Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τάσος Ζαννής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τάσος Ζαννής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

Διότι οι άνθρωποι δεν συγχωρούν αυτούς που από έρωτα εκπέσανε | Τάσος Ζαννής

 Μπαίνεις μόνος και αμέριμνος στο μπαρ, απελπισμένος για ενδιαφέρον.

Τη βλέπεις εκεί στην άκρη με τις φίλες της.

Πίνει το τζιν της.

Σε καρφώνει με τα μάτια κι εσύ κοζάρεις το διχτυωτό της φόρεμα.

Την πλησιάζεις.

Την κερνάς και δεύτερο, και τρίτο τζιν.

Ακολουθούν σφηνάκια.

Χαλαρώνει.

Περνούν 5 ώρες και είστε ακόμα εκεί.

Οι χαμηλοί φωτισμοί και οι καπνοί παραπλανούν.

Φεύγετε και πάτε στο σπίτι της.

Να κρατήσετε ζωντανή την καύλα, να ζήσετε τα απωθημένα.

Την ξαπλώνεις κι αρχίζεις να τη φιλάς, γρήγορα, έντονα.

Εσύ, για λίγο, την θεωρείς υποψήφια πριγκίπισσα στον δικό σου μικρόκοσμο.

Εκείνη, για λίγο, νιώθει ποθητή, μετά από καιρό.

Όλα για λίγο, για μια στιγμή, για ένα βράδυ.

Και οι δύο χαμένοι στις σκέψεις σας, παρασυρόμενοι από τη γεύση του τζιν στο στόμα.

Και οι δύο, άνθρωποι αταίριαστοι, άνθρωποι που γυρνούσατε σε δρόμους μοναχικούς, πίνοντας και καπνίζοντας τις ανάγκες σας σε μερακλωμένα βράδια.

Και οι δύο, ψυχές ευαίσθητες κι ευάλωτες, που αφέθηκαν κι εκείνες στην τρέλα της στιγμής.

Ήταν Σάββατο βράδυ.

Ξημέρωσε Κυριακή.

Ξυπνάτε με ένα κεφάλι καζάνι.

Η παραζάλη απ’ το ποτό, η παραπλάνηση των λέξεων.

Τα σώματα γδύνονται κάτω από τα μυστηριώδη φώτα της νύχτας.

Τα σώματα μόνο, όχι οι ψυχές.

Κοιτάζεστε και καταλαβαίνετε ότι δεν αισθάνεστε το παραμικρό ο ένας για τον άλλον.

Δεν βγάζει πια τίποτα νόημα από όσα είπατε χτες.

Παίρνει ο καθένας τον δρόμο του.

Μέχρι να βρεθεί μια καρδιά να κουμπώσει με τη δική σου.


“Enter the Void” (2009), του Gaspar Noé

*ο τίτλος είναι μια αναφορά σε έναν από τους κορυφαίους μονολόγους στην ιστορία του ελληνικού σινεμά από την ταινία “Ας περιμένουν οι γυναίκες” (1998), του Σταύρου Τσιώλη.


ΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ - Διότι οι άνθρωποι δεν συγχωρούν αυτούς που απο έρωτα εκπέσανε


Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

Βίνσεντ βαν Γκογκ: Μια… ιδιοφυής παράνοια | Τάσος Ζαννής

«Ονειρεύομαι ότι ζωγραφίζω και μετά ζωγραφίζω αυτό που ονειρεύομαι»

27 Ιουλίου 1890, ο Βαν Γκογκ, μετά από έναν περιπετειώδη βίο, αυτοπυροβολείται στο στήθος. Δύο μέρες αργότερα, σαν σήμερα, 29 Ιουλίου 1890, αφήνει την τελευταία του πνοή σε ηλικία μόλις 37 ετών.

Έπασχε από βαριά κατάθλιψη και παρέμεινε πολύ φτωχός και σχεδόν άγνωστος σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Κι όπως συμβαίνει με τους περισσότερους μεγάλους της Τέχνης, τα έργα του ασκούν τεράστια επιρροή στην τέχνη του 20ού αιώνα.


Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ (30 Μαρτίου 1853 – 29 Ιουλίου 1890), γεννημένος στο Ολλανδικό χωριό Γκρουτ Ζούντερτ, ήταν ένας εκ των σημαντικότερων ζωγράφων του 19ου αιώνα. Εν ζωή, το έργο του δεν σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία, ούτε ο ίδιος αναγνωρίστηκε ως σημαντικός καλλιτέχνης. Ωστόσο, μετά τον θάνατό του, η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα και η επίδρασή του στα μεταγενέστερα κινήματα του εξπρεσιονισμού και εν γένει της αφηρημένης τέχνης, θεωρείται καθοριστική.

Γιος πάστορα, ο μεγαλύτερος από τα συνολικά οκτώ παιδιά της οικογένειάς του, συνεσταλμένος και βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος. Οι γονείς του είχαν αποκτήσει ένα παιδί, το οποίο είχε επίσης βαφτιστεί Βίνσεντ, αλλά πέθανε λίγο μετά τη γέννησή του. Έτσι, ο Βίνσεντ ένιωθε πως οφείλει την ύπαρξή του στον θάνατο αυτού του μικρού παιδιού, κι αυτό ήταν κάτι που επηρέασε τον ψυχισμό του. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ένιωθε ανάξιος να αγαπηθεί και ταυτόχρονα αναζητούσε την αγάπη και την προσοχή των άλλων απεγνωσμένα.

Σε ηλικία 16 ετών, κι αφού είχε ήδη καταπιαστεί χωρίς επιτυχία με αρκετά επαγγέλματα, ασχολήθηκε με το εμπόριο έργων τέχνης, στην εταιρεία Goupilator & Company, εκεί όπου υπήρξε υποδειγματικός υπάλληλος με αποτέλεσμα, το 1873 να μετατεθεί στο υποκατάστημα του Λονδίνου. Εκεί, λέγεται, ότι ερωτεύτηκε την κόρη της σπιτονοικοκυράς του, Ευγενία Λόιερ. Ο πρώτος αυτός έρωτας όμως για τον νεαρό Βίνσεντ, δεν βρήκε ποτέ ανταπόκριση και η απογοήτευση αυτή, επιβάρυνε επιπλέον τον ψυχισμό του. Ίσως και αυτός να ήταν ο λόγος που ο ίδιος μεταφέρθηκε στο υποκατάστημα του Παρισιού, και να καταλήξει να πάψει να εμπορεύεται πλέον έργα τέχνης το 1876.
Έχοντας επιστρέψει στη γενέτειρά του, εγκαταστάθηκε στο Άμστερνταμ για να σπουδάσει θεολογία.


Ο Βίνσεντ δεν τα κατάφερνε με τα μαθήματα και μετά από έναν χρόνο, εγκατέλειψε τις σπουδές του. Το 1878, του ανατέθηκε μια θέση ιεροκήρυκα στο Μπορινάζ του Βελγίου, σ’ ένα ορυχείο, όπου ο Βαν Γκογκ επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη φτώχεια των ανθρώπων της περιοχής. Αυτή ήταν και η περίοδος κατά την οποία ξεκίνησε να σχεδιάζει μικρά έργα και αποφάσισε να ασχοληθεί με την τέχνη.

Το 1880, σε ηλικία 27 ετών, πήγε στις Βρυξέλλες και γνώρισε τον φοιτητή τότε της Ακαδημίας Καλών Τεχνών, Αντόν Βαν Ραπάρντ, δίπλα στον οποίο έμαθε τις βασικές αρχές της ζωγραφικής. Έναν χρόνο έμεινε εκεί, και το 1881 εγκαταστάθηκε στη Χάγη, όπου φιλοξενήθηκε από τον ξάδερφό του, Αντόν Μοβ. Εκεί, ο Βαν Γκογκ ξεκίνησε να καλλιεργεί το ταλέντο του (επηρεασμένος, κυρίως, από τη ζωγραφική του Μιλλέ) καθώς έκανε και την πρώτη του σχέση με την Σίεν Χούρνικ. Ένιωθε μοναξιά, όμως, και το 1883 πήγε στην πόλη Ντουένεν, όπου έμεναν οι γονείς του. Εκεί ζωγράφιζε θέματα που εμπνεόταν από την πόλη. Τον Μάιο του 1885, πέθανε ο πατέρας του και τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, εγκαταστάθηκε στην Αμβέρσα, όπου ξεκίνησε να παρακολουθεί μαθήματα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, τα οποία όμως, διεκόπησαν πολύ σύντομα καθώς αποβλήθηκε από τον καθηγητή της ακαδημίας, Ευγένιο Σιμπέρ. Παρόλα αυτά, ο Βαν Γκογκ κατάφερε να έρθει σε επαφή με την ιαπωνική τέχνη, στοιχεία της οποίας δανειζόταν για τα έργα του.

Την Άνοιξη του 1886, φιλοξενήθηκε στο Παρίσι από τον (επιτυχημένο, πλέον) αδερφό του, Τεό Βαν Γκογκ, στην περιοχή της Μονμάρτης, κέντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Με την άφιξή του στην γαλλική πρωτεύουσα, γράφτηκε ως σπουδαστής στο εργαστήριο του Φερνάντ Κορμόν, καθώς και γνώρισε τους ιμπρεσιονιστές Εντγκάρ Ντεγκά, Καμίλ Πισαρό, Πωλ Γκωγκέν και Τουλούζ Λωτρέκ. Επηρεάστηκε σημαντικά από το κίνημα του ιμπρεσιονισμού και εκείνη την περίοδο, αποφάσισε να χρησιμοποιεί περισσότερα χρώματα στους πίνακές του. Ήθελε τα έργα του να εκπέμπουν αισιοδοξία αντί για μελαγχολία, όπως αυτά που ζωγράφιζε έως τότε. Χρησιμοποιούσε συχνά τεχνικές των ιμπρεσιονιστών αλλά διαμόρφωσε παράλληλα και ένα προσωπικό ύφος, το οποίο διακρινόταν από τη χρήση συμπληρωματικών χρωμάτων και απλοποίηση της φόρμας και του χρώματος, κάτι που οι ιμπρεσιονιστές απέφευγαν.

Δύο χρόνια αργότερα, το 1988, έφυγε από το Παρίσι και εγκαταστάθηκε στην γαλλική πόλη Άρλ, όπου έκανε λιτή ζωή και ζωγράφιζε συνεχώς. Υπάρχουν αναφορές πως εκεί εμπνεύστηκε από το τοπίο καθώς και την αγροτική ζωή των κατοίκων, θέματα τα οποία προσπαθούσε να αποδώσει και στα έργα του. Εκείνη την περίοδο επινόησε και μία ιδιαίτερη τεχνική των στροβιλισμάτων με το πινέλο, ενώ στους πίνακές του κυριαρχούν έντονα χρώματα, όπως το κίτρινο, το πράσινο και το μπλε, με χαρακτηριστικά δείγματα τα έργα «Έναστρη νύχτα» και μια σειρά πινάκων που απεικονίζουν ηλιοτρόπια. Το έργο «Κόκκινο αμπέλι» εκείνης της περιόδου, ήταν το μοναδικό έργο που κατάφερε να πουλήσει ο Βαν Γκογκ εν ζωή.


Στην Άρλ, για ένα μικρό διάστημα, συγκατοίκησε με τον ζωγράφο Πωλ Γκωγκέν. Η συγκατοίκηση αυτή κάθε άλλο παρά ήρεμη ήταν, καθώς οι δύο ζωγράφοι βρέθηκαν να έχουν έντονες διαφωνίες και να κατέληξαν σε ένα βίαιο επεισόδιο, στο οποίο ο Βαν Γκογκ απείλησε τον Γκωγκέν με ένα ξυράφι. Οι λόγοι για τους οποίους «μονομάχησαν» οι δύο ζωγράφοι είναι μια γυναίκα ονόματι Ραχήλ, η οποία ήταν πόρνη, και για την αληθινή φύση της ζωγραφικής – δηλαδή για το ποιος είναι ο σωστός τρόπος να ζωγραφίζει κανείς (ο Βαν Γκογκ υποστήριζε πως πρέπει να ζωγραφίζεις από τη ζωή, ενώ ο Γκωγκέν από τη φαντασία).

Ο Γάλλος ζωγράφος απειλούσε να φύγει για πάντα από την Άρλ, καταστρέφοντας το όνειρο του Βαν Γκογκ να ιδρύσει μια ουτοπική αποικία καλλιτεχνών στην περιοχή. Αυτό που είναι γνωστό για το συγκεκριμένο γεγονός, είναι το ότι ο Βαν Γκογκ (λόγω και της ασταθούς ψυχικής του υγείας), μετά τον έντονο τσακωμό του με τον Γκωγκέν, έκοψε το αριστερό αυτί του, κάτι το οποίο, σύμφωνα με ισχυρισμούς, έπραξε έτσι αναζητώντας ένα είδος κάθαρσης από τις τύψεις του.

