Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ραφαέλλα Μανέλη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ραφαέλλα Μανέλη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης | Για την αγάπη και τη δύναμη ενός Χιλιανού | Ραφαέλλα Μανέλη



21 Μαρτίου. Παγκόσμια ημέρα ποίησης. Άλλη μια παγκόσμια μέρα. Διίστανται οι απόψεις για τις παγκόσμιες μέρες. Για σένα ίσως είναι αφορμή, για μένα η ποίηση είναι στους δρόμους, δεν γιορτάζεται. Αναζητείται. Είναι το σύνθημα της Σταδίου που μας θυμίζει «να μη ζήσουμε σαν δούλοι», είναι κι η υψηλή απόλαυση μιας ατέλειωτης συλλογικής εμπειρίας, η συνδιαλλαγή πέρα του χρόνου. Για μένα είναι ευκαιρία, για σένα ίσως είναι το ίδιο με χθες. Όμως σήμερα, που η αμφιβολία είναι η μόνη μας σταθερά, θα σου θυμίσω αυτό που ήδη γνωρίζεις. Η ποίηση είναι ο Λόγος επί της Αρχής, ως διατύπωση της ανθρώπινης αμφιβολίας και του μοναδικού μας χρέους. Είναι Λόγος ύπαρξης, Λόγος ερωτικός κι αμιγώς πολιτικός. Άλλωστε, οι μεγαλύτεροι ποιητές είναι πάντα πολιτικοί κι ερωτικοί συνάμα, όπως όλοι οι ωραίοι κι άπιαστοι ανάμεσά μας.




Σήμερα, λοιπόν θυμόμαστε τον:

Pablo Neruda (1904-1973) που για τον Gabriel García Márquez ήταν ο μεγαλύτερος ποιητής του εικοστού αιώνα , σε όλες τις γλώσσες.


Πιστεύω ότι αυτοί που έκαναν τόσα πράγματα

πρέπει να είναι ιδιοκτήτες σε όλα τα πράγματα

Κι αυτοί που φτιάχνουν το ψωμί πρέπει να τρώνε.

Και πρέπει να ’χουν φως εκείνοι του ορυχείου!

Τέρμα πια οι σταχτιοί αλυσόδετοι.

Τέρμα οι χλωμοί εξαφανισθέντες!

Ούτε ένας άνθρωπος που να μην βασιλεύει.

Ούτε μία γυναίκα χωρίς την κορόνα της.

Για όλα τα χέρια γάντια χρυσά.

Οι καρποί του ήλιου για όλους τους σκούρους” 



(«Ο λαός», απόδοση Δανάη Στρατηγοπούλου-Χαλκιαδάκη)


~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Για πριν από μένα

δεν νιώθω ζήλια.



Έλα μ’ έναν άντρα,

Στην πλάτη,

Έλα μ’ εκατό άντρες στα μαλλιά σου,

Έλα με χίλιους άντρες ανάμεσα στα στήθη και στα πόδια σου,

έλα σαν ποτάμι

γεμάτο πνιγμένους

που συναντά μανιασμένο τη θάλασσα,

τον αιώνιο αφρό, τον καιρό!



Φέρ’ τους όλους

εκεί όπου εγώ σε περιμένω:

πάντα θα είμαστε μόνοι,

πάντα θα είμαστε εσύ κι εγώ

μόνοι πάνω στη γη,

τη ζωή να πάρουμε απ’ την αρχή !


(«Πάντα» απόδοση Αγαθή Δημητρούκα)



Κι επειδή η τελευταία στροφή είναι ενέχει όλο τον ερωτισμό της ισπανικής γλώσσας:

Tráelos todos
adonde yo te espero:
siempre estaremos solos,
siempre estaremos tú y yo
solos sobre la tierra,
para comenzar la vida!



Ο Neruda που συνομίλησε με όλη μας την ύπαρξη, όπως ο Hikmet, o Lorka, η Plath, η Angelou, ο Ρίτσος, ο Αναγνωστάκης, ο Σκαρίμπας, ο Σεφέρης, o Καρυωτάκης, ο Βάρναλης, η Αγγελάκη - Ρούκ και τόσοι αγαπημένοι άλλοι που, όταν ο καθένας μας προσπαθεί να αναφέρει κάποιους νιώθει μια μεγάλη τύψη να απλώνεται μέσα του, όπως όταν στέκεσαι μπροστά από έναν πίνακα του Van Gogh και δεν έρχεται πότε καμιά στιγμή κατάλληλη που θα μπορούσες να γυρίσεις την πλάτη και να απομακρυνθείς.




Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018

Σταύρος Σαλαμπασόπουλος στο Κελάρι | Η τελευταία παράσταση μιας μοναδικής μουσικής εμπειρίας

..γράφει η Ραφαέλλα Μανέλη

Ο εντυπωσιακός τενόρος Σταύρος Σαλαμπασόπουλος δίνει την τελευταία παράσταση ..."Come Prima" (Όπως παλιά) , την Πέμπτη 29 Νοεμβρίου στον ατμοσφαιρικό χώρο του Κελάρι Athenaeum.

Μαζί με το πιάνο του μαέστρου Γιώργου Τσοκάνη, ο Σταύρος Σαλαμπασόπουλος ταξιδεύει το κοινό σε παγκόσμια και εγχώρια μουσικά ακούσματα μέσα σ' ένα πρόγραμμα γλυκό, κυματώδες και καλοδουλεμένο.

Με μουσικές και στίχους σ' όλες τις γνωστές ευρωπαϊκές γλώσσες θυμίζει στο κοινό μεγάλους ερμηνευτές και συνθέτες, από τον Αντρέα Μποτσέλι στον Φράνκ Σινάτρα και από τον Ξαρχάκο στον Χατζιδάκι και ξανά από την αρχή, ο Σαλαμπασόπουλος, όχι απλά κάνει δικό του κάθε στίχο που ερμηνεύει αλλά μεταφέρει στο κοινό μια ολοκληρωμένη ατόφια και όλοδική του μουσική εμπειρία.

Φρέσκος, υπερταλαντούχος, επικοινωνιακός, καλλιτεχνικός και ..σαν να έχει βγει από μια άλλη εποχή, δίνει στο μουσικό πρόγραμμα "Come Prima", μια όμορφη νότα άλλης εποχής.

 Μην χάσετε την τελευταία παράσταση στις 29 Νοεμβρίου στις 9.30 στο Κελάρι Athenaeum.





ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Τενόρος Σταύρος Σαλαμπασόπουλος ασχολήθηκε από πολύ μικρή ηλικία με τη μουσική, σπουδάζοντας πιάνο. Στη συνέχεια ξεκίνησε σπουδές κλασικού τραγουδιού και μέσα σε ένα χρόνο έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο παιδικό τμήμα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.Αργότερα, βρέθηκε στο Παρίσι για σπουδές με υποτροφία του Γαλλικού Κράτους (École Normale de Musique de Paris), ενώ παράλληλα εργάστηκε στην όπερα του Παρισιού (Opera de Paris). Εχει εμφανιστεί σε διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές και έχει συνεργαστεί με μεγάλες προσωπικότητες του χώρου της κλασικής μουσικής, της όπερας αλλά και της έντεχνης, crossover και ποπ μουσικής. Έχει ερμηνεύσει ρόλους κλασικού και σύγχρονου ρεπερτορίου σε Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία και Ελλάδα και έχει συμμετάσχει σε ελληνικά και διεθνή Φεστιβάλ.

INFO

Πέμπτες 1, 8, 15, 22 & 29 Νοεμβρίου
@ ΑTHENAEUM "Κελάρι"

(Ανδριανού 3, Θησείο – έναντι σταθμού ΗΣΑΠ | Τηλ.: 210 3210239)

Είσοδος: 7 ευρώ (χωρίς ποτό) | Προπώληση εισιτηρίων: Δίκτυo VIVA
‘Ωρα έναρξης: 21.30





Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

Διαβάζουμε | Ο ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ ΤΟΥ HOTEL PHIDIAS του Θοδωρή Τσαπακίδη


Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα βγαλμένο από τις γειτονιές της σύγχρονης Αθήνας, συνδεδεμένο με την αναζήτηση της ανθρώπινης ψυχή, την αέναη ζωντανή περιπέτεια της εκπλήρωσης και της κάθαρσης είναι το τελευταίο μυθιστόρημα του Θεόδωρου Τσαπακίδη «Ο ελέφαντας του Hotel Phidias».
Μια αστυνομική περιπέτεια που σε όλη την έκταση του έργου μοιάζει με παλινδρομικό καρδιακό τικ τακ, μια καλοστημένη πολιτική πλεκτάνη, μια αφόρητη ταύτιση με την Ελλάδα της κρίσης, ένας συγκυριακός, μα μοιραίος έρωτας και σίγουρα ένας μεταιχμιακός ήρωας. Ο Θάνος Αποστολίδης, ο ήρωας, πάνω στον οποίο ο συγγραφέας σκιαγραφεί την ηθική κατάπτωση του αισιόδοξου, αγωνιστή και ποιητικού νέου που με τα χρόνια συμβιβάζεται, αγκυλώνεται ή τέλος πάντων, ενηλικιώνεται και ως μεσήλικας, πια, στέκεται μπροστά στον έφηβο εαυτό του και παλεύει να τον σώσει. Κι από την άλλη η Σοφί Ρουαγιάλ, ο όμορφος χαρακτήρας του έργου, φροντισμένος συνειδητά από το συγγραφέα για να αναπαραστήσει αντιπροσωπευτικά το ρόλο της νεότητας και να φωτίζει δειλά, με την παράτολμη ευφυΐα της, τα χρώματα της διαφθοράς και παραπλάνησης που περιτριγυρίζουν την ιστορία.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί την εξέλιξη της ιστορίας του Ελέφαντα να κυλάει εύκολα και προοδευτικά, μέσα από το συνεχές χτίσιμο των χαρακτήρων. Οι ήρωες του έργου είναι φροντισμένοι, ολοκληρωμένοι και άκρως επιτελικοί για την πλοκή, παραμένουν έξυπνοι και καλλιεργημένοι αντανακλώντας, σε όλο το αφήγημα, τη σκέψη του γράφοντος μέσα από πολλά διαφορετικά φωτισμένα πρίσματα.
Το σκηνικό του σύγχρονου κέντρου της Αθήνας, με τα κλασσικά και μεταπολεμικά κατάλοιπα, με την ποιητική και διαπολιτισμική του φύση και την αποξενωμένη του θέση φιλοξενεί την ιστορία διαφθοράς και πάθους του Ελέφαντα. Ο Αποστολίδης θα μας συστηθεί μέσα στο δωμάτιο του Hotel Phidias, απόλυτα χαμένος, θα μας οδηγήσει  σταδιακά σε μια ιστορία, όχι ηρωική αλλά μυθιστορηματική, απτή και ειλικρινά ανθρώπινη. Ο αναγνώστης θα περπατήσει γρήγορα κι ηρωικά, μέσα από τα βήματα του συγγραφέα στην αφήγηση που ρέπει, καταπληκτικά, ανάμεσα στη ματαίωση και την αγωνία της αναμενόμενης κάθαρσης.
Τέλος, ο Θοδωρής Τσαπακίδης, με εμφανείς ισχυρές λογοτεχνικές καταβολές και πολύ δυναμική πένα, δημιουργεί ένα ανάγνωσμα που ανάλογα με τη δεινότητα του αναγνώστη μπορεί να διαβαστεί πολυεπίπεδα. Πρόκειται, πιθανότατα, για ένα κείμενο που διατρέχεται από εξομολογητικές αναφορές κι ίσως αυτό είναι το στοιχείο που διατηρεί την έντονη υποβλητικότητα στο σύνολο του έργου. Μια καλλιεργημένη, ζωντανή και διεισδυτική ιστορία που αξίζει να διαβάσετε.


Γράφει η Ραφαέλλα Μανέλη



Παρασκευή 10 Αυγούστου 2018

"Μόνο αυτά δίνουν νοημοσύνη στον άνθρωπο" | Ραφαέλλα Μανέλη


Αθήνα, Ιούνιος,  2014.

Υπάρχουν αρκετές ερμηνείες για να ορίσεις τις αλλεπάλληλες δομές εξουσίας που διέπουν και συγκρατούν μια μικρή επαρχιακή κοινωνία, υπάρχει όμως, μόνο μια συνιστώσα για να αντιληφθείς την ανθρώπινη ψυχή, συχνά τη μικροπρέπεια της κι αυτή ορίζεται απ' τα ανθρώπινα πάθη.

Πολλά χρόνια μετά το πέρας του έτους που διαδραματίζεται η ιστορία μας, κάπως κοντά αλλά και κάπως μακρύτερα, σ’ ένα μικρό δυαράκι του Αθηναϊκού κέντρου μπλέχτηκα σε μια ιστορία του Καραγάτση. Θα έφταιξε ο τρόπος που αντιλήφθηκα τους συγγραφείς που με παρέσυραν. Ο Γιούγκερμαν, λοιπόν, το αναίσχυντο, γοητευτικό παιδί του συγγραφέα έγινε για μένα μια ιστορία για τον άνθρωπο, ή τον απάνθρωπο. Άφησα τη φωνή ενός μεσήλικα, φανταστικά υιοθετημένου, από μέρος μου, παππού να κυλήσει μέσα μου, μια ιστορία για αυτό που είμαστε ή αυτό που προσπαθούμε απεγνωσμένα να μην είμαστε.

Έτσι, με την ίδια εριστική μανία συμπάθησα άκριτα όποιον άφησε μέσα μου μια ιστορία παθών, έναν συμβολισμό της ανθρώπινης μοίρας, συχνά αντίρροπο και ακροβατικό, τιποτένιο κι υπερβατικό, κάτι, τέλος πάντων που αξίζει να αναδιηγούμαστε. Όσο μ’ άρεσαν οι αφηγήσεις, τόσο πλήθαιναν. Πότε μεσήλικες, πότε παιδιά κουβαλούσαν μέσα μου, διηγήσεις στην αιχμή του παραλογου ή στα όρια μιας ιδιότυπης μπερδεμένης ψυχοθεραπείας. Γέροι με μηνύματα κάποτε παρακαταθήκης και κάποτε ανάγκης, να θυμηθούν τον εαυτό τους ακμαίο και ακόμα κάπως σημαντικό. Καταλάβαινα τις ιστορίες αυτές σαν μια εξήγηση για τον κόσμο και την κοινωνία. Όσο πιο τραχιές, τόσο πιο κατανοητές. Παραδόξως, έτρεφαν μέσα τους μια βαθειά κοινωνιολογική κρίση. Ήταν απτές, σαφείς, πέρα για πέρα ανθρώπινες.

Αλλά το μυθιστόρημα ήταν άλλη περίπτωση, έμοιαζε με πικρή αντιβίωση κάθε φορά. Ήταν ηλεκτρικό σοκ επαναφοράς σε ένα κόσμο που είχα επιλέξει να βρίσκομαι. Τρεις μήνες μετά τον Γιούγκερμαν – θυμάμαι αρκετές εποχές με οριογραμμή τα βιβλία – κι αφού είχα ένα αισιόδοξο μάλλον, μα εμπνευσμένο, θα έλεγες πλάνο, για το πώς θα νικούσα την αστική ματαιότητα αφού έβγαινα από τη Σχολή,  βρέθηκα τελευταίο έδρανο σε μια παράδοση Ψυχολογίας. Ήταν Ιούνιος, οι τουρίστες έκαναν την Εθνική Βιβλιοθήκη σχεδόν αόρατη. Ο αέρας περνούσε γύρω μου πηχτός, η Πανεπιστημίου ήταν πανέμορφη μα σχεδόν αχνιστή και τα φρένα από το τρόλεϊ το 6 σφύριζαν, σχεδόν χαρακτικά, στην τερματική του στάση ακριβώς από κάτω. Καθόμουν δίπλα από το παράθυρο και ήλπιζα σε ένα απότομο κύμα αέρα. Δεν άκουγα, ελκυστικό το ασυνείδητο, δεν λέω, αλλά οι παραδόσεις του Ιουνίου ήταν πάντα σαν τον καφέ μετά τις κηδείες, για τα μάτια του κόσμου και πένθιμες.

 Τα φρένα του τρόλεϊ με επανέφεραν. «Τα Πάθη, μόνο αυτά δίνουν νοημοσύνη στον άνθρωπο» Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, Τόμος ΙΙ, σελίδα 268. Η αυτόματη σύνδεση με το βιβλίο με ξύπνησε. Γέλασε. Αυτή η γυναίκα ήταν ολόκληρη ένα  μειλίχιο, πονηρό χαμόγελο. Ο Καραγάτσης συμπύκνωσε όλο το απαύγασμα της γνωστικής ψυχολογίας σε μια και μόνο φράση, είπε και χτύπησε την μύτη του στυλό πάνω στο μεγάλο, δικό της, έδρανο. Ξαναγέλασε. Γελούσε πολύ και καθόταν πάνω σε θρανίο σαν μαθήτρια σε σχολικό διάλειμμα. Τα μάτια της πονήρεψαν, ο κορμός του σώματος της έγειρε προς το μέρος μας κι άφησε, συνωμοτικά, μια σιωπή. Είμαστε λίγοι εκείνη την ώρα, ίσως πίστεψε πως κάτι μοιράστηκε μαζί μας, ίσως όντως να είχε μοιραστεί κάτι μεγάλο.

Η σιωπή έτρεξε στους τοίχους ξεφύλλισε, δυο ξεχασμένα βιβλία πάνω στην καρέκλα και πήδηξε από το παράθυρο. Το συναίσθημα! Αν μετέφρασα καλά το φως που ξεχείλισε από το λευκό πουκάμισο, κάτι τέτοιο ήθελε να πει. Για το συναίσθημα μίλησε, ή μάλλον για το πώς υπονομεύσαμε το συναίσθημα, την αυτόματη ενσωμάτωση του κορμιού και του πνεύματος. Έφερε το συναίσθημα ως μια βαριά υπερανάλυση της συνείδησης, το στοιχείο που απουσίασε για χρόνια από την επιστήμη και επανήλθε τόσο εκκωφαντικά. Εξάλλου, συνέχισε, δεν υπάρχει ανασκόπηση της κοινωνίας χωρίς συναίσθημα.

Τα τσιμέντα της πόλης έκαιγαν. Είχα παρατήσει μισή θέση πιο ‘κει την τσάντα μου και μέσα το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ έλιωνε προ της ώρας του. Ένας απόλυτος αστικός κόσμος η Αθήνα, μια λατρεία τα πολυχρώματα της Κοραή, μια συντριβή το απλωμένο χέρι της Σταδίου κι ο Λυκαβηττός έρχεται χρόνια τώρα δυναμικά κατά πάνω μου. Υπήρχαν τόσα ηδονικά, υγρά και θερμά πράγματα να νιώσει κανείς γύρω του που μου ήταν πια ανέφικτο να κατευνάσω κάθε συνειρμική ροή της σκέψης μου. Για του λόγου το αληθές όμως, κι ας διαφωνήσουν οι σπουδαίοι, η συγκέντρωση αν δεν είναι επιλεκτική, είναι μόνο ένα βαρύ γκρίζο σύννεφο ακουμπισμένο στα πόδια μας.

 Κάπως σαν αντίδραση στο ερέθισμα, ο Καραγάτσης και ο ειδεχθής και καταδικός του πλασμένος Γιούγκερμαν με μετέφεραν σε μια άλλη διάλεξη περί παθών. Άλλωστε, αν ρωτήσεις ένα παιδί, έναν επιστήμονα, έναν τρελό, έναν ερωτευμένο, ή έναν γέρο, ο χρόνος δεν υπάρχει, είναι ο εαυτός μας που τον ορίζουμε στη συνέχεια ή μοιάζει με τις σελίδες αγαπημένου βιβλίου που προσπεράσαμε, ενοχικά και μπερδεμένα, αμοντάριστα πλάνα συνταγογραφημένα με αίσθημα.

 Συνεχίζεται..



Παρασκευή 13 Ιουλίου 2018

Νικολένα Καλαϊτζάκη | Για μένα η Τέχνη πρέπει να είναι "ζωντανή" υπό όποια περίσταση

Νικολένα καλωσόρισες στο Pauseartmag, μας ξέρεις και σε ξέρουμε άλλωστε, έχουμε συνεργαστεί στο παρεθόν,  θα ήθελα να σου κάνω μερικές σύντομες ερωτήσεις, για να συστήσουμε στον κόσμο τη δουλειά σου, αλλά και για να μιλήσουμε για την τέχνη, τους καλλιτέχνες, την αγάπη για την τέχνη και τη θέληση για το ανατρεπτικό και το ποιοτικό, θέματα ελπιδοφόρα, νομίζω, εκ προιμίου. 

Εσύ σε τι κάνεις pause;

Καλησπέρα αγαπητή Ραφαέλλα και σε ευχαριστώ θερμά που θέλησες να μάθεις περισσότερα πράγματα για μένα! Λοιπόν, σε τι κάνω pause; Μα φυσικά στους τοξικούς ανθρώπους! Σε λίγες μέρες κλείνω τα 30 κι έχω δει αρκετά, τόσα που με δίδαξαν πως οι αρνητικοί άνθρωποι, οι γκρινιάρηδες, οι ζηλιάρηδες και οι μίζεροι (αυτά συνήθως πάνε μαζί) είναι μεγάλος μπελάς! Πλέον, προσπαθώ να τους αναγνωρίζω και να τους αποφεύγω. Όχι βέβαια πως πάντοτε ξεγλιστράω! Αλλά αισθάνομαι πως βρίσκομαι σε καλό δρόμο!



