρακάτω. Δεν τους είπες να σου τα πουν όλα με το νι και με το σίγμα; Λοιπόν κουδουνούσανε από μέσα, κουδουνούσανε, και φαίνεται πως γινόταν μεγάλη φασαρία και πως δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν και κάπως τά ’χανε χάσει, κύριε Διοικητά, έτσι που τους ήρθε ξαφνικά το γράμμα και δεν ξέρανε τι να κάνουν κι όλο ρωτού- σαν από δω κι από κει για τι απάντηση να δώσουν και μου φαίνεται (ας μην καταλαβαίνω ιταλικά) πως δεν μπορούσαν να βρουν τον αρμόδιο κι ο ένας τους ξαπόστελνε στον άλλον – μια χάβρα· χάβρα εβραίικη δηλαδή, κύριε Διοικητά. Τους ακούγαμε, και μεις καθόμαστε απ’ έξω, σε κείνο το παγκάκι που μας είχανε βάλει να καθίσουμε. Τώρα, μετά τα τσιγάρα, όλοι ήτανε δίπλα μας, γελούσαν κι όλο μας κάναν νοήματα – κι ένας λοχίας μέσα σ’ ένα κράνος μάς έφερε να μας τρατάρει καφέ.

— Καφέ; Πώς καφέ μέσα στο κράνος; είπε ο Σγουρός.

— Ναι, καφέ με ζάχαρη˙ ανακατεμένα.

 — Πώς καφέ με ζάχαρη;

— Να, έτσι, χοντροκομμένο καφέ με ζάχαρη ανακατεμένα.

— Και πώς το τρώνε αυτό; ρώταγε πάλι ο Σγουρός – έτσι; — Ναι, έτσι, κύριε Διοικητά˙ με τη χούφτα.

— Άλλο και τούτο! – και λοιπόν;

— Καλό ήτανε, δε σου λέω όχι, μα να σου πω την αλήθεια, ούτ’ εγώ, ούτε ο Δημήτρης, στην αρχή, θέλαμε να πάρουμε – μα καταλαβαίνεις, για να μη τους προσβάλεις… πήραμε, επιτέλους, από μια χούφτα ο καθένας κι είπαμε κι ευχαριστώ. Και τότε μας φέρανε από δυο άσπρα ψωμάκια του καθενός και τυρί μέσα σε ασημένιο χαρτί, και δώσ’ του όλο και μαζευόντουσαν γύρω μας, μας αγκαλιάζανε από παντού κι όλο κάτι λέγανε. Εκείνοι μιλούσαν ιταλικά, εμείς απαντούσαμε ελληνικά – ο Θεός κι η ψυχή τους τι καταλάβανε˙ όσο καταλάβαμε κι εμείς. (Ο λοχίας κι ο Δημήτρης γελούσανε, βγάζανε απ’ τις τσέπες τους το τυρί και τα ψωμάκια για να μας τα δείξουν – κι όλο θέλανε να μας προσφέρουν κι εμάς).

Όχι, όχι, ευχαριστώ, έλεγε ο Σγουρός κι εγώ. Εμείς φάγαμε – ας τα κρατήσουν αυτοί.

Κάτσαμε πολλή ώρα έτσι, ώσπου βγήκε πάλι εκείνος ο αξιωματικός από μέσα και τού ’δωσε τούτο δω το γράμμα. Κι άκου να δεις! τώρα μόλις διάταξε να τους δέσουνε τα μάτια (που τους τα δέσανε αμέσως με δυο άσπρα μαντίλια), στην επιστροφή, αφού στον ερχομό είχανε δει ό,τι είχανε να δούνε! Άκου παλαβομάρες, κύριε Διοικητά!

 Ώστε έτσι, με κλεισμένα μάτια, τους γυρίσανε πίσω;

Ναι, έτσι, σα να παίζουμε την τυφλόμυγα τους πήραν και τους δυο τους κάτ’ απ’ τις μα- σχάλες, απ’ τα δυο χέρια, και τους βγάλανε απ’ την αυλή. […]

Μετά μας πήραν έτσι και μας φέρανε ώς εκεί πού ’χαμε πρωτοφτάσει, μας λύσανε τα μάτια κι όλο μας χαιρετούσανε με χειραψίες και μ’ αγκαλιές τους ώμους. Στου Δημήτρη την τσέπη, σώνει και καλά, βάλανε έναν αναφτήρα, και στη δικιά μου – ούτε κι εγώ ξέρω πώς βρέθηκε – ένα σουγιά. Τι να πεις, κύριε Διοικητά; Τι να πεις; Νάτος ο αναφτήρας κι ο σουγιάς.

Ο Σγουρός περιεργαζότανε και τον ένα και τον άλλο πάνω απ’ τη φωτιά, και μετά μου τους έδωσε και σε μένα.

Μπράβο, καλά τα καταφέρανε. Άιντε τώρα να ξεκουραστείτε. Πάρτε και τον αναφτήρα και το σουγιά σας και κρατήστε τους, έτσι για ανάμνηση, όταν με το καλό, δούμε καλή πατρίδα και γυρίσετε σπίτια σας. Άιντε – καληνύχτα. Και προσοχή μη στομαχιάσετε με τ’ άσπρα ψωμάκια και το τυρί τους!

Ο λοχίας κι ο σαλπιγκτής ο Δημήτρης χαιρετίσανε γελώντας και με δύο τρία πηδήματα χαθήκανε μέσα στη νύχτα.

 

Γιάννης Μπεράτης, Το πλατύ ποτάμι, Ερμής, Αθήνα 1999

 

Πηγή: Ο λόγος ανάγκη, Κύπρος, Α΄ Γυμνασίου

 

Σελιδοδείκτης | Απόσπασμα | Μαουτχάουζεν | Ιάκωβος Καμπανέλλης

Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.

 

 Για την επέτειο της σημερινής μέρας, 

28ης Οκτωβρίου, 

σταχυολογήσαμε αποσπάσματα από λαμπρές σελίδες της λογοτεχνίας.



 ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ




Μαουτχάουζεν


Ο θεατρικός συγγραφέας Ιάκωβος Καμπανέλλης (1922-2011) συνελήφθη σε ηλικία εικοσιενός χρόνων από τους γερμανούς κατακτητές και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν στην Αυστρία, όπου και κρατήθηκε μέχρι το 1945. Η εμπειρία «του επιζώντος» – που αποτελεί ταυτόχρονα μαρτυρία της ναζιστικής θηριωδίας αλλά και έναν ύμνο στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια– αποτυπώθηκε στο ομώνυμο αφηγηματικό έργο (από όπου και το απόσπασμα), καθώς και σε έναν κύκλο τραγουδιών που μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη το 1966.

