Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κεφαλάς Πάνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κεφαλάς Πάνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 16 Μαΐου 2020

Ο Δρόμος των Κυριών | Γράμμα Στρατιώτη Α' Παγκοσμίου Πολέμου |Οι Κηπουροί της Θεσσαλονίκης[1] | Κεφαλάς Πάνος


          

 Στο βάθος το  γαλλικό νοσοκομειακό πλοίο “Sphinx” 
στα ανοιχτά της Θεσσαλονίκης στις 9 Μαΐου 1917
Πηγή φωτογραφίας Danos Parasidis – 
Παλαιοπωλείο “Οδός Εξοχών”, 
από την ιδιωτική του συλλογή.



Antoine Roquentin[2]

17η Αποικιακή Μεραρχία Πεζικού.

Φεβρουάριος του 1916, Θεσσαλονίκη.

Αγαπημένη μου Ζεκελίν,

Έλαβα πριν λίγες ημέρες το τελευταίο γράμμα σου. Μέσα στις σελίδες σου, η φράση σου «Να προσέχεις, δεν μπορώ άλλο να σε περιμένω» ηχεί σαν το σαλπιγκτή του πλοίου, που μου τρυπάει τα αυτιά καθημερινά στις πέντε το πρωί,  καθώς αναζητώ στο κατάστρωμα την πρώτη αναγκαία ρουφηξιά της δόσης μου από τον καπνό της Ανατολής. Μια φράση, όπου το ¨Να¨ το μισώ, όπως τούτο τον κροταλία τον πόλεμο που καταπίνει τις ελπίδες της ανθρωπότητας. Θα προτιμούσα να μου έγραφες «κοίτα να πεθάνεις για την πατρίδα να πάρουμε τη σύνταξη σου ή όταν γυρίσεις πίσω δεν θα βρεις τίποτα, παρά τα βιβλία σου, μερικές αλλαξιές κι ένα βάζο με μαραμένα κρίνα». Το γράμμα σου το έλαβα δυστυχώς αργοπορημένα. Ήδη μπάρκαρα με σκοπό να επιστρέψω. Μα έχει πλέον νόημα; 
   
Ξημερώματα, έφυγα από τη Βενετία της Ανατολής, παρέα με τους γλάρους, που ακολουθούσαν το πλοίο μας στην έξοδο από το λιμάνι. Στη συνοδεία, θωρηκτά και καταδρομικά. Η έξοδος από το λιμάνι είναι ένας σωστός λαβύρινθός από δίχτυα και νάρκες. Μου θυμίζει το λαβύρινθό των χαρακωμάτων της πρώτης γραμμής. Το πλωτό νοσοκομειακό ¨Δήμητρα¨ έχει τα αμπάρια του γεμάτα με χωματένια στήθη από την πατρίδα και κουκέτες ή κρεβάτια εκστρατείας γεμάτα αίματα. Στο ¨Δήμητρα¨ οι αναμνήσεις δεν είναι καλεσμένες. Στη Μασσαλία, θα γίνει φυσικά η τιμητική παραλαβή, με την παρουσία επισήμων, φαγητού και μουσικής ορχήστρας. Οι νεκροί στις σκιές θα χορεύουν και ο όχλος θα ζητωκραυγάζει «δόξα στην αιώνια Γαλλία μας»[3].

Καθώς το πλοίο σάλπαρε, παρατηρούσα τον ήλιο στο βάθος που ξεπρόβαλε από το Καρά-Μπουρούν. Με τις γλυκές ακτίνες του έλουζε το όμορφο λευκό σκαρί του πλοίου, που είναι στολισμένο με έναν κόκκινο σταυρό και μια πράσινη λωρίδα. Μα είναι τόσο απροστάτευτο απέναντι στους ύπουλους εχθρούς. Δεν φέρει ίχνος κανονιού. Τράβηξα μια γερή τζούρα αλμυρού αέρα για καλό ταξίδι. Ο βόμβος της μηχανής που ανεβαίνει από τα έγκατα του πλοίου, ίδιος και απαράλλακτος με το βρόντο των κανονιών από τις όχθες του ποταμού Μεύση ή τις κραυγές των συμπολεμιστών μου, που αντί να τραγουδούν το Auld Lang Syne[4], αντιθέτως βέλαζαν σαν πρόβατα που όδευαν στη σφαγή[5].

Ποιος μπορεί να ξεχάσει;

Εδώ και μήνες, στις αργίες προσευχόμουν να φύγω. Και προσευχόμουν τόσο πολύ γιατί εδώ έχουν τρείς Κυριακές[6]. Δεν άντεχα άλλο, να είμαι ένας από τους διακόσιους χιλιάδες κηπουρούς του στρατηγού Σαράιγ[7], όπου μυρμηγκιάζουν όλες οι φυλές του Ισραήλ[8]. Πνιγόμουν μέσα στο πλήθος και τους μπελάδες των ορμών. Μια μάζα από μεθύστακες όπου η καθημερινή φορτοεκφόρτωση από τα χοντρά βαπόρια και τις σακολέβες[9], διεξάγεται μέσα στην οχλαγωγία και τις φωνές. Και πάντα στο τέλος της ημέρας, κάποιος μεσάζων να τους τραβολογάει στο Βαρδάρη για μια σάρκα. Δεν αντέχω άλλο να με κατηγορούν για λουφαδόρο. Θέλω να γυρίσω στο Βερντέν. Να πεθάνω μάχιμος όπως ο αδελφός μου ο Κερσουζόν[10], ανάμεσα στα τρωκτικά και τη λάσπη. Το είχα πει στον εαυτό μου: μην πας στη Mesopolonica[11]. Ίσως βρεις εκεί μια νέα όψη της αηδίας του να είσαι άνθρωπος[12].