Είναι μια εποχή δύσκολη για  τους ανθρώπους της τέχνης, ζούμε στην Ελλάδα την κρίσης, είσαι ιστορικός και κριτικός τέχνης και επιμελήτρια εκθέσεων. Τελευταία έχεις εισέλθει πολύ δυναμικά στο χώρο. Πώς ξεκίνησες και πως συνεχίζεις; 

Δραστηριοποιούμαι επαγγελματικά στον χώρο της Τέχνης από τα 23 μου. Γεννήθηκα όμως μέσα στον κόσμο της, μιας που η μητέρα μου είναι εικαστικός και ο πατέρας μου συλλέκτης. Είναι γεγονός, κυκλοφορεί η φήμη πως τα πράγματα είναι δύσκολα, και εδώ και παντού. Προσωπικά, επιλέγω να μην εστιάζω στο αρνητικό των πραγμάτων, επομένως η πραγματικότητα μου είναι αισιόδοξη, δημιουργική και υπερπαραγωγική. Μέλημα μου είναι να κάνω ποιοτικές δουλειές, εικαστικές εκθέσεις ενδιαφέρουσες και πρωτότυπες, σε συνεργασία με εξαίρετους σύγχρονους καλλιτέχνες, αναγνωρισμένους αλλά και νεότερους, σε μουσεία ή γκαλερί της χώρας (θα το δω κάποια στιγμή και για εξωτερικό!). Είναι αλήθεια πως εργάζομαι καθημερινά για την Τέχνη  και να σημειώσω πως είμαι αυτοδημιούργητη. Συνεχίζω τις σπουδές μου, παράλληλα με τις δουλειές μου και του χρόνου θα ξεκινήσω με το καλό το διδακτορικό μου επάνω στη Δημοσιογραφία και την Τέχνη.



 Η έκθεση Bonnie & Clyde είναι το project που τρέχει αυτή τη στιγμή στη  Σαντορίνη; Πρόκειται για ένα θέμα ομολογουμένως ιδιαίτερο, ποιά είναι τα συστατικά της μέρη; Τι είναι αυτό που θες εσύ ως επιμελήτρια να επικοινωνείται μέσω μιας έκθεσης;

Η έκθεση "Bonnie & Clyde" είναι στην πραγματικότητα αφιερωμένη σε ένα ιδιαίτερα αγαπημένο μου πρόσωπο, του οποίου το όνομα δεν μπορώ να αποκαλύψω. Όταν μου έγινε η πρόταση να οργανώσω μια έκθεση στη Σαντορίνη, ο Έρωτας ήταν η πρώτη σκέψη που μου ήρθε στο μυαλό, καθώς όλοι γνωρίζουμε πως το νησί είναι τίγκα στα ερωτευμένα ζευγαράκια που κοιτούν αγκαλιασμένα το ηλιοβασίλεμα. Κι επειδή ο Έρωτας, το δεύτερο πιο πολύτιμο συστατικό της ζωής μαζί με την Τέχνη, είναι ωραίο να είναι ακραίος και παντοτινός, σκέφτηκα τους Bonnie & Clyde. Δεν επικροτώ σε καμία περίπτωση τα εγκλήματα τους, αλλά με σαγηνεύει αυτό το δέσιμο που είχαν, τόσο στη ζωή όσο και στον θάνατο. 167 σφαίρες, μέσα στο κλεμμένο τους Ford αυτοκίνητο, και τα νεανικά τους σώματα ενωμένα, να πέφτουν μαζί. Η Bonnie κι ο Clyde τελικά, λάτρεις της ποίησης, της λογοτεχνίας και των τεχνών, πέρασαν στην αιωνιότητα, με την ιστορία τους να περνά σε ποιήματα, λογοτεχνήματα κι ένα σωρό εκδοχές στον κινηματογράφο. Η ομάδα των επιλεγμένων καλλιτεχνών εδώ, στην έκθεση μας, έφτιαξαν έργα εμπνευσμένα από την ιστορία τους, από την περιπετειώδη τους ζωή μέχρι και τον θάνατο τους. 



Αναφορικά με το τελευταίο ερώτημα, και αυτή όπως και όλες οι εκθέσεις που επιμελούμαι, έχει φτιαχτεί με έμπνευση, προσεκτικό σχεδιασμό και συντονισμό, αφοσίωση, επιμονή, χρόνο, κόπο και αγάπη, και σε στενή επαφή με τους καλλιτέχνες που συμμετέχουν στο εκάστοτε project. Στόχος είναι να δείξουμε στο κοινό ποιοτικά και σύγχρονα πράγματα. Πρόκληση για μένα είναι το να φέρω το κοινό πιο κοντά στην Τέχνη. Ακόμα κι εκείνο το κοινό που ακούει Τέχνη και τρέχει επειδή δεν έτυχε να συναντηθεί ποτέ ουσιαστικά μαζί της, ή την θεωρεί ακόμα προνόμιο των πλουσίων ή των διανοούμενων. Ή που ακούγοντας τη λέξη "ζωγράφος" του έρχεται στο μυαλό ένας τρελός τύπος με μπερέ και πινέλο και τη λέξη "ιστορικός τέχνης" την συνδυάζει με μια αυστηρή φιγούρα, υπεροπτική, σνομπ και κυριλέ!


 Με ποιους καλλιτέχνες επιλέγεις να συνεργάζεσαι; Υπάρχει για σένα μια ιδιαίτερη σχέση με τους ανθρώπους αλλά και το χώρο, η οποία θα κατευθύνει την πορεία αλλά και το απότοκο της εκάστοτε συνεργασίας;

Υπάρχουν σαφώς κάποια κριτήρια με βάση τα οποία επιλέγω τους καλλιτέχνες που θα συμμετάσχουν στο εκάστοτε project. Έμφαση δίνω στις σπουδές, τις διακρίσεις, στην έντονη δραστηριοποίηση τους στον χώρο της Τέχνης, καθώς και στην δυναμική και την πρωτοτυπία της εικαστικής τους γραφής. Απολαμβάνω να συνεργάζομαι τόσο με καταξιωμένους καλλιτέχνες, όσο και με νέους ταλαντούχους φοιτητές της ΑΣΚΤ και συναφών σχολών, στους οποίους διακρίνω αυτό το "κάτι". Μου αρέσουν οι καλλιτέχνες, οι άνθρωποι γενικότερα που έχουν ευγένεια, πάθος, φαντασία και πολλές θετικές ποιότητες. Δεν μ' αρέσουν οι αγενείς, οι ξερόλες, οι κακοπροαίρετοι και οι ψωνισμένοι. Μ' αρέσουν οι φιλόδοξοι που ό.τι πετυχαίνουν να κερδίζουν, συνιστά καρπό της ηθικής στάσης τους και του προσωπικού τους μόχθου. Τις θεματικές των εκθέσεων καθώς και τους καλλιτέχνες που θα τις πλαισιώσουν, αλλά και τους χώρους στους οποίους θα παρουσιαστεί μια έκθεση, όλα αυτά, τα φτιάχνω, τα αποφασίζω και τα συντονίζω μόνη μου. Αυτό σημαίνει "επιμελητής". Και πολλά άλλα! 



 Καλοκαίρι – Ελλάδα – Θάλασσα, επηρεάζει αυτό το τρίπτυχο την αλληλεπίδραση καλλιτεχνών- κοινού αλλά και της συμμετοχικότητας του κοινού στις εκθέσεις, είναι το ελληνικό καλοκαίρι το κατάλληλο επιστέγασμα για την προβολή την τέχνης και της καλλιτεχνικής επικοινωνίας;

Δεν ξέρω να σου απαντήσω. Για μένα η Τέχνη πρέπει να είναι "ζωντανή" υπό όποια περίσταση. Ο Αύγουστος βέβαια, είναι νεκρός μήνας για τις γκαλερί, με εξαίρεση στα νησιά μας. Γενικότερα θεωρώ πως στην Ελλάδα παρότι υπάρχει θαυμασμός απέναντι στους καλλιτέχνες, η επισκεψιμότητα σε χώρους Τέχνης είναι περιορισμένη. Δεν είναι στην κουλτούρα του μέσου Έλληνα να επισκέπτεται μια γκαλερί ή να αγοράζει έργα. Νιώθω πως το φιλότεχνο κοινό είναι ειδικό κοινό. Και αυτό, κάποια στιγμή, ευελπιστώ να αλλάξει.

 Θα μας δώσεις μια περιγραφή του #5Buildings_ArtProject;

Αυτή την περίοδο επιμελούμαι, πέραν της έκθεσης στη Σαντορίνη, το project δημόσιας τέχνης με τίτλο #5Buildings_ArtProject στα πλαίσια του φεστιβάλ "Δρόμοι Πολιτισμού Αργολίδας" της Περιφέρειας Ενότητας Αργολίδας. Το #5Buildings_ArtProject, δημιούργημα 5 σύγχρονων εικαστικών καλλιτεχνών: της Μάγδας Μάρα, του Νίκου Μαρίνη, της Ειρήνης Μώρου, του Δημήτρη Παπαχρήστου και της Βασιλικής Σαγκιώτη, φιλοδοξεί να δώσει σε επιλεγμένα, ιστορικής σημασίας, κτήρια της παλιάς πόλης του Ναυπλίου, μια νέα νοηματοδότηση. Οι καλλιτέχνες, έχοντας εμπνευσθεί από τα ίδια τα κτήρια καθώς και από τον περιβάλλοντα χώρο που τα πλαισιώνει, ντύνουν τις προσόψεις τους με μεγάλου μεγέθους μουσαμάδες/εικαστικά έργα που η θεματολογία και η τεχνική απόδοση τους ακολουθεί την ξεχωριστή, προσωπική εικαστική προσέγγιση του κάθε δημιουργού.




Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζεις στο χώρο, αν υπάρχουν τέτοιες, και τι φιλοδοξείς να ξεπεράσεις και να επιτύχεις εσύ με τη δουλειά σου;


Όπως έχω αναφέρει παραπάνω, η αγάπη και η εργασιομανία για τη δουλειά μου, η έμφυτη αισιοδοξία μου, μου δίνουν τη δύναμη να ξεπερνάω τις όποιες δυσκολίες. Φυσικά, δύναμη μου δίνουν και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες που με εμπιστεύονται και με ενθαρρύνουν και πραγματικά τους ευχαριστώ πολύ. Για μένα οι καλλιτέχνες, όπως λέω, "είναι η μαμά μου". Μεγαλωμένη με μητέρα εικαστικό, νιώθω πως τους αγαπώ με όλες τις ευαισθησίες και συχνά ιδιοτροπίες τους. Είναι σαν να είμαστε βγαλμένοι από την ίδια μήτρα. Ακόμα δύναμη μου δίνει το κοινό που επισκέπτεται τις εκθέσεις μου ή που λέει έναν καλό, ενθαρρυντικό λόγο, είτε έρχεται, είτε εκφράζεται με ένα like ή σχόλιο, μέσω των social media. Τώρα, αναφορικά με τις δυσκολίες του χώρου...Έχω γνωρίσει απατεώνες, όσο και σωστούς ανθρώπους. Έχω βοηθήσει άτομα που επέδειξαν αχαριστία, αλλά και ανθρώπους που φέρθηκαν τίμια. Ο χώρος στην πραγματικότητα είναι μικρός και ιδιαίτερα ανταγωνιστικός. Φτάνουν στ'αυτιά μου τα πάντα, αλλά προτιμώ να κρατάω το στόμα μου κλειστό. Γελάω κάπου κάπου με κακοπροαίρετα σχόλια ή αναληθή, ή σεξιστικά. Το μόνο που έχω σαν πυξίδα είναι να κοιτάω τον δρόμο μου και να ασκώ το έργο μου με αφοσίωση, πνευματικότητα και τιμιότητα απέναντι στην Τέχνη και τους καλλιτέχνες που με στηρίζουν. Όλοι βρισκόμαστε υπό συνεχή εξέλιξη και το νόημα είναι να φτάνουμε στο ύψιστο των δυνατοτήτων μας, με τα όνειρα μας να πατούν σε υγιή φιλοδοξία. 



 Με ποια τραγούδια θα έντυνες τις εκθέσεις πάνω στις οποίες εργάζεσαι αυτή την εποχή;

Αυτή την εποχή προετοιμάζω τρεις ομαδικές εκθέσεις μέχρι και τον Δεκέμβρη του 2018. Τον Σεπτέμβρη θα εγκαινιαστεί η έκθεση "Μέσα στα Μάτια Σου - Προσεγγίζοντας την Τυφλότητα" στο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών Τσιχριτζή. Οκτώβρη με Νοέμβρη, έρχεται η έκθεση "Purpur Attack!" στη γκαλερί PurPur στη Λαμία, ενώ ακολουθούν τον Δεκέμβρη οι "ΜΑΓΙΣΣΕΣ" στο Trii Art Hub στο Κουκάκι στην Αθήνα. Παρότι τα δύο αγαπημένα μου είδη μουσικής είναι το χιπ χοπ και το ρεμπέτικο, την πρώτη, θα την έντυνα με το τραγούδι All Is Full of Love της Björk, την δεύτερη με το Can't Help Falling in Love του Elvis Presley και τις "ΜΑΓΙΣΣΕΣ" με το Moonlight Sonata του Beethoven!

Νικολένα σε ευχαριστούμε πολύ, εύχομαι να καταφέρεις να δημιουργείς σε ένα κόσμο τέχνης όσο πιο παρόμοιο γίνεται με αυτόν που έχεις σκεφτεί και να καταφέρεις να ανταποκριθείς σε κάθε πρόκληση.


*Στο Pause αγαπάμε να γνωρίζουμε δροσερούς ανθρώπου της τέχνης. Η Νικολένα Καλαϊτζάκη είναι ιστορικός- κριτικός τέχνης και επιμελήτρια εκθέσεων.

                                           

Ραφαέλλα Μανέλη

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Αθηνών - Κορίνθου | Ραφαέλλα Μανέλη

Απόψε θέλω να καθίσεις αναπαυτικά
 πάνω σε όσα ούτε φέτος άλλαξαν.
Κάθισε πίσω.
Ο ήχος απο κάθε σκουριασμένο τρίξιμο,
 δεν ξέρω, αν ακούς, φεύγει.
Θέλω να στρίψεις το τσιγάρο
 αργά και προσεκτικά,
σαν πρώτο, σαν τελευταίο.
Απόψε σ' ενα μπαρ παλιό,
 ημιφωτισμένο με κόκκικες και πράσινες λαικές αποχρώσεις
 θα μας περιμένουν δυο πηχτά, θερμά ουίσκι.
Απόψε να μου κάνεις έρωτα.
 Σήμερα δεν θα  'ναι όπως οι άλλες μέρες,
 του ταχύπλοου βιοπορισμού, του αυτόματου πιλότου.
Σήμερα έγδυσα απο μέσα μου τα παραμύθια,
τα τοποθέτησα στο ράφι,
δίπλα στους τόμους που ξεφύλλιζα τον άνθρωπο
 κι έψαξα τη ζεστασιά σου μες το σπίτι.
 Αφήνω τις ιδέες με χρόνια,
τα πάντα τα ζυγίζω πια με μεζούρα το αίσθημα,
 αλάνθαστος άξονας η πρόθεση.
Ξύπνησα ξαφνικά.
Γύρισα τα δωμάτια από τοίχο σε τοίχο,
κουρασμένα να σε βρω,
 να ανέβω πάνω σου,
να με κρατήσεις,
να μου πεις πως είμαι σπίτι, πια.
Κι ήταν ένας αιώνας μέχρι να σε φτάσω
 και κλάσματα για να 'σαι πάλι εκεί.
Απόψε να μου κάνεις έρωτα.
Για σήμερα, που λες, είμαστε ζωντανοί.

Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2017

Διαβάσαμε | Αντιποίση (22 Νύχτες) του Δημήτρη Ξενιστή | Ραφαέλλα Μανέλη

Η ποιητική συλλογή του νέου και ταλαντούχου ποιητή Δημήτρη Ξενιστή "Αντιποίηση (22 Νύχτες)" υποστηριζόμενη από τις εκδόσεις Ανεκδοτική αναμένεται να παρουσιαστεί την Τετάρτη 29 Νοεμβρίου και ώρα 7:00 μ.μ. στο συνεργατικό καφέ Ποέτα στην Θεσσαλονίκη, την εκδήλωση διοργανώνει το Pauseartmag.gr.

Ο Δημήτρης Ξενιστής, είναι γεννημένος το 1990 στην Θεσσαλονίκη έχει γράψει και δημοσιεύσει αρκετά πεζά και ποιήματα κι εδώ και ένα χρόνο κυκλοφορεί η αυτοέκδοτη ποιητική συλλογή "22 Νύχτες".

Η ποιητική συλλογή του Δημήτρη Ξενιστή θα μπορούσε να παραλληλιστεί σύντομα και λακωνικά με μια αιχμηρή καταγραφή του υποσυνειδήτου του ποιητή. Πρόκειται για μια ιδιότυπη εσωτερική αφήγηση, πότε μια αυτόκλητη εξωτερίκευση, μια αυθόρμητη μαρτυρία, πότε μια απόπειρα εξομολογητικού χαρακτήρα. Κάθε ποίημα διαπερνάται από μια βαθιά υπαρξιακή αγωνία.Οι θεματικοί άξονες της ποιητικής συλλογής τίθενται στα ίδιους ακρογωνιαίους λίθους με τη δόμηση του υποκειμένου. Το ποιητικό υποκείμενο ορίζεται και περιορίζεται από την παιδική μνήμη, την ενηλικίωση, την υποσυνείδητη ανάδυση μνήμης και  την ανεύρεση του ερωτικού Άλλου. Το ερωτικό αντικείμενο επαναφέρεται συχνά. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ποιητική συλλογή διατρέχεται από τον έρωτα. Είναι ο έρωτας που συστέλλει και διαστέλλει την ψυχολογική εκτόνωση που συναντάμε στο ποίημα, δείχνει να την μετριάζει και να την εκτονώνει, πολλές φορές ταυτόχρονα στον ίδιο ποιητικό σκελετό. Τα ποιήματα υποθάλπουν μια αποδεχούμενη από τον ποιητή έννοια εξορίας ή ακόμα και αυτοεξορίας.

Συχνά, αποφθεγματικός ο Ξενιστής, προσιδιάζει σε γνήσια ποιητική φύση με εύκολα αναγνωρίσιμες λογοτεχνικές καταβολές. Σαρκαστικός, ειρωνικός και ζοφερός σε κάθε ποίημα παραθέτει ανεπιτήδευτα εικόνες που δίνουν την αίσθηση ότι έχουν αποκοπεί από τη δαντική Θεία Κωμωδία. Αν μπορούσε κανείς να χρωματίσει τέτοια σκίτσα θα προσέθετε μόνο κόκκινο και μαύρο. Ο ποιητής επανέρχεται συχνά σε ερωτικές σκηνές, όχι τόσο ήδη βιωμένων εμπειριών, περισσότερο δίνει γλαφυρές περιγραφές  του φαντασιακού του, εντός του οποίου βιωμένη και επινοημένη εμπειρία διαπλέκονται, όπως διαπλέκονται τον ίδιο το ερωτικό υποκείμενο με την ερωτική φύση και οντότητα του αντικειμένου του. Σκηνές που συνδυάζουν πόνο, έρωτα, τιμωρία και προδοσία.

  Ο αποφατικός λόγος του ποιητή καταλήγει σε συνειρμικές ντε σαντικές περιγραφές. Η ικανότητα περιγραφής της ψυχικής κατάστασης είναι επίπονη διαδικασία, εν προκειμένω μόνο κάθε άλλο παρά άστοχη αποφαίνεται, αφού ο Ξενιστής καταφέρνει να μας βάλει μέσα στο μυαλό του. Θα τολμούσα να πω, πως θυμίζει ψυχανάλυση, μια απόπειρα αυτοψυχανάλυσης, η καλύτερα αυτοκριτικής κι αυτοκατανόησης. Μοιάζει με μια απόπειρα να ειπωθεί κάτι προκειμένου σε πρώτο χρόνο να αποκτήσει υπόσταση και μεταγενέστερα να αντιμετωπιστεί.

Τα ποιήματα των 22 νύχτων είναι για τον αναγνώστη μια αλλεπάλληλη και απότομη εναλλαγή εποχών. Μια αλλαγή που επιβάλλεται και ταυτόχρονα παρακολουθείται από τον ίδιο τον ποιητή με αμλετική αγωνία. Οι στίχοι πότε αποσπώνται από τη συνέχεια τους και πότε εναρμονίζονται σ' ένα σύμπαν έρωτα, επιθυμίας και ψυχικής εκπλήρωσης. Σημαντικό στοιχείο εμφανές στην ποιητική του είναι η σωματοποίηση της ζωής αλλά και της ίδιας της τέχνης. Κάνει κέντρο της ποιητικής το σώμα, σωματοποιεί την εμπειρία αλλά και το συναίσθημα. Ουσιαστικά, η ποιητική του πραγματώνει τις θεωρίες που ταυτοποιούν σώμα και πνεύμα, ορίζοντας το βίωμα ως κεντρικό άξονα βίωσης της πραγματικότητας και του συναισθήματος.

Η "Αντιποίση (22 Νύχτες) " είναι μια ενδιαφέρουσα εμπειρία. Μια ποιητική συλλογή που από έναν αφοσιωμένο αναγνώστη μπορεί να αδιαβαστεί απνευστί. Με μαεστρία και διάχυτη μπουκοφσκική ειρωνία ο ποιητής μας επιβιβάζει σε ένα τρενάκι αγωνίας και μας περνά ξυστά από τις υπαρξιακές μας αξιώσεις. Ανάγοντας την προσωπική του αγωνία σε καθολικό βίωμα με τρόπο που θυμίζει καταρραμενους ποιητές. Η ποιητική συλλογή διαπερνάται από ένα αιμόφυρτο πότε διαβολικό και πότε αγγελικό υποκείμενο.  Πρόκειται για μια συνολική αναπαράσταση που επουλώνει και παράλληλα επαναδημιουργεί εσωτερικές και εξωτερικές πληγές. Ένας φανταστικά εύγλωττος παράλογος κόσμος, που περιμένει να τον βιώσετε. Μια προσπάθεια που ακροβατεί ανάμεσα στο μονόλογο και την απεύθυνση. 

"Δεν καταλαβαίνεις ότι η νεότητα είναι καταχρηστική εξουσία; 
Άκου πως σου μιλάω αν δεν με πιστεύεις
κοίτα πως σε γαμάω 
γεύσου τη στάχτη στα μάτια μύρισε την διάψευση της προσμονής"






Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2017

Μεγάλοι έρωτες | Νόρα και Μανόλης Αναγνωστάκη | Ραφαέλλα Μανέλη

Η Νόρα άκουσε πρώτη φορά για το Μανόλη, το 1951, όπως είχε εξομολογηθεί στο Φίλιππο Φιλλίπου το 1996, στην ανέκδοτη συνέντευξή τους. Ο Μανόλης έμελλε να είναι ο σύντροφος της ζωής της και πατέρας του γιού της. Κοινός συνδετικός τους κρίκος ο Ρένος Αποστολίδης.

Το 1956, ο Αναγνωστάκης βγαίνει από τη φυλακή, είναι πρώην θανατοποινίτης, εξορισμένος και φυλακισμένος πολλάκις, με αντιστασιακό παρελθόν. Αφήνεται με τη δοθείσα γενική αμνηστία. Η ποίηση για τον Αναγνωστάκη έχει αρχίσει ήδη σε νεαρή ηλίκία με τον Ξενόπουλο να τον ενθαρρύνει και τα πρώτα του ποίηματα να φέρνουν ένα νέο αέρα στη νεοελληνική λογοτεχνία. Εξαρχής δηκτικός καταγγέλλων των κακώς κειμένων, ο Αναγνωστάκης κριθηκε συχνά για την πολιτική χροιά των ποιημάτων του και τον κεκυρήγμένο αγώνα που μετέφερε η ποίηση του. Ο ίδιος αργότερα θα τοποθετηθεί με σαφήνεια απέναντι στην ποίηση του. Δεν είμαι επαγγελματίας ποιητής, θα πει, δεν μπορεί κανείς να γράφει συνέχεια ποίηση. Μας θύμισε ότι είναι πολιτικός και ερωτικός συνάμα, ότι δεν μπορείς να απομονώσεις το ένα από το άλλο, ότι στην εποχή του είναι αδύνατο να γράψεις χωρίς πολιτική χροιά λόγω του ευρύτατου τεταμένου κλίματος, λόγω της γενικευμένης αγωνίας.

Μήπως δεν είναι έτσι κάθε εποχή; Πόσο μάλλον εκείνη η εποχή; Πόσα συσσωρευμένα τραύματα χαρακτήριζαν εκείνη την εποχή άλλωστε και πόσες ελπίδες; Ήταν οι κοινωνικές αναζυμώσεις που δημιούργησαν τους μεγάλους λογοτέχνες του προηγούμενου αιώνα. Τα βάσανα, οι εξορίες κι ο πόλεμος που διαφοροποίησαν ποιητές σαν τον Αναγνωστάκη από την αισιοδοξία της προηγούμενης λογοτεχνικής γενιάς. Απελευθερώθηκε ένα νόημα συμπυκνωμένο και αιχμηρό, ο στίχος έσπασε κι η λογοτεχνία μέσα από πολλούς διάυλους επιχείρησε να προσεγγίσει την αλήθεια ξεγυμνώνοντας τους καλλωπισμούς, ήταν η εποχή που απαιτούσε σκληρή αποδόμηση.


Η Νόρα, μεγάλωνει στην Πεύκη, απέναντι από σπίτι του Κατσιμπάλη, του μέντρορα της γενιά του '30. Η Νόρα παίζει απέναντι από το χώρο συνάντησης του "ομφαλού" της αττικής σκέψης. Από εκεί θα περάσουν λογοτέχνες και ποιητές που θα την καθορίσουν μεγαλώνοντας. Πρώτο κατευθυντήριο ερέθισμα κι αγαπημένη συνήθεια ο Σεφέρης. Αργότερα, θα διηγηθεί στο Σεφέρη ότι μεγάλωσε απέναντι από τον χώρο συνάντησης τους. Αγαπά το Σεφέρη γιατί είναι διδακτικός χωρίς υπεργενικεύσεις και εκλαϊκευσεις, όπως θα διηγηθεί αργότερα σε συνέντευξή της. Κάποιος ρομαντικός θα έλεγε, πως η κατανόηση κι επαφή  της με τη λογοτεχνία ήταν καρμική. Η Νόρα θα σπουδάσει Νομικά στο Καποδιστριακό αλλά αντί για νομικός, θα γίνει μια από τις μεγαλύτερες κριτικούς της νεοελληνικής λογοτεχνίας με σημαντική κι αξιοπρόσεκτη φιλολογική κατάρτιση. Θα γράψει λίγα κι ακόμη λιγότερα κατά παραγγελία. Θα συνεργαστεί με τα περιοδικά "Ενδοχώρα", "Κριτική", "Νέα Πορεία", "Χρονικό". Η συμβολή της στην Νεοελληνική λογοτεχνία θα αναγνωριστεί και θα τιμηθεί με το Ειδικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου της.

Ο Αναγνωστάκης θα της αφιερώσει το "Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα" . Για τη Νόρα αυτό το ποίημα ήταν παράδοση ζωής. Κατά το γάμο τους, έγινε ο σημαντικότερος και στενότερος συνεργάτης του ποιητή. Επεδίωξε να φανεί η πολύπτυχη λογοτεχνική προσωπικότητα του Αναγνωστάκη, να μην εντυπωθεί στον κοινού νου ως καθαρά πολιτικός ποιητής, γιατί δεν υπήρξε μόνο αυτο. Και η Νόρα και ο Μανόλης είχαν βαθειά πολτική συνείδηση, ο ένας την εφάρμοζε με την δράση του κι ο άλλος περισσότερο με τον τρόπο ζωής τους, όπως παραδέχτηκε αργότερα ο γιός τους.

 Κι οι δυο τους συγχνωτίστηκαν με τα μεγαλύτερα πνεύματα της εποχής, Σεφέρη, Χειμωνά, Σαχτούρη, Βακαλό, Λούλα Αναγνωστάκη. Έζησαν μαζί μέχρι το θάνατο του Αναγνωστάκη το 2005, έκτοτε η Νόρα δεν ήθελε να βγαίνει πολύ από το σπίτι. Ο πολυμεταφρασμένος και πολυμελοποιημένος, από τους μεγαλύτερους συνθέτες, Αναγνωστάκης δεν ήταν πια στη ζωή αλλά είχε γράψει για τη Νόρα κάτι πανέμορφο :

Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα. Μη με γελάσεις
Αυτά δεν είναι τα κατώφλια που έχω σκύψει
Αυτές οι κρύπτες που ριγούν τα τρωκτικά
Δεν έχουν τίποτε απ’ τ’ άρωμα της λάσπης
Ούτε απ’ το χάδι των νεκρών στα όνειρα μας
Γιατί έχει μείνει κάτι – αν έχει μείνει –
Πέρα από θάνατο, φθορά, λόγια και πράξη.
Άφθαρτο μες στην τέφρα αυτή που καίω
Σαν κάθε νύχτα την ανάμνηση θανάτων
Πικρών και ανεξήγητων θανάτων
Γράφοντας ποιήματα χωρίς ήχους και λέξεις.

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

Σιμόν Ντε Μποβουάρ & Ζαν Πωλ Σάρτρ | Μεγάλοι έρωτες | Ραφαέλλα Μανέλη

Δύο από τους μεγαλύτερους διανοητές του 20ου αιώνα συναντήθηκαν κι ερωτεύτηκαν. Ζαν Πωλ Σάρτρ - Σιμόν Ντε Μποβουάρ. Δύο εραστές που έκλεισαν τη σχέση τους με μια σειρά διεισδυτικών συνεντεύξεων προκειμένου να διασφαλιστεί ατόφια η μεγαλοφυία του πνεύματος του Σάρτρ. Ο έρωτας που οριοθετήθηκε με μόνο άξονα δικές του γραμμές. Μια σχέση που προσιδίασε σε ζωντανό οργανισμό με ένα DNA  καθαρά μονάδικό κι ανεπανάληπτο.
 Η Σιμόν Ντε Μποβουάρ κι ο Ζαν Πωλ Σαρτρ γνωρίστηκαν το 1923, όταν αυτή ήταν 20 κι αυτός 23 και συνέχισαν ως σύντροφοι και εραστές ως το τέλος. Αρίστευσαν στην Σορβόνη και διορίστηκαν καθηγητές. Η Μποβουάρ έγινε μάλιστα η μικρότερη σε ηλικία καθηγήτρια της εποχής. Ο Σάρτρ της ζήτησε να παντρευτούν, μάλλον για πρακτικούς κι ίσως πεζούς λόγους. Εκείνη το σκέφτηκε και το απέρριψε. Δεν παντρεύτηκαν ποτε, ούτε μεταξύ τους ούτε με κανέναν αν κι έκαναν κι οι δύο πολυάριθμές σχέσεις. Ωστόσο, όπως διαφαίνεται και από την επίσημη βιογραφία τους, πορεύτηκαν στη ερωτική και φιλοσοφική τους ζωή διαλέγοντας διαρκώς ο ένας τον άλλον. 


