Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλμπέρτος Ναρ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλμπέρτος Ναρ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 14 Ιουλίου 2020

Σελιδοδείκτης | Ι Remember.... Θυμάμαι | Επιζώντες του Ολοκαυτώματος Τραγουδούν Σεφαραδίτικα | Αλμπέρτο Ναρ - Λέων Α. Ναρ

Γράφει η Μαρίνα Καρτελιά.












Αρχείο: Αλμπέρτος Ναρ 
Επιμέλεια: Λεων Α. Ναρ


Αποκρυστάλλωση Μνήμης.


΄Αρχισα να ακούω το cd που κυκλοφορεί με τη φροντίδα και την καινοτόμα τόλμη των εκδόσεων IANOS με το πού το πήρα στα χέρια μου. Αμέσως μετά το unboxing. Η μια φωνή ήταν άλλοτε μικρού κοριτσιού, άλλοτε σκερτσόζας γυναίκας. Είχαν όλο το κρυφό ταμπεραμέντο, κουβαλημένο στους αιώνες, ζυμωμένο στις γειτονιές και στα γκέτο. Είχαν όλο το τραύμα και ταυτόχρονα έκλειναν πονηρά το μάτι στην Ιστορία, λέγοντας χωρίς λόγια: "Εδώ είμαστε". Η ατμόσφαιρα είχε το εν τη γενέσει στοιχείο μιας μουσικής πραγματικότητας. Με την έννοια, ότι καθώς ξετυλίγονταν οι μελωδίες, με την εισαγωγή να μπαίνει με τη φωνή του Αλμπέρτου Ναρ, έγραφε ήδη μια μουσική ιστορία, αυτή που το cd έτσι φτιαγμένο, απλά, a capella, πραγματικά προοριζόταν να εγκαθιδρύσει.

Για πρώτη φορά, δυο "Σαλονικάι", που στα εβραϊκά πάει να πει άντρας ρωμαλέος κι εύστροφος, ενώνονται στο Χωροχρόνο και αναφωνούν δίγλωσσα, στα ελληνικά και στα λαντίνο, - όπως στο ομώνυμο διήγημα- , "Αλεβάντα Τζάκο, Σήκω επάνω Τζάκο!", περιηγούμενοι ίδια όπως εκείνος ο ήρωας, τη Σαλονίκη που σώνει η μνήμη.

Το αρχείο του Αλμπέρτου Ναρ, είναι όπως διαβάζουμε εκτενές και αυτό το εγχείρημα εμφανίζει μόνο ένα μικρό απόσπασμά του. Είναι αρκετό όμως να διαπιστώσουμε την κατανυκτική προσοχή με την οποία συλλέχθηκε και διασώθηκε ένα μεγάλο κομμάτι ανομολόγητου πολιτισμού της πόλης της Θεσσαλονίκης, με τα τραγούδια ερμηνευμένα στην ισπανικοεβραϊκή διάλεκτο Λαντίνο, αλλά τόσο ζυμωμένα στην ελληνική καθημερινότητα, στη μουσική πραγματικότητά της Ελλάδας ως και στις μέρες μας,  που πια την πλειοψηφία των τραγουδιών την ξέρουμε, την έχουμε τραγουδήσει, βιώσει κλάψει όλοι μας. Το γελεκάκι, για παράδειγμα, που περιέχεται σ΄αυτό το θησαύρισμα,  το τραγουδούσε όπως μου έλεγαν, η Σμυρνιά γιαγιά μου στον συμπατριώτη της παππού μου, για να του φτιάξει τη μέρα και είναι βίωμα και αγαπημένο και σε μένα.

Η επιλογή επίσης των τραγουδιών, που έγινε από τον Λέοντα Ναρ, έχει όλο το σεβασμό στην αποτύπωση της βιωμένης καθημερινότητας στην οποία ανατράφηκε ο ίδιος και ο πατέρας του, όπως και το σύνολο σχεδόν των κατοίκων της εποχής που γράφτηκαν και τραγουδήθηκαν στις γειτονιές της Θεσσαλονίκης τα σεφαραδίτικα τραγούδια. Εδώ είναι όλα, η γλύκα, τα γλέντια, το μεράκι, ο ξεριζωμός, το συναίσθημα, η απώλεια. Είναι παρούσα μέσω των τραγουδιών η κουλτούρα της πόλης, ο τρόπος που διασκέδαζαν, η καθημερινή μάχη για επιβίωση, η τιμιότητα, στοιχεία αμιγώς ενσωματωμένα στην κουλτούρα της ελληνικής κοινωνίας συνολικά ως σήμερα. Στην εισαγωγή που υπογράφει ο ίδιος, αυτό ξεδιπλώνεται ευκρινέστατα.

Διαβάζοντας τα κείμενα του βιβλίου, με τον πρόλογο του Νίκου Ορδουλίδη,μπαίνουμε στο ιστορικό πλαίσιο και αντιλαμβανόμαστε πόσο συντaρακτικό είναι αυτό στο σήμερα. Η εκπληκτική μας συνάφεια με τα τραγούδια αυτά, ως κληρονομιά, παράδοση και βίωμα. Γιατί στην παράδοση, όπως λέει κι ο ποιητής, παραδίδεις, δεν παραλαμβάνεις απ΄αυτή.

Καθώς λοιπόν άρχισαν να σκάνε απ΄τις μελωδίες, πρόσωπα του μουσικού καμβά της Σαλονίκης, οι άνθρωποί της, οι μουσικοί της, οι συνήθειες, οι καημοί, η ανδρική φωνή σε έφτανε μέσα από μια ιδιαίτερη χροιά, πότε με ροπή προς τον ψαλμό, πότε προς το ρεμπέτικο τραγούδι, αποτυπώνοντας ακόμη μια φορά αυτό που αποτελούσε τη μουσική πραγματικότητα των σεφαραδίτικων τραγουδιών έτσι όπως ήταν ζωή για τους ανθρώπους.

Γι΄αυτό έχουν την ικανότητα, εξαιρετικά αβίαστα όσο και αστραπιαία, να μας μεταφέρουν εκεί, στην εποχή, στην πραγματικότητα, στην καθημερινότητα, μας μεταδίδουν το ακριβές κλίμα της ζωής. Και αποδεικνύουν χωρίς λόγια την αλήθεια που ξέραμε όλοι:

Καμία εκτόπιση, κανένας ξεριζωμός καμιά μαζική εξόντωση δεν είναι ικανή να συλήσει τη μνήμη. Να εμποδίσει την παράδοση να ενσωματωθεί και να συνεχιστεί στην φιλόξενη αγκαλιά της Πατρίδας που στέκει μακριά από συμφέροντα, συσχετισμούς και συγκυρίες.
Η μεροκαματιάρισσα ψυχή των τραγουδιών ζεσταίνεται σε κόρφους μικρασιάτικους, κατεβαίνει πρόσφυγας από τη Σαλονίκη και κοιμάται στα προσφυγικά ντιβάνια της Νέας Φιλαδέλφειας, ξυπνάει με τούρκικο καφέ και τραγουδιέται στα προσφυγικά χείλη ζευγαριών τα πρωινά δίπλα στο αγιόκλημα. Κλαίει για το τραύμα και θρηνεί αξιοπρεπώς την απώλεια. Γίνεται βίωμα των παιδιών που γεννιούνται εδώ, που δεν έζησαν προσφυγιά, Ολοκαύτωμα, χριστιανόπουλα, εβραιόπουλα, όλα ελληνόπουλα, καταλήγουν σε μια κασέτα.

