Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 10 ΄Ωρες Δυτικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 10 ΄Ωρες Δυτικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

#WEREMEMBER 2020 | Δεν θ΄αρνηθώ, δεν θα ξεχάσω το Ολοκαύτωμα | Απόσπασμα - 10 ΄Ωρες Δυτικά | Γιώργος Γλυκοφρύδης

  Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.




#weremember 2020 - Δεν θ΄αρνηθώ, δεν θα ξεχάσω το Ολοκαύτωμα.




΄Ολο το μήνα, ο Σελιδοδείκτης συμμετέχει στη μνήμη με κορύφωση τη Διεθνή Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος στις 27/1, με εκδηλώσεις, άρθρα, αποσπάσματα λογοτεχνικών έργων, και την αποτύπωση του Ολοκαυτώματος  στις Τέχνες και στην κοινωνία.

Στο ακόλουθο απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Γλυκοφρύδης, 10 ΄Ωρες Δυτικά, περιγράφονται τα πραγματικά γεγονότα στη Θεσσαλονίκη, τη συγκεκριμένη μέρα, που έμειναν στην ιστορία ως "Μαύρο Σάββατο¨ ενώ στο microsite του βιβλίου θα βρείτε  φωτογραφικό υλικό από την εποχή.

                                                                           








10 ΩΡΕΣ ΔΥΤΙΚΑ





Επιμέλεια : Μαρίνα Καρτελιά.


Φωτ: glykofrydis.net 

11 Iουλίου 1942


Ο καιρός φαινόταν για καλός εκείνη την ημέρα. Αν και είχε πολύ ζέστη, κρατιόταν από το να γίνει αποπνικτικός· ήταν άλλωστε νωρίς το πρωί ακόμη. Θα γινόταν αργότερα. Η θάλασσα το ΄χε παρατραβήξει με την υγρασία όπως κάθε καλοκαίρι, αλλά ο Διοικητής της πόλης το είχε πει καθαρά : "΄Ολοι οι άντρες εβραϊκής καταγωγής 18 έως 45 χρονών θα πρέπει να συγκεντρωθούν στην πλατεία Ελευθερίας. Μέσα στην εβδομάδα. ΄Οχι αργότερα. Πρέπει να βάλουμε μια τάξη. Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό το χάος..." [...]

[...] Ελαφριά άρματα μάχης φάνηκαν από την πλευρά της λεωφόρου Νίκης. Οι στρατιώτες πίσω από τον Κατσεμπάνο παραμέρισαν για να αφήσουν ένα από αυτά να φτάσει εκεί μπροστά, δίπλα του. Οι ερπύστριές του στρίγκλισαν καθώς σταμάτησε απότομα. Καμένο πετρέλαιο, παντού. Κάτι σαν νερό κυλούσε από το πλήθος των συγκεντρωμένων.

΄Ενας αξιωματικός, μάλλον ανώτερος από τον προηγούμενο, ξεπρόβαλε από τον πυργίσκο του άρματος. "Λοχία!"

"Μάλιστα, διατάξετε!" είπε ο Κατσεμπάνος δυνατά και χαιρέτησε.

΄Αλλοι δύο αξιωματικοί βγήκαν από άλλο άρμα.

Ο αξιωματικός, ένας μικροκαμωμένος μαυριδερός και στραβοκάνης άνθρωπος, βγήκε κι αυτός, και αφού κατέβηκε, πλησίασε τον Κατσεμπάνο με γοργό βήμα. "΄Εχουμε αρχίσει την καταγραφή;" τον ρώτησε.

"Μάλιστα, αλλά από πίσω προς τα εμπρός", του είπε ο Κατσεμπάνος, και δευτερόλεπτα μετά έσκυψε στο αυτί του. Ψιθυριστά: "Δε θέλουμε να τρέξει κανείς από πίσω να φύγει... Δεν ξέρω.... συμφωνείτε, κύριε Λοχαγέ;"

"Απολύτως, Λοχία. Σ΄ευχαριστώ. Θα συνεργαστείς και με τους δύο κυρίους Ανθυπολοχαγούς από δω", του είπε και και του έδειξε τους δύο αξιωματικούς που στο αναμεταξύ είχαν καταφτάσει.

"Βεβαίως, κύριε Λοχαγέ. Με μεγάλη μου χαρά," είπε δυνατά και συστήθηκε στους δύο πανύψηλους αξιωματικούς.

Ο ένας, αφού έδωσε το χέρι, τον κοίταξε χαμογελαστός. "Πώς είπατε το επίθετό σας; Δεν το κατάλαβα, ζητώ συγγνώμη. Αλλά θα ήθελα να μπορώ να σας αποκαλώ σωστά".

Ο Κατσεμπάνος γύρισε και σήκωσε το κεφάλι για να μπορέσει να τον κοιτάξει στο πρόσωπο. "Κωνσταντίνος Κατσεμπάνος, κύριε Ανθυπολοχαγέ. Αλλά για ευκολία μπορείτε να με φωνάζετε Κώστα. Καλύτερα έτσι... για ευκολία...." του είπε χαμογελώντας.

"Α, πολύ ωραία. Ο κύριος Κώστας,τότε.... Πολύ ωραία. Πού βρισκόμαστε λοιπόν τώρα; Θα με ενημερώσετε;"

Στο βάθος, δίπλα στους στρατιώτες, κολλητά σ΄εκείνον που πήγε και τον φώναξε πριν, στεκόταν ο Σταύρος φορώντας πάντα την κουκούλα του.

Ο Κατσεμπάνος κοίταξε τον Σταύρο. Γύρισε στον ανθυπολοχαγό. "Κύριε Ανθυπολοχαγέ...." του είπε και ξεκίνησε να βηματίζει προς τους συγκεντρωμένους αργά, δείχνοντας όμως πρώτα με το χέρι του στον αξιωματικό να προπορευθεί. "΄Εχει ξεκινήσει ήδη η καταγραφή από τις τελευταίες γραμμές προς τα εδώ. Εξήγησα στον κύριο Λοχαγό ότι..."

"Ναι, κατάλαβα, Λοχία. Συνέχισε παρακάτω", τον διέκοψε σκληρά ο αξιωματικός. ΄Ηταν όμως φανερό ότι η σκληράδα δεν απευθυνόταν στον Κατσεμπάνο, αλλά στους συγκεντρωμένους που τους παρακολουθούσαν.

