Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βόρειος Άνεμος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βόρειος Άνεμος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

Το μακρύ, μαύρο παλτό | Βόρειος Άνεμος



Το μακρύ, μαύρο παλτό σερνόταν στο πεζοδρόμιο καθώς περπατούσε. Η πόλη κοιμόταν. Κάπου στο βάθος ακούγονταν δυο-τρία αυτοκίνητα να περνάνε από την εθνική, λιγόψυχα, σαν ακανόνιστος παλμός φλέβας που σβήνει. Κάθε βήμα αντηχούσε αψηφώντας τη σιγή. Σφίγγοντας
 το παλτό γύρω του, ο Αλέξανδρος σκεφτόταν ότι ήταν η πρώτη χρονιά που τον τρυπούσε το κρύο τόσο νωρίς - δεν είχε φύγει καν ο Οκτώβριος.

Πέρυσι τέτοια εποχή καθόταν στο σαλόνι. Χρήματα για πετρέλαιο δεν είχε πια, αλλά είχε ακόμα το μακρύ, μαύρο παλτό που είχε αγοράσει πριν λίγα χρόνια από κάποιο κατάστημα μεταχειρισμένων στη Φινλανδία. Του είχε κάνει εντύπωση τότε, πόσο καλοδιατηρημένα κρατούσαν
 τα πράγματά τους. Του είχε φανεί καινούριο. Δεν μπορούσε να πιστέψει τη χαμηλή του τιμή. Τώρα του φαινόταν αρχαία ιστορία εκείνη η μέρα, σα να ‘ταν δυο δεκαετίες πριν. Δεν ήταν όμως. Ούτε κι η περσινή μέρα που καθόταν στο σαλόνι ήταν. Κι αυτή ξεχασμένη σε
 ένα απροσδιόριστο χθες. Ένα χθες που είχε σαλόνι, όσο μικρό κι αν ήταν.

Ένα δεύτερο ζευγάρι βημάτων τον έβγαλε από την ονειροπόληση. Φως είχε αρχίσει να αχνοφαίνεται στον ορίζοντα. Γύρισε και είδε μια στρουμπουλή φιγούρα, ντυμένη σαν κρεμμύδι, με μόνο δυο μάγουλα, δυο ξερά χείλια και μια μύτη να προβάλλουν από το στούμπωμα. “Καλημέρα.”
 Έγνεψε σε απάντηση. Τα σκουριασμένα στόρια ανέβηκαν βήμα βήμα, με ένα ξερό τρίξιμο. Ακολούθησε τη φιγούρα μέσα.

“Το τελευταίο είναι. Δε γίνεται άλλο. Καταλαβαίνεις.” Πώς καταλάβαινε... “Κι αύριο;” Η φιγούρα ανασήκωσε τους ώμους λυπημένα.

Βγαίνοντας στο δρόμο κοίταξε προς τον ορίζοντα. Εκεί που θα έπρεπε να βγαίνει ο ήλιος, αργά αλλά σταθερά. Δεν είχε βγει. Αναστέναξε και άρχισε να περπατάει κατά μήκος του δρόμου. Η σακούλα στο χέρι του χτυπούσε σε κάθε βήμα πάνω στο σμπαραλιασμένο γόνατό του,
 τρομάζοντας ό,τι γάτα έβρισκε στο δρόμο του. Ξανακοίταξε προς τον ορίζοντα. Δεν είχε βγει.

Έφτασε σε μια διασταύρωση, μπροστά από τα χαλάσματα ενός εγκαταλελειμμένου καταστήματος. Ήταν από τα πρώτα που είχαν κλείσει. Κανείς δεν το επανέφερε από τότε. Βήχοντας, τύλιξε το μακρύ, μαύρο παλτό γύρω του με το ένα χέρι, μαζεύοντας το μάκρος του με το άλλο
 χέρι, για μαξιλάρι. Έκατσε πάνω του. Τον στεναχωρούσε που είχε χιλιογδαρθεί και χιλιοφθαρεί, αλλά δεν είχε εναλλακτική.

Τα βήματα γύρω του πλήθυναν. Δυο, τρεις, πέντε, δέκα, είκοσι περαστικοί. Το αχνό φως είχε αρχίσει να διαχέεται όλο και περισσότερο. Ξανακοίταξε προς τον ορίζοντα. Κανένα σημάδι του ήλιου.

Με μεγάλη προσπάθεια άνοιξε τη σακούλα και την ακούμπησε δίπλα του. Έβαλε το χέρι μέσα στο παλτό κι έβγαλε ένα μολύβι. Έβαλε το χέρι μέσα στη σακούλα κι έβγαλε ένα μπλοκ. Πέρασε για μια στιγμή από το μυαλό του η εικόνα από πέρυσι ξανά. Στο μικρό του σαλόνι.
 Εκεί που διάβαζε την αλληλογραφία του. Εκεί που μάθαινε ότι δε θα ‘χει πια το σπίτι που ‘χε χτίσει με τα χέρια του ο πατέρας του. Άλλη μια εικόνα, από πιο παλιά. Εκεί που αποφάσισε να γυρίσει στη χώρα του, με ένα κάρο διακρίσεις σε διεθνείς διαγωνισμούς ζωγραφικής.
 Τον πίστευαν πολύ οι καθηγητές του στο Ελσίνκι. Γιατί γύρισε; Δεν ήξερε να πει με σιγουριά. Αλλά γύρισε. Κάτι θα έβρισκε, δεν μπορεί. Πιάνανε τα χέρια του. Το πόδι ήταν που δε λειτουργούσε πια.

Ξανακοίταξε τον ορίζοντα. Τίποτα. Το πήρε απόφαση. Δε θα έβγαινε ο ήλιος. Άρχισε να ζωγραφίζει το γκρίζο δρόμο, τα ασυντήρητα κτίρια, τους σκυθρωπούς περαστικούς.

Κι αύριο; σκέφτηκε. Ανασήκωσε τους ώμους λυπημένα, σα ν’ απαντούσε στον εαυτό του. Ήξερε την απάντηση, έτσι κι αλλιώς. Μόνο που τον στεναχωρούσε που χάλασε το παλτό. Ήταν κρίμα. Ο προηγούμενος κάτοχός του το ‘χε φυλάξει τόσο καλά.

...

“Καλημέρα.” εμφανίστηκε μια στρουμπουλή φιγούρα, ντυμένη σαν κρεμμύδι, με μόνο δυο μάγουλα, δυο ξερά χείλια και μια μύτη να προβάλλουν από το στούμπωμα. Άνοιξε σιγά σιγά τα ρολά του μαγαζιού του.

“Καλημέρα. Θα ήθελα ένα μπλοκ ζωγραφικής... αλλά... ξέρετε...” “Ξέρω.” διέκοψε η φιγούρα τη νεαρή κοπέλα. Εκείνη κατέβασε το βλέμμα, πνιγμένη στις ενοχές. “Μη ντρέπεσαι, κορίτσι μου. Έτσι είναι παντού.” Η Μυρτώ χαμογέλασε δειλά. Πήρε στα χέρια της το μεταχειρισμένο
 μπλοκ που της έδωσε. Είχε ακόμα σχεδόν όλες τις σελίδες ανέγγιχτες, αν και κάποιες σελίδες έλειπαν από την αρχή του, σκισμένες. Δεν την πείραξε. Αντίθετα. Τρελάθηκε από τη χαρά της. Τόσα σχέδια, τόσες ζωγραφιές, τόσα χρώματα, τόσες εικόνες που θα μπορούσε
 να προσθέσει. “Ευχαριστώ!” έφυγε σχεδόν χορεύοντας.

Περπάτησε λίγο, μέχρι το πάρκο. Κάθισε στο παγκάκι. Πολύχρωμα φωτάκια ανάβανε στις κολώνες. Χαμογέλασε πάλι. Επιτέλους, κάτι της πήγε καλά. Ίσως γύριζε η τύχη της τώρα. Όπως γύρισε κι αυτή από την Ιταλία, διακόπτοντας τις σπουδές της στη μέση. Δε φτάναν τα
 χρήματα. Δεν ανησύχησε. Κάτι θα έβρισκε κι εδώ. Πιάναν τα χέρια της.

Άνοιξε το μπλοκ κι έβγαλε ένα μολύβι από την τσάντα της. Γύρισε τις σελίδες από το τέλος προς την αρχή, να βρει την πρώτη κενή. Ήταν σχεδόν άδειο. Έφτασε στην πρώτη. Το στόμα της άνοιξε από θαυμασμό για την απερίγραπτα όμορφη ζωγραφιά που είδε. Ένας γκρίζος
 δρόμος ήταν, μ’ ασυντήρητα κτίρια, με σκυθρωπούς περαστικούς. Ένα δάκρυ κύλησε. Τί όμορφα που ζωγράφιζε ο προηγούμενος κάτοχος του μπλοκ. Σίγουρα θα ‘χε κάνει καριέρα τώρα. Ίσως ήταν στο εξωτερικό, να ‘χε γλυτώσει. Αναρωτιόταν αν ήταν κάποιος που τον ήξερε,
 κάποιος διάσημος ζωγράφος. Τί καλοσύνη του να αφήσει το μπλοκ που δε χρησιμοποιούσε πια στο μαγαζάκι της γωνιάς! Κοίταξε προς τον ορίζοντα. Δεν είχε βγει ακόμα ο ήλιος. Πού θα πάει, θα βγει μια από αυτές τις μέρες, σκέφτηκε. Οκτώβριος ήταν, άλλωστε, ήξερε
 ότι θα κάνει κρύο. Κι άρχισε να ζωγραφίζει το πάρκο, τυλίγοντας πιο σφιχτά γύρω της το μακρύ, μαύρο παλτό της, που ‘χε ξεφτίσει στις άκρες.


Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

Ελπίδα | Βόρειος Άνεμος


Ο ξηρός αέρας της έγδερνε τα πνευμόνια. Ένιωθε σαν κάθε ένας από τους πόρους του δέρματός της να διψούσε. Η Ιφιγένεια μάζεψε τα μαύρα της μαλλιά, τύλιξε σφιχτά το κόκκινο φουλάρι μπροστά από το πρόσωπό της κι άρχισε να περπατάει πάλι. Λίγα βήματα μπροστά της, ένα κοριτσάκι, ήταν δεν ήταν οχτώ ετών. Οι πυκνές μαύρες πλεξούδες της και τα μαύρα μάτια της ήταν τα μοναδικά χαρακτηριστικά που δεν κάλυπτε το δικό της, μωβ φουλάρι. Θα μπορούσε να ήταν η κόρη της, σκέφτηκε. Δεν ήταν όμως.
Πόση ώρα μέχρι να φτάσουμε στο καταφύγιο;” ρώτησε η Ιφιγένεια . Το κοριτσάκι την κοίταξε, σχεδόν με λύπηση στα μάτια. Δεν απάντησε. Η Ιφιγένεια ξεροκατάπιε. Κατάλαβε. Είχαν πολύ δρόμο ακόμα.
Ερείπια γύρω τους, άδειοι δρόμοι. Κάτω, ανάμεσα στα χαλάσματα, διακρίνονταν πού και πού κάποιες σκουριασμένες, σπασμένες επιγραφές. “Καφεκοπτείο” έλεγε μια από αυτές. “Ηλεκτρικά είδη” μια άλλη πιο πέρα. Ηλεκτρικά είδη... Η νεαρή γυναίκα χαμογέλασε ασυναίσθητα. Πόσο καιρό είχε να δει ηλεκτρική συσκευή να χρησιμοποιείται... Μήνες; Χρόνια; Σίγουρα πολύ καιρό.

Θυμόταν τα παλιά τα χρόνια, όταν ήταν ακόμα στο σχολείο. Όλοι οι συνομήλικοί της είχαν από ένα κινητό τηλέφωνο στο χέρι. Μπαίνανε στα δωμάτια και άναβαν τα φώτα μ’ ένα διακόπτη. Τρόφιμα άφθονα αποθηκεύονταν μέσα σε ψυγεία. Βλέπανε εικόνες, ζωγραφιές, μουσικές, ταινίες. Είχαν επικοινωνίες. Όλα ήταν ηλεκτρονικά. Σίγουρα, ο κόσμος δεν ήταν σε πολύ καλή κατάσταση. Οι άνθρωποι πάντα της φαίνονταν σαν άξεστοι, άγριοι, σα να διψάνε για αίμα διαρκώς, δολοφονίες, εκμετάλλευση, φανατισμός, όμως... Όμως ήξερε ότι ήταν εκεί. Ο κόσμος. Άλλες πόλεις, άλλες χώρες, άλλες ήπειροι. Άλλοι πολιτισμοί. Ανάθεμα κι αν ήξερε πια τί συνέβαινε εκατό χιλιόμετρα μακριά της. Μόνο φήμες.

Τα ερείπια ήταν πίσω τους πια. Είχαν βγει στην ύπαιθρο. Τη θυμόταν πιο πράσινη.

Από πού είσαι;” ρώτησε η Ιφιγένεια.
Από εδώ. Πού αλλού;” απάντησε με μια παιδική αφέλεια - μα και μια γερασμένη απόγνωση ταυτόχρονα - η μικρή.
Θυμάσαι καθόλου-
Καλύτερα να προχωράς, αν θες να φτάσουμε πριν πέσει η νύχτα,” τη διέκοψε.

Τα βήματά της σχεδόν τα έσερνε από την εξάντληση και την πείνα. Ώρες είχαν περάσει ήδη. Δεν ήθελε όμως να περάσει κι άλλη νύχτα έξω. Την προηγούμενη νύχτα το υποσχέθηκε στον εαυτό της. Ήθελε να βρει πάλι ζεστασιά. Φαγητό. Ανθρώπους. Είχε βαρεθεί να βρίσκει λίγες ρίζες εδώ κι εκεί. Είχε κουραστεί ν’ αγωνιά αν είχαν ποτίσει από το δηλητήριο, αν θα ξυπνούσε την άλλη μέρα. Ήταν ευχής έργο που τη βρήκε στα χαλάσματα η μικρή. Και το καταφύγιο... Επιτέλους βρήκε ένα, το ήξερε ότι κάπου θα υπήρχε, κάπου θα είχαν οργανωθεί επιζώντες! Άρχισε να περπατάει πιο γρήγορα.

Το απόγευμα τις βρήκε να περνάνε ένα μακρύ αυτοσχέδιο φράχτη. Πέτρες, μπετόνια, κουτιά, κι ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς, είχαν στοιβαχτεί σε ύψος πάνω από δυο μέτρα. Το μήκος του δεν μπορούσε να το καθορίσει. Ίσως ήταν δέκα μέτρα. Ίσως εκατοντάδες. Η ομίχλη είχε σκεπάσει τον ορίζοντα. Προσπαθούσε να θυμηθεί αν ήταν πάντα έτσι η ομίχλη. Δε θυμόταν. Ξηρή κι αυτή, άνυδρη, νεκρή, σα να σηκώθηκε κάμποσο χώμα από Τότε - κι απλά έμεινε εκεί μετά, αιωρούμενο.

Η μικρή πέταξε τρία πετραδάκια σε έναν τενεκέ, το ένα μετά το άλλο, κι έκανε λίγα βήματα πίσω. Η Ιφιγένεια ακολούθησε το παράδειγμά της. Μια φιγούρα κινήθηκε μέσα στην ομίχλη, στην άκρη του ματιού της. Γύρισε το κεφάλι, αλλά δεν πρόλαβε να τη δει. Ξαναγύρισε να ρωτήσει τη μικρή οδηγό της. Δεν την έβλεπε πια.

Ελπίδα;

Καμιά απόκριση. Φώναξε πιο δυνατά.

ΕΛΠΙΔΑ!

Τίποτα.

Ένα κλικ αντήχησε μέσα στην ομίχλη. Έπειτα, ένας κρότος.

Και μετά, σκοτάδι.

***

Την κέρδισες τη μερίδα σου πάλι.” μούγκρισε ο ξερακιανός άντρας με την καραμπίνα.
Τίναξε τις πυκνές πλεξούδες της πίσω κι έμπηξε τα δόντια της στο ψημένο κρέας. Η φωτιά τρεμόπαιζε μέσα στο σκουριασμένο βαρέλι. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά.

Ανασηκώνοντας τους ώμους, απάντησε τελικά.
Για σήμερα. Ποιος ξέρει πότε θα ξαναβρεθεί κυνήγι...
Ο ξερακιανός φίλησε το κοριτσάκι στο κεφάλι.
Κανένας. Θ’ ανέβω το πρωί στον Πύργο να δω με τα κυάλια. Αλλά σήμερα την κέρδισες.


Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016

The boat | Βόρειος Άνεμος

Onward we move, we breathe, we seethe
Our dreams, our hopes, all drowned in Lethe
Our arms for oars, our spines for masts
Our feet sit still, in webs and rust

For weeks we sail, for months we starve
We eat the salt, the wood we carve
Our only thought, our only steering
childhood’s crave of pioneering

The ocean’s calm, no sight of land
we, on the boat, hold hand in hand
We travel far, we travel long
We keep ourselves alive with songs

There is no move, we’ve no breath left
Our dreams, our hopes lay down bereft
The ocean’s calm, there is no land
We try to sail some more but can’t

Each other holding, stare in eye
We know now that we’re going to die
Because the land was never there
Just salt and ocean and the air.

