Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Urban Stories. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Urban Stories. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

Κάπου στο λιμάνι | Βαγγέλης Μάγειρος

Οι κάλτσες είχαν γίνει μούσκεμα. Το νερό είχε καταφέρει να περάσει μέσα από τις καφέ δερμάτινες μπότες, μιας και η χρήση τόσων χρόνων τις είχε φθείρει όχι μόνο απ’ έξω, αλλά και από μέσα. Οι σόλες τους είχαν πια λιώσει και το μόνο στο οποίο ήταν χρήσιμες ήταν να γεμίζουν τα πόδια με μικρές πληγές οι οποίες έκαναν δύσκολο το περπάτημα.

Σε μία ύστατη προσπάθεια να απαλύνει τον πόνο έψαχνε για κάποιο παγκάκι μέσα στην ομίχλη, η οποία είχε αγκαλιάσει πολύ γλυκά όλο το λιμάνι. Τον Θερμαϊκό μπορούσες να τον διακρίνεις με δυσκολία και το μόνο που σου θύμιζε ότι βρίσκετε εκεί ήταν ο ήχος του νερού που χτυπούσε στην προβλήτα αλλά και η κάπως έντονη μυρωδιά του. Οι γερανοί, σαν άλλοι τιτάνες, έμοιαζαν να κρατάνε τον ουρανό μακριά από τη γη και μιας και κανένας δεν ήταν άξιος να τους κοροϊδέψει για να τον αφήσουν έστεκαν εκεί, πελώριοι και επιβλητικοί ανάμεσα στο γκρίζο χάος της πόλης και του κόσμου. Τα πλοία είχαν χαθεί κάπου ανάμεσα στο βλέμμα και τη φαντασία, αλλά και μόνο η θύμηση της εικόνας τους ήταν αρκετή για να ξέρεις ότι βρίσκονται κοντά σου.

Μετά από μία μικρή αναζήτηση, το παγκάκι, που έμοιαζε πλέον πιο πολύτιμο και από θησαυρό, βρέθηκε και η κατοίκηση του έγινε με έναν ιδιαίτερα έντονο και αποφασιστικό τρόπο. Ο ζεστός γαλλικός που κρατούσε στο χέρι είχε πια κρυώσει και το μόνο που μπορούσε να κάνει η γεύση του ήταν να σου προκαλέσει αηδία στο στόμα. Αλλά ένα δεύτερο ταξίδι, με στόχο την εύρεση ενός κάδου, θα οδηγούσε στην κατάρρευση.

Προσπαθούσε να εστιάσει το βλέμμα του μέσα στο θολό τοπίο, ζητώντας να εντοπίσει κάτι. Κάτι το οποίο θα τον έκανε να ξεχάσει τον πόνο και τις πληγές και θα τον έκανε να τρέξει. Κάτι το οποίο θα έδιωχνε τη γεύση του κρύου γαλλικού και θα την έκανε να μοιάζει με διπλό ελληνικό με γεύση κανέλας. Κάτι το οποίο αντέχει μέσα στην ομίχλη και μπορεί να ζήσει από αυτήν, κι όχι να κρύβεται ή να χάνεται μέσα στην τροχιά της. 

Το μόνο που μπορούσε να διακρίνει με δυσκολία ήταν τα πλοία και οι γερανοί. Κι ακόμη κι αυτά, έμοιαζε να τα έχει φάει η καταχνιά.


Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018

Σε μια παλιά αψίδα | Βαγγέλης Μάγειρος


Στεκόταν κάτω από την Καμάρα και περίμενε. Ο γιακάς του μπλε σταυρωτού παλτού ήταν σηκωμένος, τα μαύρα δερμάτινα γάντια είχαν πλέον φθαρεί από την πολύχρονη χρήση και η γκρίζα ανθρακί τραγιάσκα ήταν ελαφρός γερμένη από τη δεξιά μεριά του κεφαλιού, κρύβοντας έτσι ένα μέρος του μετώπου του, κάτι το οποίο προσέδιδε μία περίεργη γοητεία.