"Μάλιστα", απάντησε ο Κατσεμπάνος παίζοντας κι αυτός το ρόλο του απόλυτα υποτακτικού. Και συνέχισε : "Μόλις ολοκληρωθεί λοιπόν η καταγραφή, έχουμε τον άνθρωπό μας εκεί, ο οποίος θα μας βοηθήσει. Οπότε, μαζί με τα από καιρό ήδη καταγεγραμμένα από τη Διοίκηση ονόματα, να βρούμε αν λείπει, τι λείπει".

"Εκ των συγκεντρωμένων, εννοείς. Αν κάποιος δεν ακολούθησε την εντολή προς συγκέντρωση και είναι απών, εννοείς", του απάντησε ο ανθυπολοχαγός και στάθηκε καθώς είχαν ήδη φτάσει κοντά στην πρώτη γραμμή.

"Μάλιστα. Ποιών οικογενειών τα αρσενικά μπορεί να λείπουν, ήθελα να πω... Συγγνώμη, δεν εκφράστηκα σωστά", του είπε ο Κατσεμπάνος, πάντα υποτακτικά.

Ο ανθυπολοχαγός κούνησε το κεφάλι του σκεπτικός. "Η πολύ επαφή με τους αρρώστους επηρεάζει και τους υγιείς... είναι γνωστά αυτά".

"Σοφή η φράση σας...." σχολίασε ο Κατσεμπάνος κουνώντας το κεφάλι κι αυτός.
"Βεβαίως, έχουμε και τον λυπηρό παράγοντα που λέει ότι κάποια οικογένεια μπορεί να έχει αρσενικά μόνον κάτω των 18 ετών ή άνω των 45...."

Ο Κατσεμπάνος έκανε ένα ελαφρύ σήμα στον ανθυπολοχαγό να σκύψει λίγο. Μόλις εκείνος έσκυψε, ο Κατσεμπάνος πλησίασε το αυτί του. Πολύ όμως. Σε απόσταση αναπνοής, αν όχι και πιο κοντά. "Αυτές οι οικογένειες με το πρόβλημα των πολύ μικρών ή των πολύ μεγάλων σε ηλικία αρσενικών, που αναφέρατε, έχουμε την πίστη ότι είναι ήδη καταγεγραμμένες από τη Διοίκηση. Αλλά, για να είμαστε σίγουροι, υπάρχουν και οι καταγραφές έντιμων και νομοταγών πολιτών και φίλων του Ράιχ, οι οποίοι βοηθούν στη σημερινή καταμέτρηση, σαν τον κύριο Τσόχα εκεί..." του είπε ψιθυριστά κι έδειξε με το βλέμμα τον Σταύρο για ένα δευτερόλεπτο, κι έπειτα στράφηκε αμέσως και πάλι στον ανθυπολοχαγό.

Ο ανθυπολοχαγός έκανε σαν κάτι να τον τρόμαξε και τραβήχτηκε γρήγορα μακριά από το στόμα του Κατσεμπάνου με μια αυθόρμητη γκριμάτσα, όπως περνά κάποιος με το αυτοκίνητο κι έχει το παράθυρο ξεχασμένο ανοιχτό έξω από φυτώριο λιπασμάτων, που είναι όμως ξεχασμένο κι αυτό να σαπίζει εδώ και καιρό.

΄Ενα κακαριστό γέλιο ακούστηκε μέσα από το πλήθος των συγκεντρωμένων. Για τρία δευτερόλεπτα. Κόπηκε αμέσως.


[...] O Κατσεμπάνος τού μετέφερε χαμηλόφωνα τις διαταγές του ανθυπολοχαγού και φώναξε ταυτόχρονα δύο στρατιώτες.
       Ο Σταύρος ξεκίνησε την περιοδεία.
       Κι αν δεν είχε εκείνες τις έρμες τις σκιές από τα δέντρα να κάνουν τον ήλιο ν΄αναβοσβήνει μέσα στα μάτια του, αν τα ξηλώματα που παρίσταναν τις τρύπες για τα μάτια δεν ήταν τόσο άτσαλα κομμένα, κι αν δεν ήταν κουρασμένος, γιατί ήταν και κουρασμένος από την ορθοστασία, κι αν κι αυτός ο τρελάρας ο ανθυπολοχαγός δεν έκανε εκείνες τις τρομάρες, κι αν κι αν, και τόσα αν μαζί, κι αν, που να μην έσωνε να πέσει στο δρόμο του εκείνος ο ποιητής ο Σεφαραδίτης, κι αν αμάν πια, κι αν τίποτε απ΄όλα αυτά, τώρα θα καθόταν ήσυχος να τρώει τη μπομπότα του στο σπιτάκι του όπως όλος ο θεοσεβούμενος κοσμάκης. Αλλά όχι. Ο Θεός διάλεξε εκείνον, να τον στείλει μες στην αντάρα με τα ξόανα και μ΄όλα τα μπολσεβίκικα μιάσματα, για να τους δίνει. Να τους δίνει μ΄ένα σήκωμα του χεριού. Εμ, πως άλλιώς το αντάλλαγμα που ΄στειλε ο Μεγαλοδύναμος· εκείνος να μην πάρει τίποτε; Καμία ψυχή; Να γλυτώσουν όλα τα κακάδια της κοινωνίας έτσι; Ε, όχι δα. Κι έτσι, έστειλε αυτόν· τον Σταύρο. Εκλεκτό και επίλεκτο. Ηρέμησε τώρα. Τώρα ήταν ήρεμος. ΄Ηταν, λοιπόν, σε αποστολή. ΄Ενα θέλημα Θεού που έπρεπε να εκτελέσει. Με το θησαυρό να Τον περιμένει. Με την αμοιβή. Τα τριάντα αργύρια επέστρεφαν στον Κύριο τώρα. Τώρα, ο Κύριος έπαιρνε την εκδίκησή Του, επιτέλους. Τα τριάντα αργύρια πίσω. {...]

