Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2020
Λεπτομέρεια | Θεοχάρης Παπαδόπουλος
Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020
Θεοχάρης Παπαδόπουλος | Ο κοντύτερος άνθρωπος της πόλης
Ο κύριος Δημητράκης μπήκε στο σπίτι του. Κλειδώθηκε καλά-καλά μέσα και βούλιαξε στον καναπέ συλλογισμένος. Λίγο αργότερα, σηκώθηκε με κόπο και πήγε στην τουαλέτα. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο, πήγε κατευθείαν στο νιπτήρα, άνοιξε τη βρύση κι έριξε μπόλικο νερό στο ιδρωμένο πρόσωπό του. Έριξε μια ματιά στον καθρέφτη κι αναστέναξε:
-Αχχχ!!! Κυρ-Δημητράκη. Την έβγαλες και σήμερα και κατευθύνθηκε βαρύς προς τον καναπέ.
Ο κύριος Δημητράκης είχε ένα πρόβλημα. Ήταν κοντός. Πολύ κοντός. Ήταν ο κοντύτερος άνθρωπος της πόλης.
Όταν ήταν παιδί, από ένα σημείο και μετά, έπαψε να ψηλώνει. Οι γονείς του τον πλάκωσαν στα γάλατα και στα συμπληρώματα διατροφής. Το μόνο, που κατάφεραν ήταν να τον παχύνουν, όχι, όμως, να τον ψηλώσουν. Όταν το πήραν απόφαση ότι δεν ψήλωνε άλλο, άρχισαν να αδιαφορούν. Δεν του έλεγαν τίποτα, αλλά το έβλεπε στις εκφράσεις τους ότι τον αντιμετώπιζαν σαν άρρωστο.
Στο σχολείο τα πειράγματα έπεφταν βροχή. Οι δάσκαλοι τον αγνοούσαν ενώ υπήρχε καθηγητής, που του έβαζε κάθε φορά ένα βαθμό χαμηλότερο απ’ όσο άξιζε, γιατί ήταν κοντός. Οι συμμαθητές του δεν τον έκαναν παρέα και αν ενδιαφέρονταν γι’ αυτόν ήταν μόνο για να τον πειράξουν. Όνομα δεν είχε στο σχολείο. Κοντό τον ανέβαζαν, νάνο τον κατέβαζαν. Δεν άντεξε. Στα 14 αρνήθηκε να ξαναπάει στο σχολείο.
Μεγαλώνοντας τα πράγματα χειροτέρεψαν. Όταν τον πήραν φαντάρο, ήταν τέτοια τα πειράγματα, που του κάνανε, που λίγες μέρες μετά πήρε απαλλαγή. Όμως, ο έξω κόσμος δεν ήταν καλύτερος. Πολλοί τον πάταγαν στον δρόμο. Υπήρχαν τρεις τύποι ανθρώπων, που τον πάταγαν: Οι πρώτοι ήταν αυτοί, που τον πάταγαν επίτηδες και το έδειχναν γελώντας σαδιστικά, όπως θα πάταγαν μυρμήγκια και κατσαρίδες. Οι δεύτεροι ήταν εκείνοι, που έκαναν πως δεν τον είδαν και γελούσαν μέσα τους. Υπήρχαν κι εκείνοι, που κοίταγαν μονίμως ψηλά, ν’ αρπάξουν καμιά εύνοια. Αυτοί δεν τον έβλεπαν στ’ αλήθεια. Συνήθως όσοι χαμήλωναν το βλέμμα να τον κοιτάξουν, τον έβλεπαν αφ’ υψηλού. Κάποτε κάποιος πήγε να τον πατήσει κι ένας φίλος του, που περπατούσε δίπλα του, είπε:
-Έι! Μην πατάς τα σκατά! Ο κύριος Δημητράκης πικράθηκε πολύ. Θα προτιμούσε να τον είχαν πατήσει.
Εκτός από αυτούς, που τον πάταγαν, υπήρχαν και κάποιοι ακόμα χειρότεροι. Υπήρχαν εκείνοι, που αφού τον έβριζαν αισχρά, του έβαζαν χέρι. Κάποιος είχε δοκιμάσει να τον γδύσει και θα το είχε κάνει αν δεν είχε φοβηθεί τους περαστικούς.
