Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα SundaySpecial. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα SundaySpecial. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Σαλτάρισμα | Αλεξάνδρα Επίθετη

 όλες οι φυλές της γης θρήνησαν,

ήταν αλήθεια,

όταν είδαν Εμένα,

Τον ίδιο,

που ήμουν Υιός και Πατέρας

και Μητέρα

κι Αδερφή

Του εαυτού μου.


Τον Υπάνθρωπο

Τον μέγιστο,

εκ τα βάθη της Κολάσεως,

να αναδύεται από

τις σωρούς

των σκουπιδιών του Ιουνίου.


να αναδεύει τις σακούλες

με τα σαπισμένα

κορμιά

και μέλη.

να κάνει τους γύρω Του

να λιποθυμούν

από τη δυσωδία.


κι έτσι,

ήταν αλήθεια,

έτσι

όπως ο άνθρωπος

δεν ξέρει

πότε θα μπει ένας κλέφτης στο σπίτι του,

έτσι,

γύρισα πίσω

από τους νεκρούς

που Με αφήσατε.


κι έτσι,

όπως πήγα

και θάφτηκα,

εις τους αιώνας των αιώνων,

στον πρώτο σκουπιδοτενεκέ

που βρήκα

στην Σωκράτους,

έτσι αναδύομαι σήμερα.


κι οι νεκροί,

κι οι ξεχασμένοι

ακούνε την φωνή Μου.


κι οι κατάμαυροι ουρανοί

σείονται,

κι όπως ανατέλλω

ξανά

στέλνω λαίλαπες

και τυφώνες

σε όποιον ζωντανό

κάποτε μ’ αγνόησε

που κάποτε του μίλησα

και γύρισε πλευρό

που τον αγάπησα

κι έφυγε με την ουρά στα σκέλια.


επικαλούμαι τώρα

τους νεκρούς Μου.

τους νεκρούς

και θαμμένους στα σκουπίδια

απ’ όλες

τις χωματερές του κόσμου.


στέλνω αγγελιαφόρους Μου

τα σκουλήκια

και τους δαίμονες,

που κλώσαγα και κλώσαγα

για χρόνια

μέχρι να εκκολαφθούν.


τους στέλνω,

όχι με σάλπιγγες,

δεμένους στις σάλπιγγες

που ξερίζωσαν

οι μανάδες

μοναχοκόρων και μοναχογιών

που χάθηκαν

σε φουσκωτές βάρκες,

σε σύγχρονα κυνήγια ευτυχίας,

σε εξοπλιστικά απευθείας φερμένα από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής,

σε βάρδιες 9 με 9

με μισθό

ένα ξεροκόμματο μιζέρια.


γιατί δεν χαίρεστε κύριοι;

που είναι το χαμόγελα σας κυρά μου;

που είναι

τώρα

η δικτατορία της χαράς σας;


που είναι

η εισπνοήεκπνοήμέτραμέχριτο10

οδηγόςαυτοβοήθειαςκαιαυτοβελτίωσης

μοναδικόDVDδιαλογισμού

μόνοισαςστοσπίτι!χωρίςχέριαμαμά!

ΣΚΕΨΟΥ

ΛΙΓΟ

ΠΙΟ

ΘΕΤΙΚΑ!


ΤΟ

ΣΥΜΠΑΝ

ΣΥΝΩΜΟΤΕΙ

ΓΙΑ

ΕΜΑΣ!


λες το σύμπαν

να συνωμοτεί

για 6 δισεκατομμύρια

καταδικασμένες

κλινικές περιπτώσεις;

σίγουρα!


απλά,

συνωμοτεί εναντίον μας.


οι άοπλοι ζητιάνοι

κόβουν τα χέρια τους.

οι ζητιάνοι του κόσμου

κόβουμε

τα χέρια μας

και οπλίζουμε.

κι οι αφέντες

του κόσμου

στέκονται

απέναντι μας

ΠΡΟ ΣΟ ΧΗ.


κλείσε το στόμα σου.

βούλωσε το.

κλείστο

και χαμογέλα.

και βάστα γερά

μην βγάζεις άχνα.

σφίξε τα δόντια,

ΜΗΝ ΧΑΝΕΙΣ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ.

σφίχτα γερά,

μέχρι να σπάσουν

κι αν τα σπάσεις

κατάπιε τα κομμάτια.