[...]Ο Σταύρος τους κοίταζε.
      ΄Ενας αξιωματικός έφτασε τρέχοντας. Τον είχαν φέρει τα δυνατά γέλια. ΄Αρχιζε να φωνάζει στα γερμανικά. Και να δείχνει. "Κάτω! Ξαπλώστε κάτω! Κάτω! Ξαπλώστε κάτω, ποντίκια! Τώρα!"
       Οι σειρές των ανθρώπων γύρω τους άνοιξαν. ΄Εκαναν χώρο.
       "Φέρτε τρεις τούμπες ο καθένας! Τώρα!!" τους είπε ο αξιωματικός σημαδεύοντας με το πιστόλι του. Τους έδειξε κιόλας τι εννοούσε με το χέρι.
       Οι δύο άρχισαν να κάνουν "βαρελάκια".
       Ο αξιωματικός ξεδίπλωσε ένα καμτσίκι. Και τους χτυπούσε σταυρωτά. Μια τον έναν, μια τον άλλον. Ταυτόχρονα ούρλιαζε: "Τα ποντίκια γελούν; Γελάνε τα ποντίκια; Ε;" Σταμάτησε να τους χτυπά. "Σηκωθείτε!" τσίριξε, ενώ ταυτόχρονα τους κλότσησε στην κοιλιά για να καταλάβουν να σηκωθούν.
       Οι δυο σηκώθηκαν τρεκλίζοντας.
       "΄Επρεπε να έχω φεύγει με τον ΕΛΑΣ... αλλά κιότεψα... να μην αφήσω μόνο του και τον πατέρα..." είπε ένας μιλώντας σχεδόν μόνος του. Και πάλι, στα Λαντίνο.
      "Τι είπε;" ρώτησε ο αξιωματικός τον Σταύρο. Αλλά ο Σταύρος δεν πρόλαβε να του απαντήσει. Δε θα μπορούσε κιόλας. Σε ποια γλώσσα δηλαδή; Ούτε την ερώτηση δεν είχε καταλάβει. ΄Οπως και να έχει, όμως, δεν πρόλαβε.
      Ο ματωμένος ανάσαινε δύσκολα. Αλλά μίλησε. Απευθυνόμενος στον αξιωματικό. Σε άπταιστα γαλλικά. "Είπε ότι εγώ φταίω που άρχισα να λέω ανέκδοτα... και γελάγαμε έτσι... ζήτησε και συγγνώμη... Τόσες ώρες εδώ κάτω από τον ήλιο... τι να κάνουμε, κύριε αξιωματικέ... είπα κι εγώ κάτι να γελάσουμε λίγο... θα πεθάνουμε από τη ζέστη..."
      Ο αξιωματικός τίναξε το καμουτσίκι του στον αέρα και το έφερε δυο γύρους στο λαιμό του ματωμένου και το έσφιξε εκεί. Το τράβηξε να δέσει καλά.
      Ο ματωμένος έβγαλε έναν άναρθρο ρόγχο και έμεινε όρθιος να κοιτά τον αξιωματικό με γουρλωμένα τα μάτια και τη γλώσσα έξω. Σχεδόν κρεμασμένος από το καμουτσίκι. ΄Απλωσε το ένα του χέρι και το έβαλε στον ώμο του αξιωματικού. ΄Οχι δυνατά. Σαν ικεσία. Το πρόσωπό του είχε γίνει κόκκινο κι οι ανάσες του κομμένες. Πνιγόταν.
     "Τις ευγενείς γλώσσες τα ποντίκια τις μαθαίνουν όπως οι παπαγάλοι... Ναι;" είπε ο αξιωματικός κοιτώντας τον στα μάτια.
      Ο ματωμένος άρχισε να βγάζει σάλια από το στόμα.
      "Τους θέλουμε ακόμη, Ανθυπολοχαγέ μου..." είπε ήρεμα ο Κατσεμπάνος, που είχε εμφανιστεί από το πουθενά δίπλα από τον αξιωματικό.
      Ο αξιωματικός ξεφύσηξε κι έλυσε το καμουτσίκι με γρήγορη κι όλο χάρη κίνηση. ΄Οπως ένας εκπαιδευτής αφήνει το ζώο που με κόπο έχει εκπαιδεύσει. Ο ματωμένος έπεσε κάτω κι άρχισε να κάνει εμετό κρατώντας το λαιμό του. Ο αξιωματικός τον έφτυσε εύστοχα στο κεφάλι κι έφυγε αναθεματίζοντας. Ο Κατσεμπάνος τον ακολούθησε. [...]

