Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μικροδιήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μικροδιήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

Χριστουγεννιάτικο Αφιέρωμα | Ο Λήσταρχος Μανωλιός και τα Βαυαρικά Χριστούγεννα! | Ντίνος Χατζηγιώργης


Μια φορά κι έναν καιρό, φύγαν οι Τούρκοι από την Εύβοια και ξεκίνησε το παραμύθι. Δύσκολοι καιροί, φτώχεια και ένας κρύος χειμώνας πέφτει πάνω στο μικρό χωριό της ιστορίας μας. Καθόταν στα χιονισμένα κεραμίδια της παπα-Λάμπραινας, ο Λήσταρχος ο Μανωλιός, όπως συνήθιζε, δίπλα στην καμινάδα που κάπνιζε ζεστή. Από εκεί παρατηρούσε τις στέγες των συγχωριανών του. Τυλιγμένο με την τρύπια προβιά ενός λύκου, που είχε κρεμάσει δίπλα στο τζάκι ένας παππούς του κάποτε, το επτάχρονο αγόρι μελετούσε το πλιάτσικο που ορεγόταν να κουρσέψει.


Είχε δουλέψει σκληρά στον μύλο του Χουσεΐν, για να εξασφαλίσει καλό αλεύρι για την μάνα του, ίσα όσο χρειαζόταν για να φτιάξει εκείνη το χριστόψωμο τους για τα Χριστούγεννα. Τρώγανε το μισό και φύλαγαν το υπόλοιπο για «βασιλόπιτα» την πρωτοχρονιά. Χαμηλή ήταν η φωτιά στο καλύβι τους φέτος τις γιορτές και η μάνα του κειτόταν άρρωστη κι ανήμπορη στο κρεβάτι. Ένα χριστόψωμο κατάφερε να ψήσει η άμοιρη και άλλο τίποτα δεν είχαν για να φάνε. Ήταν δύσκολη εποχή για όλους, δεν την είχε ζήσει τη σκλαβιά ο Μανωλάκης, άκουγε όμως τις αφηγήσεις των παλιών και είχε θεριεύσει η φαντασία του. Ένα σπασμένο σπαθί είχε βρει σε μια τρύπα στην ακτή, που μάλλον είχε πέσει από κάποιον κουρσάρο στην κάψα κάποιας μάχης. Αυτό φορούσε περασμένο στη μέση του, και ήταν ταμάμ ό,τι πρέπει με το μπόι του. Η παπα-Λάμπραινα είχε ένα χρυσό φλουρί, το ίδιο χρυσό φλουρί που έβαζε κάθε χρόνο στη βασιλόπιτα της. Ο κυρ-Θόδωρας είχε μια γριά κότα παχουλή-παχουλή εκεί στο κοτέτσι του. Την ετοίμαζε για ανήμερα, με πατάτες στο φούρνο, όπως έλεγαν οι χωριανοί και ξερογλείφονταν. Και πιο κάτω ήταν το δίπατο του προεστού με όλων των ειδών τα κασέρια και λουκάνικα που φύλαγε στο κελάρι του. Ο λήσταρχος Μανωλιός, θα τους κούρσευε μόλις έπεφτε το σκοτάδι, όταν θα έλειπαν όλοι τους στην εκκλησιά για την λειτουργία. Πριν επιστρέψει στο μικρό φτωχικό του, αγνάντεψε και τη μεγάλη βαυαρική φρεγάτα που είχε αγκυροβολήσει έξω από το λιμάνι τους. Είχε φτάσει πριν λίγες μέρες από την Οθωνούπολη και έπλεε τώρα ακίνητη και φωταγωγημένη σαν ένα μαγικό λυχνάρι βγαλμένο από παραμύθια. Είχε δει κάποιους από τους ναύτες της που έρχονταν και δοκίμαζαν κρασιά στο καπηλειό του Θωμά ή στη ταβέρνα του Αργύρη, πριν γυρίσουν στις βάρκες τους τρικλίζοντας και τραγουδώντας τους συνηθισμένους τους γλωσσοδέτες. Ας είχε δική του συμμορία με δυο-τρεις βάρκες, θα κούρσευε  και τη φρεγάτα.