     

    Ένα βράδυ το στρατόπεδο απ’ άκρη σ’ άκρη μιλούσε για τον Έλληνα που δούλευε στο συνεργείο των τιμωρημένων. Τα νέα τά ’φεραν αυτοί που δούλευαν στο λατομείο κι είδαν από κοντά τι έγινε. Όταν το προσκλητήριο τελείωσε κι οι κρατούμενοι γύρισαν στις παράγκες, ο ένας τα είπε στον άλλον. Ο άλλος έτρεξε να τα πει στην παρέα του. Η παρέα σκόρπισε να μοιράσει τα νέα στις παράγκες. Οι παράγκες αδειάσανε, οι κρατούμενοι μαζεύτηκαν στους δρόμους να τα κουβεντιάσουν. Τέτοια νέα αναταράζανε το Μαουτχάουζεν. Ήταν σα μια κρυφή διανομή ελευθερίας.

    Εμείς μάθαμε «τι έγινε» από τους Σέρβους μιναδόρους που μέναμε μαζί στην ίδια παράγκα.

    Ήταν μετά από το μεσημεριανό φαΐ. Ο Ες-Ες επικεφαλής του συνεργείου των τιμωρημένων είχε ώς εκείνη την ώρα ξεκάμει δεκαεφτά Εβραίους και Ρώσους αιχμαλώτους πολέμου.

    Μόλις κάποιος παραπατούσε, έβαζε τους άλλους να τον σύρουνε στα συρματοπλέγματα του φράχτη. Εκεί ο Ες-Ες τον έχωνε ανάμεσα στο φράχτη και τον πυροβολούσε. Ύστερα έγραφε σ’ ένα μπλοκ: «Ο υπ’ αριθ. 137.566 κρατούμενος αποπειραθείς να δραπετεύσει εξετελέσθη επί τόπου». Αυτή τη σημείωση την κρατούσε για τη βραδινή αναφορά. Έγραφε, όμως, άλλη μια και την καρφίτσωνε πάνω στον σκοτωμένο: «Μόνο η πειθαρχία οδηγεί στην ελευθερία».

    Σ’ ένα ανέβασμα της σκάλας, ένας Εβραίος παραπατά. Ο Αντώνης τού ’καμε νόημα να πλησιάσει. Ο Εβραίος πλησίασε κι ο Αντώνης κράτησε το δικό του αγκωνάρι με το δεξιό και με τ’ αριστερό ανασήκωσε το αγκωνάρι του Εβραίου. Όμως αυτό έγινε κοντά στη μέση της σκάλας. Έμενε ακόμα πολύ ανέβασμα. Ο Ες-Ες τους είδε και τους χώρισε. Διάταξε τον Εβραίο να τρέξει. Αυτός ανέβηκε λίγα σκαλοπάτια, ύστερα άφησε την πέτρα να πέσει και γονάτισε στο σκαλί. Ο Ες-Ες τον πλησίασε και του είπε ν’ ανοίξει το στόμα. Ο Εβραίος άνοιξε το στόμα. Ο Ες-Ες έβγαλε το περίστροφο, τό ’χωσε στο στόμα του Εβραίου και πυροβόλησε.

    Ύστερα γύρισε προς τον Αντώνη και στύλωσε τα μάτια πάνω του. Ο Αντώνης τον κοίταξε άφοβα, έπειτα πλησίασε στο νεκρό, φορτώθηκε και το δεύτερο αγκωνάρι και συνέχισε ν’ ανεβαίνει τη σκάλα. Ο Ες-Ες πάγωσε. Δεν είπε τίποτα, δεν έκαμε τίποτα. Όταν όμως ξαναγύρισαν στο λατομείο, για να ξαναφορτωθούν αγκωνάρια ο Ες-Ες φώναξε τον Αντώνη να πάει κοντά. Άρχισε να βολταρίζει σα μανιακός ανάμεσα στις πέτρες και να ψάχνει. Βρήκε ένα αγκωνάρι διπλό από τ’ άλλα, τό ’δειξε στον Αντώνη και είπε: «Αυτό είναι δικό σου».

    Ο Αντώνης κοίταξε τ’ αγκωνάρι, ύστερα τον Ες-Ες, ύστερα τα σκόρπια αγκωνάρια γύρω γύρω. Όλοι οι άλλοι κάνανε πως δεν βλέπανε, πως δεν ακούγανε… Στο Μαουτχάουζεν το «ένας για όλους και όλοι για έναν» ήτανε νόμος. Τρέμανε για το τι θά ’βγαινε από τούτο το μπλέξιμο. Αυτός ο Έλληνας πήγαινε φιρί φιρί… Ο Ες-Ες είχε κιόλας βγάλει το περίστροφό του απ’ τη θήκη, τό ’τριβε νευρικά στο παντελόνι του κι ετοιμαζόταν. Ο Αντώνης σταμάτησε μπροστά σ’ ένα αγκωνάρι, ακόμα πιο μεγάλο από κείνο που του διάλεξε ο Ες-Ες.

    - Αυτό είναι το δικό μου, είπε. Και το φορτώθηκε.

    Σ’ όλους τους δρόμους που κάνανε ώς το βράδυ, σ’ όλα τα κουβαλήματα ώσπου σήμανε η ώρα για μέσα, ο Αντώνης διάλεγε και φορτωνόταν τα πιο βαριά αγκωνάρια.

    Ο Αντώνης δεν πολυμιλούσε γι’ αυτή την ιστορία, βαριότανε. Κι όταν κανείς ερχόταν να τον δει και να του πιάσει κουβέντα, έπαιρνε το ψωμί ή το τσιγάρο που του φέρνανε κι ύστερα έλεγε: «Άι παράτα μας τώρα… Παρτί… Ράους… Τι το κάναμε δω, θέατρο;». […]

    Άλλοτε πάλι αναρωτιόμασταν «πώς και τη γλίτωσες, ρε Αντώνη, πώς δε σε σκότωσε που τον ρεζίλεψες!». Ο Αντώνης τότε μας εξηγούσε πως «από κείνη τη στιγμή ο Ες-Ες κάτι έπαθε, χάλασε το μηχανάκι του. Τό ’χω παρατηρήσει αυτό… Άμα χαλάσει το μηχανάκι τους, κλάψ’ τους».

    — Ποιο μηχανάκι;

    — Όλοι αυτοί έχουν ένα μηχανάκι μέσα στο κεφάλι που τους το βάζουν στη σχολή των Ες-Ες. Τους ανοίγουν το κρανίο και τους βάζουν μέσα το μηχανάκι πού ’χει εφεύρει ο Χίτλερ.

    — Και τι δουλειά κάνει αυτό το μηχανάκι; Ξαναρωτούσαμε.