[...] Δυο στρατιώτες έσερναν έναν ραβίνο. Παππού μάλλον. ΄Η έτσι φαινόταν. Τον έστησαν μπροστά στο πλήθος. Και λίγο μακριά τους. Για να τον βλέπουν καλά όλοι. Κάποιοι από τις μπροστινές σειρές άρχισαν να κλαίνε.
     Ο Κατσεμπάνος εμφανίστηκε τρέχοντας μαζί με έναν από τους αξιωματικούς και τρεις στρατιώτες. Στάθηκε δίπλα στο ραβίνο. Κοίταξε το πλήθος. "Γιατί κλαίνε αυτοί;" ρώτησε τον ραβίνο στα ελληνικά.
     Εκείνος δεν του απάντησε.
     "Τώρα θα δοκιμάσουμε τις ικανότητές σας!" φώναξε στο πλήθος. Σχεδόν χαρούμενος. "Σας ενοχλεί το φως του ήλιου και κλαίτε;" ρώτησε. Στα γερμανικά.
     Δυο από τους στρατιώτες έβαλαν τα γέλια.
    "Ε, έχει σκοτάδι στις φωλιές των αρουραίων... είναι γνωστά αυτά..." είπε στα γερμανικά χαμηλόφωνα, απευθυνόμενος στους στρατιώτες.
    "Λίγο νερό... λίγο νερό..." είπε κάποιος από τις πίσω σειρές.
    " Ε, αυτό λέω!" φώναξε ο Κατσεμπάνος στα ελληνικά. "Θέλουμε να δοκιμάσουμε τις ικανότητές σας!".
    Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά. Κάθετα. Μεσημέριαζε. Η ζέστη τρύπαγε το δέρμα. Στα γύρω μπαλκόνια κάποιοι σήκωσαν ομπρέλες. Λεύκαινε η πλάση από το καλοκαίρι. Η θάλασσα στο βάθος άστραφτε σε χιλιάδες λάμψεις, εκτυφλωτική.
     Φωνές ακούστηκαν από το βάθος της πλατείας. Κι αμέσως, δυο πυροβολισμοί. Κι είχαν ακουστεί κι άλλοι λίγοι πριν. Σχεδόν ταυτόχρονα μια μοτοσυκλέτα έφτασε από τα αριστερά του Κατσεμπάνου.
    "Πες το, στρατιώτη", είπε έντονα ένας αξιωματικός που βρισκόταν εκεί κοντά.   
    Ο στρατιώτης άρχισε να μιλά χωρίς να κατέβει από τη μοτοσυκλέτα. "Πέφτουν λιπόθυμοι ο ένας μετά τον άλλον εκεί πίσω... Κάποιοι πήγαν να δραπετεύσουν, αλλά τους σταματήσαμε με πυροβολισμούς στον αέρα... Η ερώτηση, κύριε Ανθυπολοχαγέ, είναι τι θα κάνουμε αν όντως φύγουν και δεν υπακούσουν στους εκφοβιστικούς πυροβολισμούς...."
    Ο ανθυπολοχαγός κάγχασε. "Θα τους πυροβολήσετε στο κεφάλι! ΄Ακου τι θα κάνετε.... Αυτό θα κάνετε!"
    "Μάλιστα, κύριε Ανθυπολοχαγέ", απάντησε ο μοτοσικλετιστής κι έφυγε άμεσα.
    "Τι θα γίνει, κύριε Λοχία, θα το ξεκινήσουμε το πείραμα;" ρώτησε ο Ανθυπολοχαγός τον Κατσεμπάνο.
    Ο Κατσεμπάνος έκανε ένα νεύμα στον στρατιώτη που καθόταν δίπλα στον ραβίνο.
    Ο στρατιώτηες έβγαλε από το μικρό του σακίδιο ένα βιβλίο και το έδωσε στον ραβίνο. Πήγε να βγάλει και κάτι άλλο, αλλά δεν πρόλαβε. ΄Ενας από το πλήθος γονάτισε κάτω. Απότομα. Σαν να έπεσε. Αδύναμες φωνές ακούστηκαν.
    Ο αξιωματικός έτρεξε προς τα κει ξετυλίγοντας το μαστίγιό του. Τον έφτασε κι άρχισε να τον χτυπά σταυρωτά. Με λύσσα. "Θα σηκωθείς, τώρα!" του ούρλιαξε ρυθμικά με τα χτυπήματα. "Τώρα! Τώρα!! Τώρα!!! Σήκω! Επάνω!!" Σάλια από τη δύναμη των ουρλιαχτών έπεφταν στο κεφάλι του γονατισμένου.
    "Σήκω, παιδί μου, ν΄ακούσουμε το Ταλμούδ!"του φώναξε ο ραβίνος επιτακτικά στα Λαντίνο κι άνοιξε το βιβλίο.
    Ο άνθρωπος σηκώθηκε. Σαν να ζωήρεψε. Σαν, όμως. Αίμα έσταζε στα πόδια του που έτρεμαν. Αλλά στάθηκε όρθιος. Ο διπλανός του τον κράτησε.
    Ο αξιωματικός μάζεψε το μαστίγιό του κι επέστρεψε στη θέση του. Σκούπισε το στόμα του με το μανίκι του. Ανάσαινε γρήγορα. "Θα μας πεθάνουν τα ποντίκια... Θα μας πεθάνουν..." μονολόγησε.
    "Θα τα προλάβουμε εμείς. Ησυχάστε, κύριε Ανθυπολοχαγέ... θα τα προλάβουμε εμείς..." είπε ο Κατσεμπάνος με συμπόνια προς τον αξιωματικό.
    Ο στρατιώτης συνέχισε ό,τι είχε ξεκινήσει. ΄Εβγαλε ένα μεγάλο ψαλίδι κι άρχισε με το άλλο του χέρι να στρώνει τα μακριά χέρια του ραβίνου.
    Κάποιοι από το πλήθος έκλεισαν το στόμα τους με τα χέρια. Λες και ήθελαν να εμποδίσουν τη φωνή που θα έβγαινε με δική της πρωτοβουλία.
    Ο στρατιώτης χώρισε τη γενειάδα του ραβίνου στα δύο.
    "Ξεκινήσε την ανάγνωση, παρακαλώ!" του είπε ο Κατσεμπάνος δυνατά. Στα ελληνικά.
    Ο ραβίνος άρχισε να διαβάζει. Στα εβραϊκά. ΄Οχι πολύ δυνατά. Αλλά τόσο όσο ν΄ακούγεται. Ο στρατιώτης ξεκίνησε το ψαλίδισμα. ΄Εκοβε το δεξί μέρος της γενειάδας. ΄Οσο συμμετρικά μπορούσε. Ο ραβίνος έχανε λίγο τα λόγια τους καθώς ο στρατιώτης, για να μπορεί να κόβει τα γένια, του τράβαγε το σαγόνι.[...]



10 ώρες ΔυτικάΓιώργος Γλυκοφρύδης, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.