Στο πλοίο από στρατιώτες είμαστε μία σύγχρονη Βαβέλ. 3 Τόμυδες[13], 4 Ζουάβοι[14], 2 Ανναμίτες[15], 3 Σιχς, 10 Πουάλοι[16] και ένας Ταλιάνος. Από όλους συμπαθώ περισσότερο τους Τόμυδες. Καλά παιδιά, που άμα πιούν τους κάνεις ότι θέλεις. Τον Ταλιάνο δεν τον χωνεύω καθόλου, μίας και περπατά συνεχώς με ένα στιλέτο μαζί του. Τα βράδια κάποιοι κλείνονται στις κουκέτες τους γιατί φοβούνται τους Ζουάβους. Λένε ιστορίες ότι κλέβουν και αρπάζουν παιδιά και τα τρώνε στο φούρνο με πατάτες. Εγώ δεν τους φοβάμαι. Άλλωστε είμαι πιο μαύρος στη ψυχή και τη νύχτα όλα τα αίματα είναι μαύρα.

Εχθές ρίξαμε κλήρο για τα μαγειρεία. Μα από το φόβο όλων μην κληρωθεί κανένας Ανναμίτης και δεν μείνει ποντίκι για ποντίκι στο πλοίο, ή κανένας Τόμμυς και καθημερινά τρώμε μπιζελόσουπα με κρέας αλόγου, θα αναλάβει ο Ταλιάνος. Ήδη στη σκέψη της τέρψης το στομάχι μου χοροπηδά από χαρά. Πριν αποχαιρετήσω την Ανατολή για πάντα, φρόντισα να πάρω μερικά ενθύμια και αναμνήσεις μαζί μου. Λίγο καπνό, λευκές κόλλες, μελάνι, και φυσικά γλυκά από την Patisserie Flokas, το οποίο μου θύμιζε τις βόλτες μας στο Καφέ Βασέτ[17].  Έκανα και μία βόλτα από τη συνοικία των Εξοχών, που είναι το θεσσαλονικιώτικο Πασί[18]. Σου περικλείω στο γράμμα μου, μια καρτ – ποστάλ «souvenir de Salonique», για να δεις πόσο όμορφη είναι.

Δεν μπορώ να απομακρύνω τη σκέψη μου από όλα αυτά που αγαπώ εκεί, μαζί σου, αλλά καθώς θα είσαι στα χέρια κανενός κουραμπιέ με καθαρή στολή ή κανενός πλουσίου Ντιστεγκέ[19], πλέον δε έχω λόγο να φοβάμαι τις γοργόνες του βυθού. Σαν κλείνομαι στο μηχανοστάσιο για μέρες, δεν βλέπω τίποτα άλλο παρά σκιές από μαύρα βουβά μάτια, με τη μάσκα του φόβου σε κάθε προειδοποίηση για U boat. Μοιάζω με Gueules cassées[20], που με μάτια ανήσυχα και σφιγμένες γροθιές, μέσα μου παρακαλώ «Ω!! Φριτς[21] δώσε ένα τέλος». Κι αν καταφέρω να μη φτάσω στον πυθμένα, θα είναι από δεξιοτεχνία ή καθαρή τύχη. Εύχομαι να μη βρούμε στο ταξίδι μας το Breslau ή το Goeben[22], ή να μην έχω την ίδια τύχη με το πλήρωμα του «Πορτογαλία»[23] ΄και του ατμόπλοιου Minas.

Η νύχτα είναι διαυγής και η θάλασσα ήρεμη σαν λίμνη. Εξαιρετική βραδιά για τα υποβρύχια, εξαιρετική λεία κι εμείς για αυτά. Εξαιρετική βραδιά για ένα τελευταίο τραγούδι στη σκέψη του τριαντάφυλλου στο πέτο της λευκής ποδιάς σου: «Υπάρχει ένα ρόδο που φυτρώνει στη No Man’s Land/Kαι είναι θαύμα να το βλέπεις/Αν και ποτίζεται με δάκρυα, θ’ αντέξει χρόνια/Στον κήπο της μνήμης μου/Είναι το μόνο ρόδο που ξέρει ο στρατιώτης/Φτιαγμένο απ’ τα χέρια του Κυρίου/Μες στην κατάρα του πολέμου στέκει η νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού/Αυτή είναι το ρόδο της No Man’s Land»[24].

Ο στρατιώτης σου, Antoine.



