Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Γλυκοφρύδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Γλυκοφρύδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

Ο Δυσκοίλιος Μπάτλερ | Γιώργος Γλυκοφρύδης | Απόσπασμα



Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.



Απόσπασμα από τη 
Μικρή νουβέλα



Ο δυσκοίλιος μπάτλερ

Αυτή η μικρή νουβέλα είναι αφιερωμένη στον Αλέξη Σταμάτη, στον Νίκο Καρακάση, στην Γεωργία Τσόκου, και στην Κλαίρη Τζωρτζάκη.
Τους λόγους, τους γνωρίζουν και οι τέσσερεις.
Τους ευχαριστώ πολύ.


1.
Θα το έκανε γιατί αλλιώς λύση δεν υπήρχε καμιά.
Θα έβαζε αγγελία.
Αν και συνήθως δεν γινόταν έτσι, αν και συνήθως όταν σε απέλυαν ή ακόμη κι αν έφευγες μόνος σου με παραίτηση απλή και γρήγορη και χωρίς πολλά λόγια, ο εργοδότης σ έστελνε από μόνος του σε κάποιον άλλον εργοδότη, δείγμα καλής συνεργασίας αλλά και σεβασμού κι εκτίμησης για το έργο σου, αλλά και καλής πράξης ή και χάρης -να το πούμε κι αλλιώς- προς τον επόμενο εργοδότη, πράξης που περίμενε κάποιο αντάλλαγμα με άλλα λόγια, τώρα, ο εργοδότης του, δεν τον έστειλε πουθενά. Απλά, χαιρετήθηκαν εγκάρδια κι έφυγε.
Οπότε, θα έβαζε αγγελία. Θα έγραφε ένα απλό κι ευκολονόητο κείμενο, και θα πουλιόταν. Άλλωστε, ο νόμος, πωλήσεις τέτοιους είδους τις επέτρεπε, δηλαδή ανθρώπου αλλά με την έννοια της εργασιακής του ιδιότητας. Ευτυχώς κι επιτέλους. Αν και οι κλασσικοί τύποι που περιγραφή δεν χρειάζονται, βρωμάνε από μακριά, είχαν χαλάσει τον κόσμο με τις διαδη-λώσεις τους, ο νόμος είχε ψηφιστεί. Επιτέλους. Η αγορά, ελεύθερη. Στ’ αλήθεια.
Οπότε, αυτό θα έκανε. Θα αναρτούσε αγγελία.
Κι εκεί, δεν θα εμφάνιζε καμία από τις πραγματικές του αδυναμίες. Κανένα από τα πραγματικά του μειονεκτήματα. Ήξερε πολύ καλά τι ικανοποιούσε τους πολλούς και εν σειρά δεκαετιών εργοδότες του, και άρα αυτό θα έγραφε. Καιρός να τελειώνει με τα ασφάλιστρά του να πάρει μια αξιοπρεπή σύνταξη. Μόλις 58 χρονών, ακόμη, η μισή ζωή μπροστά του, αλλά εκείνος μπορούσε να πάρει σύνταξη, ήδη. Είχε προτιμήσει ιδιωτική ασφάλιση παρά κρατική. Το οικονομικά βαρύ πακέτο, της αρκετά πρόωρης συνταξιοδότησης, αλλά τα είχε καταφέρει. Σκληρή δουλειά πέραν κάθε ωραρίου, 30 χρόνια τώρα, με τον μισό μισθό να πηγαίνει στην ασφάλεια, αλλά τα είχε καταφέρει, να μπορεί να βγει σε μια αρκετά σεβαστή ως ποσό, να πούμε την αλήθεια, σύνταξη, και πολύ νωρίς.
Την αποζημίωση, αυτό που αν σε απέλυε ο εργοδότης, λέει, ήταν υποχρεωμένος να σε πληρώσει κάποιο ποσόν καθώς έμενες άνεργος εξ αιτίας του, την είχε προλάβει. Την θυμόταν. Γιατί ο πατέρας του είχε κοντέψει να πάει φυλακή μετά από καυγάδες με εργοδότες που είχαν ξεκινήσει να μην πληρώνουν τις αποζημιώσεις από μόνοι τους, χωρίς να περιμένουν την κατάργησή της από τον νόμο. Το τι μάχες γίνονταν στα δικαστήρια μεταξύ εργοδοτών κι εργαζομένων μέχρι τις αρχές του αιώνα, ήταν κάτι το αδιανόητο. Οπότε, έτσι, τώρα πια, και κουνώντας το κεφάλι του σκεπτόμενος το τι τράβαγε ο κόσμος μόλις πενήντα χρόνια πριν, αποφάσισε να πουληθεί. Αλλά σωστά. Δεύτερη φορά που αναγκαζόταν να το κάνει αυτό στην ζωή του, οπότε ας το έκανε σωστά και προσεγμένα. Είχε αρκετές οικονομίες στην άκρη. Δεκαετίες δουλειάς τον είχαν αποζημιώσει. Είχε πληρωθεί καλά. Αλλά κυρίως χάριν της μετρημένης ζωής του, παρόλο τα υψηλά ασφάλιστρα είχε κάνει και το σωστό κομπόδεμα. Οπότε τώρα, τα τελευταία δυο χρόνια εργασίας ας τα πέρναγε μ’ ένα καλό συμβόλαιο. Παχύ και απολύτως προς το δικό του συμφέρον. Κι ας μην έβρισκε άμεσα δουλειά.
Έτσι, κάθισε, και στο φως μιας μικρής λάμπας led, (πολύ χρήσιμες και άκρως οικονομικές αυτές οι καινούριες λάμπες led με τον εξαιρετικής ακρίβειας κατευθυνόμενο φωτισμό καθώς φώτιζαν επακριβώς και μόνο το πληκτρολόγιο), συνέταξε την αγγελία.

Πωλείται μπάτλερ.
Περιγραφή:
Ο μπάτλερ, Μιχαήλ Ζαρδούμπας, έχει ένα βασικό προτέρημα. Είναι και συγγραφέας.
Μην σας ανησυχεί αυτό, όμως, δεν τον εμποδίζει στην δουλειά του. (Άλλωστε ως συγγραφέας εργάζεται μόνο την νύχτα ή στα ρεπό και στις άδειές του.) Ίσα ίσα, του προσφέρει καλλιέργεια κι ευστροφία. Οπότε, σε περιπτώσεις νύστας, η βαθιά και μπάσα φωνή του και οι ιστορίες του, θα σας βοηθήσουν να κοιμηθείτε.
Επίσης, πάσχει από μια μορφή κινητικής αναπηρίας. Όχι ολοκληρωτικής, αλλά περιοριστικής. Οπότε, θα πρέπει να γνωρίζετε πως τις εργασίες του σπιτιού ή και τις εξωτερικές, τις κάμνει ναι μεν στην εντέλεια, αλλά με αμαξίδιο. Μπορεί να σταθεί όρθιος, να φτάσει έναν χυμό σ’ ένα ντουλάπι, φερ ειπείν, να κρεμάσει ένα καινούριο κάδρο, ας πούμε, αλλά γενικά μιλώντας, το σπίτι πρέπει να έχει ένα μίνιμουμ χώρο κίνησης. Κι αυτό είναι όλο. Η φυσική κούραση που επιφέρει μιας τέτοιας μορφής αναπηρία, δεν θα πρέπει να σας απασχολεί, έχει μάθει πολύ καλά και την ξεπερνά μόνος του χωρίς αυτή να εμποδίζει την εργασία του.
Επίσης, είναι δυσκοίλιος. Αν και η δυσκοιλιότητά του δεν είναι ακριβώς δυσκοιλιότητα, αλλά κάποια αταξία εκκένωσης θα ήταν το σωστό, παρόλα αυτά, όμως, αυτή η δυσλειτουργία του τον οδηγεί να χάνει τους χρόνους συχνά πυκνά, αλλά κι αυτό το ξεπερνά γρήγορα και επίσης μόνος του. Οπότε, ούτε αυτό θα το καταχωρούσαμε στα μειονεκτήματα.
Τον αγαπούν τα παιδιά και είναι τρυφερός άνθρωπος, σύμφωνα με τις περιγραφές των πελατών μας οι οποίοι ουδέποτε έμειναν δυσαρεστημένοι.
Σε τιμή, βεβαίως, ευκαιρίας.
Άλλες σημειώσεις: Τρώει πολύ αν και όχι άνω των δύο πιάτων σε κάθε γεύμα. Έχει πολύ χιούμορ αν και όχι καυστικό, μην σας ανησυχεί αυτό, το αντίθετο, είναι πραγματικά ένας διασκεδαστικός άνθρωπος. Τουλάχιστον, και πάλι, οι αναφορές των πελατών μας είναι μία εγγύηση. Δεν πίνει δεν καπνίζει και ουδέποτε είχε σχέση με ναρκωτικές ή άλλες παρεμφερείς ουσίες. Είναι γνώστης εργασιών υλικής φύσης, όπως ηλεκτρικά ή ηλεκτρονικά ή και λίγα χειρωνακτικά. Επίσης, οδηγεί. Αν και μόνον αυτοκίνητο με αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων λόγω της αναπηρίας του. Ούτε αυτό θα το καταχωρούσαμε στα μειονεκτήματα, όμως, μιας που σήμερα, πια, στα τέλη του 21ου αιώνα, αυτοκίνητα με χειροκίνητο κιβώτιο ναι μεν υπάρχουν αλλά ποιοι τα οδηγούν…