Σε όλα αυτά ο κύριος Δημητράκης δεν αντιδρούσε. Ένιωθε πολύ αδύναμος. Πως θα τα έβαζε μαζί τους αυτός ο κοντός ανθρωπάκος, που μπορούσε να διαλυθεί στην πρώτη σφαλιάρα; Έκανε υπομονή και όταν γυρνούσε στο σπίτι του, μόνος και ασφαλής έβριζε και ξεθύμαινε.
Εκείνη τη μέρα, ο κύριος Δημητράκης είχε επιστρέψει στο σπίτι του, εξουθενωμένος. Τον είχαν πατήσει πολλές φορές και κάποιος τον είχε κλωτσήσει σαν σκουπίδι. Δεν πήγαινε άλλο. Κάτι έπρεπε να κάνει. Κάτι, που να του εξασφάλιζε ότι δεν θα τον ξαναπατούσε και δεν θα τον ξαναπείραζε κανείς.
Ο κύριος Δημητράκης σηκώθηκε από τον καναπέ, βεβαιώθηκε ότι όλα τα παράθυρα ήταν κλειστά και πήγε με αργές αλλά αποφασιστικές κινήσεις στην κουζίνα. Άνοιξε ένα ντουλάπι, έβγαλε το γκαζάκι και το άνοιξε. Στη συνέχεια πήγε στην κρεβατοκάμαρα, ξάπλωσε στο κρεβάτι και έκλεισε τα μάτια του. Τότε είδε πολύ κόσμο να τον πλησιάζει και όλοι του χαμογελούσαν. Όλοι του μιλούσαν ευγενικά. Κανένας δεν τον πατούσε πια. Κανένας δεν τον πείραζε. Και ο κύριος Δημητράκης ψήλωσε. Ψήλωσε πολύ.
Τρίτη 26 Μαΐου 2020
Και το κωλόχαρτο τελειώνει | Θεοχάρης Παπαδόπουλος
Βρισκόμαστε όλα μαζεμένα σε ένα φιλόξενο σπίτι. Εδώ έχουμε όλο τον καιρό να χαζέψουμε, να συζητήσουμε και να φιλοσοφήσουμε. Ένα είναι το θεμελιώδες ερώτημα, που μας βασάνιζε πάντα: Υπάρχει ζωή μετά τα σκουπίδια; Δεν το ήξερε κανένα. Όλα ήμασταν προορισμένα για να φτάσουμε κάποια στιγμή εκεί, αλλά κανένα δεν είχε ξαναπάει. Δεν ξέραμε τι θα συναντήσουμε. Είχαμε άπειρες ώρες να το αναλύσουμε. Άπειρες; Όχι, ακριβώς, αλλά σίγουρα πολλές.
Είμαστε ένα πακέτο με δέκα ρολά χαρτιά υγείας. Κανονικά θα έπρεπε να ήμασταν οχτώ, αλλά τα δύο είναι δώρο. Πολλοί μας αποκαλούν κωλόχαρτα και σπανιότερα σκατόχαρτα. Όπως και να το πεις, κάνουμε την χειρότερη δουλειά. Μαζεύουμε όλες τις βρωμιές των ανθρώπων. Πολλές φορές δεν χρησιμοποιούμαστε για εκείνο, που έχουμε φτιαχτεί, έτσι σε πολλά από μας έχει τύχει να χρησιμοποιηθούμε ως μυξομάντιλα. Μερικά τυχερά από εμάς καθαρίζουν υπολείμματα από νόστιμα φαγητά. Κανονικά αυτό είναι προνόμιο του χαρτιού κουζίνας και των χαρτοπετσετών, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι χρησιμοποιούν ότι έχουν πιο πρόχειρο ή ό,τι είναι πιο φτηνό.
