Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκδόσεις ΄Αγρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκδόσεις ΄Αγρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023

Βιβλιοκριτική | Elizabeth Strout- Όλιβ Κίττριτζ | Νινέτα Πλυτά




Ξενόγλωσσος Τίτλος: Olive Kitteridge 
Εκδόσεις: Άγρα
Μεταφράστρια: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Χρονολογία έκδοσης: 2020
Αριθμός σελίδων: 368

Ζώντας σε μια μικρή κοινωνία, αυτό το βιβλίο με άγγιξε. Τόσο απλό αλλά και τόσο σημαντικό ταυτόχρονα. Οι άνθρωποι φαίνονται καθημερινοί και συνηθισμένοι. Μέχρι που αποκαλύπτεται ότι δεν είναι έτσι ακριβώς. Όλοι έχουν τις δικές τους ιδιαιτερότητες και παραξενιές, τα δικά τους μυστικά. Τους βλέπουμε να μεγαλώνουν, να εξελίσσονται, να βαραίνουν συναισθηματικά  και να ανέχονται την αδιακρισία του κόσμου. "Ο κόσμος έχει παρατηρήσει μια αλλαγή στον Χένρυ" είπε η Σύνθια Μπίμπερ.  "Αλλά και σ' εσένα. και ίσως η συμβουλευτική κρίσεων να είχε βοηθήσει είναι κι αυτό μια σκέψη. Ίσως μπορεί ακόμα και τώρα να βοηθήσει" (άνετα θα της πετούσα το βιβλίο στο κεφάλι της μαντάμ αλλά για καλή της τύχη είμαι κατά της βίας).

Ενδιαφέρουσα είναι και η επιλογή της πρωταγωνίστριας: μία συνταξιούχος καθηγήτρια που άλλοτε μπαίνει στις ζωές των προσώπων και άλλοτε τους παρακολουθεί από μακριά. Τους περισσότερους όμως τους γνωρίζει προσωπικά: είτε ως πρώην μαθητές/τριες της είτε ως γείτονες. Η ίδια δεν είναι και ο πιο συμπαθής άνθρωπος. Είναι δύσκολος χαρακτήρας, ιδιότροπος (όλοι όμως δεν είμαστε ως έναν βαθμό; ). Οι ιδιότητές της ως μητέρα και σύζυγος είναι αυτές που την απασχολούν περισσότερο, όχι όμως με τον αναμενόμενο τρόπο. Δεν υπερκαλύπτουν την υπόλοιπη προσωπικότητά της. Όσο περνάνε τα χρόνια τη βλέπουμε να αναλογίζεται όσα έζησε, και κυρίως τη σχέση με τον γιο της. Το πώς καταλήγει αυτή η σχέση είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα επίσης ενδιαφέρον κομμάτι της ιστορίας, ρεαλιστικό, χωρίς ωραιοποιήσεις για να μη μας χαλάσει τη μέρα. 

Κάτι που ίσως έχω ξαναπεί είναι ότι μου αρέσει που η στροφή της εποχής μας προς την ψυχολογία του ατόμου αποτυπώνεται και στη Λογοτεχνία (πώς όχι άλλωστε; ). Η πραγματικότητα δεν είναι πια τόσο γυαλιστερή και ήρεμη. Τα "κάτω απ' την επιφάνεια" που είναι κοινά μυστικά αλλά κρυμμένα στους 4 τοίχους αποκαλύπτονται. Αυτό νομίζω κρατάω εγώ απ' αυτό το βιβλίο.

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

#weremember | Η μετάφραση της "Κόλασης της Τρεμπλίνκα" | Αλεξάνδρα Ιωαννίδου | Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.

Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά. . 


Η μεταφράστρια, Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, 
γράφει για την εμπειρία της μετάφρασης του βιβλίου 
του Βασίλι Γκροσμαν 
που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΄Αγρα.


Γράφει η Αλεξάνδρα Ιωαννίδου. 

Η μετάφραση





 της «Κόλασης της Τρεμπλίνκα»

 

    Η μετάφραση του κειμένου της «Κόλασης της Τρεμπλίνκα» προέκυψε από μια ιδέα του εκδότη, λάτρη των βιβλίων και φανατικού αναγνώστη Σταύρου Πετσόπουλου, μια ιδέα για την οποία τον ευγνωμονώ. 


"Ο μεταφραστής μεταφράζει καλά, μόνο αν καταφέρει να μπει στο πνεύμα του συγγραφέα, να τον «υποδυθεί» κατά κάποιο τρόπο. Ο μεταφραστής είναι ηθοποιός του λόγου – οφείλει να παραιτείται από τον δικό του λόγο και να δανείζει τη γλώσσα του στον ξένο συγγραφέα."

 

Η εργασία πάνω σε αυτή τη μετάφραση μια διαδικασία που διήρκεσε όλη την περίοδο του πρώτου lockdown, που πέρασα σχεδόν ειδυλλιακά σε ένα πολύ απλό, μικρό σπιτάκι σε έναν λόφο με θέα τη θάλασσα και τα νησιά του Σαρωνικού. Αυτή η θέα και αυτή η ομορφιά με έσωσαν από τη θλίψη που μου προκαλούσε όχι τόσο ο εγκλεισμός (τον οποίο δεν πολυκατάλαβα κάνοντας βόλτες με τις κόρες μου και τη σκύλα μας στην παραλία και στους χωματόδρομους με τις ελιές έξω απ’ το χωριό) όσο το ίδιο το κείμενο που μετέφραζα. 

    Πρώτη φορά μια αφήγηση με τραβούσε με τέτοια βία προς τα κάτω, στο σκοτάδι, με τρόμαζε τόσο και με έπνιγε.



      Όσο μετέφραζα, τόσο περισσότερο εμβάθυνα στον τρόπο με τον οποίο ο Γκρόσσμαν παρασέρνει τον αναγνώστη του σε αυτή την άβυσσο. Έτσι προέκυψε και η εισαγωγή μου με τίτλο «Γραφή: Μια πορεία θανάτου». Ο Γκρόσσμαν, όταν έγραφε αυτή την αναφορά, αυτή την πολεμική ανταπόκριση, ήταν συγκλονισμένος επειδή είχε πράγματι αντικρίσει με τα ίδια του τα μάτια την κόλαση. 


    Παίρνοντας συνεντεύξεις από τους αυτόπτες μάρτυρες, θύτες, επιζώντες, κατοίκους της περιοχής καταλάβαινε σιγά σιγά το δράμα που είχαν βιώσει όσοι χάθηκαν μέσα στους θαλάμους αερίων εκείνου του φρικτού στρατοπέδου. Και το δράμα, όπως περιγράφεται, είναι η σταδιακή αποκάλυψη της τρομερής αλήθειας, η βαθμιαία συνειδητοποίηση της φρίκης. 

   

        



         Αυτό ακριβώς προσπαθεί να κάνει με το κείμενό του ο Γκρόσσμαν – μια βαθμιαία εισαγωγή στην τρομερή πραγματικότητα. Ο αναγνώστης πορεύεται μαζί με τους μελλοθάνατους, βήμα-βήμα και χάνει σιγά σιγά κάθε ελπίδα, μέχρι να αποδεχτεί το γεγονός ότι τον σκοτώνουν.


    

    Το ρωσικό πρωτότυπο κείμενο είναι πολύ καλογραμμένο. Ο μεταφραστής μπαίνει αμέσως στον παλμό, στον ρυθμό του. Ο μεταφραστής μεταφράζει καλά, μόνο αν καταφέρει να μπει στο πνεύμα του συγγραφέα, να τον «υποδυθεί» κατά κάποιο τρόπο. Ο μεταφραστής είναι ηθοποιός του λόγου – οφείλει να παραιτείται από τον δικό του λόγο και να δανείζει τη γλώσσα του στον ξένο συγγραφέα. Να μετατρέπει το κείμενο σε ελληνικό, όχι σε δικό του κείμενο. Ο μεταφραστής κατά τη γνώμη μου πρέπει να είναι υποταγμένος στο ύφος, το λεξιλόγιο, τον ρυθμό, τη συγκίνηση, την τεχνική του συγγραφέα του πρωτοτύπου. Ίσως γι’ αυτό, όσο μετέφραζα πνιγόμουν. 


"Ο μεταφραστής κατά τη γνώμη μου πρέπει να είναι υποταγμένος στο ύφος, το λεξιλόγιο, τον ρυθμό, τη συγκίνηση, την τεχνική του συγγραφέα του πρωτοτύπου. Ίσως γι’ αυτό, όσο μετέφραζα πνιγόμουν."


    Κάπως έτσι πρέπει να πνιγόταν ο Γκρόσσμαν όταν έγραφε αυτό το κείμενο, από τα πρώτα, αν όχι το πρώτο που επιχείρησαν να εκστομίσουν το άφατο.


H Kόλαση της Τρεμπλίνκα

Βασίλι Γκρόσμαν

Μετάφραση:
Αλεξάνδρα Ιωαννίδου

Εκδόσεις ΄Αγρα

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

Σελιδοδείκτης | Ψίθυροι και φήμες στο Σβάννεκε | Γιόζεφ Ροτ , Βερολινέζικα Χρονικά | Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά

        Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά

Απόσπασμα από τα Βερολινέζικα Χρονικά, μια σειρά άρθρων του Γιόζεφ Ροτ, που δίνουν τη δική του ματιά για το Βερολίνο της εποχής. Αποτελούν εξαιρετική ηθογραφία, αλλά όχι μόνο, καθώς μέσα από τις περιγραφές ο συγγραφέας αποτυπώνει την κριτική του ματιά για τα όσα συμβαίνουν στην κοινωνία.

Το συγκεκριμένο καφέ, το Σβάννεκε, δεν υπάρχει πια, ωστόσο υπάρχουν καφέ σαν αυτό και σήμερα στο Βερολίνο. 

Κατά τα λοιπά, η γραφή και η υποδόρια εικονοποίηση όλων των παθογενειών της κοινωνίας, καθιστούν το κείμενο εξαιρετικά επίκαιρο και με μια φρεσκάδα και ειλικρίνεια που δεν συναντάται συχνά.΄Ενα βιβλίο που αξίζει να διαβάσετε.



Ψίθυροι και φήμες στο Σβάννεκε
(1928)


Φωτ. από το βιβλίο.



Παρόλο που ο θόρυβος που κάνουν συζητώντας οι θαμώνες είναι πολύ πιο σοβαρός από τα θέματα που πραγματεύονται, αυτό που τελικά προκύπτει είναι μια ατμόσφαιρα κοινωνικού σχολιασμού και ασάφειας, που συνήθως αποκαλούμε "φημολογία". Η πολύ συγκεκριμένη ένταση της φωνής, με την οποία ο ένας λέει στον άλλον τα νέα, δημιουργεί το ακουστικό μισοσκόταδο, το τονικό ημίφως, όπου η είδηση χάνει το περίγραμμά της, η αλήθεια αποκτά σκιές ψέματος και το νέο έχει τα χαρακτηριστικά της ίδιας του της διάψευσης. Κι όπως στο φως μιας δυνατής, αλλά τρεμάμενης φλόγας δεν μπορεί κανείς να δει σωστά κανένα πράγμα, το ίδιο δυσκολεύεται κι ο ακροατής, όσο κι αν βάζει τα δυνατά του, ν΄αξιολογήσει τα λόγια που του σερβίρουν· ιδίως αν πρόκειται για μυστικά, όπως στις περισσότερες περιπτώσεις.

        Το στέκι των Βερολινέζων καλλιτεχνών και διανοούμενων (όπου τα μεσάνυχτα βρίσκει κανείς όλους αυτούς που το προηγούμενο βράδυ ορκίζονταν ότι δεν θα πάνε πια εκεί, δεν πατάνε το πόδι τους, για την ακρίβεια ούτε που θυμούνται από πότε έχουν να πάνε), φιλοξενεί το είδος εκείνο των φτασμένων μποέμ, των οποίων η φερεγγυότητα είναι πέραν πάσης αμφισβήτησης. Κανείς από τους θαμώνες δεν έχει ανάγκη να γυρίσει στο σπιτάκι του πιο αργά απ΄όσο του υπαγορεύει το αστικό του ένστικτο. Και πράγματι: Κάθε βράδυ το παίρνει απόφαση, να μην ξανάρθει σε τούτο το μέρος. Αλλά ο φόβος τον σπρώχνει· φοβάται πως οι φίλοι του, αυτοί που τον περιμένουν εδώ για να πούνε όλοι μαζί τον καλό τους λόγο για άλλους, θα βρουν την ευκαιρία και θα πουν τον κακό τους λόγο για τον ίδιον - αν τυχόν λείψει. Κι έτσι κάνει κουράγιο και δίνει το "παρών" εκεί όπου μάλλον χρειάζεται περισσότερο κουράγιο η απουσία. ΄Ερχεται για να μη διαταράξει την ομόνοια που πλέκοντας φόβο και δυσπιστία φωλιάζει στα τραπεζάκια· έρχεται για να προστατέψει τον εαυτό του και την παρέα του από τα κουτσομπολιά και τις συκοφαντίες, που κυκλοφορούν - όχι μακριά, στα διπλανά τραπέζια. Αν κάποιος μπορούσε να βρεθεί καθισμένος ταυτόχρονα σε όλα τα τραπέζια, τότε δεν θα άκουγε παρά μόνο καλά λόγια να λέγονται για πάρτη του·  και το θαύμα, που ο ίδιος θα πραγματοποιούσε, θα ΄ταν στ΄αλήθεια ασήμαντο σε σύγκριση με το άλλο, που θα αναγκάζονταν να κάνουν οι άλλοι. ΄Ετσι κι αλλιώς οι περισσότεροι πλησιάζουν τα όρια του θαύματος, αφού καταφέρνουν να ελέγχουν περνώντας στα γρήγορα όλα τα τραπέζια, το ένα μετά το άλλο. Υπολείπονται, ωστόσο· γιατί δεν μπορούν να προλάβουν την ταχύτητα με την οποία οι καθισμένοι καταφέρνουν ν΄αλλάξουν θέμα - και, περιστασιακά, και γνώμη. 