Έσβησε την μικρή λάμπα. Η οθόνη έσβησε κι αυτή. Το δωμάτιο φωτίστηκε από ένα χαμηλό φως δίπλα στο κρεβάτι του που άναψε μόνο του.
Δεν του άρεσε η αγγελία. Εδώ έλεγε να μην αναφερθεί στα μειονεκτήματά του και λίγο ακόμη και θα έγραφε και για την παλιά παραμόρφωση του κερατοειδούς του. Μα γιατί; Για να δηλώσει πως ήταν τόσο υψηλή που παρά την από δεκαετίες σταθεροποίησή της, του είχε αφήσει κουσούρι, και την νύχτα, η οδήγηση, του ήταν εξαιρετικά δυσάρεστη σε σημείο που προτιμούσε να κάνει τις εργασίες που απαιτούσαν οδήγηση μόνο την ημέρα;
Ξάπλωσε κοιτώντας το ταβάνι.
Το έκανε συχνά αυτό, τον βοηθούσε πολύ, ιδίως τώρα στα γεράματα• μάζευε τις σκέψεις και τις μνήμες του. Έκλεισε τα μάτια του.
Ο λόγος που δεν καθόταν να τελειώσει το τωρινό μυθιστόρημά του ποιος να ήταν; Αυτό τον απασχολούσε πολύ. Αν και ήταν κουρασμένος. Αποκοιμήθηκε. Έτσι κι αλλιώς την επόμενη ημέρα είχε τόσες πολλές δουλειές στο σπίτι. Κι ας ήταν το δικό του. Του είχε μείνει συνήθειο. Μάζευε τα πάντα. Μια φορά τον είχε πιάσει μια τρέλα κι άρχισε να μαζεύει και σ’ ένα ξένο σπίτι. Όχι σ’ εκείνο που τότε εργαζόταν, ούτε στο δικό του, ξένο, φιλικό, που είχε πάει για επίσκεψη σ’ ένα ρεπό του. Τον σταμάτησαν μόνο τα γέλια των φίλων του.
Τελικά, αποκοιμήθηκε.
Στον ύπνο του, ή το σωστό είναι, σ’ εκείνα τα δευτερόλεπτα πριν μπεις στον απόλυτο ύπνο, τότε που αφήνεσαι σε εικόνες πραγμάτων που σ’ αρέσουν για να έρθει ο ύπνος να σε βρει καλά να σε πάρει όμορφα, ασχολούνταν με τα δύο χόμπι του: Τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές προσωπικής χρήσης και τις φωτογραφικές μηχανές.
Είτε για το ένα χόμπι είτε για το άλλο, το κριτήριο νούμερο ένα, όσον αφορούσε στην πιθανή εξάσκησή τους, ήταν τα χρήματα.
Για τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές προσωπικής χρήσης δεν υπήρχε θέμα, ήταν τόσο φτηνοί τώρα πια στην εποχή του, ώστε ήταν πολύ λίγα τα χρήματα ούτως ή άλλως. Και, είχε και την συγγραφή ως δικαιολογία. Εκεί, έγραφε. Οπότε και εκεί ξόδευε όσα χρειάζονταν.
Με τις φωτογραφικές μηχανές, όμως, δεν ήταν τόσο απλό το ζήτημα. Οι φωτογραφικές μηχανές, πια, σ’ αυτή την εποχή, είχαν χωριστεί σε δύο εμφανώς ξέχωρες κατηγορίες: Στις «επαγγελματικές» και στις «άλλες». Εκείνος ασχολούταν με τις «επαγγελματικές». Στον ύπνο του, σ’ εκείνα τα λίγο πριν τον ύπνο δευτερόλεπτα, τέλος πάντων, έβαζε στην σειρά κάμποσες, τους άλλαζε φακούς και άλλα, και τις εξέθετε. Να τις αγόραζε, αποκλειόταν. Μπορεί λεφτά να είχε αλλά να πάρει από το κομπόδεμα να ρίξει σε μια κάμερα; Για τρελούς ψάχνετε… Οπότε, απλά, τις ονειρευόταν.


Η συνέχεια στην Ανοιχτή Βιβλιοθήκη





O Γιώργος Γλυκοφρύδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964. Ξεκίνησε εργαζόμενος στις κινηματογραφικές ταινίες και στα τηλεοπτικά σήριαλ του πατέρα του Πάνου Γλυκοφρύδη κι αργότερα εργάστηκε ως β' βοηθός σκηνοθέτη στον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Παράλληλα, παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου στην "Deutsche Film- und Fernsehakademie" στο (τότε) Δυτικό Βερολίνο. 
Σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμο «La Sapienza» της Ρώμης αλλά είχε ήδη ανακαλύψει την Πληροφορική την οποία και ακολούθησε ως επαγγελματική καριέρα. Έτσι, ξεκίνησε να αρθρογραφεί σε περιοδικά κυρίως Ειδικού Τύπου δημοσιεύοντας, όμως, και διηγήματα.
Σημαντικότερη ήταν η σειρά διηγημάτων με τον τίτλο "Utopia" στο περιοδικό "Ο κόσμος του Internet". 1995 - 1996.
Η νουβέλα «99.9% αληθινή ιστορία» κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό διηγημάτων Επιστημονικής Φαντασίας της «Anubis» το 1996.
Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Ο Επιβάτης», υποψήφιο για βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου στο περιοδικό «Διαβάζω», εκδόθηκε το 2006 από τις εκδόσεις "Νεφέλη". Ακολούθησαν δύο συμμετοχές με διηγήματα στα συλλογικά βιβλία «Α, όπως Αμερική» και «Το βιβλίο του Κακού» των εκδόσεων "Το Μαγικό Κουτί". 
Το «10 ώρες δυτικά», στις εκδόσεις "Ελληνικά Γράμματα", είναι το δεύτερο μυθιστόρημα. 
Τρίτη συμμετοχή με διήγημα στο συλλογικό "Έρως 13" των εκδόσεων "Ψυχογιός".
Το «Hotel Chelsea», το τρίτο του μυθιστόρημα, στις “Εκδόσεις Ψυχογιός” το 2012.
“Το "Τρίτο Αστέρι", το τέταρτο μυθιστόρημα, κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2018, από τις Εκδόσεις Διάπλαση.
Επίσης, διηγήματά του, άρθρα, και νουβέλες, έχουν δημοσιευθεί από την εφημερίδα "Έθνος", και από τα ακόλουθα ηλεκτρονικά περιοδικά, blogs, και web sites : Literaturefractalτο παράθυροdim/art.




Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

#WEREMEMBER 2020 | Δεν θ΄αρνηθώ, δεν θα ξεχάσω το Ολοκαύτωμα | Απόσπασμα - 10 ΄Ωρες Δυτικά | Γιώργος Γλυκοφρύδης

  Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.




#weremember 2020 - Δεν θ΄αρνηθώ, δεν θα ξεχάσω το Ολοκαύτωμα.




΄Ολο το μήνα, ο Σελιδοδείκτης συμμετέχει στη μνήμη με κορύφωση τη Διεθνή Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος στις 27/1, με εκδηλώσεις, άρθρα, αποσπάσματα λογοτεχνικών έργων, και την αποτύπωση του Ολοκαυτώματος  στις Τέχνες και στην κοινωνία.

Στο ακόλουθο απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Γλυκοφρύδης, 10 ΄Ωρες Δυτικά, περιγράφονται τα πραγματικά γεγονότα στη Θεσσαλονίκη, τη συγκεκριμένη μέρα, που έμειναν στην ιστορία ως "Μαύρο Σάββατο¨ ενώ στο microsite του βιβλίου θα βρείτε  φωτογραφικό υλικό από την εποχή.

                                                                           








10 ΩΡΕΣ ΔΥΤΙΚΑ





Επιμέλεια : Μαρίνα Καρτελιά.


Φωτ: glykofrydis.net 

11 Iουλίου 1942


Ο καιρός φαινόταν για καλός εκείνη την ημέρα. Αν και είχε πολύ ζέστη, κρατιόταν από το να γίνει αποπνικτικός· ήταν άλλωστε νωρίς το πρωί ακόμη. Θα γινόταν αργότερα. Η θάλασσα το ΄χε παρατραβήξει με την υγρασία όπως κάθε καλοκαίρι, αλλά ο Διοικητής της πόλης το είχε πει καθαρά : "΄Ολοι οι άντρες εβραϊκής καταγωγής 18 έως 45 χρονών θα πρέπει να συγκεντρωθούν στην πλατεία Ελευθερίας. Μέσα στην εβδομάδα. ΄Οχι αργότερα. Πρέπει να βάλουμε μια τάξη. Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό το χάος..." [...]

[...] Ελαφριά άρματα μάχης φάνηκαν από την πλευρά της λεωφόρου Νίκης. Οι στρατιώτες πίσω από τον Κατσεμπάνο παραμέρισαν για να αφήσουν ένα από αυτά να φτάσει εκεί μπροστά, δίπλα του. Οι ερπύστριές του στρίγκλισαν καθώς σταμάτησε απότομα. Καμένο πετρέλαιο, παντού. Κάτι σαν νερό κυλούσε από το πλήθος των συγκεντρωμένων.

΄Ενας αξιωματικός, μάλλον ανώτερος από τον προηγούμενο, ξεπρόβαλε από τον πυργίσκο του άρματος. "Λοχία!"

"Μάλιστα, διατάξετε!" είπε ο Κατσεμπάνος δυνατά και χαιρέτησε.

΄Αλλοι δύο αξιωματικοί βγήκαν από άλλο άρμα.

Ο αξιωματικός, ένας μικροκαμωμένος μαυριδερός και στραβοκάνης άνθρωπος, βγήκε κι αυτός, και αφού κατέβηκε, πλησίασε τον Κατσεμπάνο με γοργό βήμα. "΄Εχουμε αρχίσει την καταγραφή;" τον ρώτησε.

"Μάλιστα, αλλά από πίσω προς τα εμπρός", του είπε ο Κατσεμπάνος, και δευτερόλεπτα μετά έσκυψε στο αυτί του. Ψιθυριστά: "Δε θέλουμε να τρέξει κανείς από πίσω να φύγει... Δεν ξέρω.... συμφωνείτε, κύριε Λοχαγέ;"

"Απολύτως, Λοχία. Σ΄ευχαριστώ. Θα συνεργαστείς και με τους δύο κυρίους Ανθυπολοχαγούς από δω", του είπε και και του έδειξε τους δύο αξιωματικούς που στο αναμεταξύ είχαν καταφτάσει.

"Βεβαίως, κύριε Λοχαγέ. Με μεγάλη μου χαρά," είπε δυνατά και συστήθηκε στους δύο πανύψηλους αξιωματικούς.

Ο ένας, αφού έδωσε το χέρι, τον κοίταξε χαμογελαστός. "Πώς είπατε το επίθετό σας; Δεν το κατάλαβα, ζητώ συγγνώμη. Αλλά θα ήθελα να μπορώ να σας αποκαλώ σωστά".

Ο Κατσεμπάνος γύρισε και σήκωσε το κεφάλι για να μπορέσει να τον κοιτάξει στο πρόσωπο. "Κωνσταντίνος Κατσεμπάνος, κύριε Ανθυπολοχαγέ. Αλλά για ευκολία μπορείτε να με φωνάζετε Κώστα. Καλύτερα έτσι... για ευκολία...." του είπε χαμογελώντας.

"Α, πολύ ωραία. Ο κύριος Κώστας,τότε.... Πολύ ωραία. Πού βρισκόμαστε λοιπόν τώρα; Θα με ενημερώσετε;"

Στο βάθος, δίπλα στους στρατιώτες, κολλητά σ΄εκείνον που πήγε και τον φώναξε πριν, στεκόταν ο Σταύρος φορώντας πάντα την κουκούλα του.

Ο Κατσεμπάνος κοίταξε τον Σταύρο. Γύρισε στον ανθυπολοχαγό. "Κύριε Ανθυπολοχαγέ...." του είπε και ξεκίνησε να βηματίζει προς τους συγκεντρωμένους αργά, δείχνοντας όμως πρώτα με το χέρι του στον αξιωματικό να προπορευθεί. "΄Εχει ξεκινήσει ήδη η καταγραφή από τις τελευταίες γραμμές προς τα εδώ. Εξήγησα στον κύριο Λοχαγό ότι..."

"Ναι, κατάλαβα, Λοχία. Συνέχισε παρακάτω", τον διέκοψε σκληρά ο αξιωματικός. ΄Ηταν όμως φανερό ότι η σκληράδα δεν απευθυνόταν στον Κατσεμπάνο, αλλά στους συγκεντρωμένους που τους παρακολουθούσαν.

"Μάλιστα", απάντησε ο Κατσεμπάνος παίζοντας κι αυτός το ρόλο του απόλυτα υποτακτικού. Και συνέχισε : "Μόλις ολοκληρωθεί λοιπόν η καταγραφή, έχουμε τον άνθρωπό μας εκεί, ο οποίος θα μας βοηθήσει. Οπότε, μαζί με τα από καιρό ήδη καταγεγραμμένα από τη Διοίκηση ονόματα, να βρούμε αν λείπει, τι λείπει".

"Εκ των συγκεντρωμένων, εννοείς. Αν κάποιος δεν ακολούθησε την εντολή προς συγκέντρωση και είναι απών, εννοείς", του απάντησε ο ανθυπολοχαγός και στάθηκε καθώς είχαν ήδη φτάσει κοντά στην πρώτη γραμμή.

"Μάλιστα. Ποιών οικογενειών τα αρσενικά μπορεί να λείπουν, ήθελα να πω... Συγγνώμη, δεν εκφράστηκα σωστά", του είπε ο Κατσεμπάνος, πάντα υποτακτικά.

Ο ανθυπολοχαγός κούνησε το κεφάλι του σκεπτικός. "Η πολύ επαφή με τους αρρώστους επηρεάζει και τους υγιείς... είναι γνωστά αυτά".

"Σοφή η φράση σας...." σχολίασε ο Κατσεμπάνος κουνώντας το κεφάλι κι αυτός.
"Βεβαίως, έχουμε και τον λυπηρό παράγοντα που λέει ότι κάποια οικογένεια μπορεί να έχει αρσενικά μόνον κάτω των 18 ετών ή άνω των 45...."

Ο Κατσεμπάνος έκανε ένα ελαφρύ σήμα στον ανθυπολοχαγό να σκύψει λίγο. Μόλις εκείνος έσκυψε, ο Κατσεμπάνος πλησίασε το αυτί του. Πολύ όμως. Σε απόσταση αναπνοής, αν όχι και πιο κοντά. "Αυτές οι οικογένειες με το πρόβλημα των πολύ μικρών ή των πολύ μεγάλων σε ηλικία αρσενικών, που αναφέρατε, έχουμε την πίστη ότι είναι ήδη καταγεγραμμένες από τη Διοίκηση. Αλλά, για να είμαστε σίγουροι, υπάρχουν και οι καταγραφές έντιμων και νομοταγών πολιτών και φίλων του Ράιχ, οι οποίοι βοηθούν στη σημερινή καταμέτρηση, σαν τον κύριο Τσόχα εκεί..." του είπε ψιθυριστά κι έδειξε με το βλέμμα τον Σταύρο για ένα δευτερόλεπτο, κι έπειτα στράφηκε αμέσως και πάλι στον ανθυπολοχαγό.

Ο ανθυπολοχαγός έκανε σαν κάτι να τον τρόμαξε και τραβήχτηκε γρήγορα μακριά από το στόμα του Κατσεμπάνου με μια αυθόρμητη γκριμάτσα, όπως περνά κάποιος με το αυτοκίνητο κι έχει το παράθυρο ξεχασμένο ανοιχτό έξω από φυτώριο λιπασμάτων, που είναι όμως ξεχασμένο κι αυτό να σαπίζει εδώ και καιρό.

΄Ενα κακαριστό γέλιο ακούστηκε μέσα από το πλήθος των συγκεντρωμένων. Για τρία δευτερόλεπτα. Κόπηκε αμέσως.


[...] O Κατσεμπάνος τού μετέφερε χαμηλόφωνα τις διαταγές του ανθυπολοχαγού και φώναξε ταυτόχρονα δύο στρατιώτες.
       Ο Σταύρος ξεκίνησε την περιοδεία.
       Κι αν δεν είχε εκείνες τις έρμες τις σκιές από τα δέντρα να κάνουν τον ήλιο ν΄αναβοσβήνει μέσα στα μάτια του, αν τα ξηλώματα που παρίσταναν τις τρύπες για τα μάτια δεν ήταν τόσο άτσαλα κομμένα, κι αν δεν ήταν κουρασμένος, γιατί ήταν και κουρασμένος από την ορθοστασία, κι αν κι αυτός ο τρελάρας ο ανθυπολοχαγός δεν έκανε εκείνες τις τρομάρες, κι αν κι αν, και τόσα αν μαζί, κι αν, που να μην έσωνε να πέσει στο δρόμο του εκείνος ο ποιητής ο Σεφαραδίτης, κι αν αμάν πια, κι αν τίποτε απ΄όλα αυτά, τώρα θα καθόταν ήσυχος να τρώει τη μπομπότα του στο σπιτάκι του όπως όλος ο θεοσεβούμενος κοσμάκης. Αλλά όχι. Ο Θεός διάλεξε εκείνον, να τον στείλει μες στην αντάρα με τα ξόανα και μ΄όλα τα μπολσεβίκικα μιάσματα, για να τους δίνει. Να τους δίνει μ΄ένα σήκωμα του χεριού. Εμ, πως άλλιώς το αντάλλαγμα που ΄στειλε ο Μεγαλοδύναμος· εκείνος να μην πάρει τίποτε; Καμία ψυχή; Να γλυτώσουν όλα τα κακάδια της κοινωνίας έτσι; Ε, όχι δα. Κι έτσι, έστειλε αυτόν· τον Σταύρο. Εκλεκτό και επίλεκτο. Ηρέμησε τώρα. Τώρα ήταν ήρεμος. ΄Ηταν, λοιπόν, σε αποστολή. ΄Ενα θέλημα Θεού που έπρεπε να εκτελέσει. Με το θησαυρό να Τον περιμένει. Με την αμοιβή. Τα τριάντα αργύρια επέστρεφαν στον Κύριο τώρα. Τώρα, ο Κύριος έπαιρνε την εκδίκησή Του, επιτέλους. Τα τριάντα αργύρια πίσω. {...]

[...]Ο Σταύρος τους κοίταζε.
      ΄Ενας αξιωματικός έφτασε τρέχοντας. Τον είχαν φέρει τα δυνατά γέλια. ΄Αρχιζε να φωνάζει στα γερμανικά. Και να δείχνει. "Κάτω! Ξαπλώστε κάτω! Κάτω! Ξαπλώστε κάτω, ποντίκια! Τώρα!"
       Οι σειρές των ανθρώπων γύρω τους άνοιξαν. ΄Εκαναν χώρο.
       "Φέρτε τρεις τούμπες ο καθένας! Τώρα!!" τους είπε ο αξιωματικός σημαδεύοντας με το πιστόλι του. Τους έδειξε κιόλας τι εννοούσε με το χέρι.
       Οι δύο άρχισαν να κάνουν "βαρελάκια".
       Ο αξιωματικός ξεδίπλωσε ένα καμτσίκι. Και τους χτυπούσε σταυρωτά. Μια τον έναν, μια τον άλλον. Ταυτόχρονα ούρλιαζε: "Τα ποντίκια γελούν; Γελάνε τα ποντίκια; Ε;" Σταμάτησε να τους χτυπά. "Σηκωθείτε!" τσίριξε, ενώ ταυτόχρονα τους κλότσησε στην κοιλιά για να καταλάβουν να σηκωθούν.
       Οι δυο σηκώθηκαν τρεκλίζοντας.
       "΄Επρεπε να έχω φεύγει με τον ΕΛΑΣ... αλλά κιότεψα... να μην αφήσω μόνο του και τον πατέρα..." είπε ένας μιλώντας σχεδόν μόνος του. Και πάλι, στα Λαντίνο.
      "Τι είπε;" ρώτησε ο αξιωματικός τον Σταύρο. Αλλά ο Σταύρος δεν πρόλαβε να του απαντήσει. Δε θα μπορούσε κιόλας. Σε ποια γλώσσα δηλαδή; Ούτε την ερώτηση δεν είχε καταλάβει. ΄Οπως και να έχει, όμως, δεν πρόλαβε.
      Ο ματωμένος ανάσαινε δύσκολα. Αλλά μίλησε. Απευθυνόμενος στον αξιωματικό. Σε άπταιστα γαλλικά. "Είπε ότι εγώ φταίω που άρχισα να λέω ανέκδοτα... και γελάγαμε έτσι... ζήτησε και συγγνώμη... Τόσες ώρες εδώ κάτω από τον ήλιο... τι να κάνουμε, κύριε αξιωματικέ... είπα κι εγώ κάτι να γελάσουμε λίγο... θα πεθάνουμε από τη ζέστη..."
      Ο αξιωματικός τίναξε το καμουτσίκι του στον αέρα και το έφερε δυο γύρους στο λαιμό του ματωμένου και το έσφιξε εκεί. Το τράβηξε να δέσει καλά.
      Ο ματωμένος έβγαλε έναν άναρθρο ρόγχο και έμεινε όρθιος να κοιτά τον αξιωματικό με γουρλωμένα τα μάτια και τη γλώσσα έξω. Σχεδόν κρεμασμένος από το καμουτσίκι. ΄Απλωσε το ένα του χέρι και το έβαλε στον ώμο του αξιωματικού. ΄Οχι δυνατά. Σαν ικεσία. Το πρόσωπό του είχε γίνει κόκκινο κι οι ανάσες του κομμένες. Πνιγόταν.
     "Τις ευγενείς γλώσσες τα ποντίκια τις μαθαίνουν όπως οι παπαγάλοι... Ναι;" είπε ο αξιωματικός κοιτώντας τον στα μάτια.
      Ο ματωμένος άρχισε να βγάζει σάλια από το στόμα.
      "Τους θέλουμε ακόμη, Ανθυπολοχαγέ μου..." είπε ήρεμα ο Κατσεμπάνος, που είχε εμφανιστεί από το πουθενά δίπλα από τον αξιωματικό.
      Ο αξιωματικός ξεφύσηξε κι έλυσε το καμουτσίκι με γρήγορη κι όλο χάρη κίνηση. ΄Οπως ένας εκπαιδευτής αφήνει το ζώο που με κόπο έχει εκπαιδεύσει. Ο ματωμένος έπεσε κάτω κι άρχισε να κάνει εμετό κρατώντας το λαιμό του. Ο αξιωματικός τον έφτυσε εύστοχα στο κεφάλι κι έφυγε αναθεματίζοντας. Ο Κατσεμπάνος τον ακολούθησε. [...]

[...] Δυο στρατιώτες έσερναν έναν ραβίνο. Παππού μάλλον. ΄Η έτσι φαινόταν. Τον έστησαν μπροστά στο πλήθος. Και λίγο μακριά τους. Για να τον βλέπουν καλά όλοι. Κάποιοι από τις μπροστινές σειρές άρχισαν να κλαίνε.
     Ο Κατσεμπάνος εμφανίστηκε τρέχοντας μαζί με έναν από τους αξιωματικούς και τρεις στρατιώτες. Στάθηκε δίπλα στο ραβίνο. Κοίταξε το πλήθος. "Γιατί κλαίνε αυτοί;" ρώτησε τον ραβίνο στα ελληνικά.
     Εκείνος δεν του απάντησε.
     "Τώρα θα δοκιμάσουμε τις ικανότητές σας!" φώναξε στο πλήθος. Σχεδόν χαρούμενος. "Σας ενοχλεί το φως του ήλιου και κλαίτε;" ρώτησε. Στα γερμανικά.
     Δυο από τους στρατιώτες έβαλαν τα γέλια.
    "Ε, έχει σκοτάδι στις φωλιές των αρουραίων... είναι γνωστά αυτά..." είπε στα γερμανικά χαμηλόφωνα, απευθυνόμενος στους στρατιώτες.
    "Λίγο νερό... λίγο νερό..." είπε κάποιος από τις πίσω σειρές.
    " Ε, αυτό λέω!" φώναξε ο Κατσεμπάνος στα ελληνικά. "Θέλουμε να δοκιμάσουμε τις ικανότητές σας!".
    Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά. Κάθετα. Μεσημέριαζε. Η ζέστη τρύπαγε το δέρμα. Στα γύρω μπαλκόνια κάποιοι σήκωσαν ομπρέλες. Λεύκαινε η πλάση από το καλοκαίρι. Η θάλασσα στο βάθος άστραφτε σε χιλιάδες λάμψεις, εκτυφλωτική.
     Φωνές ακούστηκαν από το βάθος της πλατείας. Κι αμέσως, δυο πυροβολισμοί. Κι είχαν ακουστεί κι άλλοι λίγοι πριν. Σχεδόν ταυτόχρονα μια μοτοσυκλέτα έφτασε από τα αριστερά του Κατσεμπάνου.
    "Πες το, στρατιώτη", είπε έντονα ένας αξιωματικός που βρισκόταν εκεί κοντά.   
    Ο στρατιώτης άρχισε να μιλά χωρίς να κατέβει από τη μοτοσυκλέτα. "Πέφτουν λιπόθυμοι ο ένας μετά τον άλλον εκεί πίσω... Κάποιοι πήγαν να δραπετεύσουν, αλλά τους σταματήσαμε με πυροβολισμούς στον αέρα... Η ερώτηση, κύριε Ανθυπολοχαγέ, είναι τι θα κάνουμε αν όντως φύγουν και δεν υπακούσουν στους εκφοβιστικούς πυροβολισμούς...."
    Ο ανθυπολοχαγός κάγχασε. "Θα τους πυροβολήσετε στο κεφάλι! ΄Ακου τι θα κάνετε.... Αυτό θα κάνετε!"
    "Μάλιστα, κύριε Ανθυπολοχαγέ", απάντησε ο μοτοσικλετιστής κι έφυγε άμεσα.
    "Τι θα γίνει, κύριε Λοχία, θα το ξεκινήσουμε το πείραμα;" ρώτησε ο Ανθυπολοχαγός τον Κατσεμπάνο.
    Ο Κατσεμπάνος έκανε ένα νεύμα στον στρατιώτη που καθόταν δίπλα στον ραβίνο.
    Ο στρατιώτηες έβγαλε από το μικρό του σακίδιο ένα βιβλίο και το έδωσε στον ραβίνο. Πήγε να βγάλει και κάτι άλλο, αλλά δεν πρόλαβε. ΄Ενας από το πλήθος γονάτισε κάτω. Απότομα. Σαν να έπεσε. Αδύναμες φωνές ακούστηκαν.
    Ο αξιωματικός έτρεξε προς τα κει ξετυλίγοντας το μαστίγιό του. Τον έφτασε κι άρχισε να τον χτυπά σταυρωτά. Με λύσσα. "Θα σηκωθείς, τώρα!" του ούρλιαξε ρυθμικά με τα χτυπήματα. "Τώρα! Τώρα!! Τώρα!!! Σήκω! Επάνω!!" Σάλια από τη δύναμη των ουρλιαχτών έπεφταν στο κεφάλι του γονατισμένου.
    "Σήκω, παιδί μου, ν΄ακούσουμε το Ταλμούδ!"του φώναξε ο ραβίνος επιτακτικά στα Λαντίνο κι άνοιξε το βιβλίο.
    Ο άνθρωπος σηκώθηκε. Σαν να ζωήρεψε. Σαν, όμως. Αίμα έσταζε στα πόδια του που έτρεμαν. Αλλά στάθηκε όρθιος. Ο διπλανός του τον κράτησε.
    Ο αξιωματικός μάζεψε το μαστίγιό του κι επέστρεψε στη θέση του. Σκούπισε το στόμα του με το μανίκι του. Ανάσαινε γρήγορα. "Θα μας πεθάνουν τα ποντίκια... Θα μας πεθάνουν..." μονολόγησε.
    "Θα τα προλάβουμε εμείς. Ησυχάστε, κύριε Ανθυπολοχαγέ... θα τα προλάβουμε εμείς..." είπε ο Κατσεμπάνος με συμπόνια προς τον αξιωματικό.
    Ο στρατιώτης συνέχισε ό,τι είχε ξεκινήσει. ΄Εβγαλε ένα μεγάλο ψαλίδι κι άρχισε με το άλλο του χέρι να στρώνει τα μακριά χέρια του ραβίνου.
    Κάποιοι από το πλήθος έκλεισαν το στόμα τους με τα χέρια. Λες και ήθελαν να εμποδίσουν τη φωνή που θα έβγαινε με δική της πρωτοβουλία.
    Ο στρατιώτης χώρισε τη γενειάδα του ραβίνου στα δύο.
    "Ξεκινήσε την ανάγνωση, παρακαλώ!" του είπε ο Κατσεμπάνος δυνατά. Στα ελληνικά.
    Ο ραβίνος άρχισε να διαβάζει. Στα εβραϊκά. ΄Οχι πολύ δυνατά. Αλλά τόσο όσο ν΄ακούγεται. Ο στρατιώτης ξεκίνησε το ψαλίδισμα. ΄Εκοβε το δεξί μέρος της γενειάδας. ΄Οσο συμμετρικά μπορούσε. Ο ραβίνος έχανε λίγο τα λόγια τους καθώς ο στρατιώτης, για να μπορεί να κόβει τα γένια, του τράβαγε το σαγόνι.[...]



10 ώρες ΔυτικάΓιώργος Γλυκοφρύδης, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.