Η Θεσσαλονίκη από το πλωτό γαλλικό νοσοκομείο “Sphinx”, τον Ιούνιο του 1917.
 Πηγή φωτογραφίας από την ομάδα Φ/Β Παλιές φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης, η οποία δημιουργήθηκε το 2008 με σκοπό την ανάδειξη της αρχιτεκτονικής και της πολυπολιτισμικότητάς της πόλης πριν την εκ νέου ανάπτυξή της τη δεκαετία του ’80. 
Σήμερα, αποτελεί τη μεγαλύτερη οργανωμένη συλλογή παλαιών φωτογραφιών για την Θεσσαλονίκης. 
Περισσότερα στο: https://www.facebook.com/groups/oldthessaloniki





[1] Για τον πρωθυπουργό της Γαλλίας Ζωρζ Κλεμανσό, η Στρατιά της Ανατολής (L´ Armée d´ Orient), ήταν οι επονομαζόμενοι «κηπουροί της Θεσσαλονίκης». Ο χαρακτηρισμός οφείλεται στο γεγονός ότι η παρουσία των στρατευμάτων σχολιαζόταν με ειρωνεία στη Γαλλία και την Αγγλία, μίας και η Θεσσαλονίκη παρουσιαζόταν ως ιδεώδης τόπος παραθερισμού και διασκεδάσεως, σε πλήρη αντίθεση με το «αιματοβαμμένο» Δυτικό Μέτωπο.
[2] Ονοματοπαίγνιο, από το βιβλίο του Ζαν-Πωλ Σαρτρ - Η Ναυτία, το οποίο χρησιμοποιείται από τον Σαρτρ με «συμβολικά κωμικό τρόπο» και σημαίνει «αυτός που έκανε το δικό του γύρο του κόσμου».
[3] Διάσημος στίχος του Βίκτορος Ουγκώ.
[4] Παραδοσιακό τραγούδι, που τραγουδούσαν οι οπλίτες καθώς βάδιζαν στα ορύγματα.
[5] Ο Μεύσης (ή Μόσας, γαλλικά: Meuse, βρίσκεται στην περιοχή Λε Σατελέ-συρ-Μεζ (Le Châtelet-sur-Meuse) της ανατολικής Γαλλίας. Διαρρέει τη Γαλλία, το Βέλγιο και την Ολλανδία.
[6] Η Tynaire Marcelle, στο βιβλίο της ¨Ένα Καλοκαίρι στη Θεσσαλονίκη¨, αναφέρει ότι στη Θεσσαλονίκη η ημέρα αργίας επαναλαμβάνεται τρεις φορές μέσα στη βδομάδα και άρα η εβδομάδα έχει τρεις Κυριακές, για τους πιστούς τριών διαφορετικών θρησκειών. Την Παρασκευή αργούν οι Μουσουλμάνοι, το Σάββατο οι Εβραίοι και την Κυριακή οι Χριστιανοί.
[7] Maurice Paul Emmanuel Sarrail. Τον Αύγουστο του 1915 ορίστηκε διοικητής της γαλλικής στρατιάς της Ανατολής, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, έως το 1917.
[8] Από το βιβλίο του πολέμου, Η ζωή εν Τάφω, του Στρατή Μυριβήλη.
[9] Ιστιοφόρα τρεχαντήρια που διασφάλιζαν την επικοινωνία ανάμεσα στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου.
[10] Γαλλικά Kersuzon, χαρακτήρας από το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, του Λουί-Φερντινάν Σελίν.
[11] Από τη Μεσοποταμία και τη Θεσσαλονίκη. Επρόκειτο για μία υποθετική τοποθεσία, καθώς θεωρείτο ότι συγκριτικά με το Δυτικό Μέτωπο οι πιθανότητες επιβίωσης ήταν μεγαλύτερες.
[12] Απόσπασμα γράμματος στρατιώτη, από το βιβλίο του Σάκη Σερέφα, «Δεν υπήρξαμε ήρωες εδώ..» (Λογοτεχνικά κείμενα και μαρτυρίες). Εκδόσεις University Studio Press. 
[13] Tommy Atkins, είναι το υποθετικό όνομα του Βρετανού «άγνωστου στρατιώτη». Παρατσούκλι των Βρετανών στρατιωτών κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
[14] Με το όνομα Ζουάβοι ή Ζουάγοι, αποκαλούνταν οι κάτοικοι της Ζουάγας, ορεινής περιοχής ανάμεσα στην Αλγερία και την Τυνησία. Αποτελούσαν ειδικές μονάδες ελαφρού πεζικού που ανήκαν στο Στρατό της Αφρικής (L'armée d'Afrique).
[15] Ακροβολιστές της Ινδοκίνας, γνωστοί και ως Ανναμίτες, εκστρατευτικό σώμα του γαλλικού στρατού από την Ινδοκίνα. Σημαντικός αριθμός Ανναμιτών χρησιμοποιήθηκε ως βοηθητικό προσωπικό.
[16] Πουαλύ, «χαϊδευτική προσφώνηση» από το γαλλικό Poilu - μαλλιαρός, δασύτριχος, τριχωτός. Ήταν το παρατσούκλι των Γάλλων στρατιωτών κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
[17] Το Καφέ Βασέτ (Café Vachette), ήταν δημοφιλές καφέ στη Λεωφόρο Σεν- Μισέλ του Παρισιού, στέκι του ποιητή Γκιγιώμ Απολλιναίρ.
[18] Passy: αριστοκρατικό προάστιο του Παρισιού.
[19] Από το γαλλικό distingué. Αυτός που έχει λεπτούς τρόπους και χαριτωμένη εμφάνιση. Ο κομψευόμενος ή χαριτωμένος. Ειρωνική έκφραση για τους άντρες που δεν πολέμησαν και έμειναν στα μετόπισθεν.
[20] Στα αγγλικά Broken faces: γαλλική έκφραση για τα πρόσωπα των στρατιωτών που παραμορφώθηκαν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο .
[21] Παρατσούκλι των Γάλλων για τους Γερμανούς. Από το γερμανικό Fritz. Επίσης υπάρχει το παρατσούκλι Τζέρης (Jerry), από την ηχητική παράφραση του German, το παρατσούκλι Ούνος, και το παρατσούκλι Boche, συντομευμένη μορφή του γαλλικού αργκό alboche , που προέρχεται από τις λέξεις Allemand (Γερμανός) και caboche (γαλλ. για το κεφάλι ή το λάχανο).
[22] Ονόματα γερμανικών πολεμικών πλοίων που δρούσαν στη Μεσόγειο.
[23] Ρωσικό πλωτό νοσοκομείο που τορπιλίστηκε από γερμανικό υποβρύχιο.
[24] Τραγούδι «The Rose of No Mans Land» (το τριαντάφυλλο συμβολίζει τις νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού).