Υπηρέτησαν κι οι δύο τον υπαρξισμό. Τη θεωρία "που είναι υπαρξισμός", όπως έλεγε ο Σάρτρ. Διανοούμενοι, συγγραφείς με επαναστατική κατεύθυνση, πολέμιοι των συγκαταβατικών κληροδοτημάτων που έχουν καταλύσει την κοινωνία, άφησαν πίσω τους τεράστιο έργο και άλλαξαν το ρουν της ιστορίας. Η Μποβουάρ ήταν η πρώτη που μίλησε για την κατασκευή του κοινωνικού φύλου. Η διάσημη, πλεόν, φράση της "Γυναίκα δεν γεννιέσαι, γίνεσαι" διαχύθηκε παντού και ακούγεται πλεόν συχνά στα πλαίσια μιας πιο ποπ κουλτούρας  με το νόημα της φράσης να έχει μεταβληθεί αρκετά. Η δημιουργός του "Δεύτερου Φύλου" υπήρξε εξαιρετικά ευέλικτη αλλά κι επιδραστική ως συγγραφέας. Η ανατρεπτική της σκέψη έγινε κινητήριος μηχανισμός αναδίπλωσης σε όλο της το έργο, το φιλοσοφικό,  το μυθοπλαστικό, το βιογραφικό, το δοκιμιακό. Τα γραπτά της στέκονται ισάξια κι ανεξάρτητα ουσιωδώς συμπορευόμενα με τον σαρτρικό υπαρξισμό. 

Ο Σαρτρ αναζήτησε την ουσία του υπάρχειν. Αμφισβήτησε και επαναστάτησε ενάντια στο μεγαλοαστικό και ρηχό γαλλικό περιβάλλον που είχε μεγαλώσει. Την αντίδραση σε αυτή την επιβεβλημένη ρηχότητα την ανέλυσε στα έργα του. Με την ίδια την πορεία της ζωής του, όμως, αντιπρότεινε ένα νέο παράδειγμα. Υπήρξε ο  κυριότερος εκπρόσωπος του γαλλικού υπαρξισμού και της φαινομενολογίας καθώς και ένθερμος υποστηρικτής του μαρξισμού, κάτι για το οποίο κατακρίθηκε πολλάκις από δυτικές κυβερνήσεις. Συναντήθηκε τεράστιες με προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Γκεβάρα. Υπήρξε ένα διάστημα της ζώης του επιστήθιος φίλος του Καμύ. Μα πάνω από όλα υπήρξε σύντροφος της Μποβουάρ για πάνω από μισό αιώνα., εκδότης του περιοδικού "Μοντέρνοι Καιροί", στο οποίο έχουν γραφτεί μερικά θεμελιώδη, για τη σύχρονη σκέψη, δοκίμια. Μέχρι το τέλος της ζωής της, η Μποβουάρ διεύθυνε το περιοδικό.



Σε μια σχέση φύσει θέσει αντισυγκαταβατική θράφηκαν δύο από τα μεγαλύτερα μυαλά της ανθρωπότητας που, ίσως, να είχαν διαφορετική πορεία, αν δεν είχαν συναντηθεί ή αν δεν είχαν ερωτευτεί. Γιατί, φυσικά, το μεγάλο συναίσθημα επενεργεί με τρόπο καταλυτικό στην φιλοσοφική θεώρηση , στο έργο και στην ψυχική ακεραιότητα που αυτό απαιτεί. Δεν υπάρχει ανασκόπηση της κοινωνίας χωρίς συναίσθημα.
Η σχέση τους ελεύθερη, μα πάντα συμπορευτική, δοκιμάστηκε από τις άντρες αλλά και γυναίκες που τους συγκίνησαν. Περιπέτειες και των δύο έχουν καταγραφεί στην επίσημη βιογραφία της Μποβουάρ καθώς και σε μυθιστορήματά της. Παρά τη δεδομένη αποσταση σε όλη την πορεία της ζωής τους διεκδικούσαν τη θέση αλλά και την αναντικατάστατη επιρροή που είχαν ο ένας στον άλλον. Το μαρτυρούν οι επιστολές της Μποβουάρ που έχουν δει το φως της δημοσιότητας.
 Ας εστιάσουμε, όμως, σωστά. Ο έρωτας είναι πάντα ίδιος. Πάντα καταλυτικός, πάντα υποτακτικός. Ο έρωτας θα επιφέρει εκείνο το φίλημα στο εσωτερικό της παλάμης. Ο έρωτας δεν αποδεσμέυεται από την ανάγκη ελευθερίας. Η ανάγκη  της ελεύθερης ερωτικής επιλογής μπορεί να συνεισφέρει στην αποκρυστάλλωση των νοημάτων. Ας αφήσουμε την Μποβουάρ, με μια επιστολή, να μας μιλήσει για τον έρωτά της. Γιατί μόνο όταν εκτίθεσαι με επιθυμητή διαύγεια είσαι πραγματικά δυνατός.

"Η σκέψη να νοικιάσουμε ένα εξοχικό σπίτι μ’ αρέσει πάρα πολύ.
Θα είμαι τόσο ευγενική και καλή, θα δεις, θα σφουγγαρίζω το πάτωμα, θα σου μαγειρεύω όλα τα γεύματα, θα γράφω το βιβλίο σου μαζί με το δικό μου, θα σου κάνω έρωτα δέκα φορές κάθε νύχτα κι άλλες τόσες κάθε μέρα, ακόμη κι αν αισθάνομαι λίγο κουρασμένη. Αγάπη μου.. είμαι σίγουρη ότι ποτέ δεν έκανες κάποιον τόσο ευτυχισμένο όσο έκανες εμένα.
Μπορείς να είσαι περήφανος. Φαίνεσαι πια τόσο κοντά, αν γυρίσω το κεφάλι μου θα σε δω αναπαυτικά ξαπλωμένο στο κρεβάτι μου, μισοκοιμισμένο και ζεστό, μου φαίνεται ότι μπορώ όποτε θέλω, να πάω να ξαπλώσω δίπλα σ’ αυτό το ζεστό και δυνατό σώμα. Το λαχταρώ.

Αγαπημένε μου, που είναι τόσο γλυκό να σ’ αγαπώ".




Ο αντισυμβατικός τους έρωτας μέτρησε 52 χρόνια. 

Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2017

Αυστηρά παρανοϊκός μονόλογος | Ραφαέλλα Μανέλη


-Έχω τόσο πολύ ταριχεύσει μέσα μου

κάθε μικρή αίσθηση αυτών των χρόνων,

τόσο ένα με το δέρμα μου έχουν γίνει όλα

που είναι ώρες που νιώθω πως με σκάβει κάποιος,

οικεία παρανοϊκός,

με σκουριασμένη τσάπα

ή μ' ένα από εκείνα τα ανατριχιαστικά εργαλεία οδοντιάτρου.

Σπαστικά και με άκρα λεπτομέρεια μου εξηγεί τις πληγές μου μια μια.

Όπως λογικά φαντάζεστε,

τον χαρακτηρίζει εκείνη η άχαρη σοβαρότητα των γιατρών

που όλοι επιθυμούμε να αποφεύγουμε.

Ξαφνικά ξεκινά να μου απαριθμεί τους κινδύνους που φέρει η ουτοπική πεποίθηση σ' ένα καλύτερο κόσμο.

Καταλάβατε, μιλά για εκείνη τη δυνητικά υπαρκτή κοινωνία που δεν θα διαπραγματευτούμε τα αυτονόητα.

Μου σχολιάζει με πικρόχολο ύφος, φτυστός η γιαγιά μου, το λάθος μου να υπολογίζω στις ανθρώπινες σχέσεις χωρίς, άκουσον άκουσον, να έχω την εκάστοτε φορά ένα, έστω, πρωτόλειο σχέδιο τακτικισμού κατά την ερωτική συναναστροφή.

Δεν είχα, λέει, καν την ενσυναίσθηση να φορέσω το κλασσικό προσωπείο αδιαφορίας και σοβαροφάνειας. Ξέρετε σε ποιο αναφέρεται. Αυτό που βγαίνει από το μετρό, αυτό που μιλά στην τηλεόραση, αυτό που περπατά και σας χτυπά στο δρόμο, αυτό το απρόσωπο που αγνοεί την πραγματική αιτία συνάρθρωσης των ανθρώπων στην κοινωνία και γίνεται μετά ευχαρίστησης κομμάτι κοιλιόδουλου συστήματος που αλέθει την ανθρώπινη ψυχολογία. Βαρύγδουποι οι χαρακτηρισμοί, το γνωρίζω, αλλά ποιός μπορεί να αντεπιχειρηματολογήσει;

Τίποτα εγώ χαμπάρι από αυτά. Ήμουν κι ανεπίδεκτη, λέει.
Δεν μαθαίνω χρόνο με το χρόνο.
Δεν κατάλαβα τίποτα από Αντιγόνη και Άμλετ κι έχω παραμείνει ξεβράκωτος παλιάτσος Ρίτσου και Λειβαδίτη να κρέμομαι από ξεκρέμαστες ημιθανείς σελίδες βιβλίων κι αγαπημένα χέρια, συνήθως, θα έλεγα, αντρικά.

Κι ο σιχαμένος, ο ματαιόδοξος, ο κυνικός που μου θυμίζει μια παλιά μου φίλη, σχολική, που είχε με τρομερή ευφυία προσδώσει στους ανθρώπους χρηστική και ανταλλακτική αξία, με έχει καταλάβει για τα καλά.

Με ρωτάει κάθε ένα λεπτό, τι τους θέλω και τους κουβαλάω όλους πάνω μου.
Τους βρίσκει λέει παντού. Δεν εννοεί να καταλάβει ότι γινόμαστε αυτό που αρχικά επιθυμήσαμε σαν ευχή και σαν αμαρτία. Εγώ την είδα συνονθύλευμα μικρή.

Σε κάθε εκατοστό μαζί με άλλους τον βρίσκει.

Εκεί σταθερά και γοητευτικά να μου μιλάει και να μου γελάει γνεύοντας καταφατικά στις αδυναμίες και τις παραξενιές μου, καταδικάζοντας με να γράφω ημερολογιακά και να κατανοώ συχνά.

Άλλωστε, όταν ο γδούπος του μεγάλου συναισθήματος σε παρατήσει και δεν έχεις καταφέρει να κατανοήσεις, απέτυχες παταγωδώς. Στον έρωτα οφείλεις να μπαίνεις γυμνός, να παραμένεις γυμνός. Ντύσου με όποιο καλό συναίσθημα διαθέτεις, ας είναι πολλά, ας είναι ένα. Θα φύγεις σκεπασμένος.

Που λέτε...εκείνος ο αχρείος που με ψαχουλεύει, λίγο πιο δήμιος από τις αγάπες μου, λίγο πιο ανακουφιστικός από τον μεσημεριανό έρωτά τους, κάθε τόσο σαν αυτόχθονος του είδους σαδιστής γυρίζει και με ρωτά που τον έκρυψα. Με κοροϊδεύει, λοιπόν. Μια τον βλέπει παντού και μια τον χάνει, λες και δεν ξέρει πως έχουμε όλοι ένα σημείο αναφοράς. Άλλοι μια παταγώδη αποτυχία, άλλοι μια αναίμακτη κι ανέραστη συναναστροφή, εγώ, τον μονόλογο της Σάρας Κεήν, κατά προτίμηση.

Του εξηγώ μάταια μα μηχανικά πια, τη δύναμη της αρχικής πρόθεσης, που ακόμα και κοινωνιολογικά, την επιστήμη μου μέσα, θα μεταφραζόταν σε ένα σύστημα εισροών και εκροών, όπου προσφέρω στο ερωτικό μου σύστημα μια προδιάθεση δυνατής επαφής κι ερωτικού διονυσιασμού και παίρνω τον εαυτό μου πίσω συχνά σε κομματάκια, μα μακροπρόθεσμα ομορφότερο και τελικά αγαπημένο και λατρεμένο. Ακόμα και συστήματα αυτός μου έμαθε.

Έτσι, λοιπόν, το δικό μου σημείο άλφα πέρασε σε κάθε κύτταρου του δέρματος μου.

Έγινε, για μένα, ίδια η αρχή του απαράβατου όλου της συνύπαρξης

που αργά μα γοερά προχωρούσε για να ολοκληρωθεί.

Στο γενετικό μου υλικό φέρω πια

μια γνώριμη των πάντων έλξη στον ερωτά, σαν βασική αρχή κ απώτερο τέλος.

Τον έρωτα που για να μην φθαρεί μια μέρα ξύπνησα και τον κατάπια και τον χώνεψα και τώρα είναι παντού κι είναι μαζί μου.

Γιατί με ρωτάει, λοιπόν, για την αδυναμία του σώματος να απωθήσει την αίγλη της ταραχής των πρώτων καλών ερωτικών στιγμών; Τίποτα καλύτερο από τις καλές ερωτικές στιγμές της εξαϋλωσης όταν δεν υπάρχει τίποτα να σου ταράξει την απόλαυση των ηδονών. Όλα είναι το σώμα που λειτουργεί μνημονικά. Χωνεύοντας αγάπη αφέθηκαν ξεκρέμαστα τα δάχτυλα μου να τρέμουν να ενωθούν και τα νύχια μου να ζητήσουν.

Μα τι λέει, επιτέλους, ο γελοίος; Αν μπορούσαμε όλοι να διαλέξουμε μια και μοναδική στιγμή για να ζήσουμε, θα ήταν το βογκητό και το χαμόγελο του έρωτα, μαζί.

Απνευστί και μπερδεμένα.


Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

Διαβάζουμε | Το μυστικό της μπλε πολυκατοικιας | Έλενα Ακρίτα

Ελλάδα, Αθήνα 2016: στη δίνη του πολιτικού σκηνικού και της μεγάλης ύφεσης τοποθετεί η Ελένα Ακρίτα την πλοκή του νέου της αστυνομικού μυθιστορήματος που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Διόπτρα το 2017. "Το μυστικό της μπλέ πολυκατοικίας" είναι πολλά περισσότερα από ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, είναι ένα καλογραμμένο ανάγνωσμα, η ανατομία ενός εγκλήματος, καθώς παράλληλα και μια διεισδυτική ματιά στις διαπροσωπικές σχέσεις στην σύγχρονη Ελλάδα. 

Σε συνέχεια του προηγούμενου βιβλίου της "Φόνος 5 αστέρων", η Ακρίτα φέρει την πρωταγωνίστρια των βιβλίων, Ελσινόρη Χατζή εμπρός ενός νέου μυστηρίου, μιας περίπλοκης ιστορίας που ξεκινά τη νύχτα του Πολυτεχνείου και απλώνεται μέχρι τον πολιτικό κόσμο της Ελλάδας του σήμερα, καθορίζοντας τις ζωές των πρωταγωνιστών. Το φετινό πόνημα της πάντα δελεαστικής Ακρίτα, με το καυστικό χιούμορ και την απολαυστική γραφή, διαθέτει όλα τα στοιχεία της προσεγμένης αστυνομικής πλοκής. Σταθερά και κλιμακωτά δίνει στον αναγνώστη τα απαραίτητα στοιχεία, κορυφώνοντας την αγωνία του. Η ιδιαιτερότητα αυτής της ιστορίας έχει να κάνει με το χωροχρόνο της εξέλιξης αλλά και τη μαεστρία των αλλεπάλληλων φλασμπάκ που προδίδουν την κινηματογραφική γραφή της συγγραφέως. Το γεγονός ότι κάθε στοιχείο του βιβλίου συνδιαλέγεται με το φαντασιακό του μέσου Έλληνα και άπτεται στις ιστορικές μνήμες αλλά και την καθημερινότητά μας, δίνει στο βιβλίο μια ιδιαίτερη γοητεία. Δεν πρόκειται για βιβλίο του Σαββατοκύριακου αλλά, θα λέγαμε, είναι βιβλίο της μιας ανάσας. Γρήγορα και εύστροφα εθίζει τον αναγνώστη στην προσμονή της κάθαρσης.

Η Ακρίτα δημιουργεί ολοκληρωμένους χαρακτήρες που μέχρι το τέλος του βιβλίου έχουν παρουσιαστεί απόλυτα στον αναγνώστη με σαφή κίνητρα, προθέσεις και χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Το βιβλίο αγγίζει τις διαπροσωπικές σχέσεις χωρίς να φοβάται την ελαφρότητα τους μέσα σε μια αστυνομική και πολιτική υπόθεση, με ευφυή και  φυσικό τρόπο, περιγράφει τον έρωτα και τη συντροφικότητα ενσωματώνοντας τα στον κορμό της πλοκής.

Ο αναγνώστης δεν αργεί να ταυτιστεί και να κατανοήσει τους ήρωες της ιστορίας αφού καθένας απ' αυτούς ενσαρκώνει αξίες και πληγές διάσπαρτες γύρω και μέσα μας. Ο αναγνώστης θα αγάπήσει τον Αντρέα, θα κατανοήσει τον αναρχοαυτόνομο Ντίλαν και θα αφεθεί στη γοητεία του ρόλου του, θα ανησυχήσει με τη Γιολάντα, θα μπερδευτεί και θα συντρέξει την Ρεγγίνα, θα ταραχτεί με το Σκιαδά και του λοιπούς, ενώ κυρίως θα πραγματώσει την επιθυμητή κάθαρση μέσω της ριψοκίνδυνης και διεκδικητικής Ελσινόρης.

Κάτι αξιοσημείωτο, πέρα από τον τρόπο παρουσίασης των ηρώων είναι οι χώροι δράσης του βιβλίου. Από τα Εξάρχεια μέχρι την Κηφισιά, η Ακρίτα καταφέρνει να προσδώσει στο βιβλίο μια ατμόσφαιρα γνώριμη. Μεταφέρει στις σελίδες της ολόκληρη την Αθήνα της επταετίας της κρίσης και της επταετίας των Συνταγματαρχών σε μια διαρκή σύνδεση κι ένα βαθύ παραλληλισμό. Στις διαδρομές των πρωταγωνιστών, δίνεται πραγματικά η εντύπωση ότι ο αναγνώστης περπατά τόσο στα σημερινά Εξάρχεια όσο και στους φλεγόμενους δρόμους της νύχτας του Πολυτεχνείου, ότι διασχίζει τη Στουρνάρη, ότι κατεβαίνει την Ιπποκράτους.

 Το μυστικό της φημισμένης μπλέ πολυκατοικίας των Εξαρχείων, είναι μια ιστορία  πολιτικής  διαφθοράς και ηθικής κατάπτωσης που θα μπορούσε να είχε παίξει κύριο θέμα στα δελτία ειδήσεων της χώρας. Είναι μια ιστορία βατή και αληθοφανής που άπτεται συγκλονιστικά πάνω στις ιστορικές μας τομές και τα κοινωνικά και πολιτικά απότοκά τους. Το κυριότερο είναι ότι είναι μια ιστορία που μπορεί να διαβαστεί από τον καθένα. Σε κάθε ανάγνωση καταφέρνει να εκπληρώσει το ρόλο της, αφού σε όλη την αφήγηση ενυπάρχουν διάσπαρτα σημεία που καυτηριάζουν τον μικροαστισμό της μέσης ελληνικής οικογένειας, ανατρέπουν τις προβλεπόμενες αντιδράσεις των ηρώων, κυρίως των περιφερειακών, καταρρίπτοντας στερεότυπα και περνώντας το μήνυμα ότι τίποτα δεν είναι όπως ακριβώς το φανταζόμαστε. Η φυσικότητα, η απλότητα, το εσωτερικό χιούμορ, η αιχμηρή γραφή, η αλήθεια συντελούν στο να προσεγγιστεί η ιστορία με τρόπο που ίσως αποτελεί κριτική στο μεσσιανισμό του Πολυτεχνείου, αλλά και εφαλτήριο στοχασμού για την ελληνική πραγματικότητα και τους φορείς ελπίδας και νέμεσις που διαθέτει.

Η κεντρική ηρωίδα η Ελσινόρη προσωποποιεί την υποθάλπουσα αισιοδοξία, που συνήθως  συνοδεύει την κοφτερή ειρωνεία στη γραφή της Ακρίτα, μέσα απ' την κριτική και το απελπισμένο χιούμορ αναδύεται η αίσθηση πως υπάρχει η ελπίδα για την αποκατάσταση των πραγμάτων, την απόδοση της δικαιοσύνης, την πληρότητα στη ζωή και την ευκαιρία στον έρωτα! Το βιβλίο αυτό είναι ένα πραγματικά όμορφο ανάγνωσμα,  σαφές απλό και ταυτόχρονα ερευνητικό και αγωνιώδες απέναντι σε κάθε πλευρά της ελληνικής κοινωνίας. Μια βαθειά ματιά στα πάθη, τις τάσεις και τις εμπειρίες μας. Το τέλειο έγκλημα είναι πιο πολυδιάστατο, κάτι συγκλονιστικότερο του τέλειου φόνου!


