Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αγωνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αγωνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Άτιτλο- της Σελάνα Γραίκα



Ας υπάρχεις το λοιπόν
στα μάτια των ανθρώπων
ως ο ασκότεινος και λατρευτός
σπόρος, ελεύθερος και πλάνος κλέφτης.

Κι εμείς, που αγαπάμε τους νεκρούς
σα λήθαργος μας έρχεσαι- σε ύπνο
για να συνομιλούμε,
φαντασίας περίσσιας και σάρκα χωρίς.

Χαρούμενη που δείχνεις ύπαρξη
της Κύπρου κόρη, εσυ
προς την ενσάρκωσή σου
γιατί λες, είναι ανόητο
να μην γευτείς τον έρωτα, τα χάδια.

Είμαι άχρηστη εγώ, που σου μιλάω τώρα!
Ο κόσμος είναι μικρός.
Ξεστήθωτος και τραγικός.


Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

Όταν πέφτει το βράδυ - Voz Silente

Η ανταύγεια των πόθων σου χρωματίζει τα βράδια μου.
Μία μοίρα που κινεί το φεγγάρι πάντα γύρω από το βλέμμα σου, ψάχνει να κυριεύσει τις ψυχές των χαμένων στα όνειρα, βρίσκει έδαφος να ριζώσει μέχρι να εκπλήξει με το μεγαλείο της λύπης της.
Χέρια που χαϊδεύουν τον αέρα, αγκαλιές που προστατεύουν τον κόσμο, χαμόγελα που γλυκαίνουν τα σύννεφα, μάτια που σπαθίζουν τον ουρανό.
Φοβάμαι σημαίνει αγαπώ και χάνω.
Σε φοβάμαι σημαίνει σ’ αγαπώ, γι’αυτό χάνομαι.

Οι ώρες που τρέχουν στον αγώνα των στιγμών πάντα θα χάνονται στο δρόμο, από φόβο μήπως εκμηδενιστούν σε αιώνες. Και τα δευτερόλεπτα τότε προελαύνουν στη μνήμη των επιθυμιών ταπεινά.
Τα σώματα τα εξουσιάζουν αόρατα “θέλω” που γεμίζουν τον αέρα ασφυκτικά.
Ώσπου σπαρταράει το κορμί σε μια ζεστασιά αποστερημένη.
Απόβλητος από το μόνο καταφύγιο που βρήκες για να ξεχάσεις εσένα στον κόσμο.
Ήχοι από το μέλλον σε καλούν να παραιτηθείς, καθώς ξεπηδούν πλάσματα από όνειρο φτιαμένα που χορεύουν και σε ζαλίζουν. Σε παίρνουν απ’ το χέρι και σε ξελογιάζουν σε μουδιασμένες αποδράσεις.
                                                      Lovers Moon And Night by Marielouise Ertle

Τα ταξίδια που ποτέ δεν θα κάνω, τα ονειρεύομαι και τα ζω.
Όχι από αδυναμία μου να φύγω, αλλά επειδή δεν υπάρχουν τόσο κολασμένοι παράδεισοι να με γοητεύσουν, να με τρομάξουν, να τους υποτάξω.
Στο τέλος κάθε παιχνιδιού δεν μετράω θύματα, παρά μόνο αγωνία.
Κι έτσι ασφαλής, γελάω με τις αμυχές που προσδοκώ, με τους κινδύνους που κυνηγάω’   κι όσο πιο καθολική η διακινδύνευση, τόσο πιιο πλούσιος σε αποδράσεις ο οραματισμός.
Κι αν πια δεν θυμάμαι, δεν είναι ότι γέρασα, αλλά ότι πια απαρνήθηκα να κρατώ σκιές στο σκηνικό της ψυχής μου.

Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

Φωτιά στα ανεκπλήρωτα πάθη - Χάρις Γεωργίου

Το πρωί με πήρε εκείνη τηλέφωνο. Δε ξέρω τι σκατά θέλει από τη ζωή μου πλέον. Ήταν ξεκάθαρη. Ή μήπως όχι; Απρόβλεπτο; Το δίχως άλλο. Δε το περίμενα. Σάστισα. Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή λένε πως έρχονται κατ' αυτό τον τρόπο. Απρόσμενα, αιφνιδιαστικά. Με τέτοιο τρόπο που ακόμα και αν δεν είναι τα ωραιότερα, ο τρόπος και μόνο τα κάνει να φαντάζουν. Μάλλον, αυτό το τελευταίο ισχύει με μένα. Ίσως και όχι;
Τη θέλω; Είμαι γοητευμένος. Άλλωστε, ποιος άντρας στην όψη μιας τέτοιας γυναίκας -όσο δυναμικός και να είναι- μπορεί να αντισταθεί; Αναμφίβολα, δε περνά απαρατήρητη. Θαρρείς πως θα μπορούσα να τη σκεφτώ, ή και θα μπορούσα να το έχω ήδη κάνει. Θα μπορούσα ίσως και να την ερωτευτώ. Και δεν είναι τόσο η εμφάνιση της, είναι που όλα θέλει να τα ελέγχει. Είναι αυτή της η επιρροή που εντελώς μυστηριακά καταφέρνει και ασκεί πάνω μου.
Έτσι όπως τα γράφω, νιώθω μια αηδία να με συνεπαίρνει και την ανάγκη να καθαρίσω τα σωθικά μου από τούτη την ιδέα που τα χει μπολιάσει. Να κάνω γαργάρα τούτη τη σκέψη που την έβαλε στο δρόμο μου, να την πνίξω με οινοπνευματώδη δηλητήρια. Δεν είμαι αδύναμος. Όχι, το αρνούμαι. Και όσο περνάει από το χέρι μου θα καταπνίξω τούτη την επιθυμία, τη σκέψη σου, εσένα.
Σαν όλα εκείνα που μας έχουν ασκήσει μια κάποια επιρροή κάποτε ή και ποτέ. Σαν όλα τα αδιάφορα διαφορετικά πράγματα που μας έκαναν να τα σκεφτούμε έστω για λίγο. Σαν όλα εκείνα τα πάθη και τους πόθους που μας σιγοκαίνε τις νύχτες. Σαν όλα εκείνα τα οποία μας βασανίζουν και θα μας στερούν ώρες ύπνου, ώρες χαμένες που θα μπορούσαν να έχουν δαπανηθεί αλλιώς. Σαν όλα εκείνα τα ανείπωτα.
Φωτιά στους ανεκπλήρωτους έρωτες, φωτιά στα πρέπει και τους ιδανικούς εραστές. Σε όλα όσα μας έχει βάλει στο κεφάλι αυτή η κοινωνία, στα στερεότυπα, τα πρότυπα εκείνα τα γοητευτικά, τα μυστηριώδη, εκείνα που ποτέ δε θα μάθουμε να χειριζόμαστε γι αυτό θα προτιμήσουμε να πνίξουμε με μερικές σταγόνες αλκοόλ. Σε εκείνα που πάντοτε όμως θα θέλουμε να αγγίξουμε. Σε όλα εκείνα που θέλουμε να πούμε, αλλά δειλιάζουμε. Φωτιά σε όλα αυτά που μας καίνε τις νύχτες. Στα άκαυτα. Σε εκείνα που περιμένουν μισή σταγόνα αλκοόλ για να μας αποτεφρώσουν, σαν το μαινόμενο πάθος ενός ακόμα ονειροπόλου και ημίτρελου ερωτευμένου. Φωτιά σε όσα μας έκαψαν και για όσα θα καιγόμασταν.
Σε εκείνα που πιότερο από όλα καθρεφτίζουν τους ημιτελείς μας εαυτούς, που οδήγησαν τις ζωές μας, που γαλούχησαν τις καθημερινότητές μας. Και ο φόβος. Για να μη ζήσουμε πιότερα από όσα μας αναλογούν ή λιγότερα από εκείνα που δικαιωματικά μας ανήκουν. Ένας αγώνας για επιβολή στην υπερβολή. Και μόνη αστάθμητη παράμετρος, οι εαυτοί μας. Πολύ αδύναμοι, πολύ συμβιβασμένοι. Πάντοτε κυνηγούσαν μασημένη τροφή και έρωτες συμβατικούς. Ξέρεις από εκείνους που γνωρίζεις από την αρχή πώς θα καταλήξουν. Ένα σπιτάκι, ένα σκυλάκι και όλα καλά. Και είναι κακό θαρρείς να ζεις με αυτό τον τρόπο;
Γύρισα όλη την πόλη απόψε, μα την απάντηση δε τη βρήκα παρά μόνο στα μάτια σου. Σε εκείνο το αγριεμένο μελί συννεφιασμένο σου βλέμμα. Σε εκείνα τα δύο ή και τρία λεπτά που κοίταξες μέσα μου. Για εκείνα τα λεπτά που σε άφησα να τονώσεις τον έκπτωτο ναρκισσισμό μου.  Εκείνα τα λεπτά, εκείνος ο εγωισμός που σε έβαλε στο μυαλό μου. Είναι άραγε τόσο άρρωστο το "εμείς" σε ρωτάω; Φωτιά στα ανεκπλήρωτα πάθη.