Σημείωμα του συγγραφέα: 

«Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, τα γράμματα ήταν η κύρια μορφή επικοινωνίας μεταξύ των στρατιωτών και των αγαπημένων τους, που απάλυναν τον πόνο του χωρισμού, διατηρώντας έτσι υψηλό το ηθικό των στρατιωτών και των πολιτών στα μετόπισθεν.
        Οι στρατιώτες έγραφαν γράμματα στις ελεύθερες ώρες τους, μερικές φορές από τα χαρακώματα της πρώτης γραμμής, πριν από μεγάλες μάχες ή σε πιο ήρεμο περιβάλλον, πίσω από τις γραμμές. Και έγραφαν μανιωδώς εξαιτίας της στασιμότητας του πολέμου, ακόμη και μέσα στη λάσπη ή κάτω από αντίξοες συνθήκες. Η Βρετανική Ταχυδρομική Υπηρεσία, για παράδειγμα, παρέδωσε περίπου 2 δισεκατομμύρια επιστολές κατά τη διάρκεια του πολέμου, ενώ στη Γαλλία αποστέλλονταν 5 με 7 εκατομμύρια γράμματα την εβδομάδα.
     Η άσκηση στρατιωτικής λογοκρισίας επιστρατεύτηκε από τις εμπόλεμες χώρες, αναγκαστικά, ώστε σε περίπτωση κλοπής των γραμμάτων από τον εχθρό να εμποδίζουν την όποια υποκλοπή πληροφοριών και μυστικών, ή της ίδιας της πραγματικότητας του πολέμου, που μπορούσε να διαρρεύσει στα μετόπισθεν και να επηρεάσει είτε το ηθικό των στρατιωτών είτε των πολιτών. 
      Ωστόσο, στην πράξη, οι στρατιώτες έβρισκαν συχνά τρόπους για να μεταδώσουν πληροφορίες και προσωπικές ¨κραυγές¨ μέσα από τα γράμματα τους, προσφέροντας μια ισχυρή και άκρως προσωπική διορατικότητα της πραγματικής σκληρής φύσης του πολέμου και των στρατιωτών που πέθαναν και «they shall not grow old».
    Με βάση ανάλογες μαρτυρίες στρατιωτών του Μεγάλου Πολέμου, «γεννήθηκαν» τούτα τα γράμματα. Δεν αποτελούν μεταφράσεις ξενόγλωσσων πρωτότυπων γραμμάτων, αλλά είναι μυθοπλασίες, δημιουργήματα της χρόνιας έρευνας και του λογοτεχνικού κόσμου του συγγραφέα, βασισμένα παρόλα αυτά σε αληθινά γεγονότα, στοιχεία και πληροφορίες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. »


Κεφαλάς Πάνος, Υποψ. Διδάκτορας Ιστορίας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου του ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Ο Δρόμος των Κυριών | Γράμμα Στρατιώτη Α' Παγκοσμίου Πολέμου | Μικρή, Αγαπημένη Mου Γυναίκα | Κεφαλάς Πάνος


Lucien Martin,  
Seine, 1er Bureau 3031.
Χριστούγεννα, 18/12/1916

Μικρή, αγαπημένη μου γυναίκα. 

Πρωινή αναφορά.

Ίσως, η τελευταία μου για φέτος.

Στέκω σε μία σειρά, βουτηγμένος στη λάσπη, στα ρήγματα που έσκαψαν οι οβίδες της νύχτας. Έχω γίνει τρωκτικό. Τρωκτικά μας φωνάζει άλλωστε όλους ο διοικητής ή Ρεμπύ[1] ή Ντυμολλέ[2]. Στα μάτια του δεν μπορεί να μας ξεχωρίσει έτσι που γινόμαστε σαν ένα παχύρευστο μείγμα. Βρωμάμε τόσο, που ακόμα και τα ποντίκια μας αποφεύγουν.


Προσπαθώ με τις σκέψεις μου να ξεφύγω από τη λάσπη και την αδιάκοπη βροχή. Σκέφτομαι εσένα. Την κόρη μου. Τα περσινά Χριστούγεννα μαζί σας.  

Μα το νερό έχει μνήμη και καθώς με λούζει από την κορυφή μέχρι τα νύχια, η μνήμη ζωντανεύει και μαζί της και η λάσπη που με καλύπτει. Άλλωστε η λάσπη από χώμα και νερό δεν αποτελείται; Και η λάσπη των χαρακωμάτων έχει και μπόλικο αίμα. Το αίμα αυτών που χάνονται σε κάθε salto mortale, σε κάθε οβίδα από τον μεταλλικό ουρανό, σε κάθε σφαίρα, υπέρ της πατρίδας, υπέρ της ελευθερίας, γράφοντας αυτή την χαριτωμένη ιστορία σκόνης.

