Τρίτη 24 Μαρτίου 2020

Διήγημα | Το τέλος της ύλης | Μαρία Μήτσορα



Για τον Ιάσονα Σαρτζετάκη


ΣΤΗ ΜΙΚΡΗ ΠΡΟΒΛΗΤΑ κάτω από τη γειτονιά της Ερμούπολης που ονομάζεται Βαπόρια, καθόμουν και στέγνωνα μετά από ένα γλυκό αλλά σύντομο μπάνιο. Στερέωσα την πετσέτα μου στις μπλε πλαστικές λωρίδες της καρέκλας . Το καράβι έβγαινε από το λιμάνι ξεσηκώνοντας κύματα που στεφάνωναν τα βράχια.Απορροφημένη από τους αφρούς της μπίρας μου,διέκρινα στο ποτήρι τα απομεινάρια θαλασσινής γιορτής . Ξαφνικά, δυο παλάμες μου έκλεισαν τα μάτια .




"Ελα Δημήτρη, ξέρω ότι είσαι εσύ."

"Πες μου, ποιος θα ήθελες να είναι;"



Ο Δημήτρης με άφησε, έφερε κι αυτός μία καρέκλα. Ο Άλκης δεν είναι πια τίποτα , επαναλάμβανα από μέσα μου δεν είναι ούτε απειλή ούτε υπόσχεση, ούτε υπόσχεση , ούτε μια Ευρυδίκη που μπορώ να φέρω πίσω από τον Άδη, είναι μόνο αυτή η σκιά που διατηρείται χρόνια στο αριστερό μου πλευρό, Άυλος αλλά πιεστικός, ένας εφιαλτικός θησαυρός..

"Γιατί έχεις αυτό το ύφος;" ρώτησε ο Δημήτρης.
"Σε όποιον ελευθερώσει τις επιθυμίες μου θα φυσήξω επάνω του όλων των χρωμάτων τους καπνούς της καταστροφής ."

Ο Δημήτρης σηκώθηκε, πήγε κι έβρεξε το ένα του πόδι στη θάλασσα, γύρισε μ' ευχαριστημένο ύφος.

"Είσαι;"
"Βαριέμαι." Έπεσε στο νερό κι εγώ συνέχισα να πίνω μπίρα .

Ο νεαρός πέρασε δίπλα μου ξυπόλυτος, στάθηκε μπροστά μου στο ένα μέτρο κι άρχισε να γδύνεται . Πέταξε το πουκάμισο και το παντελόνι του στο φαγωμένο μπετόν της προβλήτας . Από μέσα φορούσε ένα ροζ σορτσάκι με γκρίζες ρίγες . Το σώμα του ήταν ψιλόλιγνο, το τέλειο σώμα νεαρού
δρομέα, όπως του Άλκη. Γύρισε και με κοίταξε, η ώρα κι ουρανός τού ανήκαν κι ας του έλειπαν τα φτερά από τους αστράγαλους. Από μία παράπλευρη ζωή παρατήρησα τα μάτια του, κάπως βαθιά
μέσα στις κόγχες, δεν θύμιζαν θεό ψυχοπομπό κι ιπτάμενο. Στα μάτια του είδα κάτι από τη σκοτεινή ζωή του βυθού , κάτι που μου έφερε στο μυαλό μάτια πνιγμένου, λίγο πριν αρχίσουν να τα τρώνε τα ψάρια... Η ομορφιά του με ανησύχησε, μπερδεμένες σκέψεις για την αιωνιότητα και μια επιθυμία σχεδόν πόνος στο στομάχι. Παρακολούθησα τη βουτιά του έτοιμη να τον ακολουθήσω, αλλά
αντί να πέσω ψάχνοντας την αγκαλιά του στο νερό,γύρισα την καρέκλα μου ώστε να μην τον βλέπω.

Κάπνισα ένα τσιγάρο χαμένη στο πέλαγος και κάθε τόσο μ ' έφερνε στο παρόν ένας γλάρος. Πίσω μου τα σπίτια ήσαν χτισμένα σε απότομα βράχια και μερικά σχεδόν κρέμονταν πάνω από το νερό. Θαλασσινά σπίτια, άλλα σαν πετρωμένα αμφίβια κι άλλα με μικρούς κήπους καλά κρυμμένους, κολλημένους στα πλευρά τους. Άρχισα πάλι να σκέφτομαι τον Άλκη. Τρία χρόνια παρακαλούσα κάθε ορατή κι αόρατη δύναμη να τον φέρει πίσω. Αέρα νερό γη και φωτιά είχα παρακαλέσει, είχα προσευχηθεί μπροστά σε τανάλιες σε κατσαβίδια σε γιαούρτια που μουχλιάζανε. . . όποιο ρολόι αντίκριζα το ικέτευα ν' ανοίξει τη στιγμή για να γεμίσουν πάλι οι αισθήσεις μου με το πλήρες σώμα του . Κι ήταν σαν να τον έβλεπα και πάλι , να παίζει με το νερό, κλείνοντας στο φως αλμυρές βλεφαρίδες.
Δεύτερη φορά, παιδικά χέρια τώρα, μου σκέπασαν τα μάτια.

"Εγώ θα ήθελα να είμαι μαζί με την Αντόρα πάνω στο μαγικό της άλογο και να νικήσουμε την Κάτρα, εσύ που θα ήθελες;"ψιθύρισε στο αυτί μου η γλυκιά φωνή του Ιάσονα.

"Μ' αρέσει η Ερμούπολη, όταν κάνουμε βόλτες τ' απογεύματα, νιώθω πως είναι μία πόλη ανάλαφρη , μια πόλη με φτερωτά ταβάνια,". Τράβηξε τα χέρια του και κάθισε στην καρέκλα του Δημήτρη.

"Πού θα ήθελες να είσαι;."

"Σ ένα ακρωτήριο που λέγεται Το Τέλος της Ύλης".
"Θα μου το δείξεις στον χάρτη ;"

"Δεν είναι σαν το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, υπάρχει μόνο σε χάρτες μυστικούς.
Οι παντοδύναμοι άνεμοι που φυσάνε εκεί αρπάζουνε τις επιθυμίες σου και στο τέλος χάνεις τη μνήμη σου,τ' όνομά σου." Τι είναι ύλη;" με ρώτησε και του τσίμπησα το μπράτσο. Έβγαλε μια μικρή κραυγή και γέλασε."Έρχεται ο Δημήτρης, ρώτησε να σου εξηγήσει εκείνος τι σημαίνει ύλη.

Πίσω από τον Δημήτρη, έβγαινε από τη θάλασσα ο νεαρός, Σηκώθηκα. Σταμάτησε να τινάζει το νερό από τα μαλλιά του και με κοίταζε καθώς ντυνόμουν αργά μπροστά του. Μάζεψα τα πράγματά μου. Ο Ιάσονας είχε φορέσει τα πλαστικά μπρατσάκια κι ο Δημήτρης στέγνωνε τ'αυτιά του με την άκρη της πετσέτας.
"Δύο μπίρες και με διαλύσανε, πάω να κοιμηθώ" τους είπα.



Από το βιβλίο "από τη μέση και κάτω" εκδόσεις Πατάκη. (2014)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου