Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Καλλινάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Καλλινάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

Ωδή στη Χαρά( Μέρος γ΄) | Γιώργος Καλλινάκης


3ο μέρος

[...]
Ε, σου μιλάω. Ναι, μη σκέφτεσαι αν εννοώ εσένα, εσένα εννοώ. Κάτι είχες ψιλιαστεί, έτσι κι αλλιώς από την αρχή. Νόμιζες πως θα ήσουν ασφαλής, απλά διαβάζοντας;Όντως;;

Ξύπνησες.

Ο παλμός σου είναι γρήγορος. Πολύ-πολύ γρήγορος. Άνοιξε τα μάτια σου. Άνοιξε τα μάτια σου, πρέπει να προσπαθήσεις να το κάνεις. Σε έχει κατασπαράξει ο φόβος, το ξέρω, νοιώθεις το μυαλό να σε...αφήνει. Και υπήρχε η εποχή που εμπιστευόσουν το μυαλό σου, θυμάσαι;;  Σε νομίζεις μόνο. Σε νομίζεις σπασμένο. Ίσως να είναι έτσι-ίσως να τρελάθηκε ο κόσμος-ίσως και τα δύο. Ή ίσως έχεις μια πολύ κακιά μέρα κι απλά..κουράστηκες.Σκέφτεσαι πως η άγκυρα που είχες,μάλλον έχει κοπεί και τώρα είσαι απλά αφημένος απέναντι σε μια καταιγίδα, με ένα καράβι που πια δεν είσαι σίγουρος πως δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια πρόχειρη σχεδία. Αλλά πρέπει να ηρεμήσεις. Δεν σου δίνεται να χαωθείς. Έλα, άνοιξε τα μάτια σου και θα τα βρούμε όλα! Όχι; Οκ....

Άνοιξε τα μάτια σου τουλάχιστον. Άνοιξε τα μάτια σου, πρέπει να προσπαθήσεις να το κάνεις. Ξέρω πως έχεις κοκαλώσει απ’ τον τρόμο σου και νοιώθεις ασφαλής μέσα στο σκοτάδι σου αλλά είναι ψεύτικα εδώ μέσα. Δεν υπάρχουν αληθινά πράμματα, εδώ. Ασφάλεια σπλάχνο απ’ τα σπλάχνα τρόμου; Και ξέρεις, ω ναι εσύ ξέρεις, αληθινό σκοτάδι δεν υπάρχει εκεί που δεν βλέπεις τίποτα. Υπάρχει, και σου ψιθυρίζει αφού αρχίσεις να βλέπεις-και ουρλιάζει αφού αρχίσεις να αντιλαμβάνεσαι. Σε ψεύτικο σκοτάδι είσαι. Ψεύτη. Δεν σε βοηθάει, μη νομίζεις το αντίθετο, να παραμένεις εδώ μέσα. Άνοιξε τα μάτια σου. Όχι; Οκ...

Το βρήκα! Το ρολόι. Έχει ένα ρολόι στο βαγόνι, θυμάσαι; Συγκεντρώσου στο ρολόι. Άκου τους χτύπους του. Άφησέ τους να δονήσουν το μέσα σου. Ακολούθα τους. Μπράαβο. Γεννιούνται κύκλοι στο σκοτάδι σου. Χτύπος και κύκλος. Και οι κύκλοι μεγαλώνουν μέχρι που χάνονται. Και νέοι ξαναγεννιούνται. Όλοι πάνω στου χτύπους. Δονείσαι όλος τώρα. Κύκλοι γεννιούνται μεγαλώνουν και χάνονται. Και ξανά από την αρχή. Και με κάθε κύκλο που πεθαίνει εσύ ρουφάς ενέργεια. Και ζεσταίνεσαι. Και ζωντανεύεις. Το μυαλό σου αναριγεί από ευχαρίστηση και τα ματόκλαδά σου έχουν αρχίσει να κινούνται. Χτύπος και κύκλος. Με κάθε πρέζα ενέργειας που παίρνεις από τον θάνατο κάθε κύκλου πρέπει να δώσεις λίγη για να γεννηθεί ο επόμενος. Μη πέσεις στην παγίδα της απληστίας δεν θα βγεις απ’ το ψευτο-σκοτάδι σου ποτέ. Και σου είναι τόοοσο γλυκιά η σκέψη να κρατήσεις όλη την ενέργεια, όλη αυτή την ζωντάνια για τον εαυτό σου. Μα πρέπει να γεννηθεί ο επόμενος. Χτύπος και κύκλος.

Χτύπος και κύκλος μέχρι που τα ματόκλαδά σου τρεμοπαίζουν. Αρχίζεις και αποκτάς επαφή με τις αισθήσεις πάλι. Μετά από όχι πολύ ώρα, ανοίγεις τα μάτια σου. Και βλέπεις το ξεθωριασμένο μπεζ στο ταβάνι του βαγονιού. Έχεις ιδρώσει. Βασικά έχεις γεμίσει το προσκεφάλι σου με τον ιδρώτα σου. Προσπαθείς να μιλήσεις. Δεν μπορείς. Η ανάσα σου είναι γρήγορη. Ρουφάς αέρα λες και πνιγόσουν μέχρι και πριν λίγο. Βασικά μπορεί και να το ένοιωθες έτσι. Το προσπαθείς αλλά δεν μπορείς καν να κουνηθείς. Μ-Η-Ν αγχωθείς. Ένα-ένα. Άνοιξες τα μάτια σου. Τουλάχιστον κατάφερες αυτό. Μπορείς τουλάχιστον να δεις και την επόμενη μέρα...Συγχαρητήρια!

Τώρα σειρά έχει η μαγεία της κίνησης. Να ξεκινήσουμε με κάτι απλό; Στρίψε τα μάτια σου και δες την καλή κυρία εκεί πέρα.Τα καταφέρνεις: συνεχίζει να γράφει και να καπνίζει-όπως ακριβώς την άφησες-ο μικροκαμωμένος πουθενά. Μπράαβο!! Τώρα συγκέντρωσε την θέλησή σου στο να αισθανθείς το δέρμα στα μπράτσα του καθίσματός σου. Το νοιώθεις;; Νοιώθεις την γλίτσα αλειμμένη πάνω στο δέρμα; Ωραία!! Από ‘δω και πέρα είναι είναι τα εύκολα. Προσπάθησε να τεντώσεις το χέρι σου-όχι προς την κυρία δεν θες να την τρομάξεις, έτσι δεν είναι;-προς τα μπρος, σα να προσπαθείς να πιάσεις την θέση απέναντί σου.Τώρα γύρε, πάλι προς τα μπρος και στόχευσε απλά στο να σε κρατήσουν τα πόδια σου. Τρέμουν λίγο αλλά θα είσαι μια χαρά. Τι σου είπα;-μια χαρά! Και είναι ώρα να σηκωθείς.Επιτέλους..Τώρα με την αρχαία τεχνική‘το ένα πόδι μπροστά από το άλλο’ προσπάθησε να φτάσεις το μπάνιο και να ρίξεις λίγο νερό στο πρόσωπό σου, φαίνεσαι χάλια. Εκεί πέρα είναι, το βλέπεις. Πέρα απ’ την καλή κυρία.

Φτάνεις στην πόρτα του μπάνιου σχετικά σταθερά, αν σκεφτείς την κατάστασή σου. Οι λάμπες φθορίου στο μπάνιο τρεμοπαίζουν. Δεν είναι καθαρά εδώ-‘μη κάτσω πολύ’σκέφτεσαι. Αν και η βρύση είναι λερωμένη, το νερό πάνω σου είναι σχεδόν λυτρωτικό. Σε βοηθάει να αφήσεις πίσω σου την αίσθηση αδυναμίας, που μέχρι πρότινος σε αγκάλιαζε γλυκά, και να αρχίσεις να σκέφτεσαι πιο καθαρά. Δυστυχώς δεν βοηθάει πολύ. ‘Πόσην ώρα ήμουν αναίσθητος;;’,‘Γιατί ήμουν αναίσθητος;;’,‘Μήπως φταίει ο Ηλικιωμένος ή εκείνος ο μικροκαμωμένος τύπος –ποιος ήταν αυτός;;’- Όχι. Δεν άρχισαν τώρα οι διαλείψεις, θυμάσαι;; Άρα το μυαλό σου αρχίζει και... κουράζεται ίσως. Αγχώνεσαι˙ πάλι. Όχι, ‘τέρμα οι τρελές σκέψεις για σένα σήμερα’ σε ηρεμείς. Κι άλλο νερό. Με δύο δάχτυλα αγγίζεις τον λαιμό σου. Συγκεντρώνεσαι στους χτύπους της καρδιά σου και προσπαθείς να τους σταθεροποιήσεις. ‘Ένα βήμα τη φορά’ σκέφτεσαι. Ψάχνεις γύρω σου μια πετσέτα να σκουπιστείς, αν και τώρα που το ξανασκέφτεσαι καλύτερα το χαρτί. Ανοίγεις την πόρτα κι ένα ψυχρό ρεύμα αέρα σε χτυπάει στο πρόσωπο.

Το άφησες να σε αγγίξει παντού και η κόπωση σιγά-σιγά αποχωρεί. Η ζεστασιά αρχίζει και ξαναμαζεύεται στα άκρα σου. Νοιώθεις ξανά ζωντάνια. Ανακτάς ξανά τον έλεγχο. Αν και είσαι στην θέση που είσαι, χαίρεσαι-λίγο!Προχωρώντας προς την θέση σου περνάς δίπλα από την θέση της κυρίας-που-γράφει. Πας να την προσπεράσεις μα δεν αντέχεις στον πειρασμό.Οπότε την πλησιάζεις. Κοντοστέκεσαι και «Σας ευχαριστώ, ήσασταν μεγάλη βοήθεια» της λες περιπαιχτικά αλλά αρκετά διακριτικά για να μη φανεί πολύ. Την περιμένεις έκπληκτη να σου απαντήσει ίσως, «Παρακαλώ;», μα γυρνάει σε κοιτάει γλυκά και σου λέει κουνώντας ευγενικά το κεφάλι της «Χαίρομαι πολύ γι’ αυτό». Καθώς το έκανε χαμήλωσε και το σημειωματάριο της, δίνοντάς σου έτσι την δυνατότητα να ξεκλέψεις μια ματιά προς τα εκεί. Και μέχρι εκείνη τη στιγμή όλα πήγαιναν, σχετικά καλά.

Σχετικά καλά, γιατί αν εξαιρέσεις την τρομακτική εμπειρία της διάλειψης και το ακόμη τρομακτικότερο αίσθημα φρίκης και αδυναμίας που επιφέρει, θα πη-μα δεν ήταν απλά αυτό-θα πήγαινες πίσω στην θέση σου και μέχρι να φτάσεις Ιουβίλη θα προσπαθούσες λογικά και ψύχραιμα να βρεις κάποια άκρη.Επίσης κατάφερες να μη χαθείς στην περιοχή-που-πεθαίνουν-σε-δέντρα-αυτοί-που-όνομα-δεν-έχουν. Ακόμη δεν χρειάστηκε να μείνεις ώρα σ’ εκείνη την κακόβουλη αποβάθρα. Οπότε για σήμερα, μέχρι τώρα σχετικά καλά! Μέχρι τώρα..Το πρόβλημα ήταν εκείνο το μαύρο βιβλιαράκι. Ή ορθότερα σε εκείνο το μαύρο βιβλιαράκι. Το όνομά σου.. Ήταν γραμμένο σε κάθε σημείο της σελίδας. Αυτό ανήκει στα πράμματα που δεν περίμενες-‘Μια Κυρά των Ματιών;;’
«Ο ΣΥΡΜΟΣ ΦΤΑΝΕΙ ΙΟΥΒΙΛΗ. ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΑΠΟΒΙΒΑΣΗΣ-ΕΠΙΒΙΒΑΣΗΣ» αναπαράγουν τα μεγάφωνα.

