Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λαδο Παστέλ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λαδο Παστέλ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016

Περσεφόνη | Λαδο Παστέλ

Ήταν παράξενη. Ναι, ήταν. Και ο χρόνος κυλούσε – όπως πάντα κάνει- άφηνε σημάδια σαν αυτά των ερωτευμένων στους κορμούς των δέντρων -στα πάρκα όπου συχνάζουν παιδιά- και της γλιστρούσε απ τα χέρια όπως οι κόκκοι της άμμου απ τη λεπτή μέση της κλεψύδρας.


Το στόμα του. Το στόμα του ήταν αυτό που την πονούσε περισσότερο.Ο χρόνος κυλούσε και εκείνο παρέμενε το ίδιο όμορφο, ο χρόνος κυλούσε και δεν τραγουδούσε για κείνη -όπως τόσο επιθυμούσε-. Ο χρόνος κυλούσε, και οι χαρακιές που άφηνε στα μάτια της δεν της επέτρεπαν ούτε να το θαυμάσει, κάθε φορά που έπεφτε τυχαία πάνω του -στο νεφέλωμα κάποιου ονείρου-. Το στόμα του. Το στόμα του ήταν -πλέον- για κείνη είσοδος σήραγγας επικοινωνίας με τον Άδη. Περσεφόνη.


Ήταν παράξενη. Ναι, ήταν. Όπως και η Περσεφόνη, δε ζούσε πια εδώ. Είχε φτιάξει -συνθέτοντας τον-, τον δικό της Άδη, και την κατέτρωγε. Την κατέτρωγε η προσμονή της άνοιξης και η ελπίδα . – Η ελπίδα πως ήταν ο αναπόδραστος προορισμός του-. Πώς μια νύχτα θα της έφερνε την άνοιξη με το άγριο τραγούδι του, που με τη σειρά του ήταν καταδικασμένο. Καταδικασμένο να ακούσει τον κόσμο.


Ήταν παράξενη. Ναι, ήταν. Τις μέρες κοιμόταν γιατί δεν άντεχε το φως, -να της τον παραμορφώνει-. Τις νύχτες ξυπνούσε, κάπνιζε πολύ, και φωτισμένη απ το εκτυφλωτικό φως -της καύτρας- γινόταν αιμοβόρο αρπακτικό -των λέξεων-, συνθέτοντας το ερμαφρόδιτο εγώ της. Εκείνη και αυτός – που είχε εισχωρήσει τόσο βαθιά μέσα της, ώστε κινδύνευε να τη διώξει.


Ήταν παράξενη. Ναι, ήταν. Δέρμα της είχε γίνει το λευκό χαρτί και τρεφόταν από το μελάνι. Έγραφε χωρίς σταματημό. Ήταν εκεί -μαζί- και το μόνο που έκανε ήταν να ταιριάζει τους έρωτες της με τις λέξεις – όπως μόνο τα παιδιά ξέρουν-. Κι ύστερα, όπου κι αν κοιτούσε – στο πάλλευκο δέρμα της- τον διάβαζε. Τον διάβαζε δίχως να χρειάζεται τα χαραγμένα μάτια της. Τον διάβαζε, τον έπλαθε και τον ξαναγεννούσε – μέσα από τις δικές της στάχτες-.


Ήταν παράξενη.Ναι, ήταν. Όχι, δεν ήταν όμορφη. Είχε όμως ωραία μάτια, κι ωραίο χάος μέσα της. Αρκετή νικοτίνη και πολλή από τη φωνή του. Τι χέρι της έλιωνε απ το γράψιμο και οι λέξεις την κάλυπταν -απ την κορφή ως τα νυχιά-. Δεν ήταν όμορφη, αλλά τον αγαπούσε. Τον αγαπούσε μέσω της απουσίας του. Της απουσίας του, που σαν αόρατη μούσα χάραζε πάνω της δίκες της λέξεις – με ανεξίτηλο μελάνι- και ρουφούσε άπληστα τα τσιγάρα που ακουμπούσε αναμμένα στο τασάκι για εκείνον.


