Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ντίνος Χριστιανόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ντίνος Χριστιανόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025

Ντίνος Χριστιανόπουλος: Ο ποιητής της σαρκαστικής τρυφερότητας και οι ψευτοδιανοούμενοι

 Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Δημητριάδη) γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου 1931 στη Θεσσαλονίκη και έφυγε από τη ζωή στις 11 Αυγούστου 2020. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές του 20ού αιώνα, με έργο που χαρακτηρίζεται από βαθύ συναισθηματισμό, λιτότητα, ειρωνεία και έντονη αυτοαναφορικότητα. Εκτός από ποιητής, υπήρξε διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, λαογράφος, βιβλιοκριτικός και εκδότης.



Ο Χριστιανόπουλος μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου και σπούδασε Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Η ζωή του ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την πόλη του, την οποία ύμνησε και περιέγραψε με τον δικό του, ιδιαίτερο τρόπο. Εργάστηκε για χρόνια ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης και παράλληλα δημιούργησε το λογοτεχνικό περιοδικό "Διαγώνιος", το οποίο λειτούργησε από το 1958 έως το 1983, φιλοξενώντας έργα νέων και καταξιωμένων λογοτεχνών.

Ο Χριστιανόπουλος ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά ποιητών και επηρεάστηκε βαθιά από τον Κωνσταντίνο Καβάφη, χωρίς όμως να τον μιμηθεί. Η ποίησή του είναι αφαιρετική, λιτή και περιεκτική, ενώ διακατέχεται από θέματα όπως ο ανεκπλήρωτος έρωτας, η μοναξιά, η ματαίωση και η εσωτερική αγωνία. Χαρακτηριστικό του έργου του είναι η αντίθεσή του στο κατεστημένο και η αποστροφή του προς τις βραβεύσεις και τις τιμές.


Ανάμεσα στις πιο σημαντικές του ποιητικές συλλογές συγκαταλέγονται:

"Εποχή των ισχνών αγελάδων" (1950) – Η πρώτη του συλλογή, όπου διαφαίνεται η ιδιαίτερη φωνή του και η έμφαση στη λιτότητα και την αμεσότητα του λόγου.

"Ξένα γόνατα" – Έργο γεμάτο μελαγχολία και υπαρξιακή αγωνία.

"Ανυπεράσπιστος καημός" – Συλλογή που εστιάζει στον ανεκπλήρωτο έρωτα και τη μοναξιά.

"Το κορμί και το σαράκι" – Η ερωτική επιθυμία και η ματαίωση της απόλαυσης βρίσκονται στο επίκεντρο.

"Νεκρή πιάτσα" – Περιγράφει την παρακμή και την απογοήτευση μιας κοινωνίας που τον περιθωριοποιεί.


Αποσπάσματα που αγαπάμε :


"Εκείνοι που μας παίδεψαν"


Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιὸ πολύ,

ὅμως ἡ δική σου τρυφερότητα πόσο καιρὸ ἀκόμα θὰ βαστάξει;

Ὅ,τι μᾶς γλύκανε, τὸ ξέπλυνε ὁ χρόνος κι ἡ συναλλαγή,

ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς χαμογέλασαν βουλιάξαν σὲ βαθιὰ πηγάδια

καὶ μείναν μόνο κεῖνοι ποὺ μᾶς πλήγωσαν,

ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνήθηκαν νὰ τοὺς ὑποταχτοῦμε.

Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν πιὸ πολύ...


"Έρωτας"


Νὰ σοῦ γλείψω τὰ χέρια, νὰ σοῦ γλείψω τὰ πόδια –

ἡ ἀγάπη κερδίζεται μὲ τὴν ὑποταγή.

Δὲν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσὺ τὸν ἔρωτα.

Δὲν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν,

φυτέματα ἀγκαλιασμάτων στὶς μασχάλες,

συσκότιση παραπόνου,

παρηγοριὰ σπασμῶν.

Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας,

ὅταν ἐπιχειροῦμε νὰ κουρνιάσουμε σὲ δυσκολοκατάχτητο κορμί.


"Ενός λεπτού σιγή"


"Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας

κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,

έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,

ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,

έστω και μία φορά;

Είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή

για τους απεγνωσμένους;"


Ο ποιητής ενάντια στις τιμητικές διακρίσεις


Ο Χριστιανόπουλος υπήρξε ένας λογοτέχνης με έντονη προσωπικότητα και απέφυγε τις βραβεύσεις, τις τιμές και την κοινωνική καταξίωση. Χαρακτηριστική είναι η άρνησή του να αποδεχτεί το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων το 2011, δηλώνοντας: «Εγώ δεν θέλω βραβεία και τιμητικές διακρίσεις. Δεν θέλω να εξαγοράζομαι.»


