Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλεξάνδρα Επίθετη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλεξάνδρα Επίθετη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Σαλτάρισμα | Αλεξάνδρα Επίθετη

 όλες οι φυλές της γης θρήνησαν,

ήταν αλήθεια,

όταν είδαν Εμένα,

Τον ίδιο,

που ήμουν Υιός και Πατέρας

και Μητέρα

κι Αδερφή

Του εαυτού μου.


Τον Υπάνθρωπο

Τον μέγιστο,

εκ τα βάθη της Κολάσεως,

να αναδύεται από

τις σωρούς

των σκουπιδιών του Ιουνίου.


να αναδεύει τις σακούλες

με τα σαπισμένα

κορμιά

και μέλη.

να κάνει τους γύρω Του

να λιποθυμούν

από τη δυσωδία.


κι έτσι,

ήταν αλήθεια,

έτσι

όπως ο άνθρωπος

δεν ξέρει

πότε θα μπει ένας κλέφτης στο σπίτι του,

έτσι,

γύρισα πίσω

από τους νεκρούς

που Με αφήσατε.


κι έτσι,

όπως πήγα

και θάφτηκα,

εις τους αιώνας των αιώνων,

στον πρώτο σκουπιδοτενεκέ

που βρήκα

στην Σωκράτους,

έτσι αναδύομαι σήμερα.


κι οι νεκροί,

κι οι ξεχασμένοι

ακούνε την φωνή Μου.


κι οι κατάμαυροι ουρανοί

σείονται,

κι όπως ανατέλλω

ξανά

στέλνω λαίλαπες

και τυφώνες

σε όποιον ζωντανό

κάποτε μ’ αγνόησε

που κάποτε του μίλησα

και γύρισε πλευρό

που τον αγάπησα

κι έφυγε με την ουρά στα σκέλια.


επικαλούμαι τώρα

τους νεκρούς Μου.

τους νεκρούς

και θαμμένους στα σκουπίδια

απ’ όλες

τις χωματερές του κόσμου.


στέλνω αγγελιαφόρους Μου

τα σκουλήκια

και τους δαίμονες,

που κλώσαγα και κλώσαγα

για χρόνια

μέχρι να εκκολαφθούν.


τους στέλνω,

όχι με σάλπιγγες,

δεμένους στις σάλπιγγες

που ξερίζωσαν

οι μανάδες

μοναχοκόρων και μοναχογιών

που χάθηκαν

σε φουσκωτές βάρκες,

σε σύγχρονα κυνήγια ευτυχίας,

σε εξοπλιστικά απευθείας φερμένα από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής,

σε βάρδιες 9 με 9

με μισθό

ένα ξεροκόμματο μιζέρια.


γιατί δεν χαίρεστε κύριοι;

που είναι το χαμόγελα σας κυρά μου;

που είναι

τώρα

η δικτατορία της χαράς σας;


που είναι

η εισπνοήεκπνοήμέτραμέχριτο10

οδηγόςαυτοβοήθειαςκαιαυτοβελτίωσης

μοναδικόDVDδιαλογισμού

μόνοισαςστοσπίτι!χωρίςχέριαμαμά!

ΣΚΕΨΟΥ

ΛΙΓΟ

ΠΙΟ

ΘΕΤΙΚΑ!


ΤΟ

ΣΥΜΠΑΝ

ΣΥΝΩΜΟΤΕΙ

ΓΙΑ

ΕΜΑΣ!


λες το σύμπαν

να συνωμοτεί

για 6 δισεκατομμύρια

καταδικασμένες

κλινικές περιπτώσεις;

σίγουρα!


απλά,

συνωμοτεί εναντίον μας.


οι άοπλοι ζητιάνοι

κόβουν τα χέρια τους.

οι ζητιάνοι του κόσμου

κόβουμε

τα χέρια μας

και οπλίζουμε.

κι οι αφέντες

του κόσμου

στέκονται

απέναντι μας

ΠΡΟ ΣΟ ΧΗ.


κλείσε το στόμα σου.

βούλωσε το.

κλείστο

και χαμογέλα.

και βάστα γερά

μην βγάζεις άχνα.

σφίξε τα δόντια,

ΜΗΝ ΧΑΝΕΙΣ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ.

σφίχτα γερά,

μέχρι να σπάσουν

κι αν τα σπάσεις

κατάπιε τα κομμάτια.

μόνο

ΜΗΝ-ΧΑΝΕΙΣ-ΤΟ-ΧΑΜΟΓΕΛΟ!


ξέρεις μόνο

ποιοι δεν χαμογελούν;

οι αρουραίοι των υπογείων,

οι κατσαρίδες τους,

τα φίδια στο γρασίδι

που τσιμπάνε μονάχα γι’ αυτοάμυνα.


είλωτες

κι αιχμάλωτοι,

ευνούχοι

και σκλάβοι

των ζωών σας,

οι παρίες και τα παράσιτα της πόλης

την έχουν λούσει

βενζίνη

όσο κοιμόσασταν με ανοιχτή την τηλεόραση.


κι Εγώ,

ο πιο τρομαγμένος

ο πιο βρώμικος

ο πιο μικρός απ’ όλους

ανάβω την τελευταία

σπίθα στην

πιο αρχαία

νεκρή πολή.


διότι υπέμεινα

τα πάθη,

κατανίκησα κι έκανα

Τον Θάνατο,

αδερφό.


αλήθεια σας λέω,

πως έρχεται

η ώρα.


και ήδη ήρθε.




Άτιτλο | Αλεξάνδρα Επίθετη

 έχω ξυπνήσει μέσα στο όνειρο μου

διψασμένος και κομματιασμένος,

μασημένος στα δόντια σου

εκατό χιλιάδες φορές.

μέχρι που με φτύνεις

στο πάτωμα.


έχω ξυπνήσει λουσμένος

σε κρύο ιδρώτα

και κάτουρο

εκατό χιλιάδες φορές.

τόσες φορές

ονειρεύτηκα την πλάτη σου,

και ξαφνικά γυρνάς και με ήρεμο πρόσωπο

χαμογελάς με μια αγάπη

που δεν ένιωσες ποτέ.


τρέμω στα όνειρα,

τρέμω τα όνειρα

γιατί πάντα καταλήγουν

να μου λένε την αλήθεια.