Ήταν παράξενη. Ναι, ήταν.Κάθε νύχτα ύφαινε τον καμβά – της ύπαρξης της-. Κάθε μέρα έκλεινε τα μάτια της και ακροβατώντας στα γεμάτα λέξεις συντρίμμια του μυαλού της επιχειρούσε. Επιχειρούσε να εισχωρήσει λαθραία στις προβολές του μυαλού του. Και ήταν ήταν εκείνη που τον κρατούσε ζωντανό- γιατί τον ονειρευόταν όλη μέρα-. Και καταπώς λένε – οι Ινδιάνες μάγισσες- δεν κοιμόμαστε μονάχα όταν είμαστε ξύπνιοι στο όνειρο κάποιου άλλου.


Ήταν παράξενη. Ναι, ήταν. Παράξενη και καταδικασμένη. Καταδικασμένη να καπνίζει ασταμάτητα τις νύχτες που χανόταν σε άλλα διάκενα- σκηνοθετωντας τις ονειρικές διαδρομές της μέρας-,  γεμίζοντας τα τσιγάρα της με εκείνον,που υπήρχε σε περίσσεια στην ανάσα της. Καταδικασμένη να τον ονειρεύεται κάθε μέρα για να μην αφήσει το χρόνο να τον φονεύσει -πρώτου καν γεννηθεί- δίνοντας του εκείνη ως αντάλλαγμα. Γεννήθηκε με άσπρα μαλλιά.


Ήταν παράξενη τούτη η Περσεφόνη.Ναι, ήταν. Παράξενη και παραξένως καταδικασμένη. Παραξένως καταδικασμένη να προσμένει αέναα την άνοιξη – που θα έφερνε η φωνή του-, φωνή που την κρατούσε στα τρίσβαθα της γης . Για πάντα. Παραξένως καταδικασμένη ο δικός της Άδης να μην την αγαπάει…