Και στα '20, μετά τον κορονοϊό, τρυπούν με φροντίδα σε ένα διάφανο πορτάκι ως ψηφιακός δίσκος, για να φέρουν ακόμη μια φορά, στους απογόνους, στους επιγόνους, στους φίλους της καλής μουσικής, δάκρυα θερμά, να ταξιδέψουν πίσω στο χρόνο στη Σαλονίκη όπως βιώθηκε από το 1492 ως το 1943, κεντήστρα, μερακλού, εργατομάνα, μα πάντα με το νου στο τραγούδι και στο γλέντι απ΄το τίποτε, εκ των ενόντων που λένε σήμερα.

Εκεί μας μπάζει αυτή η έκδοση με την τεκμηριωμένη απλότητά της, την ερμηνεία των τραγουδιών χωρίς τη συνοδεία οργάνων. Η αλήθεια δεν έχει ανάγκη από στόμφο ούτε βαρύγδουπο τρόπο για να ειπωθεί. Στέκει εκεί, διάφανη, μελωδική και αιώνια. Κι αντιληπτή στον κόσμο όλο ως παγκόσμια μνήμη. Ως παρακαταθήκη ζωής.

Και κάνει τη Σαλονίκη, ξανά, να θυμηθεί ό,τι πάσχισαν να την κάνουν να ξεχάσει, ξεριζώνοντας μνήμες, μάρμαρα, ανθρώπους, στέκια. Μα ο πολιτισμός της πόλης δεν αφανίζεται, αενάως βρίσκει τον τρόπο και επανεμφανίζεται. Και λάμπει πάλι.

Και τώρα, μ΄αυτό το βιβλίο-cd στα χέρια, η διατήρηση του εγγενούς πολιτισμού, μοιάζει, επιτέλους, απλή και εφικτή.








Ι REMEMBER.... ΘΥΜΑΜΑΙ
Aλμπέρτος Ναρ
Λεων Α. Ναρ

Εκδόσεις IANOS.






ΑΛΜΠΕΡΤΟΣ ΝΑΡ

Ο Αλμπέρτος Ναρ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου πέρασε όλη τη ζωή του. Γιός σεφαραδιτών Εβραίων, επιζώντων του Ολοκαυτώματος. Παρακολούθησε μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και εργάστηκε ως γραμματέας της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης. Διηύθυνε το Κέντρο Ιστορικών Μελετών Εβραϊσμού Θεσσαλονίκης και ήταν μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του Κέντρου Ιστορίας του Δήμου Θεσσαλονίκης. Συνεργάστηκε με το ιστορικό περιοδικό του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος (ΚΙΣΕ) Χρονικά και αρθρογράφησε στις εφημερίδες Μακεδονία και Θεσσαλονίκη.[1]

Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1985 με το βιβλίο "Οι συναγωγές της Θεσσαλονίκης. Τα τραγούδια μας", με πρόλογο του Γιώργου Ιωάννου. Τις μελέτες λαογραφικού και όχι μόνο ενδιαφέροντος, με τις οποίες επιχειρεί να φωτίσει το χαρακτήρα της Εβραϊκής κοινότητας στην ιστορική διαδρομή της, τις συνέχισε ο Ναρ και μετά το 1985, συγκεντρώνοντας το σύνολο της δουλειάς του στο βιβλίο "Κειμένη επί ακτής θαλάσσης" (1997). Αναφορά πρέπει οπωσδήποτε να γίνει και στο βιβλίο "Προφορικές μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα" (1998), που κυκλοφόρησε μαζί με την Έρικα Κούνιο Αμαρίλιο.


Ως πεζογράφος εμφανίστηκε επίσης το 1985 με διήγημα από το περιοδικό "Το δέντρο", αλλά συνεργάστηκε στενά και με τα περιοδικά "Παραφυάδα" και "Το τραμ" (Τρίτη διαδρομή).
Κυκλοφόρησε επίσης τις συλλογές διηγημάτων : "Σε αναζήτηση ύφους" (1991, δεύτερη έκδοση το 1997 εμπλουτισμένη με πέντε ακόμα διηγήματα), και "Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός" (1999). Ήταν τακτικός συνεργάτης των εφημερίδων "Μακεδονία" και "Θεσσαλονίκη". Κείμενά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, γαλλικά και εβραϊκά.

Το 2011, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Βιβλίου Θεσσαλονίκης, μίλησαν για το έργο του Αλμπέρτου Ναρ, οι Τάσος Καλούτσας, Θωμάς Κοροβίνης, Μανόλης Ξεξάκης και Περικλής Σφυρίδης.Στις 10.5.2015, με αφορμή τα 10 χρόνια από το θάνατό του, οι εκδόσεις Νεφέλη και Ευρασία διοργάνωσαν στο πλαίσιο της 12ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης εκδήλωση για το έργο του με ομιλητές τους Χρίστο Ζαφείρη, Θωμά Κοροβίνη, Γιώργο Σκαμπαρδώνη και Θανάση Τριαρίδη.

Υλικό από το αρχείο του Αλμπέρτου Ναρ με ηχογραφήσεις σεφαραδίτικης μουσικής βρίσκεται στο ΕΛΙΑ Θεσσαλονίκης. Απόσπάσμα του γίνεται γνωστό σήμερα με την έκδοση I REMEMBER... ΘΥΜΑΜΑΙ, όπου επιζώντες του Ολοκαυτώματος τραγουδούν Σεφαραδίτικα τραγούδια. Διηγήματά του έχουν αναδημοσιευθεί σε πολλά ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.







ΛΕΩΝ Α. ΝΑΡ


Ο Λέων Α. Ναρ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1974. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Α.Π.Θ. και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές Νεοελληνικής Φιλολογίας, Βιβλιολογίας και Διδακτικής της Λογοτεχνίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο (2000), ενώ το 2007 αναγορεύτηκε Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας. Τον Νοέμβριο του 2015 έγινε δεκτός ως μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και τον Δεκέμβριο του 2017 ολοκλήρωσε την μεταδιδακτορική του έρευνα.