    — Τους κάνει ανάποδους, συνέχιζε ο Αντώνης. Ας πούμε, το κανονικό είναι να χαίρεσαι άμα ο άλλος είναι πονόψυχος ή άμα ο άλλος δε φοβάται. Είδατε όμως ποτέ σας κανέναν ΕςΕς να μη σκυλιάσει άμα δει έναν κρατούμενο να βοηθά τον άλλο; Αν τύχει πια και κανείς να δείξει πως δεν τους φοβάται, ούτε ψύλλος στον κόρφο του!... Να τι κάνει το μηχανάκι!... Τους βγάζει απ’ το κανονικό!

    — Ναι, βρε Αντώνη, λέγαμε, αλλά εσένα πώς σου τη χάρισε;

    — Αφού σας είπα, χάλασε το μηχανάκι, κι άμα χαλάσει, κλάψ’ τους!

 

 

Ιάκωβος Καμπανέλλης, Μαουτχάουζεν, Κέδρος, Αθήνα 1981

 

Πηγή: Ο λόγος ανάγκη, Κύπρος, Α΄ Γυμνασίου

 

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

#weremember | Προς την Ημέρα Μνήμης Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος | Λεων Α. Ναρ | "Θυμούμαι, άρα υπάρχω"

Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.

#weremember #όσοχρειαστεί



Προς την Ημέρα Μνήμης 
Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων 
του Ολοκαυτώματος 
 
Σήμερα
΄Ενας Σαλονικάι για τη Σαλονίκη

 

Γράφει ο Λέων Α. Ναρ

 

 

 «Θυμούμαι, άρα υπάρχω» 

(στίχος δανεισμένος από το 

«Υστερόγραφο» του Μανόλη Αναγνωστάκη) 

 


 

Περπατώ στων "Εξοχών" τη λεωφόρο και αναλογίζομαι το χθες....Από ανάγκη ίσως να κάνω, νοερά έστω, την ίδια διαδρομή σε μια πόλη που ήταν κάποτε πιο μικρή, πιο ανθρώπινη, πιο χαμηλότονη. Να μοιραστώ θέλω με τους συμπολίτες μου τους διαφορετικούς ήχους, τα διαφορετικά χρώματα, τις διαφορετικές εικόνες, να αφουγκραστούμε μαζί, μέρες πούναι, φωνές που έσβησαν αλλά έμειναν ανεξίτηλα χαραγμένες στην καρδιά της πόλης. 

        Πού είναι άραγε ο Αλλατίνη; Τι θα απογίνουν τελικά οι μύλοι του που παραπαίουν, φτωχοί συγγενείς του παρακείμενου πολυτελούς Μεγάρου; Πόσοι άραγε, συνομήλικοί μου, νέοι Σαλονικείς, γνωρίζουν ότι το κτίριο που στεγάζεται σήμερα η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας ήταν το σπίτι του; Πόσο μεγάλη τιμή θα ένιωθαν οι κύριοι Φερνάντεζ, Μορντώχ και Μοδιάνο; Η Κάζα Μπιάνκα του Φερνάντεζ, που τη γλυτώσαμε την τελευταία στιγμή από την αντιπαροχή, Δημοτική Πινακοθήκη , όσο για του Μορντώχ, δημοτική ιδιοκτησία επίσης. Του Μοδιάνο πάλι λαογραφικό μουσείο! Τι να πει κανείς; Πάλι καλά που έμειναν τουλάχιστον τα κτίρια αυτά, μαζί με κάποια άλλα, για να θυμίζουν ότι κάποτε, πριν χαθούν οριστικά, έδρασαν και μεγαλούργησαν εδώ αυτοί οι λαμπροί μεγαλοαστοί, διακεκριμένοι βιομήχανοι, έμποροι και τραπεζίτες. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτοί! 

        Χάθηκαν μαζί τους, φυσικά, και όλοι οι άλλοι: Οι μικροπωλητές, οι γαλατάδες, οι γυρολόγοι, οι εργάτες, οι χαμάληδες του λιμανιού, οι καπνεργάτες, όλοι όσοι πολεμούσαν για το καθημερινό μεροκάματο Βεροίας με Εδέσσης γωνιά, αλλά και στις αγορές Βλάλη και Μοδιάνο. Ας οραματιστούμε λοιπόν! Ας οραματιστούμε μαζί με κάποιους αμετανόητα μπαγιάτηδες που εξακολουθούν να μιλούν για τη Φεντερασιόν και για τον ιδρυτή της Μπεναρόγια, μαζί μ’ αυτούς που δεν παραλείπουν σε κάθε περίσταση να τονίζουν πως το Μάη του ’36 χύθηκε και εβραϊκό αίμα. Ας οραματιστούμε αυτήν εδώ τη φτωχομάνα, την γκρινιάρα, τη μεμψίμοιρη, την τόσο λατρεμένη όμως Σαλονίκη, με τις δεκάδες εβραϊκές εφημερίδες της που κυκλοφορούσαν καθημερινά, με το τόσο ιστορικό νεκροταφείο της που, πράγμα ανήκουστο, καταστράφηκε κι αυτό μαζί με τις 50 Συναγωγές της. 

        Αυτοί οι μπαγιάτηδες όμως ο ένας μετά τον άλλο χάνονται. Χάνονται σιγά σιγά αυτοί που μαρτυρούν την αρμονική συνύπαρξη, χάνονται αυτοί που μοιράζονται με μας τις αναμνήσεις τους, που ανατριχιάζουν όταν σκέφτονται την επιστροφή των ελάχιστων φίλων τους που γύρισαν στην πόλη που αγαπούσαν, όλων αυτών που μέρες μόνο πριν φορούσαν ακόμη τις ριγέ στολές του στρατοπέδου. 

        Όλων αυτών που προσπάθησαν, στιγματισμένοι από το χτύπημα της υπέρτατης ύβρεως, να οικοδομήσουν μια νέα ζωή, με τα δικά τους έθιμα και τις δικές τους συνήθειες, με τη ξεχωριστή και μελωδική ισπανοεβραϊκή γλώσσα τους. Να ξεκινήσουν μια νέα ζωή στην πόλη που τους περίμενε καρτερικά και άνοιξε την αγκαλιά της για να τους δεχτεί, όπως είχε κάνει και πάλι 450 χρόνια νωρίτερα. Κι ας υπήρχαν αυτοί που καταπάτησαν οτιδήποτε εβραϊκό υπήρχε στην πόλη, κι ας κυκλοφορούσαν ανάμεσά τους αυτοί που πλιατσικολόγησαν τα πάντα και ξεθεμελίωσαν το ιστορικό εβραϊκό νεκροταφείο... 

