Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

Δίηγημα|Cabin Bar | Ορέστης Κατσούλης

 1ο μέρος 


«Cabin Bar». Ένα μικρό ορθογώνιο παραλληλόγραμμο μπαράκι, περικυκλωμένο από ψηλά γαλάζια σκαμπό. Μέσα είναι στοιβαγμένα αμέτρητα μπουκάλια αλκοόλ, παρατεταγμένα σαν σε παρέλαση, και φωτισμένα επαγγελματικά λες και πρόκειται να ποζάρουν για φωτογράφιση. Πίσω απ’ το μπαρ αρχίζει να ξημερώνει, και μέσα απ’ τα τεράστια παράθυρα κάνει δειλά-δειλά την εμφάνιση του ο ήλιος, ανατέλλοντας ανάμεσα από μερικά σύννεφα, χαρίζοντας στον ουρανό ένα χρώμα που είναι άλλοτε γαλάζιο, άλλοτε ροζ, άλλοτε πορτοκαλί, κι άλλοτε μωβ. 



Πίσω απ’ τον άντρα περνάει συνεχώς κόσμος, ακούγονται φωνές, γέλια και ανακοινώσεις, άνθρωποι που πάνε διακοπές, που γυρίζουν σπίτια τους, επισκέπτονται φίλους, φεύγουν για δουλειές, φεύγουν για να παντρευτούν, φεύγουν για μήνα του μέλιτος ή φεύγουν για να ξεχάσουν χωρισμούς. Εκείνος κάθεται σιωπηλός, κοιτώντας μία το μισοάδειο ποτήρι του και μία τον ήλιο που σκαρφαλώνει σιγά σιγά, εναλλάσσοντας το βλέμμα του ανάμεσα στα δύο αντικείμενα σε τακτά χρονικά διαστήματα και με την πλάτη γυρισμένη στο πλήθος. 

Οι ήχοι του αεροδρομίου δημιουργούν ένα χάος στα αυτιά του. Οι φωνές των συνταξιδιωτών του, το σύρσιμο των βαλιτσών στο πάτωμα, οι ανακοινώσεις στα μεγάφωνα, η μουσική που παίζει χαμηλόφωνα στα ηχεία του «Cabin Bar» και ο θόρυβος ενός πιτσιρικά που παίζει με ένα αυτοκινητάκι στο πάτωμα. Χάος. Ένα ακουστικό χάος που μοιάζει να δυναμώνει σε ένταση όσο περνάει η ώρα. Το παράδοξο είναι ότι του αρέσει αυτό το χάος, το επιδιώκει γιατί τον ηρεμεί. Γεμίζει το κεφάλι του με ασυνάρτητους θορύβους και έτσι δεν αφήνει χώρο για τις σκέψεις που έχουν κατασκηνώσει στο μυαλό του τον τελευταίο μήνα. Η φοβερή ηχορύπανση που επικρατεί διακόπτει τη ροή της σκέψης του και σε συνδυασμό με το τζιν τόνικ που πίνει εδώ και λίγη ώρα, καταφέρνει να αδειάσει τελείως το κεφάλι του, ή μάλλον να το γεμίσει με το απόλυτο τίποτα. Κάθε φορά που πάνε να τρυπώσουν στο μυαλό του αυτές οι σκέψεις, ακούγεται ένα ηχηρό σύρσιμο, μια φωνή, ένα τρεχαλητό ή μια ανακοίνωση και βάζει ένα φράγμα. Σαν να ρίχνεις ένα δέντρο στις ράγες για να σταματήσεις ένα εκτροχιασμένο τρένο. Και μετά να το λούζεις με άφθονο τζιν για να βραχυκυκλώσει και να βεβαιωθείς πως δεν θα ξαναξεκινήσει. 

Μέσα στο «Cabin Bar» ο άντρας αισθάνεται σαν να βρίσκεται μέσα σε μια φούσκα. Μια υδάτινη σφαίρα, που απλώς αντί για νερό αποτελείται από τζιν. Μια σφαίρα που τον προστατεύει όχι απ’ τον έξω κόσμο, αλλά απ’ τον μέσα κόσμο, τον εσωτερικό, τον δικό του κόσμο, αυτόν με τον οποίο τόσο καιρό δίνει ομηρικές μάχες, μάχες ατελείωτες και οδυνηρές, με πολλούς νεκρούς και με παράπλευρες απώλειες. Νιώθει αυτή τη σφαίρα να τον περιτριγυρίζει και να τον αγκαλιάζει, σαν μία αύρα. Κλείνει τα μάτια του και αφήνει τον εαυτό του να βυθιστεί μέσα στην ξεγνοιασιά της σφαίρας. 