Το κρύο είχε αρχίσει να γίνεται πολύ έντονο. Ήταν ένα από εκείνα τα βράδια που η έξοδος δεν ήταν και η καλύτερη επιλογή. Παρόλα αυτά, το να περάσεις μόνος την πιο μεγάλη νύχτα του χειμώνα δεν έμοιαζε και πολύ έξυπνο.

Ένα μικρό πλήθος κόσμου ήταν μαζεμένο γύρω του. Αυτό το ιδιαίτερα όμορφο μέρος, ήταν γνωστό σαν τόπος συνάντησης για όλους τους ανθρώπους της Θεσσαλονίκης.
«Σε πέντε λεπτά να είσαι Καμάρα».
«Που θα κάτσουμε ρε συ;».
«Ε, βρισκόμαστε Καμάρα και βλέπουμε.».
Το τελευταίο κομμάτι ενός μαγικού μνημείου, ήταν πλέον ο άτυπος κουμανταδόρος των κατοίκων της πόλης. Σαν ένας καλός και έμπιστος φίλος-φύλακας, στεκόταν πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων που έψαχναν ένα μέρος ως σημείο εκκίνησης για κάποιο ραντεβού τους.

Παρέες φίλων μαζεμένοι, προσπαθώντας να πάρουν μια απόφαση για το που θα περνούσαν το βράδυ τους, συγκεντρώσεις νέων με άναρχο και ατίθασο πνεύμα, έτοιμοι να ξεκινήσουν κάποια επανάσταση για έναν καλύτερο κόσμο και ένα πιο όμορφο αύριο, πλανόδιοι πωλητές καρτών κινητής τηλεφωνίας που επαναλάμβαναν το μοτίβο της εξαιρετικά συμφέρουσας προσφορά για μερικά δωρεάν λεπτά ομιλίας, με την ελπίδα να τραβήξουν κάποιον πελάτη και πολύ ακόμα λογιών άνθρωποι, ο καθένας με τη δική του ιστορία, στέκονταν κάτω από την αγκαλιά της αψίδα του Γαλέριου.

Κανένας όμως μέσα στον κόσμο δεν έμοιαζε με αυτήν που περίμενε. Το βλέμμα του κοιτούσε πολύ προσεκτικά το κάθε πρόσωπο ξεχωριστά, ελπίζοντας να την ξεχωρίσει κάπως ανάμεσα σε αυτόν το μικρό λαό. Κοίταζε το ρολόι του ξανά και ξανά βλέποντας ότι η ώρα είχε περάσει επικίνδυνα και οι πιθανότητες να εμφανιστεί όλο και λιγόστευαν. Ίσως αυτό το μνημείο να μην μπορούσε να του προσφέρει το άτομο που ζητούσε. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες, έδεσε πιο σφικτά το κασκόλ και με μερικά σταθερά βήματα άρχισε να απομακρύνεται.

Πριν προλάβει να σκεφτεί αν θα στεκόταν στο φανάρι για να περάσει απέναντι ή αν θα συνέχιζε ευθεία το δρόμο του, ένα χέρι τον έπιασε από τον ώμο και μία λαχανιασμένη φωνή ψέλλισε κάποια λόγια:
«Συγγνώμη, αλλά γινόταν χαμός. Περίμενες πολύ ώρα;».
«Όχι, μη φοβάσαι. Και γω μόλις έφτασα».
«Τέλεια. Πάμε;».

Η δουλειά της αψίδας είχε τελειώσει. Τώρα ξεκινούσε η δική του. Άναψε το πράσινο και πέρασαν μαζί απέναντι το δρόμο. 



Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

Μια βόλτα στο λιμάνι χέρι χέρι | Έλλη Πράντζου




Ήταν ένα πρωί αλλιώτικο από τα περισσότερα. Είχαν κοιμηθεί μαζί το προηγούμενο βράδυ, είχαν φάει πρωινό επίσης μαζί κι αποφάσισαν να συνεχίσουν το μαζί τους κάνοντας μια βόλτα στην πόλη πιασμένοι χέρι χέρι. Λίγη ώρα μετά κατέληξαν στο λιμάνι. Περπάτησαν ανάμεσα στις παρέες που ξάπλωναν στις ξύλινες προβλήτες αγναντεύοντας την παραλία και τον Λευκό Πύργο στην απέναντι πλευρά. Δεν ήθελαν να καθίσουν μέσα σε τόσο κόσμο κι έτσι συνέχισαν προσπερνώντας το μουσείο κινηματογράφου και ψάχνοντας μια κάπως πιο ήσυχη γωνιά.