O Γιώργος Γλυκοφρύδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964. Ξεκίνησε εργαζόμενος στις κινηματογραφικές ταινίες και στα τηλεοπτικά σήριαλ του πατέρα του Πάνου Γλυκοφρύδη κι αργότερα εργάστηκε ως β' βοηθός σκηνοθέτη στον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Παράλληλα, παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου στην "Deutsche Film- und Fernsehakademie" στο (τότε) Δυτικό Βερολίνο. 
Σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμο «La Sapienza» της Ρώμης αλλά είχε ήδη ανακαλύψει την Πληροφορική την οποία και ακολούθησε ως επαγγελματική καριέρα. Έτσι, ξεκίνησε να αρθρογραφεί σε περιοδικά κυρίως Ειδικού Τύπου δημοσιεύοντας, όμως, και διηγήματα.
Σημαντικότερη ήταν η σειρά διηγημάτων με τον τίτλο "Utopia" στο περιοδικό "Ο κόσμος του Internet". 1995 - 1996.
Η νουβέλα «99.9% αληθινή ιστορία» κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό διηγημάτων Επιστημονικής Φαντασίας της «Anubis» το 1996.
Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Ο Επιβάτης», υποψήφιο για βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου στο περιοδικό «Διαβάζω», εκδόθηκε το 2006 από τις εκδόσεις "Νεφέλη". Ακολούθησαν δύο συμμετοχές με διηγήματα στα συλλογικά βιβλία «Α, όπως Αμερική» και «Το βιβλίο του Κακού» των εκδόσεων "Το Μαγικό Κουτί". 
Το «10 ώρες δυτικά», στις εκδόσεις "Ελληνικά Γράμματα", είναι το δεύτερο μυθιστόρημα. 
Τρίτη συμμετοχή με διήγημα στο συλλογικό "Έρως 13" των εκδόσεων "Ψυχογιός".
Το «Hotel Chelsea», το τρίτο του μυθιστόρημα, στις “Εκδόσεις Ψυχογιός” το 2012.
“Το "Τρίτο Αστέρι", το τέταρτο μυθιστόρημα, κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2018, από τις Εκδόσεις Διάπλαση.
Επίσης, διηγήματά του, άρθρα, και νουβέλες, έχουν δημοσιευθεί από την εφημερίδα "Έθνος", και από τα ακόλουθα ηλεκτρονικά περιοδικά, blogs, και web sites : Literaturefractalτο παράθυροdim/art.




Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

#WeRemember | Διεθνής Ημέρα Ολοκαυτώματος | 10 ΄Ωρες Δυτικά | Γιώργος Γλυκοφρύδης

Γράφει η Μαρίνα Καρτελιά.



Στα πλαίσια της Διεθνούς Ημέρας Ολοκαυτώματος, θυμόμαστε #WeRemember.

΄Ολο το μήνα, στο Pause., τιμάμε τη μνήμη. Τιμάμε την Διεθνή Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος. Με φωτογραφίες, δημοσιεύσεις, εκδηλώσεις και οτιδήποτε σχετικό με την αποτύπωση του στις Τέχνες και στον κόσμο ολόκληρο.





1O ΩΡΕΣ ΔΥΤΙΚΑ


Δεύτερη ανάγνωση στο δεύτερο βιβλίο του Γιώργου Γλυκοφρύδη.

Το ξανάπιασα στα χέρια μου σχεδόν τρία χρόνια μετά την πρώτη. Αφορμή το καινούργιο ενδιαφέρον που έχει γεννηθεί, απ΄τις ανάγκες των καιρών για βιβλία που μιλάνε για την εβραϊκότητα, για το Ολοκαύτωμα, για το τραύμα.

Και συνειδητοποίησα την αξία αυτού που κρατούσα στα χέρια μου. Διότι το τραύμα αποτυπώθηκε εδώ, ανεπεξέργαστο, χαίνον, να ζητά δικαίωση. Χώθηκε μέσα στις λέξεις των ηρώων και ειπώθηκε με τα στόματά τους ξεκάθαρα, μετά από εμφανή μελέτη σε κείμενα και ντοκουμέντα, σε γεγονότα κομβικά στη ζωή των εκατομμυρίων Εβραίων που χάθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Το τραύμα που υποδορίως έγινε ενέσιμο δυο γενιές μετά, στους απογόνους των θυμάτων, όσο και στους ήρωες του βιβλίου, το Μωϋσή και την Αριάδνη.

Το τραύμα που μου φανερώθηκε τόσο δυνατό, τόσο χτυπητά πρώτη φορά, που το έβλεπα μπροστά μου ακόμα και με κλειστά βλέφαρα. ΄Ενιωσα ξανά τα ίδια συναισθήματα.  Πήρα το βάρος.

Το τραύμα που με οδήγησε να διαβάσω άλλα βιβλία, να ενδιαφερθώ πια ζωτικά γι΄αυτό το ζήτημα.

Γιατί το ζήτημα είναι ένα. Και το ζήτημα αυτό αναλύθηκε, εξιστορήθηκε, ξεδιπλώθηκε με κινηματογραφικό τρόπο στο 10 ώρες δυτικά, χρόνια πριν. ΄Οταν κανείς σχεδόν δεν μιλούσε, εβδομήντα χρόνια μετά σχεδόν, γι΄αυτό. Ειπώθηκε η αλήθεια, καταγράφηκαν τα γεγονότα, όπως μόνο η λογοτεχνία μπορεί - μετά από έρευνα της Ιστορίας - να το κάνει, χρόνια πριν το σημερινό ενδιαφέρον. Και είναι στο ρόλο της συχνά να πει την Ιστορία, πιο ζωντανά απ΄την ίδια.

Το 10 ώρες Δυτικά κατάφερε και καταφέρνει ακόμα να μας κάνει να υποψιαστούμε. Να ενδιαφερθούμε γι΄αυτήν. Πολύ πριν τον καιρό του, ένιωσε το βιβλίο αυτό ότι ήταν ώρα επιτέλους να μιλήσει. Να δώσει στον κόσμο την αλήθεια. Για θέματα και γεγονότα-ταμπού, όπως το πογκρόμ των Ιωαννίνων, το μαύρο Σάββατο της Θεσσαλονίκης, η σύληση του νεκροταφείου των Εβραίων, η κατασπατάληση και υφαρπαγή και καταστροφή των περιουσιών τους.

Το βιβλίο αυτό μου άνοιξε τα μάτια και μ΄έστειλε να ερευνήσω περισσότερο. Με πήγε σε άλλα βιβλία, σε διάφορα είδη, λογοτεχνικά και μη. ΄Εχει μέσα του άλλα βιβλία, που ασχολήθηκαν με την έρευνα, γιατί στηρίζεται σ΄αυτή, έχει τις ρίζες του σε ντοκουμέντα και τόπους που οι γενέθλιες πόλεις των Εβραίων της Ελλάδας έθαψαν κάτω από ένα πέπλο πόνου και για χρόνια αποσιωπούσαν. Δεν έβγαζαν λέξη, οι επιζώντες, όπως έμαθα πρόσφατα, πολλές φορές ούτε μεταξύ τους.