        Υπάρχουν φυσικά και αρκετοί, που λόγω θέσης και φήμης μπορούν να σηκώνονται, αλλά όχι να περιφέρονται ή να επισκέπτονται άλλα τραπέζια. Δεν έχουν ούτε αυτοί ανοσία στο φόβο: αγωνιούν μήπως κάποιος μιλάει άσχημα για λογαριασμό τους. Αλλά σηκώνουν το δυσάρεστο φορτίο της κακής γνώμης των άλλων ως απόδειξη της σπουδαιότητάς τους - και τη δυσπιστία που όχι ακόμα φτασμένοι κρύβουν μέσα στην προθυμία, στην κινητικότητα και στην ευγένειά τους, αυτοί που μεταμορφώνουν σε συμπεριφορά περιφρονητική, υποτιμητική προς τους άλλους. ΄Ολοι αυτοί, που τώρα δεν του χρειάζονται, είναι αόρατοι για κείνον που θα τους χρειαστεί σ΄έναν χρόνο· αόρατοι σαν τον αέρα, που τον ανασαίνει βέβαια, αλλά δεν τον βλέπει. Σιγά, μη βιάζεστε! Σύντομα θα περάσουν απ΄αυτήν την άυλη διαφάνεια της ανωνυμίας στη χειροπιαστή σωματικότητα της ψευδωνυμίας, χωρίς την οποία κανείς δεν μπορεί να κάτσει στην πολυθρόνα πίσω από ένα γραφείο. Κι αυτοί, που σήμερα ακόμα ονειρεύονται να γίνουν οι σκιές κάποιων φημισμένων σωμάτων, μια μέρα θα αποκτήσουν δικές τους σκιές, που θα τις ρίχνουν προστατευτικές στους ανώνυμους, τους διάφανους, τους αόρατους. Θα μοιράζουν τότε αυτοί τις κινηματογραφικές κριτικές, που σήμερα πέφτουν στα χέρια τους μια δυο φορές το χρόνο μόνο, σαν θεόσταλτο δώρο· θα παίρνουν μέρος σε ομιλίες, που σήμερα παρακολουθούν θέλοντας και μη# στις πρεμιέρες θα κάθονται δίπλα στους κριτικούς, κριτικοί πια και οι ίδιοι, αλλά κριτικοί μιας νέας "τάσης", με νέα ορολογία, χάρη στην οποία θα φυλάγονται από τις κρίσεις και θα αποκτούν προκαταλήψεις. Συνιστάται, λοιπόν, στους προσεκτικούς να μην αγνοούν ούτε τον πιο ασήμαντο από τους παρευρισκόμενους, να μην παραβλέπουν ούτε τους αόρατους - να τους κοιτάζουν κι αυτούς με ύφος προσοχής και εκτίμησης· και να χαιρετούν ακόμα και τις σκιές, σαν να ΄χανε κορμί χειροπιαστό και στόμα ν΄απαντήσουν. Κατά τη διάρκεια των πολλών χρόνων, που είχα την ευκαιρία να παρατηρώ τη γερμανική "διανοούμενη σκηνή", έχω δει πολλά μηδενικά να κολλάνε σε νούμερα και μαζί να φτιάχνουν αριθμούς, που πρέπει κανείς να τους λαβαίνει υπόψη του και να τους λογαριάζει. Μάλιστα. Κάποιοι που δεν ήταν στην κοινωνία του Σβάννεκε παρά διακοσμητικές κάθετες γραμμούλες στην ανυπαρξία του περιθωρίου, μεταμορφώθηκαν σε παύλες ανυποψίαστων λογαριασμών. Και άλλοι, αναλφάβητοι, που περίμεναν στους προθαλάμους των γραφείων σύνταξης συλλαβίζοντας τα άρθρα των εφημερίδων, βρέθηκαν ξαφνικά να γράφουν οι ίδιοι άρθρα κρίνοντας ολόκληρα βιβλία.

        Αλλά και οι έχθρες μεταξύ των θαμώνων του Σβάννεκε μπορούν να παρουσιάσουν απροσδόκητες εξελίξεις. Και μόνον οι αδαείς μπορούν να πιστέψουν σε μια έχθρα τόσο ώστε να νομιζουν ότι θα επωφεληθούν οι ίδιοι απ΄αυτήν. Ακόμα και μετά την αδιαμφισβήτητη κήρυξη του λεγόμενου "πολέμου της πένας" - που μαζί με την "εκδίκηση της πένας" είναι τα πιο επικίνδυνα έθιμα των φυλών του Σβάννεκε -, κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει την ταχύτητα με την οποία ένας αρθρογράφος θα θάψει μια παλιά έχθρα, μια έχθρα εβδομάδων και ημερών πολλών εναντίον του τάδε ή του δείνα συγγραφέα, κάτω από το ασήκωτο βάρος μιας φλύαρης επαινετικής κριτικής· και κανείς δεν είναι σε θέση να μαντέψει το γιατί, το πώς ή το προς τι. Κάποιοι ενδιάμεσοι, ιδιαίτερα καλά πληροφορημένοι, είναι πότε πότε σε θέση να ενημερώσουν ότι αιτία της προσέγγισης των δύο εχθρών στάθηκε το κοινό τους ενδιαφέρον για ένα καινούργιο μοντέλο αθλητικού αυτοκινήτου. Γιατί εδώ και λίγο καιρό το "τέμπο" έχει γίνει υποχρεωτικό - κι όχι μόνο για την οικοδόμηση, την ανοικοδόμηση και την αναδόμηση κτιρίων στην Κουρφύρστενταμ κι αλλού στη χώρα· τόσο οι υπηρέτες όσο και οι αφέντες του πνεύματος είναι πέρα για πέρα ικανοί και διατεθειμένοι να δώσουν προτεραιότητα σ΄ένα ταξίδι με ταχύτητα ογδόντα χιλιόμετρα την ώρα, αφήνοντας παρά πίσω την όποια κοσμοθεεωρία τους. Η εμπειρία της μέτρησης της ταχύτητας με την οποία διατρέχουν ένα δρόμο τους κάνει να ξεχνούν την αίσθηση της (μη μετρήσιμης) ταχύτητας, με την οποία ξεχνούν τις δηλώσεις και τις εξαγγελίες τους. Κι αφού στη σύγχρονη λογοτεχνία μας ένα μονόκλ μπορεί μια χαρά να αντικασταστήσει ένα μάτι, δεν είναι πια δυνατόν να διακρίνει κανείς τη συμπάθεια ή την αντιπάθεια ούτε στα βλέμματα μεμονωμένων αντιπάλων. Γι΄αυτό κι εγώ εδώ και καιρό διαβάζω τις επιθέσεις και τις λοιδορίες τις τυπωμένες στα λογοτεχνικά ένθετα σαν να ΄ταν ήδη συγγνώμες και δημόσιες δηλώσεις μεταμέλειας. 