Το 1889, τα ψυχολογικά του προβλήματα εξελίχθηκαν, κατά πάσα πιθανότητα, σε παράνοια και μανιοκατάθλιψη. Παρέπαιε ανάμεσα στην τρέλα και την ιδιοφυία. Οι παραισθήσεις δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους, με αποτέλεσμα να εισαχθεί στο ψυχιατρικό κέντρο του μοναστηρίου του Αγίου Παύλου στο Σεν Ρεμί, όπου παρέμεινε έναν χρόνο. Εκεί συνέχισε να ζωγραφίζει, κυρίως τοπία, κατά τη διάρκεια περιπάτων που έκανε με τη συνοδεία φύλακα, καθώς και αντίγραφα έργων άλλων ζωγράφων. Χρησιμοποιούσε έντονα χρώματα και άφηνε την προσωπική του σφραγίδα, εκφράζοντας τα συναισθήματα που τον κατέκλυζαν εκείνη την περίοδο της ζωής του.


Τον Μάιο του 1890, εγκατέλειψε την ψυχιατρική κλινική και έζησε για ένα διάστημα σε μία περιοχή κοντά στο Παρίσι, όπου παρακολουθούταν από τον γιατρό Πωλ Γκασέ, τον οποίο είχε συστήσει στον Βαν Γκογκ ο ζωγράφος Καμίλ Πισαρό. Σ’ εκείνο το διάστημα, το μόνο έργο του αποτελούσε την προσωπογραφία του Γκασέ. Ο Βαν Γκογκ είχε αρχίσει να νιώθει εγκαταλελειμμένος καθώς εμφάνισε συμπτώματα έντονης κατάθλιψης. Τελικά, στις 27 Ιουλίου, λέγεται ότι, κατά τη διάρκεια περιπάτου του στους αγρούς, αυτοπυροβολήθηκε στο στήθος και δύο μέρες αργότερα, στις 29 Ιουλίου του 1890, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 37 χρονών.

Μετά τον θάνατό του, η φήμη του εξαπλώθηκε ραγδαία, με αποκορύφωμα μεγάλες εκθέσεις έργων που πραγματοποιήθηκαν στο Παρίσι (1901), το Άμστερνταμ (1905), την Κολωνία (1912), τη Νέα Υόρκη (1913) και το Βερολίνο (1914). Συνολικά δημιούργησε σε διάστημα περίπου δέκα ετών περισσότερα από 800 πίνακες και 1000 μικρότερα σχέδια.

Έναστρη νύχτα

Από τη στιγμή της άφιξής του στην Άρλ τον Φεβρουάριο του 1988, ο Βαν Γκογκ παρουσίαζε μια ιδιαίτερη γοητεία στα νυχτερινά τοπία και τους ουρανούς γεμάτους αστέρια. Πίστευε πως οι νύχτες είναι περισσότερο γεμάτες με χρώμα από ότι οι μέρες, κι αυτό ακριβώς ήθελε να ενσωματώσει στα έργα του. Έτσι, τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, δημιούργησε τρία έργα τα οποία απεικόνιζαν αυτό που ήθελε: τη νύχτα σε συνδυασμό με το φως των αστεριών. Το πρώτο λεγόταν «Έναστρη Νύχτα πάνω από τον Ροδανό» (Starry Night over the Rhone), το δεύτερο «Το Καφενείο Terace τη νύχτα» (Cafe Terrace At Night) και το τρίτο «Το πορτραίτο του Ευγένιου Μποχ» (Portrait of Eugene Boch).


Αφότου τα ψυχολογικά προβλήματα άρχισαν να του προξενούν παραισθήσεις, τον Ιούνιο του 1889, ο Βαν Γκογκ, όντας ακόμα στο ψυχιατρικό κέντρο στο Σεν Ρεμί ζωγράφισε την «Έναστρη Νύχτα», ένα έργο το οποίο, μετά τον θάνατό του, θα γινόταν από τους πιο γνωστούς πίνακες στον σύγχρονο πολιτισμό (σημειωτέον πως ο πίνακας αυτός, ενέπνευσε τον δημιουργό της αφίσας για την ταινία «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» (2011) του Γούντι Άλεν).

Tο χωριό βρίσκεται σε απόλυτη ηρεμία, κάτι που αντιπαραβάλλεται με το αίσθημα της περιδίνησης που αποπνέει η ενέργεια του νυχτερινού και ταραγμένου ουρανού, ενώ τα λαμπερά και φωτεινά αστέρια «εκρήγνυνται». Τα κυπαρίσσια (ένα δέντρο που συνδέεται παραδοσιακά με τα νεκροταφεία και το πένθος) που μοιάζουν με σκοτεινές φλόγες, αντιπροσωπεύουν τον σύνδεσμο ανάμεσα στον ουρανό και τη Γη, τη ζωή και το θάνατο.

Το τοπίο είναι γεμάτο κίνηση και ενέργεια. Στον ορίζοντα, ένα λαμπερό μονοπάτι φωτός δεν καταφέρνει να φωτίσει επαρκώς τα βουνά που βρίσκονται από κάτω του. Τα βουνά αποδίδονται με σκούρες γραμμές. Αυτά τα περιγράμματα μοιάζουν να τονίζουν πως τα βουνά δεν ανήκουν στη μεριά του φωτός, αλλά στη γήινη σφαίρα. Η ευφυής τεχνική με την οποία ο Βαν Γκογκ ζωγράφισε τον πίνακα και συνδύασε τα χρώματα, ενισχύει το αίσθημα του ρυθμού και της κίνησης. Ο Ολλανδός καλλιτέχνης προσπαθούσε να απεικονίσει στους πίνακές του το φως με τρόπο διαφορετικό από τους παλαιότερους ζωγράφους, συλλαμβάνοντας, κατά κάποιο τρόπο, την κίνησή του.

Ο Βαν Γκογκ ήταν βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος. Μετά από μία περίοδο που ήταν πνευματικά ασταθής, όταν ακολουθούσε φαρμακευτική αγωγή για τις κρίσεις του, τα συναισθήματά του ήταν τόσο έντονα που υπερέβαιναν το ορατό, με αποτέλεσμα να δημιουργεί φανταστικές προβολές με το μυαλό όπως είναι το πορτοκαλί φεγγάρι (μερικοί ισχυρίζονται πως αυτό ίσως να οφείλεται στην επιθυμία του να συνδυάσει το φεγγάρι με τον Ήλιο) αλλά κυρίως, το σπειροειδές νεφέλωμα που διακρίνεται στον πίνακα.


Στο έργο του αυτό, ο Βαν Γκογκ έχει απεικονίσει χαοτικές δίνες που ακολουθούν τη λεγόμενη «κλιμάκωση Κολμογκόροφ», όπως προκύπτει από μαθηματική ανάλυση της εικόνας, εξισώσεις που δίνουν την πιθανότητα δύο οποιαδήποτε σημεία του ρευστού να έχουν μια δεδομένη διαφορά ταχύτητας. Ο Ολλανδός ζωγράφος αναπαρήγαγε σε αρκετούς πίνακές του, επακριβώς, νόμους της φύσης.

Στην «Έναστρη Νύχτα», ανέμειξε το τοπίο του Σεν Ρεμί με τα ολλανδικά χωριά όπου έζησε στα νεανικά του χρόνια. Τα ψηλά καμπαναριά (σπάνιο στο μεσογειακό τοπίο – τα συναντάμε όμως συχνά στις πεδιάδες του Βορρά) είναι ένα στοιχείο που διακρίνεται στον πίνακα, και ενισχύει αρκετά την άποψη ότι ο Βαν Γκογκ νοσταλγούσε ολοένα και περισσότερο την πατρίδα του.

Ο Βαν Γκογκ έγραφε συχνά γράμματα στον αδερφό του, Τεό, εκφράζοντας όλες τους τις ιδέες και ελπίδες για τη ζωή του – γράμματα τα οποία μοιάζουν με ένα συνεχές ημερολόγιο. Σ’ ένα από αυτά τα γράμματα, ο Βινσέντ γράφει: «Αυτό το πρωί είδα την εξοχή από το παράθυρό μου πολύ πριν από την ανατολή, με τίποτε άλλο παρά μόνο με το αστέρι του πρωινού, το οποίο φαινόταν πολύ μεγάλο.» Αυτό το «αστέρι του πρωινού» ή η Αφροδίτη, μπορεί να είναι το μεγάλο άσπρο αστέρι ακριβώς αριστερά του κέντρου στον πίνακα.

Μια εκδοχή αποδίδει την παρουσία έντεκα αστεριών στον πίνακα, στο απόσπασμα από την Γένεση (Γεν. 37,9): «Είδες όμως και ένα άλλο όνειρον, το οποίον διηγήθη στον πατέρα και τους αδελφούς του, και είπεν ∙ “ιδού εις ένα άλλο όνειρον, που είδον, μου εφάνη ως εάν ο ήλιος και η σελήνη και ένδεκα αστέρες με προσκυνούσαν”».

Ο θάνατος δεν ήταν δυσοίωνος για τον Βαν Γκογκ. Σ’ ένα άλλο γράμμα που είχε στείλει στον αδερφό του, σχολιάζοντας την «Έναστρη Νύχτα», γράφει: «Το να κοιτάζω τα αστέρια με κάνει πάντα να ονειρεύομαι. Γιατί, αναρωτιέμαι, να μην είναι τα λαμπερά σημεία του ουρανού τόσο προσιτά όσο τα μαύρα σημεία στο χάρτη της Γαλλίας; Ακριβώς όπως παίρνουμε το τρένο για να φτάσουμε στη Tarascon ή την Rouen, έτσι να παίρνουμε τον θάνατο για να φτάσουμε σ’ ένα αστέρι;»


Μια… ιδιοφυής παράνοια

Τα πάντα μοιάζουν χαμένα στην απεραντοσύνη, στην κίνηση του σύμπαντος που τυλίγεται και ρέει. Ο Βαν Γκογκ είχε μια μοναδική ικανότητα να απεικονίζει αναταράξεις σε περιόδους παρατεταμένης ψυχωτικής αναστάτωσης. Οι πινελιές του μιλούσαν για την κατάσταση του μυαλού του, ήταν μια κραυγή αγωνίας στην αδιάκοπη πάλη του να απελευθερώσει τα βίαια, καταπιεσμένα πάθη και συναισθήματά του. Αναζητούσε την απλότητα και την ειλικρίνεια. Πίστευε στην ηθική σπουδαιότητα της τέχνης, η οποία δεν θα πρέπει να εξιδανικεύει την πραγματικότητα αλλά να ανακαλύπτει σε αυτήν, μια ιερότητα, ακόμα και από τα καθημερινά γεγονότα και αντικείμενα.

Αυτό που απασχολούσε τον Βαν Γκογκ δεν ήταν η σωστή αναπαράσταση της εικόνας. Χρησιμοποιούσε χρώματα και σχήματα για να εκφράσει τι αισθανόταν για τα πράγματα που ζωγράφιζε και τι ήθελε να αισθανθούν οι άλλοι. Δεν τον ενδιέφερε τόσο η «στερεοσκοπική πραγματικότητα», όπως την αποκαλούσε, δηλαδή η ακριβής φωτογραφική εικόνα της φύσης. Αναζητούσε με πάθος μια απλή τέχνη που δε θα τραβούσε μόνο τους πλούσιους φιλότεχνους, αλλά θα έδινε χαρά και παρηγοριά σε όλους τους ανθρώπους.

Όπως ο Γκωγκέν, έτσι κι ο Βαν Γκογκ πίστευε ότι η τέχνη είναι μια νέα θρησκεία, στην οποία έπρεπε να δοθεί ολόψυχα ο καλλιτέχνης. Και οι δύο εμπνέονταν από την ίδια επιθυμία να ανακτηθεί η ειλικρίνεια και η φυσικότητα των απλών ανθρώπων που δεν τους έχει διαφθείρει ακόμα ο πολιτισμός και η ζωή στις σύγχρονες πόλεις.

Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Κώστας Καρυωτάκης: Η ζωή και το έργο ενός «ιδανικού αυτόχειρα» | Τάσος Ζαννής

«Ήτο μεγάλος ποιητής ο νέος αυτός και ευγενής. Το λέγω και θα το ξαναπώ πολλάκις ― είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης»

Έτσι καταλήγει ο Ανδρέας Εμπειρίκος στο πεζό του ποίημα «Όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλέες» από την ποιητική συλλογή Οκτάνα (1964). «Μεγάλος ποιητής». Αυτή ήταν η ματιά του Εμπειρίκου για τον Κώστα Καρυωτάκη, ο οποίος αυτοκτονεί σαν σήμερα, 21 Ιουλίου 1928.


Ποιητής και πεζογράφος, από τους σημαντικότερους της γενιάς του, κριτικά σκεπτόμενος, αθεράπευτα ρομαντικός. Ο Κώστας Καρυωτάκης γεύτηκε μια πολυτάραχη ζωή, την αναζήτησε, την αγάπησε και στο τέλος τη σκότωσε.

Ταξίδια, έρωτες, πάθη και μια αρρώστια που τον εξαντλούσε και τον έκανε να νιώθει ολοένα πιο μακριά από τη ζωή. Δέσμιος των ίδιων του των ποιημάτων, κάπου ανάμεσα στο εφήμερο της ανθρώπινης φύσης και την υποκρισία στις κοινωνικές σχέσεις, σημάδεψε την καρδιά του με ένα πιστόλι και αυτοκτόνησε σε ηλικία μόλις 32 ετών.

Ο Κώστας Καρυωτάκης ήρθε αντιμέτωπος με το αίσθημα της ιερής απόγνωσης και, σεμνά και αθόρυβα, παραδόθηκε στο αδιέξοδο που τον έπνιγε. Άφησε πίσω του έναν μεγάλο έρωτα που δεν «καρποφόρησε» ποτέ, ένα σημείωμα αυτοκτονίας γεμάτο μυστήριο και απορίες, και «πλημμύρισε» τη νεοελληνική ποίηση με πλούσια στοιχεία του μοντερνισμού.

Οι μετακινήσεις, ο πρώτος έρωτας και η αρχή της δημοσιοϋπαλληλικής ζωής

Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη (πατρίδα της μητέρας του, Αικατερίνης Σκάγιαννη) στις 30 Οκτωβρίου 1896. Δευτερότοκο παιδί μιας σχετικά εύπορης οικογένειας, με αρχές και παραδόσεις. Ο πατέρας του, Γεώργιος Καρυωτάκης εργαζόταν ως νομομηχανικός στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων. Από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, ο Κώστας και τα αδέρφια του (Νίτσα και Θάνος) είχαν συνηθίσει στις πολλές μετακινήσεις σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Έτσι, έζησε κατά καιρούς στη Λευκάδα, την Κεφαλονιά, την Καλαμάτα, την Πάτρα, την Αθήνα, και στα Χανιά.
Δεν είχε πολλές παρέες στα Χανιά. Έμοιαζε φοβισμένος και τρομοκρατημένος. Μάθαινε γαλλικά και γερμανικά και από μικρός ζωγράφιζε και έγραφε πατριωτικούς και αισθηματικούς στίχους που έστελνε σε παιδικά και λαϊκά περιοδικά. Το 1913, σε ηλικία 17 ετών, τελείωσε το γυμνάσιο με «λίαν καλώς» και ερωτεύτηκε τη γειτονοπούλα του στα Χανιά, Άννα Σκορδύλη. Εκείνη ήταν από εύπορη μικροαστική οικογένεια, λίγο μεγαλύτερή του. Ο έρωτάς τους, όμως, δεν κράτησε πολύ γιατί ο Καρυωτάκης εκείνη την περίοδο έφευγε για να σπουδάσει νομικά στην Αθήνα. Παρότι η ερωτική σχέση τους δεν υπήρξε σφοδρή, ο τρόπος που αυτή διεκόπη, ήταν ουσιαστικά η πρώτη φορά που ο Καρυωτάκης βίωσε την ερωτική απογοήτευση, επιτείνοντας έτσι το βασανιστικό συναίσθημα της μειονεκτικότητάς του.

Εγγράφηκε στη Νομική Σχολή, από όπου αποφοίτησε τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1917, παίρνοντας την άδεια του Δικηγόρου το 1919. Τα φοιτητικά του χρόνια τα πέρασε στην Αθήνα. Οικότροφος την πρώτη χρονιά στην Ιόνιο Σχολή και στη συνέχεια σε νοικιασμένο δωμάτιο ή στο σπίτι ενός θείου του. Απέκτησε μια στενή φιλία με τον Χαρίλαο Σακελλαριάδη και μαζί κατετάγησαν το 1916 στη Φοιτητική Φάλαγγα (από όπου όμως ο Καρυωτάκης έφυγε, δηλώνοντας ότι ήθελε να πολεμήσει και όχι να μείνει κλεισμένος στον στρατώνα).

Με την αποφοίτησή του, το 1918 κατετάγη στον στρατό (όντας ανυπότακτος), ζητώντας και παίρνοντας αναρρωτική άδεια. Κατόπιν, εγγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή προσπαθώντας να απαλλαγεί από τη στράτευση, παίρνοντας έτσι μια πρώτη αναβολή. Μετά από μια σειρά αναρρωτικών, το καλοκαίρι του 1921 πέτυχε την οριστική απαλλαγή για λόγους υγείας.
Στο μεταξύ, όντας πότε φαντάρος και πότε πολίτης, δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή το 1919 («Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων»), πήρε μέρος στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό, όπου βραβεύτηκε με το δεύτερο βραβείο (1920) για τη συλλογή «Τραγούδια της Πατρίδας», ενώ εξέδωσε το εβδομαδιαίο σατιρικό περιοδικό «Γάμπα» μαζί με τον Άγη Λεβέντη, το οποίο όμως κατασχέθηκε μετά από έξι τεύχη.

Το 1919, τη χρονιά που η κυβέρνηση Βενιζέλου πήρε συμμαχική εντολή να καταλάβει τη Σμύρνη, ο Καρυωτάκης διορίστηκε ως υπουργικός γραμματέας α’ στη Θεσσαλονίκη. Πέρασε εννιά χρόνια κάνοντας αυτή τη ζωή. Μέχρι το 1928 ταξίδεψε στη Σύρο, την Άρτα, την Αθήνα, την Πάτρα και τέλος την Πρέβεζα. Πρώτα στο Υπουργείο Εσωτερικών στη Νομαρχία Αττικής και από το 1923 κι έπειτα, στο Υπουργείο Πρόνοιας.

Ο έρωτας με την Μαρία Πολυδούρη, η σύφιλη και η μετάθεση στην Πρέβεζα

Το 1921 εκδόθηκε η δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Νηπενθή» και έναν χρόνο αργότερα, το 1922, κατά την εργασία του στη Νομαρχία, γνώρισε την επίσης ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Μια γνωριμία που θα σημάδευε τις ζωές και των δύο.

Φεμινίστρια, ατίθαση, έκανε παρέα με άντρες, έπινε, κάπνιζε και δεν δίσταζε να προκαλεί την όποια προκατάληψη συναντούσε. Η νεαρή ποιήτρια γοητεύτηκε από τον μελαγχολικό νέο και υπήρξε η γενεσιουργός αιτία για τα ποιήματά της. Το έργο της προσανατολίστηκε, όμως, κυρίως στον ανικανοποίητο έρωτα. Ερωτεύτηκαν παράφορα αλλά ο έρωτάς τους ήταν ατελέσφορος και «καταραμένος». Ο Καρυωτάκης έμαθε ότι νοσεί από σύφιλη – αρρώστια τότε ανίατη, η οποία αποτελούσε και κοινωνικό στίγμα – και ζήτησε από την Πολυδούρη να χωρίσουν. Εκείνη φέρεται να τον ζήτησε σε γάμο, αλλά ο Καρυωτάκης αρνήθηκε, πληγώνοντας έτσι τα ευγενή της συναισθήματα.

Σε επιστολή που της έστειλε τον Ιούνιο του 1922 της έγραψε:
«Χρυσή μου, γιατί με ρωτάς αν πονώ στη σκέψη ότι μ’ αγαπάς έτσι; Πονώ επειδή σ’ αγαπώ περσότερο από όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ν’ αγαπήσω. Τι έχω κάμει λοιπόν για να μη με πιστεύεις ακόμη;» και υπέγραφε: «Με χίλια φιλιά, Κ.».


Ένας έρωτας δραπέτης. Μαρία Πολυδούρη και Κώστας Καρυωτάκης.
Πηγή φωτογραφίας: andro.gr

Όμως, τους χώριζε η άβυσσος της αρρώστιας. Η Πολυδούρη απολύθηκε το 1924 από τη Νομαρχία, χώρισε με τον Καρυωτάκη και αρραβωνιάστηκε με τον δικηγόρο Γεωργίου. Ο χωρισμός την ρήμαξε ψυχολογικά και ο αρραβώνας δεν κράτησε πολύ, καθώς το μετάνιωσε γρήγορα και έφυγε για το Παρίσι όπου το 1926 προσβλήθηκε από φυματίωση και νοσηλεύθηκε στην Ελλάδα, στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Το 1928 την επισκέφτηκε ο Καρυωτάκης και κατέρρευσε όταν την είδε χλωμή και άρρωστη.

Τον Φεβρουάριο του 1924, ο Καρυωτάκης συμμετείχε στη συλλογική σύνταξη του περιοδικού «Εμείς» και τον Αύγουστο της ίδια χρονιάς, ταξίδεψε σε Ιταλία, Γερμανία και Γαλλία. Μια κίνηση που έμοιαζε «λυτρωτική» για να ξεφύγει από το βαρύ ψυχολογικό φορτίο που είχε δημιουργηθεί μέσα του και τον συνόδευε σε κάθε βήμα στη ζωή του. Τον Δεκέμβριο του 1926 συνεργάστηκε με την «Κυριακή» του «Ελεύθερου Βήματος» και δύο ποιήματά του συμπεριλαμβάνονται στην ανθολογία του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου και του Π. Χάρη «Διάλογοι και ποιήματα για παιδιά».
Τον Δεκέμβριο του 1927 συνεργάστηκε με τη «Νέα Εστία», ενώ παράλληλα εξέδωσε την τρίτη και τελευταία ποιητική του συλλογή, «Ελεγεία και Σάτιρες». Τον Ιανουάριο του 1928 εκλέχτηκε Γενικός Γραμματέας της Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών, όπου μετείχε ενεργά για έναν μήνα, για να αναλάβει τον Φεβρουάριο υπηρεσία στην Πάτρα. Εκεί υπέστη διώξεις από τους ανωτέρους του, με αποτέλεσμα να λάβει δυσμενή μετάθεση για την Πρέβεζα στις 18 Ιουνίου 1928, στο Γραφείο Εποικισμού και Αποκαταστάσεως Προσφύγων. Το μέρος που έμελλε να ήταν και ο τελευταίος σταθμός της ζωής του.

Αηδιασμένος από τον μικροαστισμό και τη ζωή του δημοσίου υπαλλήλου, οδηγήθηκε, μοιραία, σε απόγνωση. Η αλληλογραφία του με συγγενείς του εκείνη την περίοδο, αναδείκνυε την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του στο ποίημα «Πρέβεζα»:

«…Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«υπάρχω;» λες, κ’ ύστερα «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία…»

Μαζί με αυτό το ποίημα, έγραψε το «Η ζωή του» καθώς και έξι ακόμα πεζογραφήματα. Ο πόνος του είχε γίνει τρόπος ζωής. Όσοι ήταν κοντά του, παρατηρούσαν τη μελαγχολία του και τον δύσκολο καθημερινό αγώνα που έδινε για να ανταπεξέλθει στην ανιαρή καθημερινότητά του. Η αρρώστια τον είχε εξαντλήσει. Συχνά μιλούσε για την ποιήτρια με τα μεγάλα θλιμμένα μάτια και την ψηλή κορμοστασιά. Έγραφαν επιστολές ο ένας στον άλλον για τον ανεκπλήρωτο έρωτά τους. Ένα από τα γράμματα που του είχε στείλει η Πολυδούρη, είναι το «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες (1928), και αποτελεί ως σήμερα ένα από τα πιο συγκινητικά ερωτικά ποίηματα.

«… Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κι έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες…»
(«Οι τρίλιες που σβήνουν»)

Οι τελευταίες στιγμές και η αυτοκτονία του Καρυωτάκη

Στις 20 Ιουλίου, ο Καρυωτάκης πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει, προσπαθώντας μάταια να πνιγεί. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο γιος του οπλοπώλη Ιωάννη Αναγνωστόπουλου στο ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού στην ΕΡΤ «Εκπομπές που αγάπησα-Κώστας Καρυωτάκης», ο Καρυωτάκης είχε αγοράσει ένα πιστόλι, το οποίο επέστρεψε μετά από λίγες ώρες διαμαρτυρόμενος ότι είχε βλάβη, ενώ ο ίδιος είχε ξεχάσει να βγάλει την ασφάλεια. Αυτό εξηγήθηκε ως πρόθεσή του να αυτοκτονήσει αυθημερόν.