        Εκτός από τους παλιούς μπαγιάτηδες όμως μας φεύγουν και οι ελάχιστοι, πια, επιζώντες της γερμανικής θηριωδίας. Και το πρόβλημα δεν είναι μόνο πως δε θα μαθαίνουμε πια για το παρελθόν, πως δε θα υπάρχουν κάποιο για να μας θυμίζουν πως το νοσοκομείο Ιπποκράτειο ήταν κάποτε το νοσοκομείο της δική τους Κοινότητας, το Χιρς, ότι στη Βίλκα, στον πολυχώρο που κάποτε τα πίναμε, οι Τόρρες είχαν το υφαντουργείο τους, πως οι στοές Καράσσο και Σαούλ ήταν το επίκεντρο της καθημερινότητας τους. 

        Το πρόβλημα είναι ότι όσο χάνονται οι μάρτυρες του μεγαλύτερου εγκλήματος που συντελέστηκε ποτέ στην ανθρωπότητα τόσο δυναμώνει η φωνή των άλλων, που διαρκώς πυκνώνουν, των άλλων που υψώνουν την φωνή τους και αμφισβητούν. Αμφισβητούν! Αμφισβητούν τον αριθμό που ήταν σημαδεμένος στο χέρι της επιζώσας γιαγιάς μου, αμφισβητούν ότι ο επιζών παππούς μου έχασε εκεί, όπως και χιλιάδες άλλοι, ολόκληρη την οικογένεια του, αμφισβητούν το θάνατο, αμφισβητούν τον εξευτελισμό, αμφισβητούν, αμφισβητούν, αμφισβητούν! «Το μέγεθος της πραγματικής συμφοράς», γράφει ο Adorno «δεν επιτρέπει τη λήθη». 

        Έτσι και εμείς, με αφορμή την Εθνική Ημέρα Μνήμης Ηρώων και Μαρτύρων του Ολοκαυτώματος που πλησιάζει, τη στιγμή που οράματα και μνήμες πάνε να καταλαγιάσουν, επιχειρούμε αφενός να υπενθυμίσουμε πόσο πολύτιμο είναι να διατηρεί κανείς την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του, παρέα με τους υπόλοιπους συμπολίτες του, και αφετέρου να τονίσουμε πόσο οδυνηρό είναι για μια πόλη να αναμετρά τις πληγές της εβδομήντα τόσα χρόνια μετά από τον αφανισμό της Ισραηλιτικής της Κοινότητας.

 





ΛΕΩΝ Α. ΝΑΡ


Ο Λέων Α. Ναρ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1974. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Α.Π.Θ. και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές Νεοελληνικής Φιλολογίας, Βιβλιολογίας και Διδακτικής της Λογοτεχνίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο (2000), ενώ το 2007 αναγορεύτηκε Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας. Τον Νοέμβριο του 2015 έγινε δεκτός ως μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και τον Δεκέμβριο του 2017 ολοκλήρωσε την μεταδιδακτορική του έρευνα.

Το 2007 εξέδωσε (σε συνεργασία με τον Γιώργο Αναστασιάδη και τον Χρήστο Ράπτη) το βιβλίο Εγώ ο εγγονός ενός Έλληνα, η Θεσσαλονίκη του Νικολά Σαρκοζί[1], (Καστανιώτης) το οποίο μεταφράστηκε και στα γαλλικά. Το 2009 εκδόθηκε το δίτομο έργο του Ναρ με τίτλο Γιωσέφ Ελιγιά, Άπαντα[2](Γαβριηλίδης), ενώ την ίδια χρονιά επιμελήθηκε το επετειακό λεύκωμα 25 χρόνια Ιανός[3]. Το 2011 κυκλοφόρησε το δίγλωσσο (σε ελληνική και αγγλική γλώσσα) βιβλίο του με τίτλο Το μέλλον του παρελθόντος, Θεσσαλονίκη 1912-2012[4] (Καπόν), (με φωτογραφίες του Γιώργη Γερόλυμπου), και η μελέτη Ισραηλίτες Βουλευτές στο Ελληνικό Κοινοβούλιο[5] που επιμελήθηκε το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων. 
Το 2014 κυκλοφόρησε το βιβλίο Το παιχνίδι της εξέδρας σχολιασμένα συνθήματα από τα ελληνικά γήπεδα[6](Μεταίχμιο).

Το 2017 κυκλοφόρησε (Ευρασία) το θεατρικό έργο του "Δεν σε ξέχασα ποτέ"[7] (μαζί με cd των σεφαραδίτικων τραγουδιών της ομώνυμης παράστασης) που ανέβηκε από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος το 2017[8]

Το 2018 κυκλοφόρησε το βιβλίο Ξανά στη Σαλονίκη. Η μετέωρη επιστροφή των Ελλήνων Εβραίων στον γενέθλιο τόπο (1945-46)[9][10] από τις εκδόσεις Πόλις. Κείμενά του, επίσης, έχουν δημοσιευτεί σε 8 συλλογικούς τόμους.

Το 2020 επιμελήθηκε μέρος από το υλικό από το αρχείο του Αλμπέρτου Ναρ, με ηχογραφήσεις σεφαραδίτικης μουσικής που βρίσκεται στο ΕΛΙΑ Θεσσαλονίκης, το οποίο κυκλοφορεί και γίνεται γνωστό με την τρίγλωσση έκδοση I REMEMBER... ΘΥΜΑΜΑΙ, όπου επιζώντες του Ολοκαυτώματος τραγουδούν Σεφαραδίτικα τραγούδια (εκδόσεις IANOS).


Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

#weremember | Η μετάφραση της "Κόλασης της Τρεμπλίνκα" | Αλεξάνδρα Ιωαννίδου | Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.

Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά. . 


Η μεταφράστρια, Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, 
γράφει για την εμπειρία της μετάφρασης του βιβλίου 
του Βασίλι Γκροσμαν 
που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΄Αγρα.


Γράφει η Αλεξάνδρα Ιωαννίδου. 

Η μετάφραση





 της «Κόλασης της Τρεμπλίνκα»

 

    Η μετάφραση του κειμένου της «Κόλασης της Τρεμπλίνκα» προέκυψε από μια ιδέα του εκδότη, λάτρη των βιβλίων και φανατικού αναγνώστη Σταύρου Πετσόπουλου, μια ιδέα για την οποία τον ευγνωμονώ. 


"Ο μεταφραστής μεταφράζει καλά, μόνο αν καταφέρει να μπει στο πνεύμα του συγγραφέα, να τον «υποδυθεί» κατά κάποιο τρόπο. Ο μεταφραστής είναι ηθοποιός του λόγου – οφείλει να παραιτείται από τον δικό του λόγο και να δανείζει τη γλώσσα του στον ξένο συγγραφέα."