Χαρακτηριστικό της στάσης του ήταν και το κείμενο του για τους "ψευτοδιανοούμενους":

"ΚΟΥΛΤΟΥΡΙΑΡΗΔΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στη γνώση και την πληροφόρηση και λιγότερη στο αίσθημα και το βίωμα. Ό,τι έμαθαν ή δεν έμαθαν έχει γι` αυτούς μεγαλύτερη αξία από τη σκέψη. Κουλτουριάρηδες βρίσκονται σ` όλες τις εποχές. Στην αρχαία Ελλάδα τούς κοροϊδεύει πολύ άσχημα ο Αριστοφάνης επειδή χρησιμοποιούσαν πάντα καινούριες και παράξενες λέξεις για να ξιπάσουν τον κόσμο. Και οι σοφιστές ήταν ένα είδος κουλτουριάρηδων της εποχής τους, γιατί έδωσαν πολλή σημασία στη γνώση και όχι στη σωστή κρίση.


ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ, ΟΤΑΝ ΛΕΓΑΜΕ «ΟΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ» ή «οι άνθρωποι των γραμμάτων», νιώθαμε κάτι σαν δυσφορία και ενόχληση, γιατί καταλαβαίναμε ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν ξεφύγει πολύ από τη ζωή εν ονόματι δήθεν της τέχνης. Αυτοί νομίζανε ότι, επειδή ήτανε άνθρωποι των γραμμάτων, έπρεπε να μιλούν με ειδικό λεξιλόγιο, να καταλαβαίνονται μεταξύ τους, κι ας μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι.




ΣΕ ΤΕΛΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ, ΟΙ ΚΟΥΛΤΟΥΡΙΑΡΗΔΕΣ είναι ψευτομορφωμένοι. Μόνο ένας ψευτομορφωμένος μπορεί να χρησιμοποιεί λεξιλόγιο που ξιπάζει και ξαφνιάζει, ή να μεταχειρίζεται ωραίες λέξεις και φράσεις για να κάνει εντύπωση, ενώ κατά βάθος δεν κατέχει τη γλώσσα και δεν τη χρησιμοποιεί σωστά.


ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΑΠΟΚΑΛΟΥΜΕ γλώσσα των κουλτουριάρηδων είναι ένα κουρκούτι από νεόκοπες λέξεις, από ξένες αμετάφραστες λέξειςκαι από λέξεις παρμένες από διάφορες επιστήμες, λ.χ. «η μεταστοιχείωση της ντεμί νομενκλατούρας». Μ` ένα τέτοιο κουρκούτι στο τέλος δεν βγάζουν νόημα ούτε αυτοί, ούτε φυσικά κι εμείς. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη «δομή» που αναφέρεται στον χώρο, ενώ η λέξη «διαδικασία» αναφέρεται στον χρόνο. Τι θα λέγατε όμως αν ξαφνικά διαβάζατε «δομικές διαδικασίες» ή «διαδικαστικές δομές»;


ΡΩΤΗΘΗΚΑΝ ΚΑΠΟΙΟΙ ΝΑ ΤΙΣ ΕΞΗΓΗΣΟΥΝ, μα δεν μπόρεσε κανείς. Γιατί όπως καταλαβαίνετε, πρόκειται για μπαρούφες. Τι μπορεί λοιπόν να σημαίνουν οι δύο αυτές φράσεις, όταν στην καθεμία το επίθετο αναιρεί το ουσιαστικό; Αλλά τι θα λέγατε αν αυτή η φράση γινόταν ολόκληρη πρόταση; Διαβάστε λοιπόν: «Όταν οι δομικές διαδικασίες λειτουργούν ανασταλτικά μέσα στον χώρο του μεταμοντέρνου…». Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς σ` αυτή τη φράση; Πρώτα πρώτα πόσοι ξέρουν τον όρο «μεταμοντέρνο»; Κι έπειτα, τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στον χώρο του «μεταμοντέρνου», εάν λειτουργήσουν ή δεν λειτουργήσουν οι «δομικές διαδικασίες»;


ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΑ ΚΑΙ ΓΙ’ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΤΑ ΓΡΑΦΕΙ και γι` αυτόν που τα διαβάζει. Είναι αλαμπουρνέζικα. Και σκεφτείτε ότι σαν κι αυτή τη φράση υπάρχουν χιλιάδες, που επαληθεύουν τα τρία χαρακτηριστικά των κουλτουριάρηδων: Πρώτον ότι δεν γνωρίζουν καλά τις λέξεις και τις έννοιές τους (κάποιος έγραφε τη λέξη «ενδιαίτημα» και εννούσε «ένδυμα»!), δεύτερον θέλουν να ξιπάσουν τους άλλους με διάφορες ακαταλαβίστικες λέξεις και τρίτον, δεν έχουν χωνέψει καλά αυτό που λένε. Χώρια που δεν τα καταφέρνουν ούτε και με το συντακτικό και μπερδεύονται.