Σοβαρεύεις απότομα. Το κακέκτυπο προσπάθειας να αισθανθείς καλύτερα –η περιπαικτική σου αυτή διάθεση δηλαδή- διαλύεται˙και το καταλαβαίνει.‘Τι κάνει εδώ μια διαισθητική της Χθων;;’Κοιτάζει για μια στιγμή το τσιγάρο, ξεφυσάει ήρεμα τον καπνό και το σβήνει. Γυρίζει προς σε σένα. Με ένα γλυκό χαμόγελο τεντώνει το χέρι με το βιβλιαράκι και σου γνέφει να το πάρεις. Το ξεφυλλίζεις. Παντού η ίδια εικόνα: το όνομά σου γραμμένο, σε κάθε σελίδα. Προτού προλάβεις να μιλήσεις, σηκώνεται. Μονάχα το παρουσιαστικό της, όπως ορθωνόταν μπροστά σου, αρκούσε για να σου επιβληθεί. Με το εξωτερικό της παλάμης της σου χαϊδεύει τα μαλλιά και το αριστερό μάγουλο,ενώ σου λέει απαλά με γλυκιά πίκρα:«Γλυκό μου πλάσμα, σε κοιτώ μα δεν βλέπω αυτό που βλέπεις στον καθρέπτη. Σπασμένα κομμάτια βλέπω, θάνατο και υποχρέωση». Εκείνη η φωνή, σου έδωσε την αίσθηση πως, έκλεινε μέσα της τον πόνο κάποιου που σε ξαναβρήκε μα πρέπει να σε αφήσει πάλι˙ πρέπει να φύγει πάλι. Φτάνει να σου χαιδεύει τα χέρια. «Η αυλαία σηκώθηκε. Μη ξεχάσεις να κλείσεις την αυλαία φεύγοντας». Πιάνει απαλά το βιβλιαράκι και το παίρνει στα χέρια της. Δίχως να πάρει τα μάτια της από πάνω σου, ανοίγει το βιβλίο απευθείας στην τελευταία του σελίδα. Βγάζει από μια κρυφή σχισμή ένα φύλλο, κάποιου δέντρου που δεν ήξερες, το οποίο και τοποθετεί στο στόμα της. Κοίταξε προς τον ουρανό˙με το βλέμμα κάποιου που κατείχε την γνώση πως η ώρα ήρθε να συναντήσει τον Δημιουργό του. Και το μάσησε. Και οι συσπάσεις άρχισαν.Και συνεχίστηκαν. Και σταμάτησαν.Τότε ήταν που άρχισε να ψελλίζει,σαν προσευχή, μια φράση που για κάποιο λόγο σου ήταν εξαιρετικά οικεία-γιατί δεν θυμάσαι;;

«Το δεξί Του κόκκινο χέρι, το δεξί Του κόκκινο χέρι» άρχισε γρήγορα μα σταθερά να ψελλίζει καθώς σου γύριζε την πλάτη. «Το δεξί Του κόκκινο χέρι, το δεξί Του κόκκινο χέρι» την ίδια επαλαμβανόμενη φράση συνέχισες να ακούς μα τώρα και από μια δεύτερη γυναικεία φωνή-την ίδια μόνο πιο βραχνή. Αρχικά απόλυτα συχγρονισμένες. Μα με κάθε φράση όλο και πιο ετερογχρονισμένες. Όσο ασυγχρονίζοταν μεταξύ τους, η φωνή της γλυκιάς κυρίας εξασθενούσε κι η βραχνή κυριαρχούσε όλο και πιο πολύ. Μέχρι που ασυγχρονίστηκαν τελείως. Το σώμα έπεσε μπρούμυτα. «Το δεξί Του κόκκινο χέρι, το δεξί Του κόκκινο χέρι» άκουγες τώρα με βραχνή πια φωνή. Κάτω απο τα ρούχα, το σώμα σου έμοιαζε να τεντώνεται και παράλληλα να γίνεται λιγότερο. Συνέχισε μέχρι που σταμάτησε. Το ίδιο και η βραχνή φωνή. Και ένα υπόκωφο “ΧΤΟΥΠ-ΧΤΟΥΠ” άρχισε να ακούγεται.Το μακρύ μαύρο πανωφόρι και το μακρύ μαύρο φόρεμα είχαν σκιστεί και τώρα φαίνονταν σαν μακρυά μαύρα κουρέλια που έκρυβαν, ότι ήταν από κάτω τους. “ΧΤΟΥΠ-ΧΤΟΥΠ”. Ήσουν..η σκέψη σου σαν να είχε σταματήσει από την στιγμή που δεν κατάφερες να μιλήσεις πιο πριν, οπότε κυρίως λειτουργείς εξ ενστίκτου και πολύ διστακτικά πλησιάζεις. Με τρεμάμενο χέρι και πιο διστακτικά σηκώνεις τα κουρελιασμένα ρούχα.

Βίωσες αρκετά τρομακτικές εμπειρίες σήμερα μα μόλις κοίταξες τι κρύβεται από κάτω έπεσες βαριά, ανάσκελα στο πάτωμα. Προσπαθείς να απομακρυνθείς έρπωντας ανάσκελα. Κολλάς πίσω στα καθίσματα. Προσπαθείς να απομακρυνθείς από ένα άμορφο κομμάτι σώματος. Λίγη συγγένεια έχει αυτή η μάζα κρέατος με την επιβλητική παρουσία την Κυράς των Ματιών. Το δέρμα, είχε ξεφτίσει λες και κάποιος την είχε ξεφλουδίσει-μα δεν είχε φύγει τελείως-τα πόδια και τα χέρια είχαν σαπίσει και είχαν μαζευτεί πολύ κοντά στο υπόλοιπα σώμα και το κεφάλι έμοιαζε... έμοιαζε με κεφάλι μικρού κατσικιού. Όλα αυτά, όμως, τα έβλεπες σαν να είχαν επικαλυφθεί απο μια χοντρή μεμβράνη μαυρισμένου θολού γυαλιού-‘σαν καμμένο’. “ΧΤΟΥΠ-ΧΤΟΥΠ”. Οι ήχοι παρ’ όλα αυτά συνεχίζονταν. Ερχόντουσαν απο την κάτω πλευρά του σώματος. Από την περιοχή, μάλλον, της κοιλιάς.