στα όνειρα,

εγώ είμαι το μάτι του δαίμονα

που έχει στοιχειώσει το παιδικό μου δωμάτιο.

είμαι εγώ,

όσα χάδια έχω πάρει με ξύλο και υπομονή.


στα όνειρα,

κοιτιέμαι στον καθρέφτη

και βλέπω τα δόντια μου

να διψάνε για αίμα.

κοιτιέμαι και

καμιά φορά

βλέπω εσένα να κλαις

για μια αγάπη

που δεν ένιωσες ποτέ.






Γλώσσες | Αλεξάνδρα Επίθετη

το κορμί σου μιλάει

τη γλώσσα

της ανατομίας

των μεσαιωνικών γιατρών,

ντυμένοι επίσημα

κάνουν χειρουργεία

χωρίς αναισθητικά

και γάντια.


το κορμί σου μιλάει

μια γλώσσα

που δεν ξέρω,

και κάθε κίνηση με αφήνει πίσω

τρία καρέ,

που επεξεργάζομαι

αργότερα.


και μυρίζω το αίμα

στις φλέβες σου

που φουσκώνει.

και οι αρτηρίες σκίζονται

και γίνεσαι

ένα αγόρι-πήδακας,

και γεμίζεις το κρεβάτι

ζεστασιά

και μέταλλο.


σκύβεις και δεν σπας,

ούτε καν

ξεχύνονται εντόσθια,

είμαι εντυπωσιασμένος.

νόμιζα το δέρμα σου

ήταν ζελατίνη.


το κορμί σου ουρλιάζει

σε μια γλώσσα

πολύ εκλεπτυσμένη

για να καταλάβω.


τίποτα τόσο όμορφο

δεν σπάει χωρίς

κρότο.

 

κρατιέμαι πίσω,

με νύχια και δόντια

σκαμμένα μέσα σου,

και για πρώτη φορά

παρατηρώ το στόμα,

και τα μούτρα σου.

ξαφνικά

ξέρω τι μου θυμίζουν

και θυμάμαι

πως είσαι άγριο σκυλί

που δεν ξέρει

την επαφή,

και δεν ξέρει

τον κόσμο,

και τα χέρια που

χαϊδεύουν

και δε δέρνουν,

και το άγριο σκυλί

πάντοτε

θα δαγκώσει το χέρι

που το ταΐζει.



η πιο ψηλή γυναίκα της Αθήνας |Αλεξάνδρα Επίθετη

 δεν έχω δει

κρεβάτι που να την χωράει ολόκληρη,

την σκέφτομαι

σε μια μόνιμη

εμβρυακή στάση.

δεν έχω δει

αγκαλιά να την χωράει ολόκληρη

την σκέφτομαι

κουλουριασμένη σε χέρια

με το κεφάλι της

να περισσεύει


(και δεν κλείνει τα μάτια της

για την “στιγμή”.)


την σκέφτομαι όμορφη

αν χαμογελάει.


(μήπως δεν είναι χαρούμενη

και θέλω να την κάνω)


είναι ψηλή

τα χέρια της φτάνουν μέχρι τα μπαλκόνια του 1ου

είναι ψηλή

και είναι άχαρη,

αλλά δεν είναι,

απλά έτσι φαίνεται

όταν ανεβαίνει σκάλες

και μπλέκουν τα πόδια της

το ένα μπροστά στο άλλο.

τα χέρια της συνεχίζουν

για μέρες

και τελειώνουν σε άλυτους

ναυτικούς κόμπους.


(έχω πολλά να λύσω

αλλά θα ασχοληθώ και

με τα χέρια της.)


είναι η πιο ψηλή,

γυναίκα της Αθήνας

και την σκέφτομαι

να την οδηγούν σε σκοτεινές τουαλέτες,

να χύνεται στα κατουρημένα πεζοδρόμια,

το επόμενο πρωί πονάει το κεφάλι

και τα δόντια της.

και την σκέφτομαι

στα χέρια εκατό γυμνών κορμιών

που την τραβούν σε κάθε κατέυθυνση

και γίνεται η πιο ψηλή

γυναίκα της Αθήνας.

θα μπορούσα, φαντάζομαι

να την σκέφτομαι

να χαμογελά


(αλλά μόνο οι άνθρωποι που χαμογελούν

σκέφτονται τους άλλους

να κάνουν το ίδιο.)

             

δεν την έχω γνωρίσει,

την έχω πετύχει

στις σκοτεινές τουαλέτες,

έχει απλώσει τα χέρια της πάνω μου

και με έχει βάλει μέσα.


(άγγιξα λίγο το πρόσωπο της

και το έβαλα

στα πόδια.)


έχει μπλέξει τα πόδια της

πάνω από το κεφάλι μου

και έχει ανακατέψει τα μιαλλά μου.


(αν μπλεχτεί νυχτερίδα στα μαλλία σου

πρέπει να ξυριστείς

γουλί)


είναι η πιο ψηλή,

γυναίκα της Αθήνας

κι όταν σκαρφαλώσω

τα πεζοδρόμια

και πιαστώ από τα κάγκελα του 1ου

είμαι ίσα σχεδόν ίσα

σα να ήμασταν

στην ίδια θέση,

αλλά ποτέ δεν ήμασταν

μην λες ψέματα στον εαυτό σου.


(είδα μια φορά τα μάτια της

αλλά κατέβηκα

γιατί αρρώστησα.)



την επόμενη φορά

που την είδα

της είπα πως την σκέφτομαι,

και τους τρόπους που χύνεται

στα κατουρημένα πεζοδρόμια,

αλλά δεν την έχω συναντήσει ποτέ

πραγματικά

την έφτιαξα από ιστορίες

και μου θύμωσε.


(και δεν την σκέφτομαι πια

γιατί μου λέει να μην την σκέφτομαι,

μέχρι να λύσω

τους κόμπους των χεριών της

και να βρω κάπου

να νοικιάζω φθηνότερα.)




forgetting words | Αλεξάνδρα Επίθετη

 κρατάω τις λέξεις από τα μαλλιά

και αυτές οι πουτάνες,

ξεγλιστράνε πάντα

την στιγμή που νομίζω

πως γίνανε δικές μου.

θυμάμαι, να σου γράφω,

θυμάμαι, να σου μιλάω,

κι εσύ να καταλαβαίνεις.