ΒΕΒΑΙΑ ΤΟ ΜΠΕΡΔΕΜΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΩΤΑ στο μυαλό. Πάντως μ` αυτά και μ` αυτά, καταφέρνουν να κομπλεξάρουν πολλούς, και καμιά φορά όλους, ενώ συντελούν στο να πάει η γλώσσα μας κατά διαόλου.

ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΑΝΑΡΩΤΗΘΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ, ότι αφού αποδεχόμαστε την ερμητική γραφή ορισμένων ποιητών, γιατί να μην αποδεχτούμε και τον δυσνόητο τρόπο γραφής των κουλτουριάρηδων; Από μία άποψη, κι ο ποιητής θα έπρεπε, οποιαδήποτε τεχνοτροπία κι αν ακολουθεί, να γράφει κατά τρόπο κατανοητό, για να μπορεί ο αναγνώστης να τον καταλαβαίνει. Γιατί, τι να την κάνουμε την οποιαδήποτε ποίηση, όταν έχει κοπεί η γέφυρα της επικοινωνίας; Τι να τα κάνουμε τα ερμητικά ποιήματα, όταν δεν τα καταλαβαίνει κανείς; Κι αφού δεν μας λένε τίποτε, πώς είναι δυνατόν να μας συγκινήσουν;

ΒΕΒΑΙΑ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΧΕΙ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ ΟΤΙ γράφει για να εκφράσει τον εαυτό του, αν και πάλι θα μπορούσε να πει κανείς ότι ένας ποιητής που εκφράζεται ερήμην του αναγνώστη, τι σόι ποιητής είναι; Και αν ο σουρεαλισμός στην πρώτη φράση το παραξήλωσε, τι να πούμε για τους σημερινούς σουρεαλιστές της αρπακόλλας, που γράφουν ό,τι τους κατέβει; Πάντως ο στοχαστής, επειδή δεν έχει καν τη δικαιολογία της έμπνευσης κι επειδή ο στόχος του είναι η συζήτηση με τον αναγνώστη, δεν θα έπρεπε να είναι ακαταλόγιστος σαν τους μοντέρνους ποιητές.

ΚΑΠΟΙΟΙ ΙΣΧΥΡΙΖΟΝΤΑΙ ΠΩΣ ΕΤΣΙ ΕΜΠΛΟΥΤΙΖΕΤΑΙ η γλώσσα μας, ενώ η απλότητα και η σαφήνεια διατηρούν τη γλώσσα στάσιμη. Αν όμως ο εμπλουτισμός της γλώσσας γίνεται αιτία για να θριαμβεύσει η ακατανοησία, μήπως θα έπρεπε να προτιμήσουμε κάποιες φυλές της Αφρικής που συνεννοούνται μόνο με τριακόσιες λέξεις;

Η ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΑΥΤΟΥ οφείλεται όχι μόνο στην ημιμάθεια των περισσότερων κουλτουριάρηδων αλλά και στον εγωισμό τους.Δεν θα μπορέσουν ποτέ οι άνθρωποι αυτοί να ακούνε περισσότερο απ` όσο μιλάνε, να σκέφτονται περισσότερο απ` όσο γράφουν, και να περνούν κάθε πληροφορία από το κόσκινο της κρίσης.


ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ ΑΥΤΟ, ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑΠΕΙΝΟΣ, να μη νομίζει πως αυτός τα ξέρει όλα και κανείς άλλος. Να μη λέει διαρκώς «εγώ νομίζω», «εγώ πιστεύω», «έχω τη γνώμη» και τα συναφή. Μέσα σ` αυτό το βραχυκύκλωμα ημιμάθειας και εγωισμού, χωρούνε αριστεροί και δεξιοί, εφημερίδες και τηλεόραση, και ορθόδοξοι και νεο-ορθόδοξοι.

Κληρονομιά και Επίδραση

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος άφησε πίσω του ένα πλούσιο έργο που εξακολουθεί να διαβάζεται και να μελετάται. Ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από μεγάλους Έλληνες συνθέτες, όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Σταύρος Κουγιουμτζής και ο Διονύσης Σαββόπουλος, διατηρώντας ζωντανή την επίδρασή του στη σύγχρονη ελληνική κουλτούρα.

Η φωνή του Χριστιανόπουλου παραμένει δυνατή και επίκαιρη, υπενθυμίζοντάς μας τη δύναμη της αυθεντικότητας, της απλότητας και της ανθρώπινης ευαισθησίας στη λογοτεχνία.

Παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του ένας "αιρετικός" ποιητής, που δεν δίσταζε να εκφράσει τη γνώμη του χωρίς φίλτρα και συμβιβασμούς. Η ποίησή του συνεχίζει να συγκινεί και να εμπνέει, με το ατόφιο, ειλικρινές και βαθιά ανθρώπινο ύφος της.





Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

Ντίνος Χριστιανόπουλος : Η ποίησή μου δεν ταιριάζει με τίποτα, παρά μόνο με του Καβάφη.

Με αφορμή την γέννηση του μεγάλου μας ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, του άρρηκτα συνδεδεμένου ποιητή με την Θεσσαλονίκη αναδημοσιεύουμε την συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στον ποιητή Γιώργο Χρονά για το περιοδικό SOUL το 2006.

***


Το 2006, ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος που πέθανε σε ηλικία 89 ετών, υποδέχτηκε στο σπίτι του στις 40 Εκκλησιές Θεσσαλονίκης τους φωτογράφους του SOUL, Κώστα Αμοιρίδη και Νίκο Καρδαρά, για να φωτογραφηθεί για το περιοδικό της ATHENS VOICE και τη συνέντευξη που παραχώρησε στον ποιητή, συγγραφέα κι εκδότη του λογοτεχνικού περιοδικού Οδός Πανός, Γιώργο Χρονά. 

Επτά γάτες του κρατούν συντροφιά. Και στα ράφια, ποιήματα της Σαπφούς, Ηρόδοτος, Πλάτωνας, Θουκυδίδης. Στο σπίτι του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, στις Σαράντα Εκκλησιές, η συνέντευξη αρχίζει. 


Οι γάτες σας τι κάνουνε;

Ερωτεύονται αβέρτα. Τελειώνει η μια, αρχίζει η άλλη. Τελειωμό δεν έχει. Είναι και πολλές: πέντε μέσα στο σπίτι και δύο απέξω. Θηλυκές. Εγώ, ξέρεις, δεν τις έχω στειρώσει και, επομένως, ζούνε τη φυσική τους ζωή και την ευχαριστιούνται. Και είναι πολύ ευτυχισμένες, που έχουν τέτοιο αφεντικό. Και, βέβαια, έξω από την πόρτα μου περιμένουν οι γάτοι να ορμήσουν. Εάν τις χαϊδέψω, γουργουρίζουν. Μόνο η γάτα μπορεί να εκφράζει με απλό χουρχούρισμα τα αισθήματά της, που είναι δύο διαφορετικά: απόλαυση και ευγνωμοσύνη. Χαίρομαι που το ζω. Όταν είμαι έξω και δουν ότι έρχομαι, ορμούν από πολύ μακριά, τουλάχιστον 250 βήματα από πριν, και με συνοδεύουν. Είναι γελοίο θέαμα. Γελοίο, δεν μπορείς να φανταστείς, αλλά τι να κάνω.

Έχουν ονόματα;

Έχουνε, βέβαια. Τα φωνάζω τρυφερά και χαϊδευτικά και τρελαίνονται. Η μεγάλη, η γριά, λέγεται Αραπίνα. Το «Αραπίνα» βγαίνει από τις «Αραπίνες», το τραγούδι του Τσιτσάνη. Η κόρη της Αραπίνας λέγεται Μούσι. Η Μούσι, της Μούσις, διότι πράγματι εδώ από κάτω έχει πολύ μαύρο και είναι σαν ένα μούσι. Μπαίνω στο σπίτι μου και λέω: από δω η Μούσι και όλοι την γκαμούσι. Αλλά, τι να σας πω, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι. Η αδελφή της Μούσι είναι η Μιραμάρ. «Μιραμάρ» στα γαλλικά σημαίνει «ο καθρέφτης της σάλας». Η Μιραμάρ είναι χαριτωμένη, αυτή μ’ αγαπάει πάρα πολύ. Είναι όλες μαύρες με λίγο άσπρο, εκτός από την Αραπίνα, που είναι κατάμαυρη. Η Μιμαμάρ είναι το πιο αγαπημένο μου γατάκι, κι αυτό μ’ αγαπάει πολύ. Δύο από τα παιδιά της Μούσι είναι η Γαβριέλα και η Εμμανουέλλα. Από επώνυμα κινηματογραφικά έργα. Και είναι καλές. Ιδίως η Γαβριέλα είναι πολύ καλή. Υπάρχει και μια αδελφή της Μούσις, που τη λέω Αρσινόη. Είναι αρχαίο ελληνικό, που το είχαν οι Έλληνες της Αιγύπτου. Υπήρχε ένας νομός που λεγόταν Αρσινοήτης. Τον αναφέρει και ο Καβάφης. Η Αρσινόη, παμπάλαιο μακεδονικό όνομα, στη δυναστεία των Μακεδόνων, δηλαδή των Πτολεμαίων, ήταν η γιαγιά της Κλεοπάτρας. Η Αρσινόη, κατά τα χνάρια της μαμάς της, της Αραπίνας, δεν εννοεί να κάτσει ούτε μία μέρα χωρίς έρωτα. Τι θα γίνει εδώ, μαζεύεται ολόκληρο σύνταγμα. Τέτοια πράγματα μου κάνει. Το καθένα από αυτά είναι χαριτωμένο. Η Αραπίνα είναι κρύα προς τους άλλους, μόνο τρυφερή προς εμένα, και η Μούσι είναι λίγο κακιά. Και προς τα παιδιά της και προς τους άλλους. Αλλά και αυτή, παρ’ όλα αυτά είναι καλή. Δεν ξέρω τι θα γίνει με τα γατιά. Πάντως τα ταΐζω, τα ποτίζω, με ζωοτροφές, βέβαια, και είναι ευτυχισμένα που ξέρουν ότι τη συγκεκριμένη ώρα έχουν την τροφή τους και δε θα πεινάσουν με τίποτα.