Αρχίζεις να πηγαίνεις ξανά προς την μάζα κρέατος δίχως να είσαι σίγουρος τι θες να κάνεις. Προχωράς στα τέσσερα. “ΧΤΟΥΠ-ΧΤΟΥΠ”. Καθώς φτάνεις έχεις την εντύπωση πως η μάζα θα αναδύει μια απίστευτα έντονη δυσωδία, μα δεν μυρίζει καθόλου. Για κάποιο λόγο αυτό σε καθησυχάζει αρκετά. “ΧΤΟΥΠ-ΧΤΟΥΠ”. Τώρα που πλησίασες αρκετά αντιλήφθηκες πως δεν ήταν ακριβώς όπως τα είχες καταλάβει. Η μεμβράνη από ημιδιαφανές ‘γυαλί’ ήταν κάτω από το δέρμα, με το δέρμα απλά να επεκτείνεται σαν γλίτσα αλειμμένη πάνω στην μάζα. “ΧΤΟΥΠ-ΧΤΟΥΠ”. Πιάνεις τα κουρέλια και αναποδογυρίζεις το σώμα. “ΧΤΟΥΠ-ΧΤΟΥΠ”. Με τα σκισμένα ρούχα επίσης, απομακρύνεις το δέρμα-γλίτσα. Στην αρχή δεν κατάλαβες. Αφού συνειδητοποίησες τι έβλεπες κάθε ίχνος και πιθανότητα λογικής σκέψης χάθηκε. Στην περιοχή της κοιλιάς είχε διαμορφωθεί μια εσωτερική κοιλότητα με, φαινομενικά τουλάχιστον, αφύσικα μεγαλύτερο βάθος απ’ότι το υπόλοιπο σώμα. Μέσα της βρίσκονταν ένα τρομοκρατημένο κοριτσάκι το οποίο χτυπούσε τα τοιχώματα προσπαθώντας να τα σπάσει. “ΧΤΟΥΠ-ΧΤΟΥΠ”. Δεν άκουγες τίποτα εκτός από τους ήχους των χτυπημάτων αλλά φαινόταν να ουρλιάζει γιατί μπουρμπουλήθρες έσκαγαν στα τοιχώματα. Και τότε σε χτύπησε. ‘Πνίγεται’.

Κι έκανες το πρώτο πράμα που σου ήρθε στο μυαλό. Άρχισες να χτυπάς το εξωτερικό τοίχωμα της κοιλιάς-με το πρώτο χτύπημα εκκωφαντικά ουρλιαχτά άρχιζαν να βγαίνουν από το στόμα της άμορφης μάζας, μα εκείνη την στιγμή εσύ δεν άκουγες τίποτα. Χτυπούσες με όλη σου την τρέλα, προσπαθούσες μανιασμένα να σπάσεις τα τοιχώματα. Μα ήταν μάταιο, σαν να χτυπούσες σκληρό ελαστικό ήταν. Το κοριτσάκι μέσα στην κοιλότητα σιγά-σιγά σταματούσε να παλεύει. Όλο και λιγότερες μπουρμπουλήθρες έσκαγαν στα τοιχώματα. Κλαις από την ανησυχία. Βάζεις όλη σου τη μανία μα έχεις πάψει να χτυπάς. Τώρα θες να σκίσεις την κοιλιά. Τα ουρλιαχτά που βγαίνουν απ’ την μάζα δεν πια εκκωφαντικά-είναι απλά δυνατά. Τα νύχια σου προσπαθούν να ανοίξουν μια δίοδο στα τοιχώματα. Βλέπεις μικρές αμυχές. Το υγρό στο εσωτερικό της κοιλότητας αρχίζει και μαυρίζει. Αρχίζει και σου κρύβει την όραση. Τα χέρια σου κουράζονται μα συνεχίζεις εντονότερα. Τα ουρλιαχτά της μάζας δεν είναι καν ουρλιαχτά-φωνές είναι. Από τις αμυχές αρχίζει και βγαίνει πηχτό κόκκινο υγρό, σε αντίθεση με αυτό που βλέπεις μέσα στην κοιλιά σαν γκριζωπό νερό. Οι αμυχές έχουν γίνει σκισίματα. Κι άλλο, πολύ περισσότερο, κόκκινο πηχτό υγρό. Κι άλλο, πολύ περισσότερο, μαύρο νερό. Λιγότερες μπουρμπουλήθρες. Οι φωνές, σκουξίματα. Κλαις από την απελπισία. Αλυχτάς. Ξαναρχίζεις να χτυπάς-με λιγότερη δύναμη. Με τις παλάμες. Τα σκουξίματα, σιωπή.

Μαύρο νερό παντού. Κόκκινο πηχτό υγρό παντού. Είναι στο πρόσωπό σου. Σταματάς. Έχεις λαχανιάσει. Κλαις από την απογοήτευση. Δεν τα κατάφερες. Ξεσπάς σε δυνατούς λυγμούς πάνω από το σώμα. Το ψάχνεις, προσπαθώντας να βρεις σε κάποιο σημείο το κοριτσάκι. Πουθενά. Προσπαθείς να ουρλιάξεις μα δεν βγαίνει φωνή. Λυγίζεις το σώμα σου και πέφτεις στο πάτωμα. Πάνω στα κουρέλια. Τα σφίγγεις στις γροθιές σου. Τα μυρίζεις. Κάθεσαι ακίνητος. Τι σκέφτεσαι?Σηκώνεσαι στα γόνατα. Κοιτάς προς τον ουρανό˙ κάτι όμως πέφτει από τα κουρέλια. Είναι το μαύρο βιβλιαράκι. Το σηκώνεις σιγά-σιγά, σχεδόν ευλαβικά και το ανοίγεις. Είναι γραμμένο, μα καμιά απο αυτές τις λέξεις δεν είναι τ’ όνομά σου. Το ανοίγεις στην τελευταία σελίδα-βλέπεις την σχισμή μα δεν υπάρχει άλλο φύλλο μέσα. Το ανοίγεις στην πρώτη και βλέπεις κάτι σημειωμένο στο περιθώριο, πιο μαυρισμένο από τα υπόλοιπα, ‘σαν τίτλο’: «Όσα δεν κατάφερα να ουρλιάξω».






Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Ωδή στη Χαρά | Μέρος β' | Γιώργος Καλλινάκης



2ο μέρος


«Είναι ώρα. Το τρένο χρειάζεται μια ιστορία.»



Και, όπως το ‘ξερες, οι συσπάσεις στο στόμα του Ηλικιωμένου δεν άργησαν να έρθουν. Όλα νοιώθεις να πηγαίνουν πιο αργά. Ο χρόνος σιωπαίνει και σιωπαίνει μαζί του τη φωνή των πάντων. Το γύρω σου αλλάζει. Σαν να θολώνει. Κι ο Ηλικιωμένος αλλάζει. Τα μάτια του. Σιγά-σιγά κιτρινίζουν. Το βλέμμα σου αιχμαλωτίζεται, είναι πια δικό του, με το που αρχίζουν να πάλλονται τα μάτια του. Αρχικά τα κοιτάς με περιέργεια. Σταδιακά –νοιώθεις πως γλιστράς- τα κοιτάς με δέος. Ανοίγεις αργά το στόμα –συνεχίζεις να γλυστράς- κι γέρνεις το κεφάλι στο πλάι. Μπορείς να το περιγράψεις? Είναι˙ "...μαγικό!" κατάφερες να σκεφτείς. Και το περιβάλλον γύρω σου, μια ξεθωριασμένη θολούρα πια, δεν έμεινε στάσιμο. Πάλλεται κι αυτό˙ δονείται. Στον ρυθμό που πάλλονται τα μάτια του. Έντονα. Πιο έντονα. Κι ακόμη πιο έντονα. Πια στην θέση των ματιών του βλέπεις θύελλες. Άνοιξε το στόμα του και είδες θύελλα να υπάρχει μέσα του. Εκωφαντικές θύελλες στα μάτια και στο στόμα. Αναπνέεις τώρα αργά και βαθιά. Και με κάθε σου ανάσα νοιώθεις το σώμα σου να δονείται. Στον ρυθμό που πάλλονται τα Πάντα, δονείσαι. Οι μύες στα χέρια σου συσπάστηκαν. Οι τρίχες στα χέρια σου σηκώνονται. Παίρνεις ανάσα. Νέες δονήσεις ριγούν το σώμα σου. Νοιώσε τες. Παίρνεις ανάσα. Οι μύες, στην πλάτη σου αυτή την φορά, συσπάστηκαν. Και μετέφεραν τις δονήσεις στην σπονδυλική σου στήλη. Και νοιώθεις το κάθε εκατοστό της διαδρομής προς το πίσω μέρος του εγκεφάλου σου. Αναστέναξες. Και οι δονήσεις έφτασαν στον εγκέφαλό σου. Πήρες, άβουλα πια, μια βαθιά κοφτή αναπνοή, έσφιξες τους μυς σου κι έκλεισες τα μάτια...


...Και τα Πάντα ανατινάχτηκαν.

Σε χρώματα. Και ο χρόνος απλά τρελάθηκε. Για πόσο διάστημα, δεν καταλαβαίνεις, τα χρώματα μένουν ακίνητα γύρω σου. Σαν να επιπλέουν. Γυρνάς το κεφάλι σου δεξιά-αριστερά και τα παρατηρείς. Είναι...Όμορφα! Και τότε ήταν που άρχισαν Όλα. Τα χρώματα στροβιλίζονται γύρω σου. Γρήγορα. Πιο γρήγορα. Όλο και πιο γρήγορα. Και είσαι στο μάτι αυτού του κυκλώνα. Μέχρι που κάποια μικρά κομμάτια του κυκλώνα, άρχισαν απότομα να σταθεροποιούνται. Τα υπόλοιπα συνεχίζουν παρά ταύτα, μέχρι να σταθεροποιηθούν κι αυτά απότομα σε κάποια τυχαία θέση. Η τουλάχιστον εσύ την θεωρείς τυχαία. Όταν η πλειοψηφία έχει σταθεροποιηθεί και η στροβιλιζόμενη μειοψηφία περιμένεις πως θα κάνει το ίδιο, αντιλαμβάνεσαι πως οι θέσεις δεν είναι τυχαίες. Η μία κολλάει με την άλλη, σαν παζλ, και διαμορφώνουν τα νέα Πάντα. Και σου είναι ειρωνικά οικεία τα νέα Πάντα. Γιατί αντιλαμβάνεσαι πως το νέο αυτό Σύμπαν είναι η ιστορία σου για τον Ηλικιωμένο. Η πρόσοδό σου για το τρένο. Έτσι όπως εσύ την έζησες. Αλλά όλα είναι σταματημένα στην αρχή της. Δεν υπάρχει κίνηση. Για να υπάρξεις κίνηση πρέπει να υπάρξεις Χρόνο. Για να υπάρξεις Χρόνο, στο νέο σου Σύμπαν πρέπει να αρχίσεις να την εξιστορείς:

« Υπάρχει ένα σπίτι, σε μια πόλη άλλη, σε χώρα που δεν είναι αυτή εδώ, στο οποίο ο ήλιος ανέτειλε πριν από τα υπόλοιπα. Και υπάρχουν τόσες πολλές ιστορίες σε αυτό το σπίτι και μία από αυτές είναι η δική μου. Είμαι τέκνο της μητέρας μου που έφτιαχνε τα ενδύματα σε αυτή την πόλη κι έφτιαχνε και το δικό μου. Και είμαι γιος του πατέρα μου που ήταν τυχοδιώκτης και ευχαριστημένος μόνο σαν μέθυσος. Και όλα ήταν έτσι μέχρι που ήρθαν. Έξι στο σύνολο. Δύο οι Νάνοι, τρεις οι Φύλακες και μία η Εκείνη. Η Γυναίκα στα Όπλα. Η Γυναίκα με την Χρυσή Μάσκα. Μάσκα που έμοιαζε με Ήλιο. Και πήγαν έξω από το Ιερατείο. Και περίμεναν. Και όλοι μαζευτήκαμε γύρω τους. Είδα μπροστά από την πύλη του Ιερατείου να στέκονται οι Νάνοι. Στη μέση κάθισε, στα γόνατά της, η Γυναίκα στα Όπλα και από πίσω της, όρθιοι οι Φύλακες. Μόλις στάθηκαν και οι Φύλακες στην θέση τους, οι Νάνοι λύγισαν τα κορμιά τους στο πλάι τόσο πολύ που τα κεφάλια τους σχεδόν ακούμπησαν. Κι άρχισαν να στοβιλίζονται γύρω από τον εαυτό τους. Και τα κεφάλια τους σχεδόν ακουμπούσαν. Και όλοι περίμεναν.


Μέχρι που βγήκε ο Αρχιερέας με τους Ιερείς του. «Θεωρούσα πως μπορεί και να μη σε έβλεπα εδώ, Κυρά στα Όπλα». Η Γυναίκα δεν έβγαλε άχνα και ούτε κανείς από τους συνταξιδιώτες της. Μόνο έβγαλε ένα γράμμα που καθώς ήταν καθισμένη, απλά έτεινε το χέρι της προς τον Αρχιερέα. Ο Αρχιερέας φανερά ενοχλημένος από την έλλειψη σεβασμού κινήθηκε να το πάρει. Δεν έστειλε κάποιον από τους Ιερείς του. Πήγε ο ίδιος. Πέρασε το χέρι του πάνω από τους Νάνους που στροβιλίζονταν και το άρπαξε. Το άνοιξε. Ήταν η πρώτη φορά που είδα τον τρόμο στα μάτια κάποιου. Αλλά η θέση του ήταν τέτοια που δεν μπορούσε να το δείξει με κάποιον άλλο τρόπο. Έπρεπε να συγκρατηθεί. Φάνταζε, στα μάτια μου, τιτάνιο το έργο του. Και μάλλον ήταν, γιατί έκανε αρκετά λεπτά για να καταφέρει να μιλήσει. «Φυσικό είναι, Κυρά στα Όπλα, όσοι αποκτούν γρήγορα δύναμη να θωρούν πως δεν έχει όρια». Και πέταξε το γράμμα. Και ο άνεμος το άνοιξε. Και δεν είχε τίποτα στο εσωτερικό του παρά μόνο μια μαύρη κηλίδα στο κέντρο του. Και τότε ήταν που μίλησε για πρώτη και τελευταία φορά η Γυναίκα με την Χρυσή Μάσκα. Και η φωνή της ήταν κυματιστή, εξωτική σχεδόν μυσταγωγική. Δυνατή και κρυστάλλινη. «Έρχομαι από Αυτόν που ζητάει Όνομα. Και Όνομα θα λάβει: Εωσφόρος. Και μαζί μ’ Αυτόν Όνομα θα αποκτήσουν όλοι. Έχεις μέχρι να πέσει το φεγγάρι ιερέα». Το ʺιερέαʺ το πρόφερε κάπως διαφορετικά. Οι Νάνοι σταμάτησαν αργά-αργά να στροβιλίζονται και όρθωσαν τα κορμιά τους. Σαν να μας υπνώτισε όλους η Γυναίκα στα Όπλα, κανείς δεν κουνήθηκε από την θέση του όταν οι έξι περνούσαν από δίπλα μας. Τι είχε γίνει μόλις? Ο Αρχιερέας και οι Ιερείς κλείστηκαν μέσα στο Ιερατείο τους. Και κλεισμένοι εκεί μέσα από φόβο, θύμιζαν σε όλους τις αμαρτίες και την μιζέρια τους. Και όλοι περίμεναν να πέσει το φεγγάρι για σταματήσουν να νοιώθουν έτσι. Και όλοι περίμεναν. Μέχρι που σταμάτησαν να περιμένουν γιατί ο Αρχιερέας και οι Ιερείς του δεν ήταν πια»