Αναδημοσίευση από: Λαδο Παστέλ



Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Έκλειψη | Λαδο Παστέλ

Την είδα. Την είδα έτσι όπως καθόμουν σε ένα πεζούλι, κάπου στην άκρη του κοσμου, και τα πόδια μου κρεμούσαν στο κενό -φλερτάροντας με μια πτώση χωρίς σταματημό, με μια πτώση που θα έμοιαζε με πτηση-. Την είδα, ανάμεσα σε περιστέρια και ανθρώπους. Φορούσε το κόκκινο παλτό της, κουμπωμένο μέχρι πάνω -κι ας ήταν Αύγουστος- γιατί τα αδιάκριτα -και αδιακρίτως κενα- βλέμματα εισχωρούσαν από τις τρύπες του κορμιού της, και της πάγωναν την καρδιά. Το πρόσωπο της ήταν απόκοσμα -και εγκοσμια- όμορφο. Τα μαλλιά της κοντοκουρεμένα και βαμμένα σε κάποιο χρώμα εκτός του χρωματικού φάσματος. Τα μάτια της -παρ' όλη την απελπισια- σκορπούσαν τραγούδια. Και το βλέμμα της ήταν βλέμμα ανθρώπου που λόγω ιδρυματισμού και εθισμού -στον εγκλεισμό που ο ίδιος είχε χτίσει- φοβάται τον κόσμο. Τον φοβάται επειδή τον κατανοεί. Αν την κοιτούσες με όλη την οon;σία σου, μπορούσες να δεις το δάκρυ στο αριστερό της μάγουλο, κι αν αυτό δε σε έθλιβε -τόσο που να αποστρέψεις το βλέμμα σου- μέσα απ' τον ιριδισμό του δακρύου θα έβλεπες το ουράνιο τόξο. Οι παλάμες της έμοιαζαν με εμπόλεμη ζώνη, κατακόκκινες  σα να κουβαλούσαν το αίμα όλων των πληγών του κόσμου, και ίσως επειδή το βάρος ήταν μεγάλο να μου φάνηκε πως κούτσαινε. Τα πόδια της, γεμάτα φουσκάλες και εγκαύμa;τα, περπατούσε ξυπόλητη -όπως οι σχοινοβάτες στα τσίρκα του παλιού καιρού- διασχίζοντας τις δικές της αβύσσους. Παρ' όλο τον πόνο βάδιζε γρήγορα, σα να έπρεπε να προλάβει το τελευταίο τρένο για το άπειρο και ταυτόχρονα σου έδινε την αίσθηση πως περπατά βασανιστικά αργά, γιατί το βλέμμα της διασταυρωνόταν με κάθε άλλο.
Την είδα.
Την έλεγαν Αγάπη.
~{}~
Τον είδα. Τον είδα έτσι όπως καθόμουν -στο λίκνο ενός άλλου κόσμου- και  στριφογύριζα το φίλτρο του τσιγάρου στο χέρι μου, προσπαθώντας να ανακτήσω τις χαμένες ανάσες. Τον είδα. Φόρουσε το καφέ, λιωμένο και γεμάτο μπαλώματα -που το έκαναν να μοιάζει με την ψυχή του αρλεκίνου- παλτό του. Κουμπωμένο μέχρι επάνω -κι ας κρατούσαν ακόμη οι ζεστές του καλοκαιριού- κι αυτό επειδή ο αέρας αδιαφορίας που φυσούσε διάβρωνε το κορμί του, γεμίζοντας τον κενά και διαλύοντας τον, -όπως κάνει το ορμητικό ποτάμι με τα φράγματα. Το πρόσωπο του ήταν πρόσωπο ανθρώπου που επάνω του ο καιρός, σαν γλύπτης -με άγριο σκαρπέλο- άφηνε τα βαθιά ίχνη του. Τα μαλλιά του ήταν μαύρα, κατάμαυρα - σαν το πέπλο της νύχτας που έπεφτε στο Παλέρμο και το τρίχωμα της τελευταίας μαύρης γάτας- άλλοτε μακριά και άλλοτε κοντά , ανάλογα με το πότε θα τον κοιτούσες, pha;λλά πάντα ανάκατα - σαν τις λέξεις που σβούριζαν στο κεφάλι του χωρίς να βρίσκουν διέξοδο-. Τα μάτια του ήταν και αυτά μαύρα, τόσο μαύρα που αν ξεχνιόσουν και δεν αποτραβούσες το βλέμμα σου την κατάλληλη στιγμή θα σε ρουφούσαν και θα σε ακινητοποιουσαν -με όλες τις δυνάμεις του σύμπαντος-. Βλέμμα ανοιχτών οριζόντων με μια πάντα παρούσα σκιά θλίψης και μελαγχολίας -που θύμιζε τη σκιά του δέντρου που μεγάλωνε στο Μπρούκλιν- και αποτελούσε την ουσία του. Ένα βλέμμα, που αν έπρεπε να το παρομοιάσω με κάτι, θα το παρομοίαζα με το βλέμμα του παιδιού που έχοντας αφήσει το κόκκινο μπαλόνι του στον ουρανό, ψάχνει να το βρει. Βλέμμα που κοιτώντας μακριά -κάπου κοντά στον ορίζοντα των  γεγονότων- αναζητά κάτι δραματικά συγκεκριμένο αλλά ταυτόχρονα διαχέεται στο χώρο. Το στόμα του. Είχε το πιο όμορφο στόμα του κόσμου. Μεγάda;ο και εκφραστικό -τόσο που παρατηρώντας αυτό και μόνο αυτό ήξερες τι νιώθει- και που στην άκρη του μειδιάματος έκρυβε το ιερό σημάδι των περιπλανόμενων αχτίδων. Και οι δύο παλάμες του ήταν μπαταρισμένες, και αυτό επειδή, για κείνον, οι παλάμες του ήταν ο καθρέφτης του εαυτού της ζωής του, ο αχαρτογράφητος χάρτης του εαυτού του. Και τον φιλούσε καλά, για να ναι εκείνη η πρώτη που θα τον αντίκρυζε. Το δεξί του i;έρι βρισκόταν πάντοτε μπροστά στο πρόσωπο του, καθώς μ' αυτό βαστούσε το τσιγάρο του -απ' το οποίο έπαιρνε άπληστες τζούρες- και που αν παρατηρούσες αρκετά προσεκτικά, με τον καπνό του έδινε σχήμα και υπόσταση στα πάθη της ψυχής του. Τα κόκκινα αλήτικα παπούτσια του ήταν λιωμένα -κουβαλώντας στις σόλες τους όλη τη συνθλιβη του κόσμου- και τα βήματα του μεγάλα και αποφασιστικά. Οι γάμπες του γεμάτες τρύπε;, τρύπες από σφαίρες πολεμοκάπηλων είχαν φυτεμένο πάνω τους όλο το μίσος του κόσμου. Τον είδα.
Τον έλεγαν Έρωτα.