O Γιώργος Γλυκοφρύδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964. Ξεκίνησε εργαζόμενος στις κινηματογραφικές ταινίες και στα τηλεοπτικά σήριαλ του πατέρα του Πάνου Γλυκοφρύδη κι αργότερα εργάστηκε ως β' βοηθός σκηνοθέτη στον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Παράλληλα, παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου στην "Deutsche Film- und Fernsehakademie" στο (τότε) Δυτικό Βερολίνο. 
Σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμο «La Sapienza» της Ρώμης αλλά είχε ήδη ανακαλύψει την Πληροφορική την οποία και ακολούθησε ως επαγγελματική καριέρα. Έτσι, ξεκίνησε να αρθρογραφεί σε περιοδικά κυρίως Ειδικού Τύπου δημοσιεύοντας, όμως, και διηγήματα.
Σημαντικότερη ήταν η σειρά διηγημάτων με τον τίτλο "Utopia" στο περιοδικό "Ο κόσμος του Internet". 1995 - 1996.
Η νουβέλα «99.9% αληθινή ιστορία» κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό διηγημάτων Επιστημονικής Φαντασίας της «Anubis» το 1996.
Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Ο Επιβάτης», υποψήφιο για βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου στο περιοδικό «Διαβάζω», εκδόθηκε το 2006 από τις εκδόσεις "Νεφέλη". Ακολούθησαν δύο συμμετοχές με διηγήματα στα συλλογικά βιβλία «Α, όπως Αμερική» και «Το βιβλίο του Κακού» των εκδόσεων "Το Μαγικό Κουτί". 
Το «10 ώρες δυτικά», στις εκδόσεις "Ελληνικά Γράμματα", είναι το δεύτερο μυθιστόρημα. 
Τρίτη συμμετοχή με διήγημα στο συλλογικό "Έρως 13" των εκδόσεων "Ψυχογιός".
Το «Hotel Chelsea», το τρίτο του μυθιστόρημα, στις “Εκδόσεις Ψυχογιός” το 2012.
“Το "Τρίτο Αστέρι", το τέταρτο μυθιστόρημα, κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2018, από τις Εκδόσεις Διάπλαση.
Επίσης, διηγήματά του, άρθρα, και νουβέλες, έχουν δημοσιευθεί από την εφημερίδα "Έθνος", και από τα ακόλουθα ηλεκτρονικά περιοδικά, blogs, και web sites : Literaturefractalτο παράθυροdim/art.




Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

Σελιδοδείκτης | Το Τρίτο Αστέρι | Γιώργος Γλυκοφρύδης | Ολική Επαναφορά ή η Βαρύτητα του Ουράνιου τόξου | Μαρίνα Καρτελιά

Γράφει η Μαρίνα Καρτελιά.


Το Τρίτο Αστέρι





Ολική επαναφορά ή 
Η Βαρύτητα του Ουράνιου Τόξου 



Στη δεύτερη ανάγνωση οδηγήθηκα αρχίζοντας το βιβλίο του Κρις Χάτφιλντ, και ήμουν κάπως: «Μα τούτος εδώ έχει διαβάσει το Τρίτο Αστέρι; Δεν μπορεί...». Χαριτολόγησα· κι όμως έχει κάποια βάση. Γιατί το βιβλίο αυτό, έχει σε τέτοιο βαθμό ενσωματώσει στον εαυτό του τις επιστημονικές λεπτομέρειες, ώστε σε πείθει ότι είναι στα βιώματα του συγγραφέα, ότι εκείνος έχει διατελέσει αστροναύτης ή έχει εργαστεί σε διαστημική βάση (!) . ΄Οπως και νάχει είναι βιβλίο που κουβαλάει άλλα βιβλία μέσα του κι ακόμα, άλλα βιβλία το περιέχουν. Ως ατμόσφαιρα, ως φάση. 

Στη δεύτερη ανάγνωση λοιπόν ενός βιβλίου, πάντα βγαίνουν κι άλλα στοιχεία στην επιφάνεια, ανακαλύπτεις πράγματα που δεν είχες προσέξει την πρώτη φορά. Τονίζονται άλλα που σου φάνηκαν λιγότερο σημαντικά, γιατί πρόσεχες την πλοκή. Η δεύτερη ανάγνωση σου βγάζει κι άλλα επίπεδα αντίληψης του κειμένου, πας πιο βαθιά στα νοήματα. Στα νήματα. Γι΄αυτό είναι δυο φορές πιο πολύτιμη. Και πιο ουσιαστική.  
  
Στο Τρίτο Αστέρι του Γιώργου Γλυκοφρύδη, συνέβη πάλι. Την πρώτη φορά που το τελείωνα, στις τελευταίες σελίδες ειδικά, η αγωνία είχε κορυφωθεί. Πήρα το βιβλίο βιαστικά και βγήκα απ΄το σπίτι. Πήγα στο κέντρο, μπήκα σ΄ένα πολύβουο καφέ για να φτάσω ως το τέλος, θέλοντας να είμαι έξω, με κόσμο. Μου φαινόταν πως το βιβλίο, κι εγώ, ανέπνεα καλύτερα. Πού να ήξερα ότι μια απ΄τις τελευταίες, συγκλονιστικές σκηνές θα ήταν επίσης σε καφέ, σε μπιστρό. Πολύ μακριά απ΄την Αθήνα. 

Διαβάζοντάς το μπήκα σε μια άκατο, κλειστή, ο κόσμος γύρω δεν υπήρχε. Υπήρχα εγώ και η ιστορία που αφηγείτο ο συγγραφέας. Κι έτσι συμβαίνει με όλα τα καλά βιβλία. ΄Ετσι μου συνέβη με όλα τα βιβλία του Γιώργου Γλυκοφρύδη και τώρα, διαβάζοντας το τέταρτο, είχα βρει πια κοινά σημεία, θέματα κοινά και στα τέσσερα. Και κάπως σα να διαμόρφωναν άτυπα, μια τετραλογία  Γιατί η γραφή του έχει συνέχεια και συνέπεια σε ορισμένους άξονες, ηθελημένους ή αθέλητους κι έτσι βάζει το Τρίτο Αστέρι στον επόμενο σταθμό ενός λογοτεχνικού χρονολογίου. Μιας ιστορικής γραμμής εξέλιξης της γραφής του. Και της σκιαγράφησης των χαρακτήρων του. Γι΄αυτό και ο τίτλος Ολική επαναφορά, δηλωτικός της επαναφοράς συγκεκριμένων θεματικών αξόνων γραφής κοινών σε όλα τα βιβλία του, αλλά παρόντες και ωριμότεροι εδώ. 

 

 «Τι εξαίσιο θέαμα η ανημπόρια της φωτιάς στη Σελήνη»



Μα τι βιβλίο είναι; Το Τρίτο Αστέρι δεν υπακούει σε καμιά κατηγοριοποίηση εμπορικών παραμέτρων. Είναι λογοτεχνία υψηλής αισθητικής, παρόλα ταύτα δεν εντάσσεται σε κατηγορία λογοτεχνικού είδους. Πολλώ δε μάλλον, δεν είναι science fiction. Είναι όμως βιβλίο που αγαπάει την επιστήμη και το δείχνει. Αλλά δεν έχει επιστημοσύνη. Ούτε χρειάζεται την επιστημονική τεκμηρίωση ο μύθος για να αντέξει. Απλώς η Ιστορία, βασίλισσα σε όλα του τα βιβλία, η ιστορία αυτή συμβαίνει να συμβαίνει στο Διάστημα. Οκ, και στη Γη. Για την ακρίβεια η δράση ταλαντεύεται μεταξύ των δυο πλανητών. Και οι ήρωες μετακινούνται μεταξύ της Γης και της Σελήνης. Αλλά μέχρι εκεί. 