Σπάνιο, βέβαια, να ησυχάσει κανείς στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Εκεί λαμβάνουν χώρα τα πάντα κι ο κόσμος δε σταματά ν' ανανεώνεται ποτέ. Τη μέρα λιάζονται παρέες και ζευγάρια στα πεζούλια, στις προβλήτες, στα παγκάκια και στις χαρακτηριστικές μεγάλες ξύλινες ξαπλώστρες βγάζοντας φωτογραφίες, καπνίζοντας και συζητώντας ζωηρά. Τα βράδια χαλαρώνουν με μπίρες στο χέρι χαζεύοντας τα φώτα της πόλης και τις αντανακλάσεις τους στο Θερμαϊκό. Όταν έχει πανσέληνο τα πάντα λούζονται στο φως της κι από κει έχουν βγει ουκ ολίγες πανοραμικές φωτογραφίες με το ολόγιομο φεγγάρι να δεσπόζει κρεμασμένο πάνω από τις πολυκατοικίες και τη θάλασσα.

Έχει έναν περίεργο ρομαντισμό το μέρος κι ας μην είναι αυτό που λέμε απόμερο. Εκεί θα πας με τον έρωτά σου, εκεί θα πας να ρεμπελιάσεις με την παρέα σου, εκεί θα πας να χαθείς μόνος στον ορίζοντα, εκεί θα πας να περπατήσεις ένα βήμα πιο κοντά στα φλογερά ηλιοβασιλέματα της πόλης, εκεί λαμβάνουν χώρα διάφορες εκδηλώσεις και events, εκεί χτυπάει η καρδιά της Θεσσαλονίκης σε διάφορα τέμπο.

Συνέχισαν λίγο ακόμη τη βόλτα τους ώσπου αποφάσισαν να καθίσουν σε κάτι τσιμεντένια σκαλοπάτια ενός από τα κτίρια του λιμανιού. Στριμώχτηκαν αγκαλιασμένοι σε ένα σκαλί ενώ απέναντί τους μια κοπέλα κι ένα παιδί -φίλοι- τραγουδούσαν γρατσουνώντας μια κιθάρα. Παρατήρησαν ότι η φωνή της κοπέλας ήταν υπέροχη κι αφέθηκαν στις νότες για να ταξιδέψουν σιγομουρμουρίζοντας όσους από τους στίχους ήξεραν ήδη.

Τα τραγούδια διαδέχονταν το ένα το άλλο κι ήταν πια σαν οι τέσσερίς τους να έχουν γίνει μια παρέα χωρίς να έχουν μιλήσει καν. Επικρατούσε μια ανάμεικτη ατμόσφαιρα. Ο ρομαντισμός, φυσικά, δεν μπορούσε να λείπει αλλά ταυτόχρονα έσπαγε από τα αστεία της κοπέλας σε κάθε διάλειμμα μεταξύ των ρεφρέν. Δεν είχαν σταματήσει να είναι αγκαλιασμένοι. Μόνο για να ανταλλάξουν τζούρες άφηναν για λίγο τα χέρια τους κι έπειτα ξανά αγκαλιά.

Η κοπέλα συνέχισε να παίζει μια γνωστή μελωδία. Όταν σταμάτησε την κοίταξαν και φώναξαν προς το μέρος της ότι έχει απίστευτη φωνή. Εκείνη κι ο φίλος της χαμογέλασαν. “Ευχαριστώ!” απάντησε και πρόσθεσε αυτοσαρκαστικά ένα σχόλιο που δήλωνε πως η φωνή της ήταν πιο χάλια από ποτέ γιατί ήταν κρυωμένη. Φαντάσου πώς θα ήταν στα καλά της, σκέφτηκαν κι οι δυο. Τα παιδιά λίγη ώρα μετά πήραν τις κιθάρες τους, χαιρέτισαν κι απομακρύνθηκαν από τα σκαλιά θυμίζοντάς τους ότι σε λίγο θα έπρεπε να φύγουν κι εκείνοι.