Original: Σ.Ν.Μ. [16 June 2013] | Bόρειος Άνεμος


Η βροχή | Βόρειος Άνεμος

Είναι ώρες που σε φτιάχνει η άβυσσος. Σε δένει μέσα σ’ ένα μεθυσμένο περιθώριο, μακριά από τύπους, μακρύτερα ακόμα από υπογραμμούς. Όπως η υγρασία μουσκεύει το τσιμέντο στα σοκάκια, και τα γεμίζει τρύπες που βρίσκει καταφύγιο κάθε λογής τρωκτικό, έτσι τα γεμίζει τρύπες κι η αμέλεια, δίνοντας καταφύγιο σε κάθε λογής κουμάσι. 
Έχω την καλύτερη θέα μέσ’ από την τρώγλη μου, που θέλει να λέγεται και ξενοδοχείο. Κοιτάω τα βράδια έξω απ’ το σάπιο παράθυρο, χαζεύω κίνηση. Αράζει απέναντι ακριβώς η Σόνια. Είκοσι μου ‘χε πει πως είναι, εκείνη την πρώτη νύχτα που την έφερα πάνω. Δεν ξέρω αν λέει αλήθεια. Για τριανταφεύγα δείχνει το χιλιοταλαιπωρημένο πρόσωπό της. Τα μάτια της, ειδικά, μπορεί και σαρανταβάλε - τί να ‘χει τραβήξει τόσον καιρό ούτε που τολμώ να ρωτήσω. Κάτι μου λέει, όμως, ότι είναι διπλή μπλόφα αυτό. Πες ένστικτο, αν θες, θαρρώ πως είναι δεκαεφτά, πάνω κάτω. Τη βλέπω συχνά από το παράθυρό μου. Στηρίζει την πλάτη της στο ρημαδιασμένο τοίχο, το ‘να πόδι ανασηκωμένο, να βρίσκει κόντρα πάνω του κι αυτό. Ανάβει τσιγάρο. Παρακολουθώ την κάφτρα της μέσα στο σκοτάδι. Έντονη όταν τραβάει ρουφηξιά. Ατονεί μετά. Και ξανά το ίδιο, σε επανάληψη, μέχρι να τελειώσει, να πεθάνει. Πετάει το τσιγάρο στη γλίτσα του δρόμου, κι η κάφτρα χάνεται. Σφίγγει το κουρελιασμένο πανωφόρι της. Κάνει κρύο, και βρέχει. Μια λαμαρίνα πάνω από το κεφάλι της, κάτι κάνει για το πολύ νερό, αλλά και πάλι μουσκεύεται. 
Πού και πού εμφανίζεται κάποια φιγούρα στο έμπα του βρώμικου στενού, σαν κοράκι π’ ορέγεται τη σάρκα της νεκρής. Άλλος τρεκλίζοντας από το μεθύσι, άλλος από τη μαστούρα. Άλλες φορές κάποιος μοναχικός που κρύβει το πρόσωπό του με το πέτο, μην τον δει κάνα μάτι. Πάντα φεύγουν μαζί κατά δω - έχει κι αυτή δωμάτιο εδώ, μου ‘χε πει ο μπαρμπα-Πέτρος που ‘ναι στη ρεσεψιόν. Ξαναβγαίνουν μετά από κάνα μισάωρο. Εκείνη καρφί στον τοίχο της. Εκείνος με βιαστικό βήμα προς το δρόμο και τα φώτα. Ανάβει τσιγάρο πάλι. Περιμένει τον επόμενο. Δεν είχε ανάγκη η Σόνια να βγει βιτρίνα. Όλοι ξέρανε πού θα τη βρούνε. Είμαι αρκετά βέβαιος ότι κάποιες νύχτες έχω δει και μπάτσο να την πλησιάζει. Μπορεί γι’ αυτό να μην την πειράζει κανείς. Μπορεί απλά να τη σέβονται γι’ αυτά που τους δίνει. Ποτέ δεν ξέρεις με τους ανθρώπους. Την είχα ρωτήσει μια φορά, γιατί δε φεύγει. Σίγουρα θα ‘χει κάνει κάποιες οικονομίες, τέτοιο κορμί την αξίζει την ταρίφα της. Δε μου απάντησε. Απλά με κοίταξε, σχεδόν με οίκτο. Για μένα ή για κείνη - ή και για τους δυο.
Λίγο πιο κάτω, στο γιαπί, κάθε βράδυ ακούς φωνές να συζητάνε κοφτά. Τενεκεδάκια, ξύλα που πέφτουν, πρόκες που αναπηδούν στο τσιμέντο από κάποιο παπούτσι που τις κλώτσησε κατά λάθος ή μπορεί και τσατισμένα. Κάποιες φορές, φιγούρες αχνοφαίνονται να βγαίνουν από τα τσιμέντα. Σκαρφαλώνουν το φράχτη κι εξαφανίζονται πίσω του. Ξυπνάει η περιέργεια, δε θα πω ψέμματα, κι ας ξέρω ότι πιθανότατα δε θέλω να μάθω περισσότερα. Γυρίζω το βλέμμα στη Σόνια, για ν’ αποσπαστεί η προσοχή μου. Πάντα πιάνει. Πρώτα βλέπω την κάφτρα πάντα. Μετά τα πόδια της. Μια-δυο φορές, όταν καταφέρνω να ξεκολλήσω τα μάτια μου απ’ αυτά, νομίζω ότι συναντώ και το βλέμμα της, να με καρφώνει, πριν το γυρίσει αλλού.
Απόψε είναι μια από αυτές τις φορές. Αλλά δε γυρνάει αλλού σήμερα. Χαμηλώνω το βλέμμα προς το πλάι, τάχα μου ότι κοιτούσα το φεγγάρι στη λιμνούλα που ‘χει σχηματιστεί σε μια λακκούβα από τη συνεχόμενη βροχή - πόσο γελοίος θα πρέπει να της φαίνομαι, ακόμα κι αν δεν ακούει αυτή τη δικαιολογία - αλλά όταν το ξανασηκώνω δεν είναι πια στον τοίχο. Πίνω μερικές γουλιές από το μπουκάλι μου. Ανάβω κι εγώ ένα τσιγάρο. Λίγα λεπτά μετά χτυπάει η πόρτα. Δεν έχει νόημα να στρώσω το μαλλί ή να ισιώσω τα ρούχα μου. Ρεμάλι με γνώρισε, ρεμάλι με ξέρει. Ρεμάλι κι είμαι, μήνες τώρα, εδώ που τα λέμε. Έχω να κάνω μπάνιο τρεις βδομάδες. Έχω να ρίξω νερό στο πρόσωπό μου μέρες. Ούτε και θυμάμαι από πότε έχω να ξυριστώ, κι η ανάσα βρωμάει φτηνό καπνό κι ουίσκι. Με το ζόρι πληρώνω γι’ αυτό το δωμάτιο, λίγο φαΐ, καπνό και ποτό. Ούτε για τη Σόνια δε μου φτάνουν πια οι αρπαχτές που βρίσκω. Κι αν δεν ήταν αυτή πίσω από την πόρτα, ούτε που θα σηκωνόμουν απ’ το περβάζι.
Ανοίγοντας την πόρτα, τη βλέπω να γέρνει στην κάσα της. Τα κόκκινα, ίσια μαλλιά της στάζουν στην παλιά μοκέτα. Με κοιτάζει επίμονα. Δεν είμαι σίγουρος τί να της πω.
“Τί θα γίνει τώρα, εδώ θα τη βγάλουμε;” με ψευτομαλώνει.
“Και πού θες να τη βγάλουμε;”
Χωρίς ν’ απαντήσει, μπαίνει στο δωμάτιο σα να της ανήκει. Όχι άδικα τελείως, τόσες φορές το ‘χε κάνει δικό της.
“Ρε Σόνια, μη με μπριζώνεις τώρα. Δεν έχω...”
Γυρνάει και με κοιτάει απότομα.
“Είσαι μαλάκας ρε Βασίλη; Τί δεν έχω και κουραφέξαλα; Ξέρεις πολλές πουτάνες να σου ‘ρχονται από μόνες τους για δουλειά; Πλάκα μας κάνεις τώρα;”
Ντράπηκα. Κλείνω την πόρτα πίσω μου και κάνω να πάω προς το περβάζι. Με σταματά στα μισά το χέρι της στον καρπό μου. 
“Περισσεύει καμιά γουλιά;”
Τρέμει από τη βροχή, και βήχει. Είχε δίκιο, μαλάκας ήμουν. Ούτε καν το ‘χα σκεφτεί αυτό. Της δίνω το μπουκάλι και το τσιγάρο, όπως είναι, και με δυο κινήσεις ρίχνω πάνω της ό,τι πιο χοντρό βρήκα, να ζεσταθεί. Μισοχαμογελάει.
“Κάθε νύχτα είναι, ε;” με ρωτάει μετά από λίγες γουλιές.
“Ποιο πράγμα;” κάνω τον ανήξερο.
“Να σου πω, αν είναι να παίζουμε κρυφτούλι, να μου το πεις, να ξανακατέβω να βγάλω κάνα φράγκο.”
Τα συνήθως κουρασμένα μάτια της έχουν μια νέα φλόγα, ένα παράξενο χρώμα. Είμαι διπλός απ’ αυτή, και σε μέγεθος και σε χρόνια πιθανότατα, όμως μ’ έχει στριμώξει στον τοίχο μ’ έναν τρόπο που ούτε τον περίμενα, ούτε μου αφήνει περιθώριο να την πολεμήσω καν.
“Κάθε νύχτα, όταν δε βρίσκω δουλειά, ναι.”
“Γιατί;”
“Δεν ξέρω να σου πω. Δε γαμιέται. Καλύτερα κι όλας.”
“Γιατί;”
“Τί γιατί; Κοίτα γύρω σου. Κοίτα με. Τί σκατά να με κάνεις;”
Δεν απαντάει την ερώτησή μου. Αφήνει κάτω το μπουκάλι, ψευτοσβήνει το τσιγάρο στο γεμάτο γόπες τασάκι, και με κοιτάει διερευνητικά.
“Τρία χρόνια έχω αυτόν τον τοίχο απέναντι. Τα δυο απ’ αυτά δεν είχες βρεθεί μπροστά μου ούτε ως περαστικός. Μόνο τους τελευταίους μήνες σ’ έχω δει που τρύπωσες σ’ αυτό το αχούρι. Για πες, λοιπόν. Τί σ’ έφερε εδώ;”
Της λέω για το εργοστάσιο που έκλεισε. Για τη λευχαιμία του Μανώλη. Για την κηδεία. Για την ψύχρα μετά. Για το διαζύγιο. Μου λέει για το βιασμό της από τον πρώτο της έρωτα. Για το πώς ήθελε να το κρατήσει μετά. Για το πώς την έδιωξαν από το σπίτι οι γονείς της. Για την αποβολή. Για το μαγαζί που θέλει ν’ ανοίξει μια μέρα, όταν μαζέψει αρκετά. Έχει ένα θλιμμένο χαμόγελο, κι έναν άτιμο βήχα.
Δεν κατάλαβα πότε βρεθήκαμε στο κρεβάτι. Δε θυμάμαι καν το σεξ. Δεν πρέπει να ‘ταν και πολύ καλό, ήδη ήμουν στο δεύτερο μπουκάλι όταν ήρθε. Θυμάμαι όμως μετά, που αντί να σηκωθεί και να ντυθεί όπως συνήθως, κούρνιαξε πάνω μου και κοιμήθηκε. Παρέλυσα. Είχα ξεχάσει πώς ήταν. Ένιωσα και πάλι ζωντανός.
Γυρίζω το κεφάλι μου στο πλάι. Τα τρύπια σκεπάσματα μετά βίας καλύπτουν το σώμα της. Είναι για ένα άτομο. Τα μετακινώ λίγο προς τη μεριά της.
Δεν τη νοιάζει πώς είμαι τώρα πια, στον πάτο μου, στην άβυσσό μου. Έχει δει και χειρότερα. Δεν τη νοιάζει που δε θα την πληρώσω. Είναι εδώ επειδή εδώ ήθελε να είναι.
Πανάθεμά με κι αν καταλάβω ποτέ γιατί.
Κι έτσι όπως την κοιτάζω, στο πρώτο φως της μέρας, κοιμισμένη σαν κάποιο αιθέριο ξωτικό, σαν πλάσμα από παραμύθι - και ταυτόχρονα ωμή κι αληθινή με το ραγισμένο απ’ την ταλαιπωρία κορμί της, σκέφτομαι ότι καμιά φορά δε χρειάζονται πολύπλοκα Γιατί. Είναι το πιο απλό πράγμα: Γιατί έτσι.
“Θα φύγεις;” τη ρωτάω, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της.
Δεν ανοίγει τα μάτια.
Κλείνω κι εγώ τα δικά μου.
Σα να σταμάτησε κι η βροχή.