άλλο που τώρα μουγκρίζω σα ζώο

και μόνο μουρμουράω στον εαυτό μου,

αφού απλά, δεν θυμάμαι

πως το λένε αυτό,

ή εκείνο, ή το άλλο.

σου δείχνω μόνο με τα μάτια,

τα χέρια σου, μετά το στέρνο μου.

σου παίρνω τα χέρια,

και τ’ ακουμπάω στο στέρνο.



εσύ, γελάς αμήχανα

και τα παίρνεις πίσω.

σα να μην άκουσες την ερώτηση,

σα να μην θες να επαναλάβω.




04:36 | Αλεξάνδρα Επίθετη


Δεν μου αρέσουν οι Κυριακές.


Mεγαλώσαμε πια.

Μου θυμίζουν

ότι θέλω να ξεχάσω.  

Τις εφημερίδες,

τις λαϊκές,

τις γιορτές,

τα νεύρα της μάνας μου όταν έτριβε τους πάγκους

και κατέβαζε τις κουρτίνες.


Τώρα δεν είμαι μόνος

και δεν θέλω να θυμάμαι

και δεν θέλω να τυφλώνομαι

από περασμένες ζωές

και άστοχες μελαγχολίες.


Δεν μου έχουν μείνει

πολλά

δικά μου

τώρα.


Είμαι κάθε μέρα

την ίδια ώρα στην στάση του Πολυτεχνείου.

04:36.


Ξεφορτώνουν προμήθειες,

τα σκουπιδιάρικα περνάνε,

καθαρίζουν πεζοδρόμια

απ’ τα πρεζάκια

και τους αλκοολικούς.


Παρόλ’ αυτά ακόμη βρωμάει

κάτουρο

όλη η πόλη

κι ακόμα ο κόσμος έξω

δεν είναι όρθιος,

δεν κοιτάει ευθεία

και παρόλο που ‘ναι άνοιξη

φοράνε ακόμη ζακέτες

και κασκόλ

και μάσκες.


Χασμουριούνται και

νομίζω πως κλαίνε,

γελάνε, 

κι εγώ βλέπω να σφαδάζουν απ’ τον πόνο.


Όλοι διψάνε

για κάτι δικό τους

ο καθένας.


Για να κλείσουν μια πληγή,

να ανοίξουν ίσως μια νέα.

Να μιλήσουν 

να ακούσουν

να κυλιστούν πάλι σε κάποιο κρεβάτι.


Να χτίσουν,

να γκρεμιστεί,

και να ‘χουν λόγο

πάλι να πονέσουν.


Όταν μάζευα

απ’ τα πεζοδρόμια

και

τους φωταγωγούς

τα κομμάτια τους

έπαιρνα πάντοτε κάτι μαζί μου.

Ότι πήρα

απ’ αυτούς

το έπλασα ξανά απ’ την αρχή

μέχρι που έγινε σα δικό μου

πραγματικό.


Και τώρα είμαι

όλοι

και τώρα είμαι

όλων.

Έχω πληγές από μέρη

που δεν πήγα

και έχω αναμνήσεις

που δεν έκανα.

Και τώρα θα είμαι εγώ για εσάς

αφού κουραστήκατε

και τα τινάξατε όλα στον αέρα.


Δεν μου ‘χει μείνει κάτι

τώρα.

Στέκομαι

με τα πόδια καρφωμένα στην

άσφαλτο της Πατησίων

αδρανής

γιατί απ’ τα χίλια μου κομμάτια

όλα θέλουν να προχωρήσουν

μόνα τους.


Τα σύρραψα

τα κόλλησα μεταξύ τους

τους τραγουδάω

να ηρεμούνε τα βράδια.


Δεν μου λείπει κάτι

τώρα.

Δεν είμαι πια

μόνος μου.


Ίσως το μόνο που

θα ζήταγα

και ίσως το μόνο που μου λείπει

είναι μια καθαρή σκέψη.

Μια δική μου

κι όχι μπλεγμένη

με τις τσιρίδες τους

ή

την απόγνωση τους.


Όχι άλλη θολούρα

σε παρακαλώ,

αν υπάρχεις,


-γιατί οι σκέψεις μου δε με χωράνε,

ούτε με ευχαριστούν,

μόνο μπερδεύονται

με λέξεις μου,

λέξεις άλλων,

ξεχαρβαλώνονται

και μέχρι να προκάμω να τις γράψω

έχουν χαλάσει πια τελείως.






Σάββατο 9 Μαρτίου 2019

Witches Brew | Αλεξάνδρα Επίθετη

μάγισσες και σκύλες,
μάγισσα ή σκύλα
με τάφο ανάμεσα στα πόδια,
και μανάδες
και κόρες άλλων μανάδων,
όλες μάγισσες και σκύλες,
υστερικές
με μήτρες που μέσα τους πέθαναν
και αναστήθηκαν,
που από μέσα τους βγήκαν
πρησμένοι στο κλάμα
οι πιο σκληροί
ιππότες.

μάγισσες που έτρεμες μικρή
μάγισσες που
αποκλήρωσες
και υστερίες που σε φόβισαν
μέχρι που κατάλαβες
πως είσαι η κόρη
της μάγισσας
ή της σκύλας
και έγινες αργότερα
μεγαλύτερη σκύλα από όσο
θα μπορούσες να ελπίζεις.

και δεν απορείς πια
γιατί οι μανάδες μας
δεν μας αγάπησαν
όσο κι όπως
είχανε θελήσει,
και δεν κατηγορείς πια
τις υπόλοιπες,
αφού τώρα
είμαστε μαζί σε αυτό.
αφού τώρα έμαθες ότι
δεν γίνεται ποτέ
αλλιώς.

μάγισσα ή σκύλα,
αλλιώς πουτάνα
ή καριόλα
που παραλίγο πίστεψες
πως σε προσβάλουν,
―μπες στην θηλιά του σκοινιού,
δέσου μόνη στο δέντρο,
άναψε το πρώτο σπίρτο
στην πυρά―

κι έπειτα
βγες από μέσα της
ουρλιάζοντας
και κλοτσώντας,
όπως ήρθες κι όπως έφερες άλλους εδώ,
με ορθάνοιχτα μάτια
και χέρια,
με μια φωνή
μία στριγγλιά
που θα τους τρυπήσει
επιτέλους
τα μυαλά.