Ένας συνεχής βόμβος στα αυτιά του. Βόμβος. Τίποτα άλλο. Σαρωτικός. Δεν αφήνει σχεδόν κανέναν άλλο ήχο να φτάσει στα αυτιά του. Ένα ελαφρύ τράνταγμα τον αναγκάζει να ανοίξει τα μάτια του. Κάτω βλέπει αμέτρητα φίδια, κάποια μαύρα και κάποια γκρι, και πάνω σ’ αυτά τα φίδια να τρέχουν μεταλλικά μυρμήγκια, και κατά μήκος των φιδιών βλέπει σειρές από μικρά τετράγωνα, και λίγο πιο πέρα, ένα αχανές πεδίο, ένα δάσος από δέντρα, δέντρα που είναι άσπρα, κάνοντας κάθε δέντρο να μοιάζει με μνήμα και το δάσος σαν ένα τεράστιο νεκροταφείο, δέντρα που τα κλαδιά τους περιστρέφονται απ’ τον αέρα. Μετά από λίγο το δάσος χάνεται, και δίνει τη θέση του σε ένα απέραντο σκούρο μπλε το οποίο διασχίζουν κάστρα, ένα μπλε που στο βάθος, σε ένα απροσδιόριστο σημείο, ενώνεται αρμονικά με ένα γαλάζιο, καθιστώντας αδύνατο να καταλάβεις που ξεκινάει το ένα και που το άλλο. Προς μεγάλη του έκπληξη ο άντρας ξαναβλέπει εκείνο το δάσος από λευκά δέντρα με τα περιστρεφόμενα κλαδιά που είδε πριν, αυτή τη φορά μέσα στο απέραντο σκούρο μπλε, και αναρωτιέται πως δεν τα παίρνει ο αέρας και ποιός τα φύτεψε εκεί. 

Σκέφτεται πως ένα δέντρο δεν είναι δέντρο άμα δεν έχει ρίζες και κλαδιά, και πως ένα δέντρο δεν νιώθει δέντρο άμα δεν έχει φύλλα πάνω στα κλαδιά του, φύλλα χρωματιστά, και ζώα πάνω του να τα χαρούν. Έτσι κι ένας άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος αν δεν έχει σκέψεις και συναισθήματα, και δεν νιώθει άνθρωπος αν δεν έχει πρόσωπα στη ζωή του να μοιραστεί τις σκέψεις του και τα συναισθήματα του. Μ’ αυτή τη σκέψη στο μυαλό του κλείνει ξανά τα μάτια του και αφήνει το κεφάλι του να γεμίσει πάλι απ’ το σαρωτικό βόμβο. 

Ένα δυνατό τράνταγμα τον επαναφέρει. Ανοίγει τα μάτια με λίγη προσπάθεια και κοιτάει έξω απ’ το παράθυρο. Τα φίδια έχουν γίνει δρόμοι, τα μεταλλικά μυρμήγκια έχουν γίνει αυτοκίνητα και τα δέντρα είναι ξανά πράσινα και τα κλαδιά τους δεν περιστρέφονται. Λύνει την ζώνη του και σηκώνεται από την θέση του. ‘’Welcome to Amsterdam airport’’. 

‘’Excuse me, which train do I take for Harleme-, no wait. Haarlemmer-. Πω ρε πούστη.’’ Βγάζει το κινητό του απ’ την τσέπη του και το δείχνει στον άντρα που πουλάει τα εισιτήρια στο σταθμό. 

‘’Ah, Haarlemmermeerstation! You take 397 bus. Get off after 6 stops.’’

‘’Thanks. How much is it?’’

‘’7,95.’’

‘’No, I just want one ticket.’’

‘’Yes, one ticket. 7,95.’’

Ας έπαιρνα ταξί καλύτερα, μουρμουρίζει καθώς δίνει στον άντρα το τσαλακωμένο δεκάρικο που έβγαλε από την τσέπη του. Είχε μήνες να πληρώσει για κάτι με ευρώ και παρόλη την ενόχληση του, αυτή η φαινομενικά ασήμαντη πράξη τον έκανε να νιώσει μια ζεστασιά μέσα του, μια οικειότητα, όπως όταν γυρνάς στο παιδικό σου σπίτι, ή όταν κοιτάς παλιές φωτογραφίες. Βάζει το εισιτήριο στο πορτοφόλι του και ανεβαίνει στο λεωφορείο. 