Όπως όλα τα χαρτιά υγείας, έτσι κι εμείς βρεθήκαμε κάποια στιγμή σε ένα μαγαζί. Από το μέγεθός του και την ποικιλία των προϊόντων του, καταλάβαμε ότι ήταν ένα μεγάλο σουπερμάρκετ. Εκεί βρεθήκαμε παρέα με τα ξαδερφάκια μας, δηλαδή με διάφορα πακέτα χαρτιά υγείας διαφόρων μαρκών και ποικιλιών. Δηλαδή, ενώ εμείς είμαστε ολόλευκα, υπήρχαν χαρτιά υγείας με λουλουδάκια. Φαίνεται πως τα συγκεκριμένα ήταν προορισμένα για κώλους πολυτελείας.
Το σουπερμάρκετ ήταν τόσο γεμάτο με χαρτιά υγείας, που ήμασταν σίγουρα πως θα αργούσε η σειρά μας. Έτσι κι αλλιώς ήμασταν τόσο βαθιά χωμένα, που θα έπρεπε να πουληθούν αρκετά πακέτα πριν από μας. Όμως, η τύχη μας ήταν διαφορετική.
Ξαφνικά, άρχισε να έρχεται κόσμος και να αγοράζει με μανία χαρτιά υγείας. Τέσσερα-τέσσερα τα έπαιρναν τα πακέτα. Στην αρχή νομίζαμε ότι έγινε πόλεμος, όμως, όπως αργότερα πληροφορηθήκαμε από σκόρπιες κουβέντες των ανθρώπων, που έπαιζαν ξύλο για να μας αγοράσουν, ένας φονικός ιός είχε εμφανιστεί και σκότωνε αβέρτα. Οι άνθρωποι γέμιζαν τα σπίτια με μακαρόνια και χαρτιά υγείας. ΄
Όπως ήταν φυσικό, κάποια στιγμή, ήρθε και η σειρά του δικού μας πακέτου. Ένα στιβαρό χέρι μας άρπαξε και μας έβαλε σε ένα καρότσι, δίπλα στις φακές και στα ντολμαδάκια. Σε λίγο μας έριξαν από δίπλα και ένα κατεψυγμένο ψάρι σε φέτες και η μπόχα ήταν αφόρητη. Ευτυχώς, δεν μας έβαλαν σε σακούλα, οπότε βγήκαμε στον καθαρό αέρα και αναπνεύσαμε.
Στο δρόμο για το σπίτι, που μας προόριζαν, είδαμε ένα σύνθημα γραμμένο στον τοίχο: «Και το κωλόχαρτο τελειώνει, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Το σύνθημα τελείωνε με ένα άλφα σε κύκλο. Υποθέσαμε ότι αυτό ήταν η υπογραφή εκείνου, που σκέφτηκε το σύνθημα και αναρωτιόμασταν, τι θέλει να πει ο ποιητής. Γιατί, ήταν σίγουρο ότι έλεγε για μας, αλλά, τι εννοούσε;
Τώρα βρισκόμαστε σε ένα σπίτι με άλλα είκοσι πακέτα με ρολά χαρτιών υγείας. Ξέρουμε ότι θα αργήσουμε να χρησιμοποιηθούμε. Έχουμε όλο το χρόνο να φιλοσοφήσουμε και να λύσουμε όλα τα θεμελιώδη ερωτήματα των χαρτιών υγείας. Άραγε, υπάρχει ζωή μετά τα σκουπίδια;
Πέμπτη 9 Απριλίου 2020
Διήγημα | Πετάει ο άνθρωπος; | Θεοχάρης Παπαδόπουλος
Κάθομαι στον καναπέ και στριφογυρίζω με το ένα μου χέρι τα κλειδιά της ταράτσας. Στο νου μου φέρνω εκείνο το παιχνίδι, που έπαιζα πολύ μικρός με τη γιαγιά μου. Το λέγαμε «πετάει-πετάει» και μ’ αυτό μάθαινα όλα τα πλάσματα του κόσμου, που πετάνε και όλα εκείνα, που είναι καταδικασμένα να μην πετάξουν ποτέ.
