Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κατερίνα Τσίτση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κατερίνα Τσίτση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

Banks | Κατερίνα Τσίτση

Banks are places where people come together to convince each other on how well-spent their time [transformed in money] is. Banks are nexuses of time: each web connects itself to a human container and its job is to suck their ‘NOW’ throwing up coins, banknotes, debit cards, credit [?] cards with a conversion value of blood, sweat and drained souls. People stand amazed by the surgical performance of the life conversion machine. Their bones’ marrow flies in front of their eyes, cold and dead, ready to redeem the reminiscence of what freedom is. What the hell is freedom? How on earth did we come here? Thoughts – no one can hear them anyway – the queue is slowly moving towards the patient cashiers. Patient. Patience. Be patient dear patient in this enormous institutionalised conversion -land. You know that old saying, ‘patience is a virtue’ that people hammer in your head, in your heart, in your soul whenever they find a chance? ‘Patience is a virtue’ – wear it – is your white linen shroud, the lid of your coffin, a headstone – any religious shape – of your grave, ashes of your body floating on the waters of rivers and seas – wear it, be proud of your death. ‘Patience is a virtue’ and life a dead soul that have started to decompose. ‘Patience is a virtue’ and life the loss’ margin in an accountant’s book. Fernando Pessoa, I think we would have been good friends, after all. The queue is creeping towards the cashiers like a giant reptile poisoning everything it comes in contact with.

The resemblance of Laocoon and his sons takes shape in front of me and I nearly hear the rattles of reptiles’ bodies in fight. [I heard that sound, I think, but, no, this time is just the rattle of coins on the desk. Well, the same sound, the same poison]. The cashier takes the bags of coins carefully on her hands as she is weighing – waiting the weight of Saturn [to crash on her]. The man in front of her is talking on the phone and at the same time is emptying his trolley from the bags of coins, bags of time. Death of time – time of life. I don’t understand a word from his conversation, or actually there is a word - dunya – I know that word – is the world. Which world? What kind of world? I know that is written differently in many languages, but the meaning of it in my understanding is that of an open space, where you can rest all your fears – or in other cases that of a suffocative place where you can be taught all those fears. Coins and banknotes are being calculated. Computers are on, screens like mirrors are portraying the death of time. I am observing the cashier, I am being observed by the security camera in the corner of the bank. Likewise the mythological Polyphemus is looking after its flock. Such an Ulysses journey in this age of Panopticon. ‘Next’ – flew like a spear in the air dividing time in the eras of pre and post Banking.

A hand touched gently my shoulder and said ‘it is your turn’.

My turn? My turn to where?
                                   


Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017

Άτιτλο | Κατερίνα Τσίτση





Κι αν ταξιδέψεις ποτέ μην πηγαίνεις σαν ξένος προς τον τόπο που διαβαίνεις. Σέρνε τα πόδια στους δρομίσκους σα να γεννήθηκες εκεί, νιώσε το χώμα σα ρίζα από αιωνόβιο κουφάρι που έχει δει τον ήλιο αναρίθμητες φορές να γεννιέται και άλλες τόσες να πεθαίνει, μα πάντα με μια υπόσχεση πως θα ανασταίνεται κάθε αυγή. Διάβαινε τους σκονισμένους δρόμους σαν αέρας που περνά και σφηνώνεται στις χαραμάδες των τοίχων, εκεί χαμηλά, στο θεμέλιο λίθο κάθε ρημαγμένης εστίας. Ακούμπησε γερά στους τοίχους, η κάθε τους πέτρα ανιστόρητος πόνος, στα σπλάχνα του τόπου είναι, και αν τύχει και τις ψηλαφίσεις με την έγνοια καρφωμένη στα ακροδάκτυλά σου μην αυταπατάσαι, δεν θα σου μαρτυρήσουν μήτε τον πόνο μήτε το απαγχονισμένο φεγγαρόφως που θωρούν ενώ ιερουργεί τις νύχτες. Μην ταξιδεύεις σαν ξένος στους τόπους όπου διασχίζεις, μα σαν πλαστουργός θεός της κάθε φλέβας από όπου αναβλύζει ο πυρήνας των αστεριών.