.Κι τότε σαν, απλά να είχες χαθεί στις σκέψεις σου και ξαναγύρισες άνοιξες τα μάτια σου και βρισκόσουν στην θέση σου, στο βαγόνι σου. Το τρένο κινούταν κανονικά. Έξω συνέχιζε η κίτρινη ομίχλη. Συνεπιβάτης παρέμενε η κυρία απέναντί σου που απ’ ότι φαινόταν κάτι έγραφε ενώ παράλληλα συνέχιζε το κάπνισμα, ανέμελη σαν να μην αντιλήφθηκε τίποτα απ’όσα έζησες, κάτι μάλλον σε κάποιο ημερολόγιο, ίσως? Δεν σε νοιάζει. Ο Ηλικιωμένος, κινούταν προς τον επόμενο, λογικά, επιβάτη που μόλις ανέβηκε στο τρένο και δεν είχε δώσει ακόμη την ‘πρόσοδο’. Γύρισες να κοιτάξεις και ήταν ήδη στο επόμενο βαγόνι. Ακίνητος πάνω από κάποιον, σίγουρα θα κατάπινε πάλι λαίμαργα τον χρόνο που δανειζόταν. Πήγες να γυρίσεις στην θέση σου και να βολευτείς καλύτερα και μόλις κάνεις την κίνηση ζαλίζεσαι απίστευτα. -Μια σκοτεινή φιγούρα, σχεδόν από το πουθενά, εμφανίζεται στον ορίζοντα της θολωμένης σου όρασης- Όλα γύρω σου, το βαγόνι το ίδιο γυρίζει -Η φιγούρα, περπατώντας χαλαρά, σε πλησιάζει, το αντιλαμβάνεσαι πως είναι πολύ μικροκαμωμένη- Το οπτικό σου πεδίο αρχίζει και μειώνεται, γιατί τα πάντα μαυρίζουν -Μόλις φτάνει δίπλα σου, γυρνάει το κεφάλι του προς το αυτί σου και τον ακούς «Έχεις φτάσει σε νέα επίπεδα τρέλας, φίλε μου»- Προσπαθείς να πιαστείς από κάπου να σηκωθείς. Τίποτα. Τα πάντα μαυρίζουν κι εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Προσπαθείς να μιλήσεις και ψελλίζεις κάτι σαν: ‘Όχι πάλι’. Κι όμως...Κι όμως σκοτάδι.

………….


Συνεχίζεται...


The #Cocreation characteristic of the #superself will be scorned as…:


Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2016

Ωδή στη Χαρά | Γιώργος Καλλινάκης

                                                                                                               
                                                                                                                               1ο μέρος


ΠΡΟΣ ΙΟΥΒΙΛΗ

Φτάνεις στην αποβάθρα. Διάολε έχει κρύο. Κοιτάςτις ράγες. Το τρένο δεν φαίνεται. Δεν πολυβλέπεις καλά, μια κίτρινη ομίχλη σε περιορίζει. Αλλά σίγουρα τρένο δεν φαίνεται. Δεν ακούγεται καν..Λιγοστές φιγούρες βλέπεις λίγο πιο μακρυά να καπνίζουν, περιμένοντας το ίδιο τρένο. Το ξέρεις επειδή δεν υπάρχει τρένο άλλο. Και δεν αράζεις σε μια αποβάθρα, στη συγκεκριμένη αποβάθρα αν δεν περιμένεις το τρένο. Ή αν δεν περιμένεις κάποιον. Αλλά ποιος θα έρθει εδώ; Ποιος αυτοβούλως θα κατέβει σε αυτή τη στάση να επισκεφτεί αυτό το μέρος; Μπορεί να κατοικεί εδώ.. Όχι, κανείς δεν κατοικεί εδώ. Κυριολεκτικά ο σταθμός είναι στην μέση του πουθενά.

Μια κιτρινωπή ομίχλη έχει σκεπάσει τα πάντα. Καιρό τώρα. Σαν το μέρος να θέλει να κοιμηθεί, μα δεν το αφήνουν. Παντού διάσκορπα, πλαγίως του χωματόδρομου που σε έφερε εδώ, υπάρχουν γέρικα δέντρα. Ψηλά, μαύρα μες το κίτρινο της περιοχής, γέρικα, πολύ λεπτά δέντρα. Πλησιάζει μια φιγούρα. Μια ψιλή, λιγνή φιγούρα. Πολύ ψηλή. Και φοράει μαύρο κουστούμι. Κι ένα σχετικά μεγάλο μαύρο καπέλο. ‘Α, ναι!’ Ένας, κατοικεί εδώ. Ο σταθμάρχης. Αυτό το ξέρεις. Το θυμάσαι αυτό! Δεν είναι εύκολο να θυμάσαι τώρα τελευταία -Αυτές οι διαλείψεις σου φταίνε- Αλλά που;Δεν υπάρχει σταθμαρχείο. Δεν υπάρχει τίποτα. Μόνο ένα ‘όρθιο’ ορθογώνιο σπιτάκι δύο και κάτι μέτρα σε ύψος και μισό σε πλάτος.

Η φιγούρα φτάνει κοντά σου. Ναι, είναι ο σταθμάρχης, όπως πολύ σωστά θυμήθηκες λίγο πριν. Σκέφτεσαι πως αν πεθάνει δεν θα σωριαστεί στο πάτωμα. Απλά, δίχως να πει πολλά, θα κατευθυνθεί προς την άκρη του χωματόδρομου και θα τελειώσει με το να υπάρχει. Και θα μείνει ακίνητος. Και θα μετατραπεί σιγά-σιγά σε δέντρο. Δέντρο όπως όλα τα υπόλοιπα που έβλεπες τις τελευταίες μέρες περπατώντας.

Σε προσπερνάει. Κάθεται δίπλα στο διάζωμα που διαχωρίζει την αποβάθρα από το τρένο. Βάζει το χέρι του στην δεξιά του τσέπη. Βγάζει ένα μαύρο κουτάκι. Με έναν περίπλοκο τρόπο, δεξιοτεχνικό που δεν ταίριαζε της νωχελικής μορφής του τεχνασμό, το άνοιξε. Κοιτάει μέσα. Κάτι σαν να σου φάνηκε να ξεπετάγεται και να τον τσιμπάει αστραπιαία στον καρπό. Μετά ξανά μέσα στο κουτί. Το ξανάβαλε στη τσέπη του.