Την επόμενη μέρα, το μεσημέρι της 21ης Ιουλίου 1928, ο Καρυωτάκης έφυγε από το σπίτι και πήγε στο τότε παραλιακό καφενείο «Ο Ουράνιος Κήπος» στη Βρυσούλα, όπου ήπιε μια βυσσινάδα και ζήτησε από τον καφεπώλη μια κόλλα χαρτί και να καπνίσει ένα τσιγάρο Εκεινος έμεινε έκπληκτος όταν είδε τον Καρυωτάκη να του δίνει 75 δραχμές, ενώ η τιμή του αναψυκτικού κόστιζε 5 δραχμές. Στο χαρτί έγραψε αυτές που θα ήταν οι τελευταίες του σημειώσεις. Στο τέλος έγραψε μεταξύ άλλων:
«Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το σώμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια»

Ο Καρυωτάκης έφυγε από το καφενείο και ο καφεπώλης ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που τον είδε πριν αυτοκτονήσει δύο ώρες αργότερα. Άρχισε να βαδίζει αργά προς το τέλος της ζωής του. Περπάτησε μια απόσταση περίπου 400 μέτρων στο Βαθύ της Μαργαρώνας, ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο, έστριψε το πιστόλι στην καρδιά του και αυτοκτόνησε. Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε το σημείωμα που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του.

«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία, όμως, πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική»

Αυτή είναι η έναρξη του τελευταίου σημειώματος του Καρυωτάκη. Η σκιαγράφηση του χαρακτήρα του, αποκαλύπτει ότι ήταν άνθρωπος ξεχωριστής ιδιοσυγκρασίας, όχι όμως δύστροπος, ενώ παρατηρείται και η θέλησή του να αποβάλλει από πάνω του ό,τι σχετίζεται με το επάγγελμά του.
«Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι».

Ο Καρυωτάκης ζούσε έντονα την πικρία από το προσφυγικό δράμα και ήταν τσακισμένος ψυχολογικά από την παρακμή της εποχής.

«Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές, είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας Κ.Γ.Κ».
Ο μελαγχολικός ποιητής δεν μπορούσε να δεχτεί ότι τέλος του θα ήταν τόσο απογοητευτικό για την οικογένειά του. Το στίγμα που άφηνε η σύφιλη στο σώμα, συνοδευόταν και από ένα κοινωνικό στίγμα. Επέλεξε την αυτοχειρία για να γλυτώσει τους δικούς του ανθρώπους από την κοινωνική κατακραυγή.

«[Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το σώμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου»
Έφυγε από το καφενείο αποφασισμένος για να δώσει το τέλος που είχε επιλέξει ο ίδιος. Κάτω από έναν ευκάλυπτο, φορώντας το κοστούμι του και το ψάθινο καπέλο του, βρήκε τη γαλήνη και τη λύτρωση που πάσχιζε να βρει η καρδιά του μέσα από την ποίηση. Πάντως, προξενεί εντύπωση ότι, ακόμα και τις τελευταίες του ώρες, δεν χάνει το χιούμορ και τον σαρκασμό του.


Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός, στο Βαθύ Πρέβεζας (1928).
Πηγή φωτογραφίας: Βικιπαίδεια

Όταν η Πολυδούρη έμαθε πως ο αγαπημένος της αυτοκτόνησε, κλονίσθηκε και η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε. Ο χρόνος και για εκείνη μετρούσε αντίστροφα. Περίπου δύο χρόνια αργότερα, στις 29 Απριλίου του 1930, έφυγε από τη ζωή.

Χαρακτηριστικά της Ποίησης του Καρυωτάκη

Ο Κώστας Καρυωτάκης ανήκε σε μια γενιά που ζούσε τις πολιτικές ανακατατάξεις των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, τις αλλεπάλληλες πολεμικές συρράξεις και το διαβρωτικό κλίμα της εποχής. Η γενιά του ’20 χαρακτηρίζεται από παραίτηση και αίσθηση του ανικανοποίητου και της διάλυσης. Η τραυματική ταύτιση ζωής και τέχνης δημιούργησε ένα ψυχικά αποκαρδιωτικό κλίμα. Οι ποιητές του ’20 προσπαθούσαν να καταφύγουν στον σαρκασμό, όμως η λύτρωση κατέληξε σε αδιέξοδο.

Ο Καρυωτάκης αδυνατούσε να προσαρμοστεί στις επιταγές της πραγματικότητας. Η ποίησή του είναι σοβαρή, χωρίς συναισθηματισμούς. Κυριαρχείται από τη ματαιότητα και τον πεσιμισμό. Ο συχνότερος τόνος των ποιημάτων του ήταν ο τραγικός. Ακόμη κι όταν ήθελε να φανεί ήρεμος, δύσκολα έκρυβε τη βαθιά του πικρία και την οξύτατη μελαγχολία του. Κάτω από τη φαινομενική ηρεμία, αισθάνεται κανείς τον μουγκό πόνο και τον πνιγμένο λυγμό του. Ο πικρός αυτοσαρκασμός που αναδίδει η ποίησή του μετουσιώθηκε σε εξόδιο ακολουθία, χωρίς κάθαρση. Οι διαρκείς μεταθέσεις και το στίγμα της ασθένειάς του τον αποδυνάμωναν καθημερινά. Η απαισιοδοξία και η παραίτησή του, τον εξώθησαν στην αυτοχειρία.

Για τον Καρυωτάκη, το περιεχόμενο της ποίησής του ήταν τελεσίδικα δοσμένο. Πραγματευόταν την απόστασή του από τον κόσμο. Το μόνο που τον βασάνιζε ήταν πώς θα την εκφράσει. Κρατούσε μια αντιηρωική στάση και έγραφε ποιήματα για το άδοξο, το ασήμαντο, ακόμα και το γελοίο, ως διαμαρτυρία, που άγγιζε τα όρια του σαρκασμού. Αυτός ήταν ο τρόπος για έναν επαναστατημένο νέο να δηλώσει την οργή του.

Βίωσε μια Ελλάδα χαμηλού επιπέδου ζωής, με τον ίδιο να δουλεύει ως δημόσιο υπάλληλο, κάτι που τον τσάκιζε. Σε αρκετές περιπτώσεις αποξενώθηκε, όχι όμως επειδή μίσησε τους ανθρώπους αλλά επειδή μίσησε την εποχή του. Ήθελε να αποτραβηχτεί από τη κοινωνία του, και αυτή συχνά του θύμιζε πως ζει μέσα της. Έπρεπε πρώτα να έρθει σε ρήξη με τον ίδιο του τον εαυτό. Η πικρή και καυστική του ειρωνεία κατέληγε σε μια απεγνωσμένη κραυγή. Η απαισιοδοξία ήταν πάντα το κύριο χαρακτηριστικό. Οδηγούταν συνεχώς προς το μηδέν, προς το απόλυτο άγνωστο. Δεν είχε κάποιο ιδανικό, δεν δραπέτευε στα φώτα της πόλης, ούτε έψαχνε καταφύγιο σε «τεχνητούς παραδείσους». Είχε μια ταραγμένη και διάτρητη ψυχολογία και επεδίωκε συνεχώς μια ποίηση ριζωμένη στην υπαρξιακή συγκίνηση.

Η ποίηση του ήταν σκοτεινή και «καταραμένη» όπως και των ποιητών που αγάπησε, μεταξύ άλλων τους Πολ Βερλαίν, Φρανσουά Βιγιόν, Σαρλ Μπωντλαίρ, Έντγκαρ Άλλαν Πόε και Χάινριχ Χίμλερ. Μάλιστα, είχε γράψει το ποίημα «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων» το 1921, υπό την επίδραση μιας συναισθηματικής κατάστασης στην οποία ο Καρυωτάκης έμοιαζε αλληλέγγυος με όλους τους περιφρονημένους κι άδοξους ποιητές των αιώνων.

 «… Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τους είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
στους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή,
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι…»
«Φθονούσε» την αθανασία τους, πίστευε πως «μάταια στιχουργούσε» όμως ο Κώστας Καρυωτάκης άλλαξε μια για πάντα την Ελληνική ποίηση.

Γραμματολογικά εντάσσεται στους νέο-συμβολιστές. Χρησιμοποιούσε στοιχεία του υπερβατικού συμβολισμού, όπως αφηρημένες εικόνες, για να δημιουργήσει μια ιδεατή πραγματικότητα. Βρισκόταν σε διαρκή δυσαρμονία με την περιβάλλουσα κατάσταση και καταβαλλόταν από ολέθρια πάθη. Η κυρίαρχη θεματική των έργων του αναφέρεται στη διάσταση ανάμεσα στις επιθυμίες και τα ιδανικά. Εκεί εντοπίζονται κοινά στοιχεία με τη θεματική των Γάλλων συμβολιστών και των «καταραμένων» ποιητών. Ένα από τα θεματικά μοτίβα που χρησιμοποιούσε ο Καρυωτάκης ήταν οι αντιθέσεις μεταξύ:

1. ευτυχισμένου παρελθόντος και δυστυχισμένου παρόντος,
2. νοσταλγία ιδανικού παρελθόντος και σκληρής σημερινής πραγματικότητας και
3. ονείρων-επιδιώξεων και ανικανοποίητων-ανεκπλήρωτων συναισθημάτων.

Μέσω αυτών των αντιθετικών ζευγαριών, ήθελε να δηλώσει πως η σύγχρονη ζωή είναι ρηχή, άρα απατηλή και νόθα, ενώ η ζωή του παρελθόντος ήταν ουσιώδη. Η διάσταση μεταξύ των επιθυμιών και των ψυχικών διαθέσεων, μαζί με τη συνειδητοποίηση της τραγικότητας του κόσμου, καταδεικνύει την αδυναμία της ποίησης να αποτρέψει τη συγκρουσιακή και αδιέξοδη σχέση με την πραγματικότητα. Η στάση της υπαρξιακής αγωνίας που κρατούσε, έρχονταν σε άμεση συνάρτηση με το πρόβλημα της περιθωριοποιημένης θέσης του στην κοινωνία. Μια στάση που τον ανάγκασε να οδηγηθεί στα όρια της σιγής και να αφήσει οριστικά τον ποιητικό του λόγο.


Εφημερίδα "ΕΜΠΡΟΣ" της 27ης Ιουλίου 1928
Πηγή φωτογραφίας: ogdoo.gr

Δημιούργησε το δικό του λογοτεχνικό ρεύμα, τον καρυωτακισμό. Έτσι ονομάστηκε η στάση και η επίδραση που άσκησε ο ποιητής στους συγχρόνους του, οι οποίοι μιμήθηκαν τη μελαγχολία, το υπαρξιακό αδιέξοδο, τον σκεπτικισμό και το αίσθημα της παρακμής του Καρυωτάκη. Σε λογοτεχνικό επίπεδο, ο καρυωτακισμός αφορά την προβληματική σχέση του ποιητή με τον κοινωνικό του περίγυρο και την προσπάθειά του για κοινωνική διαμαρτυρία. Μαζί με τον Κωνσταντίνο Καβάφη, επηρέασαν την ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη, της γενιάς του ’30 (Γιώργος Σεφέρης, Γιάννης Ρίτσος) και των μεταπολεμικών (Μανώλης Αναγνωστάκης, Τίτος Πατρίκιος)

Πρέβεζα: Το τελευταίο μέρος που έζησε ο Καρυωτάκης

Η Πρέβεζα του Μεσοπολέμου, προσδιορίζεται ως αστική μονάδα και θαλάσσιος εμπορικός κόμβος από τις ιδιαίτερες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής, οι οποίες αποτελούσαν ταυτόχρονα και την έκφραση της καινούριας φυσιογνωμίας της Ελλάδας σε πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο.

Ο Καρυωτάκης προσπάθησε να φέρει στην επιφάνεια τη διαφθορά από τα προγράμματα μέριμνας για τους πρόσφυγες. Αυτό το γεγονός είχε προκαλέσει την οργή του Υπουργού Πρόνοιας, Μ. Κύρκου, ο οποίος τον έστειλε σε δυσμενή απόσπαση στην Πρέβεζα, όπου έφτασε τον Ιούνιο του 1928.