Η Ανάδυση, βλέπετε, - έτσι λέγεται ο όρος - δεν είχε αρχίσει ακόμα. Η φορά στην επιφάνεια όλου του εύρους της θηριωδίας του Ολοκαυτώματος και των πληγών που είχε αφήσει δεκαετίες μετά, ήταν ακόμα σχεδόν ανείπωτη, όταν το βιβλίο γράφτηκε. Κάποιες μικρές προσπάθειες είχαν ξεκινήσει στη δεκαετία του 80, συνεχίστηκαν και το 90, αλλά επουδενί με την ένταση τη σημερινή. Σήμερα η ανάγκη αυτή, προβάλλει επιτακτική στον κόσμο όλο. Και αφυπνίζει όλο το φάσμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Το 10 ώρες Δυτικά, ωστόσο, είχε νιώσει την ανάγκη να μιλήσει, πριν καν αυτή δημιουργηθεί. Και το έκανε με τον πιο ευαίσθητο, αριστοτεχνικό τρόπο. Απαλά, με τις λέξεις του, σκληρά όπου καλείται να αποδώσει την αλήθεια των περιστατικών, με χρώματα και ευαισθησία, άγγιξε τις ανοιχτές ακόμα πληγές των γεγονότων. Δεν στρογγύλεψε τίποτε όμως. Ούτε είναι διδακτικό. Περιγράφει το τραύμα, τη θηριωδία, το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας όπως συνέβη.

Και η λογοτεχνία του υψηλής αισθητικής, με κινηματογραφική ματιά και γλώσσα-σπαθιά και με πολλές υποβόσκουσες αναγνώσεις σε σημεία, αγγίζει θέματα που ούτε κατά διάνοια δεν είχε σκεφτεί η ελληνική δραματουργία την εποχή εκείνη ακόμη ν΄αγγίξει, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων :

Για την έννοια της πατρίδας, της πίστης, για το φασισμό ως στάση ζωής και γι΄άλλα. Για παράδειγμα, η προδοσία κληρονομείται; Τιμωρείται στ΄αλήθεια; Τις απαντήσεις τις δίνει ο καθένας μόνος του, μια κι η λογοτεχνία και ειδικά τέτοια βιβλία,  γεννάνε ερωτήματα, που σήμερα προβάλλουν επιτακτικά, δεν δίνουν απαντήσεις.  Σίγουρα όμως, ο αναγνώστης πολλαπλασιάζεται σαν άτομο.

Εμένα, με οδήγησε σε ένα ταξίδι εσωτερικό κι εξωτερικό, μια και δημιούργησε μέσα μου, αυτό που ένιωσα να κινητοποιεί το συγγραφέα και να του δίνει τη διορατικότητα να βυθιστεί στη συγγραφή του βιβλίου αυτού : Το χρέος στη μνήμη. Στη διατήρηση. Στη διάδοσή της.


Αυτό το χρέος, απέναντι στους ήρωες του βιβλίου και σε όλους τους αληθινούς ήρωες σαν αυτούς, τα θύματα του Ολοκαυτώματος, οδήγησε εμένα στην πόρτα του Εβραϊκού Μουσείου Θεσσαλονίκης αρχικά. Στη μελέτη και ανάγνωση άλλων βιβλίων - περιείχε πολλά απ΄αυτά ήδη-, στη συνέχεια. Και τέλος, στο ταξίδι ζωής, στο Βερολίνο. Εκεί που το τραύμα έχει ορκιστεί στον εαυτό του να μην ξεχαστεί ποτέ.

Σας ευχόμαστε να συμβεί το ίδιο και σε σας : Να είναι η αρχή για ένα ταξίδι μέσα στη Μνήμη και να γίνει αυτό το βιβλίο πηγή αλήθειας. Και σας παρουσιάζουμε σήμερα, ένα απόσπασμα, που επελέγη δύσκολα ανάμεσα σε άλλα είναι η αλήθεια, δέκα μέρες πριν. Η περιγραφόμενη περιοχή και ιστορία συνέβη όπως καταγράφεται και η περιπέτειά της δεν έχει τελειώσει ακόμα :

  



