Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πάθος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πάθος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

Μερικές γραμμές για τον έρωτα. | Μαρία Βασιλάκη

Τα βράδια μου λείπεις περισσότερο.
Είναι η παρουσία σου αυτή που γέμιζε τον χώρο, τη συνήθισα τόσο πολύ που πια δεν μπορώ μακριά της. Η μορφή σου στο σκοτάδι, τα χέρια σου που με αγκάλιαζαν σφιχτά και ενοχλητικά πολλές φορές μέσα στη μέρα, τα φιλιά που ακουμπούσαν κάθε ίντσα, κάθε σπιθαμή του κορμιού μου και μου υπενθύμιζαν το λόγο για τον οποίο σε λατρεύω διακαώς.
Αλλά πέρα απ'τη σάρκα, μου λείπει το χαμόγελό σου,  η έκφραση που έπαιρνες όταν νευρίαζες και άλλα τόσα ακόμη που είναι μοναδικά για εμάς. Μου λείπει ακόμα, να σου χαϊδεύω τα μαλλιά, το πρόσωπό σου και ο στήθος σου και να σε βλέπω να απολαμβάνεις κάθε δευτερόλεπτο αυτής της ιερής πράξης.
Μα πιο πολύ μου λείπει το μυαλό σου και η σπίθα στα μάτια σου. Το πάθος σου και η γνώμη σου για τα πάντα ήταν που με κέρδισε απ΄την πρώτη στιγμή.  Οι συζητήσεις που ξεκινούσες και που μαζί τους ταξίδευα, όλα εκείνα τα λόγια που με βοήθησαν να γίνω αυτό που είμαι σήμερα.  Όλες εκείνες οι παροτρύνσεις, όλα εκείνα τα πειράγματα και τα γέλια μας. Όλες εκείνες οι ιστορίες για τα παιδικά σου χρόνια, για το πώς άλλαξες, για εσένα. Βλέπεις πάντα ήμουν περίεργη και ήθελα να ξέρω τα πάντα για σένα.
Μία μέρα που'χεις φύγει και νιώθω πως πέρασε καιρός. Πολύς καιρός που σαν αναίσχυντος απλά πέρασε και χάθηκε στο χρόνο. Τι άτιμος αυτός ο έρωτας, τι παιχνίδια σου παίζει, τι βασανιστήρια περνάς για το άτομο που αγαπάς. Υποφέρεις αλλά ταυτόχρονα λυτρώνεσαι. Και είναι η πιο γλυκιά λύτρωση και η πιο γλυκιά σωτηρία μαζί.  Δεν ξεφεύγεις απ'τη δίνη του αλλά ούτε θες και να ξεφύγεις. Στέκεσαι εκεί απλά και τον ζεις. Σαν να μην υπάρχει τέλος, σαν να είστε αδελφές ψυχές που τόσο καιρό έψαχνε η μία την άλλη, τον ζεις σαν να ξέρεις πως δεν θα πληγωθείς και πως η ιστορία σας θα καταλήξει με happy end. Ελπίζεις και έτσι ζεις ολοκληρωτικά.
Να πετύχουμε το ακατόρθωτο. Το μαζί αλλά και το ο καθένας ξεχωριστά.  Δύο οντότητες μοναδικές και διαφορετικές που συνθέτουν το τέλειο, την τόσο διαφορετική και ξεχωριστή σχέση που όλοι ζηλεύουν . Μαζί με όλη την έννοια της λέξης. Το απόλυτο μαζί. Κι όμως, δεν απέχουμε τόσο πολύ απ'αυτό. Έχουμε ήδη φτάσει, αγάπη μου.  Τα καταφέραμε.


Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

Σκάσε επιτέλους... - Έβα Γκρην

Σήμερα θα μιλήσουμε για τον πρώτο μας καβγά. Αν μπορεί κάποιος να το χαρακτηρίσει ως καβγά. Συνήθως μόνες τους μιλάνε, μόνες τους τα ακούνε. Όχι, πως τάχα δεν με αφορούν τα ζητήματα, τα οποία αναλύουν, ή πως τάχα έχουν άδικο σε όσα μου προσάπτουν, απλά είναι που τα ξέρω πριν καν ανοίξουν το στόμα τους ή που μεγαλοποιούν καταστάσεις. Είναι πολύ περισσότερο, ότι κάποιες φορές πιάνονται από αφορμές για να βρουν θέμα συζήτησης. Δε ξέρω αν είναι έτσι πλασμένη η φύση της γυναίκας, όπως τάχα λέει ο κολλητός Κ, ή αν εγώ πέφτω πάντα στις προβληματικές, ή αν έτσι είναι οι ανθρώπινες σχέσεις τέλος πάντων, αλλά αυτή η κατάσταση ξέρω πως ούτε οδηγεί κάπου, ούτε κάνει χαρούμενο κάποιον από τους δύο. Θαρρείς πως μεγάλωσα αρκετά, πως πια δεν αντέχω να ακούω άλλα "Γιατί σε παίρνει τηλέφωνο η τάδε και η δείνα", πως αν μη τι άλλο όταν είσαι ενήλικας και έχεις ξεκαθαρίσει δύο  - τρία λόγια - "Θέλω μόνο εσένα" - αυτόματα κάνεις ξεκάθαρο το τι θες και το τι εννοείς και βαριέμαι να εξηγώ. Δεν είναι και του στυλ μου άλλωστε. Να κάτσω να πω τι; Ότι η τάδε και η δείνα είναι δύο βλαμμένες από τη δουλειά, οι οποίες μου την πέφτουν; Ε, όχι. Μεταξύ μας το θεωρώ και λίγο ανούσιο, να δίνω εξηγήσεις για το τι θέλει ο καθένας. Δίνω εξηγήσεις για το τι θέλω εγώ. Και τέλος. Αν κάτσεις να ασχοληθείς με το τι θέλουν όλοι αυτοί που είναι έξω από τη σχέση, πάει την έχασες την μπάλα, έχασες και τη ζωή. Αν κάτσεις να αναλογιστείς πόσες διαφορετικές απόψεις υπάρχουν για όλα εκείνα που κάνεις, αφενός δε θα βγάλεις άκρη, αφετέρου διακατέχεται από μία ματαιότητα. Είσαι αυτός που είσαι. Θες αυτό που θες. Και το κάνεις. Τόσο απλά και τόσο όμορφα.
Και μεγάλωσα. Αλήθεια μεγάλωσα. Και κουράστηκα. Και πια δε ξέρω πόσες ερωτήσεις αντέχω ακόμα. Όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος, τόσο μικραίνει η υπομονή του. Αυτά τα δύο σε μια διαρκή αλληλεξάρτηση. Ποσά αντιστρόφως ανάλογα. Ποσά υπομονής που δαπανήθηκαν χωρίς λόγο και αιτία. Ποσά υπομονής που ξέμειναν μετέωρα σε προηγούμενες σχέσεις και ανώφελους έρωτες. Ποσά υπομονής που πια δεν έχω. Ποσά υπομονής που δεν αξίζει να έχεις. Γιατί όταν έχεις ξεκαθαρίσει