Κοιμάστε μαζί τους;

Όχι. Αλλά αν δεν κοιμούμαι στο κρεβάτι, αφήνω τη Μιραμάρ να πηγαίνει και να κοιμάται μόνη της. Το απολαμβάνει ιδιαίτερα. Η μαμά μου κοιμούνταν με τα γατιά.

Τα έχετε για συντροφιά;

Εγώ θέλω να μου κάνουν συντροφιά την ώρα που γράφω, που διαβάζω. Έρχονται, ξύνονται στο χαρτί, δε θέλουν να γράφω, θέλουν να ασχολούμαι με αυτά. Ως εδώ καλά. Πάντως, περνούμε ωραία. Έρχονται διάφοροι και με ζηλεύουν.

Που είστε ευτυχισμένος;

Που έχω γατιά. Ήρθε χτες μια γιαγιά κουβαλώντας το μικρό εγγονάκι της, που ξετρελάθηκε με τα γατιά μου, και μου έλεγε, «τι ωραία που θα ήταν να είχαμε κι εμείς ένα γατί, παρ’ όλα αυτά δεν έχουμε. Και ξέρετε πόσο μου κοστίζει για το μικρό το παιδάκι; Το ’χει τόσο πολύ ανάγκη». «Τι να σας κάνω, εσείς δεν τρώγεστε ούτε ωμή ούτε ψημένη», λέω. Γι’ αυτό, βεβαίως, με τίποτα δε θα καταφέρει να έχει ένα γατάκι, γιατί τα γατιά θέλουν αγάπη και στοργή. Δε θέλουν κουραφέξαλα. Το άλλο γατί, που είναι αδελφός της Αραπίνας, είναι κατάμαυρο κι αυτό. Δεν μπορείς να φανταστείς πώς το έχω βαφτίσει: Ιράκ. Γεννήθηκε την ημέρα που μπήκανε οι Αμερικανοί στο Ιράκ, για να σώσουν την παγκοσμιοποίηση. Και λέω, να το βαφτίσω Ιράκ, για να θυμούμαι τη θεάρεστη αυτή πράξη. Για να πάνε την Μπάρμπι στο Ιράκ. Δεν ασχολούμαι με τα πολιτικά, αλλά είναι πράγματα αυτά;


Μάθατε για το θάνατο του Μιλόσεβιτς;

Ήτανε τόσο φοβερό μούτρο, αλλά κοντεύει να γίνει άγιος, γιατί, όταν ένας πέφτει στα χέρια των εχθρών, αυτό είναι το αποτέλεσμα.

Πλατωνική είναι η ποίησή σας;

Η ποίησή μου δεν ταιριάζει με τίποτα, παρά μόνο με του Καβάφη. Από τους αρχαίους, λιγότερο από όλους διαβάζω τους φιλοσόφους, όμως, προτιμώ περισσότερο τον Πλάτωνα, που βρίσκεται πολύ κοντά σε μένα. Ο Αριστοτέλης με αφήνει αδιάφορο εντελώς. Τον θεωρώ επιστήμονα. Δεν έχει καμία σχέση με τη λογοτεχνία. Εκείνοι που διαβάζω πολύ είναι οι ιστορικοί.

Θα έλεγα ότι τα διηγήματά σας είναι σαν ιστορικών, Θουκυδίδης, Ηρόδοτος…

Μερικά θυμίζουν Ηρόδοτο. Ιδίως οι «Ρεμπέτες του ντουνιά» θυμίζουν πολύ. Και επειδή δεν μπορώ να τον πλησιάσω, επειδή είναι άλλο πράγμα, απλώς τον διαβάζω και τον θαυμάζω. Πολύ σπουδαίοι είναι ο Θουκυδίδης και ο Ηρόδοτος, ακόμα και ο Ξενοφών, αν και διαφέρουν μεταξύ τους. Ο Θουκυδίδης ψάχνει να βρει την αλήθεια μέσα από τις ανθρώπινες πράξεις. Είναι δηλαδή πολύ στοχαστικός. Ο Ηρόδοτος διηγείται ωραίες ιστορίες, είναι παραμυθάς. Μάλιστα, μερικές φορές τις κάνει σχεδόν παραμύθι. Αυτοί είναι μεγάλοι συγγραφείς. Ό,τι και να κάνουμε, το πολύ πολύ μπορούμε να τους καταλάβουμε, αλλά να φτάσουμε στο επίπεδό τους, είναι αστείο.