Στενοχωριόταν ο Μανωλάκης όπως έβλεπε την μάνα του να κοιμάται τώρα, βαθιά στη μπαλωμένη κουβέρτα της, να μουρμουράει ακαταλαβίστικα στον ύπνο και στον πυρετό της. Θα χτυπούσε κελάρια και κοτέτσια κυρίως για χάρη της. Μόλις λοιπόν έπεσε το σκοτάδι και σίγησαν οι καμπάνες, ετοιμάστηκε, άφησε άλλο ένα κούτσουρο στη φωτιά μην και ξεμείνει από ζέστη η μαμά του. Πέρασε το σπαθί στη ζώνη του, έβαλε στη τσέπη λίγο χριστόψωμο μη και πεινάσει, τυλίχτηκε με το τομάρι του λύκου και βγήκε μουλωχτά στα χιονισμένα σοκάκια του χωριού. Είχε φεγγάρι στον ουρανό να του δείχνει τον δρόμο και μέχρι της παπαδιάς δεν συνάντησε ευτυχώς ψυχή. Όπως διέσχιζε τις σκιές των στενών καλντεριμιών, του’ρχόταν η τάση να σφυρίξει κάποιο ηρωικό κλέφτικο, σαν αυτό που θα έφτιαχναν για αυτόν, όταν θα τραγουδούσαν τα κατορθώματα του. Στο στενό δίπλα στης παπα-Λάμπραινας, έπεσε έκπληκτος πάνω στην Κλο-Κλο την αλανιάρα, τη στρουμπουλή κότα του κυρ-Θόδωρα. Είχε αποδράσει από το κοτέτσι της και σκάλιζε αμέριμνη τώρα μια τούφα χιονισμένο χορτάρι. Ο Μανωλάκης δεν πίστευε στην τύχη του. Είδε αμέσως με την φαντασία του την αχνιστή σουπίτσα και τα ροδοκόκκινα μπουτάκια που θα μοιραζόταν με την μανούλα του. Άπλωσε τα χεράκια του και με το που τη σήκωσε στον κόρφο του, σκοτείνιασε ξαφνικά ο ντουνιάς. Βγήκε μέσα από τις σκιές ψηλός και τρομερός δαίμονας με κέρατα. Κόκαλο έμειναν λήσταρχος και πουλερικό.

«Βρε-βρε ένας κλεφτοκοτάς!» είπε στην γλώσσα του ο διάβολος.


Ο Φρίντριχ, γιατί αυτό ήταν το όνομα του δαίμονα, ήταν ναύτης της Βαυαρικής φρεγάτας, κι απόψε, παραμονή Χριστουγέννων, είχαν γλέντι πάνω στο σκαρί. Έθιμο είχαν την παραμονή, τον Άγιο Νίκολα να φέρνει δώρα στα φρόνιμα παιδάκια, και τον τρομερό καλικάντζαρο Κράμπους να τιμωρεί τα άτακτα. Ατύχησε στο σουλούπι ο Φρίντριχ και κάθε χρόνο τον ανάγκαζαν να αναλάβει τον ρόλο. Είχαν κρασιά και μπύρες στη φρεγάτα, αλλά ο ναύτης είχε γλυκαθεί την ρετσίνα του Θωμά, και καθώς είχε ξεμείνει, είχε βγει με βάρκα στο χωριό να γεμίσει μια νταμιτζάνα. Μεθυσμένος καθώς ήταν, δεν μπήκε στον κόπο να βγάλει τη στολή του. Που να το καταλάβουν στο καπηλειό που τον κοίταζαν περίεργα, τον καλικάντζαρο με τα κέρατα που παράγγελνε ρετσίνα. Όπως σήκωνε από το τομάρι το μικρό χαμίνι, έτσι τον κοίταγε τώρα κι εκείνο, με γουρλωμένα τα μάτια.

«Πρώτη φορά βλέπω αρνάκι σε τομάρι λύκου» είπε σε σπαστά ελληνικά ο Φρίντριχ, «Για λέγε μικρέ, δική σου είναι αυτή η κότα;»

Ο Μανωλάκης τράβηξε το σπαθί του και προσπάθησε να τον καρφώσει αλλά η λεπίδα ήταν κοντύτερη από το μπράτσο του ψηλόλιγνου Βαυαρού. Κάγχασε ο Φρίντριχ και με το άλλο χέρι άρπαξε το σπασμένο ξίφος από τον αιχμάλωτο του.

«Καλά το κατάλαβα εγώ ότι είσαι άτακτο παιδί εσύ! Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Εγώ είμαι ο Κράμπους, κι εγώ τιμωρώ τα άτακτα παιδιά!»

Του’ρθε περίεργη ιδέα του μεθυσμένου ναύτη, και λίγο σχοινί και τρεις ναυτικούς κόμπους μετά, λήσταρχος και Κλο-Κλο βρέθηκαν στη βάρκα να πλέουν προς τη φρεγάτα, με τον Κράμπους να στριγγλίζει κάποια Βαυαρικά κάλαντα τραβώντας κουπιά.