 

Η εργασία πάνω σε αυτή τη μετάφραση μια διαδικασία που διήρκεσε όλη την περίοδο του πρώτου lockdown, που πέρασα σχεδόν ειδυλλιακά σε ένα πολύ απλό, μικρό σπιτάκι σε έναν λόφο με θέα τη θάλασσα και τα νησιά του Σαρωνικού. Αυτή η θέα και αυτή η ομορφιά με έσωσαν από τη θλίψη που μου προκαλούσε όχι τόσο ο εγκλεισμός (τον οποίο δεν πολυκατάλαβα κάνοντας βόλτες με τις κόρες μου και τη σκύλα μας στην παραλία και στους χωματόδρομους με τις ελιές έξω απ’ το χωριό) όσο το ίδιο το κείμενο που μετέφραζα. 

    Πρώτη φορά μια αφήγηση με τραβούσε με τέτοια βία προς τα κάτω, στο σκοτάδι, με τρόμαζε τόσο και με έπνιγε.



      Όσο μετέφραζα, τόσο περισσότερο εμβάθυνα στον τρόπο με τον οποίο ο Γκρόσσμαν παρασέρνει τον αναγνώστη του σε αυτή την άβυσσο. Έτσι προέκυψε και η εισαγωγή μου με τίτλο «Γραφή: Μια πορεία θανάτου». Ο Γκρόσσμαν, όταν έγραφε αυτή την αναφορά, αυτή την πολεμική ανταπόκριση, ήταν συγκλονισμένος επειδή είχε πράγματι αντικρίσει με τα ίδια του τα μάτια την κόλαση. 


    Παίρνοντας συνεντεύξεις από τους αυτόπτες μάρτυρες, θύτες, επιζώντες, κατοίκους της περιοχής καταλάβαινε σιγά σιγά το δράμα που είχαν βιώσει όσοι χάθηκαν μέσα στους θαλάμους αερίων εκείνου του φρικτού στρατοπέδου. Και το δράμα, όπως περιγράφεται, είναι η σταδιακή αποκάλυψη της τρομερής αλήθειας, η βαθμιαία συνειδητοποίηση της φρίκης. 

   

        



         Αυτό ακριβώς προσπαθεί να κάνει με το κείμενό του ο Γκρόσσμαν – μια βαθμιαία εισαγωγή στην τρομερή πραγματικότητα. Ο αναγνώστης πορεύεται μαζί με τους μελλοθάνατους, βήμα-βήμα και χάνει σιγά σιγά κάθε ελπίδα, μέχρι να αποδεχτεί το γεγονός ότι τον σκοτώνουν.


    

    Το ρωσικό πρωτότυπο κείμενο είναι πολύ καλογραμμένο. Ο μεταφραστής μπαίνει αμέσως στον παλμό, στον ρυθμό του. Ο μεταφραστής μεταφράζει καλά, μόνο αν καταφέρει να μπει στο πνεύμα του συγγραφέα, να τον «υποδυθεί» κατά κάποιο τρόπο. Ο μεταφραστής είναι ηθοποιός του λόγου – οφείλει να παραιτείται από τον δικό του λόγο και να δανείζει τη γλώσσα του στον ξένο συγγραφέα. Να μετατρέπει το κείμενο σε ελληνικό, όχι σε δικό του κείμενο. Ο μεταφραστής κατά τη γνώμη μου πρέπει να είναι υποταγμένος στο ύφος, το λεξιλόγιο, τον ρυθμό, τη συγκίνηση, την τεχνική του συγγραφέα του πρωτοτύπου. Ίσως γι’ αυτό, όσο μετέφραζα πνιγόμουν. 


"Ο μεταφραστής κατά τη γνώμη μου πρέπει να είναι υποταγμένος στο ύφος, το λεξιλόγιο, τον ρυθμό, τη συγκίνηση, την τεχνική του συγγραφέα του πρωτοτύπου. Ίσως γι’ αυτό, όσο μετέφραζα πνιγόμουν."


    Κάπως έτσι πρέπει να πνιγόταν ο Γκρόσσμαν όταν έγραφε αυτό το κείμενο, από τα πρώτα, αν όχι το πρώτο που επιχείρησαν να εκστομίσουν το άφατο.


H Kόλαση της Τρεμπλίνκα

Βασίλι Γκρόσμαν

Μετάφραση:
Αλεξάνδρα Ιωαννίδου

Εκδόσεις ΄Αγρα

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2021

#weremember | Προς την Ημέρα Μνήμης Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος | Γιάννης Μπουτάρης | εξήντα χρόνια τρύγος

 Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.


 Προς την 
Ημέρα Μνήμης 
Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων 
του Ολοκαυτώματος 

 

 Παραθέτουμε σήμερα ένα κεφάλαιο 
 
 
από το βιβλίο 

Γιάννης Μπουτάρης

 


εξήντα χρόνια τρύγος

 

 

 Αν δεν γνωρίζεις το παρελθόν σου, 

δεν μπορείς να χτίσεις το μέλλον σου.

 

 


 ΄Οταν αγόρασα το Κτήμα στο Γιαννακοχώρι, στην αρχή ήταν μόλις εκατόν δέκα στρέμματα, σιγά σιγά το έφτασα στα τετρακόσια και στα χέρια των γιων μου ανέβηκε στα εξακόσια. Η κούλα, για να χρησιμοποιήσουμε την ντοπιολαλιά, βρισκόταν εκεί που ενώνονται τα τελευταία τμήματα του αμπελώνα μας. Μιλάμε για έναν επιβλητικό μακεδονίτικο πύργο, ερημωμένο, όπου παλιά στεκόταν ο δραγάτης και επόπτευε την περιοχή (οι εκτάσεις ήταν επί τουρκοκρατίας τσιφλίκια με καλλιέργειες, που είχαν εγκαταλειφθεί). Δίπλα στην κούλα υπήρχε μια πανάρχαιη δρυς, φαινομενικά αγέρωχη. Κάλεσα την Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων, κινήθηκαν οι απαραίτητες διαδικασίες και βγήκε ΦΕΚ που κήρυσσε την κούλα, τη δρυ και την περιβάλλουσα ζώνη διατηρητέες. Τα δύο τοπόσημα, κούλα και δρυς, φιγουράρισαν εξαρχής στον λογότυπο της "Κυρ-Γιάννη", δίνοντας το διπλό εταιρικό στίγμα - σεβασμού της πολιτιστικής κληρονομίας και προστασίας της φύσης. ΄Εγινε μια πρώτη αναπαλαίωση τοχοποιίας, κουφωμάτων και σκεπής και διαμορφώθηκε το κτίσμα εσωτερικά ώστε να είναι κατοικήσιμο. Η δε δρυς, μετά από έναν δαιμονισμένο άνεμο το 2019, είναι πλέον πεσούσα. ΄Ολο εκείνο το θεόρατο δέντρο ξεριζώθηκε κι έσπασε σαν κλαράκι. ΄Οταν την είδα πεταμένη, με τα σωθικά της φαγωμένα από το σαράκι του χρόνου, ξεκόλλησε κι από μέσα μου ένα μικρό κομμάτι.

