Απεχθάνομαι το πραγματικό. Το σιχαίνομαι. Να πάει να γαμηθεί.
Οι σκέψεις μου είναι τόσο όμορφες, τόσο γλυκές, τόσο... φανταστικές.
Απεχθάνομαι το πραγματικό. Το σιχαίνομαι. Να πάει να γαμηθεί.
Οι σκέψεις μου είναι τόσο όμορφες, τόσο γλυκές, τόσο... φανταστικές.
"Γυναίκες, περίεργα πλάσματα" θα έλεγε κανείς τότε, αλλά και τώρα. Δυστυχώς.
Απο την αρχή των πάντων, η σωματική αδυναμία την έκανε το αδύναμο φύλο κατά τις απόψεις άρα και ταυτόχρονα κατώτερη. Συνεπώς, κρατήθηκε αιχμάλωτη στο σπίτι, στερήθηκε ζωή και βαφτίστηκε αμαρτωλή και βρώμικη. Πάντα οι μάγισσες καίγονταν, μάλλον μάγοι δεν υπήρχαν. Η ψήφος ήταν ουτοπία, όπως κάθε άλλο δικαίωμα.
Οι γενιές πέρασαν και η γυναίκα πάρα τις κακουχίες επιβίωσε. Και όχι μόνο. Κέρδισε δικαιώματα παλεύοντας για αυτά. Σε ψήφο, σε καριέρα, σε ανεξαρτησία και σε ζωή.
Όμως τίποτα δεν τελείωσε ακόμα.
Ακόμα και σήμερα, υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι που κάπως είχαν μάθει και κάπως είχαν βολευτεί. Και για κάποιον λόγο αγχώθηκαν και φοβούνται. Φοβούνται τη γυναίκα γιατί οι ανάγκες δεν είναι μόνο μπράτσα πλέον.
Δεν το χωράει το μυαλό τους.
Είχε γίνει συνήθεια και δεν μπορούμε να ξεμάθουμε. Πάμε λίγο μαζί.
Ή γυναίκα δεν είναι αντικείμενο.
Δεν αγοράζεται και δεν πουλιέται.
Δεν είναι εκεί για να πληρεί την κάθε σου ανάγκη. Το σώμα της δεν είναι πλαστικό, της ανήκει, κάνει ο,τι θέλει με αυτό και δε σου πέφτει λόγος. Η γυναίκα είναι άνθρωπος. Σαν εμένα, σαν εμάς.
Και έχει κουραστεί. Έχω κουραστεί εγω χωρίς να το έχω καν ζήσει. Αλλά το βλέπω. Και ο αγώνας είναι μεγάλος. Και η επανάσταση για την αυτονόητη ισότητα είναι σε εξέλιξη. Και αφού πέρασε όσα πέρασε και είναι ακόμα εδώ, ίσως και να μην είναι και τόσο αδύναμη τελικά.
Καθοδόν σ’ έναν δρόμο που ίσως να έχω υπάρξει ξανά,
ανάγκη είναι να θαυμάζω,
για να μη μαράζω,
ακόμη και χωρίς εχθρό,
πάλι ανατριχιάζω.
Κι αν δω κάποιο χαμόγελο,
πιθανότατα να είναι εις βάρος μου,
γιατί είμαι τόσο αργός κι
ελλιπές το θάρρος μου.
Κι ό,τι θαυμάζω, θα το μισώ,
γιατί εκείνη το έχει κι εγώ δεν μπορώ να το βρω,
κάνω επίκληση για να μου δανείσει
το κρυφό μυστικό.
«Ω εσύ, που χαμόγελα σπέρνεις
και ελπίδα φωτίζεις,
κάνε μου μια χάρη ή καλύτερα
δωσ’ μου τη δική σου.
Ξεδίψασε τον θυμό μου.
Χόρτασε τις επιθυμίες μου.
Ηρέμησε τα πάθη μου
και αγνόησε τα λάθη μου».
H ευχή πήγε στα σκουπίδια
και η φλόγα στο φιτίλι.
Τι χαμένος.
Κι έκατσα και κοιτούσα.
Εγώ τόσο προσπαθούσα
και για ‘σενα μόνο μιλούσα.
Εσένα θα μισώ.
Γιατί είσαι υπερόπτης.
Κι αν εσύ το έχεις κι εμένα δε μου βγαίνει
τότε είσαι μάγισσα κι ένα πράγμα μένει.
Κάψτε τη μάγισσα.
Εγώ και οι υπόλοιποι εγώ,
θα κρατάμε τον πυρσό.
Κι εσύ πάνω στο ξύλο θα ουρλιάζεις
για να κρατήσεις ζωντανό τον θρύλο.
Οι φλόγες αγκαλιάζουν το δέρμα
και διαλύουν τη μαγεία,
όμως μέσα από κάθε στάχτη,
θα ανθίζει πάντα άλλη μία.
Τα γδαρσίματα πάνω στον καθρέφτη χάραζαν το χρόνο. Παπαρούνες της αγκάλιαζαν το δέρμα. Ένα ξεκούρδιστο βιολί υμνούσε παλιές μελωδίες που έκλαιγαν μυστήριο.