Στη Γκρόσε Ούμπαπα ο ρόλος του Άγιου Νίκολας ανήκε κάθε Χριστούγεννα στον καπετάνιο της. Την κοιλίτσα του και τα ροδοκόκκινα μάγουλα τα είχε έτοιμα ο χερ Κάσπαρ, το ίδιο και την μακριά μεταξωτή ρόμπα που του είχε μείνει από μία πρώην σύζυγο. Το αφράτο λευκό μούσι μόνο πρόσθετε κι έναν μυτερό σκούφο για να ολοκληρώσει την εικόνα. Καθόταν τώρα δυστυχής στην καμπίνα του και άκουγε το πλήρωμα στο κατάστρωμα που χόρευε, τραγουδούσε κι έπινε, αδυνατώντας να συμμετάσχει. Ντυμένος στον γιορτινό του ρόλο, καθισμένος στην πολυθρόνα του, ήταν κυκλωμένος από ποτά και εδέσματα που δεν είχε καμιά διάθεση να δοκιμάσει. Τον είχε χτυπήσει για άλλη μια φορά η κατάρα της ποδάγρας, με το αριστερό πόδι πάνω στο μαξιλάρι, και το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του κόκκινο και τουμπανισμένο. Μελετούσε την μιζέρια του ο χερ καπετάνιος όταν άνοιξε η πόρτα διάπλατα και μπήκε μέσα ο Φρίντριχ, σκνίπα φυσικά, με δύο παράξενους αιχμαλώτους ανά μασχάλη.

«Άγιε Νικόλα μου, κοίτα τι σού’φερα! Βρήκα έναν άτακτο κλεφτοκοτά» φώναξε με στόμφο ο Φρίντριχ, πριν καταρρεύσει σε μια καρέκλα. «Τον έφερα για να τον τιμωρήσουμε» πρόλαβε να πει ο καλικάντζαρος πριν αρχίσει να ροχαλίζει αναίσθητος.

Ο Μανωλάκης και η Κλο-Κλο βρέθηκαν στο κέντρο της καμπίνας να αλληλοκοιτάζονται έκπληκτοι με τον Άγιο. Το αγόρι περιεργαζόταν τα γιορτινά στολίδια, όπως άστραφταν φωταγωγημένα από τα κεριά και τα λυχνάρια. Στην μία γωνία υπήρχε ένα ψηλό Χριστουγεννιάτικο δέντρο, το πρώτο που έβλεπε ο Μανωλιός στη ζωή του. Εκτός από μπιχλιμπίδια, κρέμονταν από αυτό μπισκότα και κουλουράκια και σοκολατάκια. Στο δίπλα τραπέζι ασημένιες πιατέλες ήταν φορτωμένες με ροδοκόκκινα, μελωμένα κρεατικά, κροκέτες γεμιστές με λαχανικά, κέικ, τούρτες και πίτες, μαζί πολύχρωμες κανάτες με κρασιά και λικεράκια. Το ίδιο θαυμαστός ανάμεσα σε αυτά κι αυτός ο πολύχρωμος Άγιος που έμοιαζε να είχε κατέβει ζωγραφιστός από τον τρούλο της εκκλησίας του χωριού.


Μέσα στον πόνο του, ο καπετάν-Κάσπαρ έγειρε προς το παιδί και του χαμογέλασε καλόκαρδα.

«Εμένα μου δείχνεις για καλό παιδί» είπε, «έλα, πλησίασε να σε λύσω».

Σαν υπνωτισμένο, το αγόρι ανταποκρίθηκε στη χειρονομία του καπετάνιου και σε λίγο ήταν ελεύθερο κι ετοιμοπόλεμο. Κοίταζε γύρω του όλο αυτό το πλιάτσικο και σκεφτόταν πώς να το αρπάξει. Ο Άγιος πήρε ένα σοκολατάκι και του το πρόσφερε. Ω η πανδαισία στον ουρανίσκο, γιατί ω ναι, ήταν και η πρώτη σοκολάτα για τον Μανωλάκη! Χωρίς να το πολυσκεφτεί, το παιδί έβγαλε από την τσέπη του το χριστόψωμο και το πρόσφερε με τη σειρά του στον Άγιο. Εκείνος ξαφνιάστηκε από το ψωμί με τα περίτεχνα σχέδια στην κρούστα του και δοκίμασε μια μπουκιά. Ίσως δεν ήταν γλυκό σαν τα ψωμιά που είχε συνηθίσει αλλά ήταν όντως νόστιμο. Γέμισε στη συνέχεια ο Άγιος ένα ποτηράκι με λικέρ και το πρόσφερε κι αυτό στο αγόρι.

«Για το καλό» είπε, «Καλά Χριστούγεννα!»

Το λικέρ έκαψε ευχάριστα τον λαιμό και ζέστανε την καρδιά του αγοριού. Ο Άγιος άρχισε τότε να απαγγέλει την «Άγια Νύχτα» με μια φωνή που στο παιδί ακουγόταν σαν χορωδία αγγέλων. Κι όταν είχε τελειώσει το τραγούδι, ο καπετάνιος αντιλήφθηκε ότι δεν πονούσε πια. Η ποδάγρα του είχε εξαφανιστεί σαν από θαύμα. Σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να κάνει χαρούμενος πιρουέτες, ενώ ο Μανωλιός βρήκε την ευκαιρία να γεμίσει την τσέπη του με κουλουράκια, μπισκότα και καραμέλες, τσιμπολογώντας ταυτόχρονα και κοψίδια. Ο Κράμπους άνοιξε εκείνη τη στιγμή τα μάτια του και είδε το αγόρι να πλιατσικολογεί. Και την Κλο-κλο από δίπλα που χλαπάκιαζε μεζέδες με δέκα ράμφη.