    Από την άλλη ένιωθα περήφανος που είχα κάνει αμπέλι στον τόπο αυτό, κρατώντας ζωντανή την ιστορική χρήση της γης του. Πέρασε σαν κινηματογραφική ταινία από μπροστά μου η πρώτη μας βόλτα με τον Τάκη στο Κτήμα, το ξαπόσταμά μας κάτω από τη δρυ, το φύτεμα του πρώτου μας αμπελιού. Είδα τα φυντάν ια να τινάζουν τα φυλλαράκια τους κι εμάς να τα ποτίζουμε ένα ένα με ευλάβεια, να μη χάσουμε κάποιο από στέγνα. Κυκλοφορεί η άποψη ότι "το αμπέλι δεν το ποτίζουν" η οποία έχει πέραση, όμως στερείται βάσης. Ακόμα και το πιο ανθεκτικό φυτό που ευδοκιμεί σε πετρώδη εδάφη θέλει το νεράκι του. Για να αναπτυχθεί και να γίνει ξυλώδης ο κορμός του, ενδέχεται ανάλογα με το ύψος της βροχόπτωσης να χρειάζεται ότισμα. Να μην ξεχνάμε ότι μέχρι και λιτανείες γίνονταν παλιά στα αμπέλια για να βρέξει. Με τον Τάκη έχουμε κουβαλήσει στο Κτήμα σωλήνες και έχουμε τραβήξει ταλαιπωρία που δεν περιγράφεται. Στην αρχή είχα αντιδράσεις "τι πας να κάνεις, θα ποτίσεις το αμπέλι;" κι όπως φαντάζεστε, η απάντησή μου δεν άφηνε πολλά περιθώρια διαλόγου. "Ναι, παιδιά, θα το ποτίσω!". Στην πορεία, το αξίωμα της απαγόρευσης ξεθώριασε και πλέον όλοι ποτίζουν, άλλοι μετρημένα κι άλλοι ξεσαλωμένα. Η τεχνητή βροχή δεν ενδεικνυόταν, έψαχνα καλύτερη λύση, ώσπου διάβασα για τα συστήματα στάγδην άρδευσης και ήρθα σε επαφή με την εταιρεία που τα διαφήμιζε. Με κάλεσαν να τους επισκεφτώ στην έδρα τους στο Τελ Αβίβ, όπου με ξενάγησαν στις εγκαταστάσεις τους, σε κιμπούτς, ακόμα και στην έρημο όπου καλλιεργούσαν ντομάτα! Η υδροπονία ήταν εντελώς άγνωστη σε εμά το 1974. Στο Ισραήλ δε με εντυπωσίασαν τόσο οι πρωτοπόρες δράσεις τους στις καλλιέργειες, όσο η φιλοσοφία που κρυβόταν πίσω από αυτές. Τους φυσικούς ή λοιπούς πόρους που διέθεταν, τους ελάχιστους, τους εκμεταλλεύονταν με τρόπο που δημιουργούσαν θαύματα προς όφελός τους. Στεκόμουν άφωνος μπρος στην επιχειρηματικότητα των Ισραηλινών Εβραίων και αναλοογιζόμουν τα χαρακτηριστικά των Ελλήνων Εβραίων που γνώριζα στη Θεσσαλονίκη. Πόσο έμοιαζαν;

    Μικρό παιδί ακόμη, είχα δει στο χέρι πρώτα του Νταβίκο και μετά της Σαρίκα χαραγμένο έναν πενταψήφιο αριθμό και παραξενεύτηκα, χωρίς να τολμήσω να το σχολιάσω. Για καιρό περίμενα πότε θα τραβηχτεί προς τα πάνω το μανίκι τους για να φανεί το μυστήριο σημάδεμα - φορούσαν και το καλοκαίρι μακριά μανίκια. Ο μπαμπάς είχε αρκετούς προμηθευτές Εβραίους, αγόραζε μπουκάλια και φελλούς, ανάμεσά τους και το ζεύγος Μπενφοράδο που ήταν εκτός από συνεργάτες και φίλοι του. ΄Εκαναν παρέα, πήγαιναν μαζί ταξίδια, σε ένα με πήραν κι εμένα όπου, μακριά από την ασφάλεια του μαγαζιού, βρήκα το θάρρος να ρωτήσω τι σήμαινε το τατουάζ τους. Μήπως ήταν όρκος ερωτικός; Βρισκόμασταν έξω από το Λονδίνο, σε ένα εργοστάσιο παραγωγής αιθέριων ελαίων και αρωματικών ουσιών. Οι μεγάλοι μόλις είχαν τελειώσει τις δοκιμασίες εσάνς γλυκάνισου για το ούζο και καθόμασταν κάτω από ένα υπόστεγο στο προαύλιο, περιμένοντας να σταματήσει η βροχή. Ο Νταβίκο μού ψέλλισε μια σύντομη ιστορία, η Σαρίκα στεκόταν παράμερα, δακρυσμένη. ΄Ετσι έμαθα ότι ήταν δύο από τους χίλιους Θεσσσαλονικείς Εβραίους που κατάφεραν να επιζήσουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι υπόλοιποι σαράντα τέσσερις χιλιάδες δεν είχαν την τύχη τους. Αν το λες τύχη, που στην επιστροφή τούς αντιμετώπιζαν οι μεν σαν δαίμονες "οι κακοί οβριοί!", οι δε σαν προδότες "καλά, πώς και γλιτώσατε:". Στο μυαλό μου ήταν απλώς άνθρωποι που δεν όριζαν τη μοίρα τους, χωρίς να υπάρχει λόγος για μια τέτοια καταδίκη. ΄Ολοι οι πόλεμοι που είχα διδαχτεί στο σχολείο, οι ξεριζωμοί, ακόμη και οι γενοκτονίες είχαν κάποια αιτία, μια εξήγηση. Το Ολοκαύτωμα ακουγόταν εντελώς ανεξήγητο, χωρίς λογική. ΄Αφησα σε μιαν άκρη της ψυχής μου τον παραλογισμό σε ύπνωσμη και ασχολήθηκα με τα της ηλικίας μου.

 

"΄Ολοι οι πόλεμοι που είχα διδαχτεί στο σχολείο, οι ξεριζωμοί, ακόμη και οι γενοκτονίες είχαν κάποια αιτία, μια εξήγηση. Το Ολοκαύτωμα ακουγόταν εντελώς ανεξήγητο, χωρίς λογική."

 

    Μεγάλος διάβασα πολλά για την υπόθεση, μαζί και το βιβλίο του Μαζάουερ Θεσσαλονίκη, η πόλη των φαντασμάτων. Την αποκαλούσαν Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων. Στη διάρκεια πεντακοσίων χρόνων ιστορίας, άνθρωποι με ξεχωριστές θρησκείες, χριστιανοί, μουσουλμάνοι και Εβραίοι συζούσαν χωμένοι στη ζεστασιά του κόλπου της. Κατά την απελευθέρωση, στην πόλη κυκλοφορούσαν δεκάδες εφημερίδες σε τέσσερις γλώσσες. Οι κοινότητες διατηρούσαν μεταξύ τους καλές σχέσεις, αλλά παρέμεναν ανεξάρτητες και χωρικά οριοθετημένες. Στο κέντρο δραστηριοποιούνταν κυρίως η μικρομεσαία τάξη των Εβραίων, έμποροι οι περισσ΄τοεροι, οι χριστιανοί Σαλονικιοί κατοικούσαν στην περιοχή της Καμάρας και οι μουσουλμάνοι στην παλιά πόλη με την πανοραμική θέα. (΄Εμελλε να συναντήσω, ως δήμαρχος, περιπτώσεις Τούρκων πυ έρχονταν και ψάχναε τους χάρτες για να επισκεφτούν τα σπίτια των προγόνων τους, έστω και μόνο απέξω. ΄Οπως ακριβώς κάνουν και τόσοι δικοί μας, όταν πηγαίνουν στην Κωνσταντινούπολή). Και όσο για τις αργίες, Παρασκευή κλειστά για τους μωαμεθανούς, Σάββατο για τους Εβραίους και Κυριακή για τους χριστιανούς. Στη Θεσσαλονίκη, η ανοχή της διαφορετικότητας υπήρχε στην πράξη, πολύ πριν γίνει παντού της μόδας στα λόγια.

   

"Στη Θεσσαλονίκη, η ανοχή της διαφορετικότητας υπήρχε στην πράξη, πολύ πριν γίνει παντού της μόδας στα λόγια."

 

         Σκαλίζοντας βαθύτερα, είδα ότι δεν ήταν όλα ρόδινα. Τα ιστορικά βιβλία μιλούσαν για καταπάτηση των περιουσιών των Εβραίων της πόλης. Σαν να μην έφταναν τα αίσχη των Γερμανών κατακητών, το ελληνικό κ΄ρατος είχε διαπράξει απέναντί τους πολλά αδικήματα. Η αντίφαση ήταν τερατώδης: μπορούσα, για παράδειγμα, να καμαρώνω που διάβαζα ότι ο προ-προπάππους μου Ιωάννης Μπουτάρης υπήρξε πρωτεργάτης της Μακεδονικής επανάστασης το 1866, αλλά δε χρειαζόταν να ντρέπομαι για όλα αυτά που ανακάλυπτα για τους Εβραίους. Πήρα θέση, η οποία μου κόστισε ακριβά· σε κλίμα εκφοβισμού, ξεπήδησαν επιβήτορες έτοιμοι να "με γαμήσουν, τον κωλοεβραίο". Λάβαινα απειλές, το καθημερινό μου πρόγραμμα επηρεάστηκε για μεγάλο διάστημα, όμως δεν είμαι η η περίπτωση που θα υπολογίσω τέτοιες παραμέτρους για να κινηθώ στη ζωή μου. Αμέσως μόλις ανέλαβα δήμαρχος της πόλης, παραδέχτηκα δημόσια το αμαρτωλό κομμάτι του παρελθόντος μας σε μια εποχή που επικρατούσε σιγή ιχθύος από παντού. Ακόμη και οι ίδιοι οι Εβραίοι δίσταζαν να παρουσιαστούν ή να διεκδικήσουν, ίσως το φοβικό σύνδρομο να χαράζει βαθύτερα από ένα τατουάζ στον πήχη του χεριού. Για μένα δεν ήταν επιτρεπτό να κρύβουμε άλλο τη στάση μας, έπρεπε να πάρουμε ένα μάθημα, ακόμα κι αν τέτοια πράγματα δεν πρόκειται να ξανασυμβούν. Φρόντισα να μπουν Δείκτες Μνήμης στους δρόμους, να γίνουν αναγνωρίσεις των επιζώντων από τα στρατόπεδα και καθιερώθηκε επίσης η Σιωπηλή Πορεία: η πομπή ξεκινούσε από την Πλατεία Ελευθερίας και κατέληγε στον σταθμό των τρένων, εκεί από όπου το 1943 μετέφεραν τους Εβραίους Θεσσαλονικείς στα επαίσχυντα κολαστήρια.

 

"Για μένα δεν ήταν επιτρεπτό να κρύβουμε άλλο τη στάση μας, έπρεπε να πάρουμε ένα μάθημα, ακόμα κι αν τέτοια πράγματα δεν πρόκειται να ξανασυμβούν."

 

       Στο ίδιο πνεύμα σεβασμού της ιστορικής μνήμης δρομολόγησα την ανάπλαση της Πλατείας Ελευθερίας, η οποία, παρότι είχαν ολοκληρωθεί οι σχετικές διαδικασίες, δυστυχώς ακυρώθηκε από τον επόμενο δήμαρχο της πόλης. Σχετικά με την καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου, που υπήρχε από πριν έρθουν οι Σεφαραδίτες και ήταν από τα παλαιότερα καιμεγαλύτερα της Ευρώπης - τριακόσιες χιλιάδες τάφοι - όλα είχαν αποσιωπηθεί. Σπουδαία κτιριακά συγκροτήματα, όπως το ΑΧΕΠΑ και το ΑΠΘ, ανεγέρθηκαν πάνω στη νεκρόπολη, ενώ χρησιμοποιήθηκαν τα μάρμαρα των συλημένων τάφων ως δομικά υλικά ακόμα και για πεζοδρόμια. Το ελαχιστότατο που μπορούσε να γίνει ήταν ένα μνημείο, το οποίο να θυμίζει το όνειδος. Την αναμνηστική πλάκα στην αίθουσα τελετών του Αριστοτελείου φιλοτέχνησε ο Ξένης Σαχίνης, καθηγητής της Καλών Τεχνών. 