-Γιατί δεν πετάει ο άνθρωπος, γιαγιά; Ήταν η εύλογη απορία μου, γιατί από τότε, που θυμάμαι τον εαυτό μου, ήθελα να βγάλω φτερά. Στα παιδικά μου όνειρα, έβλεπα ότι πετάω, αλλά πάντα μόλις έπαιρνα λίγο ύψος, έπεφτα και ξυπνούσα τρομαγμένος.
Όταν πήγαινα σχολείο, ήμουν καλός μαθητής. Διάβαζα τα μαθήματά μου και δεν έκανα φασαρία μες στην τάξη, ούτε έκανα ποτέ μου κοπάνα. Όμως, όταν είχαμε κάποιο βαρετό μάθημα, είχα έντονη επιθυμία να βγάλω φτερά και να φύγω απ’ το παράθυρο.
Όταν μεγάλωσα, έπιασα δουλειά. Εκεί, ό,τι ήξερα έπρεπε να το ξεχάσω! Δεν υπήρχε λογική. Ό,τι έλεγε το αφεντικό, ήταν σωστό. Εγώ έπρεπε να κάνω τον μαλάκα. Και τον έκανα.
-Πετάει ο γάιδαρος;
-Πετάει!
Βέβαια, προσπαθούσα να δω τη θετική πλευρά της ζωής. Είχα δουλειά και είχα και κοπέλα. Μέχρι, που άλλαξαν και τα δύο. Ο παραλογισμός του αφεντικού γέμισε χρέη την επιχείρηση. Η επιχείρηση έκλεισε κι εγώ πετάχτηκα στο δρόμο. Η κοπέλα μου με παράτησε λίγο καιρό μετά. Τότε ήταν, που το σκέφτηκα για πρώτη φορά…
Στην αρχή σκέφτηκα να δοκιμάσω με χάπια. Μα αν έκανα λάθος και δεν τελείωνα με την πρώτη θα μου έκαναν πλύση στομάχου και θα ένιωθα χάλια. Τα όπλα τα φοβόμουν. Θα μπορούσα να πληγωθώ σε λάθος σημείο και να έχω αργό και βασανιστικό θάνατο. Ήθελα να βρω έναν θάνατο, που να με βγάλει κατευθείαν από τη μέση…
-Πετάει το τρυγόνι;
-Πετάει.
-Πετάει το μπαλκόνι;
-Δεν πετάει.
-Πετάει ο άνθρωπος απ’ το μπαλκόνι; Τότε μου ήρθε η ιδέα. Κι έπεσα απ’ το μπαλκόνι. Έκανα το σάλτο μορτάλε. Σάλτο ήταν. Μορτάλε δεν ήταν, γιατί έλα, που έμενα στον πρώτο. Από κάτω ακριβώς είχε σταθμεύσει ένα ανοιχτό φορτηγό με παπλώματα. Έπεσα μέσα στα παπλώματα. Ούτε γρατζουνιά δεν έπαθα! Θα μπορούσα, βέβαια να ισχυριστώ, πως έπαθα αμνησία. Θα θυμόμουν επιλεκτικά. Θα ξεχνούσα την εφορία, τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού και του νερού, τα κοινόχρηστα, το νοίκι. Δεν έπιασε. Τα ξεχνούσα εγώ, μου τα υπενθύμιζαν άλλοι.
Η ιδέα γυρίζει στο μυαλό μου από χτες, που μου έκοψαν το ρεύμα. Έχω στα χέρια μου τα κλειδιά της ταράτσας. Τα ζήτησα από τη σπιτονοικοκυρά. Τι θα κάνω στην ταράτσα, με ρώτησε. Ό,τι θέλω θα κάνω! Λογαριασμό θα της δώσω; Θα βγω και θα αγναντέψω τον κόσμο από ψηλά, όπως κάνουν οι αετοί.
-Πετάει ο αετός;
-Πετάει.
-Πετάει ο άνθρωπος;
-Δεν πετάει.
