Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα στοργή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα στοργή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 17 Απριλίου 2016

Wicked game - Χάρις Γεωργίου

Ελκόμαστε από την αδυναμία. 
Μας θρέφει αυτή η στοργή. 
Στα μάτια του έρωτα η αυτότροφη μανία να δώσουμε αγάπη. 
Πάντα να δώσουμε. 
Ποτέ να πάρουμε. 
Αγάπη και συμβουλές. 
Έτσι όπως τάχα μας έμαθαν οι μανάδες μας. 
Ερωτευόμαστε από την ανάγκη μας για εξουσία και υποταγή. 
Να υποταχθούμε; 
Να υποτάξουμε; 
Ένα αέναο παιχνίδι εξουσίας που ποτέ κανείς δε βγαίνει νικητής. 
Που θαρρείς πως ούτε χαμένοι υπάρχουν. 
Ένα ανούσιο παιχνίδι εξουσίας. 
Λες και τάχα υπάρχουν ουσιαστικά παιχνίδια εξουσίας. 



Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

Όταν πέφτει το βράδυ - Voz Silente

Η ανταύγεια των πόθων σου χρωματίζει τα βράδια μου.
Μία μοίρα που κινεί το φεγγάρι πάντα γύρω από το βλέμμα σου, ψάχνει να κυριεύσει τις ψυχές των χαμένων στα όνειρα, βρίσκει έδαφος να ριζώσει μέχρι να εκπλήξει με το μεγαλείο της λύπης της.
Χέρια που χαϊδεύουν τον αέρα, αγκαλιές που προστατεύουν τον κόσμο, χαμόγελα που γλυκαίνουν τα σύννεφα, μάτια που σπαθίζουν τον ουρανό.
Φοβάμαι σημαίνει αγαπώ και χάνω.
Σε φοβάμαι σημαίνει σ’ αγαπώ, γι’αυτό χάνομαι.

Οι ώρες που τρέχουν στον αγώνα των στιγμών πάντα θα χάνονται στο δρόμο, από φόβο μήπως εκμηδενιστούν σε αιώνες. Και τα δευτερόλεπτα τότε προελαύνουν στη μνήμη των επιθυμιών ταπεινά.
Τα σώματα τα εξουσιάζουν αόρατα “θέλω” που γεμίζουν τον αέρα ασφυκτικά.
Ώσπου σπαρταράει το κορμί σε μια ζεστασιά αποστερημένη.
Απόβλητος από το μόνο καταφύγιο που βρήκες για να ξεχάσεις εσένα στον κόσμο.
Ήχοι από το μέλλον σε καλούν να παραιτηθείς, καθώς ξεπηδούν πλάσματα από όνειρο φτιαμένα που χορεύουν και σε ζαλίζουν. Σε παίρνουν απ’ το χέρι και σε ξελογιάζουν σε μουδιασμένες αποδράσεις.
                                                      Lovers Moon And Night by Marielouise Ertle

Τα ταξίδια που ποτέ δεν θα κάνω, τα ονειρεύομαι και τα ζω.
Όχι από αδυναμία μου να φύγω, αλλά επειδή δεν υπάρχουν τόσο κολασμένοι παράδεισοι να με γοητεύσουν, να με τρομάξουν, να τους υποτάξω.
Στο τέλος κάθε παιχνιδιού δεν μετράω θύματα, παρά μόνο αγωνία.
Κι έτσι ασφαλής, γελάω με τις αμυχές που προσδοκώ, με τους κινδύνους που κυνηγάω’   κι όσο πιο καθολική η διακινδύνευση, τόσο πιιο πλούσιος σε αποδράσεις ο οραματισμός.
Κι αν πια δεν θυμάμαι, δεν είναι ότι γέρασα, αλλά ότι πια απαρνήθηκα να κρατώ σκιές στο σκηνικό της ψυχής μου.

Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

Φωτιά στα ανεκπλήρωτα πάθη - Χάρις Γεωργίου

Το πρωί με πήρε εκείνη τηλέφωνο. Δε ξέρω τι σκατά θέλει από τη ζωή μου πλέον. Ήταν ξεκάθαρη. Ή μήπως όχι; Απρόβλεπτο; Το δίχως άλλο. Δε το περίμενα. Σάστισα. Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή λένε πως έρχονται κατ' αυτό τον τρόπο. Απρόσμενα, αιφνιδιαστικά. Με τέτοιο τρόπο που ακόμα και αν δεν είναι τα ωραιότερα, ο τρόπος και μόνο τα κάνει να φαντάζουν. Μάλλον, αυτό το τελευταίο ισχύει με μένα. Ίσως και όχι;
Τη θέλω; Είμαι γοητευμένος. Άλλωστε, ποιος άντρας στην όψη μιας τέτοιας γυναίκας -όσο δυναμικός και να είναι- μπορεί να αντισταθεί; Αναμφίβολα, δε περνά απαρατήρητη. Θαρρείς πως θα μπορούσα να τη σκεφτώ, ή και θα μπορούσα να το έχω ήδη κάνει. Θα μπορούσα ίσως και να την ερωτευτώ. Και δεν είναι τόσο η εμφάνιση της, είναι που όλα θέλει να τα ελέγχει. Είναι αυτή της η επιρροή που εντελώς μυστηριακά καταφέρνει και ασκεί πάνω μου.
Έτσι όπως τα γράφω, νιώθω μια αηδία να με συνεπαίρνει και την ανάγκη να καθαρίσω τα σωθικά μου από τούτη την ιδέα που τα χει μπολιάσει. Να κάνω γαργάρα τούτη τη σκέψη που την έβαλε στο δρόμο μου, να την πνίξω με οινοπνευματώδη δηλητήρια. Δεν είμαι αδύναμος. Όχι, το αρνούμαι. Και όσο περνάει από το χέρι μου θα καταπνίξω τούτη την επιθυμία, τη σκέψη σου, εσένα.
Σαν όλα εκείνα που μας έχουν ασκήσει μια κάποια επιρροή κάποτε ή και ποτέ. Σαν όλα τα αδιάφορα διαφορετικά πράγματα που μας έκαναν να τα σκεφτούμε έστω για λίγο. Σαν όλα εκείνα τα πάθη και τους πόθους που μας σιγοκαίνε τις νύχτες. Σαν όλα εκείνα τα οποία μας βασανίζουν και θα μας στερούν ώρες ύπνου, ώρες χαμένες που θα μπορούσαν να έχουν δαπανηθεί αλλιώς. Σαν όλα εκείνα τα ανείπωτα.
Φωτιά στους ανεκπλήρωτους έρωτες, φωτιά στα πρέπει και τους ιδανικούς εραστές. Σε όλα όσα μας έχει βάλει στο κεφάλι αυτή η κοινωνία, στα στερεότυπα, τα πρότυπα εκείνα τα γοητευτικά, τα μυστηριώδη, εκείνα που ποτέ δε θα μάθουμε να χειριζόμαστε γι αυτό θα προτιμήσουμε να πνίξουμε με μερικές σταγόνες αλκοόλ. Σε εκείνα που πάντοτε όμως θα θέλουμε να αγγίξουμε. Σε όλα εκείνα που θέλουμε να πούμε, αλλά δειλιάζουμε. Φωτιά σε όλα αυτά που μας καίνε τις νύχτες. Στα άκαυτα. Σε εκείνα που περιμένουν μισή σταγόνα αλκοόλ για να μας αποτεφρώσουν, σαν το μαινόμενο πάθος ενός ακόμα ονειροπόλου και ημίτρελου ερωτευμένου. Φωτιά σε όσα μας έκαψαν και για όσα θα καιγόμασταν.
Σε εκείνα που πιότερο από όλα καθρεφτίζουν τους ημιτελείς μας εαυτούς, που οδήγησαν τις ζωές μας, που γαλούχησαν τις καθημερινότητές μας. Και ο φόβος. Για να μη ζήσουμε πιότερα από όσα μας αναλογούν ή λιγότερα από εκείνα που δικαιωματικά μας ανήκουν. Ένας αγώνας για επιβολή στην υπερβολή. Και μόνη αστάθμητη παράμετρος, οι εαυτοί μας. Πολύ αδύναμοι, πολύ συμβιβασμένοι. Πάντοτε κυνηγούσαν μασημένη τροφή και έρωτες συμβατικούς. Ξέρεις από εκείνους που γνωρίζεις από την αρχή πώς θα καταλήξουν. Ένα σπιτάκι, ένα σκυλάκι και όλα καλά. Και είναι κακό θαρρείς να ζεις με αυτό τον τρόπο;
Γύρισα όλη την πόλη απόψε, μα την απάντηση δε τη βρήκα παρά μόνο στα μάτια σου. Σε εκείνο το αγριεμένο μελί συννεφιασμένο σου βλέμμα. Σε εκείνα τα δύο ή και τρία λεπτά που κοίταξες μέσα μου. Για εκείνα τα λεπτά που σε άφησα να τονώσεις τον έκπτωτο ναρκισσισμό μου.  Εκείνα τα λεπτά, εκείνος ο εγωισμός που σε έβαλε στο μυαλό μου. Είναι άραγε τόσο άρρωστο το "εμείς" σε ρωτάω; Φωτιά στα ανεκπλήρωτα πάθη.


Αναδημοσίευση από το blog: Ταξιδεύοντας Πεζά

Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Η κρίση - Voz silente


Οι ερωτευμένοι 
κρίθηκαν 
από τους λογικούς. 
Έλαμψαν 
με την αγνότητά τους. 
Ο ανέραστος 
πρώτος το λίθο βαλέτω.
Προσπάθεια να διασωθεί
ό,τι πιο όμορφο
απ τα λάθη.
Οι ερωτευμένοι 
δεν
σφάλλουν
ποτέ.
Μέσα στην εκστατική 
αμαρτία τους
εξαγνίζονται
με 
συντριβή.

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

Ονείρωξη. | Έβα Γκρην

Την είδες κι απόψε, όπως και τόσες μέρες τούτο το καλοκαίρι. -Θα ναι από δω ή θα έχει εξοχικό, σκέφτεσαι.- Φορούσε ένα μαύρο μακρύ φόρεμα και μακριά σκουλαρίκια. Άτιμη πάστα γυναίκας. Ξέρει τι σου προκαλεί και παίζει μαζί σου. Σε κοιτά με βλέμμα λάγνο με μια παιδική αθωότητα, με ερωτισμό. Σε γδύνει  με το βλέμμα. Παίζει μαζί σου μέρες τώρα. Περιμένει να κάνεις την κίνησή σου. Θα την κεράσεις ένα ποτό, ύστερα ένα σφηνάκι. Το ξέρει, το έμαθε. Είσαι πια προβλέψιμος. Και εσύ και οι άλλοι του σιναφιού σου. Θα πας να την φωνάξεις με το όνομά της για να την ρωτήσεις τι κάνει. Εκείνη ως δια μαγείας πάντα θα ξέρει πώς σε λένε, αλλά θα κάνει πως δε το θυμάται, πως τάχα δε το συγκράτησε. Τόσο αδιάφορος της είσαι. Θα γυρίσει προς το μέρος της φίλης της και θα χασκογελάσει με εμπαιγμό. Πιθανότατα κάνει κάποιο σχόλιο για την ηλικία, το στυλ ή τον ηθικό σου ξεπεσμό. "Για δες το γέρο που θέλει και πιπίνια" σκέφτεται. Το ξέρεις. Κι ας την περνάς μόνο 5-6 χρόνια. Παρόλα αυτά σε τραβάει μια άγνωστη έλξη πάνω της.
Θαρρείς πως είναι εκείνα τα ζωώδη ένστικτα, η ανάγκη του άντρα για επιβολή που λεγε σε κάποια φάση η δασκάλα, όταν εσύ χάζευες το βρακάκι της Μαρίας, που καθόταν στο πίσω κάθισμα. Δήθεν και τάχα πως σου 'πεφτε το στυλό. Μικρές τζούρες αθανασίας, μικρές τζούρες μέσα στην παρανομία, να χαζεύεις για λίγο το βάζο με το γλυκό και χωρίς να ξέρεις γιατί, αυτό να σου προκαλεί πάντα ευχαρίστηση. Και η Μαρία και η κάθε Μαρία που 'ρθε έπειτα για να πάρει λίγο από τον εγωισμό σου, για να σου φέρει τη στύση κι ύστερα να σε αφήσει μετεξεταστέο. Όπως τάχα έκανε εκείνη η δασκάλα που ποτέ δεν πόθησες που ποτέ δεν είδες ερωτικά.
Καθεμιά τους ίδια με εκείνη. Και εκείνη μοναδικότερη από όλες. Δε θα παίζει με εμένα το μικρό, σκέφτεσαι. Της γυρίζεις την πλάτη και αρχίζεις να μιλάς με μια σαραντάρα καλοδιατηρημένη που σου τρίβεται. "Οι σαραντάρες ίσον με δύο εικοσάρες", σκέφτεσαι για να σου χρυσώσεις το χάπι. Μα ακόμα τη θες. Πίνεις ένα ποτό. Κερνάς και τη σαραντάρα άλλο ένα. Η μικρή αρχίζει να τσιμπάει. Σε κοιτάει. Συνεχίζεις το παιχνίδι σου με τη σαραντάρα. Η μικρή χάνει τον έλεγχο. Ζητάει ποτό. Πίνει ακόμα ένα. Σε κοιτάει και πάλι. Την κοιτάς αλλά κάνεις παιχνίδι με τη σαραντάρα. Αδιαφορείς. Νιώθει ότι σε χάνει. Την έχεις πλέον κατακτήσει. Είσαι σίγουρος πια. Το ξέρεις. Παρατάς τη σαραντάρα με μια πρόφαση και πας να τη ρωτήσεις πως περνάει. Σε ρωτάει τι κάνεις μετά. Σε αιφνιδιάζει. Στο μυαλό σου την έχεις ήδη γδύσει και την πετάς στο κρεβάτι κρατώντας την από τη μικροσκοπική γυμνή της μέση. Τη φιλάς στο λαιμό. Κι ύστερα στο στήθος. Τη φιλάς παντού. Της κάνεις έρωτα. Σου παραδίνεται όπως δεν έχει ξαναπαραδοθεί σε κανέναν. Μπαίνεις μέσα της όπως δεν έχεις μπει σε καμία. Της τραβάς το μαλλί και την κοιτάς μες τα μάτια. "Με έχεις αρρωστήσει", σου ψιθυρίζει. Τη νιώθεις να συσπάται. Το σώμα της τρεμοπαίζει σα μαριονέτα στα δυο σου χέρια. Τελειώνεις. Κι ύστερα της κάνεις μια στοργική αγκαλιά και κοιτάζετε μαζί ένα κοινό τόπο, έναν κοινό ουρανό. Είναι πλέον δικιά σου.
Ξυπνάς. Μούσκεμα και ιδρωμένος. Τη θες. Πρέπει να την ξαναδείς. 

(σκηνή από την ταινία "American Beauty")