Original: Σ.Ν.Μ. (Βόρειος Άνεμος)

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

Στιγμές & Σταθμοί | Βόρειος Άνεμος

Original: Σ.Ν.Μ., Βόρειος Άνεμος

Έκατσα εκεί, στα κάγκελα, και χάζεψα μηχανικά τα βαγόνια του Ηλεκτρικού να πηγαινοέρχονται. Γλυκά κοριτσίστικα γέλια, βραχνιασμένος βήχας, κακομαθημένα παιδιά π’ ουρλιάζουν γιατί δεν πήραν το παιχνίδι που θέλανε - πριν το βαρεθούν και το παρατήσουν στη σκόνη. Στη σκόνη που καθόμουν τώρα, κι έβλεπα από κάτω τα βαγόνια. Τα βαγόνια που ‘ταν γεμάτα σκόνη. Σκόνη. Παντού σκόνη. Τί κι αν σήκωσα το βλέμμα να δω τον ήλιο, σκόνη κι εκεί, στις αχτίδες του.
Μου ‘χες πει θα ‘ρθεις να με βρεις στις δέκα. Πήγε δέκα. Πήγε έντεκα. Πήγε τρεις. Κάθομαι και ψήνομαι κάτω από τον ήλιο, σαν κάποια πέτρα εκεί πιο πέρα, που κάποιος την άφησε για έργο, κι έγινε με τον καιρό ερείπιο. Π’ όλοι την θέλουν για να ‘χουν να το λένε ότι την άγγιξαν, όλοι τη θέλουν για στάση, για να ξαποστάσουν, για τον ίσκιο ή την όψη ή την υφή της, και μετά συνεχίζουν τη ζωή τους, χωρίς αυτή. Παρατημένη, εκεί, να μαζεύει σκόνη. Δημοσίας χρήσης. Μιας χρήσης. Χρήσης έτσι ή αλλιώς. 
Κοίταξα πάλι το ρολόι. Έτσι σ’ είχα γνωρίσει, σε κάποιο νησί πριν μήνες - αιώνες φάνταζαν τώρα, σ’ άλλη Γη. Μ’ άλλο ρολόι όμως, ένα παλιό ξύλινο ρολόι τοίχου, σκαλισμένο με πολλή υπομονή, και βερνικωμένο, άγριο στην αφή, γλυκό στην όψη. Στ’ άφησα μ’ αντάλλαγμα ένα ποτό το ίδιο βράδυ. Κι ήταν αφύσικα όμορφη η βραδιά εκείνη. Και το πρωί, που σ’ είδα να ξυπνάς χαμογελαστή. Και το επόμενο βράδυ. Και το μεθεπόμενο. Σα να σ’ ήξερα χρόνια, λες. Ταυτίστηκες μ’ όσα σου ‘λεγα. Μου ‘λεγες όσα σκεφτόμουν. Χαλάλι το ρολόι, είχα σκεφτεί. Ποιος θέλει ρολόι όταν κερδίζει στιγμές, ζωντανές;
Πέρασε καμιά βδομάδα έτσι. Κάθε βράδυ το ‘βγαζες στο δωμάτιό μου. Γυρίσαμε στον Πειραιά και μπήκαμε μαζί στο τραίνο. Δεν ήμασταν και πολύ μακριά, άλλωστε. Πετράλωνα εγώ, Νέο Φάληρο εσύ. Έμοιαζαν κομματάκι-κομματάκι να πέφτουν τα κομμάτια στη θέση τους. Κοίτα να δεις, σκεφτόμουν ως τότε, πού πήγα και σε βρήκα.
Κι ύστερα, σιωπή ασυρμάτου, από τη μέρα που επιστρέψαμε. Μέχρι χτες. Τ’ άκουγα τ’ αναφιλητά που πάλευες να κρύψεις όσο μιλούσες, αλλά σκεφτόμουν περισσότερο τις βδομάδες που πέρασαν. Δεν ξέρω αν είναι εγωιστικό. Δεν είμαι πέτρα. Συμφώνησα όμως. Και να ‘μαι, πάλι πέτρα, πάλι σκόνη. Σκέφτηκα μήπως σου ‘τυχε κάτι, πήρα τηλέφωνο, τηλέφωνα. Μου το ‘κλεινες στον πρώτο τόνο. Περίμενα.
Πήγε πέντε. Μήνυμα. “Μη με περιμένεις. Μην ξαναπάρεις.” Διάολε. Τί σκατά;
Κίνησα να κατέβω τις σκάλες, να πάρω ένα από τα βαγόνια, να γυρίσω, γαμοσταυρίζοντας στο δρόμο.
“Με συγχωρείτε...” ένιωσα ένα άγγιγμα στον ώμο. Γύρισα. “Συγγνώμη. Έχω μεγαλώσει στη Σουηδία από παιδί, και είμαι από νησί. Δε γνωρίζω από Αθήνα, και με περιμένουν σε μια ώρα στο Νέο Φάληρο, για να νοικιάσω ένα σπίτι... Ξέρετε αν πηγαίνει προς τα εκεί αυτό το τραίνο;”
“Πηγαίνει.” της απάντησα κοφτά και γύρισα το κεφάλι πάλι προς τις ράγες.
Την ένιωσα να χαμηλώνει το βλέμμα, μ’ ένα αμήχανο χαμόγελο. “Σας ευχαριστώ. Δεν ήθελα να ενοχλήσω.” Απομακρύνθηκε στην αποβάθρα. Πόσο μαλάκας θα της φάνηκα. 
Περνούσαν οι στιγμές και τα λεπτά, είχε καθυστέρηση το τραίνο. Πρόλαβα και μετάνιωσα. Την πλησίασα. Ζήτησα συγγνώμη. Της εξήγησα ότι μ’ έστησες εδώ, για δεκανίκι, πάλι. Μπήκαμε μαζί στο βαγόνι. Προσφέρθηκα να την πάω εγώ, είχα μια ιδέα από τους δρόμους από τότε που δούλεψα στου Χατζημήτρου ελαιοχρωματιστής, παλιότερα.
Επόμενη στάση: Φάληρο. Κατεβήκαμε και περάσαμε ένα ένα τα δρομάκια, ψάχνοντας τη διεύθυνση που ‘χε στο τσαλακωμένο χαρτί. Περάσαμε κι από μια γειτονιά που ‘χε φασαρίες. Είχε μαζευτεί κόσμος πολύς, είχε και περιπολικά. “Τη μαχαίρωσε” μουρμούραγαν οι γείτονες, “τον κεράτωσε”, “δεν τον ήθελε”. “Ήταν η κακιά στιγμή” πήγαιναν να τον δικαιολογήσουν άλλοι. Πάει, λαλήσαμε. Γιατί δε χωρίζουν απλά οι άνθρωποι; Γιατί το νιώθουν αλυσίδα, και ή πνίγονται ή πνίγουν; Ποτέ δεν το κατάλαβα. Προσπεράσαμε. 
Τη διεύθυνση τη βρήκαμε εύκολα. Κάτσαμε και για καφέ, μετά, εκεί κοντά - φριχτή επιλογή, λάσπη ο καφές, αλλά γελάσαμε αρκετά. Αλλάξαμε κι αριθμούς. Μαρία τη λένε. Πολύ βολικά, δε χρειάζεται προσαρμογή από πατρίδα σε πατρίδα, την πείραξα. 
Γυρίζοντας σπίτι, έκανα μια προσπάθεια πάλι να σε βρω στο τηλέφωνο. Δεν ήμουν σίγουρος γιατί, ίσως για να ‘χω ένα κλείσιμο, να σου πω να μη με ξαναενοχλήσεις, από εγωισμό. Ίσως για να σου δώσω ακόμα μια ευκαιρία. Δεν ξέρω, αλήθεια. Δεν έχει και σημασία. Ο συνδρομητής που καλέσατε δεν είναι διαθέσιμος. Ειρωνία, σκέφτηκα. Πού να ‘ξερες, κι εσύ, ηχογραφημένο μήνυμα.
Έκανα ένα ζεστό ντους, και ξάπλωσα να δω τηλεόραση. Ευτυχώς πρόλαβα τ’ αθλητικά. Πάντα μ’ άρεσε να βλέπω τα γκολ, αν και ποτέ δε μου έκανε αίσθηση να δω αγώνα ολόκληρο. Έβαλα να ζεστάνω το χθεσινό φαγητό, κι αφού τσιμπολόγησα λίγο, ξάπλωσα πάλι, για ύπνο.
Σ’ ονειρεύτηκα. Σ’ έλεγαν Μαρία κι ήσουν νεκρή, μα μου χτυπούσες την πόρτα, με το ρολόι στο χέρι. Δε σ’ άνοιξα. Πήγα στο μπαλκόνι, και πήδηξα στις γραμμές του Ηλεκτρικού, και περίμενα, περίμενα, μα δεν περνούσε τραίνο. Μόνο εσύ ήρθες, ως Μαρία, και μου έδωσες το χέρι, να σηκωθώ. 
Μετά δε θυμάμαι, μέχρι που ξύπνησα, πριν λίγα λεπτά. Και καλύτερα ίσως. Σε δυο ώρες από τώρα με περιμένει η Μαρία στο νέο της σπίτι, να μ’ ευχαριστήσει με σωστό, σπιτικό καφέ για τη βοήθεια χθες, όχι λασπωμένο. Θα ‘ναι άδειο, είπε, αλλά θα πήγαινε να πάρει τ’ απαραίτητα πρωί-πρωί. Και έτσι όπως το σκέφτομαι, καθώς βουρτσίζω τα δόντια, η αλήθεια είναι ότι, ναι, ανυπομονώ να την ξαναδώ. Προσγειωμένος άνθρωπος φάνηκε. Γλυκιά, ανοιχτόμυαλη, με καλλιτεχνικές ανησυχίες, μια βαθιά θρησκευτική κατάνυξη για τις λίμνες και τα ποτάμια - και της άρεσε κι η μπάντα στο μπλουζάκι που φορούσα, είπε. Δε θα σε ξαναπάρω, λοιπόν. Μπορείς να είσαι σίγουρη. Ποιος χρειάζεται όνειρα, όταν έχεις στιγμές;


Ραγισμένες διαδρομές | Βόρειος Άνεμος

Original: Σ.Ν.Μ., (Βόρειος Άνεμος)

Έχει κάτι το σαγηνευτικό ο σταθμός των τραίνων. Ξέρω τί θα μου πεις. Είναι τα ταξίδια, είναι οι ανέμελες στιγμές, τα μπάνια, είναι που πας να δεις την κοπέλα σου, είναι που αφήνεις πίσω... όχι, όχι δεν είναι αυτό. Στο λέω τώρα που καθόμαστε σ’ έναν ερημωμένο σταθμό. Χρόνια παρατημένο κι ανενεργό. 
Με τα βαγόνια σκουριασμένα κι αφημένα στ’ αγριόχορτα. Με τη μπογιά του τοίχου να ‘χει τσακίσει. Στις γωνίες η μούχλα κερδίζει πόντο πόντο το ωχρό κίτρινο. Οι σανίδες στις γραμμές έχουν παραδοθεί. Η έντονη μυρωδιά που φέρνει πού και πού ο αέρας, θυμίζει ακριβώς πόσα αδέσποτα το ‘χουν κάνει σπίτι και χέστρα τους. 
Δεν ξέρω, μικρή. Δεν είναι “ταξίδια”, “διακοπές”, κι “αποδράσεις” αυτά που σκέφτομαι. Εμένα σκέφτομαι. Εμάς. Τη ζωή μας. Από σταθμό σε σταθμό, από μέρος σε μέρος. Ανεβαίνουν άνθρωποι, κατεβαίνουν άλλοι. Τρεφόμαστε σαν τον καρβουνιάρη, κι αφήνουμε μαύρες ανάσες από τη φωτιά στα πνευμόνια μας. Κι αγκομαχούμε από σταθμό σε σταθμό, ανηφόρες, κατηφόρες, στροφές, εκτροχιασμοί. Ώσπου μια μέρα καθόμαστε παράμερα, αφημένοι στ’ αγριόχορτα, να σκουριάσουμε, ξεχασμένα ερείπια.
Κι αν από σταθμό σε σταθμό ανεβοκατεβαίνει κόσμος, αν δενόμαστε μ’ άλλα βαγόνια και ακολουθούμε αυτές τις ράγες, αν γνωρίζουμε τόσους σταθμούς εδώ κι εκεί, στο τέλος, μόνοι με τ’ αγριόχορτα είμαστε. Και θυμόμαστε, μέχρι να σβήσουμε αργά, το ταξίδι, αυτό το ταξίδι τ’ ατελείωτο θαρρείς - θαρρούσαμε, δηλαδή, που όμως να που τέλειωσε. Κι αντηχούν στα μεταλλικά μας κλουβιά ακόμα, ισχνά, τα γέλια, οι φωνές, οι μουσικές οι εξαίσιες, και το κορμί μας γέρικο έχει γεμίσει από γκραφίτι.
Τί με κοιτάς; Πιες τον καφέ σου. Εδώ είμαι ακόμα. Δεν πάω πουθενά, μικρή μου. Δεν ήμουν σταθμός, ούτε κι εσύ. Δεν τελειώνει έτσι απλά το ταξίδι μας. Βαγόνια είμαστε, δεμένα. Παίρνουμε μαζί τις ράγες κι όπου βγάλει. Δεν το ξέρω το πρόγραμμά μας. Κάποιος σταθμάρχης, στο περίπου, ίσως το ξέρει. Δεν τον έχω δει ποτέ. Δεν ξέρω κι αν υπάρχει. Και ξέρεις κάτι, ρε Λιάνα; Χέστηκα. Αλήθεια στο λέω, δε με νοιάζει. Εμένα μ’ απασχολούν τα βαγόνια που ‘ναι μαζί μου, κι οι σταθμοί που περνάω. 
Κι όταν σωπάσουν οι μουσικές οι εξαίσιες, τα γέλια, οι φωνές, με το κορμί μου γέρικο γεμάτο από γκραφίτι, θα ξαπλώσω κι εγώ με τ’ αγριόχορτα, γεμάτη χαρά, ευτυχισμένη που τα ‘ζησα. Κι αν συνεχίσεις μετά, εσύ, κράτα καλά μαζί σου τα βαγόνια σου, κι απόλαυσε κάθε σταθμό και για μένα. Και πού και πού να θυμάσαι την ιδιότροπη Σόνια σου. 
Αλλά τέλειωσε τον καφέ σου, τώρα. Πιάνει να πέφτει ο ήλιος. Πρέπει να φύγουμε σύντομα. Σε περιμένουν.


Abstract Photographer Micha Rainer Pali 

Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

"Φωτιά" - Βόρειος Άνεμος

Κάθομαι πάλι, σ’ εκείνη τη γωνιά του καναπέ. Δεν είμαι σίγουρος γιατί, αλλά είναι πιο σπίτι απ’ οπουδήποτε αλλού. Ίσως είναι η φθορά του, που πίσω της βλέπω αναμνήσεις απ’ τις μούσες που ξάπλωσαν πάνω στην κάποτε στιλπνή, φρέσκια δερματίνη. Ίσως είναι οι πεθαμένες μνήμες ενός ζωντανού κάποτε, που τώρα έχουν θαφτεί κάτω από τα ξεσκισμένα κρόσσια. Είτε έτσι είτε αλλιώς, ίσως είναι που συμβολίζει τη ζωή μου ολάκερη.
Απέναντι, βουβοί οι σκουριασμένοι σωλήνες τρυπάνε ένα μουχλιασμένο τοίχο, σα να ‘ταν κάποια μεσσιανική ραψωδία. Σου είχα πει ότι θα τους φτιάξω. Δε βγάλαν τα λεφτά. Ξέμειναν έτσι, να στάζουν σκουριά πάνω στον τοίχο. Ξέμεινα κι εγώ, να στάζω σκουριά πάνω στον καναπέ.
Μόνη συντοφιά ένα σαραβαλιασμένο γραμμόφωνο, ένα μουσκεμένο πακέτο τσιγάρα, ένα γυάλινο γλυκό μπουκάλι λήθη, πικρό πετρέλαιο. Έξω, η βροχή καταρρακτώδης. Μέσα; Άσε το μέσα.
Κι εγώ κάθομαι πάλι σ’ εκείνη τη γωνιά, με δεσμώτη τις σκέψεις, αυτές που μανιωδώς προσπαθώ να πνίξω με τον καπνό και το ποτό. Οι χαρακιές στο γραμμόφωνο, φριχτές, τυρρανούν τ’ αυτιά μου, τα τρυπάνε. Όπως οι σωλήνες τον τοίχο. Μια διαπεραστική νότα εδώ, λίγος θόρυβος εκεί, σκουριά παντού. Και μια στυφή γεύση στο στόμα, θαρρείς και κάθε μέρα, κάθε ώρα που ‘χει περάσει, έχει αφήσει εκεί, παρακαταθήκη, την υπογραφή της.
Έφυγες, λοιπόν. Τί κι αν βγήκα στη βροχή; Ούτε που γύρισες το κεφάλι. Ποιος μαλάκας γράφει τις ταινίες; Έχει ζήσει καθόλου; Τί σχέση έχουν με τη ζωή; Υγρές ονειρώξεις στο χαρτί, από κάποιο παιδαρέλι, όλες τους. Η ζωή δεν έχει δακρύβρεχτη επιστροφή. Ένα άντε γαμήσου έχει, και μετά μαύρο.
Το ‘ξερα τη μέρα που σε γνώρισα ότι ήμουν λίγος για σένα. Στο ‘πα. Δε μ’ άκουσες. Εσύ έβλεπες τα δικά σου. Κι η μαλακία μου ήταν, είναι, πάντα θα ‘ναι, ότι σ’ άφησα να με πείσεις. Και τώρα, άντε γαμήσου. Και μαύρο.
Μια γουλιά ακόμα. Δεν πειράζει. Κάποια παρένθεση θα βρω. Σ’ αυτήν την πόλη, οι παρενθέσεις ζούνε σε κάθε σοκάκι. Δε χρειάζεται προσπάθεια. Και, ξέρεις, έχω κουραστεί να προσπαθώ. Σου ‘πα ποιος είμαι απ’ την αρχή. Δε σου ‘κρυψα κάτι. Δε σ’ εξαπάτησα. Όμως εξαπάτηση ήθελες κι εσύ. Τί ήθελες να κάνω; Προσπάθησα.
Ακούω τη βροχή που μαστιγώνει το παράθυρο. Η μισή νομίζω μπαίνει μέσα. Σάπισε το ξύλο. Σάπισαν τα στεγανά μου όλα. Όλα μπαίνουν μέσα, όλα πλημμυρίζουν, όλα φωτιά και στάχτη. Πουτάνα όλα. Γάμα το. Θυμάμαι ένα σκαλισμένο θρανίο, κάποτε, στο Λύκειο, σε μιαν άλλη ζωή θαρρείς. Χαραγμένο με τη λάμα μιας ξύστρας. “Η ζωή είναι ένας κώλος. Γάμησέ τον, πριν σε χέσει.” Ε, κάπως έτσι, ναι.
Προσπαθώ. Όχι να ‘μαι το καλύτερο και μαλακίες χίπικες. Μ’ απωθεί ο ανταγωνισμός και τα ουράνια τόξα που κλάνουν κουνελάκια. Να ‘μαι εγώ, και μόνο. Φτηνές, ανέξοδες συμβουλές έχουν όλοι. Κάνε αυτό. Κάνε εκείνο. Κάνε τ’ άλλο. Όταν όμως έρθουν οι συνέπειες της εφαρμογής τους, είναι δική σου ευθύνη. Εσύ τις λούζεσαι. Εσύ ζεις μ’ αυτές. Κανένας άλλος. Τί έχω να χάσω; Ό,τι και να ‘χω να χάσω δε σου πέφτει λόγος, μαλάκα. Καθένας κρίνει για τον εαυτό του και μόνο. Οι άνθρωποι πάντα σ’ ερμηνεύουν μ’ έναν τρόπο με τον οποίο να μπορείς να τους γίνεις κατανοητός, να τυλίξουν το νου τους γύρω σου. Όσο μικρότερος είναι αυτός, τόσο πιο μικρή και διαστρεβλωμένη η εικόνα σου που αντέχουν να επεξεργαστούν. Για τα υπόλοιπα, Προκρούστης.
Πιάνω στα χέρια μου το πακέτο. Μήπως σ’ ερμήνευσα κι εγώ λιγότερο απ’ ό,τι ήσουν; Τί μαλάκας. Φυσικά. Πώς ν’ αγκαλίασεις τη φωτιά - πώς να γαμήσεις τη φωτιά - και περιμένεις να μη μείνεις μετά μ’ αποκαΐδια; Στάχτες, σαν αυτές που ρουφάω τώρα. Στάχτες, και μαύρο, κι αυτό το άντε γαμήσου.
Όμως γιατί ήρθες σ’ εμένανε εσύ; Αυτό δε νιώθω. Πάει στο διάολο εγώ. Είσαι φωτιά. Φυσικά και σ’ ήθελα. Ένα μυαλό που πάντα τρέχει, φτερά στους αγαλματένιους ώμους σου, κορμί γι’ αμαρτίες. Εσύ τί σκατά ήθελες;
Το γραμμόφωνο έχει πάψει εδώ κι ώρα. Δεν ξέρω αν θέλω να το ξαναβάλω να παίξει. Δεν ξέρω αν θα τελειώσω το μπουκάλι ή αν θα με τελειώσει αυτό πρώτο. Δεν ξέρω πότε σταμάτησε η βροχή. Δεν ξέρω πόση ώρα έχει περάσει.
Δεν ξέρω καν αν ακούω τα κλειδιά στην πόρτα ή αν έχω αποκοιμηθεί ήδη. Ξεφυσάς; Με σέρνεις στο κρεβάτι; Νομίζω νιώθω τη φωτιά σου να φουντώνει στο πετρέλαιο το δικό μου. Νομίζω νιώθω τη ζέστη σου να με καίει. Κάψε με. Στάχτες είμαι. Γιατί ήρθες πίσω στην τρώγλη; Γιατί πάντα έρχεσαι πίσω, γαμώ την τρέλα μου; Γιατί δε σ’ απωθώ; Γιατί δεν είμαι αρκετός να σε διώξω;

Αναδημοσίευση από: Βόρειος Άνεμος

Κυριακή 15 Μαΐου 2016

Το ακουστικό - Βόρειος Άνεμος

Με ρώτησες τί είναι έρωτας
Έριξες στο πλάι τα μαλλιά, κι ανέτειλλαν τα ροδοπέταλά σου
Δεν ξέρω αν περίμενες απάντηση
Χαμογέλασες

Έρωτας είναι να μαθαίνεις τον άλλο
Να είσαι πλάι του και κάθε φορά να 'ναι πρώτη
Να νιώθεις πάνω του πως ξαναγεννιέσαι
Να ζεις μέσα του κάθε μέρα κάτι περισσότερο

Να θέλεις την παρουσία του
Να κλείνεις το ακουστικό, 
κι η μόνη σκέψη σου να 'ναι ένα "αχ"
Να μη χορταίνεις να τον βλέπεις
Να μη χορταίνεις να τον ακούς
Να μη θες να τον αφήσεις να φύγει

Να ρουφάς το μεδούλι του Είναι του
Αχόρταγα
Έρωτας είναι να βλέπεις τα μάτια του μπροστά σου
Ν' ακούς τη φωνή του σα μουσική
Να μετράς μία μία τις λέξεις που βγαίνουν από τα χείλη του

Να σκιαγραφείς τους ώμους του με φόντο τη φωτιά του
Αχ αυτοί οι ώμοι
Αχ αυτά τα μάτια
Να γεμίζεις με τη ζωντάνια του
Με το πάθος του
Με την αγάπη του

Έρωτας είναι να 'ναι το φως στα πιο βαθιά σου σκοτάδια
Να ναυαγείς σ' ερημονήσι, να πεινάς, να κρυώνεις
και να σκέφτεσαι "τουλάχιστον έχω εσένα"

Έρωτας είναι να τον θέλεις
Τις σκέψεις του
Την παρουσία του
Αυτά που καταλαβαίνει
Αυτά που αγαπά
Αυτά που νιώθει

Είναι η βρώμα του αλκοόλ που γίνεται χάδι
Το σβησμένο τσιγάρο που γίνεται ευωδία
Τα βιβλία, οι ταινίες, η μουσική
που όλα γίνονται κομπάρσοι δίπλα του

Έρωτας είναι να μην μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από το κορμί του
Να μην μπορείς να συγκεντρωθείς, 
γιατί το μόνο που σε νοιάζει είναι η φωνή του
Ν' ανεβαίνουν οι παλμοί σου
Να σ' εξιτάρει
Να σ' ενδιαφέρει

Έρωτας είναι να μαθαίνεις, ν' ακούς, να τον ζεις
Κι όταν οι Κυριακές σας γίνουν ήσυχες,
έρωτας είναι να τον κοιτάς με γαλήνιο βλέμμα
και να θες να τον μάθεις ξανά.

Έρωτας είναι ν' αφήνεσαι στα όλα του
Είναι να γαμιέσαι, γιατί θέλεις να τον νιώσεις με κάθε τρόπο
Είναι να κάνεις έρωτα, γιατί τον εκτιμάς και τον σέβεσαι
Όχι μονοδιάστατα
Ταυτόχρονα

Να μαθαίνεις διψασμένα κάθε τί που έχει να σου πει
Κάθε τί που έχει ζήσει
Τί τον έχει πληγώσει
Τί του δίνει χαρά
Τί αγαπά και τί περιφρονεί

Να μαθαίνεις μία-μία τις στιγμές του
Κάθε εκατοστό από το κορμί του
Να μετράς κάθε ουλή
Να τον βλέπεις όπως δεν τον βλέπει κανείς
Να σ' αφήνει στον κόσμο του
Να 'ναι σπίτι και προορισμός

Είναι να βγαίνουν τα λόγια μόνα τους
Να μην ξέρεις ακριβώς τί θες να πεις
Να μπουρδουκλώνεσαι
Να μπερδεύεσαι
Να σε καυλώνει αυτό που είναι
Να σε τραβούν τα βήματά σου κοντά του

Να κοιτάς γύρω και να τους νιώθεις όλους βαρετούς, λίγους
Γιατί έχεις αγγίξει το σύμπαν
Γιατί έχεις ζεσταθεί από τον πυρήνα ενός αστεριού
Κι έχεις ταξιδέψει στο άπειρο κενό
Κι έχεις ζήσει το πολυδιάστατο

Κι όταν έχεις αγγίξει το σύμπαν, 
τί αίσθηση να σου κάνει ένα φτηνό πλαστικό κλουβί;

Έρωτας είναι να μη νιώθεις φυλακισμένος
Να χάνεσαι, αλλά ταυτόχρονα να 'σαι πάντα εκεί
Να ζεις και να πεθαίνεις
Να θες την αγκαλιά του
Να νιώσεις τα χέρια του γύρω σου, πάνω σου
Να θες να τον νιώσεις μονομιάς ολόκληρο
Και να βυθίζεσαι μέσα του

Έρωτας είναι να μαθαίνεις τον άλλο
Να κινείσαι προς αυτόν
Από οργασμό σε οργασμό - 
συναισθηματικό, εγκεφαλικό, ερωτικό
Έρωτας είναι να κυνηγάς τον δικό του οργασμό
και να κυνηγάει τον δικό σου

Να σου λέει "να με σκέφτεσαι"
και να τον σκέφτεσαι

Έρωτας είναι να είναι ο ίδιος ο ορισμός του έρωτα για σένα

Φέρνω στο νου τη μορφή σου, 
τα λόγια σου, τις σκέψεις σου
Έχω ξανά μπροστά μου αυτά τα μαλλιά, 
να πλαισιώνουν καθαρό φως

Και, ξέρεις, αλήθεια;
Ναι.
Είσαι έρωτας.

Πέμπτη 5 Μαΐου 2016

"Ποτέ δεν είναι αργά..."- Βόρειος Άνεμος

Ξεκίνησα να γράφω σ’ ένα άδειο χαρτί. Το κερί φώτιζε θαμπά το γραφείο. Κάθε μυτιά του μολυβιού έτριβε το γραφίτη από την άκρη, αφήνοντας ξύσματα γύρω απ’ τις λέξεις. Το δωμάτιο, μουντό, παρατημένο στην τύχη του, έπνιγε κάθε αχτίδα της λάμπας απέναντι που ίσως τολμούσε να χωθεί από τα στόρια. Μέρες τώρα το ράδιο είχε πάψει να γεμίζει τη σιωπή με θόρυβο στατικό, και τη μονοτονία έσπαγε μοναχά ο εκάστοτε μαλάκας με την κόρνα του στο δρόμο έξω. Μόνο φως στο διαμέρισμα, αυτό του κεριού. Το ρεύμα το ‘χανε κόψει εδώ και καιρό.

Δυο κιλίμια κρεμασμένα στον τοίχο, προσπαθούσαν άτεχνα να καλύψουν τη γύμνια του, σκούρα κόκκινα, από κάποιο τελευταίο πραματευτή που δεν έβρισκε να τα πουλήσει. Αν έβγαζες τη σκόνη που ‘χουνε μαζέψει τόσο καιρό, ένα λόφο τον έφτιαχνες. Κι ίσως θύμιζαν τη μέρα που τα πήραμε. “Ποτέ δεν είναι αργά μέχρι να είναι,” έλεγες, και μ’ έπεισες να τα πάρουμε.

Παραδίπλα, μια κούπα μαύρη μ’ ένα παγωμένο σίχαμα που κάποτε ήταν καφές. Γουλιά γουλιά πίναμε εναλλάξ, να μείνει η ανάμνηση όσο γίνεται περισσότερο. Πάνε δυο μέρες από την τελευταία γουλιά. Ελάχιστο έμεινε, και κανείς από τους δυο δεν το πίνει.

“Πάω λίγο έξω.”

Πας. Πού πας βραδιάτικα; Πήγαινε όπου θες. Δε με νοιάζει πια. Έχω σηκώσει έναν τοίχο για να μη με νοιάζει. Με σκοτώνει κάθε φορά, δεν μπορώ να τ’ αφήσω να περνάει μέσα. Ξέρω ότι δε σε νοιάζει κι εσένα, γι’ αυτό. Δεν ξέρω πότε έφυγες. Δεν ξέρω γιατί. Ξέρω μόνο ότι μιλάω σ’ ένα κέλυφος. Μια συνήθεια. Δε θέλεις να ‘σαι εδώ. Δε θέλεις να ‘σαι μαζί μου.