Το σπίτι που έμεινε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα.
Πηγή φωτογραφίας: ogdoo.gr

Το σπίτι που νοίκιασε τις τελευταίες μέρες της ζωής του, βρίσκεται στην οδό Δαρδανελίων, στο λεγόμενο Σεϊτάν Παζάρ. Έξω από το σπίτι υπάρχει αναμνηστική πλάκα και κατοικούταν τη δεκαετίας του ’90 από την κυρία Λελόβα, κόρη της κυρίας Καλλιόπης Λυγκούρη, σπιτονοικοκυράς του Καρυωτάκη, η οποία δήλωσε στο ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού ότι «στο σπίτι δεν είχε καθόλου βιβλία, παρά μόνο δικά του χειρόγραφα».

Όντας απογοητευμένος απόλυτα από την πραγματικότητα που βίωνε και μη έχοντας την παραμικρή ελπίδα για κάποια, έστω πνευματική ανάταση, ζώντας μέσα σ’ ένα περιβάλλον θλιβερό και άχαρο από κάθε πλευρά, αηδιασμένος από τον περίγυρό του, έγραψε τους πικρόχολους στίχους για την «Πρέβεζα» (1928).

«Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια»

Από την αρχή του ποιήματος, παρατηρείται μια έντονη δυσθυμία. Ό,τι έβλεπε μπροστά του, τον αηδίαζε. Από τον ήχο των πουλιών μέχρι και τις γυναίκες. Πιθανώς στην Πρέβεζα να άρχισε να συναναστρέφεται με γυναίκες άλλου ήθους και να του δημιουργούν την εντύπωση ότι βλέπουν ακόμα και τον έρωτα σαν αγγαρεία.


Με την αδελφή του, μια φίλη του και τον ανιψιό του στην Πρέβεζα, καλοκαίρι 1927 [πηγή: Σαββίδης Γ.Π. - Χατζηδάκη Ν.Μ. - Μήτσου Μ., Χρονογραφία Κ.Γ. Καρυωτάκη (1896-1928). Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 1989

«Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους»

Βρέθηκε σε μια πόλη χωρίς να το θέλει και αισθανόταν να τον καταπιέζει κάθε πτυχή της πόλης. Η θάλασσα και ο ήλιος, που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν πηγές γαλήνης και ευτυχίας, για εκείνον ήταν ακόμα μια πηγή θλίψης και πόνου. Ο Καρυωτάκης ένιωθε εγκλωβισμένος στην απραξία της Πρέβεζας.

«Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει,
για να ζυγίσει, μια «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης,
Πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«υπάρχω;» λες, κι ύστερα: «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψώνει σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης»

Παρουσίαζε μια υποτιμητική εικόνα της Πρέβεζας, χρησιμοποιώντας έντονες ειρωνείες. Ο Καρυωτάκης είχε πλήρη γνώση της ασημαντότητάς του εκεί που βρισκόταν. Τον χαρακτήριζε μια έγκλειστη απομόνωση που τον έκανε να φθείρεται σε μια παθολογική ατολμία.

«Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία»

Ο Καρυωτάκης, αποδεχόμενος μέχρι το τέλος τις ευθύνες που απορρέουν από τη σύγκρουση του εαυτού του με την κοινωνία, χτίζει στην Πρέβεζα τα θεμέλια μιας άλλης ηθικής, ενός άλλου πολιτισμού. Τα ποιήματά του ήταν ο δικός του τρόπος να αντιταχθεί στην κοινωνία. Ήταν μια άμυνα και μια αντίσταση απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα που απεχθανόταν όλο και περισσότερο.


ποίηση: Κ. Καρυωτάκης (απόσπασμα από το ποίημα "Ύπνος") απαγγελία: Δ. Χορν

Αδυνατώντας, έτσι, να «σπάσει» την κοινωνική ασφυξία, ακολούθησε το μονοπάτι της μοναξιάς. Υπό μια οπτική, το ποίημα «Πρέβεζα» έπαψε να έχει «αυτοκτονικό» χαρακτήρα. Ήταν η αναπόφευκτη συνέχεια της ποιητικής του δημιουργίας. Ένας άνθρωπος που δεν «χωρούσε» σε ένα μέρος, μόνο στην ποίηση θα μπορούσε να βρει χώρο για να ζήσει. Κι όταν αυτό το έργο αρχίζει να αυτοκαταστρέφεται, τότε ο ποιητής αποφάσισε να σιωπήσει οριστικά.

Η δική του επανάσταση ήταν η ποίηση. Ως ποιητής, ο Καρυωτάκης ήταν μια ευγενική ψυχή. Πήρε τη λύρα του και μας έκρουσε λυπητερά τις χορδές της, κι έτσι κατόρθωσε αυτό που πρέπει, σε τελική φάση, να επιτελεί η ποίηση: να μας παρασέρνει ειρηνικά, να μας γλυκαίνει τον πόνο, να μετριάζει την πλήξη μας και να μας ανακουφίζει.

«Ὁ ἥλιος ψηλότερα θ᾿ ἀνέβει
σήμερα πού ῾ναι Κυριακή.
Φυσάει τὸ ἀγέρι καὶ σαλεύει
μιὰ θημωνιὰ στὸ λόφο ἐκεῖ.
Τὰ γιορτινὰ θὰ βάλουν, κι ὅλοι
θά ῾χουν ἀνάλαφρη καρδιά:
κοίτα στὸ δρόμο τὰ παιδιά,
κοίταξε τ᾿ ἄνθη στὸ περβόλι.
Τώρα καμπάνες ποὺ χτυπᾶνε
εἶναι ὁ θεὸς ἀληθινός.
Πέρα τὰ σύννεφα σκορπᾶνε
καὶ μεγαλώνει ὁ οὐρανός.
Ἄσε τὸν κόσμο στὴ χαρά του
κι ἔλα, ψυχή μου, νὰ σοῦ πῶ,
σὰν τραγουδάκι χαρωπό,
ἕνα τραγούδι τοῦ θανάτου»
(«Κυριακή»)

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019

Madrugada: Η απόλυτη λατρεία του ελληνικού κοινού | Tάσος Ζαννής

Madrugada: Η απόλυτη λατρεία του ελληνικού κοινού
Νύχτα. Σε ένα σκοτεινό μπαράκι. Ένα ποτό πάνω στη μπάρα να σου κρατάει συντροφιά. Με τα δάχτυλά σου να παίζεις το ποτήρι, να παρατηρείς τον πάγο να λιώνει αργά. Και από τα ηχεία να σου μιλάνε οι Madrugada.

Οι αγαπημένοι Madrugada από τη Νορβηγία, συμπληρώνουν φέτος 20 χρόνια από την κυκλοφορία του εμβληματικού πρώτου άλμπουμ τους, Industrial Silence. Αρχικά, η μπάντα (που είναι ανενεργή από το 2008), είχε αποφασίσει να επανενωθεί για δύο επετειακές συναυλίες στη Νορβηγία. Όμως, ακολούθησε ένα πελώριο κύμα αγάπης από φαν της μπάντας, που συγκίνησε τους Νορβηγούς και ανακοίνωσαν αρκετές ακόμα εμφανίσεις σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης.

Και μια απ’ αυτές είναι και η Ελλάδα! Και πώς θα μπορούσε να λείπει, άλλωστε, από μια τέτοια περιοδεία με τόση αγάπη που έχει δεχτεί ο Sivert και η παρέα του…

Οι Madrugada, λοιπόν, έρχονται στην Ελλάδα για τρεις συναυλίες συνολικά – μία στη Θεσσαλονίκη και δύο στην Αθήνα (έγινε sold out στην πρώτη συναυλία στην Αθήνα κι έτσι προστέθηκε και δεύτερη).

Θεσσαλονίκη
Παρασκευή 5 Απριλίου
Helexpo Pavilion 5

Αθήνα
Κλειστό Παλαιού Φαλήρου – Tae Kwon Do Arena
Κυριακή 7 Απριλίου (SOLD OUT)
&
Δευτέρα 8 Απριλίου
ΠΡΟΣΒΑΣΗ στο Κλειστό Παλαιού Φαλήρου (Tae Kwon Do Arena), Μωραϊτίνη 2.
Η πρόσβαση είναι εύκολη, τόσο με τα Μέσα Μεταφοράς όσο και με αυτοκίνητο, ενώ υπάρχει πολύ μεγάλο parking.
Μετρό: Σταθμός "Συγγρού – Φιξ" και μετά λεωφορείο / γραμμές Β2 και 550 (Στάση "Φόρος")
ΗΣΑΠ: Σταθμός Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας και μετά είτε λεωφορείο / γραμμές 217, Α1, Β1 (Στάση "Φόρος") είτε τραμ / γραμμές "Αριστοτέλης 4" ή "Θουκυδίδης 3" (Στάση "Δέλτα Φαλήρου")
Τραμ: Γραμμή 3 (από ΣΕΦ ή Βούλα – Γλυφάδα) και Γραμμή 4 (από ΣΕΦ ή Σύνταγμα) / Στάση "Δέλτα Φαλήρου" Γραμμή 3 (από Σ.Ε.Φ. ή από Βούλα – Γλυφάδα), & Γραμμή 4 (από Σ.Ε.Φ. ή από Σύνταγμα) / Στάση "Δέλτα Φαλήρου"
Λεωφορείο: Γραμμές A1, B1, B2, 217, 550 (Στάση "Φόρος")

Τιμές εισιτηρίων

Αθήνα
ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ
Ορθίων (Standing)
Περιορισμένος αριθμός «Εarly Bird» εισιτηρίων: 32 ευρώ
Στη συνέχεια η τιμή θα διαμορφωθεί στα 35 ευρώ
Καθήμενοι (Seated): 43 ευρώ
ΤAMEIO
Ορθίων: 40 ευρώ
Καθήμενοι: 48 ευρώ

Θεσσαλονίκη
Προπώληση: 30 ευρώ
Ταμείο: 33 ευρώ

ΣΗΜΕΙΑ ΠΡΟΠΩΛΗΣΗΣ
Δίκτυο viva
Online: www.viva.gr
Τηλεφωνικά: στο 11876
Φυσικά σημεία: Στα καταστήματα Reload, Seven Spots, Καταστήματα Wind, Βιβλιοπωλεία Ευριπίδης, στον πολυχώρο Yoleni's (Σόλωνος 9), στο Viva Kiosk Συντάγματος (Πλ. Συντάγματος 4, καθημερινά 9:00-21:00) και στο Viva Spot Τεχνόπολης (μέσα στο χώρο της Τεχνόπολης, είσοδος από οδό Περσεφόνης)
Δίκτυο Public
Public on line: http://tickets.public.gr/
Kαταστήματα Public
https://www.public.gr/templates/publicStorelocator.jsp
Για Θεσσαλονίκη επιπλέον στα: Musicland, Μητροπόλεως 102 τηλ.:2310 264 880 και Rover Bar, Σαλαμίνος 6 Λαδάδικα τηλ.: 231 054 4304



Η ιστορία των Madrugada ξεκίνησε το 1993 στη μικρή πόλη Stokmarknes στο βόρειο τμήμα της Νορβηγίας. Αρχικά ονομάζονταν Abbeys Adoption και αποτελούνταν από τον Sivert Hoyem (vocals), Robert Buras (guitars) και Fred Jacobsen (bass). Σταθερό ντράμερ δεν είχαν ποτέ. Πάντα session, αλλά πάντα εξαιρετικούς.

Η μπάντα κατέληξε στο όνομα Madrugada με προτροπή του φίλου τους, ποιητή και συγγραφέα, Oystein Wingaard Wolf, και στα Ισπανικά περιγράφει τη χαραυγή: το βαθύ μπλε χρώμα που παίρνει ο ουρανός λίγο πριν ξημερώσει. Εκείνη την ώρα που η σκέψη δεν βοηθάει, βοηθούν τα τραγούδια τους.

Κυκλοφόρησαν το ‘Madrugada EP’ το 1998 σε ελάχιστα αντίτυπα και το ‘New Depression’ το 1999, το οποίο έφτασε στην κορυφή των charts και έπαιξε πολύ στο νορβηγικό ραδιόφωνο, ενώ την ίδια χρονιά πήραν το βραβείο του καλύτερου rock συγκροτήματος στη Νορβηγία.