Το 2007 εξέδωσε (σε συνεργασία με τον Γιώργο Αναστασιάδη και τον Χρήστο Ράπτη) το βιβλίο Εγώ ο εγγονός ενός Έλληνα, η Θεσσαλονίκη του Νικολά Σαρκοζί[1], (Καστανιώτης) το οποίο μεταφράστηκε και στα γαλλικά. Το 2009 εκδόθηκε το δίτομο έργο του Ναρ με τίτλο Γιωσέφ Ελιγιά, Άπαντα[2](Γαβριηλίδης), ενώ την ίδια χρονιά επιμελήθηκε το επετειακό λεύκωμα 25 χρόνια Ιανός[3]. Το 2011 κυκλοφόρησε το δίγλωσσο (σε ελληνική και αγγλική γλώσσα) βιβλίο του με τίτλο Το μέλλον του παρελθόντος, Θεσσαλονίκη 1912-2012[4] (Καπόν), (με φωτογραφίες του Γιώργη Γερόλυμπου), και η μελέτη Ισραηλίτες Βουλευτές στο Ελληνικό Κοινοβούλιο[5] που επιμελήθηκε το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων. 
Το 2014 κυκλοφόρησε το βιβλίο Το παιχνίδι της εξέδρας σχολιασμένα συνθήματα από τα ελληνικά γήπεδα[6](Μεταίχμιο).

Το 2017 κυκλοφόρησε (Ευρασία) το θεατρικό έργο του "Δεν σε ξέχασα ποτέ"[7] (μαζί με cd των σεφαραδίτικων τραγουδιών της ομώνυμης παράστασης) που ανέβηκε από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος το 2017[8]

Το 2018 κυκλοφόρησε το βιβλίο Ξανά στη Σαλονίκη. Η μετέωρη επιστροφή των Ελλήνων Εβραίων στον γενέθλιο τόπο (1945-46)[9][10] από τις εκδόσεις Πόλις. Κείμενά του, επίσης, έχουν δημοσιευτεί σε 8 συλλογικούς τόμους.

Το 2020 επιμελήθηκε μέρος από το υλικό από το αρχείο του Αλμπέρτου Ναρ, με ηχογραφήσεις σεφαραδίτικης μουσικής που βρίσκεται στο ΕΛΙΑ Θεσσαλονίκης, το οποίο κυκλοφορεί και γίνεται γνωστό με την τρίγλωσση έκδοση I REMEMBER... ΘΥΜΑΜΑΙ, όπου επιζώντες του Ολοκαυτώματος τραγουδούν Σεφαραδίτικα τραγούδια (εκδόσεις IANOS).








Δευτέρα 6 Ιουλίου 2020

Σελιδοδείκτης Unboxing | Ι Remember.... Θυμάμαι | Επιζώντες του Ολοκαυτώματος Τραγουδούν Σεφαραδίτικα | Αλμπέρτο Ναρ - Λέων Α. Ναρ

Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.






Αρχείο: Αλμπέρτος Ναρ 
Επιμέλεια: Λεων Α. Ναρ


«Τούτα τα τραγούδια τα ’λεγαν ως προχτές στη Σαλονίκη οι κοπέλες, καθώς συγύριζαν την κάμαρά τους, οι εργάτες στα καπνομάγαζα, οι βαρκάρηδες στο λιμάνι. Και με το πέσιμο της νύχτας, η μελωδία ξεχυνόταν από τα μισόκλειστα παράθυρα, απλωνόταν στα κακοτράχαλα καλντερίμια, αγκάλιαζε τη γειτονιά ολάκερη. Μανάδες που νανούριζαν τα μικρά τους, παλικάρια που παίνευαν της αγαπημένης τους τα κάλλη, λεβέντες που έπνιγαν τον καημό τους στο κρασί, κάποια κορίτσια που σιγοψιθύριζαν τους μύχιους πόθους της καρδιάς τους, κάποια γερόντια στο πλατύσκαλο που αναμετρούσαν το βάρος της μέρας που ξεψυχούσε», σημειώνει ο Αλμπέρτος Ναρ στον πρόλογο του βιβλίου Οι Συναγωγές της Θεσσαλονίκης – Τα Τραγούδια μας (πρόλογος Γιώργος Ιωάννου, έκδ. Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης, 1985).

Η ώρα της πόλης να θυμηθεί. Και ο σωστός τρόπος.








Αποκτήσαμε, και ξετυλίγουμε για σας την τρίγλωσση φροντισμένη έκδοση από το αρχείο του Αλμπέρτο Ναρ, που επιμελήθηκε ο Λεων Α. Ναρ, που περιέχει βιβλίο και cd.

Επιζώντες του Ολοκαυτώματος τραγουδούν Σεφαραδίτικα τραγούδια και με πολλή χαρά σήμερα σας παρουσιάζουμε το καινούργιο εγχείρημα των εκδόσεων Ianos.

Μπορείτε να το βρείτε ΕΔΩ: 




Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020

#weremember 2020 | Η ρημαγμένη "μάνα του Ισραήλ" | Αλμπέρτος Ναρ



Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.






Η ρημαγμένη
Πλατεία Ελευθερίας, Θεσσαλονίκη
η μαρτυρική του Μαύρου Σαββάτου, 2019, Αρχείο.
"μάνα του Ισραήλ"



΄Οταν στον κόσμο σ΄έφερε
η μάνα που σ΄εγέννα
δεν είχες μέσα σου καρδιά
για ν΄αγαπάς κανένα.

Τράβα, κι αγάπη αλλού να βρεις
στην πόρτα μου μη μένεις.
Την τύχη μου θα ψάξω αλλού
Για μένα είσαι χαμένη.

΄Ολοι παν στη συναγωγή
κι εγώ στο σπιτικό σου
΄Ολοι φιλάν τη μεζουζά
κι εγώ το πρόσωπό σου.

Πέρασα από την πόρτα σου
και βρήκα κλειδωμένα
Και φίλησα την κλειδαριά
σα να φιλούσα εσένα.




Αλμπέρτος Ναρ
Οι συναγωγές της Θεσσαλονίκης - Τα τραγούδια μας.

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

#weremember 2020 | Δεν θ΄αρνηθώ, δεν θα ξεχάσω το Ολοκαύτωμα | Προφορική μαρτυρία Επιζώντος 110.681

Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.





#weremember 2020 - Δεν θ΄αρνηθώ, δεν θα ξεχάσω το Ολοκαύτωμα.


΄Ολο το μήνα, ο Σελιδοδείκτης συμμετέχει στη μνήμη με κορύφωση τη Διεθνή Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος στις 27/1, με εκδηλώσεις, άρθρα, αποσπάσματα λογοτεχνικών έργων, και την αποτύπωση του Ολοκαυτώματος  στις Τέχνες και στην κοινωνία.





Την ακόλουθη μαρτυρία κατέγραψε ο Αλμπέρτος Ναρ, και περιέχεται μαζί με δεκάδες άλλες, στο βιβλίο Προφορικές μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα που εξέδωσαν οι εκδόσεις Ευρασία και έχουν παρουσιαστεί από τον Σελιδοδείκτη.