«Καπετάνιε, μας ληστεύουν!» φώναξε.

«Άσε το παιδί να πάρει» είπε ο Άγιος, «Δώσ’του κι άλλα! Έχουμε Χριστούγεννα! Χρόνια πολλά σε όλους!»


Χαράματα ανήμερα, γύρισε με την Κλο-Κλο στο καλυβάκι του, σέρνοντας έναν μεγάλο τορβά καλούδια μαζί του. Ο ουρανός ήταν κατσουφιασμένος και άρχισε να χιονίζει πάλι, αυτό όμως δεν θα πτοούσε το μικρό φτωχικό. Το αγόρι κρέμασε το λυκοτόμαρο δίπλα στο τζάκι και έριξε μερικά ξύλα παρά πάνω στη φωτιά. Φωτίστηκε σαν αρχοντικό το ταπεινό σπιτάκι που δεν είχε να ζηλέψει τίποτα αυτό το βράδυ από τους πιο εύπορους μαχαλάδες. Έστρωσε το παιδί το τραπέζι που το γέμισε με πήλινες πιατέλες γεμάτες ξηρούς καρπούς, πικάντικα σαλαμάκια, γλυκούς και αλμυρούς μεζέδες, τραγανές φτερούγες πάπιας, μπριζολάκια χοιρινά, τσουρέκια με σταφίδες και δύο κανάτες κρασί. Την Κλο-Κλο την έκρυψε στο καλύβι του σκύλου για να γλυτώσει τις πατάτες τις φουρνιστές, προσωρινά εννοείται. Και μόλις ήταν όλα έτοιμα, πήγε ανυπόμονα να ξυπνήσει την μανούλα του.

«Καλά Χριστούγεννα μαμά» είπε χαμογελώντας.





Τέλος


Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020

Θεοχάρης Παπαδόπουλος | Ο κοντύτερος άνθρωπος της πόλης



Ο κύριος Δημητράκης μπήκε στο σπίτι του. Κλειδώθηκε καλά-καλά μέσα και βούλιαξε στον καναπέ συλλογισμένος. Λίγο αργότερα, σηκώθηκε με κόπο και πήγε στην τουαλέτα. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο, πήγε κατευθείαν στο νιπτήρα, άνοιξε τη βρύση κι έριξε μπόλικο νερό στο ιδρωμένο πρόσωπό του. Έριξε μια ματιά στον καθρέφτη κι αναστέναξε:

-Αχχχ!!! Κυρ-Δημητράκη. Την έβγαλες και σήμερα και κατευθύνθηκε βαρύς προς τον καναπέ.

Ο κύριος Δημητράκης είχε ένα πρόβλημα. Ήταν κοντός. Πολύ κοντός. Ήταν ο κοντύτερος άνθρωπος της πόλης. 

Όταν ήταν παιδί, από ένα σημείο και μετά, έπαψε να ψηλώνει. Οι γονείς του τον πλάκωσαν στα γάλατα και στα συμπληρώματα διατροφής. Το μόνο, που κατάφεραν ήταν να τον παχύνουν, όχι, όμως, να τον ψηλώσουν. Όταν το πήραν απόφαση ότι δεν ψήλωνε άλλο, άρχισαν να αδιαφορούν. Δεν του έλεγαν τίποτα, αλλά το έβλεπε στις εκφράσεις τους ότι τον αντιμετώπιζαν σαν άρρωστο.

Στο σχολείο τα πειράγματα έπεφταν βροχή. Οι δάσκαλοι τον αγνοούσαν ενώ υπήρχε καθηγητής, που του έβαζε κάθε φορά ένα βαθμό χαμηλότερο απ’ όσο άξιζε, γιατί ήταν κοντός. Οι συμμαθητές του δεν τον έκαναν παρέα και αν ενδιαφέρονταν γι’ αυτόν ήταν μόνο για να τον πειράξουν. Όνομα δεν είχε στο σχολείο. Κοντό τον ανέβαζαν, νάνο τον κατέβαζαν. Δεν άντεξε. Στα 14 αρνήθηκε να ξαναπάει στο σχολείο.

Μεγαλώνοντας τα πράγματα χειροτέρεψαν. Όταν τον πήραν φαντάρο, ήταν τέτοια τα πειράγματα, που του κάνανε, που λίγες μέρες μετά πήρε απαλλαγή. Όμως, ο έξω κόσμος δεν ήταν καλύτερος. Πολλοί τον πάταγαν στον δρόμο. Υπήρχαν τρεις τύποι ανθρώπων, που τον πάταγαν: Οι πρώτοι ήταν αυτοί, που τον πάταγαν επίτηδες και το έδειχναν γελώντας σαδιστικά, όπως θα πάταγαν μυρμήγκια και κατσαρίδες. Οι δεύτεροι ήταν εκείνοι, που έκαναν πως δεν τον είδαν και γελούσαν μέσα τους. Υπήρχαν κι εκείνοι, που κοίταγαν μονίμως ψηλά, ν’ αρπάξουν καμιά εύνοια. Αυτοί δεν τον έβλεπαν στ’ αλήθεια. Συνήθως όσοι χαμήλωναν το βλέμμα να τον κοιτάξουν, τον έβλεπαν αφ’ υψηλού. Κάποτε κάποιος πήγε να τον πατήσει κι ένας φίλος του, που περπατούσε δίπλα του, είπε:

-Έι! Μην πατάς τα σκατά! Ο κύριος Δημητράκης πικράθηκε πολύ. Θα προτιμούσε να τον είχαν πατήσει.