Η πραγματική επιτυχία της μπάντας ξεκίνησε με το πρώτο τους άλμπουμ, ‘Industrial Silence, τον Αύγουστο του 1999. Το άλμπουμ είχε τεράστια απήχηση και πουλούσε όλο και περισσότερο.  Πέρα όμως από τη Νορβηγία και γενικά τη Σκανδιναβία, έγιναν μια ζωντανή έλξη σε όλη την Ευρώπη, κάνοντας περιοδεία στο Βερολίνο και το Παρίσι. Αυτό τους έκανε την ισχυρότερη μπάντα έξω από τα Νορβηγικά σύνορα για χρόνια,μπαίνοντας βίαια στην underground rock σκηνή και τη ζωή μας. Παίζοντας πάντα με έναν περίεργο ήχο με τη περίεργη φωνή του Hοyem,μια μουσική που δεν έχει ξανά ακουστεί και βέβαια δεν είναι τετριμμένη.

Το 2001 ήρθε το δεύτερο άλμπουμ, ‘The Nightly Disease’, με σκοτεινότερο ήχο και με επιρροές από Velvet Underground και Nick Cave, και έναν χρόνο αργότερα κυκλοφόρησαν το τρίτο άλμπουμ τους, Grit, με πιο σκληρό ροκ ύφος, διατηρώντας όμως τον ρομαντικό χαρακτήρα με αιθέρια κομμάτια όπως το υπέροχο ‘Majesty’. Εκείνη τη χρονιά αποχώρησε ο ντράμερ Jon Lauvland Peterson και η μπάντα συνέχισε πια ως τρίο.

Το 2005 επανήλθαν με τέταρτο άλμπουμ, The Deep End, το οποίο ήταν και το πιο εμπορικό τους. Ήχοι ταξιδιάρικοι, μεθυστικοί και μυστηριώδεις με αριστουργήματα όπως ‘The Kids Are on High Street’, ‘Subterranean Sunlight’ και ‘Sail Away’. Αγαπήθηκε από το ελληνικό κοινό όσο κανένα από τα προηγούμενα άλμπουμ τους, παραμένοντας στην κορυφή του ελληνικού chart για τέσσερις συνεχόμενες βδομάδες. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησαν και τον πρώτο τους ζωντανά ηχογραφημένο δίσκο, Live at Tralfamadore’.

Με το ‘The Deep End’, οι Madrugada κέρδισαν στην πατρίδα τους το βραβείο Årets Spellemann (Artist of the year 2005), ενώ συνολικά στην καριέρα τους κατέκτησαν 5 βραβεία Spellenmann (τα αντίστοιχα Νορβηγικά Grammy) και 2 βραβεία Alarm.

Το 2007, κι ενώ η μπάντα ετοίμαζε τις ηχογραφήσεις για το πέμπτο άλμπουμ, ο Robert Buras βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του (λέγεται ότι είχε κάνει υπερβολική δόση ηρωίνης) με την κιθάρα του αγκαλιά, σε ηλικία μόλις 31 ετών. . Το τραγικό γεγονός επηρέασε βαθιά τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας και αποφάσισαν να κυκλοφορήσουν τον Ιανουάριο του 2008 τη τελευταία τους δουλειά, με τίτλο ‘Madrugada’ και να κάνουν μια τελευταία μεγάλη περιοδεία πριν διαλυθούν οριστικά.

Πρόκειται για ένα πολύ  μελαγχολικό άλμπουμ, ακριβώς όπως μελαγχολικός υπήρξε και ο τελευταίος χρόνος για τους ίδιους, γεμάτο λυρισμό και έμπνευση.

Το 2010 κυκλοφόρησε το ‘The Best Of Madrugada’, ένα double album με 27 τραγούδια από όλη την πορεία των Νορβηγών, μαζί με ένα νέο τραγούδι, ‘All This Wanting To Be Free’ με σαφείς αναφορές στον θάνατο του Robert, το οποίο ήταν και το τελευταίο που ηχογράφησαν.

Δέκα χρόνια μετά το ‘Madrugada’, και έχοντας ασχοληθεί ο καθένας με προσωπικά projects και δουλειές (με κορυφαία τη σόλο πορεία του Sivert), τον Ιούνιο του 2018, ανακοινώθηκε ότι η μπάντα επιστρέφει για μια σειρά από συναυλίες το 2019.



Οι Madrugada μελοποίησαν την ανθρώπινή μελαγχολία με τη βοήθεια του 60's rock, της ψυχεδέλειας των 80's, των blues, της country, της soul και του gospel. Ειδικά η μπάσα σπαραχτική φωνή του Sivert αγγίζει τις πιο ευαίσθητες χορδές της καρδιάς και είναι καταλυτική στο μεστό ατμοσφαιρικό τους υβρίδιο.

Η μουσική τους σε συγκινεί τόσο πολύ που φτάνει στα όρια της λύτρωσης, σε ταξιδεύει σε μεγαλοπρεπή μπαρόκ παλάτια που στέκουν εγκαταλελειμμένα, μελοποιεί τη σιωπή μεταξύ δύο αποξενωμένων εραστών και σε παροτρύνει να ξαπλώσεις στο πιο πολυσύχναστο πεζοδρόμιο της πόλης σε ώρα αιχμής και να παρατηρείς την αγχωμένη υπερκινητικότητα.

Με τη μουσική τους κατάφεραν να δημιουργήσουν μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα με ποιητική διάθεση, εστιάζοντας σ’ ένα βαθύ γοητευτικό σκοτάδι. Ένα σκοτάδι διάφανο που πνίγει τους δαίμονες του μυαλού σου και δεν τους αφήνει να αναδυθούν στην επιφάνεια. Ένα σκοτάδι καταπραϋντικό, με αποχρώσεις.

Αυτό το σκοτάδι με κέρδισε και μ’ έφερε κοντά τους.

Ακολουθεί το δικό μου Top 10 των Madrugada. Όλα ξεχωριστά, λυρικά και ποιητικά.
1.     
          Sirens (Industrial Silence, 1999)

[Πολλές φορές τις νύχτες, ιδιαίτερα τις ανατριχιαστικά αθόρυβες, ψυχρές νύχτες της πόλης, βγαίνω από το κορμί μου και βυθίζομαι σε μια άυλη θάλασσα φορώντας ένα βαρύ ονειρικό σκάφανδρο. Κατεβαίνοντας αντιλαμβάνομαι ότι ίπταμαι και περιπλανιέμαι πάνω από τις βαριές σκιές και τους σκοτεινούς όγκους των κτιρίων ενός ακατοίκητου, απόκοσμου πεδίου. Το πεδίο αυτό φαίνεται ότι δεν το αντέχω και νιώθω σαν να ακούω μια αχνή σειρήνα πυροσβεστικού οχήματος να πλησιάζει από την επιφάνεια της συνείδησης. Ο ήχος της σειρήνας βαθμιαία δυναμώνει, η σταματημένη μου αναπνοή κάνει την καρδιά μου να χτυπιέται στο κλουβί της και σταδιακά δηλητηριάζομαι. Η σειρήνα σταματάει. Παίρνω ανάσα και ανοίγω τα μάτια. Ξυπνάω για να σε βρω δίπλα μου. Ευτυχώς είσαι εκεί]

2.       Strange Color Blue (Industrial Silence, 1999)
3.       Majesty (Grit, 2002)
4.       Honey Bee (Madrugada, 2008)
5.       What’s On Your Mind? (Madrugada, 2008)
6.       This Old House (Industrial Silence, 1999)
7.       Only When You’re Gone (The Nightly Disease, 2001)
8.       Look Away Lucifer (Madrugada, 2008)
9.       Tonight I Have No Words For You (Industrial Silence, 1999)
10.   Hands Up – I Love You (The Nightly Disease, 2001)
https://www.youtube.com/watch?v=u2Tb6YnEK-Q

Κυριακή 19 Αυγούστου 2018

Δισκοκριτική: Our Eyes Should Meet- Moonshine Effect | Τάσος Ζαννής


Moonshine Effect - Our Eyes Should Meet


Δεν ξέρω για ποιο λόγο αλλά όταν μου έστελνε η Κάλλια «σου έχω κάτι πολύ ενδιαφέρον», ήξερα ότι θα ακούσω κάτι που το είχα ανάγκη, είχα ένα προαίσθημα δηλαδή ότι θα με ηρεμούσε, θα απέβαλε κάπως την συσσωρευμένη υπερένταση αυτών των ημερών. Όπερ και εγένετο.
Τα τελευταία χρόνια ψάχνομαι αρκετά στις νέες κυκλοφορίες, προσπαθώ να γνωρίσω όσο το δυνατόν περισσότερους καλλιτέχνες και όμορφες μουσικές. Δεν υπάρχει μέρα που να μην ψάξω για κάτι καινούριο. Βέβαια, κυκλοφορούν εκεί έξω τόσες πολλές μαγευτικές μουσικές που, σε συνδυασμό και με τη θητεία μου στο ναυτικό, χάνομαι κάπου, και καταλήγω να τις μαθαίνω αργοπορημένα.

Η περίπτωση των Moonshine Effect, πάντως, δεν άργησε τόσο πολύ να μπει στο ραντάρ μου. Χάρη πάντα στην Κάλλια και την πρότασή της να γράψω δύο λόγια για το Αθηναϊκό πρότζεκτ και το νέο τους άλμπουμ, Our Eyes Should Meet.

Moonshine Effect, λοιπόν. Indie pop/folk με lo-fi και νέο-ψυχεδελικά στοιχεία στη μουσική τους. Δημιουργήθηκαν στην Αθήνα το 2015, και πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ με τον ενδιαφέρον και πολύ όμορφο τίτλο ‘Our Eyes Should Meet’. Σε δική τους ανεξάρτητη παραγωγή (Moonshine Effect Recordings) – και με διανομή από την B-otherside Records, οι Moonshine Effect μας συστήνονται με dreamy μελωδίες που μοσχοβολούν μνήμες, υπέροχες εμμονές και παραδεισένιο λυρισμό.

Το έβαλα να το ακούσω στη σκοπιά και στο αμάξι, αλλά εκεί που με άγγιξε περισσότερο ήταν στην ταράτσα του σπιτιού, παρέα με την πάντα απαραίτητη μαυροδάφνη. Πάντα εκεί, προς το ξημέρωμα, να δένει ιδανικά με τις αργόσυρτες και γλυκές κιθάρες, να χάνομαι και να παραδίνομαι στο αμετάφραστο της σκέψης.

Υπέροχα ακούσματα όλα τους, το καθένα ξεχωριστά, σε ταξιδεύουν σε μέρη μακρινά κι εξωτικά, σε νανουρίζουν, σε κάνουν να νοσταλγείς για πράγματα που (δεν) έχεις ζήσει. Αν ξεχώρισα κάποιο, θα έλεγα το Just before dawn (ίσως λόγω και του τίτλου, μιας και ταίριαζε με το σκηνικό). Αυτές οι αισθαντικές κιθάρες και τα αιθέρια και γοητευτικά τα vocals της Jacqueline Chermille, κάτι μου έκαναν βαθιά μέσα μου.


Αν σας αρέσουν οι Mazzy Star, οι Calexico, η Marissa Nadler, οι Madrugada, η Paula Frazer, οι Belle & Sebastian, οι Burning Hearts, οι Camera Obscura (προσωπικά λατρεμένοι μου και από τα πρώτα ονόματα που γνώρισα στη διεθνή indie pop σκηνή), οι Yo La Tengo, οι Cigarettes After Sex και οι Stereolab, τότε πρώτον, είστε στον σωστό δρόμο, και δεύτερον, θα λατρέψετε τη δουλειά των Moonshine Effect.

(Τα παραπάνω ονόματα αναφέρονται στο Facebook Info της μπάντας)
Εδώ ολόκληρο το πρώτο τους άλμπουμ:



Τα μέλη αποτελούνται από τους:
Pinto de Lima : Bass
Nikos Darilas : Percussion
Theodoros Dremetsikas : Keys, Drum Edit
Kostas Lamda : Keys
Johnny Dell’Orso : Guitars
Jacqueline Chermille : Vocals
Μπορείτε να τους βρείτε επίσης:
Επίσημο σάιτ: https://www.moonshineeffect.com/

Κυριακή 3 Ιουνίου 2018

Μουσική Ατζέντα 2018: 5+1 συναυλίες για το φετινό καλοκαίρι



Γράφει ο Τάσος Ζαννής 



Καλοκαίρι πλησιάζει, ξεχυθείτε στις παραλίες, πιείτε τα κοκτέιλ σας, ξεφύγετε λίγο από τη δίνη της καθημερινότητας (ιδίως όσοι πήζουν στη δουλειά ακόμα κι αυτές τις καυτές μέρες), και φροντίστε γενικά να απολαμβάνετε την κάθε στιγμή με τα αγαπημένα σας πρόσωπα.