Είναι η μέθοδός τους, ο τρόπος τους; Εγκέφαλο είχαν, σαν κι εμάς. Δεν είχαν τηλεοράσεις, σινεμά και άσφαλτο.

Η λογοτεχνία του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. είναι το κάτι άλλο. Δε θα ξαναγίνει ποτέ. Τα βραδάκια κάθομαι και διαβάζω λίγο Ηρόδοτο και λίγο Θουκυδίδη. Αλλά θα σου πω και κάτι άλλο που διαβάζω πολύ: αρχαία ποίηση.


Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας;

Η Σαπφώ, βέβαια. Η οποία είναι τρομερό πράγμα, κάτι σαν τον Θουκυδίδη. Και μη νομίζεις ότι έχω μεταφράσει Σαπφώ, κάτι ψίχουλα. Επτά, οκτώ αποσπασματάκια.

Η δήλωση του Ηράκλειτου: αυτούς που ακούνε, διαβάζουν και παίζουν Όμηρο να τους κτυπάνε με βέργες; Δεν μπορούσε καθόλου τον Όμηρο.

Εμένα μου αρέσει πάρα πολύ. Άλλος εχθρός του Όμηρου είναι και ο Πλάτωνας, και αυτός δεν τον χωνεύει. Ο καθένας που δε χωνεύει τον Όμηρο έχει και μια αιτία. Αυτές οι αιτίες δεν ισχύουν στη συνείδησή μου. Δηλαδή, ο Πλάτων λέει ότι, εφόσον ο Όμηρος εμφανίζει τους θεούς να ερωτεύονται, είναι απαράδεκτος. Εμένα δε μου φαίνεται άσχημο να βάζεις τους θεούς να ερωτεύονται. Βλέπεις και πώς λειτουργούν οι σχέσεις. Ο Όμηρος είναι πάρα πολύ ωραίος. Αλλά έχει έναν δικό του κόσμο. Αν δεν μπορείς να μπεις σε αυτόν τον κόσμο, σε αφήνει αδιάφορο.

Σας λείπουν οι ποιητές από την πόλη της Θεσσαλονίκης; Πώς αισθάνεστε μετρώντας τα κενά και τις απουσίες;

Τους ποιητές της πόλης τους θαύμαζα όσο ήμουν μικρότερος, αλλά όσο μεγαλώνω τους θαυμάζω λιγότερο. Έχουνε μετριότητες και αδυναμίες. Επειδή ανέκαθεν είχα τοποθετήσει τον καθένα στη θέση του, είδα ότι δεν έπεσα σχεδόν ποτέ έξω. Ο Θέμελης, λόγου χάριν, φιλοσοφεί και όντως ήταν σπουδαίος ποιητής, έχει, όμως, πολύ τη φιλοσοφία της άρπα κόλα. Τόσο πολύ και τόσο φτηνή, που είχα προβλέψει ότι, παρά το ταλέντο του, θα καταρρεύσει. Δεν έπεσα έξω.

Μοιάζει με τον Καρούζο;

Ο Θέμελης είναι μία γενιά πριν από τον Καρούζο. Αυτή η γενιά, γενιά του ’30, αγωνίστηκε να φτιάξει τη δική της εκφραστική από το τίποτε. Εδώ πάλεψαν πολύ και είναι άξιος ο μισθός τους. Ο Καρούζος είναι περίπου σαν εμένα, τα βρήκε όλα έτοιμα και δε δυσκολεύτηκε, δεν κουράστηκε καθόλου να εμφανιστεί ως ο σπουδαίος ποιητής, ενώ δεν είναι. Ενώ ήταν κομμουνιστής και ενώ παράσταινε τον κομμουνιστή, έκανε κάτι ανόητα πράγματα, που δεν τρώγονται με τίποτα. Δηλαδή, έγραφε κάθε λίγο και λιγάκι του «Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Με τον Χριστό δεν έχει καμία σχέση. Έχει σχέση με τον κομμουνισμό. Για τον κομμουνισμό δε γράφει, για τον Χριστό, με τον οποίο δεν έχει καμία σχέση, γράφει. Αλλά αυτά που γράφει δε με πείθουν. Έλεγα, λοιπόν, από πολύ νωρίς ότι αργά ή γρήγορα θα πέσει και ο Καρούζος, για το λόγο ότι είναι ψεύτικος. Άλλα πιστεύει, άλλα αισθάνεται και άλλα γράφει. Αυτή ήταν η αιτία που μαλώσαμε, γιατί ήμασταν φίλοι κι έχω μεγάλη αλληλογραφία. Τώρα μου φαίνεται όχι απλώς ξεπερασμένος, ξοφλημένος. Και να σκεφτείς ότι ο άνθρωπος αυτός είναι ο μόνος ποιητής που κατέκρινα στην ουσία, όπως και τον Ελύτη, για έναν και μόνο λόγο: γιατί δε δούλευαν και ήταν τεμπέληδες. Και ο μεν Ελύτης είχε και μια βιομηχανία από πίσω του. Ο Καρούζος είχε το φούρνο του μπαμπά του. Αφού τα έφαγε όλα και ανάγκασε τον μπαμπά να πουλήσει το φούρνο, όταν δεν είχε πια λεφτά να του στέλνει, το έριξε στις γκόμενες. Από κάθε γκόμενα τρυγούσε το καθημερινό σιτηρέσιο. Και του πήγαιναν οι γκόμενες κάθε μέρα φαΐ. Ε, το θεωρώ από κάθε άποψη ανάξιο για έναν ποιητή να τον ταΐζει η γκόμενα. Μέχρι τέλους ο ευλογημένος πεινούσε, αλλά δε δέχτηκε να δουλέψει. Είναι αυτά σοβαρά πράγματα; Ή μήπως αυτά είναι χριστιανικά; Δε μου αρέσει και κάτι άλλο που έκανε: θα ξέρεις, βέβαια, ότι εγώ από πολύ νωρίς ήμουν εχθρός των βραβείων, των τιμητικών διακρίσεων και των λογοτεχνικών συντάξεων. Επειδή από πολύ νωρίς είπα ότι δε δέχομαι λογοτεχνική σύνταξη, κράτησα το λόγο μου, δεν υπέβαλα ποτέ αίτηση, με αγνόησε το κράτος, πώς ζω ή αν ζω, και εγώ τους αγνόησα. Και εν πάση περιπτώσει, δεν πέθανα. Οι συντάξεις αυτές ήταν όπως οι συντάξεις αυτών που πήραν μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Στην Εθνική Αντίσταση πήρε μέρος το 1/20 του ελληνικού λαού, τις συντάξεις πήρε το 99%. Οι πάντες. Δηλαδή είναι ένα κόλπο για να βολέψουμε τους ημετέρους. Και αυτό πια δεν είναι παρά η κοινή αλήθεια. Το ίδιο πράγμα και με τις λογοτεχνικές συντάξεις. Θυμούμαι κάποιον ανεκδιήγητο, που ήταν μετριότατος, ένας ασήμαντος επαρχιώτης λογοτεχνίσκος, που αντέγραφε τις εκτοφιλοσοφίες του γλυκού νερού και, μάλιστα, αντέγραφε κατά τρόπο υπερβολικό τον Βασίλη Φράγκο. Ο Βασίλης Φράγκος δεν πήρε σύνταξη, ο αντιγραφέας του, όμως, έπαιρνε μια παχουλή σύνταξη. Οι συντάξεις αυτές, δεν ξέρω, αλλά νομίζω ότι ήταν δυο ειδών: οι συνηθισμένες και οι διακεκριμένες. Διακεκριμένη σύνταξη, ως σούπερ ποιήτρια, έπαιρνε η Καρέλλη. Που τώρα το βρίσκω υπερβολικό, γιατί η Καρέλλη, την οποία από μικρός θαύμαζα κι έχω γράψει κατ’ επανάληψη πολλά σπουδαία γι’ αυτήν, πολύ πριν πεθάνει, είχε ξεφουσκώσει και είχε πέσει πολύ. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς τους έπεισε και έπαιρνε την εξαιρετική σύνταξη, που ήτανε διπλάσια. Αυτή τη διπλάσια σύνταξη δεν ξέρω αν την έπαιρνε κανείς άλλος. Και για χατίρι αυτής αρνήθηκε ο Καρούζος την κανονική, λέγοντας «εγώ δικαιούμαι να παίρνω διπλή». Αλλά η επιτροπή που τους έκρινε για να παίρνουν τις συντάξεις, τον έκρινε ποιητή δευτέρας κλάσεως. Εγώ με πολλή αγάπη θα τον χαρακτήριζα τρίτης κλάσεως. Θέλω να σου πω ότι με τέτοια, είτε σοβαρά είτε φαιδρά είτε παρδαλά, δε γίνεται ούτε απόδοση δικαιοσύνης ούτε τα πράγματα προχωρούνε σωστά. Αυτά είναι φαιδρότητες. Ποιο είναι αυτό το κράτος που θα αποφανθεί ότι ο ένας αξίζει τη διπλάσια σύνταξη και ο άλλος αξίζει την κανονική; Θα μου πεις, ήταν κατάσταση αυτή, του Καρούζου; Όχι βέβαια. Αλλά έτσι όπως έγιναν σκατά όλα, σκατά και το κράτος, σκατά και ο Καρούζος. Φρικτό.