Γιώργος Γλυκοφρύδης








10 ΩΡΕΣ ΔΥΤΙΚΑ


6 Δεκεμβρίου 1942




Τα χιόνια στη Θεσσαλονίκη είχαν λιώσει το Μάρτιο. Πρωτόγνωρες οι θερμοκρασίες του έτους που όπου να ΄ναι θα τελείωνε. Ο κοσμάκης ψόφαγε σαν τα σκυλιά στους δρόμους εδώ και καιρό, και συνέχιζε να ψοφάει ακόμη.
Ο Σταύρος όμως ήταν καλά. Εκτός από την αμειβόμενη συνεργασία του με τις Αρχές και τη Γερμανική Διοίκηση, ήταν και νυχτοφύλακας στις αποθήκες των Τελωνείων. «Μια που γνωρίζεις τα κατατόπια…» όπως του είχε πει χαμογελώντας δεικτικά ο Κατσεμπάνος, όταν του είχε αναθέσει τη θέση ως άλλο ένα δώρο για την αγαστή σχέση του με τις Αρχές. «Κι όποιος τολμήσει να κλέψει, ξέρεις εσύ…» είχε συμπληρώσει.
΄Ετσι, παρόλο που λόγω του παλαιού «Εκτελούνται Μεταφοραί» επαγγέλματός του είχε αγαστές σχέσεις και με το Δήμο, και άρα λίγο ήθελαν να του πάρουν το φορτηγό και να το κάνουν νεκροφόρα, το απεχθές αυτό καθήκον το είχε γλιτώσει. Δεν μάζευε τα σκέλεθρα της πείνας από τα σοκάκια και τις λεωφόρους. Αντίθετα, κουβαλούσε σακιά με αλεύρια αλλά και πουλερικά κι αυγά και τυριά και λάδια – τι παράδεισος, και για την οικογένειά του και για τους γείτονες. Τους γείτονες που συμπαθούσε δηλαδή.
Όμως το σημερινό δεν θα το γλίτωνε. Δεν τον ένοιαζε να το γλιτώσει κιόλας. Μάλλον το αντίθετο τον ένοιαζε. Να συμβάλει. Στο κάτω κάτω, ήταν σαν να συνέχιζε ένα έργο του πατέρα του. ΄Ο,τι δεν πρόκαμε ο φτωχός ο πατέρας το ’31 στο Κάμπελ μήπως να το προλάβαινε αυτός εδώ σήμερα.
Το κρύο, παχύ. Ο ουρανός, βαρύς, αλλά καθαρός. Δεν έδειχνε για βροχή. Η πόλη, ήδη ξύπνια, μετρούσε τα σημερινά της πτώματα και προχωρούσε για τα στοιχειώδη προς το ζην. Σέρνοντας έστω.
Οι πεντακόσιοι εργάτες που είχε μαζέψει ο Δήμος ήταν στημένοι κι έτοιμοι μπροστά από την τεράστια έκταση του εβραϊκού νεκροταφείου. Η Εγνατία, κλειστή. Πώς αλλιώς θα χώραγε όλα τα καμιόνια. Κι όλος αυτός ο κόσμος …. να έχει αρχίσει ήδη να πηγαινοέρχεται τα 350 τετραγωνικά μέτρα της τεράστιας έκτασης. Κυρίως παρακαλώντας αλλά και χρηματίζοντας.  Είτε τους απλούς σκαφτιάδες, είτε τους εργολάβους. Μπας κι εξαιρέσουν τον δικό τους τάφο. Τα δικά τους κόκκαλα. Τα δικά τους πτώματα. Φρέσκα ή παλιά. ΄Η και πιο παλιά. ΄Η και σχεδόν μεσαιωνικά. ΄Ισαμε και πεντακόσια χρόνια πριν. Πεντακόσιοι εργάτες για πεντακόσια χρόνια. Λες και πήγαινε εργάτης και χρόνος. Αλλά οι τάφοι, χιλιάδες. Και τα κλάματα, άλλα τόσα. Σιωπηλά, βέβαια, πάντα. Ουρλιαχτά ικεσίας θα ακούγονταν αργότερα. Υπήρχε χρόνος.
Ο Σταύρος, έτοιμος κι αυτός. Πλάι πλάι με τον διορισμένο από τον Δήμο πολιτικό μηχανικό, μην τυχόν και πάει κάτι στραβά την πρώτη αυτή ημέρα. Θα χρειάζονταν εβδομάδες για να τελειώσει ο αφανισμός των μνημάτων, έτσι είχε προβλεφθεί, το γνώριζαν όλοι στη Διοίκηση∙ όσο να πεις, όμως, η πρώτη ημέρα ήταν σημαντική.
Ξεκίνησαν με τη σειρά κι ανέβαιναν. Σφυριές από βαριοπούλες να πετάνε ψηλά στον αέρα κομμάτια από μάρμαρο ή ταφόπλακες ολόκληρες μεμιάς. Δεκάδες φιγούρες στα γκρι ή στα μαύρα, με βαριά παλτά, σκυμμένες ανάμεσα στους τάφους και στα μνημεία. Καμιά φορά, λες και τις κατάπιναν τα δέντρα και το πράσινο που υπήρχε σε όλη εκείνη την έκταση, για να εμφανιστούν δευτερόλεπτα μετά μπρος από τον επόμενο τάφο. Ν΄ακολουθούν  τους εργάτες ή να προπορεύονται. Άλλες να τρέχουν κι άλλες να σταματούν, να γυρίζουν μπρος πίσω και να φωνάζουν η μια την άλλη. Και κάτω από τον πάλλευκο ουρανό, έτσι όπως τις έβλεπε μακρινές από κει όπου καθόταν ο Σταύρος, ήταν σαν παιχνίδι με μολυβένια φιγουρίνια που κάποιος νευρικές τ΄άλλαζε συνέχεια θέσεις πάνω στο καλά φωτισμένο διόραμα με τα δέντρα και τα μνήματα.
«Πω πω… έπεσε ντιντιτί κι οι κατσαρίδες τρέχουν… ε, κύριε μηχανικέ;» είπε ο Σταύρος κοιτώντας προς το χαλασμό. Λες και μονολογούσε.
Ο μηχανικός γύρισε και τον κοίταξε. Δεν του απάντησε. Ξαναγύρισε εμπρός του.
Ο Σταύρος άφησε το πόστο του και κατέβηκε στην οχλοβοή. Μπήκε ανάμεσα στο πλήθος. Μ΄αρέσει το ανακάτεμα με τα ξόανα… αλλιώς, δεν είμαι λογικός… τα έχω χαμένα… τι θέλω κι ανακατεύομαι δεν ξέρω…. για τον πατέρα, βέβαια, να με πεις… έτσι είναι… σκέφτηκε και στάθηκε πάνω από ένα ήδη ρημαγμένο μνήμα όπου ήταν μαζεμένοι δυο τρεις άνθρωποι∙ ένας νεαρός, μια γυναίκα μέσης ηλικίας κι ένας άντρας επίσης μέσης ηλικίας. Ο άντρας δεν κουνιόταν καθόλου. Η γυναίκα έκλαιγε. Κάτι έλεγε, αλλά δεν ήταν κατανοητή καν η γλώσσα. Ο νεαρός μέσα στον τάφο είχε ήδη παραμερίσει ένα φέρετρο χωρίς να το ανοίξει, και τώρα ήταν σκυμμένος πάνω από ένα άλλο και το σκάλιζε με την ανάποδη του σφυριού που κρατούσε. Από την πλευρά με τη διχάλα που ξεκαρφώνει τις πρόκες.
«Δεν μπορώ να τ΄ανοίξω, ρε μάνα…» είπε ο νεαρός στη γυναίκα στα Λαντίνο. ΄Εσκυψε πάλι. Το καβάλησε ολόκληρο. ΄Εμπηξε το σφυρί με δύναμη κι έπεσε ολόκληρος πάνω στη λαβή του, πιέζοντας μπας και κάτι καταφέρει επιτέλους. Το ξύλο έτριξε. Σήκωσε το σφυρί και το έβαλε κι από την άλλη. Με δύναμη.
Η γυναίκα βαριανάσαινε.
Ο νεαρός κατέβηκε από το φέρετρο απότομα και το ξύλο έτριξε έντονα∙ η μια πλευρά από το καπάκι σηκώθηκε. Η άλλη ήταν ήδη σπασμένη από τις προηγούμενες προσπάθειες. ΄Εβαλε τα δάχτυλά του από μέσα και το τράβηξε με δύναμη. Το καπάκι άνοιξε στα δύο κι ο νεαρός έπεσε δίπλα του στον τάφο, αποκαμωμένος. Μέσα στο φέρετρο εμφανίστηκε ένας πιο νέος κι απ΄αυτόν, άσπρος και μισοφαγωμένος, αλλά απολύτως αναγνωρίσιμος. Με το στόμα ορθάνοιχτο σαν σταματημένο ροχαλητό και τα δόντια του πάλλευκα να θεριεύουν και τον Θεό ακόμη, με τα μαλλιά του αραιές ξασμένες τρίχες, με τα δάχτυλά του μακριά κι αποστεωμένα – αλλά μήπως και είχαν κουνηθεί από την αρχική τους θέση; -, με το σμόκιν του τέλειο κι όχι ιδιαίτερα λερωμένο, και τα μυτερά του λουστρίνια αστραφτερά και άψογα χωρίς δεύτερη συζήτηση.
«΄Ελα, βρε αδερφούλη… τι κάνεις εκεί, μωρέ, σαν στριμωγμένο κοψοχόλιασμα… λες και σε βάλαν χτες είσαι…» είπε ο νεαρός στα Λαντίνο και γέλασε στρεβλά. Στηρίχτηκε στο χώμα και το στρεβλό του γέλιο έγινε σύγκορμος λυγμός∙ τα δάκρυά του έσταξαν κάτω στο χώμα. Υγρό να μουλιάσει το θρήνο, να τον μαλακώσει.
Η γυναίκα οπισθοχώρησε κι έσκασε κάτω ανάσκελα, λιπόθυμη. Χωρίς μιλιά. Ο άντρας άρχισε να φωνάζει: «Νερό! Λίγο νερό!»
Ο Σταύρος κούνησε το κεφάλι τους λες και τον ενοχλούσε κάποια μύγα. Που όχι μύγες δεν είχε με τέτοιο κρύο και τέτοια πείνα, αλλά κι οι άνθρωποι σπάνιζαν σιγά σιγά. Όχι σ΄εμένα η κατηγόρια για δαύτο, Κύριε… όχι σ΄εμένα, ε… σκέφτηκε κι έφυγε με γοργό βήμα. ΄Εκανε και το σταυρό του καλού κακού. Αλλά ο πλούτος, πλούτος και στον τάφο… Προχωρούσε σχεδόν τρέχοντας. Πολύ τη σκιάζομαι την τιμωρία...  Αυτό εδώ σηκώνει αίμα… άμα τα πιάσει τρέλα τα ξόανα, θα μας φάνε ζωντανούς, κι εμένα πρώτο προς παράδειγμα μέγα… ΄Εφτασε στο πεζοδρόμιο. Καιρός να φεύγουμε, ροδιά μου… μήπως να φεύγαμε κι΄απ΄τη βρομόπολη, ροδιά μου, ροδιά μου… μονολόγησε πάντα από μέσα του και δεν θέλησε ούτε να γυρίσει να κοιτάξει πίσω.
Πετούμενα η πλάση δεν είχε αφήσει εκεί γύρω. Να κρώζουν, έτσι έστω να σου παίρνουν λίγο το μυαλό. Ούτε ερπετά ν΄ανησυχούν τα χόρτα και τους θάμνους, να σε κάνουν να κοιτάς λίγο χάμω, να μειδιάς με το παιχνίδι. Τίποτε απολύτως.
Μόνο τα γκάπα γκούπα από τις βαριοπούλες έμεναν και οι λευκοί ήχοι των μαρμάρων ν΄ανοίγουνε στα δύο.
Κι ο θάνατος.