Ένα ταξίδι, μια εκδρομή, έστω μια συναυλία, και το καλοκαίρι αποκτά πνοή και χρώματα. Όπως κάθε χρόνο, το συναυλιακό ημερολόγιο αρχίζει και γεμίζει με μεγάλα ονόματα της διεθνούς σκηνής που έρχονται στην Ελλάδα για πρώτη φορά ή επιστρέφουν στη χώρα μας γιατί μας αγάπησαν και τους αγαπήσαμε.

Από τους Arctic Monkeys και τον Nick Cave μέχρι τους Calexico και την ιστορική επανένωση των Στέρεο Νόβα, παρακάτω ακολουθεί μια χρονολογική ατζέντα (προσωπικών) επιλογών με χρήσιμες πληροφορίες για την κάθε συναυλία. Πάρτε χαρτί και μολύβι, φυλάξτε χρήματα στην άκρη (όσοι δεν έχουν προμηθευτεί ήδη εισιτήριο), και σημειώστε ημερομηνίες για τα ξένα ονόματα που μας επισκέπτονται το καλοκαίρι του 2018 – και το κάνουν ακόμα πιο όμορφο.

1.       TY SEGALL & The Freedom Band – 16 Ιουνίου


Το φοβερό αγόρι από την Καλιφόρνια επιστρέφει σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την τελευταία του εμφάνιση στη χώρα μας. Με 10 πλέον  δίσκους στο ενεργητικό του (μαζί με το πρόσφατο ‘Freedom’s Goblin’), ένα κράμα indie/garage και νέο-ψυχεδέλειας θα κάνει την εμφάνισή του στη σκηνή του Gagarin 205, μαζί με την Freedom Band, στις 16 Ιουνίου.
Την συναυλία θα ανοίξουν οι (personal favourites) Bonnie Nettles από την Αθήνα με χαοτικές ψυχεδελικές μουσικές.
Τιμή εισιτηρίου: earlybird 17 ευρώ, προπώληση 20 ευρώ, ταμείο 23 ευρώ
Σημεία προπώλησης:Viva Kiosk Συντάγματος και Viva Spot Τεχνόπολης, SevenSpots, Media Markt, Reload (Πανεπιστημίου 54), Ευριπίδης, Syd Records (Πρωτογένους 13 Ψυρρή)


2.       Jamiroquai, ParovStelar, Cigarettes After Sex, Sillyboy's Ghost Relatives, Σtella – 17 Ιουνίου (Release Athens 2018)


Πέρσι ο Jay Kay των Jamiroquai αρρώστησε και η μπάντα ακύρωσε τη συναυλία της για τη χώρα μας, αλλά φέτος ο Jay είναι περδίκι και οι Jamiroquai, μια disco-funk/acid jazz ατραξιόν από το Λονδίνο, έρχονται στην Ελλάδα στα πλαίσια της τρίτης μέρας του Release Athens 2018. Οκτώ άλμπουμ στη φαρέτρα τους με πολλή ενέργεια και ζωντάνια στη μουσική τους.


Co-headliner της βραδιάς θα είναι ο Parov Stellar, ιδιαίτερα αγαπητό όνομα στην Ελλάδα (πράγμα που βοήθησε αρκετά στην προώθηση της καριέρας του, όπως έχει δηλώσει).  Το είδος της μουσικής του έχει χαρακτηριστεί ως electro-swing (συνδυασμός jazz, hip-hop, house) και καταφέρνει πάντα να παντρεύει μαγευτικά τον vintage με τον μοντέρνο ήχο.



Μαζί τους (σ’ ένα λιγότερο χορευτικό αλλά άκρως αισθησιακό mood), οι λατρεμένοι Cigarettes After Sex  από το Τέξας. Εκτός του ότι οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την ομορφιά του ονόματος, πίσω από αυτό το project βρίσκεται ο Greg Gonzalez που έχει φτιάξει έναν σχεδόν υπνωτιστικό συνδυασμό dream-pop/ambient μελωδιών με απόλυτα ερωτικούς στίχους, και με τα αθεράπευτα γοητευτικά vocals του, απογειώνει το συναίσθημα και νιώθεις σαν την πρώτη φορά που αντίκρισες  (ή ακόμα καλύτερα, φίλησες) το απωθημένο σου. Το υπέροχο ομώνυμο ντεμπούτο τους κυκλοφόρησε το 2017 και έλαβε θετικότατες κριτικές.



Η βραδιά πλαισιώνεται επίσης, κι από ονόματα της εγχώριας μουσικής σκηνής, όπως είναι οι (αλά 70’s soul) Sillyboy's Ghost Relatives και η Σtella, το indie-pop κορίτσι μας.





Η προπώληση για τις 17 Ιουνίου συνεχίζεται, προς 43 ευρώ (μονό εισιτήριο) και 80 ευρώ (διπλό εισιτήριο).
Επίσης, ξεκινάει η διάθεση τριήμερου εισιτηρίου προς 105 ευρώ.
Υπενθυμίζουμε πως διατίθεται περιορισμένος αριθμός VIP εισιτηρίων:
17/6 - προς 120 ευρώ
Στη συγκεκριμένη κατηγορία περιλαμβάνονται οι εξής προνομιακές παροχές:
- ξεχωριστή υπερυψωμένη περιοχή διαμορφωμένη με stands & stools για όλους
- open bar
- προτεραιότητα πρόσβασης στον χώρο
- ιδιωτικό parking
- ξεχωριστές τουαλέτες
- αναμνηστικό δώρο του φεστιβάλ.
Online / www.releaseathens.gr και www.viva.gr / τηλεφωνικά στο 11876,
Φυσικά σημεία / στα καταστήματα Reload, Seven Spots, Media Markt, Ευριπίδης, στον πολυχώρο Yoleni's (Σόλωνος 9, καθημερινά 8:00-00:00, Σάββατο 9:00-00:00, Κυριακή 10:00-20:00), στο Viva Kiosk Συντάγματος (Πλ. Συντάγματος 4, καθημερινά 9:00-21:00) και στο Viva Spot Τεχνόπολης (μέσα στον χώρο της Τεχνόπολης, είσοδος από οδό Περσεφόνης, Δευτ-Σαβ 11:00-19:00)
Σημείωση: ΠΡΟΣΦΟΡΑ BONUS DAY ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΧΟΥΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ 2ης ΚΑΙ 3ης ΗΜΕΡΑΣ

Θέλοντας να κρατήσουμε τις ισορροπίες απέναντι σε όλους τους φίλους του Release Athens, σας ενημερώνουμε πως όσοι έχουν προμηθευτεί - ή θα προμηθευτούν μέχρι και τις 31/5 - εισιτήριο για οποιαδήποτε από τις δύο τελευταίες ημέρες του φεστιβάλ (1/6 με Thievery Corporation, UB40, Golan, Angelika Dusk, Magenta Flaws και 17/6 με Jamiroquai, Parov Stelar, Cigarettes After Sex, Sillyboy's Ghost Relatives, Σtella), μπορούν με το ίδιο εισιτήριο, απλά και μόνο με την επίδειξή του στην είσοδο, να παρακολουθήσουν εντελώς δωρεάν την 1η ημέρα (31/5 με Richard Ashcroft, Rag'n'Bone Man, Kid Moxie, Sworr., Lip Forensics).

3.       Nick Cave & The Bad Seeds, Editors, Wolf Alice, PROTOMARTYR, Jack Heart – 23 Ιουνίου (Ejekt Festival 2018)



Τι να πεις για το φετινό Ejekt… Σειρά σπουδαίων ονομάτων θα παραταχθούν στις 23 Ιουνίου στην Πλατεία Νερού.
Καταρχάς, ο ένας και μοναδικός Nick Cave, ή ο Νικόλας μου ο αγαπημένος (έτσι όπως μ’ αρέσει να τον λέω), επιστρέφει για δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες στην Αθήνα. Η πρώτη ήταν τον περασμένο Νοέμβρη στο Γήπεδο Tae Kwon Do στο Φάληρο, κι επειδή είχα την τύχη, την τιμή και την ευλογία συνάμα να βρίσκομαι ανάμεσα στους εκλεκτούς καλεσμένους του Νικόλα, αυτή η συναυλία χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως «σταθμός», ως μια συγκλονιστική μουσική εμπειρία, ίσως την καλύτερη των τελευταίων χρόνων. Η προσωπική μου κατάθεση για εκείνη τη συναυλία ήταν ότι έζησα μια τόσο δυνατή και έντονη εμπειρία σ’ αυτές τις δύο ώρες, που νομίζω ότι από εκείνο το βράδυ άλλαξε η ζωή μου – νιώθω ότι αυτά τα ξεσπάσματα του Κέιβ στη σκηνή, μου έχουν αλλάξει τη ζωή και ίσως δεν μπορώ να το καταλάβω ακόμα.



Επιστρέφοντας στα του φεστιβάλ, ο Nick Cave με τους Bad Seeds είναι headliners στο φετινό Ejekt, ακολουθούμενοι από τα πολυαγαπημένα μου παιδιά από το Birmingham, τους Editors. Ο Tom Smith και η παρέα του έχουν εισπράξει αμέριστη αγάπη από το ελληνικό κοινό τα τελευταία χρόνια και ως ανταπόδοση, μας επισκέπτονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα – η μία και μοναδική φορά που τους απόλαυσα, στο Gazi Music Hall, το 2015. Από τις μπάντες που με μεγάλωσαν μουσικά, τα… παιδιά των Joy Division και τα… αδέρφια των Interpol όπως τους είχα ονομάσει όταν τους πρωτογνώρισα, έχουν μια πραγματικά σπουδαία γκάμα μουσικής, έχουν απίστευτη ενέργεια στα live τους, και έχουν κυκλοφορήσει έξι άλμπουμ.

(Προσωπική Σημείωση: έχουν αρχίσει λίγο να πειραματίζονται (κι αυτοί, όπως και πολλοί άλλοι) τώρα τελευταία σε πιο ηλεκτονικό/synth ήχο, δεν είναι οι Editors που ξέραμε πριν κάποια χρόνια, αλλά για μένα εξακολουθούν να έχουν μια δική τους αυτοπεποίθηση που τους κρατάει αρκετά ψηλά στη δική μου λίστα)



Επόμενο όνομα στο line-up, οι Λονδρέζοι Wolf Alice, με την πανέμορφη Ellie Rowsell στα φωνητικά. Φρέσκοι στο μουσικό στερέωμα, οι Wolf Alice κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο άλμπουμ τους, ‘My Love Is Cool’ το 2015, το οποίο έφτασε στη δεύτερη θέση του Βρετανικού chart και ήταν υποψήφιο για Mercury Prize. Το 2017 κυκλοφόρησαν το ‘Visions of a Life’, γεμάτο με dreamy-haze vibes και ιδιαίτερα ορμητική/αυθόρμητη ροή στίχων, που κι αυτό απέσπασε διθυραμβικές κριτικές.



Οι post-punkers Protomartyr από το Ντιτρόιτ που κυκλοφόρησαν έναν από τους πιο πολυσυζητημένους δίσκους του 2017 (‘Relatives In Descent’) και φιγουράριζε στα best albums της χρονιάς μεγάλων μουσικών μέσων, προστέθηκαν κι αυτοί στο line-up του Ejekt, και καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι θα εμφανιστούν στο ίδιο stage με τον Νικ Κειβ, καθώς η μουσική των Protomartyr αποτελείται από μπλεγμένες σκοτεινές κιθάρες και γνήσια λυρικότητα.



Ο Jack Heart (ή αλλιώς Νικόλας Κοκολάκης) θα εκπροσωπήσει την ελληνική σκηνή στο Ejekt. Θυμάμαι να τον ανακαλύπτω μια κρύα μέρα του 2013 με το ‘Girl’ μετά από μάθημα στη σχολή, και να μένω χάσκων εν εκστάσει όταν ακούω τη φωνή του γιατί ήταν λες και άκουγα τον Tom Smith ένα πράγμα.



ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ

Προπώληση:

Αρένα: 50 Ευρώ
VIP: 125 ευρώ

Ταμείο
Αρένα: 55 Ευρώ
VIP: 150 Ευρώ

Η προπώληση των εισιτηρίων γίνεται στα www.viva.grwww.public.gr, καταστήματα Public, SevenSpots, Reload, Ευρυπίδης.

Οι μεταπωλητές των εισιτηρίων χρεώνουν έξοδα διαχείρισης ανάλογα με το τιμολόγιό τους.