ARTWORK: CHRISTINA TSEVIS

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Αλεξάνδρα Επίθετη - Παναγιώτης Βασιλείου: Οι δύο ανατρεπτικοί ποιητές που επανέφεραν τις ποιητικές βραδιές στην Αθήνα

Συνέντευξη στην Κάλλια Βαβουλιώτη
Φωτογραφίες: Βαγγέλης Φραντζής

Η αλήθεια είναι ότι τους γνώρισα στην αρχή ιντερνετικά. Δεν θυμάμαι ποιος έκανε φίλο ποιον, αλλά δεν έχει και τόσο σημασία. Τους παρακολουθώ τουλάχιστον ένα χρόνο στα social media , με την πένα τους αρχικά να μου κινεί το ενδιαφέρον. Έπειτα είδα πως αυτοί οι δύο διοργανώνουν βραδιές με άξονα την ποίηση μέσα από την ομάδα νέων γραφιάδων που συμμετείχαν στο project  «Ο κύκλος των» και άρχισα να υποψιάζομαι πως κάτι ωραίο συμβαίνει με αυτά τα παιδιά.



Ίσως  έχετε ακούσει ιστορίες για το σπίτι του Παλαμά στην Πλάκα και ότι ήταν ανοιχτό πάντα σε ποιητικές συναθροίσεις με λίγο αλκοόλ και πολλή ποίηση, ίσως έχετε ακούσει για τους κύκλους στους οποίους σύχναζε ο Καρυωτάκης – όπου κάποιοι του άσκησαν κριτική για την αφενός νεωτερική για τα τότε δεδομένα γραφή του. Οι ποιητικές performances που οργανώνουν ο Παναγιώτης Βασιλείου και η Αλεξάνδρα Επίθετη είναι μία όαση σε μια διψασμένη για ποίηση πόλη.


Όσα θα διαβάσετε παρακάτω είναι το αποτέλεσμα μιας συζήτησης/συνάντησης που θέλω να κάνω από πέρυσι όταν διοργάνωσαν μία performance με τίτλο “Love at the port” . Αν τους γνωρίσεις θα δεις δύο νέα παιδιά όπου ο ένας αιρετικά μιλά ακατάπαυστα αλλά με ουσία και εκείνη τον αμφισβητεί για να ισορροπήσουν κάπου στο τέλος. Αν τους δεις απλά, από μακριά η εικόνα τους έχει κάτι το εξωτικό που ακροβατεί στα όρια της φρενίτιδας και της εκλεπτυσμένης καλλιτεχνίας. Θα μπορούσα να τους φανταστώ να ζουν στην Κούβα – ειδικά τον Βασιλείου με τις ενδυματολογικές του επιλογές – ωστόσο τους είδα μαζί με αξιόλογους ανθρώπους που συμμετέχουν στις ποιητικές performances να πετάνε με νεύρα ντομάτες και να κατακρίνουν τον μικροαστισμό. Αξίζει να τους ανακαλύψεις κι εσύ … 

Πως σας βρήκε το φθινόπωρο;

Α - Περίεργα, όπως κάθε φθινόπωρο. Η αρχή του χρόνου δεν είναι ο Ιανουάριος, αλλά ο Σεπτέμβρης.

Π – Κάθε φθινόπωρο μπαίνω στην χρονιά με αγκωνιές και κλοτσιές. Έρχομαι να πάρω πίσω όσα δεν πρόλαβα πέρυσι, όσα χάσαμε και όσα μπορώ ακόμα να ονειρεύομαι. Κάθε χρονιά λέμε ‘’φέτος είναι η χρονιά μας’’ και κάθε φορά μένουμε ρέστοι πριν τον Αύγουστο. Ταπί και θολωμένο με βρίσκει και αυτός ο Σεπτέμβρης, κάθε χρονιά και λιγότερο, περιμένω την στιγμή που δεν θα καταλάβω την μεταβολή του καλοκαιριού σε φθινόπωρο.




Πως ήταν τα παιδικά σας χρόνια; Σας επηρέασαν έτσι ώστε να αναζητήσετε «καταφύγιο» στη γραφή;

Α - Θεωρώ ότι αυτά που ζεις στην παιδική σου ηλικία είναι κατά μεγάλο μέρος αυτό που τελικά γίνεσαι ως ενήλικας. Μικρή ήμουν κάπως στο περιθώριο, ήμουν το outcast πιτσιρίκι, το παιδάκι που δεν κάνανε παρέα, ακούγεται λίγο μίζερο, αλλά κάποια στιγμή βγήκα από αυτό. Ζούσα με αυτό για πολλά χρόνια. Από το δημοτικό ξεκίνησα να διαβάζω πολύ. Τα βιβλία μου έδωσαν τη βάση να αρχίσω να δημιουργώ ‘κόσμους’ και άλλες πραγματικότητες στο κεφάλι μου. Για πολλά χρόνια θυμάμαι να πέφτω για ύπνο και να ‘φτιάχνω’ μια ιστορία στην οποία παίρνω τη θέση της Πίπης Φακιδομύτη, που ήταν το αγαπημένο μου βιβλίο, και να ακολουθώ το όποιο φανταστικό σενάριο κάθε βράδυ. Ξεκίνησα να γράφω μικρά παραμύθια από το δημοτικό. Ποιήματα έγραψα πιο μεγάλη, περίπου στο γυμνάσιο, και άρχισα να ‘φτιάχνω’ αυτά τα σενάρια από το κεφάλι μου πριν τον ύπνο, με λέξεις πλέον. Ήταν μια μεγάλη παρηγοριά.