Αναδημοσίευση από το blog: Ταξιδεύοντας Πεζά

Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Εξομολόγησις - 'Εβα Γκρην

Πάλι κι απόψε θα ψάξω τις λέξεις να σε χωρέσω,
Τις λέξεις να σου εξηγήσω,
Να σου πω.
Σκόρπιες δικαιολογίες.
Όλα εκείνα που δεν εννοώ.
Όλα εκείνα που θέλω να σε κάνω να πιστέψεις.
"Με εκτιμάς",
κι αυτό μου φτάνει,
"Με συμπαθείς",
Και αυτό μου αρκεί.

Πόσες βλακείες θα πω ακόμα;
Τόσα και τόσα που δεν έχω καν σκεφτεί.
Μιας και όλα τούτα που σκέφτηκα,
Μοιάζουν τόσο ανούσια.


Λέξεις όμορφα βαλμένες,
η μία πλάι στην άλλη
Λέξεις, ανούσιες
τάχα πως καταφέρνω και σε ξεγελάω,
Τάχα πως θα καταφέρω να ξεγελάσω κι εμένα.
Όμως όλα τούτα χάνονται.
Όταν το βλέμμα σου συναντά το δικό μου,
σβήνουν σε λεπτοδείκτες.
Εξαϋλώνονται μες την τόση ανυπαρξία τους.
Λες και παραμορφώνονται από την τόση τους κενότητα

Και το μόνο που σκέφτομαι,
Ποιο τάχα ψέμα θα σου πω απόψε.
Τι τάχα θα σου πω για να σε κάνω να πιστέψεις,
Να πιστέψεις, πως τάχα μου αρκεί.

Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

Είμαι μια παράπλευρη απώλεια - Marla

Είμαι μια παράπλευρη απώλεια
Σαν όλες τις άλλες
Ξέρω πως δεν αξίζω πολλά
παρ' όλες τις προσπάθειές μου να νιώσω σημαντική
Μην με κοιτάτε, δεν μ' αρέσουν τα βλέμματα
μπορεί να με καταλάβετε
να με νιώσετε
Όταν κάποια μέρα ξυπνήσω
και αποφασίσω να ζήσω ξανά
θα είναι η στιγμή που θα πεθάνω ωμά
όπως μου αξίζει
Όταν θα παρακαλάω τον Θεό του Θανάτου 
να μην με πάρει σήμερα
όχι ακόμα
εκείνος θα γελάσει ειρωνικά 
και με μια του κίνηση θα χαθώ
Προσπαθώ να θυμηθώ τη τελευταία φορά που ζούσα
πρέπει να γέλαγα
ή να ονειρευόμουν 
δε θυμάμαι..


Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Η κρίση - Voz silente


Οι ερωτευμένοι 
κρίθηκαν 
από τους λογικούς. 
Έλαμψαν 
με την αγνότητά τους. 
Ο ανέραστος 
πρώτος το λίθο βαλέτω.
Προσπάθεια να διασωθεί
ό,τι πιο όμορφο
απ τα λάθη.
Οι ερωτευμένοι 
δεν
σφάλλουν
ποτέ.
Μέσα στην εκστατική 
αμαρτία τους
εξαγνίζονται
με 
συντριβή.

Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

Macro for Dummies - Έβα Γκρην

Πάνε μέρες που δεν έχω γράψει μήτε λέξη. Μέρες παγιδευμένος σε αλγόριθμους και στείρες στατιστικές. Μέρες πάνω από λογιστικά βιβλία και προσθαφαιρέσεις. Πάντα κάτι να προσθέτεις. Πάντα κάτι να αφαιρείς. Πάντα. Πάντα κάτι να λείπει. Πάντα κάτι να περισσεύει. Λογαριασμοί κι άλλοι λογαριασμοί. Και πάντα να λείπουν τα τακτοποιητέα στοιχεία. Τι τα θες; Τα 'χε πει και ο Νίκος. Η πεζή καθημερινότητα να πασχίζει να σκοτώσει τα κομμάτια που σε αποτελούν. Όλα μαζί κι ύστερα ένα-ένα. Να διασπάσει τούτη σου την υπόσταση και να την κάνει ένα με τη μάζα. Ένα με το μπετό. Να σκοτώσει εσένα. Να σε αφομοιώσει. Αυτό που είσαι κι αυτό που σκέφτεσαι. Να σε υποτάξει. Κι εσύ να προσπαθείς να της παραδοθείς υπομένοντας ένα-ένα τα βασανιστήρια της. Να της παραδοθείς μπας και καταφέρεις να ξεχάσεις τούτη την άτακτη σκέψη που ήρθε πάλι σαν παλιός γνώριμος για να βασανίσει κι απόψε το κεφάλι σου. Μια σκέψη σαν εκείνες που με περίσσεια τόλμη σκάρωνε η νιότη σου. Μια σκέψη που τόσα και τόσα βράδια δε σε αφήνει να κλείσεις μάτι.
Σηκώνεσαι και ανάβεις ένα τσιγάρο. Ρίχνεις δυο τρεις ανούσιες ματιές στο χώρο - άδειος και απόψε τι τα θες; Ανοίγεις την μπαλκονόπορτα και κοιτάς την φωτισμένη Αθήνα. Τραβάς δυο τζούρες νικοτίνη. Ύστερα μία οξυγόνο μπας και ξεμπετώσει το κεφάλι σου. Κλωτσάς χωρίς λόγο ένα έπιπλο ριγμένο κάπου σε μια άκρη. "Στο διάολο κι εσύ", φωνάζεις. Λες και τάχα θα σου απαντήσει. Ύστερα ξαπλώνεις πάλι για να κοιμηθείς.
Ξέρεις αύριο θα την δεις. Όπως κάνεις κάθε εβδομάδα. Πάντοτε την ίδια ώρα. Πάντα κάθε Τετάρτη. Θα έρθει πάλι να σε βρει. Στο ίδιο μέρος. Εκεί που οι δυο καμπύλες εφάπτονται και βρίσκουν σημείο τομής. Εκεί που δυο σώματα παλεύουν να ενωθούν μαινόμενα το χρόνο και τους αριθμούς. Εκεί που δε μπορείς να εξηγήσεις πως βρέθηκες, ούτε πως θα φύγεις. "Σε θέλω", της ψιθυρίζεις και με μια κίνηση του χεριού σου της τραβάς τα μαλλιά με μανία. "Σε θέλω", της επαναλαμβάνεις για να μη το ξεχάσει. Ύστερα της ξεκουμπώνεις αργά το πουκάμισο. Το νεανικό της στήθος ξεπροβάλει, ενώ εσύ σαστισμένος προσπαθείς να μη τα χάσεις. Νιώθεις νικημένος. "Σε παρακαλώ, λυπήσου με.", θες να φωνάξεις, καθώς σε κοιτάζει με το πιο αθώο της βλέμμα. Σηκώνεις την φούστα της και την φέρνεις πάνω σου. Την κοιτάζεις. Μπαίνεις μέσα της ξανά και ξανά και ξανά. Ύστερα τη νιώθεις να συσπάται, ενώ εσύ βρίσκεσαι ακόμα μέσα της. Νιώθεις το κορμί της να πάλλεται μες τα δυο σου χέρια. Να μάχεται τάχα για να λευτερωθεί. Κοιτάς το χαμόγελο στο πρόσωπό της. Ύστερα τελειώνεις κι εσύ. Την παίρνεις αγκαλιά και τη φιλάς στο μέτωπο σα να θες να την προστατεύσεις από εσένα.
Ξυπνάς ιδρωμένος. Τι θα σκαρφιστείς πάλι να της πεις; Ποια τάχα δικαιολογία για να κάνεις πως τάχα την αποφεύγεις; Με ποιο τάχα ψέμα θα φιμώσεις το κεφάλι σου; Πρέπει να σκεφτείς. Κάθεσαι και διαβάζεις και πάλι το mail της. Ξεκινάς να απαντάς. Πρέπει να την αποφύγεις τούτη τη συνάντηση. Σβήνεις, γράφεις, σβήνεις, γράφεις. Σε μια αέναη σχεδόν μάταιη επανάληψη. Σχεδόν τόσο μάταιη όσο τούτη η ονειροπώληση. 
Κλείνεις με μανία την οθόνη του λαπτοπ, πιστεύοντας πως τάχα έτσι θα την αποφύγεις. Κι ύστερα πέφτεις και πάλι να κοιμηθείς. Η σκέψη της σε χτυπά με μανία. Ανούσιες σκέψεις που δε μπορείς να ελέγξεις. 
"Πρέπει να την ξαναδώ. Πρέπει να της πω Σε θέλω".




Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Το πείραμα - της Voz Silente

Με ανείπωτη ικανοποίηση ατένιζε την παταγώδη αποτυχία της ζωής που επέλεξε ως πείραμα να γευτεί. Με στερνή επίγνωση και γνώση. Το πείραμα πέτυχε, έζησε ως άλλη, σαν σε άλλο σώμα ή σαν άλλη ψυχή σε σώμα κατά γενική ομολογία κοινό. Μπορεί να βάφτισε ως δοκιμή για το ξένο την άστοχη επιλογή, εκείνη που κόστισε και κούρασε. Μπορεί απλώς να έπαιξε πρώτη ένα ρόλο που δεν είχε αποσαφηνίσει πώς θα διαμόρφωνε στο σενάριο που πότε δεν θα έγραφε, η αιωνία περιέργεια για το διαφορετικό, η εναλλαγή, το μασκάρεμα, το χάσιμο, η επανεφερεση, η πλέον συνειδητοποιημενη επάνοδος στις ξεχασμένες αλήθειες, τις θεμελιώδεις εκείνες του είναι της.
Κι ας έπαψε να είναι για λίγο.
Εθελουσία έξοδος από την ασφάλεια των δοκιμασμένων δυνατοτήτων σε μια μόνο εκδοχή των άπειρων πραγματικοτητων που της κληρώθηκαν.
Ευτυχία να είσαι αυτό που αξίζεις, αυτό που κουβαλάς στους πιο αδυσώπητους φόβους της ψυχής σου.
Δεν το ξέρει με σιγουριά, δεν θα μπορούσε να το μαντέψει. Μόνο να το αφουγκραστεί. Γι αυτό το έζησε, για να το κατακτήσει, να το αγκαλιάσει, να το περιθάλψει με την πιο πραγματική υπόσταση του.
Και τώρα, λίγο περισσότερο κατακερματισμενη, πιο ολοκληρωτικά κενή, αφήνεται να επανιδρύσει το σώμα ως ναό, το πνεύμα ως αγέρωχο προστάτη, την καρδιά ως αδιαφιλονίκητο αφέντη και καθοδηγητή.
Με μια βαθιά ανάσα, συνεσταλμενη συγκράτηση και ψυχή καθάρια, ανοίγεται στα νέα λάθη που θα φέρουν τον παράδεισο μια σπιθαμή πιο κοντά.


Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

Και έζησαν αυτοί καλά....-μακριά ο ένας από τον άλλο. - Eva Green

Άναψε κι απόψε ένα τσιγάρο για να τον συντροφεύσει, καθώς εκείνη απομακρυνόταν μαζί με το σκοτάδι εκείνης της νύχτας. Ήταν μία από όλες εκείνες τις αδιάφορες που περνούσαν κάθε βράδυ από το κρεβάτι του, μετά από εκείνα τα υγρά βράδια- υγρά από το αλκοόλ- που έβγαινε και τα έπινε με τους κολλητούς τους. Και δεν ήταν άσχημη. Ήταν ίσως μία από τις πιο όμορφες γυναίκες που είχε κανείς δει. Απλά ήταν αδιάφορη. Όπως και οι όμοιες της. Κάθε βράδυ έβγαιναν για να ψωνιστούν σε διάφορα κλαμπ, για να βρουν κάποιον επίδοξο εραστή, ο οποίος θα κάλυπτε με σπέρμα τις ανασφάλειες τους. Δεν ήταν κακά κορίτσια. Όλες τους θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει πρωταγωνίστριες σε διηγήματα του Μπουκόφσκι. Η καθεμιά τους είχε και μια ιστορία. Αλλά πόσες ιστορίες να προλάβεις να μάθεις μέσα σε ένα βράδυ; Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που τις προτιμούσε. Βαριόταν να ακούει. Θεωρούσε πως τα πράγματα ήταν πολύ απλά για να τα περιπλέκουμε. Αν και κατά βάθος απλά φοβόταν μήπως και δενόταν με κάποια από όλες. Και μετά υποχρεώσεις και υποχρεώσεις. Και αντίο καριέρα. Και είχε θυσιάσει τόσα για αυτή την καριέρα. Δε θα άφηνε μία γυναίκα να του την στερήσει. 
Αυτός ήταν και ο λόγος που δε γνώρισε ποτέ του την Χ. Η Χ... Η Χ ήταν μία κοπέλα αρκετά όμορφη, η οποία του αφιέρωσε αρκετό χρόνο από τη ζωή της, για να είναι στην άλλη γραμμή του ακουστικού και να τον ακούει. Η Χ ήταν πολύ περισσότερα από όλα αυτά. Πρόλαβαν να κάνουν μαζί τόσες σκέψεις, τόσα σχέδια. Κι ύστερα δε γνωρίστηκαν ποτέ. Και δεν είναι πως δε το θέλησε. Απλά τι νόημα θα είχε; Ζούσαν εφτά ώρες μακριά ο ένας από τον άλλο. Είχαν ήδη ξεκινήσει να χτίζουν τις ζωές τους σε διαφορετικά ημισφαίρια. Κι ακόμα κι αν βαθιά μέσα του ήθελε να πιστέψει πως εκείνη θα διέσχιζε τον ωκεανό για να είναι μαζί, το ήξερε καλά πως έτρεφε αυταπάτες. Γι' αυτό και δε το επεδίωξε ποτέ, ούτε καν εκείνο το καλοκαίρι που πήγε να τη βρει. Ούτε καν τότε, δε προσπάθησε να τη γνωρίσει. Ήξερε πως αν ήθελε θα τον έβρισκε. Όμως δεν έκανε καμία κίνηση ούτε εκείνη. Κάποιες μέρες έστειλε στον κολλητό του, να τον ρωτήσει τι κάνει, περιμένοντας να μάθει νέα του. Όμως εκείνος δε της αποκάλυψε τίποτε. Ήθελε να την αναγκάσει να του στείλει. Όμως εκείνη δε το έκανε.
Ήταν εξίσου δειλή, εξίσου κυνική και πραγματίστρια. Ήξερε πως δεν θα άλλαζε τη ζωή της για κανέναν άντρα. Ακόμα και αν το ήθελε, ακόμα κι αν ήξερε πως εκείνος ο άντρας το άξιζε. Γι' αυτό εκείνο το καλοκαίρι πέρασε. Και οι δυο τους δε γνωρίστηκαν. Συνέχισαν να αναλώνονται σε καθημερινές αυταπάτες, σε συναισθηματικούς βάλτους και ρηχότητες. Έκαναν μια απέλπιδη προσπάθεια να μιλήσουν, να μάθουν τι συνέβη εκείνο το καλοκαίρι. Όμως δεν είχε πλέον νόημα για κανέναν από τους δυο. Είχαν πλέον κάνει τις επιλογές τους. Οι εγωισμοί τους είχαν πληγωθεί πολύ για να καταφέρουν να θυσιαστούν. Και κάπως έτσι, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.