Πληροφορίες: www.ejekt.gr, 2109636489

4.       Calexico Live At Acropolis – 3 & 4 Ιουλίου


Πάμε σε κάτι αγαπημένο. Ιδιαίτερα αγαπημένο. Με πάνω από 20 χρόνια στην πλάτη και δέκα άλμπουμ, οι Calexico επιστρέφουν στην Αθήνα για δύο μαγευτικά βράδια στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου στις 3 και 4 Ιουλίου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού.
Οι Calexico κατέχουν εξέχουσα θέση στις καρδιές των Ελλήνων. Μας έρχονται από την Αριζόνα, με country, τζαζ και παραδοσιακούς λάτιν ήχους ή σε μία λέξη είναι αυτό που λένε desert noir, όρος που γεννήθηκε για αυτούς.

Το ‘The Thread That Keeps Us’ αποτελεί την πιο πρόσφατη δουλειά τους (κυκλοφόρησε αρχές Γενάρη), και ενδείκνυται για χαλαρά απογεύματα στο σπίτι.

Τιμές εισιτηρίων: Από 25 (early bird) έως 60 ευρώ. Τα πρώτα εισιτήρια των 25 ευρώ (early bird) για τις 3 Ιουλίου έχουν εξαντληθεί. Προπώληση εισιτηρίων: www.viva.gr  , τηλ. 11876, καταστήματα Media Markt, Seven Spots, Viva Kiosk, Ευριπίδης Βιβλιοπωλεία, αθηνόραμα gr, Yioleni's, Kremlino και στο εκδοτήριο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, στοά Πεσμαζόγλου, Πανεπιστημίου 39.



5.       Arctic Monkeys, Miles Kane, Alt-j, Get Well Soon, CORETHEBAND – 6 Ιουλίου (Rockwave Festival)


Για πολλούς είναι η συναυλία της χρονιάς, μόνο και μόνο λόγω ονόματος των headliners. Κακά τα ψέματα, οι Arctic Monkeys είναι από τα πιο hot ονόματα παγκοσμίως μετά την κυκλοφορία του AM (με το οποίο έσπασαν κάθε ρεκόρ), κι όσο κι αν δεν άρεσε/ξένισε/δίχασε το νέο τους άλμπουμ, Tranquility Base Hotel + Casino, κανείς δεν μπορεί να του κατηγορήσει για την αλλαγή που τόλμησαν να δοκιμάσουν μετά την ασύλληπτη εμπορική επιτυχία που έκανε το ΑΜ. Ναι, λείπουν οι πολλές κιθάρες, η ένταση, το rock nroll στοιχείο (πράγμα στο οποίο μας είχαν συνηθίσει τόσα χρόνια), αλλά

Όπως και να ‘χει, είμαι κι εγώ ανάμεσα σ’ αυτούς που πιστεύουν ότι αυτή η συναυλία θα είναι καλύτερη του καλοκαιριού. Μόνο και μόνο το γεγονός ότι έρχονται για πρώτη φορά στη χώρα μας μετά από 12 χρόνια επιτυχημένης καριέρας, φτάνει και περισσεύει για να πας στη Μαλακάσα να τους απολαύσεις.

Κι ας έχουν αλλάξει πολλά από τότε (γιατί δεν είναι πλέον 19, έχουν πατήσει τα πρώτα –άντα τους, κι όλοι έχουν γίνει χαζομπαμπάδες, πλην φυσικά του Τέρνερ), κι ας κάνει ποζεριές ο Άλεξ, κι ας δεις τριγύρω σου αμέτρητα 15χρονα (its the hype, remember Alex?). Στη Μαλακάσα θα γίνει ο κακός χαμός γιατί το θέλουμε και το λαχταράμε τόσα χρόνια, γιατί θα ζήσουμε τα απωθημένα σε ένα καυτό βράδυ του Ιούλη, γιατί θα δούμε την μπάντα που μας στάθηκε στην εφηβεία μας και μας διαμόρφωσε εξ ολοκλήρου.



Τον Τέρνερ, βέβαια, τον είχαμε δει και προ διετίας, με τον φίλο του, Miles Kane, που είχαν έρθει στην Ελλάδα ως Last Shadow Puppets, ξανά στη Μαλακάσα. Μιας και έρχονται οι Arctic Monkeys, ο Miles είπε να περάσει κι αυτός να μας χαιρετήσει γιατί του αρέσαμε πολύ, και κάπως έτσι ο Miles είναι το δεύτερο όνομα στο φετινό Rockwave. Πέραν από τη συμμετοχή του στους Last Shadow Puppets, έχει κυκλοφορήσει δύο σόλο άλμπουμ, και το τρίτο του να είναι στα σκαριά – τιτλοφορείται Coup de Grace.



 Ο συνωστισμός μεγάλων ονομάτων συνεχίζεται με τους Alt-j! Οι διαρκώς ανερχόμενοι πρεσβευτές της experimental/indie rock και math-folk, έρχονται κι αυτοί για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Το ντεμπούτο τους (An Awesome Wave, 2012) βραβεύτηκε με το Mercury Prize το 2012, έθεσε υποψηφιότητα για τρία Brit Awards την ίδια χρονιά, ενώ το 2013 κέρδισε στα Ivor Novello Awards! Το δεύτερο άλμπουμ τους (This Is All Yours, 2014) ήταν υποψήφιο για βραβείο Grammy, ενώ εκτός από τις βραβεύσεις για τα άλμπουμ τους, γεμίζουν αβέρτα στάδια και έχουν λάβει διθυραμβικές κριτικές για τα live τους. Η πιο πρόσφατη δουλειά τους ήρθε το 2017 με το Relaxer, που ήταν υποψήφιο για Mercury Prize το 2017.



Το line up συμπληρώνουν οι Get Well Soon, το συγκρότημα-όχημα του Γερμανού Konstantin Gropper, που συνθέτει παίζει και τραγουδά όλα τα κομμάτια, προκαλώντας αίσθηση στην Ευρωπαϊκή μουσική σκηνή τα τελευταία χρόνια.



Από ελληνικής πλευράς, θα συμμετέχουν οι νέοι και ωραίοι CORETHEBAND, μια ωραία indie-rock μπάντα από τα Χανιά. Δημιουργήθηκαν το 2012 από τους Ιάκωβο Gale (φωνή – κιθάρα), Ιωσήφ Λιονάκη (μπάσο), Γιάννη Γιανναράκη (κιθάρα) και Μαξ Kabutz (ντραμς). Έχουν κερδίσει το Global Battle Of The Bands Greece το 2015 και εκπροσώπησαν την Ελλάδα στον παγκόσμιο τελικό στο Όσλο της Νορβηγίας, όπου βγήκαν τέταρτοι μεταξύ άλλων 17 συγκροτημάτων.



TerraVibe Park
37ο χλμ Εθνικής Οδού Αθηνών Λαμίας
Προπώληση εισιτηρίων:
Τα πρώτα εισιτήρια γενικής εισόδου (69€) εξαντλήθηκαν.
Τα εισιτήρια τώρα κοστίζουν 75€.
Τιμή ταμείου 85€.
Τα V.I.P. εισιτήρια κοστίζουν 100€.
Αθήνα
TicketHouse, Πανεπιστημίου 42 (εντός της στοάς), τηλ.210 3608366
Θεσσαλονίκη
Μusicland, Μητροπόλεως 102, τηλ 2310264880
Σε όλη την Ελλάδα
Δίκτυο καταστημάτων ΓΕΡΜΑΝΟΣ/ Καταστήματα Cosmote
OnlineSales ή αγορές με πιστωτική κάρτα, 24 ώρες/ωρο:
www.tickethouse.gr & www.ticketmaster.gr
(Για τις online αγορές όπως και αυτές από τα καταστήματα ΓΕΡΜΑΝΟΣ/COSMOTE υπάρχει 10% επιβάρυνση)
Για περισσότερες πληροφορίες και πλήρη δημοσιογραφική ενημέρωση απευθυνθείτε στο: press@didimusic.gr
Τηλέφωνο: 210 8820426 (εσωτερικό 2)

6.       Στέρεο Νόβα – 18 Ιουνίου (Summer Nostos Festival)



Special greek entry για το τέλος, μιας και οι Στέρεο Νόβα, η μπάντα που στιγμάτισε μια ολόκληρη γενιά με την ηλεκτρονική της μουσική, εν έτει 2018, 21 ολόκληρα χρόνια μετά την τελευταία τους σύμπραξη, επιστρέφουν δισκογραφικά και δημιουργούν τον «Ουρανό», με 15 ολοκαίνουρια τραγούδια που κυκλοφόρησε στις 4 Μαΐου από την Inner Ear.

Η μπάντα του Κωνσταντίνου Βήτα και του Μιχάλη Δέλτα, υπήρξε ίσως ό, τι πιο επιδραστικό δημιουργήθηκε στην Ελλάδα του ’90. Δημιουργήθηκαν το 1989 και οι πειραματισμοί με electro, trip-hop, techno και ambient στοιχεία, και ο ελληνικός στίχος, έφεραν απρόσμενη επιτυχία, σε σημείο να φτάσουν μέχρι και το MTV το οποίο να αναφέρει ότι η μουσική τους επηρέασε την ελληνική ηλεκτρονική μουσική όσο και την ποπ. Οι Στέρεο Νόβα διαλύθηκαν το καλοκαίρι του 1997, ενώ τα μέλη του γκρουπ συνέχισαν την μουσική τους πορεία ξεχωριστά.

Στις 18 Ιουνίου, στο Ξέφωτο του Πάρκου Σταύρος Νιάρχος, στα πλαίσια του Summer Nostos Festival, ενώνουν ξανά τις δυνάμεις τους, ταξιδεύουν το αθηναϊκό κοινό σε αγαπημένες μουσικές και παρουσιάζουν ένα νέο κοινό ξεκίνημα.

Όλες οι εκδηλώσεις του Summer Nostos Festival είναι δωρεάν και δεν υπάρχει κόστος συμμετοχής. Στόχος της διοργάνωσης είναι να συμμετέχουν όσο το δυνατόν περισσότεροι επισκέπτες.

Ώρα έναρξης: 22:00

Περισσότερες πληοροφορίες: https://www.snfestival.org/
«Διασχίσαμε κάθετα το δρόμο, περνώντας ηλιοτρόπια και δάση, μετά από μέρες φτάσαμε σε έναν στρογγυλό τοίχο από νερό, ορθωνόταν μπροστά μας σαν διάφανο μονολιθικό κυκλικό σχήμα, ανέκφραστο και σιωπηλό, το νερό σχημάτιζε αργούς κυματισμούς ανάλογα με τη δύναμη της φωνής μας. Πίσω από τον τοίχο υπήρχε μια μεγάλη βαθιά τρύπα στο χώμα. Ο αέρας ήταν δυνατός πίσω από τον τοίχο.

Πηγαίναμε μία πίσω και μια μία μπροστά μέχρι που πέρασαν χρόνια και σπίτια για να γυρίσουμε. Δεν μπορούσαμε να θυμηθούμε τίποτε, όποτε έλεγα μία χρονιά έλειωνε ο αριθμός σαν δάκρυ και έβλεπα τη θλίψη στο πρόσωπο ενός γορίλα που είχε χάσει την αγαπημένη του. Οι ελέφαντες κοιτάζουν με μακροθυμία τη σελήνη όταν γεμίζει, κάπως έτσι όλοι στέκονται με θαυμασμό στον αέναο κύκλο. Όταν έφυγαν από τη ζωή, τους περίμενε εκεί.

Μας έδειξε τους κανόνες της επιβεβλημένης συμπεριφοράς, τις πολυκατοικίες και το εγώ που έμοιαζε σαν τέρας από μια παλαιολιθική εποχή. Η αγάπη είναι η τέλεια στιγμή, είπε. Αν δεν συγχωρήσεις δεν μπορείς να βιώσεις την αληθινή αγάπη. Τότε είδαμε τις πόλεις ανάποδα και ένα σωρό χιλιάδες λουλούδια έπεφταν σαν βροχή. Η καρδιά δεν πεθαίνει γιατί γνωρίζει την προέλευση. Πάνω του είχαν καθίσει όλοι οι παπαγάλοι του κόσμου και τον στόλιζαν με τα φτερά τους και εμείς γελούσαμε.

Μας άρεσαν οι μέρες και οι νύχτες. Δεν υπήρχε πουθενά εξορία, ούτε μέσα ούτε και έξω, παρά μόνο μια αίσθηση ανάμεσα στο χαμόγελο και το δάκρυ. Ήμασταν σε έναν ομόκεντρο. Ο εαυτός μας προσδιορίζεται μέσα από την δημιουργία, μας είπε, και αυτό … είναι το διάστημα»

ΣΝ