        Δεν εκνευρίζομαι χωρίς λόγο για την εσωτερική αρχιτεκτονική του Σβάννεκε, τη μακρόστενη σάλα που θυμίζει διάδρομο, με τα τετράγωνα σεπαρέ αραδιασμένα στις δύο πλευρές της, έτσι που οι παρέες των θαμώνων να μένουν χωρισμένες, σαν να ΄ταν ξένοι κι άγνωστοι. Μ΄ενοχλεί ο στενός χώρος, μ΄ενοχλεί που δεν χωράει όλους όσοι θεωρούν ότι εκεί ανήκουν - ότι αυτό είναι το στέκι τους. Με ευχαρίστηση παραδίνομαι ώρες ώρες στην ιδέα, που περνάει κάποιες φορές από το μυαλό μου: κι εκεί που κάθομαι νωρίς το πρωί σε κάποιο από τα τραπεζάκια του Σβάννεκε, νιώθω σαν να ΄ναι εδώ ένα παράρτημα της Νύχτας. Τη σκέψη μου κυριεύει η εικόνα ενός Σβάννεκε κολοσσιαίων διαστάσεων, ενός οικοδομήματος ανοιχτού, με τρούλο, ικανού να χωρέσει ολόκληρη τη λογοτεχνία, το κοινό της και την κριτική της, την κινηματογραφική παραγωγή και τους σχολιαστές της, τη θεατρική σκηνή και τους δικούς της χρονικογράφους, ακόμα και τα ιδιαίτερα γραφεία εκείνων που προτιμούν το σνομπισμό από τη μοναξιά, που δεν τους ταιριάζει - γραφεία διαλυμένα, σκορπισμένα, όπου μόνο οι γραφομηχανές διακόπτουν το ηχηρό κενό των συλλογισμών. Οραματίζομαι ένα Σβάννεκε που θα ξεπερνάει τις μετρήσεις, θα ξεπερνάει κατά κάποιο τρόπο και τις αισθήσεις: ένα πάνθεον του ζώντος (αν όχι γεμάτου ζωή) λογοτεχνικού κόσμου, το οποίο θα διαθέτει γκαράζ για τ΄αυτοκίνητα των τολμηρών ποιητών της ταχύτητας..., υπερσύγχρονες πίστες για τους υμνωδούς του παρόντος ... κι ένα αεροδρόμιο για τους Ομήρους των εφημερίδων, που πετούν πάνω από τις στεριές, θάλασσες και ωκεανούς.


Frankfurter Zeitung, 2.6.1928,

GW, ii, 928 κ.ε.


Γιόζεφ Ροτ

Βερολινέζικα Χρονικά

Εκδόσεις ΄Αγρα