Πιάνω πάλι να γράψω στο χαρτί. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει από την πίεση. Το κερί αργοσβήνει. Σχεδόν παρακαλάω να τελειώσει, να ‘χω μια δικαιολογία να σταματήσω. Να τα παρατήσω όλα, να πέσω να κοιμηθώ - να “κοιμηθώ”, που λέει ο λόγος - να μη σκέφτομαι πια. Μετά σκέφτομαι ότι αν σβήσει αυτό, θα μείνει ένα κερί μόνο.

Μερικές φορές σκέφτομαι ότι “ζούμε” πολύ περισσότερο απ’ όσο ζούμε. Ίσως το ίδιο ισχύει και για ό,τι είχαμε. “Ζει” περισσότερο απ’ όσο έζησε. Και σέρνουμε το ψόφιο κουφάρι του πίσω μας τώρα.

Ακούω την πόρτα που κλείνει τρίζοντας. Έξω βρέχει. Πού πας με τέτοια βροχή;

Μαγκώνομαι. Όσο και να μη θέλω να στο δείξω, με νοιάζει ακόμα. Φυσικά και με νοιάζει. Και ξέρεις κάτι; Κοιτώντας το χαρτί δε βλέπω λέξεις. Εσένα βλέπω. Και μένω να το κοιτάζω για κάμποσα λεπτά. Να θυμάμαι.

Όχι, γαμώ την πίστη μου, δεν είναι κουφάρι. Ποτέ δεν είναι αργά μέχρι να είναι. Κι αν δε θες να ρίξεις εσύ τα μούτρα σου, θα σε προλάβω εγώ.

Σηκώνομαι απότομα, πιάνω το παλτό και τα κλειδιά και βγαίνω έξω, να σε προλάβω. Με νοιάζει. Και πού πας με νοιάζει, και μην αρρωστήσεις με νοιάζει, και να σε φέρω πίσω με νοιάζει.

Άλλος ένας μαλάκας έξω κορνάρει. Φωνές από περαστικούς. Κατεβαίνω τη σκάλα τρέχοντας, να σε προλάβω, πριν απομακρυνθείς πολύ και δεν έχω ιδεά πού να σε βρω. Αλλά χέστηκα, θα ψάξω. Θα ψάξω παντού γύρω. Θα-

Βγαίνοντας από τη μεγάλη σιδερένια πόρτα βλέπω δέκα-είκοσι περαστικούς μαζεμένους μπροστά από ένα αυτοκίνητο. Δε θέλω να κάνω άλλο βήμα, αλλά γίνονται μόνα τους. Μηχανικά. Αυτόματα.

“Καλά, δεν έβλεπε πού πήγαινε ο ηλίθιος;”
“Κρίμα... Νέος άνθρωπος...”
“Μην κοιτάς, Κωστάκη. Δεν κάνει. Πάμε σπίτι.”

Κάποια γειτόνισσα - δε βλέπω καν ποια - με είδε.
“Σοφία... Λυπάμαι...”

Πλησιάζω.
Στα χέρια σου, λίγες τουλίπες.
Κόκκινες.

“...μέχρι να είναι.”



Αναδημοσίευση από:  Βόρειος Άνεμος

Κυριακή 1 Μαΐου 2016

When the lights go. - Βόρειος Άνεμος

At first I paused, 
I glanced and thought 
of islands far away.

The light was dim, 
her body a sin, 
a blooming rose in May.

I reached her hand. 
I said “I can’t 
look at you without tears.”

She shyly smiled, 
eyes beaming wild, 
and nudged away my fears.

I felt her, warm, 
a cosy home. 
The world faded from sight.

She deeply sighed 
and, as I smiled, 
I sank inside her night.

My fingers strolled 
as bodies folded 
tangled in our dream.

But, daylight shone; 
now, all alone 
again, lost in the stream.

Her dream returns 
each night and burns 
my skin with fever’s heat.

And every time, 
my heartbeats rhyme 
inside her heaven’s beat.

She’ll never be 
alone with me, 
like in the dreams we had.

But, every night 
life gets it right; 
and that can’t be so bad.


Αναδημοσίευση από: Βόρειος Άνεμος

Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

Οι Κυριακές της Μυρτούς - Βόρειος Άνεμος


“Δεν έχω χρόνο να περιμένω για θαύματα.”

Έτσι θυμάμαι πάντα τη Μυρτώ.

Συνήθιζε να κάθεται μόνη της, σ’ ένα μισοσαπισμένο παγκάκι, που μια φορά κι έναν καιρό ίσως ήταν βαμμένο σ’ ένα κυπαρισσί πράσινο. Καθόταν στην άκρη-άκρη, σα να περίμεναν άλλοι πέντε να κάτσουν πλάι της, κι έφτιαχνε κάθε τρεις και λίγο τα χοντρά κοκκάλινα γυαλιά της. Στα χέρια της κάποιες φορές κρατούσε ένα βιβλίο, αλλά σπάνια την έβλεπες ν’ αλλάζει σελίδα. Τα άλλα παιδιά συνήθως πετούσαν ένα τόπι στο καλάθι εκεί κοντά και ούτε που της έδιναν σημασία, είτε φορούσε το σκισμένο τζην της είτε το κόκκινο φουστάνι που ‘ταν σα να ‘χε δέσει τραπεζομάντηλο γύρω της.

Τις Κυριακές έλειπε πάντα από το πάρκο. Κανείς δεν ήξερε να σου πει ότι την είχε δει κάπου. Δειλά-δειλά κάποιες μαμάδες είχαν προτείνει ότι ήταν κορίτσι της εκκλησίας. Οι περισσότεροι ανασήκωναν τους ώμους, λίγο τους ενδιέφερε. Ήμασταν κι εμείς, οι αλητάμπουρες της γειτονιάς, που ξέραμε κάτι ψιλά παραπάνω, και κοιταζόμασταν με νόημα για να μη χασκογελάσουμε. Η Μυρτώ στην εκκλησία. Πρώτα θα πάγωνε η κόλαση. Μας έτρωγε κι εμάς, όμως, το μυστήριο των Κυριακών, κι ας ξέραμε πού δεν τις περνάει.

Πρέπει να ήταν γύρω στα δεκαεφτά όταν ήρθε. Είχε μείνει στην ίδια τάξη, λέγανε, κι όχι μία φορά μόνο. Σίγουρα είχε μείνει στην ίδια τάξη, ναι. Σ’ όλους είχε κάνει εντύπωση το σώμα της, γεμάτο καμπύλες που την κάνανε να μοιάζει μεγάλη γυναίκα, ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα ανάμεσα στα κορίτσια του σχολείου. Τα αγόρια, αλλά και κάποια κορίτσια, στην αρχή την είχαν πλησιάσει, προσπαθώντας να πιάσουν το βλέμμα της. Σύντομα απομακρύνθηκαν πάλι. Τους κοιτούσε όλους με μια αδιαφορία παγερή, σχεδόν απάνθρωπη και βλοσυρή. Σ’ έκανε να νιώθεις σαν ένα μικρό κοπάδι από κουνέλια που πάει να επιτεθεί σε λέαινα.

Θυμάμαι καθαρά ένα απόγευμα. Νοέμβριος ήταν. Ασυναίσθητα, είχα παρατήσει το ποδήλατο λαχανιασμένος, κι είχα κάτσει στο παγκάκι της. Γύρισε και με κοίταξε αργά, σταθερά και εξεταστικά. Αισθάνθηκα ένοχος, σα να ‘χα πατήσει με λασπωμένα παπούτσια σε κάποιο ιερό χώρο. “Με συγχωρείς...” μουρμούρισα κι έκανα να φύγω. “Κάτσε,” μου είπε απλά. Δεν έφερα αντίρρηση.



Πέρασαν μόνο λίγες στιγμές μέχρι να με νικήσει η περιέργεια. “Γιατί δε μιλάς σε κανέναν;” Με το που ολοκλήρωσα την ερώτηση, είχα ήδη μετανιώσει. Περίμενα ακόμα ένα διαπεραστικό βλέμμα, ακόμα μία ιερά εξέταση. Όμως δεν ήρθε. Αντί γι’ αυτό, απλά χαμογέλασε με πικρία. “Επειδή δε μου μιλάει κανείς.”

“Πώς;” αντέτεινα με αφέλεια. “Αφού έχω δει τόσα παιδιά να προσπαθούν να σου μιλήσουν.” “Δε μου μιλάνε, φίλε. Να πηδήξουν προσπαθούν. Πετάνε δυο ψευτομάγκικες ατάκες, δυο ψευτοεντυπωσιασμούς, κορδώνουν την ουρά τους σαν παγώνια.”

Να πω ότι είχε άδικο, θα ‘λεγα ψέμματα. Όλο το σχολείο την έβαζε πρώτη σε φαντασιώσεις, ακόμα και μ’ αυτόν της το δύστροπο χαρακτήρα. Μιλήσαμε αρκετά εκείνο το απόγευμα. Πολύ περισσότερο από όσο την είχα δει να μιλάει συνολικά όλη τη χρονιά. Αρκετά για να καταλάβω. Δεν ήταν δύστροπος ο χαρακτήρας της. Απλά δεν της άρεσαν τα παιδιαρίσματα. Δεν ανεχόταν να την υποτιμούν. Περάσαμε κι άλλα απογεύματα έτσι, μετά. Πρώτα για λίγα λεπτά, αργότερα με τις ώρες. Σπάνια μιλούσε για τον εαυτό της, αλλά πρέπει να είχαμε αναλύσει κάθε άλλο θέμα, από φιλοσοφία μέχρι ταινίες και μουσική, από γεωστρατηγική μέχρι το θεό - εγώ ήθελα να πιστέψω, εκείνη όχι.

Τέλειωσε η χρονιά, κι ήρθαν οι εξετάσεις. Και - όπως εκείνες τις μυστήριες Κυριακές - η Μυρτώ έλειπε. Πήρα το ποδήλατο την τελευταία Κυριακή της σχολικής χρονιάς (είχα βάλει και καινούριες ντίζες στα φρένα, και καμώθηκα ότι θέλω να τις δουλέψω λίγο) και κατρακύλησα προς το σπίτι της, δυο γειτονιές πιο πάνω, αποφασισμένος να λύσω το μυστήριο των Κυριακών της Μυρτούς αλλά και των εξετάσεων μαζί.

