Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σαλονικάι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σαλονικάι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019

Σελιδοδείκτης | Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός | Αλμπέρτος Ναρ

Γράφει η Μαρίνα Καρτελιά.


Αλμπέρτος Ναρ


Είναι κάπως άβολο να γράψω για μια προσωπικότητα εγνωσμένου κύρους, έναν λογοτέχνη που έχει αφήσει το αποτύπωμά του και την κοινωνική προσφορά του στη ζωή της αγαπημένης του Θεσσαλονίκης, χωρίς τον κίνδυνο να βάλω μια λέξη που μπορεί να μην κρατηθεί μέσα στην ταπεινότητα. Ενός απογόνου-ερευνητή του Ολοκαυτώματος, υπεύθυνου κατά το ήμισυ για το βιβλίο Προφορικές Μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα. Ενός ανθρώπου που λατρεύει την πόλη του και έχει αφήσει ήδη την παρακαταθήκη του σε απόγονο που την τιμάει δεόντως με τα δικά του πονήματα και βιβλία.

Θα μιλήσω λοιπόν με σεβασμό σ΄αυτό που σε χτυπάει κατάφατσα, σα δροσερό αεράκι στη γραφή του: Την απλότητα. Η ύψιστη αρετή της λογοτεχνίας, το ΠΩΣ θα πεις τα πράγματα, βρίσκει χρυσή εφαρμογή στα διηγήματα αυτού του τόμου. Διότι το στοίχημα δεν είναι τι θα πεις, αλλά ο τρόπος. Ο Αλμπέρτος Ναρ, έχει την ιδιαίτερη πένα εκείνη που τον κάνει να διηγηθεί τα πράγματα απλά, τόσο λιτά και με λέξεις σφιχτοπλεγμένες μεταξύ τους, σαν να πρόκειται για το πιο γοητευτικό παραμύθι, σαν να είναι ένας συγγενής σου, που κάθισες πλάι του και τον ακούς να περιγράφει.

Αυτή ήταν η αίσθησή μου από τις πρώτες γραμμές σε ένα άλλο διήγημα που δεν περιέχεται στη συλλογή αυτή, το Η πόλη μου, οι ρίζες μου, αυτή παρέμεινε και καθόλη την ανάγνωση του βιβλίου. Η Θεσσσαλονίκη, αγαπημένη πόλη του συγγραφέα, πυλώνας της προσωπικότητας του και των ηρώων του, καθορίζει ιστούς και υφαίνει πλοκές, πανταχού παρούσα. Τα διηγήματα αυτά αποτελούν μια σημαντική ηθογραφία της εποχής, τόσο της σημερινής, όσο και παλιά, μια και αναφέρονται τόποι-σύμβολα, και στέκια και μέρη της πόλης που υπάρχουν ή δεν υπάρχουν πια, αλλά με τις ιστορίες του Αλμπέρτου Ναρ, περνάνε στην αθανασία. Ακρογωνιαίος λίθος το πρώτο διήγημα, "Η Βαρώνη αιωρείται στο Χρόνο", όλο μαγικός ρεαλισμός, με τη Βαρώνη Χιρς πρωταγωνίστρια μιας "ταινίας μικρού μήκους", ο "Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός" για το ζύμωμα της ταυτότητας,"Μπροστά σε μια παλιά φωτογραφία" για την αξία της φιλίας και την ιδέα της πατρίδας, "Ανεξόφλητο χρέος", που ίσως είναι και η κινητήριος δύναμη του συγγραφέα και εντέλει όλων όσων γράφουν, και άλλα.

Η αγάπη για τον αθλητισμό είναι ένα ακόμη θέμα παρόν σε πολλά σημεία, είτε ακροθιγώς είτε με τα δυο συγκινητικότατα διηγήματα, το "Σπόρτινγκ-Σπόρτινγκ!" (εντάξει ένα παραπάνω σε μένα που μεγάλωσα στη γειτονιά), και τον "Στραντιώτη Χουσεΐν Μεχμέτ", με τον απόλυτα δομημένο χαρακτήρα και τον  Σακελάκο. ΄Οταν ο αθλητισμός μπαίνει στο κάδρο, διαπιστώσαμε και τις τελευταίες μέρες καταφανώς, όλα τα άλλα, χαρακτηριστικά, ανθρώπινες αρετές, ιδιαίτερα γνωρίσματα, μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Κι αυτό είναι μια ακόμα αρετή που υπηρετείται εδώ, με τα διηγήματα του Αλμπέρτου Ναρ, στο σύνολό τους. Η αξία του αθλητικού πνεύματος που ενώνει τους ανθρώπους όπου γης, τους κάνει ομάδα, παρέα, συντροφιά. ΄Οχι εχθρούς. Και πολεμάει τη βία.

Η αγάπη για τη μουσική είναι επίσης ζυμωμένη με τη ζωή των ηρώων και επενδύει τις μέρες τους, παρούσα σε κάθε δυνατή στιγμή στο βιβλίο, γεγονός που συμβάλλει όχι μόνο στο να ξαναθυμηθούμε παλιά ρεμπέτικα και να τα δούμε ενταγμένα αριστοτεχνικά στην πλοκή και στις ιστορίες των ηρώων, αλλά και στη συμπλήρωση της ηθογραφίας μιας ολόκληρης εποχής, με τα λιγότερο δήθεν μουσικά ακούσματα, τα ρεμπέτικα, είδος που πρέπει να το θες πολύ και με πάθος για να το αναζητήσεις και να μείνεις εκεί ακούγοντάς το, αφουγκράζοντας μια ολόκληρη, υπαρκτή καθημερινότητα μαζί μ΄αυτό.

Η εβραϊκότητα και η κουλτούρα της στην οποία μεγάλωσε και ανατράφηκε και πορεύτηκε στη ζωή ο συγγραφέας είναι παρούσα, αλλά δεν κραυγάζει. Το Ολοκαύτωμα και το πύρινο αποτέλεσμα στη ζωή των ηρώων του είναι παρόν, αλλά με συνθήκες ύψιστης αξιοπρέπειας, όπως μου έχει συμβεί μέχρι τώρα σε άλλα σχετικά αναγνώσματα που έχω μελετήσει. Στέκει συνταρακτική πραγματικότητα, αλλά με μια απλότητα παραδοχής αφοπλιστική. Και το θαυμάσιο είναι, πως όταν ο Αλμπέρτος Ναρ, ξεκινά να περιγράφει ό,τι αγαπά, οι συνάψεις που δημιουργεί με τον αναγνώστη είναι τέτοιας ταύτισης, ώστε το δόγμα έχει τη λιγότερη δυνατή βαρύτητα σ΄αυτό που περιγράφεται. 

Μεταφέρει η κινηματογραφική ματιά του συγγραφέα τον αναγνώστη εκεί που η πένα επιθυμεί, τον κάνει κοινωνό της ιστορίας, θεατή όχι παθητικό, μα συναισθηματικά εμπλεκόμενο. Μαγικό παραμένει πώς το καταφέρνει, και δεν επιθυμώ να το ξεδιαλύνω τεχνικά παραπάνω. Ακόμα κι όταν βρέθηκα στη Σαλονίκη, έχοντας μαζί μου το βιβλίο, περιδιαβαίνοντας από σημεία που περιγράφει και περιστατικά που διαδραματίζονται σ΄αυτά, η σύγκλισή μου με το κείμενο δεν μειώθηκε κατ΄ουδένα.

Εν κατακλείδι, αυτό θα έλεγα ότι μου σημάδεψε μέσα μου αυτό το βιβλίο. Τη φυγή από την οποιαδήποτε κανονικότητα επιτάσσουν οι ταμπέλες, οι ιδιότητες, οι βεβαιότητες. Και τη ροπή προς την αναζήτηση της εσωτερικής αλήθειας και ταυτότητας. Την ανάδειξη μιας νέας με την οποία μπορούν να ταυτιστούν πολλοί. Μιας ιδιαίτερης ποιότητας που εγώ θα την ονόμαζα "Θεσσαλονικότητα". ΄Η καλύτερα, "Σαλονικιότητα".


΄Αρχισα και τελείωσα το βιβλίο στην Αθήνα. Το ταξίδεψα ως την πόλη του. Μερικά βιβλία είναι σπουδαία στην απλότητα και την εγγύτητα που σου δημιουργούν με τις ιστορίες. Κι αυτά τα βιβλία δεν τελειώνουν στ΄αλήθεια ποτέ. Ούτε φθίνει η θύμησή τους στο πέρασμα του χρόνου. Μειώνεται μονάχα η συγγραφική και αναγνωστική αγωνία για χαρακτηρισμό ως "συμπαθέστατα πρωτόλεια", όπως είναι και ο τίτλος του τελευταίου της συλλογής. Κι έτσι βιβλία σαν αυτό, κερδίζουν δίκαια μια θέση στην αιωνιότητα.

Ο "Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός", δεν προσποιείται τον σπουδαίο. Γι΄αυτό είναι.


Αλμπέρτος Ναρ,
Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός,
Εκδόσεις Νεφέλη.





Ο Αλμπέρτος Ναρ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου πέρασε όλη τη ζωή του. Γιός σεφαραδιτών Εβραίων, επιζώντων του Ολοκαυτώματος. Παρακολούθησε μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και εργάστηκε ως γραμματέας της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης. Διηύθυνε το Κέντρο Ιστορικών Μελετών Εβραϊσμού Θεσσαλονίκης και ήταν μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του Κέντρου Ιστορίας του Δήμου Θεσσαλονίκης. Συνεργάστηκε με το ιστορικό περιοδικό του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος (ΚΙΣΕ) Χρονικά και αρθρογράφησε στις εφημερίδες Μακεδονία και Θεσσαλονίκη.[1]

Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1985 με το βιβλίο "Οι συναγωγές της Θεσσαλονίκης. Τα τραγούδια μας", με πρόλογο του Γιώργου Ιωάννου. Τις μελέτες λαογραφικού και όχι μόνο ενδιαφέροντος, με τις οποίες επιχειρεί να φωτίσει το χαρακτήρα της Εβραϊκής κοινότητας στην ιστορική διαδρομή της, τις συνέχισε ο Ναρ και μετά το 1985, συγκεντρώνοντας το σύνολο της δουλειάς του στο βιβλίο "Κειμένη επί ακτής θαλάσσης" (1997). Αναφορά πρέπει οπωσδήποτε να γίνει και στο βιβλίο "Προφορικές μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα" (1998), που κυκλοφόρησε μαζί με την Έρικα Κούνιο Αμαρίλιο.


Ως πεζογράφος εμφανίστηκε επίσης το 1985 με διήγημα από το περιοδικό "Το δέντρο", αλλά συνεργάστηκε στενά και με τα περιοδικά "Παραφυάδα" και "Το τραμ" (Τρίτη διαδρομή).
Κυκλοφόρησε επίσης τις συλλογές διηγημάτων : "Σε αναζήτηση ύφους" (1991, δεύτερη έκδοση το 1997 εμπλουτισμένη με πέντε ακόμα διηγήματα), και "Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός" (1999). Ήταν τακτικός συνεργάτης των εφημερίδων "Μακεδονία" και "Θεσσαλονίκη". Κείμενά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, γαλλικά και εβραϊκά.

Το 2011, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Βιβλίου Θεσσαλονίκης, μίλησαν για το έργο του Αλμπέρτου Ναρ, οι Τάσος Καλούτσας, Θωμάς Κοροβίνης, Μανόλης Ξεξάκης και Περικλής Σφυρίδης.Στις 10.5.2015, με αφορμή τα 10 χρόνια από το θάνατό του, οι εκδόσεις Νεφέλη και Ευρασία διοργάνωσαν στο πλαίσιο της 12ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης εκδήλωση για το έργο του με ομιλητές τους Χρίστο Ζαφείρη, Θωμά Κοροβίνη, Γιώργο Σκαμπαρδώνη και Θανάση Τριαρίδη.

Υλικό από το αρχείο του Ναρ με ηχογραφήσεις σεφαραδίτικης μουσικής βρίσκεται στο ΕΛΙΑ Θεσσαλονίκης. Απόσπάσμα του γίνεται γνωστό σήμερα με την έκδοση I REMEMBER... ΘΥΜΑΜΑΙ, όπου επιζώντες του Ολοκαυτώματος τραγουδούν Σεφαραδίτικα τραγούδια. Διηγήματά του έχουν αναδημοσιευθεί σε πολλά ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.



Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

Μνήμη 1940 | Απόσπασμα | Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός | Αλμπέρτος Ναρ

    Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.









ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ. 



Από τη συλλογή διηγημάτων  
Σαλονικάιδηλαδή Σαλονικιός. 



[…] Ο πατέρας βολεύεται στο μαξιλαράκι του από φρέσκο φελιζόλ, μασουλάει αργά αργά το ψωμοτύρι του, με το που ανασαίνεις ανοίγει η όρεξη εδώ στην Επίδαυρο. […]

Η παράσταση συνεχίζεται. Κάπου κάπου ο πατέρας τραβάει από την τσέπη του ένα μαντίλι, σκουπίζει τον ιδρώτα του, αναστενάζει και δε σηκώνει το μάτι από την Παξινού-Εκάβη. Ξαφνικά τινάζεται από τη θέση του, κινεί τελετουργικά τα χέρια, μπράτσα αλύγιστα σαν στηλιάρια, παλάμες που βρωμάνε ακόμα ψαρόκολλα και λούστρα, δάχτυλα που καταλήγουν σε αργασμένους κάλους, και μονολογεί:
- Estas patsas no me se manean mas del tiempo del fuego. (Από τον καιρό της πυρκαγιάς δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου). […]






[…]Δεν έχουν αποβάλει ακόμα τις ριγωτές στολές. Ο Δαβίκος θυμάται ότι ένας Αμερικανός αξιωματικός τους ζήτησε να ποζάρουν.[…] Και μιλάει για όλους και για όλα. Γαι τη Σαλονίκη, τους τενεκέ μαχαλάδες της, τα στρατόπεδα. Και καταλήγει. “... Τελειωμένος ήμουνα. Ο φίλος μου ο Λεόν με γλίτωσε. Ας είναι καλά. Τότε που εκκενώσανε το ΄Αουσβιτς γιατί ζυγώνανε οι Ρώσοι. Περπατούσαμε δεν ξέρω κι εγώ πόσα μερόνυχτα, ξυλιασμένοι, θεονήστικοι. Και οι καταραμένοι πάνω από το κεφάλι μας. ΄Εκατσες; Μπαμ και τέζα. “΄Ασε με, Λεόν, να πεθάνω”, του λέω. “Δεν αντέχω άλλο. Κοίταξε να ζήσεις εσύ”. Τίποτα εκείνος. ΄Αλλοτε με στήριζε, άλλοτε με έσερνε κι άλλοτε με κουβαλούσε σιγοτραγουδώντας: [...]






Επανέρχεσαι στη μαρτυρία του Δαβίκου:
"Παρουσιαστήκαμε και μας μεταφέρανε, άρον άρον κάπου στα σύνορα. Χιλιάδες φαντάροι. Και περιμέναμε να μας σηκώσουν από ώρα σε ώρα για την πρώτη γραμμή. ΄Οπου εσύ κι εγώ, Λεόν, λέω του φίλου μου στα ισπανοεβραίικα.
   Το πιάνει ένας άγνωστος από δίπλα και δίνει γνωριμία. Δικός μας ήταν, από τη Λάρισα.
   - Πώς τη βλέπεις, ρε Αλχανάτη, την κατάσταση; τον ρωτώ.
   - Θα δούμε. Προς το παρόν ας έχουμε το νου μας και να μη χαθούμε. Κι όταν σηκώνω εγώ το χέρι, να το σηκώνετε κι εσείς.
    Παλαιοελλαδίτης είναι, συλογιστήκαμε, κάτι παραπάνω θα ξέρει. Και περιμέναμε. Κάθε λίγο πηγαινοέρχονταν οι γαλονάδες και ξεφώνιζαν για διάφορες ειδικότητες. Ξαφνικά κάτι είπαν, δεν το πολυκατάλαβα, βλέπω όμως τον Αλχανάτη με το χέρι ψηλά. Από κοντά κι εμείς.
   - Ημιονηγούς θέλουνε, μας εξηγεί ο Λαρισαίος.
   - Και τι σκαμπάζουμε εμείς από μουλάρια, ρε γενισερλή;
   - Σκαμπάζουμε δε σκαμπάζουμε, ημιονηγός ίσον εφοδιασμός, και μεταφορές. Γουστάρετε, ρε τζιδιό, να τη σκαπουλάρετε ή όχι;"[...]





"Είχε δίκιο, συμπληρώνει ο πατέρας. Μονάχα μια φορά τα χρειάστηκα. ΄Αγρια μεσάνυχτα με ξυπνήσανε, να κουβαλήσω ένα φόρτωμα μπροστά, χαλβά και γαλέτες. Μια κουβέντα ήταν. Σκοτάδι πίσσα. Και χιόνι να μη βλέπεις τη μύτη σου. Γλίστρησα, σηκώθηκα, ξανάπεσα, έκλαψα, βλαστήμησα... Μέχρι εδώ, είπα. Στα βουνά της Αλβανίας θα αφήσω τα κοκαλάκια μου. Το μουλάρι όμως ήξερε το δρόμο. Το άρπαξα γερά από την ουρά, με πήγε και με γύρισε!".[…]





[…]Για την Κατοχή, την πλατεία Ελευθερίας, τα γκέτο, τα κίτρινα άστρα και όλα τα υπόλοιπα δεν είναι ανάγκη να επιμείνεις. ΄Αλλωστε ούτε φωτογραφίες σώθηκαν και ο κατά τα άλλα λαλίστατος Δαβίκος δυσκολεύεται να μιλήσει και να ξεδώσει. Εσύ ξέρεις ωστόσο ότι ο πατέρας έφυγε με προηγούμενη αποστολή. Και ο Δαβίκος τον αντάμωσε λίγο αργότερα στο ίδιο μπλοκ.[…]

[…] Ιούλιος του ‘45. Κομμάτια από την απελευθέρωση και την επιστροφή στη ζωή. Αναμνηστική φωτογραφία στην Αθήνα, στο προαύλιο του σχολείου όπου τους είχαν εγκαταστήσει προσωρινά, μέχρι να τους στείλουν στον τόπο τους. Οι φυσιογνωμίες σχεδόν ανέκφραστες. Τα κοντομάνικα πουκάμισα αποκαλύπτουν τους ανεξίτηλους εξαψήφιους αριθμούς. Η φωτογραφία διατηρείται στο οικογενειακό λεύκωμα που έχει περάσει πια στην κατοχή σου.[…]


[…] Αναμνηστική φωτογραφία του γάμου. Ο πατέρας φοράει σκούρο κουστούμι, φυσικά δια χειρός Δαβίκου. Η μάνα αστράφτει στο νυφικό, που αργότερα το μεταποίησε σε ταγιεράκι. Τους πλαισιώνουν οι άλλοτε σύντροφοι του στρατοπέδου. Συγγενείς βέβαια δεν υπάρχουν.[…] Ο Δαλαμάγκας τσουγκρίζει το ποτήρι με το ζευγάρι […] ο Τσιτσάνης διακρίνεται στο βάθος, πάνω στο πάλκο με το μπουζούκι του. Και δεν μπορεί να ξεχάσει ο πατέρας πως τους αφιέρωσε ένα τραγούδι ειδικό για την περίσταση. […]





[…] Εδώ λοιπόν ήταν μία φορά κάποιοι άνθρωποι. Εκεί ήταν ένας δρόμος που τον λάτρεψες, γιατί τον γονιμοποίησαν εκείνοι οι άνθρωποι με την παρουσία τους. Εκείνες οι φυσιογνωμίες που δεν τις γνώρισες. Και τις αναβιώνεις τώρα κατά τις επιθυμίες σου, σαν να ασκείσαι σε ταξίμι μακρόσυρτο και παραπονιάρικο. Και τις αναβιώνεις με τις περγαμηνές τους και τους τίτλους τους, που είναι και δικοί σου.[…]



Αλμπέρτος Ναρ.


Από τη συλλογή διηγημάτων
"Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός."


Εκδόσεις Νεφέλη.