Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Έφη Αγγελοπούλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Έφη Αγγελοπούλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

Aέρηδες | Έφη Αγγελοπούου




Πέντε μέρες τώρα, διαβάζω για αέρηδες. Ένα βιβλίο που σιγά σιγά τελειώνει κι ένα τραγούδι που αν θες, δεν τελειώνει ποτέ. Απ΄ τη μία ο αέρας που σε αναγκάζει να γράφεις κι απ’ την άλλη εκείνος που διώχνει ομίχλες και φουσκώνει πανιά. Μακάρι να μη χρειαζόταν να διαλέξεις. Το ρήμα “διαλέγω” καμιά φορά, θολώνει τις ξεκάθαρες επιλογές. Κι ενώ ζαλιζόμουν, το διάλεξα. Το αγαπημένο μου βιβλίο, έχει μπλε εξώφυλλο και μιλάει για σπίτια που είναι αφιλόξενα κελιά. Λέει πως θα το σκάσουμε απ’ το μετρό, για να μη δούμε το φως της ημέρας που μας γερνάει. Λέει πως συνήθως γράφεις για να μιλάς με τον εαυτό σου και να μη σε νομίζουν για τρελό όταν σε ακούνε μέσα στο λεωφορείο, έξω στο δρόμο. Κι ακόμα πως γράφεις για να θυμηθείς ιστορίες που ξέχασες ή που ήθελες και ξέχασες κι όταν τις θυμηθείς, τραβάς την πιο ίσια γραμμή, χωρίς χάρακα. Το αγαπημένο μου βιβλίο, έχει μια λέξη στον τίτλο του και μιλάει για όνειρα που πέρασαν και το μέλλον τους αρνήθηκε την φιλοξενία. Το διαβάζω ακούγοντας μουσική, για να μην ακούω ήχους που θυμίζουν μεγαλούπολη. Το αγαπημένο μου βιβλίο δεν ταιριάζει με τη θάλασσα κι ας μιλάει γι’ αυτή και για ένα σπίτι δίπλα της, πάνω σε ένα βράχο. Μιλάει για δρόμους υπόγειους, χωρίς κίνηση και όνομα και για ανθρώπους χωρίς καταγωγή, που βαφτίζουν τις οδούς με ονόματα αστερισμών και νοτών. Στο αγαπημένο μου βιβλίο, δε βάζω σελιδοδείκτη γιατί δεν το κλείνω ποτέ κι αν το κλείσω δε χάνομαι. Κανείς δε χάνεται διαβάζοντας το αγαπημένο του βιβλίο, ακούγοντας το αγαπημένο του τραγούδι, τρώγοντας την αγαπημένη του σοκολάτα κάτω από ένα δέντρο, απλώνοντας τα πόδια του στην αγαπημένη του καρέκλα, (ξανά)πηγαίνοντας στο αγαπημένο του νησί, αγοράζοντας τα αγαπημένα του λουλούδια, κοιτώντας στο αγαπημένο του ψηλά…  

Κανείς δε χάθηκε, μιλώντας για τη θάλασσα και τον ουρανό. Μα το βιβλίο μου τον ξέχασε τον ουρανό γιατί στο υπόγειο που γράφτηκε δεν τον είδε ποτέ του. Και τη θάλασσα τη φαντάστηκε, γι’ αυτό δεν της ταιριάζει κι είναι σα να την μπερδεύει. Το βιβλιαράκι μου, μιλάει για κύματα αλλιώτικα, πανύψηλα μα ακίνδυνα. Δε γράφτηκε σε γραφομηχανή, ούτε σε υπολογιστή κι ούτε μόνο από έναν κι ας έχει ένα όνομα στη ράχη του. Το αγαπημένο μου βιβλίο, παραλίγο να γραφτεί σε μία άλλη γλώσσα, μοναδική. Κι ίσως και να γράφτηκε και να ταξίδεψε μέχρι εδώ με τον αέρα, όπως ταξιδεύουν όλες οι μουσικές…

Τρίτη 8 Μαΐου 2018

Νυχτολούλουδο | Έφη Αγγελοπούλου


  

Ανοιχτά τα παράθυρα και στο δωμάτιο στριμώχνονται όλοι οι ήχοι του δρόμου. Τα καλοκαίρια σταματάς να μένεις μόνος. Το σπίτι είναι γεμάτο. Άλλοι ήχοι σου χτυπούν το τζάμι το πρωί, άλλοι μπαίνουν στα κρυφά τη νύχτα. Το καλοκαίρι, μαθαίνεις για τους γείτονες ότι ακούνε μουσική. Ο απέναντι ακούει τον ίδιο σταθμό μ’ εσένα. Ο διπλανός, διαλέγει ό,τι δεν έχει διαφημίσεις. Ο από κάτω σου, χτυπάει και παλαμάκια. Οι καρέκλες στα μπαλκόνια τρίζουν. Στα τραπέζια χτυπιούνται τα ποτήρια. Τα πιάτα αδειάζουν, μα τα ζουμιά των φρούτων συνεχίζουν να μυρίζουν. Μουσικές, γδούποι, βήματα, ζωντάνια… Δεν είναι ακόμα βράδυ, τα λεπτά κρατάνε περισσότερο, έτσι γίνεται το καλοκαίρι. Η νύχτα σου ταιριάζει και το άγρια των άστρων μουσική, τραγουδιέται επιτέλους από τους πρωταγωνιστές του. Να πας στο θερινό της γειτονιάς, να κάτσεις στο πεζούλι μ’ ένα πλαστικό στο χέρι, να περπατήσεις μέχρι το μετρό, να διασχίσεις το πάρκο, να περπατήσεις στη μέση του δρόμου, να περιμένεις υπομονετικά τη βροχή. Ας ήταν όλα υπαίθρια, ας μας χτυπούσε ο ήλιος σα να μας χάιδευε όμως, ας μιλούσαν μόνο τα δέντρα, μόνο τα πουλιά, κανένα αυτοκίνητο, ας περπατούσαμε στις μύτες των ποδιών μας για να προσποιούμαστε τους αόρατους. Στην πλατεία το ραντεβού. Σε μια πλατεία μόνο μ’ ένα δέντρο. Εκεί στριμωχνόμαστε αλλά κάνουμε άκρη, φτάνουν κι άλλοι. Είσαι νυχτολούλουδο σε χαραμάδες σπιτιών και ψυχών, σε ώμους γυμνούς, σε μυαλά ξεκλείδωτα. Ξυπνάς από τα χαράματα, νιώθεις ένα χρέος. Κι όταν δεν το νιώθεις, μπορεί και να μην κοιμηθείς για μέρες γιατί όλα είναι εδώ. Καμιά φορά τίποτα δεν είναι, όλα είναι σ’ εκείνες τις χαραμάδες που παραλίγο να σε πνίξουν. Γλίστρησες στο τσακ, υποσχόμενο να μην ξαναγυρίσεις, μ’ αυτές σε περιμένουν. Κι εσύ ξυπνάς από τα χαράματα…

Πλημμύρα μυρωδιάς,
το νυχτολούλουδο ξεχείλισε.