«Σε τι χρησιμεύουν πόρτες που όταν ανοίγουν δεν ακούγονται και ασανσέρ που όχι μόνο δεν ακούγονται, αλλά δεν γίνεται καν αντιληπτή η κίνησή τους;»



Ο αναγνώστης όμως, αν και οι τεχνικοί επιστήμονες θα μαγευτούν απ΄το δέσιμο των επιστημονικών λεπτομερειών στην πλοκή, δεν χρειάζεται να είναι επιστημονικός γνώστης για να νιώσει το μυθιστόρημα, για να τον τραβήξει η καταιγιστική πλοκή του. Απλώς οι λεπτομέρειες δεμένες στην πλοκή, πάνε στο ύψιστο σημείο την αληθοφάνεια, συστατικό της καλής λογοτεχνίας. Προεξάρχοντα ρόλο όμως παίζει η Ιστορία και η ιστορία. Αυτή είναι ο καμβάς. Οι ήρωες κινούνται με βάση τα γεγονότα, που επηρεάζουν τη ζωή τους και τις αντιδράσεις τους. Δεν είναι παρατηρητές όμως. Επενεργούν. Δρουν πάνω στα γεγονότα και καταφέρνουν πολλές φορές να τα αλλάξουν. Είναι δυναμικοί, ριψοκίνδυνοι, αλλά το κάνουν αιτιολογημένα. Δεν άγονται και φέρονται απ΄τα γεγονότα. ΄Εχουν θέση. Νοοτροπία. Συγκεκριμένη άποψη για τα πράγματα. Με λίγα λόγια είναι αντισυμβατικοί. 


Οι ήρωες, ο Μιχάλης και η Φρανσουάζ, πραγματοποιούν μια διαδρομή στο Χρόνο, γιατί το θέλουν. Είναι πραγματικά δομημένοι χαρακτήρες, ρεαλιστικοί αλλά με ευαίσθητες κεραίες, έχουν μια ωριμότητα που τους οδηγεί να στέκονται πάνω απ τις καταστάσεις, με σκοπό να τις μεταστρέψουν για να βρουν αυτό που ζητούν. Και το υπέρτατο ζητούμενο, πέρα απ΄την προσωπική ακεραιότητα,  είναι η Αγάπη. Πάντα. Μόνο που εδώ, περισσότερο απ΄όλα τα βιβλία του Γιώργου Γλυκοφρύδη, - ξεκινώντας απ΄τον Επιβάτη, περνώντας απ΄το 10 ώρες Δυτικά, για να φτάσουμε στο Hotel Chelsea, - καταλήγουμε, στο Τρίτο Αστέρι, να έχουμε την πιο ολοκληρωμένη μορφή χαρακτήρων. Απ΄όλα τα βιβλία του, πολύ περισσότερο σ΄αυτό, οι ήρωες έχουν αποφασίσει να βρουν την Αγάπη, να παλέψουν γι΄αυτή. Να μη φοβηθούν μπροστά σε κανένα εμπόδιο. Να βρουν τον εαυτό τους και να αντιταχθούν σ΄ό,τι η κοινωνική κανονικότητα προστάζει.  


 «Πώς είναι η αγάπη όταν σε πιάνουν τα παραμύθια. Πώς είναι όταν η αγάπη είναι έτσι. ΄Ετσι να γίνεται η αγάπη;»



Αυτή είναι άλλη μια παράμετρος, παρούσα πάντα στα βιβλία του Γιώργου Γλυκοφρύδη. Η κοινωνία και πώς την αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι. Πώς μπορούν να κάνουν τα αδύνατα δυνατά, ή αντίθετα τα πιο απλά, για να γίνει καλύτερη. Για να γίνει ο κόσμος καλύτερος. Ο συγγραφέας το θέλει αυτό, το προσδίδει στους χαρακτήρες του. Είναι ίσως όραμά του. Και δικό τους. Κι οι ήρωες του κινούνται με μια οικουμενικότητα συγκινητική, παράλληλα με την αναζήτηση της προσωπικής ευτυχίας. Τους απασχολεί ζωτικά, οι ήρωες δεν κινητοποιούνται μόνο για το προσωπικό συμφέρον, ή την επιτυχία. Αν και είναι επιτυχημένοι. Αναζητούν διακαώς όμως την ευτυχία. Κι ο δρόμος της περνάει μέσα απ΄την αγάπη και καταλήγει πάντα σ΄αυτήν. 

Απ΄όσα μέχρι τώρα διαβάζετε, καταρρίψαμε έναν μύθο: ΄Ότι πρόκειται για επιστημονική φαντασία, είδος δήθεν ακατάλληλο για την ελληνική αγορά από κάποιους επαϊοντες και γι΄αυτό ανίκανο να χωρέσει στον ΄Ελληνα αναγνώστη. Εδώ θα παρατηρήσουμε επίσης δύο πράγματα : Πρώτον, πως το βιβλίο αυτό είναι οικουμενικό, δεν είναι αμιγώς Ελληνικό. Οι ήρωες είναι ΄Ελληνες φυσικά, ή έλκουν την καταγωγή, αλλά τα ιδιαίτερα γνωρίσματα τους όχι. Επομένως, άνετα μπορούν να κεντρίσουν τον οποιονδήποτε, που όχι μόνο δεν είναι πυρηνικός φυσικός για να μπορεί να διαβάσει το βιβλίο, αλλά μεταφρασμένο στη γλώσσα του, θα μπορούσε άνετα να κεντρίσει έναν Γάλλο, ή έναν Αμερικανό, ή κάποιον κάτοικο οποιασδήποτε εθνικότητας του Κούρου, της Γαλλικής Γουϊάνας δηλαδή, όπου και υπάρχουν σκηνές και γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο. Κι αυτή είναι μια χρυσή ιδιαιτερότητα και ομορφιά του βιβλίου αυτού. 

 

Αρχίζω σιγά-σιγά να σας δικαιολογώ την έννοια του τίτλου, “Βαρύτητα”. Διότι όπως και το κινηματογραφικό έργο, το Gravity, Βαρύτητα, το βιβλίο αυτό, δεν έχει ανάγκη την επιστημονική σύνδεση για να κινήσει τα νήματα της πλοκής. ΄Εχει δυνατή ιστορία που κρατά τον αναγνώστη, ίδια καρφωμένο στο βιβλίο όπως ο θεατής της αριστουργηματικής ταινίας. Απλώς διαπιστώνουμε ξανά την αποθέωση της εικονοποιητικής αφήγησης που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, και την κινηματογραφική ματιά που διαμορφώνει την αφήγηση, με όρους κινηματογραφικού συνεργείου στελεχωμένου με όλες τις ειδικότητες: σεναριογράφο, σκηνοθέτη, σκηνογράφο, ενδυματολόγο, διευθυντή φωτογραφίας… Μέχρι και μουσικό επιμελητή διαθέτει, καθώς η μουσική αποτελεί στοιχείο της πλοκής και συνδετικό κρίκο. Είναι σκανδάλη σε πολλές περιπτώσεις, ντύνει, ή περιγράφει χαρακτηριστικά. Μιλάει αντί για τους ήρωες. 



«Πώς να στεκόταν όλη αυτή η πλάση γύρω της,
η μόλις που φαινόταν πλάση μέσα στη νύχτα, αλλά ποιον πείραζε…Από τα δάχτυλά της πρέπει να έβγαινε μουσική».



Να πούμε και δυο λόγια εδώ για το δεύτερο στοιχείο του τίτλου, για το “Ουράνιο Τόξο”. Αυτό που παρουσιάζεται και στήνεται σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου. Τα χρώματα παίζουν ρόλο στην αφήγηση, τόσο μεγάλο, που φτάνουν σε επίπεδα συναισθησίας. Ο αναγνώστης νιώθει τα χρώματα να περιγράφουν συναισθήματα. Κλασσική πια παρούσα τεχνική σε όλα τα βιβλία του Γιώργου Γλυκοφρύδη, αλλά που δε σταματά ποτέ να μαγεύει. Είναι υποβλητική και υποτάσσει τον αναγνώστη, τον παίρνει μαζί της στο ταξίδι της ιστορίας. 
Ως επιδιώκει κάθε καλή “ταινία”, έχει πολλά ηθογραφικά στοιχεία, κι έτσι η οικουμενικότητα του πάει πακέτο με μια διαχρονικότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σκηνή με τη Μάστανγκ που απλά τα σπάει, καθώς νιώθεις τη νιότη, τον παλμό, τη μουσική, την ταχύτητα. Το ιστορικό πλαίσιο δίνεται με αδιόρατες, όμως σημαίνουσες, λεπτομέρειες στο περιβάλλον όπου η ιστορεία εξελίσσεται. Ο αναγνώστης του 2018, χρονιά της κυκλοφορίας του, - τέτοια εποχή ήταν, πέρσι -  θα ταυτιστεί σε όλες τις ηλικίες, ενώ παράλληλα θα είναι εξίσου επίκαιρο, - αποτελώντας χρονοκάψουλα με στοιχεία της εποχής που γράφτηκε και που περιγράφει - ακόμα και για τον μελλοντικό αναγνώστη του 2030. Τα καλά βιβλία το πετυχαίνουν αυτό. Αλλιώς κανείς μας δε θα διάβαζε πια τους κλασσικούς στο 2019. 


