Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σελάνα Γραίκα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σελάνα Γραίκα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

Γοδεφρίδος | Σελάνα Γραίκα



Μα δεν υπάρχει λοιπόν θεός;  Τι ανόητα που είναι όλα αυτά.
Τι άνοστα και πληκτικά! Τι φοβερά αδιάφορα. Εγώ πάντως,
Είμαι ανεύθυνος για όλα. Μπορώ να σας το πω με σιγουριά,
με μάρτυρες αξιόπιστους• πως δεν έπλασα εγώ τον κόσμο.
Άρα εγώ  δεν φταίω για τίποτα. Μπορείτε, λοιπόν, κατά
λογική κι απότρεπτη  συνέπεια να κρεμαστείτε όλοι σας
με ησυχία. Κανείς γι’ αυτό δεν θα σας κατηγορήσει.

Παρά μόνο ένας έκτακτος δημόσιος υπάλληλος, τελειόφοιτος
της θεολογικής σχολής, ο οποίος καπνίζει πολύ και πάσχει,
από χρόνια υπερτροφική αμυγδαλίτιδα.

Λόγω τιμής, σας λέγω, είμαι σοβαρός άνθρωπος εγώ, ξέρω
και πέντε γλώσσες- μην νομίζετε- και σε καμιά τους δεν ξέρω
να σωπαίνω. Είμαι δυνατός και στην ορθογραφία- έκανα
διορθωτής σε διάφορες εφημερίδες, διάβασα και βιβλία•
και είμαι και κακόψυχος και ανισόρροπος.

Το μόνο που με προβληματίζει είναι γιατί νυχτώνει• και είναι
τόσο πηχτή η νύχτα. Κι όμως είμαι βέβαιος πως δεν θα μ’ ανησυχούσε 
καθόλου, η μαθηματική ακρίβεια με την οποία νυχτώνει, αν μάθαινα
τον λόγο για τον οποίο το κάνει αυτό και είναι πηχτή η νύχτα.

Γιατί είναι μαύρη θα τόξερα και θα τόλεγα και σε σας, να το μάθετε•
να μην δώσετε ούτ’ ένα σέντσι. Έτσι δωρεάν θα σας τόλεγα. 
Και ίσως να μ’ ευγνωμονούσατε γιατί σας έδειξα αυτή την ευτυχία.

Θα την κλείσω λοιπόν, κι εγώ, την νύχτα με όλα τα σκοτάδια της•
θα την βάλω στο ράφι της. Εκεί είναι η θέση της, η θέση μου, 
η θέση όλων των φλύαρων και φωνακλάδων.
Και θα ξυπνώ τα πρωινά με βαρύ το κεφάλι, ίσως και άρρωστος,
έχοντας τόσα πράγματα να σκεφτώ: το γενικό καλό, την κοινωνική
πρόοδο, το νόημα της ζωής.

Και κάπου ανάμεσα στα βαρυσήμαντα θα καταριέμαι και θα βαρυγκωμώ
που έφυγε για την Μπεγγάζη- μήπως ήρθε και μου το κρύψατε;-
και θα βρίζω χυδαία, άλλωστε πλήξη δεν είναι να μιλά συνεχώς,
όμορφα και σωστά;

Θα κάθομαι να αγναντεύω το ζεστό αυλάκι  φωτός στο πάτωμα
του δωματίου, και να ξέρω πολλά για τις γυναίκες του περασμένου 
αιώνα• και νάμαι και ποιητής.

Στο διάολο λοιπόν η λογοτεχνία! Να χαθεί όλη η παραπάνω λογοτεχνία,
οι ψυχολογικές επιπλοκές, οι ασύλληπτες εκπορεύσεις της ποίησης,
τα ασάλευτα τρελά της ταξίδια, οι αόριστες και ανεξήγητες ανησυχίες,
τα τυραννικά ανύπαρκτα πράματα.