μόνο

ΜΗΝ-ΧΑΝΕΙΣ-ΤΟ-ΧΑΜΟΓΕΛΟ!


ξέρεις μόνο

ποιοι δεν χαμογελούν;

οι αρουραίοι των υπογείων,

οι κατσαρίδες τους,

τα φίδια στο γρασίδι

που τσιμπάνε μονάχα γι’ αυτοάμυνα.


είλωτες

κι αιχμάλωτοι,

ευνούχοι

και σκλάβοι

των ζωών σας,

οι παρίες και τα παράσιτα της πόλης

την έχουν λούσει

βενζίνη

όσο κοιμόσασταν με ανοιχτή την τηλεόραση.


κι Εγώ,

ο πιο τρομαγμένος

ο πιο βρώμικος

ο πιο μικρός απ’ όλους

ανάβω την τελευταία

σπίθα στην

πιο αρχαία

νεκρή πολή.


διότι υπέμεινα

τα πάθη,

κατανίκησα κι έκανα

Τον Θάνατο,

αδερφό.


αλήθεια σας λέω,

πως έρχεται

η ώρα.


και ήδη ήρθε.




Άτιτλο | Αλεξάνδρα Επίθετη

 έχω ξυπνήσει μέσα στο όνειρο μου

διψασμένος και κομματιασμένος,

μασημένος στα δόντια σου

εκατό χιλιάδες φορές.

μέχρι που με φτύνεις

στο πάτωμα.


έχω ξυπνήσει λουσμένος

σε κρύο ιδρώτα

και κάτουρο

εκατό χιλιάδες φορές.

τόσες φορές

ονειρεύτηκα την πλάτη σου,

και ξαφνικά γυρνάς και με ήρεμο πρόσωπο

χαμογελάς με μια αγάπη

που δεν ένιωσες ποτέ.


τρέμω στα όνειρα,

τρέμω τα όνειρα

γιατί πάντα καταλήγουν

να μου λένε την αλήθεια.


στα όνειρα,

εγώ είμαι το μάτι του δαίμονα

που έχει στοιχειώσει το παιδικό μου δωμάτιο.

είμαι εγώ,

όσα χάδια έχω πάρει με ξύλο και υπομονή.


στα όνειρα,

κοιτιέμαι στον καθρέφτη

και βλέπω τα δόντια μου

να διψάνε για αίμα.

κοιτιέμαι και

καμιά φορά

βλέπω εσένα να κλαις

για μια αγάπη

που δεν ένιωσες ποτέ.






Γλώσσες | Αλεξάνδρα Επίθετη

το κορμί σου μιλάει

τη γλώσσα

της ανατομίας

των μεσαιωνικών γιατρών,

ντυμένοι επίσημα

κάνουν χειρουργεία

χωρίς αναισθητικά

και γάντια.


το κορμί σου μιλάει

μια γλώσσα

που δεν ξέρω,

και κάθε κίνηση με αφήνει πίσω

τρία καρέ,

που επεξεργάζομαι

αργότερα.


και μυρίζω το αίμα

στις φλέβες σου

που φουσκώνει.

και οι αρτηρίες σκίζονται

και γίνεσαι

ένα αγόρι-πήδακας,

και γεμίζεις το κρεβάτι

ζεστασιά

και μέταλλο.


σκύβεις και δεν σπας,

ούτε καν

ξεχύνονται εντόσθια,

είμαι εντυπωσιασμένος.

νόμιζα το δέρμα σου

ήταν ζελατίνη.


το κορμί σου ουρλιάζει

σε μια γλώσσα

πολύ εκλεπτυσμένη

για να καταλάβω.


τίποτα τόσο όμορφο

δεν σπάει χωρίς

κρότο.

 

κρατιέμαι πίσω,

με νύχια και δόντια

σκαμμένα μέσα σου,

και για πρώτη φορά

παρατηρώ το στόμα,

και τα μούτρα σου.

ξαφνικά

ξέρω τι μου θυμίζουν

και θυμάμαι

πως είσαι άγριο σκυλί

που δεν ξέρει

την επαφή,

και δεν ξέρει

τον κόσμο,

και τα χέρια που

χαϊδεύουν

και δε δέρνουν,

και το άγριο σκυλί

πάντοτε

θα δαγκώσει το χέρι

που το ταΐζει.



η πιο ψηλή γυναίκα της Αθήνας |Αλεξάνδρα Επίθετη

 δεν έχω δει

κρεβάτι που να την χωράει ολόκληρη,

την σκέφτομαι

σε μια μόνιμη

εμβρυακή στάση.

δεν έχω δει

αγκαλιά να την χωράει ολόκληρη

την σκέφτομαι

κουλουριασμένη σε χέρια

με το κεφάλι της

να περισσεύει


(και δεν κλείνει τα μάτια της

για την “στιγμή”.)


την σκέφτομαι όμορφη

αν χαμογελάει.


(μήπως δεν είναι χαρούμενη

και θέλω να την κάνω)


είναι ψηλή

τα χέρια της φτάνουν μέχρι τα μπαλκόνια του 1ου

είναι ψηλή

και είναι άχαρη,

αλλά δεν είναι,

απλά έτσι φαίνεται

όταν ανεβαίνει σκάλες

και μπλέκουν τα πόδια της

το ένα μπροστά στο άλλο.

τα χέρια της συνεχίζουν

για μέρες

και τελειώνουν σε άλυτους

ναυτικούς κόμπους.


(έχω πολλά να λύσω

αλλά θα ασχοληθώ και

με τα χέρια της.)


είναι η πιο ψηλή,

γυναίκα της Αθήνας

και την σκέφτομαι

να την οδηγούν σε σκοτεινές τουαλέτες,

να χύνεται στα κατουρημένα πεζοδρόμια,

το επόμενο πρωί πονάει το κεφάλι

και τα δόντια της.

και την σκέφτομαι

στα χέρια εκατό γυμνών κορμιών

που την τραβούν σε κάθε κατέυθυνση

και γίνεται η πιο ψηλή

γυναίκα της Αθήνας.

θα μπορούσα, φαντάζομαι

να την σκέφτομαι

να χαμογελά


(αλλά μόνο οι άνθρωποι που χαμογελούν

σκέφτονται τους άλλους

να κάνουν το ίδιο.)

             

δεν την έχω γνωρίσει,

την έχω πετύχει

στις σκοτεινές τουαλέτες,

έχει απλώσει τα χέρια της πάνω μου

και με έχει βάλει μέσα.


(άγγιξα λίγο το πρόσωπο της

και το έβαλα

στα πόδια.)


έχει μπλέξει τα πόδια της

πάνω από το κεφάλι μου

και έχει ανακατέψει τα μιαλλά μου.


(αν μπλεχτεί νυχτερίδα στα μαλλία σου

πρέπει να ξυριστείς

γουλί)


είναι η πιο ψηλή,

γυναίκα της Αθήνας

κι όταν σκαρφαλώσω

τα πεζοδρόμια

και πιαστώ από τα κάγκελα του 1ου

είμαι ίσα σχεδόν ίσα

σα να ήμασταν

στην ίδια θέση,

αλλά ποτέ δεν ήμασταν

μην λες ψέματα στον εαυτό σου.


(είδα μια φορά τα μάτια της

αλλά κατέβηκα

γιατί αρρώστησα.)



την επόμενη φορά

που την είδα

της είπα πως την σκέφτομαι,

και τους τρόπους που χύνεται

στα κατουρημένα πεζοδρόμια,

αλλά δεν την έχω συναντήσει ποτέ

πραγματικά

την έφτιαξα από ιστορίες

και μου θύμωσε.


(και δεν την σκέφτομαι πια

γιατί μου λέει να μην την σκέφτομαι,

μέχρι να λύσω

τους κόμπους των χεριών της

και να βρω κάπου

να νοικιάζω φθηνότερα.)




forgetting words | Αλεξάνδρα Επίθετη

 κρατάω τις λέξεις από τα μαλλιά

και αυτές οι πουτάνες,

ξεγλιστράνε πάντα

την στιγμή που νομίζω

πως γίνανε δικές μου.

θυμάμαι, να σου γράφω,

θυμάμαι, να σου μιλάω,

κι εσύ να καταλαβαίνεις.

άλλο που τώρα μουγκρίζω σα ζώο

και μόνο μουρμουράω στον εαυτό μου,

αφού απλά, δεν θυμάμαι

πως το λένε αυτό,

ή εκείνο, ή το άλλο.

σου δείχνω μόνο με τα μάτια,

τα χέρια σου, μετά το στέρνο μου.

σου παίρνω τα χέρια,

και τ’ ακουμπάω στο στέρνο.



εσύ, γελάς αμήχανα

και τα παίρνεις πίσω.

σα να μην άκουσες την ερώτηση,

σα να μην θες να επαναλάβω.




04:36 | Αλεξάνδρα Επίθετη


Δεν μου αρέσουν οι Κυριακές.


Mεγαλώσαμε πια.

Μου θυμίζουν

ότι θέλω να ξεχάσω.  

Τις εφημερίδες,

τις λαϊκές,

τις γιορτές,

τα νεύρα της μάνας μου όταν έτριβε τους πάγκους

και κατέβαζε τις κουρτίνες.


Τώρα δεν είμαι μόνος

και δεν θέλω να θυμάμαι

και δεν θέλω να τυφλώνομαι

από περασμένες ζωές

και άστοχες μελαγχολίες.


Δεν μου έχουν μείνει

πολλά

δικά μου

τώρα.


Είμαι κάθε μέρα

την ίδια ώρα στην στάση του Πολυτεχνείου.

04:36.


Ξεφορτώνουν προμήθειες,

τα σκουπιδιάρικα περνάνε,

καθαρίζουν πεζοδρόμια

απ’ τα πρεζάκια

και τους αλκοολικούς.


Παρόλ’ αυτά ακόμη βρωμάει

κάτουρο

όλη η πόλη

κι ακόμα ο κόσμος έξω

δεν είναι όρθιος,

δεν κοιτάει ευθεία

και παρόλο που ‘ναι άνοιξη

φοράνε ακόμη ζακέτες

και κασκόλ

και μάσκες.


Χασμουριούνται και

νομίζω πως κλαίνε,

γελάνε, 

κι εγώ βλέπω να σφαδάζουν απ’ τον πόνο.


Όλοι διψάνε

για κάτι δικό τους

ο καθένας.


Για να κλείσουν μια πληγή,

να ανοίξουν ίσως μια νέα.

Να μιλήσουν 

να ακούσουν

να κυλιστούν πάλι σε κάποιο κρεβάτι.


Να χτίσουν,

να γκρεμιστεί,

και να ‘χουν λόγο

πάλι να πονέσουν.


Όταν μάζευα

απ’ τα πεζοδρόμια

και

τους φωταγωγούς

τα κομμάτια τους

έπαιρνα πάντοτε κάτι μαζί μου.

Ότι πήρα

απ’ αυτούς

το έπλασα ξανά απ’ την αρχή

μέχρι που έγινε σα δικό μου

πραγματικό.


Και τώρα είμαι

όλοι

και τώρα είμαι

όλων.

Έχω πληγές από μέρη

που δεν πήγα

και έχω αναμνήσεις

που δεν έκανα.

Και τώρα θα είμαι εγώ για εσάς

αφού κουραστήκατε

και τα τινάξατε όλα στον αέρα.


Δεν μου ‘χει μείνει κάτι

τώρα.

Στέκομαι

με τα πόδια καρφωμένα στην

άσφαλτο της Πατησίων

αδρανής

γιατί απ’ τα χίλια μου κομμάτια

όλα θέλουν να προχωρήσουν

μόνα τους.


Τα σύρραψα

τα κόλλησα μεταξύ τους

τους τραγουδάω

να ηρεμούνε τα βράδια.


Δεν μου λείπει κάτι

τώρα.

Δεν είμαι πια

μόνος μου.


Ίσως το μόνο που

θα ζήταγα

και ίσως το μόνο που μου λείπει

είναι μια καθαρή σκέψη.

Μια δική μου

κι όχι μπλεγμένη

με τις τσιρίδες τους

ή

την απόγνωση τους.


Όχι άλλη θολούρα

σε παρακαλώ,

αν υπάρχεις,


-γιατί οι σκέψεις μου δε με χωράνε,

ούτε με ευχαριστούν,

μόνο μπερδεύονται

με λέξεις μου,

λέξεις άλλων,

ξεχαρβαλώνονται

και μέχρι να προκάμω να τις γράψω

έχουν χαλάσει πια τελείως.