Αχχχχχ! Να ‘μουν αητός. Θα πέταγα ελεύθερος και δεν θα σκεφτόμουν ούτε δουλειά, ούτε ρεύμα, ούτε νερό, ούτε κοινόχρηστα, ούτε νοίκι. Δεν θα είχα καμία έννοια. Θα άνοιγα τα φτερά μου και θα πετούσα πάνω από καταπράσινα δάση και άγρια βουνά. Θα έβλεπα υπέροχα τοπία και θα ήμουν πραγματικά ελεύθερος. Κι αν με σκότωναν στο κυνήγι, δεν θα ήξερα γιατί πέθανα. Μήπως τώρα ξέρω γιατί ζω;
Ανεβαίνω σιγά-σιγά τα σκαλιά, που οδηγούν στην ταράτσα. Ξεκλειδώνω την πόρτα και βγαίνω. Τι όμορφη αίσθηση ελευθερίας εδώ πάνω. Νιώθω να μου φυτρώνουν φτερά.
-Πετάει ο άνθρωπος;
-Πετάει.
Τρίτη 24 Μαρτίου 2020
Διήγημα | Ο εφιάλτης της μάσκας | Θεοχάρης Παπαδόπουλος
Όλα ξεκίνησαν, όταν σε μια μακρινή χώρα έκανε την εμφάνισή του ένας νέος ιός, όπου έγινε γνωστός με το όνομα κωλοϊός. Ο κωλοϊός αναπτυσσόταν στον άνθρωπο στην περιοχή του πρωκτού και προκαλούσε ακατάσχετη διάρροια μέχρι τελικής πτώσης. Η εξάντληση από τις συνεχείς κενώσεις του εντέρου, μπορούσε να επιφέρει τον θάνατο. Ο κωλοϊός μπορούσε να μεταδοθεί με τον αέρα και με την ανθρώπινη επαφή. Στην μακρινή χώρα, που έκανε την εμφάνισή του ο κωλοϊός πέθαναν αρκετοί ασθενείς. Ο ιός μεταδόθηκε σε δυο-τρεις χώρες εκεί κοντά.
Η χώρα που ζω εγώ, είναι πολύ μακριά και μέχρι σήμερα δεν έχει παρουσιαστεί κάποιο κρούσμα του κωλοϊού. Όμως, ο πανικός για τον ιό έχει κυκλοφορήσει παντού. Στην αρχή υπήρχαν λίγοι, που άρχισαν να φορούν ιατρικές μάσκες. Μετά έγινε συνήθεια. Μετά η συνήθεια έγινε μόδα. Αρχικά, κυκλοφορούσαν οι γνωστές μονόχρωμες ιατρικές μάσκες, σε χρώμα, άσπρο, πράσινο και γαλάζιο. Λίγο αργότερα άρχισαν να κυκλοφορούν ιατρικές μάσκες σε διάφορα χρώματα. Πρώτα κυκλοφόρησαν στα γνωστά βασικά χρώματα και μετά άρχισαν να κυκλοφορούν σε όλα τα χρώματα της ίριδας. Έτσι, μπορούσε κανείς να δει ιατρικές μάσκες, σε αποχρώσεις σομόν, τυρκουάζ, μπορντοροδοκόκκινο και στις πενήντα αποχρώσεις του ροζ. Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Μετά άρχισαν να κυκλοφορούν πολύχρωμες ιατρικές μάσκες και μάσκες με σχέδια. Χαρακτηριστικές ήταν οι μάσκες με καρδούλες και οι μάσκες, που εικόνιζαν παγκόσμια γνωστούς ποδοσφαιριστές.
Λίγο καιρό μετά, οι ιατρικές μάσκες έπαψαν να είναι μονοπώλιο των φαρμακείων και εμφανίστηκαν στα σουπερμάρκετ και στα πολυκαταστήματα. Στη συνέχεια οι ιατρικές μάσκες εμφανίστηκαν και στους πάγκους των λαϊκών αγορών. Τότε, κυκλοφόρησαν φήμες ότι οι μάσκες των λαϊκών αγορών ήταν απομιμήσεις και δεν προστάτευαν όσο οι αυθεντικές ιατρικές μάσκες.