Λεπτά αργότερα αντιλαμβάνεσαι πως η πλάτη του αρχίζει και μεγαλώνει. Βγάζει εξογκώματα. Το κουστούμι του, τεντώνεται. Πολύ. Η πλάτη του μεγαλώνει σε σημείο που καμπουριάζει. –«Να το το παρασύνθημα!»ακούς να λέει, σχεδόν από μέσα της, περιπαιχτικά, μια άλλη φιγούρα λίγο πιο πέρα..’Παρασύνθημα? Τι παρασύνθημα?’ σκέφτεσαι. ‘Σε ποιο σύνθ...’ και πριν ολοκληρώσεις την σκέψη ακούγεται από μακρυά ο ήχος της σφυρίχτρας του τρένου. ‘Όντως?’ Αλλά απ’ότι φαίνεται το κατάλαβαν και οι υπόλοιποι γιατί τους έβλεπες να μαζεύονται και από πριν το σφύριγμα του τρένου.
Το τρένο ήρθε. Σε αυτή την στάση δεν κατέβηκε κανείς. Ο σταθμάρχης σα να το ήξερε ήδη άρχισε να φεύγει προς το σπιτάκι. Επιβιβάστηκες. Πήγες να ψάξεις την θέση σου. Ήσουν σε λάθος βαγόνι, οπότε ξανακατέβηκες (πουθενά ο σταθμάρχης, βασικά παρατηρείς πως είσαι μόνος σου..φοβήθηκες λίγο) κι ανέβηκες στο σωστό, αυτή τη φορά, βαγόνι. Έψαξες την θέση σου και την βρήκες. Κάθεσαι. Μαζί σου τακτοποιούνται μάλλον και οι συνεπιβάτες σου. Κοιτάς. Δεν είναι πολλοί. Βασικά ένας. Οι θέσεις είναι ανά τέσσερις και μαζί σου στο βαγόνι κάθεται μόνο μια κυρία. Πιθανώς καθόταν από πριν γιατί καπνίζει κι βλέπεις πολλές γόπες μπροστά της. Το τρένο ξεκινάει. Ακούς την σφυρίχτρα και το τρένο ξεκίνησε πια για τα καλά.

Είσαι κουρασμένος. Πολύ κουρασμένος και νοιώθεις πως το τρένο είναι ένα ασφαλές μέρος για να κοιμηθείς. Λιγάκι. Ξαναβλέπεις γύρω σου. Άδειο, εκτός από την κυρία. Κοιτάει αφηρημένα έξω. Αρχίζεις να την παρατηρείς-υπόθεση εργασίας στο επάγγελμά σου-για να περάσει η ώρα και να χαλαρώσεις. Φοράει ένα μακρύ μαύρο πανωφόρι κι ένα μακρύ μαύρο φόρεμα. Δυσεύρετα ρούχα εδώ πέρα, οπότε έχει όνομα. Ανοίγει ένα νέο πακέτο, βγάζει ένα τσιγάρο από μέσα και το ανάβει. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο η κίνηση αυτή σου έφερε στο μυαλό το άρωμα βανίλια. Και λες και άκουσε αυτή σου την σκέψη, ξαφνικά γυρίζει το κεφάλι της. ‘Μήπως με κατάλαβε;’-Όχι, το βλέμμα της έχει καρφωθεί μπροστά. Μάλλον σκέφτηκε κάτι που την τάραξε γιατί μοιάζει φοβισμένη. Γρήγορα όμως, οι μυς του προσώπου της χαλάρωσαν και μισοχαμογέλασε. Τα μάτια της ωστόσο άλλαξαν σε κάτι άλλο. Ήταν άδεια. Ξεφυσάει τον καπνό, κοιτάει το τσιγάρο και την ακούς να αναρωτιέται «Αλήθεια; Το τελευταίο μου;». Μα υπήρχαν πολλά τσιγάρα στο πακέτο.

Σκέφτεσαι πως, καλό θα ήταν να αδειάσεις το μυαλό σου τώρα. Πρέπει να κοιμηθείς. ‘Πόσες μέρες έχω να κοιμηθώ;’ Πιάνεις το βλέμμα σου να περιπλανιέται. Αντιλαμβάνεσαι πως στην πόρτα εξόδου του βαγονιού υπάρχει ένα ρολόι. Λευκό μόνο. Βαριέσαι, αλλά αυτό είναι καλό τώρα. Θα κοιμηθείς πιο εύκολα.Χάνεσαι στις σκέψεις σου και σιγά-σιγά αποκοιμιέσαι. Ταρακουνιέσαι. Ξυπνάς. Το τρένο ακόμα προχωράει στην πορεία του. Κοιτάς έξω. Η ίδια κιτρινωπή ομίχλη πάλι. Κάτι άλλαξε. Όχι έξω. Μέσα. Είσαι μόνος σου. Ή μάλλον όχι ακριβώς μόνος σου. Απέναντι σου, δίπλα από την θέση πάνω στον διάδρομο, στέκεται όρθιος ένας κύριος. Εκτός απ’ αυτόν τα υπόλοιπα τα βλέπεις θολά. Ξεθωριασμένα. Τον κοιτάς και πρώτη εντύπωση σου κάνει το τρομακτικά μακρόστενο κεφάλι του. Φαίνεται πολύ-πολύ μεγάλος σε ηλικία.Ποια ηλικία?-το δέρμα του έχει μαζέψει πάρα πολύ, γύρω από το κόκκαλά του. Δεύτερη εντύπωση: Το τρένο κινείται. Επειδή κινείται και μάλιστα πάνω σε ράγες,τραντάζεται. Ο ίδιος όχι˙ακίνητος.

Έρχεται ο Ηλικιωμένος -ναι, αυτός είναι- Πλησιάζει.  Όσο συνεχίζεις να τον κοιτάς, αντιλαμβάνεσαι πως έχεις παγώσει στη θέση σου. Ίσως απ’ τον φόβο. Μάλλον απ’τον φόβο. Αλλά γιατί; Δεν χρειάζεται, δουλειά του είναι. Και τότε τον ακούς˙ τον ακούς να μιλάει με μια φωνή τόσο ψυχρή και απόμακρη που ναι!, τελικά είναι φόβος. Είσαι για δεύτερη φορά σωστός σήμερα! Μπράβο!!

- Είναι ώρα. Το τρένο χρειάζεται μια ιστορία.





Συνεχίζεται………….