Εκτός από αυτούς, που τον πάταγαν, υπήρχαν και κάποιοι ακόμα χειρότεροι. Υπήρχαν εκείνοι, που αφού τον έβριζαν αισχρά, του έβαζαν χέρι. Κάποιος είχε δοκιμάσει να τον γδύσει και θα το είχε κάνει αν δεν είχε φοβηθεί τους περαστικούς.

Σε όλα αυτά ο κύριος Δημητράκης δεν αντιδρούσε. Ένιωθε πολύ αδύναμος. Πως θα τα έβαζε μαζί τους αυτός ο κοντός ανθρωπάκος, που μπορούσε να διαλυθεί στην πρώτη σφαλιάρα; Έκανε υπομονή και όταν γυρνούσε στο σπίτι του, μόνος και ασφαλής έβριζε και ξεθύμαινε.

Εκείνη τη μέρα, ο κύριος Δημητράκης είχε επιστρέψει στο σπίτι του, εξουθενωμένος. Τον είχαν πατήσει πολλές φορές και κάποιος τον είχε κλωτσήσει σαν σκουπίδι. Δεν πήγαινε άλλο. Κάτι έπρεπε να κάνει. Κάτι, που να του εξασφάλιζε ότι δεν θα τον ξαναπατούσε και δεν θα τον ξαναπείραζε κανείς.

Ο κύριος Δημητράκης σηκώθηκε από τον καναπέ, βεβαιώθηκε ότι όλα τα παράθυρα ήταν κλειστά και πήγε με αργές αλλά αποφασιστικές κινήσεις στην κουζίνα. Άνοιξε ένα ντουλάπι, έβγαλε το γκαζάκι και το άνοιξε. Στη συνέχεια πήγε στην κρεβατοκάμαρα, ξάπλωσε στο κρεβάτι και έκλεισε τα μάτια του. Τότε είδε πολύ κόσμο να τον πλησιάζει και όλοι του χαμογελούσαν. Όλοι του μιλούσαν ευγενικά. Κανένας δεν τον πατούσε πια. Κανένας δεν τον πείραζε. Και ο κύριος Δημητράκης ψήλωσε. Ψήλωσε πολύ.

Σάββατο 18 Απριλίου 2020

Κρυψώνα | Χριστόφορος Τριάντης



Οι άνθρωποι τον φόβιζαν. Ένας αταβιστικός φόβος απέναντι την ανθρώπινη παρουσία τον είχε επηρεάσει καταλυτικά. Δεν είχε κάποια συμπλεγματική αγοραφοβία, αλλά τού «καρφώθηκε» η ιδέα ότι οι άνθρωποι (κοντινοί και μακρινοί ) ήταν επικίνδυνοι και ήθελαν το κακό του. Πίστευε ότι όλοι όσοι κυκλοφορούσαν έξω (σε απόσταση αναπνοής και σε απόσταση φωτός) και περιφέρονταν γύρω του, θα τον δολοφονούσαν. Παραιτήθηκε από τη δουλειά σχετικά εύκολα και οχυρώθηκε στο σπίτι του, σχετικά δύσκολα. Αποφάσισε ότι θα έβγαινε στον κόσμο, μόνο όταν θα περνούσαν εννέα μήνες (δεν ήταν και κάποιο μεγάλο διάστημα, αλλά ήταν αρκετό για μια νέα άφιξη). Τότε θα έκανε την εμφάνισή του. Στο υπόγειο του σπιτιού έφτιαξε μια κρυψώνα, με δυο δωμάτια και ένα υποτυπώδες μπάνιο. Κουβάλησε πολλές προμήθειες κι αρκετά βιβλία. Και ξεκίνησε την υπόγεια και μυστική ζωή του.

Αλλά σύντομα (εντελώς) άρχισαν οι έξωθεν παρενοχλήσεις και επεμβάσεις. Κάποιες φόρες (κατά περίεργο τρόπο) τις νύχτες, οι κορυφαίες ποιητικές συλλογές της χώρας και οι διαλέξεις των επίσημων λογοτεχνών της ευρύτερης περιοχής, έμπαιναν στην κρυψώνα. Κυριολεκτικά τρύπωναν στα υπόγεια δωμάτια. Κανονική εισβολή.