Π – Δεν ψάχνω καταφύγιο, ποτέ δεν έψαξα, παρά μονάχα μια βολική θέση εκτεθειμένος. Αυτό είναι για μένα η συγγραφή, δεν υπάρχει χωρίς το ‘’κοινό’’, χωρίς το ‘’μοιράζομαι’’, χωρίς την έκθεση. Τα παιδικά μου χρόνια δεν είχαν καμία σχεδόν επαφή με το γράψιμο ή το διάβασμα, θα μπορούσε να πει κανείς όμως πως ήταν μια πολύ καλή εποχή προετοιμασίας για αυτό, μια επιτυχημένη περίοδος περισυλλογής εμπειριών και ειδικευόμενης εξάσκησης πάνω στα υπόλοιπα παιδάκια που τα έβαζα να παίζουν παιχνίδια που έβγαζα από το μυαλό μου τα οποία, καθοδηγούσα, εξηγούσα, σκηνοθετούσα και έκλεινα εγώ. Γενικά παινευόμαστε για το ποιος καλλιτέχνης την έχει πιο δύσκολα, όπως έχει γράψει εύστοχα η Αλεξάνδρα, θα σου πω λοιπόν πως έχω έναν πατέρα που δεν με άφησε ποτέ να πεινάσω, μια μάνα που δεν βαρέθηκε ποτέ να με ακούει, να με χαϊδεύει και να με σκεπάζει πριν κοιμηθώ ή όταν ξεσκεπαζόμουν τα βράδια που φοβόμουν και έναν αδερφό που του έμαθα και με έμαθε πολλά, πάρα πολλά, και όλα αυτά ανάμεσα σε τεράστιες δυσκολίες τις οποίες δεν επιτρέψαμε να μας ρίξουν.

Λένε πως για να μπορέσεις να γράψεις πρέπει πρώτα να διαβάσεις πολύ. Το συμμερίζεστε αυτό; Εσείς τι διαβάζετε, ποιες είναι οι επιρροές σας;

Α - Δεν ξέρω αν ισχύει απαραίτητα το πρώτο. Εγώ όμως διαβάζω ναι, διαβάζω όσο μπορώ. Οι επιρροές μου δεν σχετίζονται τόσο με τα ποιήματα μου, έχουν κυρίως να κάνουν με τις εντυπώσεις που μου άφησαν ως συγγραφείς, ποιητές, ως άνθρωποι που υπήρξαν στα αλήθεια και πόσο με άγγιξαν τα γραπτά τους. Οι περισσότεροι από αυτούς που αγαπάω να διαβάζω είναι αρκετά μακριά από το δικό μου στιλ. Οι τέσσερις πρώτοι που μου έρχονται στο μυαλό είναι ο Μπουκόφσκι, ο Ντοστογιέφσκι, ο Πεσσόα και ο Γιάννης Κοντός.

Π – Με έχει κουράσει απίστευτα αυτή η καραμέλα που για να κάνεις κάτι πρέπει να το έχεις σπουδάσει, να το έχεις μελετήσει πολύ, να έχεις τέλος πάντων προετοιμαστεί καιρό για αυτό. Εκεί ακριβώς χάνεται νομίζω η αφέλεια και η γοητεία και πάρα πολλές φορές η ταυτότητα του υποκειμένου, συγκεκριμένα του δημιουργού. Δεν λέω σε καμία περίπτωση πως δεν πρέπει να κάνεις όλα τα παραπάνω, αλλά σε καμία περίπτωση δεν τα θεωρώ απαραίτητα και η ιστορία με επιβεβαιώνει ακόμα και σήμερα. Διαβάζω τα πάντα όσο προλαβαίνω, κείμενα και ποιήματα ποιητών της γενιάς μου κυρίως, αλλά και πάρα πολλά άλλα όπως συνεντεύξεις και βιογραφίες καλλιτεχνών που εκτιμώ (με βοηθάνε να συνεχίζω), θεατρικά έργα, ποίηση (λογοτεχνία όχι και τόσο, ακόμα τουλάχιστον), γράμματα, ερωτικές εξομολογήσεις, άρθρα, θρησκευτικούς μύθους και όχι μόνο, κόμικς, βιβλία ιστορίας. Και τέλος επιτρέπω να με επηρεάζουν νεκροί καλλιτέχνες ή μικρότεροι ηλικιακά από εμένα.


Που βρίσκετε την έμπνευσή σας; Τι σας συγκινεί έτσι ώστε να θελήσετε να το καταγράψετε;

Α - Οι άνθρωποι μου, οι άγνωστοι άνθρωποι στον δρόμο, ο πόνος, το παράλογο της καθημερινότητας.

Π – Στα πάντα, αληθινά στα πάντα. Αγαπημένο μου είναι να καταγράφω πράγματα που λένε άλλοι άνθρωποι οι οποίοι δεν καταλαβαίνουν πόση αξία έχει αυτό που μόλις ξεστόμισαν, σαν να μαζεύω αυτά που νομίζουν σκουπίδια οι άλλοι. Οι άνθρωποι είναι γεμάτοι από σκατά και χρυσάφι, από τα πολλά καθημερινά σκατά όμως μπερδεύονται πολλές φορές και δεν μπορούν να διαχωρίσουν το ένα από το άλλο. Ε, και εκεί έρχομαι εγώ και τους δίνω την αξία που τους πρέπει, μιά θέση στην καρδιά μου και μια θέση στων υπολοίπων που με διαβάζουν ή με ακούν.

Σήμερα νομίζω πως έχει γίνει μία στροφή στην ερωτική ποίηση, και γενικότερα τον ερωτικό λογοτεχνικό λόγο. Είναι γλυκανάλατη η εποχή μας, υπάρχει ρεαλισμός στα ερωτικά γραπτά;

Α - Αυτό υπήρχε και θα υπάρχει για πάντα. Δεν με ενοχλεί απαραίτητα η έλλειψη ρεαλισμού στον έρωτα. Με ενοχλεί που βλέπω καλλιτέχνες, που είναι εγκλωβισμένοι στο ότι πρέπει κάτι να πουν και ας μην έχουν να πουν κάτι. Και αυτό κάποια στιγμή φαίνεται, γιατί δεν το εννοείς, γιατί η εικόνα σου ή αυτό που είσαι δεν ταιριάζει με αυτό που λες. Αυτά που γράφουν μπορεί να ‘ναι καλογραμμένα και ενδιαφέροντα και ότι, αλλά τους λείπει ψυχή, αυτό είναι το πρόβλημα.