Στην στάση με το ιδιαίτερο όνομα στην οποία κατέβηκε ο άντρας τον περιμένει ο κολλητός του ο Μιχάλης. Αγκαλιάζονται γελώντας και ξεκινάνε να περπατάνε προς το διαμέρισμα του Μιχάλη, πειράζοντας ο ένας τον άλλον για τις μικρές αλλαγές που έχουν στην εμφάνιση τους (δηλαδή το κοντό κούρεμα του Μιχάλη και το ασυνήθιστα απεριποίητο μούσι του άντρα). Στα κουρασμένα μάτια του άντρα, οι δρόμοι του Άμστερνταμ που διασχίζει στο πλάι του Μιχάλη του φαίνονται εξαντλητικοί, πολύ μεγάλοι σε πλάτος και σε μήκος, με επιβλητικές πολυκατοικίες να ορθώνονται δεξιά κι αριστερά, και με όχι τόσο επιβλητικά δέντρα και θάμνους να διακοσμούν τα πεζοδρόμια. Μετά από μία σύντομη επίσκεψη στο μίνι μάρκετ της γειτονιάς για να αγοράσει ο Μιχάλης φέτα, η οποία κατά τα λεγόμενα του Μιχάλη ήταν η καλύτερη φέτα στο Άμστερνταμ, φτάνουν στον δρόμο που βρίσκεται το σπίτι του. ‘’Koninginneweg 127’’.

Ο Μιχάλης ανοίγει την εξώπορτα της πολυκατοικίας, αποκαλύπτοντας το ιδιαίτερο εσωτερικό που κατείχαν πολλά απ’ τα παλιά σπίτια του Άμστερνταμ, ένα στενό διάδρομο που οδηγεί σε μια σκάλα, μία σκάλα που δείχνει να μην έχει τέλος και να ανεβαίνει αιώνια, σαν τις διάσημες σκάλες του Έσερ. Σκαρφαλώνοντας τις σκάλες με τις βαλίτσες στα χέρια, περνάνε τον πρώτο όροφο, όπου κατοικούσε μία ηλικιωμένη Ολλανδέζα που δεν παραπονιόταν ποτέ και για τίποτα, περνάνε τον δεύτερο όροφο, όπου κατοικούσε ένας νεαρός Ολλανδός μαζί με την κοπέλα του, ο οποίος παραπονιόταν συνεχώς και για τα πάντα, και φτάνουν στον τρίτο και τελευταίο όροφο της πολυκατοικίας, όπου κατοικούσε ο Μιχάλης μαζί με έναν φίλο του απ’ τη σχολή. 

Το σπίτι μέσα ήταν όμορφο, με έναν μινιμαλιστικό τρόπο, ήταν μεγάλο και διαμπερές με μεγάλα παράθυρα και ξύλινο πάτωμα, ενώ τα δωμάτια, το σαλόνι και η κουζίνα ήταν ουσιαστικά στον ίδιο χώρο, διαχωρισμένα μόνο με μερικά αυτοσχέδια παραβάν που είχαν φτιάξει οι ίδιοι. Για την ακρίβεια όλο το σπίτι ήταν αυτοσχέδιο. Τα κρεβάτια και ο καναπές ήταν μερικά στρώματα ακουμπισμένα πάνω σε κάτι ξύλινες παλέτες που είχε μαζέψει ο Μιχάλης απ’ το δρόμο, τα φωτιστικά και τις συρταριέρες τις είχε φτιάξει ο φίλος του Μιχάλη που δούλευε σε ένα μαγαζί με χειροποίητα έπιπλα, ενώ οι τρεις καρέκλες και το τραπεζάκι του σαλονιού δίπλα απ’ τα τεράστια παράθυρα ήταν αγορασμένα από μία «λαϊκή αγορά», στην σοκαριστική τιμή των 7,50 ευρώ, λιγότερο απ’ όσα πλήρωσε ο άντρας για το εισιτήριο του λεωφορείου.  