Μια σχετικά νέα γυναίκα, δεν πρέπει να ήταν πάνω από τριανταπέντε, άνοιξε την πόρτα. Φορούσε μαύρα, σαν εκείνες τις χήρες που βλέπαμε καμιά φορά στο δρόμο, κι είχε το βλέμμα χαμηλωμένο. Τη ρώτησα για τη Μυρτώ. Τα μάτια της με κοίταξαν με μια απροσδιόριστη θλίψη. “Είναι καλά;” επέμεινα.

“Καλά είναι, παιδί μου. Τώρα είναι καλά.” 
“Γιατί;” συνέχισα. “Πριν τί είχε;”

Το βλέμμα της γύρισε προς την κολώνα δίπλα μου. Πώς δεν το είδα μπαίνοντας; Τί ηλίθιος. Το κηδειόχαρτο μου έδωσε την απάντησή μου, αλλά η μαυροφορεμένη γυναίκα μου το συλλάβισε κι όλας. “Πατέρα.”

¨Λυπάμαι...” κατάφερα να αρθρώσω μηχανικά. 
“Μη λυπάσαι.” 
Δεν καταλάβαινα. 
“Είναι μέσα η Μυρτώ;” 
“Η Μυρτώ θα λείψει για λίγο καιρό.” 
“Πού είναι;”

Η μητέρα της με κοίταξε διερευνητικά. Δεν πρέπει να την είχαν ζητήσει πολλοί όλη τη χρονιά, και μάλλον θα της φαινόμουν περίεργος.

“Πώς σε λένε;” 
“Μιχάλη.”

Ένα συγκρατημένο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της.

“Α, εσύ είσαι ο Μιχάλης.”

Δαγκώθηκα. Τί ήθελε να πει;

“Περίμενέ με λίγο,” είπε, και χάθηκε μέσα στην πόρτα. Λίγα λεπτά μετά ξαναβγήκε, κρατώντας ένα γράμμα. 
“Αυτό είναι για σένα.”

Την ευχαρίστησα, πήρα το γράμμα από τα χέρια της και πήγα στο παλιό ελαιοτριβείο, που ήξερα ότι θα έχω την ησυχία μου. Άνοιξα το γράμμα και το διάβασα.

Περίμενα το σούρουπο για να γυρίσω σπίτι. Δεν ήθελα να φανούν τα κοκκινισμένα μου μάτια. Θαύμαζα τη Μυρτώ από εκείνο το απόγευμα του Νοεμβρίου που πρωτομιλήσαμε. Εκείνη την Κυριακή, πολύ περισσότερο. Μέσα σε μια κόλλα χαρτί κατάλαβα γιατί δεν έπρεπε να λυπάμαι, έλυσα το μυστήριο των Κυριακών της Μυρτούς, αλλά και γιατί είχε τόσες άμυνες απέναντι στον κόσμο. Μέσα σε μια κόλλα χαρτί άλλαξαν πολλά.

Την άλλη χρονιά, την είδα στο παγκάκι της πάλι. Οι υπόλοιποι δεν καταλάβαιναν γιατί πέρασε την τάξη, αφού δεν ήταν στις εξετάσεις. Την ευνόησαν, λέγανε, οι καθηγητές, γιατί ήταν άρρωστη εκείνες τις μέρες, στο νοσοκομείο. Είχαν δίκιο για το νοσοκομείο. Δεν είχα δικαίωμα να τους πω γιατί, όμως.
Καθόταν πάλι στη γωνία, όπως και την πρώτη χρονιά. Αυτή τη φορά, όμως, είχε μια γαλήνη στο βλέμμα της. Είναι κάποια πράγματα που δεν μπορείς ποτέ να τ’ αφήσεις πίσω σου εντελώς. Μπορείς όμως ν’ αρχίσεις ν’ ανασαίνεις. Ν’ αρχίσεις να ζεις ξανά. Να πας παρακάτω. Κι η Μυρτώ ήταν αποφασισμένη να το κάνει.

“Μπορώ;” τη ρώτησα. 
“Και πολύ άργησες,” μου έκανε παρατήρηση. 
“Χαίρομαι που σε βλέπω.” 
“Κι εγώ.”

Δίστασα.

“Ρώτα.” 
“Έγινε το δικαστήριο;” 
“Ναι.” 
“Και;” 
“Δε με βλέπεις;” 
“Ναι. Αλλά...” 
“Αθώα.” 
“Να που γίνονται θαύματα, είδες;” την πείραξα. 
“Δεν έχω χρόνο να περιμένω για θαύματα.”

Καμιά φορά, ακόμα και σήμερα διακρίνω το σκοτάδι να καθρεφτίζεται στα μάτια της. Μα σύντομα φωτίζονται πάλι, και τη βλέπω να ορθώνεται κόντρα στα πάντα, δυνατή. Η Μυρτώ ποτέ δεν έχει χρόνο να περιμένει για θαύματα. Έχει μάθει από μικρή να τα κάνει μόνη της.

Πρώτη δημοσίευση: Βόρειος Άνεμος

Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

My way - Βόρειος Άνεμος

Σου ‘πα θα ξαπλώσω, μα δεν είχα ύπνο. Έκατσα κι άκουγα τις ρόδες στην άσφαλτο, τον αέρα στα δέντρα, πόρτες που κλείνουν. Οτιδήποτε μπορεί να σιγάσει τις σκέψεις μου. Το τσιγάρο κάηκε μόνο του στο τασάκι. Σε βλέπω μπροστά μου κάποιες φορές. Στραβώνεις. Καλά να πάθεις. Το ‘ξερες ότι είμαι ξεροκέφαλος. Αν μου καρφωθεί κάτι στο νου, πάει, τελείωσε.
Δεύτερη εβδομάδα εδώ, μόνος σ’ αυτήν την καλύβα που ‘ναι στοιβαγμένη ανάμεσα σ’ άλλες εκατό, μ’ ένα μολύβι και χαρτιά γύρω μου, και μ’ έναν καφέ που ‘χει πια παγώσει. Σκόρπιες οι σκέψεις, πώς να τις βάλεις σε τάξη όταν έχεις τόσους κόσμους που στροβιλίζονται κάθε δευτερόλεπτο στο κεφάλι σου; Μα θα το κάνω, έστω για λίγο, έστω τμηματικά. Το σύνολο δε γίνεται. 
Δε βγαίνω να περπατήσω. Δε βοηθάει. Μόνο κάτι σιχαμένους θα ‘βεπα, έτσι κι αλλιώς, ακόμα και να μπορούσα. Συννεφιά θα ‘χει πάλι σήμερα. Κρύο. Μου λείπει η ζέστη σου. Μου λείπει, ναι. Πώς να σου πω όχι;
Συγγνώμη. Περνάνε πολλά από το μυαλό μου. Αποπροσανατολίζομαι. Δεύτερη εβδομάδα. Δεν ξέρω πόσο ακόμα θα μπορέσω να κρυφτώ. Κάθε μέρα είναι και πιο δύσκολο. Έπρεπε να τα γράψω, έπρεπε. Έπρεπε να υπήρχαν, μήπως με προλάβει η καταραμένη αρρώστεια και δε στα πω. Τα ‘χω εδώ, όλα, γύρω μου, αραδιασμένα. Χαρτιά, χαρτιά, κι άλλα χαρτιά. Όλα με έναν αποδέκτη.
Η Λίλυ σε ψάχνει. Δεν τρώει αυτές τις δυο βδομάδες. Κοιτάει την πόρτα κάθε πρωί. Κάθεται εκεί για κάνα μισάωρο, καρφωμένη. Πού και πού σηκώνει τ’ αυτιά της, σαν κάτι ν’ άκουσε, και θρηνεί. Μα δεν ήταν τίποτα. Βήματα, φύλλα, βροχή, αυτοκίνητα, σκάλες. Σχεδόν της θυμώνω που με κρατάει κι εμένα ανήσυχο. Που με κρατάει κι εμένα να περιμένω ακόμα. Μετά έρχεται και κουλουριάζεται στα πόδια μου, με τη ζεστασιά της. Πώς να της θυμώσω; Και πώς να σ’ αδικήσω που δεν ήρθες;
Δεν ξυρίστηκα πάλι σήμερα. Στο βάθος ακούω για κάποιες συρράξεις, κάποια μέτρα, κάποιο έγκλημα. Είναι φιξ το πρόγραμμα κάθε μέρα. Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια, καθωσπρεπισμός. Να το χέσω. Κενό κουτί. Δεν ξέρω γιατί την είχα πάρει σπίτι. Όχι, ξέρω. Για να πνίγει κι αυτός ο θόρυβος τις σκέψεις. Και τώρα δεν μπορώ να την ξεφορτωθώ. Χτύπησε το τηλέφωνο πάλι. Το ‘χω στην πρίζα, να φορτίζει, αλλά έχω πάψει να κοιτάω ποιος κάλεσε. Ο δικός σου αριθμός δεν ακούγεται. Του ‘χα βάλει άλλο ήχο κλήσης, ξέρεις. Το αγαπημένο σου. Κοντεύω να το ξεχάσω, αλλά αν το ακούσω θα το ξέρω.
Η συννεφιά είναι πολύ έντονη. Μετά δυσκολίας έβλεπες γύρω σου χθες. Σήμερα είναι χειρότερα.

Δυο εβδομάδες πέρασαν.

Αλλά πώς να σε αδικήσω που δεν ήρθες; Και καλύτερα. Να με θυμάσαι στα καλά μου. Τώρα σε τί να έρθεις; Ένα άψυχο κουφάρι απέμεινε μόνο, σε κόκκινο φόντο, κι ένα σπασμένο μπουκάλι. Σιγά μην του ‘κανα τη χάρη του καριόλη.

My way.

(αφιερωμένο σε μια αμαρτία, που είναι το αγαπημένο της.)


Το original κείμενο μπορείτε να το βρείτε : My way
Περισσότερα κείμενα του Βόρειου Ανέμου μπορείτε να βρείτε στην παρακάτω διεύθυνση: Βόρειος Άνεμος