 

 "παλεύω, με το πείσμα που με διακρίνει, ώστε να μην απωθείται στο συλλογικό ασυνείδητο, αλλά να αναδύεται στην επιφάνεια η μακρά διαδρομή της πόλης μου μέσα από πολιτισμούς και θρησκείες"

         Η πρόταση για ανέγερση Μουσείου Ολοκαυτώματος ήρθε από το Ισραήλ μέσω της Εβραϊκής κοινότητας και αγκαλιάστηκε από εμένα, ως δήμαρχο. Μαζί με τον πρόεδρο της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης, Δαυίδ Σαλτιέλ, παλεύουμε για την ολοκλήρωση του Μουσείου, που θα έχει διεθνή εμβέλεια και θα αποτελέσει τοπόσημο, με τη συμβολική πιστοποίησης της Θεσσαλονίκης ως μητρόπολης των Σεφαραδιτών όλης της Μεσογείου. Στο μεταξύ, εξακολουθούν οι κατηγόριες στο πρόσωπό μου, το ίδιο όμως και οι δράσεις μου· παλεύω, με το πείσμα που με διακρίνει, ώστε να μην απωθείται στο συλλογικό ασυνείδητο, αλλά να αναδύεται στην επιφάνεια η μακρά διαδρομή της πόλης μου μέσα από πολιτισμούς και θρησκείες, η γενική διοίκηση του 1912, το μακεδονικό ζήτημα, το προσφυγικό, οι καπνεργάτες, η Φεντερασιόν. Μάλιστα, έχω κατεβάσει και την ατάκα "Αν δεν γνωρίζεις το παρελθόν σου, δεν μπορείς να χτίσεις το μέλλον σου", που επαναλαμβάνω συχνά.

 

Γιάννης Μπουτάρης,

εξήντα χρόνια τρύγος,

Εκδόσεις Πατάκη.

 

 

 

 

 

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2021

#weremember | Προς την Ημέρα Μνήμης Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος | Σελιδοδείκτης | Συναγωνιστές

 Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.



Προς την 
Ημέρα Μνήμης Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος

Προτάσεις του Σελιδοδείκτη:

Ιάσονας   Χανδρινός



Συναγωνιστές

Το ΕΑΜ και οι Εβραίοι της Ελλάδος


   Οι "Συναγωνιστές" 
βαφτίστηκαν έτσι από την προσφώνηση 
των αγωνιστών του ΕΑΜ μεταξύ τους. 
Μια λέξη που αντηχεί 
τη διάθεση των ανθρώπων να συμπήξουν μία 
αγωνιστική συλλογικότητα πέρα και πάνω από παλιούς διαχωρισμούς 
και διακρίσεις καταγωγής, θρησκείας και ταυτότητας.


    Ο εβραϊκός πληθυσμός στην Ελλάδα πλήρωσε βαρύ φορτίο αίματος στη ναζιστική Γενοκτονία. ΄Ενας όχι ευκαταφρόνητος αριθμός κατάφερε να γλιτώσει από τον διωγμό ζώντας κρυπτόμενος στην ύπαιθρο ή ακόμη και μέσα στις γερμανοκρατούμενες πόλεις, διαφεύγοντας στο εξωτερικό ή ενατσσόμενος στην Αντίσταση. 

    Από τις αντιστασιακές οργανώσεις εκείνη που διασταυρ΄θηκε πιο άμεσα με τον εβραΪκό πληθυσμό ήταν το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Η συντριπτική λειοψηφία των εβραίων που πήραν μέος στην Αντίσταση βρέθηκαν στις εαμικές οργανώσεις (ΕΑΜ, ΕΠΟΝ, Εθνιή Αλληλεγγύη, Αετόπουλα) και στον ΕΛΑΣ. 



     Σημαντικός αριθμός από τους περίπου 8.000 Εβραίους που γνωρίζουμε πως επιβίωσαν, είτε κρυπτόμενοι στην ύπαιθρο ή στις πόλεις, είτε διαφεύγοντας στη Μέση Ανατολή, έτυχε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο υποστήριξης από πρόσωπα και πρωτοβουλίες που συνδέονταν με το ΕΑΜ. Απολυτήρια και φύλλα πορείας του ΕΛΑΣ είναι τα ελάχιστα κείμενα της κατοχικής περιόδου στα οποία η αναγραφή του εβραϊκού ονόματος γινόταν για λόγους τιμής και αναγνώρισης και όχι ως μια ακόμα εγγραφή στην καταθλιπτική γραφειοκρταία του διωγμού, της σύλληψης και της εξόντωσης.

    Το βιβλίο διερευνά την πολυσχιδή συνάντηση εβραίων και εαμικής Αντίστασης από την αρχή της Κατοχής μέχρι και τα χρόνια του Εμβυλίου, φέρνοντας στο ίδιο πλαίσιο αρχειακά ίχνη, βιβλιογραφικές πηγές και μαρτυρίες. Αναζητά τους όρους ένταξης των εβραίων στην Αντίσαση και αντίστροφα, τις μορφές -και τα όρια- κινητοποίησης της Αντίστασης στην κατεύθυνση υποστήριξης της πιο κατατρεγμένης από τους Ναζί μερίδας του πληθυσμού. 




Διαβάζουμε:


    Η αντίσταση των εβραίων ερμηνεύεται αταβιστικά ως η εναλλαγική επιλογή της εξόντωσης,
μία οποτική ρηχή η οποια υποβαθμίζει κίνητρα σε αντανακλαστικά και ισοπεδώνει διαβαθμίσεις, χρονικότητες και τοπικές διαφοροποιήσεις. Είναι εκδοχή μιας συνολικότερης αδυναμίας μας να αντιληφθούμε τους εβραϊκούς πληθυσμούς των κατεχόμενων χωρών έξω από τα στεγανά της Γενοκοτονίας, ως υποκείμενα με πολλαπλές ταυτότηες μέλη κοινοτήτων και τοπικών κοινωνιών, πολιτικοποιημένους ή μη, ακτιβιστές ή αμέτοχους,κ εθνικιστές ή αναρχικούς, στρατιωτικούς ή αμάχους, αντιστασιακούς ή καταδότες των κατοχικών αρχών.




    
΄Οταν το κύμα των αντιεβραϊκών μέτρων οδήγησε σε βίαιη αποσύνθεση τις δομές της εβραϊκής ζωής, και μάλιστα έπειτα από μια περίοδο αυξημένης συνοχής, όπως παρατηρεί ο
Σαούλ Φρήντλεντερ, τα υποκείμενα αναζήτησαν πρακτικές επιβίωσης σε έναν σταθερά απειλητικό κόσμο, υιοθέτησαν νέες, "μη-εβραϊκές" συμπεριφορές, βίωσαν μετατοπίσεις και διαπραγματεύτηκαν με ποικίλους τρόπους την εβραϊκότητα ως στοιχείο της ταυτότητάς τους. Παλιές νοοτροπίες υποχωρούσαν, η ιδέα της πατρίδας, το έθνος, ο αντιφασισμός, ο κομμουνισμός κέρδιζαν έδαφος.

    








Μια ξεχασμένη σελίδα της κατοχικής ιστορίας και συνάμα ένα μήνυμα
 που, όσο τετριμένη κι αν είναι αυτή η διατύπωση, 
θα πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά στο παρόν, 
αλλά και στο μέλλον που προσδοκούμε να έρθει.




Ιάσονας   Χανδρινός

Συναγωνιστές

Ψηφίδες