αυτά τα δύο λόγια - Σε θέλω - όλα τα υπόλοιπα είναι περιττά. Γιατί αυτές οι δύο λέξεις είναι πιο δυνατές από κάθε σου αμφισβήτηση. Γιατί μου γαμάς το κεφάλι με τις ερωτήσεις σου. Δε με αφήνεις να το ζήσω. Με περιορίζεις. Γιατί πολύ περισσότερο, δε μας αφήνεις να το ζήσουμε. Και χάνεσαι. Χάνεσαι μέσα στις λέξεις και στις σκέψεις σου. Και έτσι χάνεται και η μαγεία. Ζήστο γαμώτο σου, ζήστο. 
Θυμάμαι μια συνέντευξη που είχα κάνει πριν καιρό. Ήταν συνέντευξη για κάποιο βιβλίο. Και τότε ρώτησα την αγαπημένη μου ερώτηση. "Πιστεύετε ότι μας στοιχειώνουν φαντάσματα του παρελθόντος;". Η συγγραφέας απάντησε με αρκετή άνεση. Όμως εγώ συνέχισα να παραμένω προσηλωμένος στη σκέψη μου. Πόσα κόμπλεξ μας δημιούργησαν αυτές οι περασμένες σχέσεις; Πόσα μπαλώματα να αντέξουμε; 
Κάθε γυναίκα μοναδική. Ιστορίες για να 'χεις να διηγείσαι. Γυναίκες και γυναίκες. Ιστορίες και ιστορίες. Καθεμιά διαφορετική. Καθεμιά μία μοναδική περίπτωση, μία ιστορία. Και καθεμιά να σου αφήνει και από κάτι. Εμπειρίες ζωής - που θα έλεγε και ο Χ. απαντώντας με σύνεση, ξώγαμα - που θα απαντούσε ο Αντρέας, κόμπλεξ και ανασφάλειες - που θα απαντούσε με σαφήνεια ο Κ. Για καθέναν από εμάς κι ένα βίωμα, για καθέναν από μας και μια ανάμνηση. Τι να σας πω; Για εμένα οι γυναίκες ήταν πάντοτε εκείνα τα πλάσματα που δε προσπάθησα ποτέ να καταλάβω. Έχουν ένα γαμημένο χάος στο κεφάλι τους. Ένα χάος που πάντοτε γούσταρα. Μια ζωή να τις θαυμάζω. Μια ζωή να τις αγαπάω. Αλλά να ξέρω τη ματαιότητα του να τις καταλάβω. Είναι τόσο διαολεμένα περίπλοκα πλάσματα. Ποτέ δε μπορείς να καταλάβεις τη λογική τους. Μπορείς απλά να τη θαυμάσεις. Μπορείς απλά να εξερευνήσεις κομμάτια τους. Ποτέ να τις καταλάβεις εντελώς, ποτέ να τις μάθεις. Κι αυτό είναι και το γαμάτο. Τι τα θες; Τα 'χει πει ο παλιόφιλος ο Όσκαρ, σε κάποια Ιρλανδέζικη pub συνοδεία ενός ακριβού ουίσκι: "Women are made to be loved, not to be understood.". 
Γι αυτό σου λέω μωρό μου. Σταμάτα να μου το γαμάς. Δε πρόκειται να μαντεύω τι έχεις, γιατί δεν υπάρχει λόγος να το έχεις. Σε θέλω και με θες. Και δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο από αυτό. Σταμάτα, λοιπόν, να τρώγεσαι με τα ρούχα σου. Κλείσε το φως και έλα στο κρεβάτι να σου κάνω μια αγκαλιά.


Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

Το φιλί - του Αλκιβιάδη Μαλλίδη


Κανείς ποτέ δεν θα σε αγαπήσει και κανείς
ποτέ δεν θα σε ονειρευτεί ως νύφη θεϊκή, 
πόρνη λατρευτή
Χτύπα με, χτύπα με,
είναι σα με χτυπά με τα δυο χεράκια του
ένα παιδί
Κουρασμένος, περιφρονημένος, περιμένω
να μου ανοίξεις του φιλιού σου την πόρτα
Από εκεί
ξεγλιστρούν στην αιωνιότητα οι θνητοί


Από το βιβλίο "Το Πάθος".


Παρασκευή 13 Μαΐου 2016

Σβησμένα αποτσίγαρα. - Έβα Γκρην

Ποτέ δεν έχω υπάρξει μόνος. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου πάντοτε αυτές οι σκύλες να με καταδιώκουν. Πάντοτε σα λυσσασμένες να ορμάνε να μου τον γλείψουν. Και πάντα εγώ να υπομένω ανίκανος να αμυνθώ, τόσο λίγος μπροστά στην τόση τους δύναμη. Δε θα πω πως είχα ποτέ πρόβλημα με αυτό. Πάντοτε το γούσταρα. Πάντοτε τις γούσταρα. Ξανθές, μελαχρινές, ψηλές, κοντές, ποιήτριες, ζωγράφοι, καλλιτέχνες - του ποιοτικού και μη, δικηγόροι, γιατροί, πωλήτριες. Καλλιτέχνες, όλες τους. - Ή μήπως καλλιτέχνιδες; Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Κράτα το γραμματικά σωστό. Πάντοτε μου άρεσαν οι γυναίκες. Κακά τα ψέματα, είναι η ωραιότερη εικόνα που θες να αντικρίζεις. Η μόνη -ίσως - τέχνη. Τα βράδια συντροφιά με ένα ουίσκι, τα απογεύματα παρέα στον περίπατο, τα μεσημέρια μαζί με τον καφέ ή το φαγητό, τα πρωινά δίπλα στο κρεβάτι. Μπα, μπα όχι. Αυτό το τελευταίο δε μοιάζει καθόλου δελεαστικό. Ας κρατήσουμε τα άλλα δύο τρίτα της ημέρας. Τα πρωινά είναι για σένα, την εφημερίδα και τον καφέ. Τον σκέτο ελληνικό διπλό που γουστάρεις να πίνεις μόνος σου από τότε που ξεκίνησες να πίνεις καφέ.
Τέλος πάντων, ας μη μιλάμε για τις ιδιοτροπίες μου. Γέρος είμαι, παράξενος είμαι. Ότι θέλω κάνω. Ότι θέλω σκέφτομαι. Άλλωστε κείνες που πρέπει ξέρουν. Κείνες που δεν έμαθαν ποτέ, πάλι για κάποιο λόγο δεν έμαθαν. Κείνο που με στοιχειώνει όμως ακόμα και σήμερα είναι το φάντασμα εκείνης. Το φάντασμα εκείνης που θα μπορούσα να έχω ερωτευτεί, όσο εγώ παραδινόμουν σε εφήμερους έρωτες και ξέστρωνα κρεβάτια, όσο τις άφηνα να τον παίρνουν στο στόμα τους και να κάνουν παιχνίδι. Όσο εξερευνούσα τα γυμνά στήθια και τα ανοιγμένα πόδια τους. Πόση μαγεία αλήθεια μπορεί να χωρέσει σε μια τόσο δα μικρή εικόνα. Τα πόδια τους, ναι τα πόδια τους. Και δε λέω. Πέρασα καλά. Με όλες τους. Καθεμιά και μία ιστορία, καθεμιά και ένα βίωμα, μια μικρή ιστορία για να 'χω να θυμάμαι, για να χω τάχα να διηγούμαι όταν με πιάνουν τα κόμπλεξ μου. Ξέρεις, ο Κ. λέει -παλιόφιλος, ξέρετε από την παρέα του Τσαρλς και αυτός - ότι τάχα όσο νιώθεις είσαι. Και τον πιστεύω τον Κ. Τα λέει γαμάτα. Και έχω ανάγκη να τον πιστέψω τον Κ. Γιατί νιώθω έφηβος, γιατί είμαι έφηβος, γιατί πολύ περισσότερο έχω ανάγκη να ξεράσω την ευθύνη. Τις ευθύνες.
Και ευθύνες και σκέψεις και άλλα τόσα που πρέπει κάποια στιγμή να πάω να χέσω στην τουαλέτα, να πάω να τα ξεράσω μπας και ηρεμήσει το στομάχι μου. Λες και τάχα όλες τούτες οι ερωμένες δεν ήταν ευθύνες. Λες και η ανωριμότητα δεν είναι ευθύνη. Άτιμο πράγμα οι γυναίκες. Άτιμο. Πάντοτε να θέλουν να σε μαντρώσουν, να σε θέλουν μόνο για πάρτη τους, να μη καταλαβαίνουν, να μη θέλουν να καταλάβουν. Πάντα να ζητάνε πιότερα. Και αν και τάχα πας να ανοιχτείς σε καμία αυτή να νομίζει ότι θες να τη χαλβαδιάσεις. Πάντοτε να παρεξηγούν και πάντοτε να πρέπει να αναλώνεσαι σε εξηγήσεις. Πότε στη Λένα που δε θες πια μήτε να την πηδήξεις, πότε σε αυτές που τάχα θέλουν και δεύτερο βράδυ. Ή και πρώτο. Με κάποιες δε σου βγαίνει καν αυτό. Κι εσύ πάντοτε υπόλογος. Πάντοτε να πρέπει να τους εξηγείς, ή να μαζεύεις τον αέρα που έδωσες. Τι τα θες; Πάντοτε αυτές. Η ωραιότερη σαρκοφάγος. Η πιο μυστήρια τάφρος. Πάντοτε αυτές. Εκείνες. Πάντοτε. Τα πιο όμορφα πλάσματα που ένα βράδυ μαστουρωμένος ονειρεύτηκε κάποιος δαίμονας. Γιατί τόση ομορφιά δε μπορεί να 'ναι θεϊκή. Τούτα τα πλάσματα θαρρείς είναι ενός αλλιώτικου κόσμου.

Θαρρείς μάλιστα πως πολλές από αυτές θα μπορούσες να τις έχεις ερωτευτεί. Γιατί δε το έκανες; Γιατί δε τις ερωτεύτηκες ρε μάγκα; , θα ρωτήσεις και ύστερα θα συνεχίσεις με τόνο επικριτικό. Γιατί πάντοτε το μόνο που γούσταρες ήταν η πάρτη σου. Αυτή και μόνο αυτή. Γιατί ποτέ δε συμβιβάστηκες με αυτήν. Γιατί πάντοτε γούσταρες αυτές τις συζητήσεις μετά το σεξ. Αυτά τα δέκα μακάρια λεπτά μετά από 'κείνη τη ζωή που 'χε βγει από μέσα σου. Κείνα τα δέκα λεπτά πριν τον ύπνο. Κείνα τα λεπτά που τους έκανες μια ψευτοαγκαλιά και προσπαθούσες να ανοίξεις συζήτηση. Τι τα θες; Όλες τους επιφανειακές. Όλες σε τρόμαζαν μόλις οι μπογιές έτρεχαν στα γυμνά τους πρόσωπα. Όλες για το γαμήσι και τη μόστρα. Όλες. Μόνο. Καμιά δε σε θέλησε για τα βιβλία σου. Καμιά δε πρέπει να τα 'χε διαβάσει ποτέ. Μήτε μία.
Εκτός από εκείνη. Εκείνη είπε πως τα χε διαβάσει. Και το 'πε πριν τη γαμήσεις. Το πε πριν καν της πεις ότι θες να την πηδήξεις. Όμως, γιατί τούτη να ναι διαφορετική, σκέφτηκες, αναρωτήθηκες. Έσβησες το τσιγάρο στο πάτωμα και το πάτησες. Έριξες και μια χλέπα για να ξεπλύνεις το στόμα σου. Ήθελες να τη γαμήσεις. Ήθελες να γαμηθείτε. Κι όμως, κάτι έμενε μετέωρο να σε κρατάει. Θαρρείς πως ήταν ο εαυτός σου. Ο εαυτός σου που δε ψήθηκε να αφεθεί, που δε ψήθηκε να ερωτευτεί, που βαρέθηκε πια να γνωρίζει γκόμενες και να 'ναι όλες μια από τα ίδια. Ή ίσως κι εκείνη. Ίσως να βιάστηκε. Ίσως να νόμισε πως είσαι κάτι άλλο. Ποτέ δε κατάλαβε. Ποτέ δε θα καταλάβει. Λες και εσύ καταλαβαίνεις τα πάντα. 
Θαρρείς πως όλοι όταν μεγαλώνουμε, αρχίζουμε να ξενερώνουμε. Θαρρείς από συμβιβασμό; Από απογοήτευση; Έπειτα, είναι που θέλει να ζήσει, που θέλει όλα να τα κάνει, που θέλει όλα να τα γευτεί. Ενώ εσύ πια ξέρεις. Δεν είσαι άγιος. Μήτε θα αγιάσεις. Όμως ξέρεις. Πως κάθε άγιος έχει ένα παρελθόν και κάθε δαίμονας έχει ένα μέλλον. Το ξέρεις γιατί το συζήτησες με το φίλο τον Όσκαρ εκείνο το βράδυ με τα ξύδια. Και μπορεί να μην είσαι άγιος, όμως παρελθόν έχεις. Σελίδες ολόκληρες με μουτζούρες, φωτογραφίες πεταμένες απ' άκρη σ' άκρη του καθιστικού. Και πια μήτε κείνη η μυρωδιά από γαζία σου λείπει, μήτε τα ξέφρενα βράδια με αλκοόλ και τσιγάρα. Αν μη τι άλλο, δε ξέρεις πια αν είσαι σε θέση να μοιράζεσαι τα τσιγάρα σου, αν είσαι σε θέση να τα καπνίζετε παρέα.