Όλα αυτά μοιάζουν σαν να ήθελε ο Καρούζος να ανήκει στα βαρέα επαγγέλματα, όπως οι οικοδόμοι, που παίρνουν μεγαλύτερη σύνταξη.

Ως το τέλος καθότανε με την γκόμενα, έκανε ό,τι έκανε, έτρωγε και το τάπερ, αυτή ήταν η ζωή του. Αν είναι δυνατόν αυτό να λέγεται ποιητής. Ντροπή. Ντροπή. Εγώ αυτούς τους δύο γνώρισα, δεν ξέρω. Και με τον Ελύτη είχα μεγάλη φιλία. Τον εκτιμούσα, τον αγαπούσα, δεν δίστασα να πω ότι ο Ελύτης είναι σπουδαίος ποιητής, αλλά πρέπει να πω ότι έχω μία επιφύλαξη. Δε δούλεψε ποτέ. Και αυτό, για μένα, είναι απαράδεκτο. Δεν είναι δυνατόν να αγνοείς την πείρα και τα βιώματα ενός ανθρώπου που υποφέρει για το μεροκάματο. Να τα έχει όλα εξασφαλισμένα και να κλαίγεται γιατί τον τάιζε η μαμά του; Λέγονται αυτά; Ευτυχώς, γρήγορα πρόλαβε και πήρε το Νόμπελ, για να τον ταΐζει το Νόμπελ. Με το σπαθί του, με τα όλα του, πήρε το Νόμπελ. Μετά το Νόμπελ, άρχισε σιγά-σιγά να πέφτει. Έχει πέσει πάρα πολύ ο Ελύτης. Και διεθνώς δεν αναγράφονται οι Νομπελίστες, είχα μάθει ότι και ο Σεφέρης και ο Ελύτης έχουν διαγραφεί. Τι νόημα έχει το Νόμπελ; Σε παρακαλώ. Τι νόημα έχει; Ντροπή! Και αναμφισβήτητα ο Σεφέρης είναι και αυτός συγκροτημένος και πιο σωστός ποιητής. Αλλά το παγκόσμιο κοινό είναι αδέκαστο. Διαγράφηκαν και οι δύο. Εγώ δεν είδα, το έχω ακούσει, εύχομαι να είναι ψεύδος. Λένε ότι δεν είναι ψεύδος. Σκέψου ότι από την Κύπρο ετοιμάζονταν να χρίσουν υποψήφιο για το Νόμπελ τον Κώστα Μόντη. Αν είναι δυνατόν! Αλλά μην ξεχνάς ότι και από τη Θεσσαλονίκη υπάρχει ένας υποψήφιος, που δεν τα ’βαλε κάτω. Ο Βαρβιτσιώτης. Ο Βαρβιτσιώτης λέει, «έχω πάρει 66 βραβεία. Ε, δε δικαιούμαι πια και το Νόμπελ;» λέει. Είναι να ξεκαρδίζεσαι. Του λέω του Βαρβιτσιώτη: «Αυτό που κάνεις δεν ξέρω αν σε δικαιώσει ή απλώς αποκαλύπτει πόσο είσαι μωροφιλόδοξος. Ξέρω, όμως, ένα πράγμα: όταν πεθάνεις, οι νεκροθάφτες που θα μεταφέρουν τα στεφάνια σου θα σε βαρυγκωμούν από το βάρος τους και τα παράσημα σου. Και τι έγινε;» λέω. «Την ώρα που θα πεθαίνεις, θα ’ρθω και θα σου πω, “Τάκη μου, φάε βραβεία”».


Πηγή: Athens Voice

Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Αφιέρωμα | Τύψεις | Ντίνος Χριστιανόπουλος


όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει
 η ηλικία της σεμνότητας, αισθάνομαι 
τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου
 από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν: 
δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια 
φώτα που πέσαν πάνω μου ανελέητα
 λόγια πιο πρόστυχα κι απ' τις χειρονομίες - 
μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου 
όταν γυρνώ αργά το βράδυ και τη βρίσκω 
μ' ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει 
βουβή ξενυχτισμένη και χλομή 

Painting: Pablo Picasso

Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης | Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας | Ντίνος Χριστιανόπουλος


Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
ποτὲ δὲ λένε τὴν ἀλήθεια
ὁ κόσμος ὑποφέρει καὶ πονᾷ
κι ἐσεῖς τὰ ἴδια παραμύθια

Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
εἶναι πολὺ ζαχαρωμένα
ταιριάζουν σὲ σοκολατόπαιδα
μὰ δὲ ταιριάζουνε γιὰ μένα.


Φωτογραφία: Σπύρος Στάβερης



Ποιήματα
ἔκδ. Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, 1992