Το πρώτο πράγμα που παρατήρησε μέσα στο Βόντελπαρκ ήταν το πράσινο. Άφθονο πράσινο, σαν να πήρε κάποιος ένα τεράστιο κουβά με πράσινη μπογιά και να τον άδειασε πάνω στην πόλη, δέντρα, θάμνοι και γρασίδι να φτιάχνουν όλα μαζί μια μονότονη αλλά ταυτόχρονα καθησυχαστική πράσινη ταπετσαρία, αλλού πιο σκούρα, αλλού πιο λαχανί κι αλλού κάτι ενδιάμεσο. Το δεύτερο ήταν τα ποδήλατα. Εκεί δεν είχε και ιδιαίτερη επιλογή γιατί αν δεν τα παρατηρούσε θα έπεφταν πάνω του. Αμέτρητα ποδήλατα. Ποδήλατα μικρά και μεγάλα, κόκκινα και κίτρινα και μπλε. Και φυσικά πράσινα. Κι άλλο πράσινο. Μια πανδαισία του πράσινου, τόσο πράσινο που ακόμα και ο καταγάλανος ουρανός έμοιαζε να πρασινίζει απ’ τη ζήλια του και τα νερά των μικρών λιμνών γίνονταν πράσινα απ’ την αντανάκλαση των δέντρων πάνω τους. 

Το μόνο πράγμα που έσπαγε την πρασινάδα ήταν ένα γκρίζο άγαλμα, φιλοτέχνημα ενός γνωστού καλλιτέχνη του περασμένου αιώνα, ένα απροσδιόριστο σχήμα που στα μάτια του άντρα έμοιαζε να έχει χαρακτηριστικά άλλοτε ψαριού και άλλοτε εξωγήινου. Στην θέα του αγάλματος ο άντρας νιώθει μία ανεξήγητη ενόχληση, σαν να μην ταιριάζει στο υπόλοιπο τοπίο και να χαλάει τη μαγεία του, την ευημερία του. Και ακόμα χειρότερα νιώθει το άγαλμα αυτό να τον ακολουθεί μέσα στο πάρκο, νιώθει την παρουσία του συνεχώς, να τον στοιχειώνει σχεδόν και να του καταστρέφει την ησυχία που είχε φτιάξει στο κεφάλι του, να του αδειάζει το τίποτα απ’ το μυαλό του και να το γεμίζει σιγά σιγά με σκέψεις, σκέψεις που το πράσινο και το γαλάζιο και οι λίμνες και τα ποδήλατα είχαν καταφέρει να κρατήσουν μακριά ως τώρα. 

Στην προσπάθεια του να ξεφύγει απ’ το αλλόκοτο άγαλμα που τον κυνηγάει, ο άνδρας βρίσκει καταφύγιο σε ένα πελώριο κτίριο με πολλούς ορόφους, αμέτρητες αίθουσες και διαδρόμους και γεμάτο με κόσμο. Σκέφτεται ότι μέσα σε αυτό το δαιδαλώδες κατασκεύασμα και μέσα στο πλήθος θα μπορέσει να χαθεί, να περάσει απαρατήρητος και να κρυφτεί μέχρι να είναι ασφαλές να βγει πάλι έξω. Το κτίριο αυτό όμως είναι εξίσου αλλόκοτο με το άγαλμα, αν όχι περισσότερο. 

Στις πρώτες αίθουσες, όπου κι αν κοιτάξει ο άντρας αντικρίζει παράθυρα, άλλα μεγαλύτερα κι άλλα μικρότερα, άλλα όμορφα κι άλλα όχι και τόσο όμορφα, το καθένα όμως βλέπει σε κάτι μοναδικό, και σε μία άλλη εποχή, σαν να είναι παράθυρα στο παρελθόν, ενώ το κάθε παράθυρο έχει και από μια μικρή λεζάντα κρεμασμένη από κάτω του. Το πρώτο παράθυρο που του τραβάει την προσοχή βλέπει σε ένα από τα εκατοντάδες κανάλια της πόλης. Πλησιάζει κοντά και το εξετάζει με λεπτομέρεια, βλέπει την γαλήνια επιφάνεια του καναλιού, την παλιά πολυκατοικία που αναδύεται μέσα από το σκοτεινό νερό, τα λευκά μπαλκόνια της πολυκατοικίας και τις μικρές γλάστρες που διακοσμούν τα περβάζια.

Στο διπλανό παράθυρο το σκηνικό αλλάζει, βλέπει σε έναν παλιό δρόμο της πόλης, ένα ασυνήθιστα ηλιόλουστο πρωινό, όπου δύο καλοντυμένοι άντρες βοηθάνε έναν ρακένδυτο άντρα να σηκωθεί απ’ το πάτωμα και να σταθεί στα πόδια του, χαρίζοντας του κι έναν καινούριο χιτώνα. Αυτή η κατάσταση συνεχίζεται σε ολόκληρη την αίθουσα, με τα υπόλοιπα παράθυρα να βλέπουν σε άλλα κανάλια και παλιά κτίρια, κι άλλους ανθρώπους σε δρόμους, και πάει λέγοντας.