Τετάρτη 4 Μαΐου 2016

"Φως εκ φωτός..." - Έβα Γκρην

Τον είδα χθες να τον περιφέρουν με αλυσίδες. Θα 'ταν δε θα 'ταν δεκαοχτώ χρονώ. Αμούστακο παιδαρέλι με μπουκλωτές τούφες να πέφτουν μες τα μάτια. Δεμένα χέρια, δεμένα πόδια, κλειστό το στόμα, φιμωμένη συνείδηση. Γύρω του ξαναμένοι φύλακες, αναψοκοκκινισμένοι. Κάποιοι τον έφτυναν, κάποιοι τον γρονθοκοπούσαν. Κάποιοι πιο διστακτικοί, απλά τον έβριζαν χωρίς να ξέρουν αν θέλουν να τον χτυπήσουν, χωρίς καν να ξέρουν αν έχουν καν νόημα οι άναρθρες λέξεις που του είχαν προσάψει. Χωρίς καν να τους ενδιαφέρει και πολύ. 
Εκείνος προχωρούσε με αργό βηματισμό σέρνοντας τις αλυσίδες που 'χε στα πόδια. Ο άσπρος χιτώνας του έμοιαζε σκισμένος, γεμάτος αίμα. Δεν έδειχνε μεταμέλεια. Κοιτούσε παθητικά και γαλήνια το δρόμο προς τον Ιαβέρη να ανοίγεται μπροστά του. Δε μιλούσε, δεν αντιστεκόταν. Θαρρείς πως ούτε θλιμμένος έδειχνε, πως έμοιαζε χαρούμενος. Τα χείλη του πρόδιδαν ένα αχνό μειδίαμα. Θαρρείς ευτυχία, θαρρείς ειρωνεία. Δύσκολα μπορούσες να διακρίνεις μέσα στο πλήθος.
"Τι να 'χει κάνει το κωλόπαιδο;", η πρώτη σκέψη στο μυαλό όλων. Κάποιοι περαστικοί σταματούσαν και τον έδειχναν επικριτικά. Κάποιοι τον χλεύαζαν κιόλας. Αυτός συνέχιζε τη μακάρια κάθοδό του χωρίς καν να γυρίσει προς το μέρος τους, χωρίς καν να τους κοιτάξει. Δε κατέβασε μήτε το κεφάλι από ντροπή. Τότε κάποιοι έσπευσαν να τον πουν "θρασύ", "ηλίθιο". Πως τάχα του αξίζει ότι και να πάθει, πως τάχα δείχνει αμετανόητος. Εκείνος συνέχισε να υπομένει. Τα μάτια του χαμογελούσαν και κοιτούσαν ίσια το δρόμο, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στα παιδιά που έπαιζαν στην άκρη του δρόμου. Εκείνα ήξεραν. Μόνο εκείνα.  
Όλη αυτή η αφρόκρεμα, μια μάζα μικροαστών. Μια μάζα ανάξια να ασχοληθεί μαζί της, ανούσια. Δε τους κρατούσε κακία. Όχι, όχι. Όλους τους είχε συγχωρέσει έναν-έναν το προηγούμενο βράδυ. Το βράδυ που έγινε Θεός. Και διόλου δε τον ένοιαζαν τα μικροαστικά σχόλιά τους. Γιατί ήξερε. Ήταν πια πράος, γαλήνιος. Ήξερε. Ήξερε. Την είχε νιώσει. Είχαν υπάρξει. Οι δυο τους σε ένα σώμα. Οι δυο τους σε μια ηδονική νεκρανάσταση. Οι δυο τους στην πιο ειρωνική τους στιγμή. Να παλεύουν από δίψα για έρωτα. Από αγάπη και μίσος. Να σφίγγουν τα δόντια ημιλιπόθυμοι, καθώς ισχνές ρανίδες ιδρώτα έπεφταν μετέωρες στο έδαφος. Νικημένοι πια να προσπαθούν να σώσουν ότι απέμεινε από τη σάρκα τους. Νικητές στην αιωνιότητα.
Κι ας έλεγαν οι γνωστικοί πως τάχα το φαντάστηκε, πως τάχα έβλεπε οράματα. Αυτή ήταν εκεί. Γυμνή από ρούχα. Ντυμένη φως και έρωτα. Παραδομένη στην τόση του ασχήμια. Στην ασχήμια των δεκαοχτώ του χρόνων. Πιστή στον πιο ευσεβή πόθο του. Την κράτησε, την ένιωσε να συσπάται. Ένιωσε τη ζωή να βγαίνει από μέσα του. Ένιωσε τη ζωή να γεννάει ζωή, μέσα από την πιο ηδονική του στιγμή. Να περνά στην αιωνιότητα. Μαζί. Μαζί με εκείνη.
Κι αν τάχα αυτή δεν υπήρξε ποτέ, αν τάχα το φαντάστηκε, κείνο που πιότερο είχε σημασία ήταν πως το 'χε νιώσει. Και ήξερε. Ήξερε καλύτερα από όλους αυτούς τους Φαρισαίους πως ένιωθε. Νιώθω. Επαναλάμβανε συχνά σα να 'λεγε τάχα κάποια προσευχή. Και τούτοι οι γνωστικοί τον κοιτούσαν τρομαγμένοι. Θαρρείς πως ψέλλιζε ύμνους σε κάποιο δαίμονα. Πως τάχα τον είχε κυριεύσει κάποιο πνεύμα. "Νιώθω." φώναζε τότε πιο δυνατά. 
Το πρωί θα τον έκαιγαν. Θα τον έριχναν στη φωτιά για παραδειγματισμό. Όμως, μόνο εκείνος ήξερε γιατί. Εκείνος είχε νιώσει. Είχε νιώσει πως είναι να γαμάς από έρωτα. Και πια καμιά ανάγκη δεν είχε την αποδοχή τους. Γιατί ήξερε. Ήταν πλέον "φως εκ φωτός".




Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

Κάθε χρόνο, ίδια μέρα. - Eva Green

Είναι τόσο περίεργα όλα εκείνα που θέλουμε, που μας χαμογελούν για λίγο, αλλά που ποτέ δε θα αποκτήσουμε. Όλα εκείνα που μας δίνουν τη στιγμιαία ευτυχία, που είναι αρκετά για να κρατήσουν το μυαλό μας δέσμιο για μέρες. Όπως εκείνα τα βράδια. Εκείνα τα μοναδικά βράδια. Ένα βράδυ το χρόνο. Κι ύστερα, τον επόμενο χρόνο πάλι. Θαρρείς πως θύμιζαν κάποιο δίστιχο από εκείνο τον έκπτωτο Έρωτα του Τάσου, ή κάποια σκηνή από ταινία. 
Τα δυο κορμιά τους δέσμια στις στάλες του αλκοόλ και σε μια άρρωστη επιθυμία που δεν μπορούσαν να ελέγξουν, παραδίνονταν το ένα στο άλλο, χωρίς να μπορέσουν να αντισταθούν. Ήταν σχεδόν άρρωστο όλο αυτό που συνέβαινε. Κάθε φορά που τα δυο σώματά τους συναντιόνταν έρχονταν όλο και πιο κοντά, χωρίς να θέλουν, χωρίς καν να το προσπαθούν. Σαν μια τάχα εκπλήρωση εκείνης της σκάρτης ονειροπώλησης των δεκαέξι τους χρόνων που δεν πρόλαβαν ποτέ τους να ζήσουν, σαν το πλήρωμα εκείνης της σχέσης που δεν κατόρθωσαν ποτέ τους να κάνουν. Λες και θέλησαν. Και οι δύο πάντοτε ήταν ευθυνόφοβοι. Λες και θα είχε ποτέ νόημα. Ποτέ δε κατόρθωσαν να συμπλεύσουν τα μυαλά τους. Εκείνος ο ροκ τραγουδιστής ενός εναλλακτικού ροκ συγκροτήματος, εκείνη μια συμβατική κοπέλα μεγαλωμένη με όνειρο να ζει μέσα σε κοστούμια και ταγέρ κυνηγημένη από το άγχος μιας δουλειάς εφάμιλλης της ακαδημαϊκής της κατάρτισης. Κάποιες φορές είχε στραφεί και εκείνη στην τέχνη. Ήθελε να ασχοληθεί με τη συγγραφή. Αλλά το 'χε εγκαταλείψει προ πολλού αυτό το όνειρο. Δεν ήταν ρομαντική. Δεν ήταν ευαίσθητη. Όχι, όχι. Ειδικά τούτο το τελευταίο το αρνούνταν. Το μόνο που δε μπορούσε να αρνηθεί, είναι πως κάθε φορά όταν τον έβλεπε της κόβονταν τα πόδια. Δεν ήξερε πως να το χειριστεί, τι να του πει, πως να αντιδράσει. Δεν ήξερε καν αν είχε νόημα να αντιδράσει. Θυμόταν όλες εκείνες τις νύχτες που είχαν περάσει μαζί και δε μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Το κορμί της παραδίνοταν στον πόθο.
Αυτό έπαθε και εχθές. Τον είδε να τραγουδάει σε ένα beach party κάπου στην Σέριφο. Κοιτάχτηκαν και ένιωσε το σώμα της να ηλεκτρίζεται. Τον περίμενε όλο το βράδυ για να κατέβει από τη σκηνή. Η μελωδία της κιθάρας του την ταξίδευε σε εκείνα τα βράδια που είχαν περάσει και ένιωθε να τον θέλει. Δεν είχε νόημα όμως πια. Όταν τελείωσε η συναυλία πήγε προς το μέρος της και την φίλησε. Δεν αντιστάθηκε. Σαν από συνήθεια μηχανική πια, ακολούθησε τις κινήσεις του σώματός του και τον άφησε να χαθεί μέσα της. Πάλεψαν για πολύ ώρα πάνω στην άμμο της παραλίας. Τα σώματά τους ενώθηκαν, έγιναν ένα. Τα νύχια τους άφησαν σημάδια, σημάδια και στο λαιμό, σημάδια χωρίς νόημα. Κι αφού πάλεψαν όλο το βράδυ, κατάφεραν σαν δυο τάχα ζώα που ξεψυχούν να βγάλουν δυο άναρθρες κραυγές. 
Ύστερα εκείνη ντύθηκε. Και σηκώθηκε να φύγει.
-Πού πας;, της απηύθυνε το λόγο.
-Φεύγω. Αυτό ήταν. Ας τελειώσει εδώ. Δεν έχει νόημα.
-Τι εννοείς;
-Εννοώ ότι δεν γίνεται όταν σε βλέπω να σε θέλω και όταν δε σε βλέπω να κυλάει κανονικά η ζωή μου. Εννοώ ότι είναι άρρωστο όλο αυτό. Δε νομίζεις;
-Όχι. Τα πράγματα είναι απλά. Μου αρέσεις, σου αρέσω, περνάμε καλά. Αυτό είναι όλο. Ας μην γινόμαστε δραματικοί.
-Δε γίνομαι δραματική. Εσύ γίνεσαι πεζός. Κι εγώ πιθανότατα δείχνω ηλίθια στα μάτια σου. Ξέρεις δεν ήμουν ερωτευμένη μαζί σου, επειδή τάχα κάτι μου έλειπε και με ολοκλήρωνες εσύ. Ήμουν ερωτευμένη μαζί σου, γιατί είσαι εσύ, γιατί πάντοτε ήσουν εσύ, πίσω από κάθε μου σχέση και πίσω από κάθε μου λάθος. Θα σου κάνω μια αγκαλιά και φεύγω. Δε γυρεύω ελεημοσύνες. Και πραγματικά νιώθω πολύ περίεργα που στα είπα όλα αυτά. Συγνώμη.
-Δεν ήθελα να ακουστώ μαλάκας. Απλά το δοκιμάσαμε κάποτε. Τι νόημα έχει να του δώσουμε άλλη ευκαιρία; 
-Δε ζήτησα άλλη ευκαιρία. Απλά για μένα σημαίνεις κάτι ...καλύτερα τελικά να μην είχε γίνει ποτέ αυτή η συζήτηση.
-Σταμάτα. Και για μένα σημαίνεις κάτι. Απλά δεν ξέρω τι. Απλά είμαι ένας τύπος χύμα που δεν έχει μάθει να προσδιορίζει συναισθήματα. Μη περιμένεις να ακούσεις ποτέ ότι σ' αγάπησα ή ότι σ' αγαπώ. Πάντα θα νιώθω κάτι για σένα χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω.
-Ξέρεις είσαι το τελευταίο εκείνο άτομο που με κάνει να γυρίζω πίσω στην ανωριμότητα σε μια εποχή που την έχω πλέον ξεχάσει. Είσαι εκείνο το κάτι που σκέφτομαι, όταν θέλω να νιώσω για λίγο παιδί.Εκείνο το κάτι που με κάνει να ξαναγεννιέμαι. Εγώ πάντως για αυτό σ' αγάπησα. Καλό βράδυ, είπε και με μια κίνηση έσβησε το τσιγάρο που κάπνιζε κι ύστερα χάθηκε στον ορίζοντα.