Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσαμπίκα Βασιλειάδη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσαμπίκα Βασιλειάδη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2018

Κάθε αρχή και τέλος | Τσαμπίκα Βασιλειάδη


Θα καταλήξουμε σκιές στον Άδη,
διαχωρίζεται η ζωή από το περίγραμμα μας.
Αυτοί που συνήθιζαν να φορούν μάσκες στην σύντομη τους δήθεν ζωή,
δεν έχουν μάτια.
Κι αυτοί που διάλεξαν να 'ναι γυμνοί
κέρδισαν την έκτη αίσθηση.

Μίλησε κανείς για εμπιστοσύνη;
Για όνειρα,
για δύναμη και θάρρος;
Ή μήπως για εκούσια υποταγή;
Είμαστε δούλοι των τραυματικών μας εμπειριών.
Όσοι μας πρόδωσαν μας κυβερνούν κι απαιτούν την αγάπη και την υπακοή μας.
Η ευτυχία και η αυτοκαταστροφή κρατούν το ίδιο σκοινί από τις άκρες.
Ανίκανοι και τρομαγμένοι στην ιδέα να κοπεί
προσκυνάμε την δυστυχία.

Ζήσαμε πολλά καλά κι ακόμα περισσότερο πόνο,
μάθαμε να μην ξεχωρίζουμε το καλό απ' το κακό
γιατί γνωρίσαμε πως τίποτα από τα δυο δεν υπάρχει.
Ο θεός είναι διττός -όπως η φύση του φωτός- μας μισεί και μας αγαπά στον ίδιο χρόνο.
Ο παράδεισος είναι υπερεκτιμημένος.

Οι εμπειρίες της έως τώρα ζωής μου δεν μοιάζουν παρά μόνο σαν αρχεία κακών ποιημάτων που κράτησα
για να θυμάμαι από που προέρχομαι
και για να υπενθυμίζω στον κακό μου εαυτό που πάω.





Τρίτη 3 Απριλίου 2018

“Στη σκέψη του να πιω, μέθυσα απόψε“ | Tσαμπίκα Βασιλειάδη


Το στόμα μου στέγνωσε κι
αντί για σάλιο έχω βλαστήμια,
κρέμεται στις άκρες των χειλιών μου
κι απειλεί αυτοκτονία.
Οι όρκοι που έδωσα βράδια αδιαφορίας,
σάπισαν μέσα μου
κι η μήτρα μου δεν άντεξε την συμφορά,
πώς να το περιγράψω
ευγενικά.
Έζησα όλη την ζωή και στέρεψε.
Σέρνομαι-σαύρα στην έρημο διψώ
να πιω σε μια γουλιά το σύμπαν.
Τον κόσμο που ωρίμασα
τον κράτησα για κάποια άλλη ζωή,
σε κάποιον το χρωστώ.
Επαναστατεί ο εγκέφαλος μου,
αλλά η ύπαρξη-η ίδια- έχει διαφορετική άποψη
για το φλέγον ετούτο ζήτημα.
Στα άκρα των δαχτύλων μου
είναι δεμένη η μαριονέτα που διάλεξα να υπηρετώ,
τις στιγμές που μαρτύρησα
τις είχα μελετημένες.
Και μετά απ’ όλα αυτά,
πες μου φίλε μου,
αν αξίζει να τρελαθώ
ή να πάω στον διάολο.



Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017

Δεν χτυπώ πόρτες κλειδωμένες | Τσαμπίκα Βασιλειάδη

Άφησε το παράθυρο ανοιχτό,
θα ‘ρθω μεσάνυχτα
μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα
κι ένα μπουκάλι κρασί στο χέρι.
Έχω πολλά να εξομολογηθώ.
Το πρότυπο μου
το γάμησα
και πέθανε.
Μεταφορικά
και κυριολεκτικά
δίχως καμία σημασία,
αυτή ακριβώς είναι η Ιθάκη των ονείρων.
Ζω κάπου ανάμεσα στην πραγματικότητα
και την ανυπαρξία,
διαβάζω για χημείες και τέρατα
ανατινάζω τις σκεπές των προορισμών μου,
κάποια πρωινά πίνω καφέ
με την Αλίκη.
Γράφω δίχως να κρατώ ούτε μια πένα
γελώ αθόρυβα
και κλαίω γοερά
να με πείθω πως είμαι ήδη από καιρό πεθαμένη,
δεν φοβάμαι πια τίποτα!
Έχω μια φωτιά στα χέρια
στο στόμα
ανάμεσα στα πόδια
σ’ ολόκληρο μου το κορμί από πάνω μέχρι κάτω.
Καίγομαι και σιγοβράζω.
Φαντάστηκα μια πόλη που ο ήλιος θ’ ανατέλλει και θα δύει
με διαφορά τριών ωρών.
Μπορώ να ζήσω περισσότερο έτσι.
Ένας για έναν- τον ίδιο του τον εαυτό-
και όλοι για κανέναν.
Σχέσεις με ημερομηνία λήξης
που τυχαία σβήστηκε κατά την μεταφορά του προϊόντος.
Παίζεις Ρώσικη ρουλέτα κάθε μέρα
και περιμένεις
πότε θα σκάσει η πραγματικότητα στη μούρη σου.
Αν είσαι τυχερός, ίσως επιζήσεις.
Κατά την προσωπική μου εμπειρία ο θάνατος είναι υποκειμενικός.
Το κορμί ως ύλη δεν έχει καμία δύναμη,
καμία εξουσία επάνω μας.
Η απουσία του όμως ξυπνά θεούς και δαίμονες
διψασμένους για εκδίκηση.
Εσύ που δεν με ξέχασες ποτέ
-μην ρωτάς-
γονάτισε
σκύψε πάνω μου
χάρισε μου λίγη αθανασία.
Οι Ιθάκες γαμήθηκαν και πέθαναν,
τα όνειρα μου όμως ξεχειλίζουν από παντού
μ’ εκστασιάζουν όπως ποτέ
με ηδονίζουν σαν να έζησα εκατό ζωές
έξω από μένα.
Η άμμος ακουμπά αργά τα τοιχώματα της κλεψύδρας
και πέφτει κάνοντας κρότο,
στεγνώνω.
Τα όνειρα είναι περισσότερα από την ζωή μου.
Πλησιάζω στην έξοδο αργόσυρτα με τρόμο,
θα ελευθερωθώ;
Από την ύπαρξη μου ή από την ανυπαρξία;

Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

Βάφτηκα με γκρίζο χρώμα | Τσαμπίκα Βασιλειάδη

Kάτι ενδιάμεσο.
Ανάμεσα στη ζωή και την ανυπαρξία
ίσως να είμαι νεκρή, μα δεν το γνωρίζω ακόμα.
Επαναλαμβάνομαι.
Έχασα τη δύναμη που είχα μέσα μου,
τους ποταμούς των παθών
που έσταζαν από τα μάτια μου
-κι όχι μόνο-
γεμίζοντας τόσες κενές σελίδες
με ιδέες
με πάθος
με συναισθήματα
με πόνο
με προτροπή
με θυμό.
Γκρι.
Όχι μαύρο που να πενθώ την κάθε μου μέρα
όχι λευκό που να την επικροτώ.
Έμεινα στάσιμη.
Στα στάσιμα νερά
που πλημμύρισαν τα όνειρα μου
βρέχω τα γυμνά μου πόδια,
είναι φθινόπωρο και περιμένω να σκοτεινιάσει.
Η νύχτα πάντα μου ταίριαζε καλύτερα
η ηρεμία μια νεκρής πόλης
γεμάτης με φωτάκια που παίζουν παιχνίδια με τα μάτια μου.
Δεν γράφω για τίποτα σημαντικό,
δεν ξέρω αν έγραψα κάποτε
και πιθανότατα δεν θα ξεδιαλύνω ετούτο το μυστήριο ποτέ.
Δεν είμαι απαισιόδοξη πια,
δεν είμαι ακραία.
Ξάπλωσα κάπου στη μέση και κοιμήθηκα,
Κάποτε άρχισα να κολυμπώ προς το φως
βρήκα μια βραχονησίδα γεμάτη με αλλιώτικα απόκοσμα φυτά,
χόρεψα ατέλειωτα βράδια με σειρήνες
σαν να ‘ταν πάντα νύχτα καλοκαιριού
πίνοντας νέκταρ, ένιωσα ένας μικρός θεός
και ξεχάστηκα εκεί
για πάντα.
Μέχρι που ξύπνησα καθισμένη
μόνη σ’ ένα βραχάκι στη μέση του ωκεανού.
Ένα μεγάλο κενό γύρω μου, ένα μεγάλο κενό μέσα μου.
Ούτε μαύρο, ούτε άσπρο.
Γκρίζο χρώμα.

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2017

Πώς μεγαλώσαμε -για δες | Τσαμπίκα Βασιλειάδη

Για δες,
πώς μεγαλώσαμε
πώς στάθηκα στα πόδια μου
κι ακρωτηρίασα από πάνω μου
την αίσθηση να πατώ στη γη.
Πρώτα άγγιξα απαλά τον κόσμο
κι ήταν αυτή η παρεξήγηση
-αιτία κι αφορμή-
να φιληθώ με μια πλανεύτρα ευτυχία.
Μετά άγγιξα το μέσα μου
και γέννησα αίμα να λερώνω τη ψυχή
-μου υποσχέθηκαν ανταμοιβή-
και πίστεψα.
Για δες,
πώς ξάφνου μεγαλώσαμε
πώς μίσησα
την κάθε είδους κατοχή.
Πρώτα εγώ καταχράστηκα την εξουσία
που έχω πάνω στο κορμί μου
και τρόμαξα να με αναγνωρίσω.
Μετά την καταχράστηκαν αυτοί
κι έγινα δούλος των φαντασιώσεων τους,
στύβουν τον εγκέφαλο μου,
να στάξουν τα υγρά μέσα στο στόμα της πατρίδας
να τα καταπιεί.
Γαμιέμαι και γονατίζω από ανάγκη
σε τετράγωνους χώρους
γεμάτους ταμπέλες, κάμερες, μικρόφωνα
προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο
-Μην ρωτάς, πάντα με κερδίζει εκείνος.
Με τραβούν απ’ το λουρί ακόμα και τις Κυριακές-για δες!
Πώς τελικά μεγαλώσαμε,
πώς αναδιατάχθηκε η ύπαρξη μου μέσα στο σύμπαν
κι από τελεία έγινα σκόνη.
Μα τώρα ξύπνησε ο μαλάκας.
Σε λίγο θα τελειώσουν όλα.
Πώς τ’ αποφάσισα,
να γίνω πάλι παιδί.

Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017

Η ζωή μας παίζει κρυφτό με την ευτυχία | Τσαμπίκα Βασιλειάδη


Η ζωή παίζει περίεργα παιχνίδια.
Για την ακρίβεια, εσύ της παίζεις περίεργα παιχνίδια.
Στα μάτια σου μπροστά απλώνεται η χάρη του κόσμου και είναι τόσο απλό που για να το πιστέψεις πρέπει να το περιπλέξεις πρώτα.
Μιλώ σε δεύτερο πρόσωπο, διότι απευθύνομαι πρώτα στον εαυτό μου-πρέπει να ακούσω τι λέω-και μετά σε σένα που σίγουρα κάπου μου μοιάζεις.
Την ευτυχία-που νομίσαμε- την κλείσαμε σε κουτάκια και την πουλάνε οι πολυεθνικές στολισμένη με χρυσόσκονη. Και όταν την κρατήσεις στα χέρια σου, όταν ανοίξεις το κουτάκι μένει μόνο το χρυσαφί χρώμα στο δέρμα σου. Αυτή την έχει κάνει για αλλού. Κι εσύ με το πρώτο μπάνιο θα ξεθωριάσεις και πάλι.
Ξύπνα.
Ο ήλιος βγήκε και φώτισε τον κόσμο.
Ο πιο όμορφος άνθρωπος που είδα αυτές τις μέρες καθόταν σε αναπηρικό καροτσάκι. Κι άργησα τόσο πολύ να το παρατηρήσω καθώς με νίκησαν τα φωτεινά του μάτια, το χαμόγελο κι η αυτή η ευγένεια που σπανίζει. Αυτός την βρήκε την ευτυχία, είμαι σίγουρη. Νικήθηκε και του ‘πιασε το χέρι.
Πόσο θα ‘θελα λίγο να του μοιάζω.
Περνάνε κάποιες μέρες που δεν νιώθεις τίποτα, μέρες κενές.
Ξεκουράσου.
Μα το νόημα της ζωής σου φαντάζει ψευδαίσθηση.
-Τι κάνω;
Ποιος είμαι;
Τι με κάνει ευτυχισμένο;
Τι έχω καταφέρει μέχρι σήμερα;
Τι ζητάω απ’ το μέλλον; -
Σώπα.
Σώπα πρώτα, μετά ζήσε.
Γιατί εγώ δεν έζησα όταν κόλλησα στην κίνηση σχεδόν βαλσαμωμένη περιμένοντας για πάντα την εκκίνηση. Δεν θα ζήσω όταν θα κλειστώ σ’ ένα χώρο δουλεύοντας αιώνες παριστάνοντας το γρανάζι.


Παρά μόνο ζω βλέποντας τα φύλλα των δέντρων να χορεύουν τον αέρα. Τα σύννεφα αγκυροβολημένα στην απέραντη θάλασσα που βρίσκεται από πάνω. Παρατηρώ τους ανθρώπους να σουλατσάρουν κάνοντας φασαρία, γελώντας μιλούν για όνειρα.
Τους φίλους σου να μην τους ξεχνάς.
Ο άνθρωπος μπορεί να προσφέρει την απόλυτη αγάπη, αρκεί να είσαι εκεί για να το νιώσεις.
Την ευτυχία που απλόχερα μας δόθηκε στην αρμονία της φύσης δεν την πιστέψαμε, δεν κόψαμε λίγο ταχύτητα να την δούμε.
-Να προλάβω.
Να πληρώσω.
Να γίνω μεγάλος και τρανός-
Τόσο βιαστήκαμε που ξεχάσαμε να ζήσουμε.
Πάρε βαθιά αναπνοή.
Σταμάτα να μιλάς, σταμάτα να σκέφτεσαι κι άκου τον ήχο της σιωπής.
Ισορροπία.
Γράφω σήμερα όλα αυτά για σένα, μα πρώτα για μένα. Γιατί ξεχνώ.
Κάθε φορά που αρνούμαι την ευτυχία μου να επιστρέφω.
Είμαι υγιής. Έχω ανθρώπους δίπλα μου. Περιουσία μου, η ομορφιά του κόσμου.
Θα ζήσω.
Είναι αργά, μα πριν το καταλάβεις ξημερώνει.
Ζήσε.



Τετάρτη 5 Απριλίου 2017

Η ποίηση δεν μου ανήκει | Τσαμπίκα Βασιλειάδη

Έσβησαν οι λέξεις.
Οι εικόνες πια στέγνωσαν,
σκύψε
και φίλα.
Δεν έχω μάτια,
ποτέ δεν είχα
την ομορφιά του κόσμου δεν την βλέπω.
Μα πλέον την νιώθω
καθώς εισπνέω το μέλλον μου
και εκπνέω παρελθόν στη γη.
Δεν θα ξανά γράψω ποτέ,
βαρέθηκα να στάζω μελάνια στη ψυχή μου.
Θα παγιδεύσω τον νου.
Ψεύδομαι
μα θέλω το φως.
Άνοιξαν οι ουρανοί
τα λουλούδια λύγισαν στο κάλεσμα μου
η ποίηση δεν μου ανήκει
κι εγώ δεν ανήκω πουθενά
και σε κανέναν.
Είμαι ελεύθερη
λούζομαι το χρώμα
καταπίνω μελωδίες
αναδιατάχθηκα και χάθηκα μέσα στο χρόνο.
Η αίσθηση μου είναι λευκή-τι ανακούφιση!
Μπορώ πλέον να γράφω για μένα
μετρώντας εικόνες.
Οι λέξεις έσβησαν.




Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2017

Να φεύγω | Βασιλειάδη Τσαμπίκα

Με αγόρασαν
λίγα κομμάτια χαρτί
ηλεκτρονικά γράμματα
πλαστικές κάρτες.
Πληρώνω επικοινωνία
με το περίσσευμα μου
κι όλο μου λείπουν πιο πολλά.
Μου δόθηκε η ευκαιρία να ζήσω
με αντίτιμο την ίδια την ζωή,
χάρισα απλόχερα τις ώρες μου
κι έμεινα παγωμένη να κοιτάζω τις κουρτίνες
-μέσα σ’ ένα νεκρό δωμάτιο, φυλακή-
με τρόμο
μην τυχόν τις ανοίξω
κι αντί για ανθρώπους
πέσω πάνω σε τοίχο.
Δειλία.
Ο εύκολος ή ο δύσκολος δρόμος;
Έχω εσένα και κανέναν,
γλιστράει από τα χέρια μου ο εαυτός μου
έξι και μισή το πρωί
ενώ εγώ προσπαθώ να συνέλθω
και νύχτα ακόμα φορώντας τα γυαλιά μου
προετοιμάζω την συνάντηση μου με τον ήλιο.
Όλο προσπαθώ να φύγω
κι όλο κάνω τα πάντα για να μείνω εδώ
για λίγο
όσο λίγος είναι ο χώρος που απέμεινε
μες το κεφάλι μου για να φυτρώνει η λογική.
Γεμίζουν οι φάκελοι
και κλείνουν τα στόματα
τα μάτια μου.
Γεμίζουν οι φάκελοι κι αδειάζουν πριν το καταλάβω.
Κι ήρθα να πάρω έναν και να φύγω βιαστικά
να κλείσω μέσα αυτά που μισώ
πριν κλείσουν εκείνα εμένα.
Παγιδεύτηκα.
Και από το λίγο φως που μπαίνει κάποιες μέρες
ανακάλυψα πως ο φάκελος είναι τρύπιος.
Κάθε μέρα χάνω κι από κάτι.
Κάποιες μέρες πιο πολλά.
Τις νύχτες χάνω τα πάντα.
Όταν ανοίξω και πάλι τα μάτια μου δεν θα έχω τίποτα.
Και θα παλεύω πεσμένη στα γόνατα
για ένα καλύτερο μέλλον
που μου βάζει το μαχαίρι στο λαιμό.
Τώρα πια δεν υπάρχω-παρά μόνο στα χαρτιά.
Ελπίζω στην επόμενη μου γέννηση να υπάρχουν περισσότεροι
έξοδοι κινδύνου.
Να μπορώ να φεύγω
να φεύγω
να φεύγω
να μπορώ να επιβιώνω
δίχως να το ξεπληρώνω με την ίδια μου τη ζωή.


Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2016

Ερωτοχρονισμός | Τσαμπίκα Βασιλειάδη

Το σεξ ίσως
καθόλου δεν ταιριάζει με τη νύχτα.
Ανακατεύεται με αλκοόλ
περίεργες αναθυμιάσεις
εξαντλημένα σώματα
-δαρμένα απ’ την σκληρότητα μιας μέρας-
χάνει την βαθιά του αίσθηση
και παραίσθηση.
Η νύχτα είναι στημένη με φωτάκια αισθησιακά
και μας ξεγέλασε.
Είθε οι μέρες μας να είναι γεμάτες έρωτα
υγρά φιλιά
κοφτερές ματιές
σώματα παλλόμενα,
νικημένα το ένα από το άλλο
που σηκώνουν στο τέλος λευκή σημαία.
Και οι νύχτες μας ανακατεμένες
με ανυπόφορα γέλια
άνθρωποι γύρω μας να τραγουδούν
και να χορεύουν διαολεμένα -νύχτες Διονύσου-
με αγκαλιές τόσο σφιχτές
που μας πεθαίνουν και μας βάζουν για ύπνο.
Οι μέρες μας κι οι νύχτες
δεν ανήκουν παρά μόνο στον ήλιο,
ξεγελάστηκα και πάλι από ένα φωτάκι.
Το σεξ τελικά
δεν ταιριάζει σε καλούπια
δεν μπορεί να περιγραφεί πατώντας στην ευθεία του χωροχρόνου,
ζούμε για κάποιες στιγμές παράλληλα μ’ αυτόν.


Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

Ετεροζυγωτικά γεννήματα | Τσαμπίκα Βασιλειάδη

Διασπάστηκα πριν χρόνια, δεν θυμάμαι.
Είμαι ευτυχισμένη,
έχω ότι πόθησα ποτέ-
αγάπη-
όλα από πολύ!
μου περισσεύουν.
Η ζωή μου περνά ταινία μπροστά στα μάτια μου
και τίποτα δεν μ’ αγγίζει.
Έχω πρόγραμμα.
Θα έχω σπίτι
εσένα.
Νιώθω πλέον ασφαλής.
Αγριολούλουδα φυτρώνουν στις ραγισματιές των τοίχων που κατεδαφίσαμε.
Μου ρούφηξαν τα όνειρα
κι όλο απλώνω ρίζες.
Είμαι τυχερή.
Οι ουρανοί ανοίγουν και στάζουν μέλι,
απλώνεται στα στήθια μου
και ανάποδα γεννά την γύρη.
Κόλλησαν τα μάτια μου.
Τυφλώθηκα,
ενώ σκέφτομαι δεν πράττω.
Έκλεισαν οι πόρτες
κι απ’ τα παράθυρα πηδούν οι μέλισσες.
Κάνω σεξ με το μέλλον μου,
καπνοί από τσιγάρα και ευωδίες κρασιών με εκστασιάζουν.
Η ευτυχία μου δεν κλείστηκε ακόμα σε καπότα.
Οι ηδονές μου ξεχαρβαλωμένες
θολές κι ανήμπορες
μαντεύουν τι τις περιμένει.
Έχω την ουσία
την στοργή
την θαλπωρή
γερά θεμέλια…
…με λίγες μόνο τρύπες.
Να φυσά η απουσία αύριο μεθαύριο
και να με φτύνω στην μούρη-τρέμοντας
από το κρύο
-κι όχι από καλά γαμήσια.
Τελικά γαμήθηκε η ζωή μας η ίδια
και δεν την αφήσαμε καν εμείς έγκυο.
Να πούμε τουλάχιστον ότι τα μπάσταρδα
άρρυθμα χτυποκάρδια
τα άγχη
οι καταχρήσεις
οι αϋπνίες
οι αυτοκτονίες
είναι δικά μας παιδιά.
Είμαι πλήρης κι ευγνώμων για την θέση μου σ’ αυτόν τον κόσμο.
Έχω όλα τα πολύτιμα αγαθά,
ο ήλιος μοιράζει φως στη σελήνη
και στην αρμονική ψυχή μου.
Αναπνέω.
Μέχρι να χρεώσουν και τον αέρα με το κιλό,
τότε θα πάθω ασφυξία
καθώς θα έρχομαι σε οργασμό.
Θα πάω ευτυχισμένη.
Ή μήπως όχι;
Είμαι τρελή;
Είμαι γυναίκα.
Είμαι παιδί.
Είμαι εργαζόμενη.
Είμαι άνθρωπος.
Είμαι ζωντανή.