~{}~

Η Αγάπη και ο Έρωτας.
Χάθηκαν.
Κάπου ανάμεσα στα ξερά γαμήσια τους,
τους δείκτες ρολογιών τους,
τις ράγες των τρένων πεισματικά επαναληπτικών διαδρομών.
Κι όμως είναι εδώ και είναι καταδικασμένοι.
Καταδικασμένοι να διαγράφουν ατελείς κύκλους
-μέχρι τη δύση του κοσμου-
και όπως το φεγγάρι και ο ήλιος
να μην μπορούν να αγγίξουν ο ένα τον άλλον.
Ο Έρωτας και η Αγάπη.
Χάθηκαν.
Κι όμως είναι εδώ.
Και όπως η νεράιδα του παραμυθιού,
μπορείς να τους δεις μόνο αν πιστεύεις σ' αυτούς.
Και αν είσαι αρκετά τυχερός θα  σκοντάψεις πάνω στο διάφανο ιστό
- που τους ενωνει-
Χάθηκαν;


Σάββατο 27 Αυγούστου 2016

Το μαύρο καράβι του Μπρεχτ | Λαδο Παστέλ

/χωροχρονική ανωμαλία/
-
είμαι
είσαι 
είναι 
είμαστε 
είστε 
είναι 
-
/χωροχρονικές ανωμαλίες /
μαύρες οπές 
που ρουφούν ακόμη και τον ανυπόστατο χρόνο .
-
-και είναι εκεί που εμφανίζεται το αναπόδραστο χώρου και δράματος-
-
Ζω στο παρελθόν 
κοιτώντας τα ήδη αυτοκτονημένα άστρα .
ο απόηχος της έκρηξης τους κάνει το κεφάλι μου να βουίζει .
-
/μυρίζει χάος ,καπνός και αστρόσκονη/
-
λείπεις 
-
Όταν ποτέ βλέπω ένα αστέρι 
-παρελθοντικό και αόριστο-
να βουτά στη θάλασσα , 
τότε είναι που εύχομαι 
/εύχομαι /
εμείς οι δύο να 'μαστε παιδιά του ίδιου αυτοκτονημένου άστρου .
-
Κι αυτό με κάνει να ελπίζω 
/ελπίζω /
πως χάριν στο αναπόδραστο 
είμαστε καταδικασμένοι 
/καταδικασμένοι /
-δεν ξέρω σε ποιά καταδίκη ελπίζω- 
μάλλον να εκραγούμε μαζί .
-
Και είναι αυτές οι φορές ,
που ξέροντας ότι ζούμε στο παρελθόν ,
ενδόμυχα,  
-έχοντας ζαλιστεί απ' τα πολλά τσιγάρα-
του ζητάμε να μας στοιχειώνει .
-
Κι αυτό μας κάνει να ελπίζουμε 
/να ελπίζουμε /
πως τα λάθη μας δεν μετράνε 
γιατί 
είμαι 
είσαι 
είναι
είμαστε 
είστε 
και είναι 
/καταδικασμένοι /
-
καταδικασμένοι να εκραγούμε μαζί .