Γιώργος Γλυκοφρύδης, 10 ΄Ωρες Δυτικά.


                                                                          (στο microsite του βιβλίου θα βρείτε 
                                                                            φωτογραφικό υλικό από την εποχή).







O Γιώργος Γλυκοφρύδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964. Ξεκίνησε εργαζόμενος στις κινηματογραφικές ταινίες και στα τηλεοπτικά σήριαλ του πατέρα του Πάνου Γλυκοφρύδη κι αργότερα εργάστηκε ως β' βοηθός σκηνοθέτη στον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Παράλληλα, παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου στην "Deutsche Film- und Fernsehakademie" στο (τότε) Δυτικό Βερολίνο. 
Σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμο «La Sapienza» της Ρώμης αλλά είχε ήδη ανακαλύψει την Πληροφορική την οποία και ακολούθησε ως επαγγελματική καριέρα. Έτσι, ξεκίνησε να αρθρογραφεί σε περιοδικά κυρίως Ειδικού Τύπου δημοσιεύοντας, όμως, και διηγήματα.
Σημαντικότερη ήταν η σειρά διηγημάτων με τον τίτλο "Utopia" στο περιοδικό "Ο κόσμος του Internet". 1995 - 1996.
Η νουβέλα «99.9% αληθινή ιστορία» κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό διηγημάτων Επιστημονικής Φαντασίας της «Anubis» το 1996.
Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Ο Επιβάτης», υποψήφιο για βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου στο περιοδικό «Διαβάζω», εκδόθηκε το 2006 από τις εκδόσεις "Νεφέλη". Ακολούθησαν δύο συμμετοχές με διηγήματα στα συλλογικά βιβλία «Α, όπως Αμερική» και «Το βιβλίο του Κακού» των εκδόσεων "Το Μαγικό Κουτί". 
Το «10 ώρες δυτικά», στις εκδόσεις "Ελληνικά Γράμματα", είναι το δεύτερο μυθιστόρημα. 
Τρίτη συμμετοχή με διήγημα στο συλλογικό "Έρως 13" των εκδόσεων "Ψυχογιός".
Το «Hotel Chelsea», το τρίτο του μυθιστόρημα, στις “Εκδόσεις Ψυχογιός” το 2012.
“Το "Τρίτο Αστέρι", το τέταρτο μυθιστόρημα, κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2018, από τις Εκδόσεις Διάπλαση.
Επίσης, διηγήματά του, άρθρα, και νουβέλες, έχουν δημοσιευθεί από την εφημερίδα "Έθνος", και από τα ακόλουθα ηλεκτρονικά περιοδικά, blogs, και web sites : Literature, fractal, το παράθυρο, dim/art.