Γιατί να μην κρατάνε για πάντα αυτές οι μικρές όμορφες στιγμές; Ή μήπως έτσι θα έχαναν την αξία τους; Η ζωή παρ' όλα αυτά είναι γεμάτη από δαύτες. Αρκεί να ξέρουμε να τις εκτιμάμε και να μην τις αφήνουμε να μας προσπερνούν αδιάφοροι και γκρίζοι από τις σκοτούρες της καθημερινότητας.

Σηκώθηκαν, τινάχτηκαν, ξαναπιάστηκαν χέρι χέρι και πήραν τον δρόμο της επιστροφής στενοχωρημένοι που θα αποχωρίζονταν ο ένας τον άλλον έστω και για λίγο. Δεν ξέρω αν η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη του έρωτα, όπως λένε, όμως ο δικός τους είχε γεννηθεί σ' αυτήν την πόλη και το λιμάνι ήταν ένα από τα μέρη που τον φιλοξενούσε πού και πού.

Τα απογεύματα κατέβαιναν γεμάτοι ενθουσιασμό και ζωσμένοι με τις DSLR τους για να φωτογραφίσουν ηλιοβασιλέματα. Κατέληγαν πάντα αγκαλιά όπως τώρα κι έφευγαν μόλις έπεφτε ο ήλιος εντελώς πίσω από τον ορίζοντα.

Απομακρύνθηκαν από το λιμάνι σκεπτόμενοι ότι θα ξαναπήγαιναν σύντομα κι άλλη βόλτα στην πόλη, αλλού. Έχει τόσα να δεις ειδικά όταν είσαι ερωτευμένος. Τότε είναι, εξάλλου, που τα άσχημα εξαφανίζονται και τα όμορφα ομορφαίνουν ακόμη πιο πολύ!


Φωτογραφία: Ευτυχία Πασχαλίδου

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

Οδός Μαύρης Πέτρας | Βαγγέλης Μάγειρος


Είχε αρχίσει να χάνεται μέσα στα σκοτεινά σοκάκια. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτό που χανόταν ήταν ο δρόμος ή ο εαυτός του. Ίσως βέβαια να μην είχε και μεγάλη διαφορά. Το κεφάλι οδηγούσε τα μάτια σε αόριστες κατευθύνσεις, προσπαθώντας με κόπο να εστιάσει σε κάποιο από τα δεκάδες στενά, κάτι το οποίο δεν ήταν καθόλου εύκολο μιας και ο ελάχιστος φωτισμός έκανε την όλη διαδρομή του πολύ δύσκολη. Και δεν του είχε μείνει πολύς χρόνος. Το ρολόι έδειχνε 23:56.

Είχε ακούσει τόσα πολλά κι ωραία γι’ αυτό το παράξενο στενό. Κάπου εκεί, του είχαν πει, μπορείς να χάσεις τον εαυτό σου και τον κόσμο όλο. Να βγεις σε έναν άλλον τόπο, όπου τον εγκλωβισμό και την ελευθερία εσύ είσαι που τα ορίζεις. Να μπορείς να σταματήσεις του μυαλού τη λειτουργία και να αφεθείς σε κάθε επιθυμία που ζητάς και ψάχνεις. Αλλά έπρεπε να προσέχει. Γιατί αν ξοδέψεις  τον εαυτό σου, δεν μπορείς να τον ζητήσεις πίσω. Αυτό, του είπαν, μας έχει προσφέρει η Μαύρη Πέτρα. Το ρολόι έδειχνε 23:54.