Π - Βαριέμαι πάρα πολύ. Δεν με αφορά ο χαζός και ανώριμος, πρώτου επιπέδου, εφηβικός έρωτας του οποιοδήποτε. Με έχει κουράσει και στεναχωρήσει πολύ που όλοι ασχολούνται με τις πούτσες και τα μουνιά τους, που βασικά μακάρι να ασχολούνταν πραγματικά με αυτά. Δεν έχει να κάνει με το γλυκανάλατο αυτό καθ’ αυτό, μα με την ειλικρίνεια στα γραπτά τους η οποία λείπει. Δεν λοιπόν η εποχή γλυκανάλατη, καμία εποχή δεν ήταν, ο Βαμβακάρης έγραφε «μπροστά στην πόρτα σου, σε μια γωνιά», αυτό το πράγμα έχει αξία. Το σπίτι ήταν μια σταλιά. Αν το γράψεις αυτή τη στιγμή, είσαι γελοίος γιατί δεν υπάρχει αυτό το σπίτι. Κανένα μικρό δωμάτιο δεν έχει ο τύπος που γράφει το κείμενο του Mac. Ξέρω ανθρώπους στην τέχνη που έχουν οικογενειακό κι οικονομικό background και γράφουν για το ότι δε μπορούν να τα βγάλουν πέρα και μας παριστάνουν τους μεροκαματιάρηδες. Τέλος στην εποχή αυτή δεν μπορώ να δεχτώ ανεκπλήρωτους έρωτες, κάποτε ο πατέρας της αγαπημένης σου ήταν αυστηρός και δεν μπορούσες να την δεις, να την αγκαλιάσεις, να την φιλήσεις γιατί θα την κρεμούσε ανάποδα και ίσως και εσένα μαζί αυτό δεν ισχύει πια, οπότε δεν μπορώ να δεχτώ ανεκπλήρωτο έρωτα με εμπόδιο το ότι ο άλλος δεν ξέρει τι του γίνεται επειδή τον πολιορκούν τα Likes στο Instagram και το Facebook.




Aλεξάνδρα, πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο σου βιβλίο με τίτλο «Κόρενι». Από πού προέρχεται ο τίτλος και τι θα διαβάσουμε σε αυτό;

Α - Είναι μεταφορικό. Κόρενι σημαίνει ρίζες. Θεωρητικά, όλοι έχουμε κάποια ‘ρίζα’, από κάπου ξεκινήσαμε και για ‘μένα αυτό έχει σημασία. Όχι για κάποιον μεταφυσικό λόγο, αλλά για το πόσο βαθιά εντυπώνονται οι ‘ρίζες’ μέσα μας, όποιες κι αν είναι. Το Κόρενι, είναι ένα zine που είναι για τις δικές μου ‘ρίζες’, τους γονείς μου. Η ιστορία πίσω από αυτό είναι ότι η μητέρα μου διαγνώστηκε πριν 5 χρόνια με μια νευρολογική πάθηση η οποία δεν έχει θεραπεία. Είναι μεγάλο ψυχολογικό trip αυτό, ειδικά όταν ξεκινάει στα 18 σου. Η ιδέα του θανάτου αναγκαστικά γίνεται πραγματικότητα. Ήταν ζόρικο. Η μόνη πραγματική διέξοδος ήταν να γράψω για αυτό. Όταν έγινε η παρουσίαση του zine και το είδα τυπωμένο, έφυγε ένα τεράστιο βάρος από πάνω μου. Έβαλα σε λέξεις όλα αυτά που μου είχαν συμβεί, είχα πλάσει έναν κόσμο, η μοναξιά και η πίκρα και ότι είχα κρύψει μέσα μου, τα έβαλα εκεί και τα άφησα να φύγουν κατά έναν τρόπο. Σε προσωπικό επίπεδο, είναι πολύ όμορφο που βρήκα έναν τρόπο να αντεπεξέλθω μέσα από την ποίηση. Αν δεν το είχα, ίσως να το ‘χα χάσει λίγο. Δεν μπορώ να αναλύω τις σκέψεις μου γιατί αυτό δεν τελειώνει ποτέ και τρελαίνομαι, όταν όμως τις γράφω νιώθω ότι υπάρχει μια λογική. Μέσα από αυτή την διαδικασία βρήκα ηρεμία. Όταν γράφω, παρόλο που τα ποιήματα μου είναι κυρίως βιωματικά, αποκόπτομαι από την πραγματικότητα και τον εαυτό μου, είναι αρκετά κοντά στην ψυχανάλυση, αλλά κατά έναν τρόπο όταν γράφω δεν είμαι εγώ.

Π - Να προσθέσω εδώ πως το Κόρενι έχει μέσα ένα κείμενο που ονομάζεται Πυροσβέστης το οποίο είναι από τα πιο αξιόλογα κείμενα που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια.

Αν και κανείς θα σκεφτόταν λόγω της εκκεντρικής παρουσίας του Παναγιώτη ότι είναι εκείνος που αγαπάει – ίσως λόγω και των σπουδών στο θέατρο- τους ρόλους και τις «μεταμορφώσεις», εσύ Αλεξάνδρα επιλέγεις να γράφεις με ψευδώνυμο. Τι σε ώθησε σε αυτό;

Α - Γιατί όπως είπα στα ποιήματα μου δεν είμαι ακριβώς εγώ. Μέσα από τα ποιήματα μου υπάρχουν πολλά στοιχεία του εαυτού μου που δεν θα μπορούσα ή και δεν θα ήθελα να εξωτερικεύσω στην απλή καθημερινότητα μου. Οπότε θεώρησα ότι είναι κάπως αναπόφευκτο να έχω κάτι σαν περσόνα επί σκηνής και ένα ψευδώνυμο.




Παναγιώτη, δηλώνεις άνεργος από επιλογή, γιατί επιλέγεις αυτή τη στάση;

Π - Δεν έχω αυτό που λένε σταθερή δουλειά, οπότε είμαι άνεργος. Για την κοινωνία τεμπέλης και χαραμοφάης κουλτουριάρης. Δεν με ενδιαφέρει και φυσικά δεν αντέχω να δουλεύω 8 ή 10 ώρες την μέρα, 5, 6 ή ακόμα και 7 μέρες την εβδομάδα, πόσο μάλλον για κάποιον άλλο, πόσο μάλλον όταν συνήθως αυτός ο άλλος βγάζει πάρα πολλά χρήματα και εγώ θα παίρνω τα ελάχιστα. Το θεωρώ απάνθρωπο και πολύ άδικο και όταν κάτι το θεωρώ τόσο κακό δεν συμμετέχω. Και για να σου πω μία αλήθεια το καπιταλιστικό σύστημα ποντάρει στον φόβο και εγώ δεν φοβάμαι να πεινάσω, με αντάλλαγμα μια τέτοια καθημερινότητα. Προτιμώ αυτή που έχω επιλέξει και ας είναι φορές πολύ πιο σκληρή από την άλλη.