Προχωρώ λιγάκι ντροπαλός, αν το καλοσκεφτείτε,  μέσα στους δρόμους, 
αλλά επιτέλους στέκω εμπρός σε μια πόρτα, σα νάμουν στο σπίτι μου•
κι ύστερα βρίσκομαι ανάμεσα στα βιβλία• σας έχω ξεφύγει,
σα νάμουν νεκρός, και διαβάζω άλλον νεκρό.
   

Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Μομφή στους ποιητές | Σελάνα Γραίκα


Κάποιες φορές, με φαντασία περίσσια χτίζονται οι σχέσεις
μεταξύ των ποιητών. Αυτών που μπαίνουν στον ζυγό καλογερικής•
βαθιάς. Είναι εκείνοι που τα πράγματα κι ο χρόνος τους βιάζει,
κι οι εικοστέσσερις ώρες λίγες είναι, πάρα πολύ λίγες, σαν πάνε
με τον χρόνο τους και τις θεωρούν φορτωμένες με φρέσκον αέρα
και παραγεμισμένες φωνές άλλων.

Και είναι να τα φανταστεί κανείς, σαν αιλουροειδή, με τα λιγνά τους
πόδια ακουμπισμένα στο περβάζι του παραθύρου- τ’ αρσενικά,
και να σηκώνουνται όρθια με το τραβηγμένο πρόσωπο πίσω, όπως
και στα οικόσημα.

Ενώ δίπλα τους στέκουν μικρά κίτρινα γατιά, με καθαρά ήρεμα μάτια,
-τα θηλυκά, ακουμπισμένα στην πολυθρόνα και ξύνουνε την ράχη τους.

Δουλειά, δουλειά, δουλειά και σιωπή.
Που θάξεραν να μιλάνε όμορφα, να μπλέκουνε τον συλλογισμό γιρλάντα• από λουλούδια κι αγκάθια.
Αν αυτός πάλευε το σκοτάδι που ακολουθούσε- και θα το
ομολογούσε εντόνως, δρόμους στραβούς, αυτή θα καιγόταν σε πυρετό
ανεξήγητο, αλλά και για τους δυό ίδια η αιτία, ίδιος νεκρός. Όπως
μοιάζει φύλλο με φύλλο ή μάτι με μάτι.

Έξω δεν θα μιλούσαν της δουλειάς πολύ, γιατί τρόπους θάχαν ιδιαίτερους μεταξύ τους.
Μια σειρά από ημέρες δουλειάς, απ’ το πρωί ως την νύχτα αργά.
δίχως άλλη χαρά εξόν από ένα ύπνο βαρύ, πούχε τα όνειρα σπάνια
πολυτέλεια.

Την ώρα του γλυκού θα διάβαζε βιβλίο και θα το πετούσε, ένα τσιγάρο
θάναβε  και θα το έσβηνε αμέσως. Ενώ έξω από το σπίτι τους, θάχαν
βάλει ένα σημείωμα που θα ανέφερε ρητά και κατηγορηματικά:
Δεχόμαστε τις Τρίτες, ανάμεσα στα λιβανίσματα των γυναικών,
και στο κιτρίνισμα των αρσενικών. Θα τον ικέτευε να διώξουνε
από το σπίτι τους όλους τους ξένους, τους φίλους που θα μπαινόβγαιναν
σαν θέλανε, και θορυβούσανε εντόνως.  Συζητούσαν και δούλευαν,
θα έλεγε κάποιος.

Άμα τους παίδευε κάτι θα ήταν γιατί το θεωρούσαν ξέχωρο της δουλειάς,
του εαυτού τους. Άδικο επομένως ή παράξενο δεν θα ήταν που δεν θα
 έρχονταν κανείς να θαυμάσει. Ή αδιαφορία των άλλων είναι και αυτός
ένας κόσμος, γιατί ζεις έξω απ’ τον κόσμο και αυτούς που δεν ξέρεις.
Να αναφέρω εδώ, πως δεν ήταν υποκρισία η γαλήνη αντίκρυ στον
θαυμασμό, όταν τον ρωτούσε θα ήθελε γάλα στον καφέ ή ζάχαρη,
αν θα φορέσει το θαλασσί πουκάμισο, αν αγόρασε βιβλία ή αν
άλλαξε στις γλάστρες το καστανόχωμα.

Και σαν παιδί που το χαλάσαν το παιχνίδι, κι όπως ένα παιδί που
εξαντλήθηκε η υπομονή του, θα κρατούσε την υπόσχεσή του και δεν θα γύριζε.
Θα ήταν επομένως ντροπή να καταφύγει εκείνη ακόμα και στον λυρισμό,
στην πειθώ, στην βία ή την εκδίκηση να τον κρατήσει πίσω.
Πια και εκείνη δεν θάταν κτήμα κανενός. Από την δύναμη,
την συγκέντρωση του εαυτού της όλο και ξεπήδαγε τ’ αλλόκοτο.
Τα μάτια στεγνά και το μέτωπο ξάστερο.

Σαν άρρωστος που μόλις έχει μπει στον δρόμο της υγείας και θέλει
μόνο να τον αγαπούν και να του χαλογελάνε, να μην φέρνουν τίποτε
από τον πόνο του μυαλού, η μέση της χωρίστρας ντυνότανε απλά
και περπατούσε ήσυχα…




Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

Άτιτλο | Σελάνα Γραίκα

Δεν ήταν αυτό που είπες
ή που νόμιζα πως θα' λεγες
ή αυτό, που τάχα νόμιζες 
πως είπα εγώ σε σένα,
αισθάνθηκες, όπως ένιωσα,
ότι θα αισθανόσουν.
Θ' αρκούσε ένα χαμόγελο,
θ' αρκούσε ένα δάκρυ.
Βαριεστημένη και χορτασμένη 
σιωπή,
γλιστρά έξω η σελήνη,
να συναντήσει το ζεστό της νύχτας 
φιλί,
με κατάκοπα πόδια.
Κύλησε του ρόδου η ψυχή
μέσα στο αίμα της
ενώ βροντούσε η μουσική στον διάδρομο,
και ξάφνου θυμήθηκε
- όπως αναμενόμενο ήταν, πως
στραφτοκοπούσαν τα δόντια του
- καθαρισμένα μύγδαλα για τραγάνισμα-
ενώ φορούσε την αλυσόπλεχτη πουκαμίσα
- των σταυροφόρων, της φάνηκε-
κάτι σαν θώρακας
με τις μικρές του φολίδες
που θα γυαλίζαν γκρίζες, στον ήλιο.
Δαγκωμένη όλη, διαβρωμένη όλη
της αιμάτινης ταραχής.
« Αιώνια αγάπη;» Αιωνία του η Μνήμη.
Η μοναξιά αποτελεί καταφύγιο
των εγωιστών και των Αγίων ανθρώπων.


Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

Θλιμμένες κι αλλόκοτες μέρες - Σελάνα Γραίκα

Αχ! Θλιμμένες κι αλλόκοτες μέρες
σ' ετοιμοθάνατα ώτα και μάτια,
σαν το σκοτάδι που πνίγει
τη δύση, και του παραθύρου η κάσα
γίνεται κάδρο που τρέμοντας φέγγει 
από χαρούμενα φθινοπώρου τοπία
φρέσκα, σαν τη πρώτη ηλιαχτίδα
που σε πανί λαμπυρίζει
λιγότερο θλιμμένη, απ' τη στέρνα 
που βάφεις τα μαύρα,
θλιμμένες κι αλλόκοτες μέρες
που πλέον δεν είναι...
Τολμηρές σαν φιλιά που θυμάσαι,
κατόπιν θανάτου,
και γλυκές σαν αυτά που η φαντασία σου πλάθει
σε χείλη που είναι για άλλους,
βαθιά σαν αγάπη,
βαθιά, σαν τη πρώτη αγάπη, 
που άγρια φουσκώνει τα ρίζια.
Θλιμμένες κι αλλόκοτες μέρες
που τα πάντα μου μοιάζουνε ίδια!



Γενιά του Αυτόλυκου - Σελάνα Γραίκα

Νόμοι ανόμοιοι σε μια άγρια κούρσα
που θησαυρίζει, κοιμάται και θρέφεται
και δεν γνωρίζει εμένα·
το ταξίδι δεν μπορώ ν' αποφύγω,
θα την πιω την ζωή ως το τέρμα,
όλες τις στιγμές, που τις γλέντησα
μεγαλειωδώς, τις υπέφερα
μαζί με αυτούς που αγάπησα
και μόνη, στην όχθη
βροχερών λιμανιών τις περίπλοκες δίνες.
Και έγινα Κάποιος, απέκτησα όνομα
και μια καρδιά που πάντα βρυχάται.
Πολλά είδα και γνώρισα- πόλεις
ανθρώπων και τρόπους,
και μέθυσα την ηδονή των ομοίων.
Είμαι μέρος των πάντων, όσων έχω γνωρίσει.
Γι' αυτή την ανάσα υπήρξε η Ζωή!
Ζωή εντός της ζωής
και κάθε ώρα σώζεται απ' την αρχαία σιωπή.
Κάτι ακόμη, εσύ, που δηλώνεις ταξιδευτής εποχών,
το φέρσιμο νέων πραγμάτων
και άθλιο να' ταν δεν θα κρυφτώ
να κρατήσω εμένα·
το γκρίζο αυτό πνεύμα
που καίγεται πεθυμιάς
κι ανθρώπινης σκέψης, τιθασεύει κανείς
σε δουλειές τρυφεράδας,
να πληρώνει τους θεούς του σπιτιού μου
αυτός την δουλειά του 
κι εγώ την δική μου.
Στέκει λιμάνι εκεί κι ο καιρός είναι πρίμος,
χαμηλό σκαρφαλώνει φεγγάρι·
φίλοι μου ελάτε, δεν είναι πολύ αργά
να ψάξουμε έναν κόσμο καινούργιο.
Σπρώξτε να φύγουμε και καθίστε
καλά σε σειρά, να οργώσουμε
τα τριγύρω αυλάκια,
γιατί σκοπός είναι το αιώνιο ταξίδι ,
τα μπανιαρίσματα άστρων σε δυτικούς ουρανούς
ως να πεθάνει κανείς.
Παρ' όλο που χάνονται πολλά, πολλά παραμένουν
ότι είμαστε, είμαστε
-άξια παθιασμένες καρδιές-
φτιαγμένες- αδύναμες χρόνου και μοίρας
μα στην θέλησή τους σκληρές
να παλεύουν, να ψάχνουν, να βρίσκουν.

Ο θάνατος σιμώνει για όλους,
μα κάτι μένει στο τέλος,
κάποια δουλειά ευγενείας , μπορεί ακόμα να γίνει
κι όχι αταίριαστη ανθρώπων που παλέψαν θεούς...


Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Άτιτλο- της Σελάνα Γραίκα



Ας υπάρχεις το λοιπόν
στα μάτια των ανθρώπων
ως ο ασκότεινος και λατρευτός
σπόρος, ελεύθερος και πλάνος κλέφτης.

Κι εμείς, που αγαπάμε τους νεκρούς
σα λήθαργος μας έρχεσαι- σε ύπνο
για να συνομιλούμε,
φαντασίας περίσσιας και σάρκα χωρίς.

Χαρούμενη που δείχνεις ύπαρξη
της Κύπρου κόρη, εσυ
προς την ενσάρκωσή σου
γιατί λες, είναι ανόητο
να μην γευτείς τον έρωτα, τα χάδια.

Είμαι άχρηστη εγώ, που σου μιλάω τώρα!
Ο κόσμος είναι μικρός.
Ξεστήθωτος και τραγικός.