 Γράφει η Ραφαέλλα ΜανέληΑποτέλεσμα εικόνας για το μυστικό της μπλε πολυκατοικιας

Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

CAMEL | Ραφαέλλα Μανέλη

Ακούγεται  ένα τικ τακ κι είναι βαρύ κι αργό και βασανιστικό. Τίποτα πιο υγρό και βαθύ και διαπεραστικό από το βράδυ και το κάθε βράδυ με το ίδιο τικ τακ. Σταθερός παλμός, σταθερός ρυθμός. Το πρώτο κράκ, τόσο φυσικό και διαπεραστικό σαν τη φυσικότητα των πάντων και των όλων σε μια αέναη από καταβολής κόσμου γενουσιουργό και τελειωτική κίνηση. Τικ τακ σ’ ένα camel ρολόι  του ΄60 που έχει φιλέψει δεκάδες κρακ  οργασμού και τις μεγάλες των ηδονών σε υγρά κελιά, πετιμεζάτα μπουκάλια και πολιτικοποιημένες επαρχίες. Επαναφέρομαι σ’ ένα δικού μου τύπου υλισμό, αφού οι ημίτρελοι ό,τι κι αν θέλουν λένε κι οι ώρες είναι μεγάλες, αλλά τείνω όταν διεγείρομαι να απαιτώ τον ανοιξιάτικο  επανερεθισμό των πάντων λες και γεννιέμαι τώρα, λες και δεν υπήρχα χθες.
Απόλυτα, τελειωτικά κι ακαθόριστα. Ζητώ απ’ τα πράγματα την εμψύχωσή τους σε μια προσωπικότητα καθαρά ερωτική, οργανοποιημένα με μια χρήση πιο ουσιαστική εκείνης του αυτόπτη μάρτυρα της επαφής, του μετρ της ευρυθμίας του χώρου και του χρόνου. Το κρεβάτι, η καρέκλα, το νερό. Μάλιστα, το νερό, αγκαλιάζει θερμότερα από κάθε εραστή διαλύει τα αδιάλυτα, ακουμπάει τα ανέγγιχτα, το νερό σπά τα αδέσμευτα. Τα σώματα πάλλονται, ανοίγουν και κλείνουν, σαλεύουν και σφίγγουν, πονάνε και δονούνται, αφήνονται και βρίσκονται. Κι ούτε κατάλαβε κανείς πως κύλησαν και βρέθηκαν τσαλαπατημένα πουκάμισα στο πάτωμα ποτισμένα με χυμένες βότκες που έτρεχαν πάνω και μέσα στα δάχτυλα τέσσερις και μισή το ξημέρωμα.
 Οι τοίχοι συστέλλονται και διαστέλλονται ίδια με σένα, τρισδιάστατα κι ηδονικά. Σύρονται οι δείκτες αργά πότε κατευναστικά και πότε καθόλου, σ’ ένα καντράν που το νιώθω να εδράζει στην κοιλιά και τους καρπούς μου. Στους καρπούς που σφίγγεις και στις φλέβες που πιέζεις και τρέχει μέσα τους αίμα ζεστό που το φυλάω και το 'χα έτοιμο για εκείνα τα πάθη, τις φοβερές σκηνές, τον ρομαντισμό μου που ξυπνά ξανά πεισματικά, αλλά καθόλου ατελέσφορα κάνοντας παρέα τους πιο κυνικούς ανθρώπους. Έτσι, σμίγει ένα σύμπαν αγνώστου και τ’ αγνώστου θα παραμείνει, αφού χάνω τη γλαφυρότητα μου κι ας είμαι ευλαβικά πιστή στην ατόφια περιγραφή του βιώματος. Ή είμαι πολύ αδύναμη, ή πολύ μικρή ή πολύ στεγνή για να μιλήσω για την ουσία απλά, με μια δύναμη ζωώδους συνουσίας που θα έκανε το Χέμινγουει να χαμογελάσει ή μια διαβολική οργασμική ανατριχίλα που θα λάτρευε ο Τζόις. Απανωτά ιερόσυλη, αλλά έτσι είμαι πάντα. Ακροπατώντας στ΄ άπιστα και στα μαρτυρικά γεννάμε έρωτα βωμό στην επαναστατική μας απραξία.
Σκόνη, λοιπόν, και Περσείδες. Αύγουστος. Ένα πηχτό αντρικό άρωμα κάθε πέντε λεπτά μετά θα μου θυμίζει οργασμούς και πόνους δειλούς, ερωτικούς, άσεμνους, σπαστικούς, νευρωτικούς. Σαν πλείστους και σαν κοινούς. Φεγγάρι γεμάτο μέσα Αυγούστου πάνω από ό, τι πιο επαρχιώτικο έχει συλλάβει ο νους σου, πιο κίτρινο κι απ ό,τι έχεις φανταστεί. Αλλά συνεχίζει τικ τακ το ρολόι να μετρά σε δεύτερα θολά πλάνα ασυνειδήτου. Τικ τακ νευρικό, φυσικό κι απότομο. Δυνατό, χαλαρό γλυκό και άγλυκο, πικρές δαγκωμένες σοκολάτες ποτισμένες με ουίσκι. Τικ τακ που μου μοιάζει, τραβάει πάνω του τη συντριπτική του κόσμου έλξη , επιβεβαιώνει την απότομη παύση του χρόνου και τόπου, όπως κάθε φορά με την ίδια ένταση, ίδια με εκείνη της γέννησης, μαζεμένη σε πάνω από έναν εραστές, και με δεκάδες ερωτικούς ανθρώπους κολλημένη, σ’ ένα δημιουργημένο φύσει-θέσει μωσαϊκό, ηδονών, ψευδαισθήσεων και πτυχών.
Μ΄ έχουν δαγκώσει χιλιάδες μικρές πληγές και στάζουν κάθε λεπτό σαρκικούς λοιμούς και σάλιο.


Παρασκευή 7 Ιουλίου 2017

Σκυλί | Ραφαέλλα Μανέλη



Στίβω τριάντα τρεις μέρες, τη μια τη ζεστή που θα βγάλω τότε που θα απαγκιστρωθώ από τις αγκυλώσεις, παράφορες μικρές συμπαραδηλώσεις, τους περιορισμούς και τις αναπροσαρμόσεις καθηκόντων κι ηθικισμών. Την άλλη την καυτή που μας χρωστάνε και την ένιωθα και με τρύπαγε κάθε που έπεφτε η καύτρα απ' το τσιγάρο. Και μιλούσες, όλο μιλούσες.. δεν θα γίνουμε έτσι εμείς έλεγες, σε πίστευα, μανιφέστο ιερό των πεποιθήσεων μας δεν τους αλλάξαμε , μην μας αλλάξουν. 

~~~

Στρίβω μέρες τριάντα τρεις κι είναι οι τελευταίες τρεις καμίνι βαρύ που ρίξαμε τα ξέφτια του επαρχιωτισμού μας, φτιαγμένους θεούς και κατασκευασμένους δαίμονες. Δεν είχες ειρμό αλλά και ποιος είχε; Tρελός ήσουν εξάλλου, ανυπόφορος, εξωφρενικά υπολογιστικός. Δεν αντιληφθήκαμε τη δομή είπες, δεν κάναμε σωστή διάγνωση, δεν βρήκαμε τη θεραπεία και νοσούμε ομαδικά. Τα ‘χασα κι εγώ που μπλέχτηκαν  Γκράμσι, Σεφέρης κι Εμπειρικός στα λόγια μας. Πονούσε η συζήτηση κι εσύ μιλούσες.

~~~

Βρέχω τα χέρια μου, να σου πιάσω το τσιγάρο, να σβήσω τη φλόγα, να πονέσω , να σε εξοργίσω που θα γίνουμε σαν τους άλλους κι εμείς. Γιατί δεν μας απελευθέρωσε  η τέχνη και τρέχουμε πίσω απ’ τα πτυχία, γιατί μας κόβει τα πόδια τ’ απλωμένο χέρι Ιπποκράτους και Πανεπιστήμιου γωνία, γιατί τρέμει και το δικό σου και δεν ξέρεις πώς να το πιάσεις. Γιατί δεν καταλήξαμε ποτέ αν ο κόσμος είναι αθώος ή πνιγηρός. Γιατί θα πάψω να γράφω έτσι που μας παίρνει σβάρνα η μιζέρια κι εσένα ακόμα δεν σε μπορώ, έτσι όπως είσαι μες τον κυνισμό σου ρομαντικός, σημαντικός κι αδιάφορος! Κι αν είναι όλοι οι του κόλπου έτσι, προλετάριοι μωρό μου, στον κυκεώνα του φαντασιακού μας θα μείνουμε. Μεθυσμένα γελαστοί και γελασμένοι!


~~~

Κρατάω χρόνια είκοσι δυο που δεν μας αφήνουν να φύγουμε, που την ψύχη μου νιώθω σκύλο δεμένο με λουρί, από ράτσα καλή, να θέλει να τρέξει, να σκάψει, να χαθεί κι όλο κρατιέται. Θα μείνουμε πρωτόλεια γράμματα εφήβου, ανολοκλήρωτοι. Δίστιχα γραμμένα σε τσάντες που τους λείπει η τελευταία λέξη, κι ας γράφτηκαν πάνω στο κρακ του οργασμού κι ας έσπασαν ακούσια κι αδιάφορα το μέτρο!

Είναι που δεν κατάλαβε ο κόσμος ή δεν προλάβαμε εμείς, που θα ‘χουμε τα τραγούδια μας αλλά δεν θα μας φτάσει.

~~~

Ένα μικρό σπίτι στο κέντρο της Αθήνας, στο κέντρο των πονεμένων, των διπλά αποξενωμένων,  δίπλα σε φωνές απ’ τη λαϊκή και πλανόδιους με ακορντεόν που η βδομάδα τους όλη είναι εκείνο το πρωί της Κυριακής που βάφουν κόκκινη τη Μεσογείων.

Ένα σπιτάκι έμψυχο με κίτρινο τραπέζι, να κρεμάσω εκεί τους έρωτες μου, τους ποιητές μου, τον χτύπο που πήρα και τον παλμό που έδωσα,  κάδρο τη γκρίνια μου τα μεσημέρια γι' αυτά που δεν έγιναν! Φλιτζάνια να πίνω τους φίλους τους ρομαντικούς απόγευμα Τετάρτης και μπάλα άχρωμη τους κυνικούς να πετάω τον ρεαλισμό στο διάολο κι ο σκύλος να μου τον φέρνει πίσω. Σπίτι στενό αλλά ευμετάβλητο, στα σπίτια των κατατρεγμένων δίπλα. Μόνη επιτυχία, η φωνή του άλλου μέσα μας.

~~~

Στον καναπέ επάνω να χω σκύλο λατρευτό. Σαν αυτόν που χω κάθε μέρα κι αργοπεθαίνει. Και δεν το λέμε και δεν το ξέρει. Ο σκύλος μου δεν φοβάται το θάνατο.  Εγώ τον φοβάμαι. Μη και δεν γίνω σαν κι αυτόν. Μια φωτεινή αναλαμπή στο άπειρο του χρόνου, δοσμένη στην αγάπη.



Εκείνη η αρρώστια που δεν ξεπεράσαμε ποτέ να μην ολοκληρώνουμε νόημα χωρίς να χουμε πρώτα διαλυθεί.

Ψυχραιμία καμιά.

https://s-media-cache-ak0.pinimg.com/564x/53/63/5a/53635a11d21b429815abb7c89cafdc12.jpg