Κι αν τύχει και περάσεις τις Ηράκλειες Στήλες αφουγκράσου τα αδυσώπητα στενά, αιώνες τώρα αδιάκοπα από εκεί κελαρύζει ετούτος ο κόσμος.

Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017

Γράμμα σε έναν χαρτογράφο [των ψυχών] | Κατερίνα Τσίτση


Αν ήμουν σε θέση να το αλλάξω αυτό το συναίσθημα θα το άλλαζα. Δεν είναι πως δεν προσπάθησα, όμως όλα βρίσκουν καταφύγιο στα χέρια της λησμονιάς. Κι αν με παρρησία με ρωτούσες τι είναι η λησμονιά, θα σου απαντούσα, ευθέως, η πιο αγαπητή από τους ανθρώπους χώρα, η πιο προσιτή. Προς εκείνη, οι άνθρωποι, έχουν πάντα τις γέφυρες ορθές, δεν αφήνουν κανέναν ύποπτο να πλησιάζει και πάντα την φρουρούν, την λατρεύουν ωσάν αρχαία θεά δίπλα στον ποταμό Γάγγη και πάντα αφήνουν το κατιτίς. Άλλοι φοβέρες προς άλλους, άλλοι μνησικακίες, άλλοι πάλι δολοφονίες παιδιών, είτε από ανέχεια είτε από εγγεγραμμένη στους ιστούς των κυττάρων τους μεγαθυμία, ορισμένοι αφήνουν έρωτες και κάποιοι ελάχιστοι τις αγνές πράξεις καλοσύνης προς τους άλλους. Κι οι καιροί; Τι οι καιροί; Οι καιροί συμπλέουν πάντα με την λησμονιά. Εξάλλου στους καιρούς ό,τι προσφέρεις απλόχερα σου το ανταποδίδουν εν καιρώ. Εντούτοις, είναι φορές που η λησμονιά τους εκδικείται. Ξερνά βίαια ακόμα και το ίζημα των [μη] πράξεών τους.

Μια αγχωμένη φωνή χτυπά το μισάνοιχτο τζάμι του παραθύρου μου ‘’Hurry up’’. Το παιδί ακολουθεί σέρνοντας τα πόδια στο πεζοδρόμιο, ‘’Ανέ, look at the clouds’’. Κοιτάζω τα σύννεφα που πλησιάζουν, φαντάζουν με παρατεταγμένες τριήρεις σε αναμονή εκείνου του αλεξ[ι]ύδατος ‘Πυρ’. Πυρ – αναμασώ τη λέξη για να βοηθηθώ στην κατάποση – πολλά τα κρίματα. Αρχίζει να βρέχει. Το παιδί τρέχει στη μητέρα του λέγοντάς της ‘Ανέ…’ [ύστερα κάτι στα τούρκικα] δεν κατάλαβα τι, ίσως να της έλεγε πως οι τριήρεις ξάφνου βρέθηκαν από τον ουρανό στη γη, ίσως, λέω, γιατί ποτέ δεν μπορείς να τα βάλεις με τα παιδιά, η φαντασία τους κατά προσέγγιση μόνο αποκαλύπτεται σε μας, σαν τον ‘π’. Αλλά γιατί σου γράφω σήμερα; Α, ναι, σκεφτόμουν αυτές τις μέρες πως η λέξη αυτοκτόνος δεν διαφέρει πολύ ηχητικά από τη λέξη αυτόχθονος και ήθελα να σου πω πως όσοι σε προσφωνούν αυτόκτων [sic] δεν ξέρουν ότι θα είσαι παντοτινά ο διαλεχτός αυτόχθων στις ψυχές ημών. 

Υ.Γ. Αναμένω χρόνια τώρα τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου. Όμως μη βιάζεσαι! Η βιασύνη είναι έπηλυς.                         