Φωτ.:΄Εργο τέχνης, Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης


Μαρτυρία του Μπαρούχ Γιεχασκιέλ

ΤΟ 1943 ΗΜΟΥΝ ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΕ-εικοσιέξι χρονών. ΄Εμενα στο συνοικισμό Ρεζή-Βαρδάρ. ΄Ημουν κουρέας. ΄Ημουν παντρεμένος με τρία παιδιά. Είχα και τη μάνα μου. Τους έχασα όλους στα στρατόπεδα. ΄Εχασα και δύο αδέλφια. Συνολικά επτά άτομα. Με τη γυναίκα και τα παιδιά μου φύγαμε στην ίδια αποστολή. Η μάνα μου και τα αδέλφια μου έφυγαν πριν, νωρίτερα από εμένα.

Πριν φύγετε, πήγατε στην πλατεία Ελευθερίας;
Μαγαζί είχα απέναντι, στο Μποτόν.

Στα έργα σας πήραν;
΄Οχι. ΄Υστερα πήγα στο μαγαζί και μετά γύρισα στο σπίτι. Δεν με κάλεσαν για τα έργα.

΄Οταν είδατε να γίνονται όλα αυτά, τα κίτρινα άστρα, τα γκέτο, δεν σκεφτήκατε ότι δεν πρόκειται να βγουν σε καλό και ότι έπρεπε να κρυφτείτε;
Δεν μπορούσα, γιατί είχα τρία παιδιά και γυναίκα και μάνα. Πού να πάω; Φαντάσου τώρα από το σπίτι μου όλη η προίκα που είχα καινούργια, τα ΄βαλα σ΄ένα μπαούλο και την πήγα στην Αγία Τριάδα, σ΄ένα γνωστό χριστιανό.

Στην πλατεία Ελευθερίας τι είδατε;
Μαζεύανε τους Εβραίους. Αυτός ο πώς το λένε, το όνομα το ξέχασα. Απαγόρευσε στους ΄Ελληνες να πάνε σε εβραϊκά μαγαζιά.

Εννοείτε τον Μέρτεν;
΄Οχι, δεν θυμάμαι το όνομά του. ΄Ενας χριστιανός, που ψώνιζε συνέχεια σε μας, ήρθε και μας είπε: "΄Ακουσε, κύριε Γιακό, εμείς δεν μπορούμε να ΄ρθούμε τώρα, γιατί μας υποχρεώνει ο Γερμανός να μην πατήσουμε σε εβραϊκό μαγαζί".

Πώς σας σηκώσανε από το Ρεζή-Βαρδάρ;
Μας πήρανε στα βαγόνια μέσα. Πρώτα μας πήραν από εκεί και μας πήγαν στου Βαρώνου Χιρς. ΄Ηταν οι Γερμανοί και μάζεψαν τους Εβραίους για να τους στείλουν με τα βαγόνια. Μας μάζευαν κι εμάς, πήγαμε κι εμείς στα βαγόνια. Πάνω-κάτω καμιά πεντακοσαριά.

Πεντακόσιοι σ΄ένα βαγόνι;
Εμ, τι νόμιζες; Δεν είχαμε ούτε αποχωρητήρια ούτε τίποτα. Ντρέπονταν οι γυναίκες να πάν΄να κατουρήσουν. Τι να κάνουμε; Νερό καθόλου. Τίποτα. Μας πήγαν στο Μπίρκεναου. Το ταξίδι κράτησε τρεις-τέσσερις μέρες.

΄Οταν πήγατε στα βαγόνια, ξέρατε ότι θα πάτε στο Μπίρκεναου;
΄Οχι. Μας είπαν ότι θα πάμε στη δουλειά, και να πάρουμε όλα τα εργαλεία που έχουμε, και πήραμε τα εργαλεία εμείς, μαζί μας τα κουβαλήσαμε. Απ΄το βαγόνι, πολλούς βάλανε σ΄ένα αυτοκίνητο, όταν φθάσαμε. Εκεί ήταν ένας Γερμανός. ΄Οταν κατεβήκαμε απ΄τα βαγόνια, μερικούς έστειλε στο ΄Αουσβιτς, μερικούς έστειλε στο αυτοκίνητο... ΄Οποια γυναίκα είχε παιδί, πήγαινε στο κρεματόριο.

Αυτοί που διάλεξε να μπουν στο στρατόπεδο ήταν νέοι;
Ναι. Και οι άλλοι όλοι μες στο αυτοκίνητο, για το κρεματόριο...΄Οταν κατεβήκαμε κάτω, μας είπαν: "Μόνο εσείς θα μείνετε, οι άλλοι θα φύγουν".

Η γυναίκας σας, η  μητέρα σας και τα παιδιά πήγαν στο κρεματόριο;Πότε το μάθατε αυτό;
Το έμαθα αμέσως μόλις κατεβήκαμε. Είχε έναν εκεί πέρα, από τη Σαλονίκη. Είπε:"Πόσοι ήρθατε;Θα ΄ρθουν άλλοι; Στο αυτοκίνητο πάνε για για το κρεματόριο". ΄Οποια γυναίκα είχε παιδί, όποια ήταν γριά, την πήγανε στο κρεματόριο. Κι όταν πήγαμε, μας είπαν ψέματα ότι τα παιδιά πάνε σε ένα άλλο κέντρο.

Πώς νιώσατε τότε εσείς;
Κοπήκαμε ολοκληροι. Δεν το πιστεύαμε.

Εσείς πιστέψατε ότι θα επιζήσετε;
Α μπα, ούτε κι εγώ. Αμέσως μετά μας χώρισαν να πάμε για λουτρό. Τα αφήσαμε όλα στα βαγόνια, λεφτά, ό,τι είχε ο καθένας. Μας έβαζαν, πριν να μπούμε στο λουτρό, σε μια μεγάλη σάλα να ξεγυμνωθούμε. Λέγαν: "Τα πράγματά σας μετά από το μπάνιο θα τα πάρετε". Ψέματα. Ξεντυθήκαμε, αφήσαμε τα εργαλεία όλα, όπως ήμασταν γυμνοί, και πήγαμε στο μπάνιο. Μας βγάλανε από την άλλη πόρτα και μας δώσανε ρούχα σαν πιζάμες, κι όλα τα δικά μας τα αφήσαμε εκεί. Μας βάζανε και αριθμό. Ο δικός μου είναι "110.681". Εκεί δεν είχαμε ονόματα. Αριθμοί...

Τι έγινε μετά;
Κάναμε υπομονή. Μας βάλανε σε δουλειά. Εγώ κουβαλούσα νερό, δούλευα με το φτύαρι, πώς το λένε, χώματα, για να χτίζουν οι Γερμανοί. Πήγα σε τρία στρατόπεδα, Μπίρκεναου, ΄Αουσβιτς και ένα τελευταίο στρατόπεδο που κουβαλούσαμε, και οι μάστοροι χτίζανε. Κι είχε μια παράγκα κι έβαζα νερό και τους το πήγαινε. Και μια μέρα, λοιπόν, τρεις Γερμανοί ήλθανε, μας πήρανε. Σουρωμένοι ήταν αυτοί, μ΄έδωσε ο ένας Γερμανός είκοσι πέντε στον κώλο.