Τα στρώματα λάσπης επάνω μου, ένα νέο σώμα. Ποτισμένο από την απολιθωμένη σιωπή της νύχτας. Μα η σιωπή δεν είναι ψέμα.

Πρωινή αναφορά.

Και σήμερα η σιωπή είναι ένα ψέμα.

Ο διοικητής Μπαμπουέν[3] φωνάζει δυνατά έξι ονόματα: Adam René, Baraquin Marcel Narcisse, Battu Maurice Louis, Besançon Pierre Louis, Besvel Maurice Alexandre, Barrié . Celestin Léon Clovis.

Χαμηλώνω το βλέμμα. Επιτρέπω τη σιωπή να με καλύψει. Καρφώνω τη ματιά μου στο χέρι του διοικητή στο σπαθί του, από το οποίο ξεχωρίζει η επίχρυση με φιλντισένια λαβή, αποδίδοντας τον ανάλογο σεβασμό για τη στάση και τη στολή του.

Η γενναιότητα δεν του φτάνει. Η υποταγή και η υπακοή έχουν περισσότερη αξία. Όπως και τα σοβαρά και διαυγή βλέμματα. Στρατιώτες μαύροι ή λευκοί, που λένε πάντα «ναι».

Ο διοικητής ανακοινώνει: «Στις 27 Νοεμβρίου, γύρω στις 5 π.μ. τα ξημερώματα, μετά από μία επίθεση δύο ωρών από οβίδες που έκαναν τη νύχτα μέρα μετατρέποντας την περιοχή σε κόλαση, αυτοί οι έξι στρατιώτες κι ενώ βρισκόντουσαν σε μία τάφρο της πρώτης γραμμής, εγκατέλειψαν τη θέση τους σε μία προσπάθεια να ξεφύγουν όταν μερικοί Γερμαναράδες μπήκαν στην τάφρο τους».

«Προδότες! Δειλοί! Προδώσατε τη Γαλλία». 

Τα λόγια του διοικητή συντονίζονται με τους παλμούς της καρδιάς μου, αντηχούν στα αυτιά μου, σαν το βουητό των οβίδων.  

Πρέπει να παραδώσουν τα πορτοφόλια τους, για να σταλούν στις οικογένειες τους. Έχουν το δικαίωμα να στείλουν κι ένα τελευταίο γράμμα. Για τους προδότες δεν θα υπάρξει πολεμική σύνταξη.

Αύριο η λάσπη ποτισμένη από το αίμα τους θα καλύπτει τα σώματα μας και θα είναι η σκόνη κάτω από τα πόδια μας. Και επειδή το νερό έχει μνήμη, η εκτέλεση τους για παραδειγματισμό δεν θα φωνάζει «πέθανε για τη Γαλλία». Αντί να προσπαθήσουν να ξεφύγουν, αν τώρα ήταν κρατούμενοι των Γερμανών, θα ζούσαν.

Στάθηκα και θαύμαζα παρά τη σκοτεινιά μου, παρά την ταραχή μου, τον τρόπο που έχει το ακίνητο νερό ή αυτό που κυλάει αργά, να ανασηκώνεται, σαν διψασμένο αγρίμι, προς το νερό που τρέχει επάνω στα λασπωμένα αγάλματα, που γινόμαστε εμπρός στο άκουσμα του θανάτου.

Εύχομαι να είναι οι έξι τελευταίοι από τους 136 που τουφεκίστηκαν φέτος, για παραδειγματισμό. Ένα νούμερο με ψηφία που η ζωή θα ζοριστεί πολύ να τα σβήσει. Άραγε θα μπορέσουν κάποτε να τους ξεχάσουν;

Η βροχή συνεχίζει να ποτίζει τη λάσπη μετατρέποντας τα χαρακώματα σε απέραντο δυσκίνητο βούρκο και εμένα σε μία δύστροπη παχύρευστη μάζα, με πελιδνό πρόσωπο. Η γη και οι νεκροί!

Μετατρέπω το σώμα μου σε τρωκτικό ξανά, χωμένος κάπου στη Φαμπιόλα[4], στην κοιλιά της γης. Μέσα στην τρύπα μου, ζώ σαν τους άλλους, πίνω, τρώω σαν τους άλλους. Μερικές φορές τραγουδάω σαν τους άλλους. Εδώ μπορώ να καπνίσω με άνεση την πίπα μου, γιατί δεν κάνει να καπνίζεις στον πόλεμο, σε εντοπίζουν. Μυρίζω το τελευταίο αρωματισμένο γράμμα σου (13/12/1916) και ανοίγω με ανυπομονησία το χριστουγεννιάτικο δέμα που δικαιούμαι από τον κ. Πουανκαρέ[5], επειδή πολεμάω για την πατρίδα και έλαβα το στρατιωτικό παράσημο του «Ήρωα της Πρώτης Τάξεως»[6].

Ξετυλίγω το σχοινί, σχίζω με μανία το χαρτί περιτυλίγματος. Σε κάθε μανιώδη συμπεριφορά των χεριών μου, το άγγιγμα σου μου λείπει με βαναυσότητα.

Τα φετινά χριστουγεννιάτικα δώρα είναι λιτά. Ένα μικρό μολύβι, ένα τετράδιο στο μωβ εξώφυλλο του οποίου απεικονίζεται η Ζάν ντ’ Άρκ με περικεφαλαία, δυο πακέτα τσιγάρα Craven, λίγος καπνός και μια καινούργια πίπα. Θεωρώ ότι οι στρατηγοί μας ζήλεψαν τα δώρα που είχε δώσει η πριγκίπισσα Μαρία το 1914 στους Τόμυδες[7]. Αλλά μαζί έλαβα και ένα ιδιόχειρο σημείωμα να περάσω από τα μαγειρεία το μεσημέρι να λάβω και άλλα καλούδια:

Δύο ουγγιές τσάι.  Δύο ουγγιές μαρμελάδα. 8 ουγγιές ζάχαρη. 4 ουγγιές βούτυρο. 4 ουγγιές μαργαρίνη. 2 ουγγιές λαρδί. 1 ουγγιά κασέρι σε σχήμα κύβου. 4 ουγγιές μπέικον και 3 φέτες ζαμπόν. Για αρνί ή μοσχάρι ούτε λόγος. Θα παλέψω να ανταλλάξω καμία λίβρα με τα τσιγάρα μου. Λογικά κάπου θα κρύβουν και τα αυγά και τα κρεμμύδια.

Μου λείπει το ξύλινο τραπέζι του σπιτιού μας. Η σκιά σου στο βάθος να μαγειρεύεις για τις γιορτές, με τα μακριά, κατάξανθα μαλλιά σου δεμένα στο αγαπημένο σου κόκκινο φιλέ. Ανασαίνω δυνατά για να μυρίσω τη μυρωδιά του Cassoulet[8] και την αλμύρα του Choucroute[9]. Γιορτές! Πόσο μου λείπουν οι φωνές της οικογένειας, οι στεναγμοί, τα χέρια, τα χαμόγελα, ένα μεγάλο ούφ! Είναι παράξενο πως ο θάνατος οξύνει τις αισθήσεις. 

Αυτό που ονομάζουμε πόλεμος, είναι η εξορία, με μια καρτ ποστάλ από την πατρίδα πότε πότε, ένα λεπτό βιολετί χαρτί, σαν και αυτά που πουλάνε στα καπνοπωλεία ή μια δωδεκάδα κιτρινισμένες φωτογραφίες από τον καλό καιρό, όλο και περισσότερες και φωτεινές, πολύ φωτεινές, καθώς εκμηδενιζόμαστε.

Αναπολώ τις στιγμές, όπου από το παράθυρο του σπιτιού μας, στη γωνιά του μπουλβάρ[10] Ρασπάιγ, στην οδό Ρεν, χάζευα το εργοτάξιο του καινούργιου σιδηροδρομικού σταθμού· Στο βάθος τους λόφους  του Σαίν-Κλού, να τους φωτίζει  το μοβ χρώμα του παρισινού ουρανού. Μου αρέσει να ανεβαίνω στα τρένα, αλλά επιλέγω επιμελώς αυτά που παραμένουν στο σταθμό.

Αναπολώ τις στιγμές, όπου παρέα με ένα πούρο Voltigeur[11] και μερικές εφημερίδες πεταμένες εμπρός μου, όπως η Paris -Soir, η Action, η Echo de Paris, καθισμένος στα τραπεζάκια του Βιέλ ή του Καφέ ντε λα Παι, να πίνω το βερμούτ Crucifix, χάζευα τις σκιές των ανθρώπων να χορεύουν, ενώ κατευθύνονταν  προς το σταθμό, για να προλάβουν το τρένο, σαν κοπάδι ψαριών που ανεβαίνει ανάποδα το ρεύμα.

Αναπολώ τις κρυφές στιγμές, καθώς με έπιανες από το μπράτσο και κατηφορίζαμε την οδό Καμπάν – Πρεμιέρ και κοιτούσαμε τις αζαλέες στο μπουλβάρ Μονπαρνάς. Τις στιγμές που ξεχνιόσουν και ακουμπούσες το κεφάλι σου στον ώμο μου και εγώ περνούσα τα χέρια στη μέση σου. Πόσες φορές δεν ευχήθηκα να μέναμε για πάντα έτσι, αγνοί και θλιμμένοι.

Λυπάμαι που έπρεπε να σε αφήσω. Σήμερα πρέπει να μάθεις γιατί. Ο πατέρας μου, πριν τον πόλεμο μου είχε πει: «όταν πεθάνω, θα πρέπει να είσαι σε θέση να αναλάβεις από τη μία μέρα στην άλλη όλες τις παραγγελίες του εργοστασίου. Θα γίνεις το αφεντικό του εργοστασίου μου και θα διατάζεις τους εργάτες μου. Όταν θα έχουν πεθάνει και αυτοί, θα έρθουν άλλοι ¨τρομεροί εργάτες¨[12], τα παιδιά τους και θα πρέπει να ξέρεις πως να τους κάνεις να σε υπακούσουν και να σε αγαπούν. Το πιστόνι κινεί τις μηχανές. Το πιστόνι κινεί τα βαγόνια. Πρέπει να γίνεις πιστόνι[13]».

Μα δεν ήθελα ποτέ να συνεχίσω το έργο του πατέρα μου. Δεν είμαι αρχηγός και ούτε είχα τη φιλοδοξία να γίνω. Ο κόσμος είναι απέραντος και θέλω να τον γυρίσω όλο. Ο πόλεμος ήταν μια ευκαιρία να φύγω μακριά από την κληρονομιά μου στην οδό Ραινουάρ[14]. Ήθελα να γίνω ο υπέρτατος στρατιώτης, που δεν θα συγκινούσε τις μετριοπαθείς ψυχές τους. Είμαι το «Πνεύμα της Άρνησης»[15].

Κοιμήθηκα έξι χρόνια και μετά, μία ωραία πρωία, βγήκα από το κουκούλι μου. Εγώ είμαι φτιαγμένος για δράση, φώναξα! Στους ήχους της Μασσαλιώτιδας σε πήρα από το χέρι και πήγαμε στην εκκλησία του Νεϊγύ[16]: «θα παντρευτώ νέος». Μπορεί για τον πατέρα μου να ήσουν μια νεαρή επαρχιωτοπούλα, αλλά για εμένα ήσουν ένα φωτεινό κορίτσι με λουλουδένια μάτια. Έγινες η Γκριζελίδη[17] μου.

Σε άφησα να περιμένεις στα μετόπισθεν. Έγινα άγριος μετά από σκέψη. Μη μου πει κανείς ότι δεν χρειάζονται τρελούς και άγριους στο πεδίο της μάχης. Η τρέλα σε βοηθάει να ξεχνάς την αλήθεια της σφαίρας και την μύτη μιας Ροζαλίας[18]. Είναι αδελφή της γενναιότητας, σε ένα πεδίο μάχης αυλακωμένο, φτιαγμένο με συρματοπλέγματα για σαρκοφάγα. Χρειάζεται να είμαστε τρελοί και άγριοι γιατί οι Γερμανοί φοβούνται τις ματσέτες μας. Στον πόλεμο αν έχεις πρόβλημα με έναν δικό σου τρελό στρατιώτη, φροντίζεις να τον σκοτώσουν οι εχθροί. Είναι πιο πρακτικό ή όπως λέει ο διοικητής μας «δεν αρκεί μόνο να πεθάνουν, πρέπει να πεθάνουν εγκαίρως».  Οπότε τον αναγκάζεις να υπακούει στη σφυρίχτρα του θανάτου: «Γλιστράτε θνητοί, μη στηρίζεστε. Επιχειρήστε κάθε salto mortale. Οι Γερμανοί είναι κατώτερα όντα που έχουν την τύχη να είναι γείτονες μας. Θα τους δώσουμε τα φώτα μας».

Χριστούγεννα στην πρώτη γραμμή.

Τελευταίο γράμμα για φέτος. Με μία ομάδα σκαπανέων, κόψαμε ένα μεγάλο έλατο. Ανοίξαμε όλοι τα πακέτα μας και το στολίσαμε με σαλάμια, λουκάνικα και άλλα καλούδια. Ο διοικητής μας πρόσφερε ένα βαρέλι Barrica[19] και οι περισσότεροι έχουν μεθύσει. Ξαπλωμένος  σου γράφω και κοιτάω το νυχτερινό, βαθύ μπλε ουρανό από τον οποίο περνάνε λαμπερές ουρές από τις τελευταίες για σήμερα τροχιοδεικτικές βολίδες.

Τραγουδάμε τον πυροβολητή του Μετς και το De profuntis morpionibus[20], σε βραδυκίνητα, λαρυγγικά γαλλικά, με ένα τόνο χαμηλότερο από πριν, γιατί είμαστε σε πόλεμο. Είμαστε τόσο φάλτσοι, σαν τους δίσκους του φωνογράφου που αναγγέλλουν στους σιδηροδρομικούς σταθμούς τις αναχωρήσεις των τρένων.

Στέκουμε γύρω από τη φωτιά. Φτιάχνουμε τα μουστάκια μας με κερί, γιατί «Γάλλος χωρίς μουστάκι, είναι σαν αυγό χωρίς αλάτι» και περιμένουμε την πρώτη οβίδα που θα σκάσει μέσα στην ησυχία της αυγής και θα μας ταράξει τα σωθικά. Παίζουμε μια ατελείωτη κωμωδία με εκατό διαφορετικά σκετς. Γίναμε ήρωες που τώρα απέκτησαν πεπρωμένα. Η Γαλλία μας πρόσφερε το θέατρο και εμείς παίζουμε θέατρο για τη Γαλλία.

Μέσα στο θέατρο της αυγής, κάπου εκεί στο βάθος, σπάζοντας τη σιωπή, θα ακουστεί το μπαμ! Από την εκτέλεση των έξι.

Η σιωπή δεν είναι ψέμα.

Ξημερώματα. Στέκω στη σειρά για το salto mortale. Είμαι έτοιμος να κάνω μερικά βήματα στο ένδοξο φως ενός πρωινού της Γαλλίας.
Ο στρατιώτης σου, Lucien.

Η τελευταία μου σκέψη, σε εσένα, μέχρι το τέλος.

CHRISTMAS ON THE WESTERN FRONT, 1914-1918 (Q 1631) British troops eating their Christmas dinner in a shell hole, Beaumont Hamel, 25th December 1916 Copyright: © IWM. Original Source: CHRISTMAS ON THE WESTERN FRONT, 1914-1918 










[1] Από το γαλλικό rebut – απομεινάρι, απόβλητο.
[2] Ο Ντυμολλέ προέρχεται από γαλλικό τραγούδι και συμβολίζει σατιρικά το Γάλλο μικροαστό.
[3] Babouin: μπαμπουίνος. Ονοματοπαίγνιο που επιτείνει την ειρωνεία.
[4] Ή εκκλησία των κατακομβών, από το Fabiola ou lEglise des Catacombes: διδακτικό μυθιστόρημα του καρδινάλιου Wiseman.
[5] Raymond Poincaré (1860-1934): πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας από το 1913 έως το 1920, καθ’ όλη τη διάρκεια δηλαδή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
[6] Ορολογία από τη Φάρμα των ζώων, μυθιστορήματος του Τζορτζ Όργουελ., 1945.
[7] Aργκό για τον κοινό στρατιώτη στο βρετανικό στρατό. Καθιερώθηκε κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, αλλά συνδέεται ιδιαίτερα με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
[8] Φαγητό με ξερά φασόλια, αλλαντικά και πάπια.
[9] Φαγητό με ξινολάχανο και αλλαντικά.
[10] Τα μεγάλα βουλεβάρτα ή μπουλβάρ (les grands boulevards), στο Παρίσι, είναι τα πολυσύχναστα βουλεβάρτα που εκτείνονται από τη Μαντλέν ως τη Βαστίλλη.
[11] Μάρκα γαλλικού πούρου.
[12] Από την επιστολή του Γάλλου ποιητή Αρθούρος Ρεμπώ - H επιστολή του οραματιστή, στον Paul Demeny, 15 Μαΐου 1871.
[13] Στη γαλλική σχολική αργό, ο μαθητής που ετοιμάζεται για εισαγωγικές εξετάσεις.
[14] Η Οδός Raynouard, στο 16ο διαμέρισμα του Πασύ, είναι ταυτόσημη των καλών συνοικιών.
[15] Γκαίτε (1733-1832), Φάουστ. Απάντηση που δίνει ο Μεφιστοφελής στον Φάουστ, όταν αυτός τον ρωτάει ποιος είναι: Ich bin der Geist, der stets verneint!
[16] Neuilly: αριστοκρατικό προάστιο του Παρισιού.
[17] Grisélidis: ηρωίδα συγκινητικού θρύλου, υπόδειγμα συζυγικής αρετής, από το ομότιτλο διήγημα του Βοκκάκιου, στο Δεκαήμερο.
[18] Ροζαλία αποκαλούσαν την ξιφολόγχη μοντέλο του 1886.
[19] Ένα μικρό βαρέλι κρασί, 15 γαλόνια περίπου.
[20] Άσεμνα τραγούδια. 


Σημείωμα του συγγραφέα: 

«Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, τα γράμματα ήταν η κύρια μορφή επικοινωνίας μεταξύ των στρατιωτών και των αγαπημένων τους, που απάλυναν τον πόνο του χωρισμού, διατηρώντας έτσι υψηλό το ηθικό των στρατιωτών και των πολιτών στα μετόπισθεν.
        Οι στρατιώτες έγραφαν γράμματα στις ελεύθερες ώρες τους, μερικές φορές από τα χαρακώματα της πρώτης γραμμής, πριν από μεγάλες μάχες ή σε πιο ήρεμο περιβάλλον, πίσω από τις γραμμές. Και έγραφαν μανιωδώς εξαιτίας της στασιμότητας του πολέμου, ακόμη και μέσα στη λάσπη ή κάτω από αντίξοες συνθήκες. Η Βρετανική Ταχυδρομική Υπηρεσία, για παράδειγμα, παρέδωσε περίπου 2 δισεκατομμύρια επιστολές κατά τη διάρκεια του πολέμου, ενώ στη Γαλλία αποστέλλονταν 5 με 7 εκατομμύρια γράμματα την εβδομάδα.
     Η άσκηση στρατιωτικής λογοκρισίας επιστρατεύτηκε από τις εμπόλεμες χώρες, αναγκαστικά, ώστε σε περίπτωση κλοπής των γραμμάτων από τον εχθρό να εμποδίζουν την όποια υποκλοπή πληροφοριών και μυστικών, ή της ίδιας της πραγματικότητας του πολέμου, που μπορούσε να διαρρεύσει στα μετόπισθεν και να επηρεάσει είτε το ηθικό των στρατιωτών είτε των πολιτών. 
      Ωστόσο, στην πράξη, οι στρατιώτες έβρισκαν συχνά τρόπους για να μεταδώσουν πληροφορίες και προσωπικές ¨κραυγές¨ μέσα από τα γράμματα τους, προσφέροντας μια ισχυρή και άκρως προσωπική διορατικότητα της πραγματικής σκληρής φύσης του πολέμου και των στρατιωτών που πέθαναν και «they shall not grow old».
    Με βάση ανάλογες μαρτυρίες στρατιωτών του Μεγάλου Πολέμου, «γεννήθηκαν» τούτα τα γράμματα. Δεν αποτελούν μεταφράσεις ξενόγλωσσων πρωτότυπων γραμμάτων, αλλά είναι μυθοπλασίες, δημιουργήματα της χρόνιας έρευνας και του λογοτεχνικού κόσμου του συγγραφέα, βασισμένα παρόλα αυτά σε αληθινά γεγονότα, στοιχεία και πληροφορίες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. »


Κεφαλάς Πάνος, Υποψ. Διδάκτορας Ιστορίας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου του ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.