Φωτογραφία:Κατερίνα Τσίτση

Δευτέρα 21 Αυγούστου 2017

Το ρολόι | Κατερίνα Τσίτση


Κούρδιζε το ρολόι του χωρίς την αίσθηση του χρόνου που είχε περάσει, κάνοντας την ίδια, επαναλαμβανόμενη, μπρος πίσω κίνηση, σφίγγοντας ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη τον άξονα κουρδίσματος. Έμοιαζε σα να κάνει μαλάξεις πάνω στην καρδιά ενός ανθρώπου από αυτούς τους λιγοστούς που πασχίζουν να μπουν σε κείνη τη βάρκα για την αντίπερα όχθη, όμως η τσέπη, αυτή η μοναδική τσέπη, στο φθαρμένο σακάκι τους που ίσως να τους άρεσε να ζεσταίνουν τα χέρια, πότε το αριστερό πότε το δεξί, εναλλάξ, ήταν άδεια από το χαρώνειο νόμισμα. Σταμάτησε τρομαγμένος λες και ξυπνούσε από εφιάλτη και η αναπνοή του δεν τον υπάκουε. Προσπάθησε να ηρεμήσει  ͘ κοιτούσε το ρολόι επίμονα, μα στοργικά, ενώ του έλεγε: - ‘Δεν είναι τίποτα. Να, ξεχάστηκα. Δεν θα σου έκανα κακό, το ξέρεις αυτό, δεν το ξέρεις;’
Τα λόγια αυτά του φάνηκαν σαν να τα βροντοφώναξε κι η ηχώ τους αιχμηρή σαν πρωτόβγαλτο βέλος από φαρέτρα βρήκε το δρόμο για την καρδιά και καρφώθηκε με κρότο κάνοντας το σώμα του να σπαρταρά από τον πόνο, όμως στην πραγματικότητα δεν είχε βγάλει μήτε λέξη, μήτε φθόγγο. Κάθισε στην καρέκλα δίπλα του, άφησε το ρολόι νωχελικά να γλιστρήσει από την παλάμη πάνω στο ξύλινο τραπέζι του δωματίου και βάλθηκε να το χαζεύει θαρρείς κι ήθελε να αφουγκραστεί το άηχο πάλεμα του μηχανισμού που έδινε στον [α] χρόνο μορφή. Ήταν ένα ρολόι χειρός Baume & Mercier με δύο χρονογράφους που έμοιαζαν με δίδυμα πρόσωπα, χαμογελαστά. Το καντράν είχε ένα επιφανειακό ράγισμα, μια τέλεια ευθεία που ξεκινούσε από το δώδεκα και κατέληγε στον ακριβώς απέναντι αριθμό, στο έξι, λες και συμφιλίωνε ό,τι είχε καταδικαστεί σε αδιάκοπη έχθρα, μα καταργούσε συνάμα αυτό που είχε ονομαστεί αέναη κυκλική πορεία των δεικτών. Όποτε την αντίκριζε αυτή την τριχοειδή γραμμή πάνω στο σώμα του άναρχου, έγκλειστου, χρόνου την κοιτούσε για κάμποσα λεπτά γνέφοντας καταφατικά στην ιδέα που φώλιαζε εκεί κάπου ανάμεσα στους νευρώνες του  ͘ το ράγισμα αυτό είναι ρωγμή, είναι η μυστικιστική ισομερής μοιρασιά της ενδελεχούς στιγμής που αναβαπτίστηκε χρόνος, είναι συν αυτόν κι έξω από αυτόν, δεν είναι τίποτα παρά το τέλος της αρχής του. Οι σκέψεις αυτές μάταια προσπαθούσαν κάθε φορά να μετατραπούν σε λέξεις εύηχες, να ακολουθήσουν το ρου του αντικατοπτρισμού – [σκέψη – συμπύκνωση φθόγγων – άρθρωση λόγου] – έμεναν πάντοτε κάπου ανάμεσα στο αριστερό ημισφαίριο και τη γλώσσα, σα να κολλούσαν στους αισθητήρες, δίνοντας σήμα τότε στους σιελογόνους αδένες να πιάσουν δουλειά σπρώχνοντάς τες στο κενό.

............................................................................................................

Αφανισμός!
Τι απογίνεται ο χρόνος, έτσι βίαια κυνηγημένος από τους δείκτες;!