Κάνατε κάποιο παράπτωμα;
΄Οχι, να, έτσι είκοσι πέντε... Τέσσερις μέρες ήμουνα με φουσκωμένο κώλο. Και ύστερα εκεί πέρα ήρθαν γιατροί και μαζεύανε για το κρεματόριο. Σαράντα εννέα άτομα ήτανε. Για να τους δει ο Γερμανός και να τους στείλει στο κρεματόριο... Και παρακάλεσα εγώ το γιατρό να μπω κι εγώ μέσα. "Δεν μπορώ", του είπα. Λέει:"Καλά. Θα πω ότι είσαι περιττός".

Ο γιατρός ήταν κρατούμενος;
Ναι. με έβαλε μέσα. Μόλις πάμε μέσα, μας δίνουν ψωμί, σαλάμι, όλα... για δυο-τρεις μέρες. Εγώ εκείνη την ώρα... έρχεται ο ρουφιάνος ο Γερμανός, μας βλέπει... Α, εσύ θα πας για δουλειά, λέει. Με είδαν πάλι οι μαστόροι. "Τι έκανες;" Λέω: "Να, δεν με βλέπεις;" Τι να κάνουμε; Τέλος πάντων, μετά με πήραν στο νοσοκομείο. ΄Εκανα και δουλειά, ξύριζα ως κουρέας. ΄Ηταν νοσοκομείο κρατουμένων. ΄Ηταν και πολλοί Γερμανοί. Κάθε τόσο έρχονταν δέματα, φαΐ είχαν, ψωμί, απ΄όλα. Εγώ τους ξούριζα για να πάρω λίγο μουχλιασμένο ψωμί. ΄Υστερα μας έβγαλαν από το κράνκενμπάου (νοσοκομείο).

Αναφέρατε πολλές φορές τη λέξη ψωμί. Τι φαγητό ακριβώς σας έδιναν;
Το συσσίτιο; Τσόφλια από πατάτες βρασμένες. Το πρωί ένα τσάι. ΄Οποιος ήθελε έπινε. Νεροζούμι. ΄Οταν είχαμε υπηρεσία για να πάμε να πάρουμε τον καφέ, πηγαίναμε στα σκουπίδια και παίρναμε τα τσόφλια από πατάτες κρυφά, για να μη μας δει ο Γερμανός. Τα παίρναμε, λοιπόν, και πηγαίναμε μες στο δωμάτιο που ήμασταν, κάτω από την κουβέρτα, και τα καθαρίζαμε και τα τρώγαμε. Το μεσημέρι μια σούπα νερόβραστη. Το βράδυ, ό,τι τρώνε εδώ οι ΄Ελληνες σαν μεζέ για ούζο, αυτό μας έδιναν εκεί για είκοσι τέσσερις ώρες.

Δηλαδή τι ακριβώς;
΄Ενα κομματάκι ψωμί και λίγη μαργαρίνη.

Πού κοιμόσασταν;
Στο θάλαμο. Τα κρεβάτια ήταν το ένα επάνω στο άλλο. Τρία πατώματα. ΄Ενας σε κάθε κρεβάτι.

Το νοσοκομείο πώς ήταν;
Εκεί πέρα στο νοσοκομείο είχε έναν Γάλλο κουρέα, αρχηγό. Αυτός έκανε ό,τι έκανε και μας έπαιρνε το Σάββατο να τους ξυρίσουμε όλους. Αν κάποιος δεν ήταν ξυρισμένος, τις τρώγαμε εμείς. Ερχόταν αυτός ο αρχηγός κουρέας, πήγαινε σε όλα τα κρεβάτια...

Τις διαταγές πώς τις καταλαβαίνατε; Ξέρατε γερμανικά;
Εκεί μάθαμε.

Σε ποια άλλα κομάντο πήγατε;
Από κει μας πήραν σ΄ένα άλλο στρατόπεδο. Δεν θυμάμαι πότε. Τριάντα νομάτοι, σαράντα μέσα στο αυτοκίνητο, και μας πήγαν εκεί για δουλειά. Κουβαλούσαμε νερό. ΄Ημουν και κουρέας.

Επιλογή περάσατε άλλη φορά;
Επιλογή πέρασα, όταν ήμουν στο ΄Αουσβιτς, στο νοσοκομείο. Από εκεί μας πήραν και μας πήγαν εκεί, στο...

Πώς ελευθερωθήκατε;
΄Ηλθε ο Εγγλέζος. Ακούσαμε ότι... ΄Οπου ήθελε καθένας, τον έστελνε. Εγώ ήθελα στη Σαλονίκη, ήλθα στη Σαλονίκη.

Πώς σας έστειλαν;
Με αεροπλάνο.

Σας φέρθηκαν καλά οι Εγγλέζοι;
Πώς. Πολύ καλά.

Τι έγινε όταν επιστρέψατε;
Μόλις γύρισα, πρώτα πήγαμε στην Αθήνα. Η Ασφάλεια αμέσως μας πήρε, "Από πού είστε;","Από τη Θεσσαλονίκη". Και πήγαμε στη Θεσσαλονίκη. Νομίζαμε ότι θα βρούμε τα παλιά. Δυστυχώς δεν βρήκαμε τίποτα.

Τι εννοείτε;
Παιδιά, γυναίκες, δεν ξέρω τι.

Ελπίζατε ότι θα γυρίσουν;
Ναι. Αν και ξέραμε, αλλά πάλι... Τι να κάνουμε; ΄Ηλθα ξανά στην Ελλάδα, άρχισα να δουλεύω πάλι σε κουρείο, υπάλληλος, στη Βασιλέως Ηρακλείου. Και έβγαλα μια δεκάρα κι έτρωγα. Αυτό ήταν. ΄Υστερα, το 47-48 παντρεύτηκα και απέκτησα τέσσερα παιδιά. Οι Γερμανοί πήγαν να μας εξοντώσουν, αλλά εμείς τα βγάλαμε πέρα, ευτυχώς που... ΄Ημουν λίγο τρελός, αλλά... ΄Εχω τέσσερα εγγόνια. Οι Γερμανοί μας κάνανε αυτό το κακό, δηλαδή με ξύλα, το ένα, το άλλο, χτυπούσανε στο ΄Αουσβιτς.... ΄Ενα μόνο θα σου πω, ήταν ένας Λεβή. Αυτός ήξερε τα γερμανικά και ήταν με δέκα νομάτοι, τους έβαλαν να δουλέψουν, να σκάβουν. ΄Ερχεται ο Γερμανός, παίρνει τους αριθμούς. Του λέει ο Λεβή: "΄Ενα λεπτό". Με το που που τον είπε ένα λεπτό, παίρνει ο Γερμανός το φτυάρι και τον σκοτώνει. Επειδή του κάπνισε, τον σκότωσε.... Τι να κάνουμε. Αυτό ήταν. ΄Ο,τι ήθελαν έκαναν οι ρουφιάνοι.

Θεσσαλονίκη, 19 Μαΐου 1989



Προφορικές Μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα | Ε. Κούνιο-Αμαρίλιο, Αλμπέρτος Ναρ

Εκδόσεις Ευρασία 




Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2019

Σελιδοδείκτης | Η Βαρώνη Αιωρείται στο Χρόνο | Αλμπέρτος Ναρ | Διήγημα

Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.




Η ΒΑΡΩΝΗ ΑΙΩΡΕΙΤΑΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ

                                                                Του Αλμπέρτου Ναρ





H χαριτόβρυτη Βαρώνη Κλάρα ντε Χιρς δραπετεύει από τη μοναδική προσωπογραφία της που διασώθηκε και αναγγέλλει την άφιξή της στο νεόδμητο σιδηροδρομικό μας σταθμό. Κατεβαίνει αργά αργά από το πολυτελέστατο βαγόνι ενώ οι μπάντες του στρατού και των ορφανοτροφείων παιανίζουν θριαμβικά εμβατήρια. Εκείνη ακτινοβολεί περιβλημένη τη φίνα μουσελίνα της ροζ τουαλέτας της, πανάκριβη ρενάρ κάπα και βέλο από αραχνοΰφαντο τούλι. Υπάλληλοι της νεοσύστατης κρατικής εταιρείας σιδηροδρόμων στρώνουν βαρύτιμα χαλιά για να υποδεχτούν το ανάλαφρο βήμα της. Την καλωσορίζουν στρατιωτικοί και άλλοι αξιωματούχοι με χρυσοποίκιλτες στολές, θρησκευτικοί λειτουργοί όλων των δογμάτων με ποδήρεις τζουμπέδες, εκπρόσωποι του διπλωματικού σώματος με παράσημα και άλλα διακριτικά και ηγέτες των κοινοτήτων με ημίψηλα και φράκα. Πίσω από τον απλό λαό που συνωστίζεται στην παρακείμενη πλατεία και επευφημεί, σταθμάρχες και κλειδούχοι ανάβουν στριφτά τσιγάρα και κουβεντιάζουν για το μέγα γεγονός. Οι πέριξ χώροι αστράφτουν από καθαριότητα μια και από προχτές έχει απαγορευτεί αυστηρότατα η παραμονή σε μπατιροτουρίστες, λαθρομετανάστες και διερχόμενους φαντάρους. Η βαρώνη συμβουλεύεται το καρνέ της και προσπερνά επί τροχάδην ονόματα μεγαλόσχημων για τα οποία την έχουν αναλυτικά ενημερώσει. Το ρολόι του σταθμού δείχνει έντεκα και είκοσι επτά το πρωί της δεκάτης τετάρτης Μαρτίου 18.. Κάτι ευωδιαστό, κάτι σαν ανατολίτικο, πάλλεται στην ατμόσφαιρα. Και κείνη το νιώθει, έτσι καθώς αφήνεται να την οδηγήσουν στην κατάλληλα διαρρυθμισμένη αίθουσα V.I.P., όπου θα υποστεί τα αναπόφευκτα λογύδρια και θα ανακριθεί από τους εκπροσώπους των ΜΜΕ που την κατακλύζουν με βιντεοκάμερες και μαγνητοφωνάκια. Ξεχωρίζουν βέβαια, όπως πάντα, οι φίρμες του τοπικού τύπου, που έχουν επιλεγεί για να καλύψουν και το υπόλοιπο της περιοδείας της΄ ο Σαμ Ναμίας, διευθυντής της άρτι εκδοθείσης La Epoca, και ο Κλήμης Γεωργίου, αρχισυντάκτης της επίσης νεοεκδοθείσης εφημερίδας Ο Ερμής. Οι δυο φίλοι, και άλλοτε συμμαθητές στη Mission Laique, συνεργάζονται και με τα εγκυρότερα δημοσιογραφικά συγκροτήματα της Ευρώπης, συνθέτουν άψογους παρνασσικούς στίχους που δημοσιεύουν σε διαδοχές ποιητικές συλλογές και αμιλλώνται ποιος θα προσεγγίσει πιο πολύ τον Φρανσουά Κοπέ και τον Σουλί Πριντόμ. Τους παρουσιάζουν στη βαρώνη, που τους αφοπλίζει με το ευφρόσυνο χαμόγελό της. Ο Σαμ φαίνεται μάλλον αμήχανος ενώ ο Κλήμης, πιο άνετος, υποκλίνεται διακριτικά και της προσφέρει εκλεκτή ανθοδέσμη. Η βαρώνη ευχαριστεί και επιβιβάζεται στη μεγαλοπρεπή ανοιχτή άμαξα που τη σέρνουν τέσσερα τον αριθμό καθαρόαιμα. Ο Κλήμης και ο Σαμ ακολουθούν επωχούμενοι σε αστραφτερή πεντάρα BMW, τελευταίο μοντέλο. Ο Σαμ πιάνει το τιμόνι ενώ ο Κλήμης ρυθμίζει την ένταση του στερεοφωνικού τύπου SONY. Στους ψηφιακούς διαδρόμους η Ρίτα-Τζίλντα εναρμονίζεται τελετουργικά με το σκηνικό:
         Amado mio, love me for ever...



        Η άμαξα αποσπάται, πατινάρει στα λασπόνερα, προσπερνά το ξύλινο γεφυράκι πάνω από το χείμαρρο που μπαζώθηκε πρόσφατα. Μαρσαρίσματα, κλάξον και αναθυμιάσεις εξατμίσεων υπογραμμίζουν τη δυσαρμονία της πρώτης επαφής με τη σύγχρονη, καθημερινή μαγεία. Και η βαρώνη Κλάρα ντε Χιρς επισκοπεί τα ενδότερα. Αιωρείται στο χρόνο και κατευθύνεται προς τον παρακείμενο συνοικισμό που φέρει το όνομά της. Η πλατεία του σταθμού έχει πια αδειάσει. Μονάχα κάτι ατροφικά παιδιά κλοτσούν πάνινα τόπια με τα μπαλωμένα παπούτσια τους και άλλα μεγαλύτερα, σχεδόν έφηβοι, κυνηγούν με μανία τις αδέσποτες γάτες, τις πουλάνε στο ιταλικό τσίρκο που εγκαινίασε πρόσφατα τις εμφανίσεις του, τροφή για τα αχόρταγα σαρκοβόρα, και ξεκοκαλίζουν το αντίτιμο στα σινεμά και στα πορνεία. Η βαρώνη εισάγεται στο σαθρό τενεκέ μαχαλά. Και την καταλαμβάνουν εξ απίνης γυναίκες τσαούσες με φαγωμένα νύχια και σκεβρωμένα πρόσωπα. Κάποιες κρατούν μωρά που τα ραπίζουν η πείνα και η απλυσιά. ΄Αλλες αποκαλύπτονται πίσω από μπουγάδες, μέσα από παράγκες φτιαγμένες από λαμαρίνες και πισσόχαρτα, που τα ανοίγματά τους καλύπτονται με τσουβάλια και κουρελούδες. Η λάσπη ανεβαίνει ως το γόνατο. Και ο ουρανός είναι ακόμα βαρύς μολυβένιος. Μονάχα μια αχτίνα του ήλιου δραπετεύει από το πλέγμα του νέφους και εξωραΐζει τη βαρώνη διαγωνίως. Οι άντρες λείπουν. Θα γυρίσουν αργά το βράδυ, συχνά σουρωμένοι· θα ψάχνουν για τη λυμφατική γκαζόλαμπα με κινήσεις αδέξιες, με την ψυχή αργασμένη από τα μεγάλα βάσανα. "Ποιος άγγελος μπορεί να δώσει λύση;" αναρωτιέται ο Κλήμης. Και ο Σαμ σφίγγει τα χείλη του και συγκατανεύει.