Άλλες πάλι φόρες, κάτι περίεργοι αχθοφόροι με μορφή τρωκτικών (κυρίως αρουραίων), άνοιγαν τρύπες ( ή μικρά λαγούμια ) και κουβαλούσαν στην κρυψώνα διάφορα λογοτεχνικά βραβεία (παλιάς και νέας κοπής). Αυτά τα βραβεία είχαν ανθρώπινη φωνή. Έκαναν τέτοια φασαρία μες στην υπόγεια κρύπτη που αναγκαζόταν να τα εξουδετερώνει με διάφορους μυστικούς τρόπους (μια φορά μάλιστα τους είχε δώσει χρήματα κι εξαφανίστηκαν). Ήταν ιδιαίτερα καλώς στις παγιδεύσεις, από παιδί. Εκτός από τις συνήθεις ονειροπαγίδες, κατασκεύαζε λογοπαγίδες και σπουδαιοπαγίδες (για τα πολιτικά πράγματα και πρόσωπα που τον ενοχλούσαν). Η αποτελεσματικότητα των παγίδων τον διέσωσε από τους ενοχλητικούς παρείσακτους.

Δυστυχώς όμως υπήρχε και μια ακόμη απειλή που δεν την υπολόγισε: οι αόρατοι εχθροί, που ήταν πιο σκληροί και πιο ύπουλοι από τις συλλογές, τα βραβεία και τους αρουραίους. Βρίσκονταν παντού σαν σκιές και τον παρακολουθούσαν. Ήταν απρόσβλητοι από τις παγιδεύσεις κι όλες τις παγίδες που είχε εφεύρει. Δεν τον άφηναν να κοιμηθεί, τον βασάνιζαν, τού έκλεβαν τις λέξεις ακόμα και τα όνειρά του. Όταν προσπάθησε να ξεφύγει από αυτούς, ήταν πολύ αργά.

Κυριακή 1 Μαρτίου 2020

Έκτακτο δελτίο | Θεοχάρης Παπαδόπουλος



Μπήκα στο σπίτι και διπλοκλείδωσα την πόρτα. Έριξα μια ματιά έναν γύρο και ηρέμησα. Το σπίτι ήταν όπως το είχα αφήσει. Έψαξα τα συρτάρια μου. Το σώμα του εγκλήματος βρισκόταν, εκεί. Έπρεπε να προσέχω πολύ. Η αστυνομία έκανε συλλήψεις ακόμα και για μικρές ποσότητες κι εμένα τα συρτάρια μου ήταν τίγκα. Επειδή οι ποσότητες ήταν μεγάλες δεν θα με πήγαιναν μόνο για κατοχή, αλλά και για εμπορία, ενώ δεν είχα πουλήσει ποτέ, ούτε σκόπευα να το κάνω.



Από τότε που βγήκα στην παρανομία έχει αλλάξει όλη μου η ζωή. Κοιμάμαι και ξυπνάω με την ιδέα ότι μπορεί να με συλλάβουν. Όσοι έχουν μακριά μαλλιά και γένια είναι ύποπτοι. Εγώ, που είχα μαλλί μέχρι τη μέση, έχω κόψει τα μαλλιά μου κοντά. Ξυριζόμουν κάθε τρεις εβδομάδες και τώρα ξυρίζομαι κάθε μέρα. Τι να πεις; Της κοντής καταστολής της φταίνε οι τρίχες!

Κάθε φορά που βλέπω αστυνομικούς αλλάζω δρόμο. Αν δω περιπολικό τρέμω. Αν έχει αναμμένη τη σειρήνα ακόμα χειρότερα. Βλέπω τις ομάδες ΔΙΑΣ και παρακαλώ τους δώδεκα θεούς, τον Χριστό, τον Βούδα, τον Αλλάχ, τον Κρίσνα και τη θεά Κάλι να μη με σταματήσουν. Μια φορά που με σταμάτησε ένας και μου ζήτησε ταυτότητα, κατουρήθηκα πάνω μου. Ευτυχώς, δεν με θεώρησε ύποπτο.

Τελευταία έχω αρχίσει να υποπτεύομαι τους φίλους μου. Αν κάποιος με ρωτήσει κάτι που μου φαίνεται παγίδα τον αποφεύγω. Και επειδή οι παγίδες είναι πολλές έχω αρχίσει να μην έχω φίλους.
Και να με τώρα στο σπίτι μου να φοβάμαι μην μπουκάρουν ξαφνικά και με συλλάβουν. Το σκέφτηκα πολλές φορές να βάλω φωτιά και να κάψω τα πάντα, αλλά το χέρι μου δεν πήγαινε. Σκέφτηκα να τα παρατήσω, αλλά είμαι πολύ εθισμένος για να καταφέρω κάτι τέτοιο.

Για να γλιτώσω από την αγωνία και να στρέψω κάπως την προσοχή μου αλλού, άναψα την τηλεόραση. Είχε την εκπομπή: «Κάντε πόλεμο κι όχι έρωτα», με καλεσμένη μια σύμβουλο διαζυγίου.

Κάτι τέτοιες εκπομπές έβλεπε η πρώην σύζυγός μου και με χώρισε. Η ανακάλυψη της παρανομίας μου ήταν το πρόσχημα. Πάντα πίστευα ότι ήθελε να βρει μια καλή αφορμή για να φύγει κι εγώ ο μαλάκας της την έδωσα.

Σκεφτόμουν να αλλάξω κανάλι, όταν, ξαφνικά, η εκπομπή διακόπηκε και στην οθόνη είδα να εμφανίζεται με μεγάλα γράμματα το γνωστό: «ΕΚΤΑΚΤΟ ΔΕΛΤΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ». Η δημοσιογράφος, εμφανώς αγχωμένη και με την αγωνία ζωγραφισμένη στο τέλεια μακιγιαρισμένο πρόσωπό της, ανακοίνωσε: «Νεαρός συνελήφθη με μικροποσότητα ποιημάτων. Θα δικαστεί με την διαδικασία του αυτοφώρου. Υπενθυμίζουμε ότι η ποινή που επιβάλλεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ισόβια αποχή από το διάβασμα».

Εκείνη την ώρα ακούστηκε η σειρήνα ενός περιπολικού. Βγήκα στο μπαλκόνι και κοίταξα στον δρόμο. Το περιπολικό είχε σταθμεύσει έξω από την πολυκατοικία όπου έμενα. Ήταν ολοφάνερο. Είχαν έρθει για μένα. Τα συρτάρια μου ήταν γεμάτα ποιήματα. Δεν έπρεπε να τα βρουν. Άρχισα να τα βγάζω από τα συρτάρια, μην έχοντας σκεφτεί ακόμα πού θα μπορούσα να τα κρύψω, αλλά δεν πρόλαβα. Το κουδούνι χτύπησε δυνατά τρεις φορές και μια αυστηρή φωνή ακούστηκε:
-Αστυνομία, ανοίξτε, αλλιώς θα σπάσουμε την πόρτα.
Βγήκα πάλι στο μπαλκόνι, ενώ ακουγόταν η πόρτα που έσπαγε. Μπροστά μου υπήρχε μόνο το κενό…


Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

Διαγωνισμός Διηγήματος - Δήλωσε συμμετοχή!



Ο πρώτος διαγωνισμός Διηγήματος, υπό την αιγίδα του Φεστιβάλ Οίτης, είναι γεγονός και περιμένει να διαβάσει τη δική σου ιστορία!

Δεν έχει σημασία που μένεις, με τι ασχολείσαι, πόσο χρονών είσαι κλπ. 
Το μόνο, που θα μετρήσει, είναι το «ταξίδι», το οποίο θα οργανώσεις μέσω της δημιουργικής σου γραφής.

Οι υποψήφιοι μπορούν να συμμετάσχουν μόνο με ένα διήγημα, στην ελληνική γλώσσα.
Περαιτέρω προϋποθέσεις, η πρωτοτυπία του (να μην έχει δημοσιευτεί κατά το παρελθόν) και να μη ξεπερνά τις 2.000 λέξεις.

Μάθε περισσότερα και βρες ότι χρειάζεσαι για τον διαγωνισμό εδώ


Ημερομηνία λήξης συμμετοχής: 30 Μαρτίου 2019.
Βιάσου! Τι περιμένεις;


Πηγή: https://xwra.gr

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018

Παγκόσμια Ημέρα των Ζώων | Δυο Μικροδιηγήματα | Το Χαρτόκουτο, Νοέμβριος

Επιμέλεια : Μαρίνα Καρτελιά.




Το Pause αγαπά τα ζώα και αναδημοσιεύει σήμερα δυο διηγήματα αγαπημένων συγγραφέων που μιλούν γι΄αυτά. Είναι και τα δυο συγκλονιστικά στην αλήθειά τους, στην αποτύπωση δηλαδή της πραγματικότητας των ζώων στον κόσμο των ανθρώπων.

Το πρώτο από τη συλλογή διηγημάτων του Κώστα Καβανόζη, "Το Χαρτόκουτο":




Η τελευταία φορά



H Μαυρίκα ήταν ένα φεγγάρι ο σκύλος μας. Ο πρώτος κι ο τελευταίος, άλλον δεν περιμαζέψαμε ύστερα.
            ΄Εξω στην αυλή τον ταϊζαμε, του ΄φτιαξε και φωλιά ο πατέρας μου άμα γκαστρώθηκε, με κάτι κουρέλια τον βόλεψε και χαρτόκουτα να γεννήσει κάτω απ΄τη σκάλα. Να κάνει τα κουτάβια του.
            ΄Επιασε στα καλά καθούμενα η Μαυρίκα να πνίγει κότες απ΄τη γειτόνισσα. Και να μας τις κουβαλάει – πεσκέσι - , μια, δυο, τρεις, την έσπασε στο ξύλο ο πατέρας μου, δεν το ΄κοβε. Με το ματσούκι, αλυχτούσε μονάχα η γκαστρωμένη και λούφαζε παρακεί.
            Μ΄έστειλε μια μέρα κι έφερα ένα τσουβάλι ο πατέρας μου. Κουτάβια από μέσα της πόσα να ΄βγαζε, την καραμπίνα την έφερε αυτός.
            ΄Εσταζε μετά στο κουβάλημα πάνω στα πόδια του πατέρα μου το τσουβάλι.





Το δεύτερο από τη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, "Νοέμβριος".





Το λουρί που πάει βόλτα



Είναι οχτώ η ώρα το βράδυ - κάθομαι στο μπαλκόνι. Βλέπω κάτω, στη μικρή ανοιχτωσιά, ανάμεσα στα αυτοκίνητα και στα λίγα χολερά γρασίδια, τον Κοσμά τον Βαστέλη, δεκαέξι χρονών, στη δευτέρα λυκείου, να προχωράει μόνος του, σκυφτός. Κάνει τη συνηθισμένη, ίδια διαδρομή που έκανε με τον σκύλο του, το περίφημο ντόμπερμαν, τον ΄Εκτορα, που τον υπεραγαπούσε, τον λάτρευε και τον έχασε - πέθανε από ειλεό, πριν από είκοσι μία μέρες. Λίγο προτού χαθεί, στο νοσοκομείο σκύλων όπου τον μετέφερε ξημερώματα, ξαπλωμένος στον μεταλλικό πάγκο του γιατρού σε κώμα, έσπρωξε με τη μουσούδα του το χέρι του Κοσμά, για να τον χαϊδέψει μια έσχατη φορά. Αυτός έβαλε τρυφερά την παλάμη του κάτω απ΄το κεφάλι του ζώου κι εκείνο άφησε την τελευταία του πνοή.
            Από τότε, εδώ και είκοσι μία μέρες ο Κοσμάς βγαίνει κάθε βράδυ την ίδια ώρα και κάνει ακριβώς την ίδια βόλτα που έκανε με το σκυλί επί δεκατέσσερα χρόνια, αλλά τώρα μόνος του - όχι μόνος του, καθόλου : κρατώντας σφιχτά το φθαρμένο λουρί του ΄Εκτορα.


------


Κυριακή 22 Ιουλίου 2018

Ενοικιαζόμενα Δωμάτια | Διονύσης Μαρίνος | Μικροδιήγημα

Επιμέλεια :Μαρίνα Καρτελιά







Ενοικιαζόμενα Δωμάτια 



Εκείνη την περίοδο ζούσαν σε ένα δυάρι στο Κουκάκι: νοικιασμένο, όπως πάντα. Μόλις είχαν εγκατασταθεί και ήδη σχεδίαζαν την επόμενη φυγή τους. Δεν ήταν το αυξημένο νοίκι ή οι δύστροποι γείτονες που τους αποθάρρυναν.

Ο Διομήδης έλεγε χαριτολογώντας πως είναι ο Τσβάιχ των ενοικιαστών – μόνιμα σε κατάσταση αναχώρησης για κάπου αλλού. Η Μαρίνα του απαντούσε πως κι αυτή, τότε, ήταν η Λόττε του. Φεύγοντας, πάντα άφησαν πίσω τους κάτι δικό τους: ένα πουκάμισο, μια γραβάτα, ένα κραγιόν. Ήταν το συνθηματικό της επιστροφής. Τους έπαιρναν τηλέφωνο οι νέοι νοικάρηδες να πάνε να πάρουν τα ξεχασμένα, αλλά ποτέ δεν το έκαναν. Άφηναν τον κοινό τους βίο απλωμένο σ' όλη την Αθήνα.

Από το Κουκάκι έφυγαν ο καθένας μόνος του με τακτοποιημένες τις βαλίτσες. Έτσι τα έφερε ο χρόνος. Τίποτα δεν έμεινε στο διαμέρισμα να μαρτυράει την παρουσία τους. Ούτε μια τρίχα στο πάτωμα. Ο ιδιοκτήτης, δείχνοντας το διαμέρισμα σε ένα νεότερο ζευγάρι, καυχήθηκε για την πραμάτεια του: αυτό το σπίτι είναι τυχερό. Κανείς δεν φεύγει από εδώ χαμένος.

Τα παιδιά το νοίκιασαν δίχως δεύτερη σκέψη. Ήταν πολύ νωρίς ακόμη για να ξέρουν.



Διονύσης Μαρίνος



(Tο διήγημα προέρχεται από προσωπική ανάρτηση του συγγραφέα στο λογαριασμό του στο fb, ενώ στο Σελιδοδείκτη εδώ θα βρείτε λεπτομέρειες για το τελευταίο βιβλίο του ΄Οπως κι αν έρθει αυτό το βράδυ και ένα μικρό απόσπασμα από Το πρόβλημα με το ταβάνι που περιλαμβάνεται σ΄αυτό).