Η κυβέρνηση της χώρας, είχε καταργήσει όλες τις πολιτιστικές εκδηλώσεις. Οι προγραμματισμένες συναυλίες είχαν ακυρωθεί, αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Είχαν απαγορευτεί οι αγκαλιές, τα φιλιά και γενικότερα όλες οι περιπτύξεις σε δημόσιο χώρο.
Εγώ, δεν ήθελα ποτέ να φορέσω ιατρική μάσκα. Εκτός του ότι ο κωλοϊός δεν είχε εμφανιστεί στη χώρα, που ζω, αρκούσαν οι απλοί κανόνες υγιεινής για την απαραίτητη προστασία. Είχα τον κώλο μου καθαρό και δεν φοβόμουν. Ήμουν από τους λίγους, που κυκλοφορούσα με το πρόσωπό μου ακάλυπτο. Βέβαια, αυτό μου στοίχισε προσωπικά. Η γυναίκα μου με παράτησε και πήγε να μείνει στην μητέρα της μακριά από μένα και τον κωλογιό μου (έτσι αποκαλούσε η πεθερά μου τον ιό). Οι φίλοι μου άρχισαν να με αποφεύγουν. Όποτε ήθελα να δω κάποιον, κάτι του τύχαινε. Από τη δουλειά μου τέθηκα σε αναγκαστική αργία.
Και να ΄μαι τώρα στον δρόμο να περπατάω με γρήγορο βήμα και το πρόσωπο ακάλυπτο. Ξαφνικά, ένα περιπολικό με πλεύρισε και τέσσερις αστυνομικοί, που φορούσαν μπλε σκούρες ιατρικές μάσκες με σταμάτησαν. Μου πέρασαν χειροπέδες, μου φόρεσαν μια ιατρική μάσκα με μαύρες οριζόντιες ρίγες και με πήγαν στο Τμήμα. Πίσω από ένα γραφείο βρισκόταν ένας ανώτερος αστυνομικός που φορούσε μια μπλε σκούρα ιατρική μάσκα, που έφερε τα διακριτικά του βαθμού του. Εκείνος, αφού με κοίταξε, μου είπε αυστηρά:
-Δεν ξέρετε ότι είναι απαραίτητο να φοράτε ιατρική μάσκα; Όποιος γυρίζει με το πρόσωπό του ακάλυπτο είναι δημόσιος κίνδυνος. Σας έχουν ξαναπιάσει ποτέ;
-Όχι κυρ-αστυνόμε.
-Ούτε προσαγωγή;
-Ούτε.
-Καλά. Για πρώτη φορά θα στη χαρίσω, αλλά έτσι και σε ξαναπιάσουν χωρίς ιατρική μάσκα, την έβαψες. Ο ανώτερος αστυνομικός κράτησε τα στοιχεία μου και με άφησε να φύγω.
Λίγο αργότερα, έφτασα στο σπίτι μου, έβγαλα την ιατρική μάσκα και ανάπνευσα. Προσωρινά ήμουν ελεύθερος.
Κυριακή 1 Μαρτίου 2020
Έκτακτο δελτίο | Θεοχάρης Παπαδόπουλος
Μπήκα στο σπίτι και διπλοκλείδωσα την πόρτα. Έριξα μια ματιά έναν γύρο και ηρέμησα. Το σπίτι ήταν όπως το είχα αφήσει. Έψαξα τα συρτάρια μου. Το σώμα του εγκλήματος βρισκόταν, εκεί. Έπρεπε να προσέχω πολύ. Η αστυνομία έκανε συλλήψεις ακόμα και για μικρές ποσότητες κι εμένα τα συρτάρια μου ήταν τίγκα. Επειδή οι ποσότητες ήταν μεγάλες δεν θα με πήγαιναν μόνο για κατοχή, αλλά και για εμπορία, ενώ δεν είχα πουλήσει ποτέ, ούτε σκόπευα να το κάνω.
Από τότε που βγήκα στην παρανομία έχει αλλάξει όλη μου η ζωή. Κοιμάμαι και ξυπνάω με την ιδέα ότι μπορεί να με συλλάβουν. Όσοι έχουν μακριά μαλλιά και γένια είναι ύποπτοι. Εγώ, που είχα μαλλί μέχρι τη μέση, έχω κόψει τα μαλλιά μου κοντά. Ξυριζόμουν κάθε τρεις εβδομάδες και τώρα ξυρίζομαι κάθε μέρα. Τι να πεις; Της κοντής καταστολής της φταίνε οι τρίχες!
Κάθε φορά που βλέπω αστυνομικούς αλλάζω δρόμο. Αν δω περιπολικό τρέμω. Αν έχει αναμμένη τη σειρήνα ακόμα χειρότερα. Βλέπω τις ομάδες ΔΙΑΣ και παρακαλώ τους δώδεκα θεούς, τον Χριστό, τον Βούδα, τον Αλλάχ, τον Κρίσνα και τη θεά Κάλι να μη με σταματήσουν. Μια φορά που με σταμάτησε ένας και μου ζήτησε ταυτότητα, κατουρήθηκα πάνω μου. Ευτυχώς, δεν με θεώρησε ύποπτο.
Τελευταία έχω αρχίσει να υποπτεύομαι τους φίλους μου. Αν κάποιος με ρωτήσει κάτι που μου φαίνεται παγίδα τον αποφεύγω. Και επειδή οι παγίδες είναι πολλές έχω αρχίσει να μην έχω φίλους.
Και να με τώρα στο σπίτι μου να φοβάμαι μην μπουκάρουν ξαφνικά και με συλλάβουν. Το σκέφτηκα πολλές φορές να βάλω φωτιά και να κάψω τα πάντα, αλλά το χέρι μου δεν πήγαινε. Σκέφτηκα να τα παρατήσω, αλλά είμαι πολύ εθισμένος για να καταφέρω κάτι τέτοιο.
Για να γλιτώσω από την αγωνία και να στρέψω κάπως την προσοχή μου αλλού, άναψα την τηλεόραση. Είχε την εκπομπή: «Κάντε πόλεμο κι όχι έρωτα», με καλεσμένη μια σύμβουλο διαζυγίου.
Κάτι τέτοιες εκπομπές έβλεπε η πρώην σύζυγός μου και με χώρισε. Η ανακάλυψη της παρανομίας μου ήταν το πρόσχημα. Πάντα πίστευα ότι ήθελε να βρει μια καλή αφορμή για να φύγει κι εγώ ο μαλάκας της την έδωσα.
Σκεφτόμουν να αλλάξω κανάλι, όταν, ξαφνικά, η εκπομπή διακόπηκε και στην οθόνη είδα να εμφανίζεται με μεγάλα γράμματα το γνωστό: «ΕΚΤΑΚΤΟ ΔΕΛΤΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ». Η δημοσιογράφος, εμφανώς αγχωμένη και με την αγωνία ζωγραφισμένη στο τέλεια μακιγιαρισμένο πρόσωπό της, ανακοίνωσε: «Νεαρός συνελήφθη με μικροποσότητα ποιημάτων. Θα δικαστεί με την διαδικασία του αυτοφώρου. Υπενθυμίζουμε ότι η ποινή που επιβάλλεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ισόβια αποχή από το διάβασμα».
Εκείνη την ώρα ακούστηκε η σειρήνα ενός περιπολικού. Βγήκα στο μπαλκόνι και κοίταξα στον δρόμο. Το περιπολικό είχε σταθμεύσει έξω από την πολυκατοικία όπου έμενα. Ήταν ολοφάνερο. Είχαν έρθει για μένα. Τα συρτάρια μου ήταν γεμάτα ποιήματα. Δεν έπρεπε να τα βρουν. Άρχισα να τα βγάζω από τα συρτάρια, μην έχοντας σκεφτεί ακόμα πού θα μπορούσα να τα κρύψω, αλλά δεν πρόλαβα. Το κουδούνι χτύπησε δυνατά τρεις φορές και μια αυστηρή φωνή ακούστηκε:
-Αστυνομία, ανοίξτε, αλλιώς θα σπάσουμε την πόρτα.
Βγήκα πάλι στο μπαλκόνι, ενώ ακουγόταν η πόρτα που έσπαγε. Μπροστά μου υπήρχε μόνο το κενό…