Κι αν είμαι νεκρή;
Είμαι μια ωρολογιακή βόμβα,
έτοιμη να εκραγεί.


Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Το δάκρυ των δέντρων | Τσαμπίκα Βασιλειάδη


Ο λογισμός μου διακόπηκε ξαφνικά. 
Και το νερό έτρεχε σαν να ξέσπασε καταιγίδα.
Παρεμβολές. 
Οι νεκροί άραγε ακούν τις σκέψεις που κάνουμε για κοινούς; 
Και πως θα αισθάνομαι όταν το παρόν μου θα θυμίζει ταινία παλιάς εποχής;
Αν ναι θα πρέπει να δαμάσουμε την φαντασία.
Πόσο επικίνδυνο,
και τι ντροπή!
Το πώς αισθάνομαι το γνωρίζω ήδη,
περιφέροντας το κορμί μου με καμάρι 
και ταυτόχρονη αηδία,
γέρικο σώμα που κατέρρευσε νωρίς.
Οι αισθήσεις μου μετριούνται από πίσω
προς τα μπρος.
Τα χείλη μου ρόδινα, ζεστά
ζητούν περιβάλλον.
Έτσι όπως ακολουθούν οι φλοιοί το κορμού 
ο ένας τον άλλον,
έτσι είναι οι ανάγκες μου. 
Αλλεπάλληλες 
αγκαλιασμένες 
εξαρτώμενες η μια απ' την άλλη.
Κι αν με διασπάσεις 
θα κολλήσεις στο δάκρυ των δέντρων. 
Είμαι η γη.
Όχι όχι.
Είμαι η μη.
Μην πλησιάζεις άλλο γιατί θα δακρύσω.



Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

Καταφύγιο | Τσαμπίκα Βασιλειάδη

Είναι ζεστό,
χειμώνα καλοκαίρι.
Έτσι ώστε να μην νιώσω ποτέ
της μοναξιάς το πάγο.
Έχει τελείες σκόρπιες,
σχηματίζουν στα άκρα
μια μικρή άρκτο.
Κάπου εκεί ζει τελευταία ένας πλανήτης.
Έχει ανοιχτά σημεία,
να χώνομαι σαν σκουλήκι
για να γλιτώσω
από την καταστροφή μέσα μου.
Είναι ατελές,
έχει στραβές γωνίες
για να ξεχωρίζει,
η απόλυτη συμμετρία
θυμίζει ψέμα.
Είναι τόσο όσο χρειάζεται
για να μακραίνουν οι αλήθειες μου
και να σβήνουν τα ψέματα μου.
Είναι ισχυρό
ώστε να σηκώνει τον βηματισμό μου,
να περπατώ
ακόμα κι όταν λιποθυμώ
από την θλίψη.
Έχει σκληρά κομμάτια
να θυμάμαι πως τίποτα αβρό
δεν επιβιώνει σε ετούτο εδώ τον κόσμο,
πως η ηδονή
ζητά πίεση και αίμα.
Χωρά μέσα στην αγκαλιά μου
μα ταυτόχρονα είναι το σπίτι,
το σπίτι που βρίσκεται
παντού και πουθενά
μα περισσότερο μέσα μου.
Και δίπλα μου.
Εσύ.



Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

Θα ‘ρθουν καλύτερες μέρες(!) | Τσαμπίκα Βασιλειάδη

Ξύπνησα με καυτό κεφάλι,
σε μια γη
που με μπερδεύει.
Ονειρεύτηκα ή έζησα;
Έζησα ή νόμιζα πως;
Εφιάλτες που καρφώνονται
με κλειστά τα μάτια,
γαμιούνται
και ξερνούν σε τουαλέτες
καθαρές
αστράφτει το πάτωμα
ο καθρέφτης μια πόρτα
αφήστε με να περάσω!
Εσύ σκιά άμυαλη
που κυνηγά το φως
κι όλο χάνεται.
Μένω με κάτι στο στόμα
-στο μυαλό ίσως-
και τίποτα στα χέρια μου.
Αυτός ο κόσμος είναι ανυπόφορος
κυνικός και στεγνός
δεν μπορεί να γλιστρήσει μέσα μου
κι όλο πονάω.
Αφήνω αναπνοές στο λαιμό
μιας ελπίδας
και φωνάζω
θα ‘ρθουν καλύτερες μέρες.
Έρχονται,
χρόνια τώρα.
Φαίνεται πως τα γράμματα
στις πινακίδες έσβησαν
από κάτι πυροβολισμούς
που έριξες μια μέρα
αποδεικνύοντας μου την αγάπη σου.
Αλίμονο, τώρα.
Θα έχασαν τον δρόμο.

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

Βιασμένος χορός | Βασιλειάδη Τσαμπίκα

Σπίθες απ’ τα έγκατα του κόσμου κυνηγούν, πέρα απ’ τ’ άδυτα κελιά, πουλιά του νότου.
Σαν κραυγάζει η ιστορία για σωτηρία,  κοιτούν τα παιδικά παράθυρα και κλείνουν στόματα μεγάλα. Ανάστατος ο ουρανός κλαίει μέρα νύχτα, ποτάμια ατέλειωτα πνίγουν αδίστακτα τις νοσηρές πεδιάδες· όπου έμεναν οι σκέψεις μιας θολής σκηνής που έσβησε στο ηλιοβασίλεμα του πόθου.

Χρόνια τώρα το φεγγάρι πάντα σιωπηλό, έχθρα και μίσος το καταδίκασε σε πείσμα κυνικό. Φωτίζει το θαμμένο στον κήπο λουλούδι, γεννήθηκε νεκρό. Χαρίστηκε και πάρθηκε από βλέμματα που έγιναν σκιές κάτι μυστήριων πρωινών. Ρυτίδωσε κι η ενοχή, στάζει πια σαν το παλιό καλό κρασί. Κανείς δεν έμεινε χωρίς να πιεί και να γιορτάσει. Εκείνο το σπίτι, πίσω από των πιο φτωχών τα μάτια, έμεινε ερείπιο σωστό. Βουλιάζει μέρα με την μέρα μες την άβυσσο.

Αχ, αυτό το φως πάντα τρομάζει τους ανθρώπους. Ακόμα κι αν κάποτε παραμιλούν και σκοντάφτουν στην αγάπη, βυθίζονται ψάχνοντας είδωλα βιασμένα και θολά. Ηδονικά προσχήματα σε χάρτινα διλλήματα . Εκκλησιαστικά ενδύματα ντύνουν τις πόρνες. Παρθενικά λευκά, μα κατά τ’ άλλα βουτηγμένα στο αίμα, νυφικά.


Κι όλα καλά.


Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Αντικατοπτρισμός | Τσαμπίκα Βασιλειάδη

 Στέκομαι. Ανφάς. Προφίλ. Τινάζω τα μαλλιά μου. Σε παρατηρώ από την κορφή ως τα νύχια. Απ’ την αρχή της ιδεολογίας σου μέχρι την φτώχεια της μορφής που σου ορίστηκε. Σε φωτίζω με λίγη σελήνη, μήπως και φοβηθεί η σκιά που σε σκεπάζει. Και σ’ αφήσει μόνο. Να εξαϋλωθείς. Να μείνω μόνη. Κουράστηκα τόσα χρόνια να σε σέρνω μαζί μου.
    Την πρώτη φορά που σε αναγνώρισα δεν την θυμάμαι. Μα θυμάμαι πως-αν και παιδί-αντιλήφθηκα την ύπαρξη της φυλακής σου. Μου ανήκεις. Άπλωνα τα χέρια μου και με λαγνεία σε χάιδευα, κάποιες φορές σε φιλούσα. Ήσουν πάντα εκεί. Ακόμα και όταν ήμουνα μόνη.
    Μα σε σιχάθηκα. Με τα χρόνια η μορφή σου σάπιζε. Με τα χρόνια σου ‘πεφταν τα μαλλιά και απέπνεες ανυπόφορη φρίκη. Έσταζαν τα δάκρυα μου και απλώνονταν στις πληγές σου. Να νιώσεις τον πόνο που μου προκαλείς. Όσο σε πλησιάζω, τόσο αποκαλύπτονται οι ρωγμές της ίδιας μου της εικόνας που με πρόδωσε. Σου ανήκω, πλέον.
    Μα δεν θα μείνω άπραγη για την υπόλοιπη ζωή μου. Θα σε εκδικηθώ, κι ας σε χάσω για πάντα. Τώρα πια σε μισώ. Σε κρατάω σφικτά στα δυο μου τα χέρια. Μην προσπαθείς να αντισταθείς. Ήρθε η ώρα. Σπας σε εκατοντάδες κομμάτια. Κι εγώ σε κοιτώ αλλοιωμένο καθώς σταγόνες αίματος από τα ίδια μου τα χέρια στάζουν στην εικόνα.
-Είμαι ελεύθερη;
    Γυρνώ το κεφάλι προς το τζάμι που με χάρη δεσπόζει απέναντι.

-Όχι!

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Η πόλη μας | Τσαμπίκα Βασιλειάδη

Η πόλη 
καταπίνει τα χρώματα σ' ένα βλεφάρισμα 
στάζει σαν δάκρυα ακατάπαυστα 
όλους τους ήχους 
τ' αρώματα είναι απαγορευμένα. 
Η τόσο αγαπημένη μου θάλασσα 
υπάρχει μα ταυτόχρονα 
είναι χαμένη. 
Πίσω μου τρεμάμενη 
παλεύει τα χτίσματα 
ορμά σαν θηρίο 
να κατασπαράξει τα εικονικά δημιουργήματα 
που με ψηλά την μύτη 
καύχιουνται. 
Είναι αργά την νύχτα 
ίσως και ξημερώματα, 
στην παραλιακή ξαπλώνω την ζωή μου 
τα κλαμπ βρυχούνται δονούνται και πνίγονται 
από κόσμο κενό, 
στα δυο διπλωμένο. 
Αυτή η πόλη γεμάτη με πλήθος 
μοιάζει ερείπιο 
στολισμένη με έντομα, χημικά κι αστυνόμους 
γράφω σ' οθόνες με μπαταρίες κενές 
σβήνουν στα κύματα 
καθώς οι σκέψεις μου ναυαγούν σε χειμώνες.
Και δεν θυμάμαι καν πότε καλοκαίριασε 
με ρωτούν οι ξένοι για μαγαζιά και διασκέδαση 
ενώ γελούν σ' όλες τις γλώσσες. 
Η πόλη αυτή τρώει το είναι μου 
χάνω τα δέντρα, τους ουρανούς και την άμμο.
Αχ, τώρα και πόσο δεν θα ‘θελα 
να πατήσω με ποδιά γυμνά σε μια παραλία, 
να στάζουν οι κόκκοι ανάμεσα στα πόδια μου 
να με κάνουν να νιώθω μεγάλη. 
Τέτοιες ώρες θυμάμαι τους φίλους μου,
την αθωότητα που κρύβεται βαθιά 
σ' αυτές μου τις σχέσεις. 
Όλα αυτά τα χαλάσματα που στέκουν 
απέναντι μου με χάρη 
σαν πρόσωπα θλιμμένα 
απογοητευμένα από αγάπες 
που ξεθώριασαν στο πέρασμα του χρόνου, 
μοιάζουν στα ματιά μου φιγούρες παρελθοντικές 
που ξέχασαν να ακολουθήσουν τις τάσεις της μόδας. 
Μια τέτοια φιγούρα μοιάζω κι εγώ 
καθισμένη στο βάθρο που κοιτά προς την θάλασσα 
ντυμένη στα μαύρα, 
όπως θα ταίριαζε σε ένα τέτοιο βράδυ, 
βεβαίως.



Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

ΠΡΟΣΔΕΘΕΙΤΕ, ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ | Τσαμπίκα Βασιλειάδη

Πράσινο.
Εκκίνηση της ομιλίας ετούτης 
γραπτή φόρμα παραπόνων,
να μιλήσω ή να γράψω;
Κόκκινο.
Παύση συναισθημάτων, άδειοι δρόμοι και το σώμα υπακούει τυφλά τις
φωτεινές ενδείξεις.
Ο χρόνος σου τελειώνει!
Παρακαλώ προσδεθείτε
πρόκειται να ακολουθήσουν αναταράξεις.
-ΑΑΑΑΑ-
Χτυπήστε το κεφάλι σας στον τοίχο 
να επαναφέρετε τις εργοστασιακές ρυθμίσεις,
και στοιχηθείτε.
Ανάπαυση!
Συμπολίτες μας ζουν για να θρέφουν τις τράπεζες
-ουπς, έπεσε μια μολότοφ.
Ούρλιαξε δυνατά
να διώξεις την μαυρίλα απ’ τα πνευμόνια σου,
σε γάμησαν οι καταχρήσεις 
και πέταξαν την καπότα μέσα στη σούπα σου.
Την ήττα πρέπει να την γεύεσαι, είπαν
κι εσύ τι κάνεις για αυτό;
Πάρε ένα κουτάλι και κατάπινε, μαλάκα.
Ξύπνα!
Βγες στο δρόμο 
ν’ αναπνεύσεις λίγο αέρα,
είσαι ακόμα ζωντανός!
Γίνε το ψάρι που πάει ανάποδα στο ρεύμα,
κι αν σε πνίξει το σύστημα
θα ζήσεις για πάντα.
Μείνε ακίνητος!
είσαι δημόσιος κίνδυνος,
βίαιη απειλή 
που θα εξαλειφθεί με βία.
Οφθαλμός αντί οφθαλμού!
Η επιβολή της τάξης είναι αμόρφωτη
δεν γνωρίζει τους σύγχρονους νόμους.
Επανάσταση!
Ήρθε η ώρα ο κώλος μας να φάει ξυλιές
και παρόλα αυτά είναι σιαμαίος του καναπέ.
Κοιμάμαι με τύψεις
για αυτό το αύριο που έρχεται
για να πούμε
«Ας ξημέρωνε το χθες!».



Παρασκευή 5 Αυγούστου 2016

Παραίσθηση Του Είναι | Τσαμπίκα Βασιλειάδη

Οι άνθρωποι είναι η ευτυχία 
και η θλίψη 
ο πόνος 
ο θυμός 
η αγανάκτηση. 
Χαμόγελα, 
χρυσάφι θαμμένο στα σπλάχνα τάχα αγγέλων.
Κοστίζει, 
είναι απρόσιτο τόσο 
όσο το νερό που στάζει από την βρύση. 
Το τριαντάφυλλο γέρνει 
απ' τον αέρα μόνο, 
ίσως να ξέρει πιο πολλά. 
Ίσως και όχι. 
Η παράδοση γράφει τα περιττά 
κι εννοεί τα λίγα. 
Θετικές επιστήμες αφορισμένες 
εξαγνισμένες, 
δεν μιλούν για κανένα θεό. 
Λειτουργία. 
Είμαστε οτιδήποτε άυλο μας ορίζει, 
οι πράξεις μας φθορίζοντα σήματα 
βαμμένα με αίμα 
δείχνουν την έξοδο κινδύνου. 
Οι σκέψεις μας χαραγμένες στο χώμα 
ουρλιάζοντας μέσα από όνειρα 
πασχίζουν να μας υπενθυμίσουν 
πως είναι η ζωή μας 
που είναι ακόμα εδώ. 
Ξύπνησα 
και σίγουρα πάλι θα ξεχαστώ, 
η μνήμη μου με εξουθενώνει- 
νομίζοντας πως είμαι ώριμη κιόλας 
βυθισμένη στην μιζέρια μου 
και σ' όλα αυτά που θα 'θελα να είμαι 
και δεν είμαι, 
θα απαρνηθώ την ευτυχία των ανθρώπων 
που μου χαρίστηκε απλόχερα. 
Μα δεν το γνωρίζω ακόμα



Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

Αναπνέω την προσμονή | Τσαμπίκα Βασιλειάδη

Μετρώ αναπνοές
μακριά σου. 
Ήταν η μοίρα 
που σε έστειλε στον δρόμο μου,
σε γνώριζα
μα οι εκρήξεις της φωνής σου
με άφησαν άναυδη
να νιώθω την απειλή
από το αναπόφευκτο.
Φοβάμαι.
Δεν είναι κάτι απ’ αυτήν εδώ την γη
η αύρα του κορμιού σου,
είναι σταλμένη από την κόλαση 
και ύψωσε ανάστημα μπροστά μου
ως σαν το πιο μεγάλο πειρασμό.
Δόθηκα σ’ αυτήν την ακατανίκητη έλξη
δίχως μια σκέψη
και μέσα απ’ το πάθος μου
γεννήθηκε η νέα μου ψυχή.
Κάποτε ζούσα για να θυμάμαι
τα όνειρα μου ήταν διαρκή
μα μ’ ένα βλέμμα 
με ξύπνησες απότομα 
από τον λήθαργο μου.
Σπουδαία υπόθεση να ζεις.
Ο λαιμός μου είναι εκτεθειμένος
στις ανάσες που απλώνεις
ανατριχιάζω.
Κι όλο θέλω
θέλω
θέλω
μόνο θέλω,
να ξαγρυπνήσω στην αφή σου
να φιλήσω τις ρυτίδες των ματιών σου.
Αυτά τα μάτια σου 
που παλεύουμε να κρατήσουμε τις νύχτες ανοιχτά
να αναλωθούμε
σε λέξεις
σε υπονοούμενα
σε αισθήσεις αλλιώτικες.
Να ζήσουμε!
Τι κι αν είμαι επικίνδυνη,
γεμάτη απορίες.
Τι κάνεις;
Πού είσαι;
Μ’ ακούς τα βράδια που σου μιλώ;
Με νιώθεις να σε νοσταλγώ;
Οι απορίες λύνονται, μου λες.
Κι εγώ πάλι ρωτώ… πότε;
Γιατί ο χρόνος κυλά 
ενώ μεθώ από τις μυρωδιές του κορμιού σου
κι ηδονές μου κατάντησαν προσωποποιημένες.
Ζω μια παρατεταμένη ψευδαίσθηση,
προχωράμε
αγκαλιαζόμαστε
μιλάμε
κι όταν απεγνωσμένα αναζητώ 
την αίσθηση της αγκαλιάς σου 
γνωρίζω πως ο εγκέφαλος μου 
μου κάνει παιχνίδια.
Τρελάθηκα.
Κόλλησε το μυαλό μου
σε μια εικόνα
σε μια φωνή
σε μια αίσθηση
σε μια γεύση.
Κι όλο μετρώ αναπνοές
μέχρι να ‘ρθω κοντά σου.



Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016

"Μπλε, πιο πολύ" | Βασιλειάδη Τσαμπίκα

Θάλασσα. Τόνοι απ' αυτήν.
Ξεπετάγονται οι σταγόνες από το δυνατό αέρα, σαν σπίθες που αυτοκτονούν ορμώντας μακριά απ' τη φωτιά. Βλέπω ουράνια τόξα.
Περιμένω την δύση του ηλίου, το νοσταλγώ τόσο σαν να 'μουν παιδί.
Κι αυτά τα χαμόγελα, που δεν γνωρίζουν εθνικότητα, είναι πανάκεια για τις πιο βαθιές πληγές.
Η γραμμή του ορίζοντα. Η γραμμή που χωρίζει- ή ενώνει- τον ουρανό με τη θάλασσα είναι τόσο γεωμετρικά σωστή που κοντεύω να ξεχάσω πως είναι ψευδαίσθηση.
Συνεχόμενη κίνηση, μια διαρκής πορεία επάνω σε παλιοσίδερα που μολύνουν τον αέρα.
Ένιωσα μια στιγμή ζαλισμένη, μου χαρίστηκε η πιο βίαιη αλήθεια για την ομορφιά.
Ο ήλιος ανασαίνει πιο αργά κι ενώ στέκεται καμαρωτός στο κέντρο του σύμπαντος, αποχαιρετά αυτό το μισό της γης που επέλεξα-θα 'ταν ψέμα-να ζω.
Όσο θέλω να φύγω μακριά τόσο πιστεύω πως τίποτα δεν θα μου ταίριαζει καλύτερα από το μπλε. Φωτεινό και μελαγχολικό θυμίζοντας τα ομορφότερα μας ταξίδια και πληγώνοντας μας για όλα αυτά που δεν κάναμε.
Έχω ένα τσιγάρο περίσσευμα, δώρο για την ευγένεια που σαν αναλαμπή κάποιες φορές φιλά στο μάγουλο το ανθρώπινο είδος. Θα το άναβα και το πιθανότερο όχι, δεν θα μπορούσα να χαλάσω με καπνό αυτήν την εικόνα. Θα το κρατήσω σφιχτά στα δάχτυλα του αριστερού χεριού μου, να μου θυμίζει αυτό το συναίσθημα.