Η Βαρύτητα του Ουράνιου Τόξου, λοιπόν. Σ΄ένα λογοπαίγνιο αντιστροφής του βιβλίου του Πύντσον, που είναι καθαρή δυστοπία, στον αντίποδα, το Τρίτο Αστέρι. ΄Ενα τίμιο μυθιστόρημα. Χωρίς ίχνος σοβαροφάνειας, αλλά με υψηλές δόσεις ποιοτικού χιούμορ. ΄Ενα μυθιστόρημα που δεν καταφεύγει σε πυροτεχνήματα, που έχει ουσία, αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη και τον κάνει να ταυτιστεί. Κάνει όμως και κάτι ακόμα. Με θαυμαστό τρόπο, με περισσή διακριτικότητα και ευαισθησία, αγγίζει ένα θέμα και το απλώνει σε διαστάσεις που τα μυθιστορήματα διστάζουν να αναδείξουν. Στα 2070, ένα απ΄τα ανδροειδή που έχουν εποικίσει μια βάση στη Σελήνη είναι και η ηρωίδα. Μόνο που όλοι οι άποικοι είναι παραπληγικοί. Με τρόπο καθόλου στενάχωρο, με ιδιαίτερη ευαισθησία και γλυκύτητα, ο συγγραφέας αγγίζει χορδές. Μιλάει για τα κινητικά προβλήματα και το ρόλο που παίζουν στην καθημερινότητα, στις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων. Και το κάνει με μεγάλο σεβασμό και αξιοπρέπεια. 

Οι άλλοι άξονες, παρόντες κι εκείνοι στα βιβλία του Γιώργου Γλυκοφρύδη, βρίσκουν τη θέση τους κι εδώ. Στην πιο συνεκτική μορφή τους. Η πατρίδα, το Κακό, το καθήκον. ΄Εννοιες που τον απασχολούν πάντα και καταφέρνει να τα θίγει με υψηλή αισθητική. Δεν είναι διδακτικός, δεν εκφωνεί λόγους. Πετυχαίνει όμως να τα βάλει στην Ιστορία. Και στη συζήτηση. Και στις βίβλους αξιών των ηρώων. Σε μια εποχή που λέξεις “πατρίδα” και “πατριωτισμός” σηκώνουν πολύ νερό, ο συγγραφέας βάζει ξανά τις πραγματικές διαστάσεις, την ουσία των λέξεων στη συζήτηση, με όχημα το μυθιστόρημα. Γιατί ο χειρισμός τέτοιων εννοιών, όπως ο πατριωτισμός, φέρνει τους ήρωες να τοποθετούνται πάντα στη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Δεν είναι πασσιονάριες οι ήρωες. Δεν διεκδικούν δάφνες αν και σώζουν ό,τι αγαπούν. Αλλά το κάνουν με απλότητα, σα φυσική τους λειτουργία, σαν σωματικό γνώρισμα της ύπαρξής τους. Κι ας ταλαιπωρούνται απ΄τις εξωτερικές παρεμβάσεις, του κόσμου, της κοινωνίας, του Κακού.  

Το Κακό είναι πάντα παρόν στα βιβλία του. Η γνωστή του αγάπη για τον Στήβεν Κινγκ, πλάθει τους κακούς, όπως και τον Τζακ εδώ, με γραμμές που χρησιμοποιεί κι εκείνος. Σε πολλά σημεία, οι λάτρεις του Κινγκ θα αναγνωρίσουν την ιδιαίτερη αχλύ. Μετουσιωμένη όμως, με την ιδιαίτερη γραφή του Γιώργου Γλυκοφρύδη, σε χαρακτήρα που δικαιολογεί την ύπαρξή του και τους χειρισμούς του για την επικράτηση του Κακού. Το οποίο ευτυχώς, εναρμονισμένο με τις συγγραφικές αρχές του, στο τέλος κατανικάται. 
Κομβικός χαρακτήρας ο Ντέιβ, μηχανή αρχικά, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τεχνητής νοημοσύνης. Σε κάποιο σημείο η συναισθηματική νοημοσύνη υπερνικά τα πάντα, κι ο Ντέιβ αποκτά νέα δικαιώματα. Παρούσα εδώ η γονιδιακή συγγένεια με τον ΄Ανθρωπο των δύο Αιώνων. Θεωρώ ότι ο Ρόμπιν Ουίλιαμς συμπαντικά έχει ενημερωθεί και ζηλέψει αφόρητα τον χαρακτήρα και την καταλυτική του δράση. 

Τελειώνοντας θα σας μιλήσω για ένα τελευταίο χαρακτήρα, που τελειοποιείται εδώ, ενώ είναι παρών απ΄την αρχή, απ΄τον Επιβάτη κιόλας. Τον κατάλαβα στη δεύτερη ανάγνωση, ώριμη σχετικά πια κι εγώ στις αναγνώσεις γενικά, και των συγκεκριμένων έργων ειδικότερα. Στο Τρίτο Αστέρι βασικός πρωταγωνιστής είναι ο ήχος. Περιγράφει δραματική ένταση, πολλές φορές προηγείται της εικόνας, όπως στην κινηματογραφική Δουνκέρκη. Πιο δραματική ακόμα, στο βιβλίο αυτό, είναι η σιωπή. Και πολύ σπαρακτικές οι παύσεις. Που όπως λέει κι ο Ντάνιελ Μπάρενμπόιμ είναι κι οι ίδιες ήχος, μελωδία. Εδώ, στις παύσεις, στις σιωπές, βγαίνει το βαθύτερο συναίσθημα. 


 «Σου μιλάω, ακούς; Μ΄ακούς άραγε όταν σ΄αγαπώ;»



Κορυφαίες για μένα σκηνές, ύψιστης κινηματογραφικά λογοτεχνικής αρτιότητας και απερίγραπτης εσωτερικής ευαισθησίας  
η καταπληκτική σκηνή στο ταξί στο Παρίσι, ξεχειλίζει ερωτικό συναίσθημα, αλλά και βαθιά αγάπη, είναι κινηματογράφος τεσσάρων διαστάσεων. Με διαύγεια 4K. 
η σπαρακτική σκηνή όπου ο Μιχάλης στην κοιλάδα της Σελήνης ακούει μουσική με ακουστικά, συμπαντική μοναξιά και δίλημμα προς τη μεριά της αγάπης 
το μουδιασμένο ραντεβού των δύο στο καφέ της Βάσης, το ωραιότερο τετ-α-τετ ερωτευμένων ανθρώπων όπου όλα τα λέει η αμηχανία και τα ανείπωτα 
και τέλος το φτάσιμο στη Γη : δεν κάνω spoiler, αλλά αυτό πρέπει να το διαβάσει ο Κρις Χάτφιλντ. 



Αφήστε τις επικοινωνίες ανοιχτές, όπως κάνουν συχνά οι ήρωες του βιβλίου. Παρακολουθήστε τη διαδρομή των ηρώων και την περιπέτεια της αναζήτησης της Αγάπης που τους δίνει Ζωή. Αφήστε το βιβλίο αυτό να σας μιλήσει, σε πρώτο επίπεδο ή σε άλλα. Κάποιο απ΄όλα του θα σας φτάσει. ΄Όπως θα φτάνει τους αναγνώστες του από τώρα ως το 2070. 



Η Βαρύτητα του Ουράνιου Τόξου ας είναι μαζί σας.