Έχεις δηλώσει στο παρελθόν ότι οι ποιητές είναι ανταγωνιστές του Θεού. Ανάμεσα στην ηθοποιία και την ποίηση ποια θα επέλεγες – δεδομένου ότι παλιότερα έχεις αναφέρει την ιδιαίτερη σχέση σου με τον χριστιανισμό;

Π - Μονάχα ο Θεός έχει το δικαίωμα να δημιουργεί ανθρώπους και κόσμους από το τίποτα, άρα οι ποιητές είναι Θεοί και για αυτό η κοινωνία αρνείται να τους καταλάβει και τους κατατρέχει όπως και τους περισσότερους καλλιτέχνες μέσα στα χρόνια, άλλα τους ποιητές ιδιαιτέρως γιατί οι πολιτικές τους φοβούνται περισσότερο. Φυσικά και θα επέλεγα την ποίηση ή την συγγραφή τέλος πάντων για τον λόγο που ανέφερα. Δημιουργία ενός κόσμου από το μηδέν, αυτό είναι που με ενδιαφέρει καλλιτεχνικά.




Ξεκινήσατε να κάνετε ποιητικές performances κι αρκετοί καλλιτέχνες το αγκάλιασαν όλο αυτό, θέλησαν δηλαδή μαζί σας μέσα από τον «Ο κύκλος των» να εξωτερικεύσουν τη δουλειά τους στο κοινό. Πώς προέκυψε αυτή η καινοτομία στο χώρο τις ποίησης για τα ελληνικά δεδομένα, πώς σας ήρθε η πρώτη σκέψη;

A - Ήταν κάπως κοινή η σκέψη ότι η απαγγελία ποίησης έπρεπε να βγει από το στερεοτυπικό πλαίσιο στο οποίο είναι 4 μεσήλικες σε καρέκλες, και διαβάζουν ποιήματα στον ΙΑΝΟ με ανοιχτά τα φώτα. Έτσι προέκυψε το πρώτο βράδυ στο Six D.o.g.s.. Κάπως έτσι προέκυψε και η performance, η μουσική, τα video, όλα τα μέσα που χρησιμοποιούμε στις βραδιές μας. Από τη μια ψάχναμε έναν τρόπο να ξεφύγει η ‘βραδιά ποίησης’ από το στερεότυπο και από την άλλη έχουμε ανθρώπους γύρω μας που ζουν κι αυτοί μέσα στην τέχνη, είτε είναι μουσικοί, ζωγράφοι ή ότι άλλο. Δεν γίνεται να μην εμπνέεσαι από αυτό και να θες κάπως να πορευθείτε μαζί, να δημιουργήσετε.

Π – Πριν 4 χρόνια άρχισα να σκέφτομαι πως θα ήθελα πολύ να υπάρχει ένας χώρος, ένα event, κάτι στα πλαίσια του οποίου θα μπορούσε να μαζεύονται άνθρωποι στην ηλικία μου και να διαβάζουν αυτό που γράφουν στον κόσμο, να μιλάμε για τέχνη, να πίνουμε, να γράφουμε μαζί ή χώρια. Αυτό δεν υπήρχε, οπότε αποφάσισα πως πρέπει να κάνω την αρχή. Πριν 2 χρόνια περίπου λοιπόν διάβασα για πρώτη φορά κείμενα μου, από το βιβλίο που θα κυκλοφορούσα, μέσω του εκδοτικού μου, σε μία εκδήλωση που έκαναν. Ήδη έπαιζα επαγγελματικά στο θέατρο 5 χρόνια και είχα 8 παραγωγές στην πλάτη μου και συμμετοχές σε μερικές ακόμα, ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας κλπ. Όταν ήρθε η στιγμή να διαβάσω τα ποιήματα μου όμως το στομάχι μου είχε έρθει στα πνευμόνια μου και τα πόδια μου λύγιζαν, σαν να έβγαινα σε κοινό πρώτη φορά. Μόλις τέλειωσε σκέφτηκα ‘’Θέλω πάλι!’’. Είπα τότε στην Αλεξάνδρα ‘’Τώρα ξεκινάμε!’’ με κοίταξε με απορία, βγήκα έξω σχεδόν τρέχοντας και πήρα τηλέφωνα ανθρώπους που γνώριζα πως έγραφαν τότε και εκείνοι με την σειρά τους άλλους. Μετά από 3 εβδομάδες ήμασταν στο six dogs με 100 άτομα να τους διαβάζουμε όλα όσα γράφαμε.




Πως θα αποτιμούσατε εσείς την ευρεία «κολεκτίβα» ποιητών και τις βραδιές που διοργανώνετε; Τι θα θέλατε να κατακτήσετε ακόμα σε σχέση με αυτό και δεν το έχετε κάνει ακόμα;

Α - Δεν ξέρω πως πρέπει να απαντάς σε τέτοιες ερωτήσεις. Θα πω απλά ότι είμαι χαρούμενη που ξεκινήσαμε αυτό που κάνουμε και έχουμε και οι δύο να κάνουμε πολλά ακόμη.

Π – Δεν είναι η δουλειά μου αυτή. Εγώ κάνω τέχνη, απολογισμούς ας κάνουν οι κριτικοί τέχνης. Το μόνο που έχω να πω είναι πως ακόμα δεν έχουμε και δεν έχετε δει τίποτα.

Αν είχατε τη δυνατότητα να ζήσετε σε κάποια άλλη εποχή ποια θα ήταν αυτή;

Α – Γύρω στα ‘50s με τους beat. Ίσως φταίει ότι το πρώτο ‘σοβαρό’ βιβλίο που διάβασα ήταν ‘Οι αλήτες του Ντάρμα’.

Π – Δεν με νοιάζουν οι εποχές και τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, τα θεωρώ backgrounds, εμένα με αφορούν οι άνθρωποι που έχω γύρω μου και να είσαι σίγουρη πως τους έχω και με έχουν επιλέξει, όλα τα άλλα τα φτιάχνουμε, λίγο χρόνο να βρούμε, λίγη αγάπη και λίγα φράγκα.




Θέλω να μου διηγηθείτε από δύο σύντομες και ιδιαίτερες προσωπικές σας ιστορίες ο καθένας, εκ των οποίων η μία να είναι αληθινή και η άλλη αποκύημα της φαντασίας σας, και να αφήσουμε τους αναγνώστες να μαντέψουν ποια είναι η αληθινή.

Α – α. Κοίταξα τον καθρέφτη του μπάνιου. Έκλεισα το φως, τα μάτια και κοιμήθηκα ήρεμος.

β. Κοίταξα τον καθρέφτη του μπάνιου κι έχω να κοιμηθώ καλά από τότε.

Π – α. Το 2013 κάναμε ένα graffiti μαζί με έναν φίλο κάπου στην Αθήνα. Αποφασίσαμε πως θα ήταν ωραίο να υπήρχε γραμμένο ένα κείμενο μου στο φόντο (Το κείμενο ήταν το ‘’Μαύρες μέρες’’ από την ποιητική μου συλλογή ‘’Η Γένεσις, η Ζωή και το Έργο, ο Θάνατος του Αμνού’’, σελίδα 77). Κάποια στιγμή με πλησιάσαν 3 τύποι και μία κοπέλα και άρχισαν να με ρωτάνε τίνος είναι αυτό το κείμενο και ποιοι είναι οι ‘’αυτοί’’ που αναφέρονται μέσα (ο φίλος μου είχε πάει να βρει μπύρες και ήμουν μόνος) . Τους απάντησα πως ήταν δικό μου και άρχισαν να με ρωτάνε επίμονα ποιοι είναι οι ‘’αυτοί’’. Εγώ γελώντας απάντησα, ‘’οι κακοί!’’. Συνέχισαν να με ρωτάνε ακόμα πιο επίμονα και άρχισαν να με σπρώχνουν και εγώ να τσαμπουκαλεύομαι. Τους είπα ‘’Το πρόβλημα σας είναι το κείμενο ή τα μούτρα μου;’’ Προσπαθώντας να καταλάβω τι θέλουν και ποιοι είναι. Ο ένας μου είπε να τα μαζέψω και να φύγω, του είπα να πάει να γαμηθεί και πως δεν τον κόβω για μπάτσο για να προσπαθεί να μου δώσει εντολές. Εκείνη την στιγμή εξαγριώθηκε και άρχισε να με βρίζει και να μου λέει πως με ξέρουν και πως με έχουν ξαναδεί και πως θα την πάθω. Του είπα πως χαίρομαι που ένα κείμενο μου προκάλεσε όλο αυτό το ζήτημα και ο διπλανός του μου πέταξε μια πέτρα που πέρασε δίπλα από το αυτί μου ακριβώς. Η κοπέλα φώναξε ‘’Κόφτε το ρε μαλάκες!’’, τους πήρε και έφυγαν. Εκείνη την στιγμή φτάνει ο φίλος μου και του λέω ‘’Έχασες μόλις ένα party!’’.

β. Φέτος πριν κυκλοφορήσω το Vigil VI (Against All) έστειλα σε διάφορους φίλους που εκτιμώ την άποψη τους, συγγραφικά ή αναγνωστικά , το κείμενο ζητώντας τους μια γνώμη (Ξέροντας πως δεν θα την λάβω υπόψιν μου, απλά για να γνωρίζω την άποψη τους). Αρκετοί μου είπαν πως ένα συγκεκριμένο σημείο που αναφερόταν σε συγκεκριμένο πολιτικό χώρο θα δημιουργούσε ζήτημα και μπελάδες. Κάποιοι μου πρότειναν να το αλλάξω κάπως και άλλοι να το βγάλω τελείως. Μερικές μέρες αργότερα δέχτηκα κάποια ‘’τυχαία’’ τηλεφωνήματα και δυστυχώς οδηγήθηκα στο να αλλάξω το σημείο εκείνο, το οποίο βέβαια στις perfromances λέω ακόμα κανονικά.




Δεδομένου ότι συναντηθήκαμε πρώτη φορά στη Χαλκίδα, θα σας ρωτήσω Αθήνα ή Χαλκίδα και γιατί;

Α - Αθήνα χωρίς γιατί. Αυτή η πόλη καμιά φορά με κάνει να πιστεύω στο μεταφυσικό. Τη μια στιγμή σε αγκαλιάζει και την κάνεις σπίτι σου και την ακριβώς επόμενη σε κλοτσάει στον δρόμο.

Π - Η Χαλκίδα είναι μια μικρογραφία της Ελλάδας, είναι καλή κυρίως για διακοπές, είναι για να ταξιδέψεις και να γυρίσεις σε αυτήν γέρος, γεμάτος και ήρεμος. Άρα σίγουρα όχι για μένα, όχι για τώρα. Η Αθήνα είναι μια υπέροχη πόλη τρομακτικά ιδιαίτερη, ένα πολύμορφο χάος και λατρεύω να μπορώ να χάνομαι μέσα σε αυτήν και να βγαίνω από μέσα της λίγο πριν πάθω ανακοπή, το ίδιο που αναζητούσα μέχρι πρόσφατα και από τους έρωτες μου. Για να είμαι ειλικρινής δεν με αφορά η έννοια του σπιτιού και η ζεστασιά του, ούτε της πατρίδας, όπως ούτε της οικογένειας και του Θεού, για αυτό τον λόγο θα σου πω καμία από τις δύο. Ίσως και οι δύο, ίσως καμία. Έχω τον νου μου και την καρδιά μου στους ανθρώπους μου όχι στα ντουβάρια, τα τσιμέντα και τους δρόμους.

Από εδώ και πέρα τι να περιμένουμε; Τι ετοιμάζετε;

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου Μπάγκειον ‘’Από κάπου αλλού’’ στα πλαίσια της έκθεσης ‘’Outcast Europe’’.

Μέσα στον Νοέμβρη και τον Δεκέμβρη θα έχουμε performance σε Θεσσαλονίκη, Πάτρα και Λάρισα, μαζί με τον Κώστα Moody.

Στα τέλη Νοέμβρη/ αρχές Δεκέμβρη, ετοιμάζουμε μια αρκετά διαφορετική performance στην Αθήνα. Κάτι αρκετά προσωπικό, σε έναν νέο χώρο με αρκετά νέα άτομα.
Αναμείνατε.




Για πληροφορίες σχετικά με τον ‘Ο Κύκλος Των’ μπορείτε να επισκεφθείτε την σελίδα τους στο facebook: https://www.facebook.com/okiklostwn/

Για ποιήματα:http://epitheti.tumblr.com/ και στα προσωπικά τους προφίλ στο facebook