     Στο μεταξύ η βαρώνη αιωρείται στο χρόνο. Η άμαξα παλινδρομεί σαν αποκομμένη σημαδούρα και υπερβαίνει τις γραμμές του τραμ. Ο τραμβαγιέρης χτυπά το καμπανάκι και οι οδηγοί των γραμμών υπ΄αριθμόν τρία και κι υπ΄αριθμόν δώδεκα μανουβράρουν τα μπλε ή τα κόκκινα αρθρωτά λεωφορεία τους για να της ανοίξουνε χώρο. Παρεμβάλλονται όμως ταξιτζήδες που διαρκώς διαπληκτίζονται, μοτοσυκλέτες και μηχανάκια που τρομοκρατούν τα άλογα με τους επικίνδυνους ελιγμούς σλάλομ. Παρ΄όλα αυτά, η βαρώνη αγνοεί τις επικρεμάμενες πολυκατοικίες και τα εξαμβλωτικά εμπορικά κέντρα και οδεύει προς Φραγκομαχαλά. Αφήνει πίσω της χάνια και καραβάν σαράγια με αυλές περίκλειστες, εκλεκτικιστικά κτήρια τραπεζών, στοές όπου τις νύχτες βασιλεύει η απομόνωση, και διασταυρώνεται με τους αστούς με τις χαμηλωμένες ως τα φρύδια ρεπούμπλικες και τα σφιγμένα παλτά. Συναντά τον δικηγόρο, τον λογιστή, τον παραγγελιοδόχο, τον ασφαλιστικό πράκτορα, τον αντιπρόσωπο γεωργικών μηχανημάτων, τον βιοτέχνη φασόν, τον εργολάβο, τον έμπορο ανταλλακτικών αυτοκινήτων. Πλησιάζει τώρα στα σκεπαστά. Στη διασταύρωση ανάβει το κόκκινο, η άμαξα φρενάρει. Η βαρώνη νιώθει πια ερεθιστική τη δύναμη της επαφής με τους χώρους όπου διαμορφώνεται η ιστορία των ανωνύμων. Της επαφής που σε αναπαύει σαν το μύρο. Το αμάξι δε χωρά στο στενό. Και εκείνη κατεβαίνει, μπαινοβγαίνει στα μαγαζιά, ρωτά για την ποιότητα, παζαρεύει.Της αραδιάζουν τόπια πάνω στα τόπια να διαλέξει, την τρατάρουν γλυκό του κουταλιού και δροσερό νεράκι. Γύφτισσες την πλευρίζουν να της ρίξουν τα χαρτιά, να μελετήσουν τη μοίρα, όπως διαγράφεται στο λεπτό, βελούδινο, χέρι της. "Σαν να προφέρεις τη μαγική λέξη, όπως στο παραμύθι, και να παραμερίζουν οι αμπάρες και να ανοίγεται διάπλατα μπροστά σου η σπηλιά με τους θησαυρούς", μονολογεί ο Κλήμης. "΄Οπως στο παραμύθι", συγκατανεύει ο Σαμ. "Μόνο που όλα αυτά έχουν εκλείψει. Γιατρειά δεν υπάρχει".

    Και η βαρώνη αιωρείται στο χρόνο. Στη Via Regia παρατηρεί τους ξεναγούς που μυούν τους περίεργους τουρίστες στα άδυτα των βυζαντινών εκκλησιών και των ρωμαϊκών μνημείων. Οι Incantadas της γνέφουν μισοκρυμμένες πίσω από τους δαιδάλους των τουρκόσπιτων και την καλούν με το όνομά της. Μεσοπολεμικά ξενοδοχεία δεσπόζουν ένθεν και ένθεν. "Από εκεί σημάδευαν τους απεργούς το Μάη", συλλογίζονται ο Κλήμης και ο Σαμ, και αναμετρούν τους νεολαίους της Φεντερασιόν, που διαδηλώνουν για την απελευθέρωση του Ισπανού αναρχικού, και τους επιγόνους τους που προβάλλουν το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος. Η εικόνα μεταβάλλεται ξανά καθώς η άμαξα κατευθύνεται τώρα προς την παραλία, όπου οι φανοστάτες την υποδέχονται σε στάση "παρουσιάστε!", διέρχεται την πύλη τη λεγόμενη της Ρώμης και τάκα τάκα τα πεταλάκια υπερπηδά τους κυβόλιθους με τις σιδεριές και τα σκέπαστρα του αποχετευτικού δικτύου με τα διακριτικά της κατασκευάστριας βελγικής εταιρείας. Η βαρώνη περιεργάζεται τις αφίσες που διαφημίζουν αντιηλιακά, σούπερ μάρκετ, αυτοκίνητα, σκυλάδικα και άλλα καταναλωτικά αγαθά, περνά από στρατώνες και πεδία ασκήσεων, όπου καταπονημένοι φαντάροι συντηρούν ερπυστριοφόρα μαστόδοντα, και πλησιάζει προς τις απρόσιτες επαύλεις, τα Château mon bonheur, για να παραστεί στην επίσημη χοροεσπερίδα που διοργανώνεται προς τιμήν της. Θα υποστεί τις κοσμικές κυρίες που ανταγωνίζονται για μία φιλοφρόνηση και τους κυρίους που συνωστίζονται για ένα βαλς. Κάποτε όμως θα ξεφύγει από τους φουστανελοφόρους καβάσηδες, θα περάσει στην πίσω πλευρά της βίλας, παρά θιν' αλός, και θα βρεθεί στο επικίνδυνα όμορφο ηλιοβασίλεμα. Θα ανακαλύψει τους ταρσανάδες με τα μισοχτισμένα ιστιοφόρα και τα κεντράκια με τα ελκυστικά ονόματα "΄Οασις¨, "Τζιτζιφιές", "Νησάκι" ή και το αριστοκρατικό "Λουξεμβούργο", όπου τότε ο τελευταίος δείπνος του πέραν του Ατλαντικού δημοσιογράφου. Η νύχτα θα πέσει καταυγασμένη από ουρανομήκεις, σπινθηρίζουσες γλώσσες πυροτεχνημάτων και πύρινες δέσμες λέιζερ που αυλακώνουν τον ουρανό και κατακάθονται προς τιμήν της.

    Και η βαρώνη αιωρείται στο χρόνο. Πλησιάζει τώρα προς το νοσοκομείο που φέρει και αυτό το όνομά της. Πλησιάζει και ταλαντεύεται. Να μπει ή να μη μπει; Να το παρακάμψει ή όχι; Οι κτητορικές επιγραφές, άλλες εξοβελισμένες, άλλες καλυμμένες με ασβέστη, μόλις διακρίνονται. Κι εκείνη προσπαθεί να αποφύγει τους πολυάσχολους γιατρούς και τις νοσοκόμες που εφημερεύουν. Και μπαίνει στους θαλάμους με τους χειρουργημένους, τους κατακρεουργημένους από τροχαία, τους κατάκοιτους από εμφράγματα ή βαριά εγκεφαλικά, με τους όρους, τα σωληνάκια και  τους καθετήρες. Διέρχεται από τους διαδρόμους με τα αμέτρητα ράντζα, αναλώνεται με τις ώρες στις αίθουσες αναμονής των εξωτερικών ιατρείων, παρέα με τους συνταξιούχους που τα σαγόνια τους τρέμουν, που βήχας επίμονος κατατρώει τα ταλαιπωρημένα σπλάχνα τους.
    Η βαρώνη ανασύρει το μαντιλάκι με το μονόγραμμά της, σκουπίζει τον ιδρώτα που καταυγάζει το μαρμάρινό της πρόσωπο και ρυθμίζει τον προσανατολισμό της προς τα εκεί όπου πάντοτε ανήκε. Ο Κλήμης και ο Σαμ το διαισθάνονται και αναρριγούν.

....Μια μέρα εκείνη θα ξανάρθει. Οι συνοικισμοί με τα χαμόσπιτα δε θα υπάρχουν. Οι άνθρωποι που αφανίστηκαν στις δίνες, στις διαρκείς εναλλαγές των καιρών, δε θα υπάρχουν. Κανείς δε θα τους αναφέρει. Ούτε γραμμή θα ξεφεύγει για χάρη τους. Ανάλγητη η λήθη θα ισοπεδώνει. ΄Ομως η πόλη μας θα είναι πάντα εδώ με τις απύθμενες μνήμες της,, προσφερόμενη για διολισθήσεις στο χώρο και στο χρόνο. Και όταν εκείνη αναστηθεί θα τη συνοδεύουν οι σκιές τους που όλο και θα πολλαπλασιάζονται. Θα είναι βέβαια τα άυλα υπολείμματα· οι τσακισμένοι θα είναι, οι εξόριστοι, οι τσαλακωμένοι, οι αναγκαστικά αρνησίθρησκοι, οι ανασκολοπισμένοι, οι σημαδεμένοι από τους βασανιστές με τις ανεξάντλητες επινοήσεις τους. Θα είναι όμως και οι άλλοι, που πορεύτηκαν σε καιρούς ειρηνικούς. Οι μαστόροι θα ΄ναι και οι μαθητάδες, οι τεχνίτες του κρασιού και του αργαλειού, οι γυρολόγοι, οι χαμάληδες, οι καπνεργάτες. Και χάρη στην παρουσία της θα αντλούν ζωή και θα αναγαλλιάζουν και θα αναδύονται.

     Ξημερώματα, ώρα πέντε και τριάντα έξι της 15ης Μαρτίου 19. Η βαρώνη Κλάρα ντε Χιρς επιστρέφει στην πλατεία του παλιού σταθμού. Σμίγει ξανά με τους φουκαράδες του συνοικισμού που φέρει το όνομά της. Αυτοί τώρα κουβαλούν μπόγους με τα λιγοστά τους υπάρχοντα και στο στήθος τους σχεδόν αστράφτει το κίτρινο άστρο. Απρόσωποι δυνάστες κροταλίζουν διαταγές και τους πατικώνουν σε κατάκλειστα βαγόνια. Η βαρώνη στριμώχνεται κι αυτή σ΄ένα βαγόνι μαζί τους. Οι πόρτες σφραγίζονται, ο συρμός ξεκινά. Ο Κλήμης προσπαθεί να ερμηνεύσει τα ανερμήνευτα, ανοίγει την πόρτα κατεβαίνει από το αυτοκίνητο ενώ το στερεοφωνικό στέκεται στην τελευταία κινηματογραφική επιτυχία:
             
      You must remember this,
       A kiss is just a kiss,
       a shy is just a shy.
       The fundamental things are flying
       as time goes by.



      Eκείνη τους αποχαιρετά από το μοναδικό, στενό παράθυρο. Το τρένο προχωρά και η απόσταση την εκμηδενίζει. Το τραγούδι προχωρά και αυτό. Κοντεύει να τελειώσει.
      - Play it again, Sam, εκλιπαρεί ο Κλήμης. ΄Ομως ο Σαμ δεν τον προσέχει. Και το CD περνά στο επόμενο τραγούδι:
   

       Adios mi España querida,
       Dentro de mi alma te llevo prendida,
       Aunque soy un emigrante,
       Jamas en la vida yo no podre olvidar te.

      Al salir de España un dia,
      Volvi la cara llorando,
      Porque lo que mas queria,
      atras lo iba dejando. (*)


     O Πάκο κεντάει στις χορδές της κιθάρας. Ο Γιώργος, του Λουκά τραγουδάει όλο μεράκι. Κι ο Σαμ ακολουθεί. Μόνο που αλλάζει λιγάκι τους στίχους, ξεφεύγει ασυναίσθητα από το πρωτότυπο. Και αντί για "Εspana" ψιθυρίζει "Σαλονίκη".





_____________



(*) Στίχοι από το τραγούδι του Paco de Lucia "El emigrante". Σε πρόχειρη μετάφραση:
           
                     Γεια χαρά σου Ισπανία αγαπημένη,
                     Μες στην καρδιά μου σ΄έχω φυλαγμένη
                     Μ΄όλο που ένας μετανάστης είμαι,
                     στη ζωή μου ολόκληρη δε θα σε λησμονήσω.
                     Φεύγοντας από την Ισπανία κάποια μέρα,
                     έστρεψα το πρόσωπό μου θρηνώντας,
                     Για κείνο που πολύ είχα αγαπήσει,
                     πίσω μου το είχα αφήσει.
  
 Αλμπέρτος Ναρ
Από τη συλλογή διηγημάτων
"Σαλονικάι δηλαδή Σαλονικιός"
Εκδόσεις Νεφέλη
          

Οι φωτογραφίες ενσωματώθηκαν εδώ, από σχετικά δημοσιεύματα και αρχεία της εποχής.