Είχε αρχίσει να πανικοβάλλεται. Τέσσερα λεπτά δεν ήταν αρκετά. Το ήξερε καλά αυτό. Κάθε στενό της Άνω Πόλης έμοιαζε ίδιο και το μυαλό του δεν μπορούσε να αδειάσει και να δει καθαρά τι έπρεπε να κάνει. Το Επταπύργιο στεκόταν επιβλητικό από πάνω του και ένιωθε σαν να τον κοροϊδεύει. Έκατσε από κάτω σαν να προσπαθούσε να του μιλήσει. Έμοιαζε να ζητάει βοήθεια από το ίδιο το κάστρο για να του δείξει το δρόμο. Το κεφάλι του ακούμπησε απάνω στον παλιό, υγρό τοίχο και τα χέρια του έκαναν κινήσεις για να στεγνώσουν τα μάτια του. Το διάφραγμα πάλευε μέσα στο σώμα του και η ανάσα του είχε αρχίσει να χάνει τον έλεγχο της. Το ρολόι έδειχνε 23:58.

Καθώς βρισκόταν πλέον καθισμένος κάτω, με την πλάτη ακουμπισμένη στον κρύο τοίχο, τα μάτια του ήταν πλέον πιο καθαρά και η ανάσα του έμοιαζε να βρίσκει το ρυθμό της. Έριξε το βλέμμα του στον απέναντι δρόμο και πρόσεξε ότι δεν του θύμιζε κάτι. Ήταν ένα μικρό, στενό σοκάκι, που με λίγο κόπο και θέληση χωρούσαν τουλάχιστον δύο άνθρωποι. Μία μικρή μπλε πινακίδα, πάνω δεξιά στον τοίχο καρφωμένη, έγραφε τις λέξεις που ζητούσε εδώ και ώρα: Οδός Μαύρης Πέτρας. Το ρολόι έδειχνε 23:59.

Τα κατάφερε. Είχε φτάσει. Λίγα βήματα μόνο τον χώριζαν. Λίγα βήματα και μπόλικη δύναμη. Στήριξε τα χέρια του στο έδαφος και πίεσε το σώμα του για να το σηκώσει. Ήταν τώρα όρθιος. Μόνο λίγα βήματα. Ένας άλλος κόσμος. Μία όμορφη αλλαγή. Βήμα πρώτο. Καμία σκέψη. Κανένας φόβος. Κανένας συμβιβασμός. Βήμα πέμπτο. Ένας άλλος εαυτός. Μία άλλη ζωή. Βήμα ένατο. Στο βάθος του δρόμου φαινόντουσαν ερείπια. Πίσω από τα ερείπια ένα λευκό φως. Το ρολόι έδειχνε 00:00.




Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Κάτω από 40 ομπρέλες | Βαγγέλης Μάγειρος


Ξεκίνησε να περπατάει ήσυχα και φρόνιμα πάνω στις ξύλινες σανίδες, που θύμιζαν κάτι από πλοίο πειρατικό και τις είχαν βάλει δίπλα ακριβώς από τη θάλασσα, έτσι ώστε με την πρώτη ευκαιρία της φουρτούνας, τα κύματα να χτυπήσουν τον πρώτο γενναίο περαστικό που θα είχε το θάρρος να τα βάλει μαζί της.

Στα αριστερά του φαινόταν στο βάθος αυτό το περίφημο βουνό, που τόσους Θεούς και ήρωες γέννησε και που ακόμα και ο ίδιος ο ήλιος, στη δύση του, έπρεπε να υποκλιθεί μπροστά του. Χάζευε όλα τα περίεργα σχέδια και χρώματα που τα άναρχα σύννεφα έφτιαχναν από πάνω, κάνοντας τα να θυμίζουν κάποια χορογραφία σύγχρονου χορού με στοιχεία μπαλέτου, η οποία είχε στηθεί στο Μέγαρο Μουσικής για όλους όσους θα ήθελαν, για δύο ώρες, να ζήσουν σε μιαν άλλη εποχή, φορώντας κάποιο φανταχτερό φόρεμα ή κάποιο σικάτο κοστούμι.

Στα δεξιά του οι Κήποι, που σε καμία περίπτωση δεν ήταν απλοί και τυχαίοι, μιας και ο κάθε ένας ξεχωριστά κουβαλούσε το δικό του όνομα και τη δική του ιστορία.Του Ήχου, της Μνήμης, των Εποχών, του Απογευματινού Ήλιου, της Άμμου, της Μεσογείου, των Γλυπτών, των Ρόδων, του Νερού, της Μουσικής, του Αλέξανδρου. Τους χαιρέτησε όλους έναν έναν ξεχωριστά. Σαν να ήταν παλιοί φίλοι και σύντροφοι. Σαν να κουβαλούσαν όλοι μαζί κάποιο μικρό μυστικό, το οποίο έκλεισαν σε κάποιο κρυφό συρτάρι του μυαλού.

Ανάμεσα του περνούσε πλήθος κόσμου. Τους παρατηρούσε όλους. Στον κάθε έναν προσέφερε ένα λεπτό από το χρόνο του. Όλοι τους είχαν το δικό τους βάρος. Τη δικιά τους μοναδική πληγή. Τη δικιά τους όμορφη γαλήνη. Ο ψαράς που καθόταν ώρες πάνω στο αναδιπλούμενο σκαμνί και με το καλάμι σταθερό στο χέρι, συμβόλιζε την υπομονή και την πίστη. Το νεαρό ζευγάρι που καθόταν αγκαλιά στο τελευταίο παγκάκι στο βάθος, το πάθος και τον αυθορμητισμό. Ο πατέρας με το αγοράκι στους ώμους και η μητέρα με το μικρό μωρό στο καρότσι, τη χαρά και τη γαλήνη. Τους έβλεπε όλους. Και λαχταρούσε τους κόσμους τους.

Στο βάθος της ματιάς του φαινόντουσαν οι Ομπρέλες και ο Πύργος ο Λευκός. Λίγο δρόμο έχει ακόμα. Λίγο δρόμο και το ταξίδι θα έχει τελειώσει. Μέτρησε ένα, ένα τα βήματα του. Και φρόντισε να είναι όσο πιο αργά και μικρά γινόταν.



Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018

Ο έρωτας γεννήθηκε στα Κάστρα | Έλλη Πράντζου





Στο ψηλότερο σημείο της πόλης, εκεί όπου συναντάει η θάλασσα τον ουρανό και τα ηλιοβασιλέματα φλερτάρουν με το βιαστικό φεγγάρι που δεν περιμένει τον ήλιο να σβήσει πριν να ξεμυτίσει, εκεί όπου το χθες με το σήμερα ερωτοτροπούν αέναα στα δρομάκια, τα σκαλιά και τα πεζούλια, εκεί όπου ιστορίες για λάθη, πάθη κι έρωτες ποτίζουν την άσφαλτο, τις πέτρες και τα τσιμέντα, βρήκαν οι δυο τους ένα μέρος να κρυφτούν από τα μάτια των περίεργων περαστικών.

Σκαρφάλωσαν λίγα μέτρα πάνω στα τείχη της παλιάς ακρόπολης -απομεινάρια από τα γνωστά κάστρα της δεύτερης πιο αισθαντικής πόλης του σήμερα, εκείνης που ξαγρυπνά πάνω από τις καθημερινότητές μας- κι όταν έφτασαν όσο πιο κοντά στην άκρη μπορούσαν αγκαλιάστηκαν σαν να επρόκειτο να μείνουν για πάντα σ' εκείνο το ονειρικό μέρος. Αγάλματα στη μνήμη των πεσόντων που κάποτε χωρίστηκαν.

Είχαν περίπου έναν μήνα να βρεθούν. Ένιωθαν σαν να ήταν χτες που αποχωρίστηκαν αλλά ταυτόχρονα έμοιαζε να έχει περάσει αιώνας από τότε που είχαν πει το τελευταίο “θα μου λείψεις”. Και πόσο ίσχυε εκείνη η φράση! Τα χέρια τους πλεγμένα πάσχιζαν να χορτάσουν άγγιγμα και παρουσία. Σιγά-σιγά ο ήλιος άρχισε να πέφτει βουτώντας στον ορίζοντα και βάφοντας τα πάντα σε χρώματα που έπαιζαν μεταξύ του πορτοκαλί, του μοβ και του κόκκινου. Αχ, αυτά τα ηλιοβασιλέματα στην Άνω Πόλη! Πόσα ζευγάρια μάτια ατένισαν την ομορφιά τους ψιθυρίζοντας ερωτόλογα ή καημούς; Και να τώρα που είχε έρθει η στιγμή να βρει καταφύγιο εκεί και το δικό τους νεογέννητο παράνομο ακόμη συναίσθημα.

Αν τους έβλεπες από μια μεριά θα νόμιζες ότι ήταν μαζί χρόνια και πως ο έρωτάς τους δε θα έσβηνε ποτέ. Πόσο πλασματικά αυτά τα ποτέ, αλήθεια. Να όμως που στην Άνω Πόλη όσα νιώθεις επιτρέπεται να τα ξεστομίζεις φωναχτά όσο ουτοπικά κι αν είναι. Στην Άνω Πόλη επιτρέπονται τα πάντα, τα ποτέ, όλα τα συναισθήματα είναι καλοδεχούμενα θαρρείς και τη θρέφουν από τότε που χτίστηκε. Κάποιος στα θεμέλιά της πρέπει να θυσίασε κομμάτι του ίδιου του έρωτα, να μου το θυμηθείς.

Δε χρειαζόταν να μιλάνε. Αρκούσε που ήταν εκεί, μαζί, πάνω από όλους κι από όλα, πάνω από τους φόβους τους, πάνω από το ρολόι που καταπίνει αμείλικτα λεπτά και ώρες, πάνω από τα πρέπει και τα μη τους. Η πόλη όσο σκοτείνιαζε φορούσε τα καλά της και υποκλινόταν μπροστά στα πόδια τους. Τριγύρω δεν έβλεπες τίποτε άλλο πέρα από κανά-δυο άλλα ζευγάρια κρυμμένα στο μισοσκόταδο ή σκόρπιες έφηβες παρέες που άφηναν γελάκια και καπνούς από τσιγάρα τόσο νταλκαδιασμένα όσο κι οι ηλικίες τους. Η τέλεια ατμόσφαιρα για έναν φρεσκογεννημένο έρωτα που προσπαθούσε να κρυφτεί από τον άχαρο ρεαλισμό όσων σε λίγο θα έκλειναν τα φώτα τους κάπου στην υπόλοιπη πόλη ώστε να κοιμηθούν κουρασμένοι κι ήσυχοι μέσα στο επαναλαμβανόμενο μοτίβο του καθωσπρεπισμού τους.

Δεν ήταν έτσι οι δυο τους. Δεν ήταν έτσι όταν βρίσκονταν μαζί. Πόσο τους πήγαινε εκείνο το σημείο της Θεσσαλονίκης, λες κι είχε φτιαχτεί για πάρτη τους και μόνο ένιωθαν. Μήπως όμως κι όλοι οι υπόλοιποι εραστές της γοητείας της το ίδιο δεν πίστευαν; Αυτό είναι το ελκυστικό με τούτο το μέρος. Σε κάνει να νιώθεις απόλυτα δίχως να σου εξασφαλίζει αποκλειστικότητες. Μα δε σε νοιάζει. Εκεί πάνω είμαστε όλοι εραστές κι ερωμένες. Ερωτευμένοι, πληγωμένοι, παράνομοι, επαναστάτες με ή χωρίς αιτία. Ατενίζουμε τα όνειρά μας για να τα κάνουμε ξυπνώντας πραγματικότητες.

Είναι έμπνευση η Άνω Πόλη. Εμπνέεται από ιστορίες κι εμπνέει αλήθειες. Κάθε φορά που κάποιος την εμπιστεύεται ένας ακόμη ψίθυρος γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι του άυλου κορμιού της. Είναι φτιαγμένη από μυστικά, ανάσες, βλέμματα και από εκείνα τα “μείνε λίγο ακόμη” όσων ποτέ δε χορταίνουν το μαζί. Όπως οι δυο τους που σε λίγο θα έπρεπε να φύγουν μα ποιος νοιάζεται για όλα αυτά όταν βρίσκεται εκεί πάνω; Δεν το έπαιρναν απόφαση. “Ένα τσιγάρο ακόμη μαζί σου και πάμε”, είπε και την κοίταξε. “Πολλά”, απάντησε. Και φιλήθηκαν κάνοντας κωλοδάχτυλο στους καθωσπρεπισμούς όλου του κόσμου.

Φωτογραφία: Ευτυχία Πασχαλίδου