Στην επόμενη αίθουσα τα παράθυρα μοιάζουν πιο πολύ με καθρέφτες, πάλι με λεζάντες από κάτω, αλλά καθρέφτες στους οποίους ο άντρας βλέπει το είδωλο κάποιου άλλου αντί για το δικό του. Πολλά πρόσωπα, πρόσωπα διαφορετικά, αντρικά και γυναικεία, όμορφα και άσχημα, νεανικά και γερασμένα. Ένα από αυτά τα πρόσωπα ανήκει σε μία νέα γυναίκα. Το αξιοπερίεργο είναι ότι μοιάζει να υπάρχει μια παντελής απουσία χρώματος τόσο στο πρόσωπο της και στα ρούχα της, όσο και στο φόντο της. Όλα τα πράγματα πάνω της και γύρω της είναι απλά διαφορετικές αποχρώσεις του γκρι και του μαύρου. Το δέρμα της είναι ανοιχτό γκρι, το παλιομοδίτικο φόρεμα της και το καπέλο της είναι σκούρο γκρι, ο τοίχος πίσω της είναι μαύρος. Χρώμα πουθενά. 

Λίγο πιο δίπλα υπάρχει ακόμα ένας καθρέφτης, αυτή τη φορά έγχρωμος. Μέσα στον καθρέφτη βλέπει το είδωλο ενός ανθρώπου ταλαιπωρημένου και πεινασμένου, με μια πίκρα και μια απογοήτευση στο βλέμμα του. Φοράει μαύρα ρούχα που τονίζουν τα έντονα μαύρα του μάτια, ενώ το στόμα του είναι τελείως ανέκφραστο. Ο άντρας ρίχνει για πρώτη φορά μια ματιά στη λεζάντα κάτω απ’ τον καθρέφτη. Γράφει: ‘1945’. 

Στον τελευταίο όροφο πλέον τα παράθυρα έχουν επιστρέψει, όμως αυτή τη φορά μοιάζουν να είναι παράθυρα που βλέπουν σε έναν άλλο κόσμο, φανταστικό, με απροσδιόριστα και αφηρημένα σχήματα, αλλόκοτα χρώματα και έντονες σκιές. Το παράθυρο που του τραβάει πιο πολύ το ενδιαφέρον είναι ένα που στα μάτια του άντρα μοιάζει πιο πολύ με καθρέφτη. Έναν καθρέφτη στον οποίο βλέπει σχεδόν ολοκάθαρα το είδωλο του. Είναι ένας άνθρωπος-μπουκάλι, όπου ο φελλός συμπίπτει με το πρόσωπο του, ενώ το υπόλοιπο μπουκάλι αποτελεί το σώμα του ανθρώπου που είναι γεμάτο με κρασί και σταφύλια. Γύρω απ’ τον άνθρωπο-μπουκάλι επικρατεί ένα χάος χρωμάτων και εμπειριών, ενώ ο ίδιος ο άνθρωπος-μπουκάλι μοιάζει να είναι παγιδευμένος μέσα στο ίδιο του το σώμα, με τον φελλό να εμποδίζει ότι βρίσκεται μέσα στο μπουκάλι απ’ το να βγει έξω. Η λεζάντα από κάτω γράφει: ‘Cork’.

Το ίδιο βράδυ.

Περιμένει μέχρι να πέσουν όλοι για ύπνο. Να σβήσουν όλα τα φώτα, να πέσει βαθύ σκοτάδι, σκοτάδι που σπάει μόνο απ’ το φως του μισοφέγγαρου που κρέμεται πάνω απ’ τις χιλιάδες πολυκατοικίες. Δεν τα θέλει τα φώτα. Θέλει να κρυφτεί από όλα και από όλους. Βγάζει τον φελλό απ’ το μπουκάλι με μία γρήγορη κίνηση, βάζει ήσυχα-ήσυχα ακόμα ένα ποτό, παίρνει ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο του και κάθεται σε μία από τις καρέκλες των 7,5 ευρώ, μπροστά από το πελώριο παράθυρο με θέα την φωτισμένη πόλη. Ανοίγει το κινητό του και το φως της οθόνης τον τυφλώνει, τον κάνει να νιώθει εκτεθειμένος και ευάλωτος και το χαμηλώνει μέχρι που ίσα-ίσα φαίνεται. Μέσα σε αυτό το απέραντο σκοτάδι, με την πόλη και το φεγγάρι για θεατές και με το ποτό και το τσιγάρο για συνοδεία, γράφει στο κινητό του ένα μήνυμα που δεν θα στείλει ποτέ...


[Συνεχίζεται...]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου