Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σταμάτης Παρασκευάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σταμάτης Παρασκευάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

Σταμάτης Παρασκευάς | Ερωτικό παραμύθι



Την ιστορία αυτή την ψιθυρίζουν τα βράδια οι ερωτευμένοι. Και λένε πως, πολλές φορές δεν την ψιθυρίζουν οι ίδιοι, μα την τραγουδάει η νύχτα όπως ξαπλώνει πάνω στα σώματά τους. Και λένε πως, αν κάποιος κρυφακούσει την ώρα εκείνη χάνει την ακοή του για λίγο.

Ένα βράδυ, λοιπόν, ήταν ριγμένα δυο κορμιά, ένας άντρας και μια γυναίκα, σαν πανωφόρι στους ώμους του κυνηγού και σαν το χιόνι απλωμένο στις μακρινές βουνοκορφές.

Κι η νύχτα -ή ο άντρας- είχε ξεκινήσει την ιστορία. Η κοπέλα είχε τυλιχτεί γύρω του, ρίζα βυθισμένη μες στο χώμα ενός δέντρου πανύψηλου. Με τα δάχτυλά της χάιδευε τους πνεύμονές του και γαργαλούσε το συκώτι του. Κι η γυναίκα ήταν ολάκερη κερασιά.

Μα το πρωί σαν ήρθε το φως, η γυναίκα που 'χε ξαναγίνει άνθρωπος από κερασιά, μα όσα της έλεγε ο άντρας της πως εκείνη είχε γίνει -η κερασιά και το χάδι μες στα σπλάχνα του- εκείνη ορκιζόταν ξανά και ξανά πως η ίδια τα είχε ονειρευτεί και δει για τον αγαπητικό της: ότι εκείνος είχε ριζώσει στα σπλάχνα της και άνθιζε και λύγιζε στον νυχτερινό αγέρα.

Και λένε, πως το όνειρο μπλέκεται με τον ξύπνιο, όπως δυο εραστές κι όπως η ρίζα με το χώμα και η φυλλωσιά της κερασιάς με τα αστέρια. Και λένε πως κάθε πρωί έβγαζαν ο ένας από τα μαλλιά του άλλου κεράσια άγουρα και από τα χείλια τους φιλιά και από τα πόδια τους τινάζανε το χώμα.

Κι ο άντρας έλεγε με ήρεμη, βαθειά, βαριά φωνή την ιστορία. Και το στέρνο της κοπέλας άνθιζε σαν κερασιά τον χειμώνα. Και τα χείλη της έσκασαν σαν μπουμπούκι. Κι ήρθε μια άνοιξε και έπνιξε το δωμάτιο μες στο χειμώνα.

Κι ο άντρας συνέχιζε. Ώσπου ρίζωσαν τα δάχτυλα της γυναίκας βαθειά μες στην κοιλιά του και τα πόδια της έγιναν μια άβυσσος στα τριχωτά γυμνά του πόδια. Και η κερασιά μεγάλωνε και τα μπουμπούκια πλήθαιναν κι η βροχή έξω μες στου χειμώνα την καρδιά φούντωνε.

Και η αγάπη μες στου άντρα την καρδιά φούντωνε. Ώσπου η κερασιά χτύπησε στο ταβάνι κι ο άντρας έγινε το ρίζωμα της κερασιάς.

Και κάπως έτσι τελειώνει το παραμύθι: το πρωί έβγαζαν ο ένας από τα μαλλιά του άλλου αστέρια άγουρα κι αυτό συνέχιζε όσο νύχτωνε και κάθε που ξημέρωνε.

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020

Κατάστιχα Μεταφορών & Παρομοιώσεων "Κατάστηθα" | Σταμάτης Παρασκευάς



*και πες πως δεν υπάρχει ποίηση, παρά μόνο λόγια που μεταφέρουν και παρομοιάζουν. Κι άνθρωποι που δεν είναι άνθρωποι, παρά μονάχα τρώνε, κοιμούνται και ερωτεύονται. Κι αν με ρωτούσαν τι θα ήθελα να γίνουν τα λόγια μου, όταν μεγαλώσουν, θα έλεγα πως θα τα ήθελα προφητείες ή προσευχές. Κι εκείνα όλο πάνε και δεν γράφονται σε τοίχους, σε δέρματα ή βιβλία. Στέκουν εκεί. Συνωστίζονται σαν χιλιάδες φεγγάρια στον ουρανό. Προκαλούν παλίρροια και στο φλυτζανάκι του ελληνικού ή στον ιδρώτα στις κλείδες. Διέξοδοι κινδύνου, που δεν ξέρεις από πού να πρωτο-δραπετεύσεις.



*από την παρανυχίδα ξεκινά, από ένα ξέφτι τόσο δα του δέρματος και φτάνεις να δεις τα δέρματα που ντύνονται οι άνθρωποι. Πώς κρύφτηκε εκείνο το γύναιο μέσα του -εκείνος πλάγιαζε με δαύτη και τον βλέπεις να γδύνεται για να πλυθεί ή να κρεμάει το παλτό του γυρνώντας πίσω στο σπίτι του- και πώς εκείνη σε κοιτάει μέσα από δαύτον, σαν να είναι στοιχειωμένος. Πώς βυθίστηκε ολόκληρη η πόλη με τους δρόμους της κάτω απ'το δέρμα και πιο πάνω από τις φλέβες. Από το χρυσόμαλλο δέρας ξεκινάς και πάντα καταλήγεις στο φόνο το διπλό. Κι άλλα δέρματα περιμένουν να τα πάρεις.



*λίγα πράγματα ξέρουμε καλά. Γιατί εντάξει, αυτή την πλήρη ακύρωση, ότι ξέρουμε καλά ότι δεν ξέρουμε τίποτε, δεν την αντέχω στο πετσί μου και γιατί δεν σου έχω φτιάξει τουρκικό καφέ ακόμη ή δεν έχω ξεδιπλώσει όλη την παθητικοεπιθετικότητά μου. Και μη μου πεις ότι δεν είναι και σπουδαίο πράγμα ο καφές, γιατί το κατακάθι είναι η πιο ωραία μεταφορά που έχω για τα σώματά μας μετά έρωτα. Αφυδατωμένα, ριγμένα ως εκεί που η βαρύτητα τα αφήνει, πιωμένα και διψασμένα και να λες, να σου μιλάω και να σου απαντάω χαζά, πώς ό,τι θέλω να σου πω τα έχουν πει οι ποιητές, που είναι και λίγο ξενέρωτο, μα είναι κι ειλικρινές, να μου λες να σου πω κάτι και να σου απαντάω ακόμη πιο χαζά "κάτι" και να μου λες ώρα πολλή μετά πώς ένα πράγμα ξέρεις, πως καθόλου δε με ξέρεις. Αλλά ήξερες δυο-τρία πράγματα καλά, που ίσως και να φτάνουν κι ήταν το να περνάς το δέρμα μου με τα δάχτυλά σου σαν μια γλώσσα αγριμιού σε μιαν ήρεμη λίμνη, να θυμώνεις γιατί όντως σε ένοιαζε να με ακούς σαν να ήξερα τόσα ή κάποιο μήνυμα να είχα μεγάλο και ήξερες, επίσης, να είσαι εκεί σαν άγκυρα για το πλοίο και σαν πρεσπαπιέ για το χαρτί και σαν νερό για τη ζέστη.
Ξέρω πώς σε κοιτούσα και ξέρω πώς δε με ήξερες, λες κι είχες έρθει να με επισκεφτείς στον Άδη. Λίγα πράγματα ξέρουμε καλά, αλλά όχι το δρόμο της επιστροφής. Αφυδατωμένα, ριγμένα εκεί, πιωμένα και διψασμένα, έφτασε το ένα σώμα στο στόμα του άλλου σαν της πηγής το νερό και νερό δεν ήπιαμε.
Λίγα πράγματα ξέρουμε καλά, όταν μοιάζει κανείς να μη μας ξέρει.



*το όνομά Σου μπαίνει στη μέση όποιας προσκόλλησης κι αδιαχώριστου έχω στον κόσμο. Πάμε πουθενά; Έφαγες τίποτα; Είδες κανέναν; Θα κοιμηθείς ποτέ; Λες και το άδειο των λέξεων αυτών -πουθενά, τίποτα, κανένας, ποτέ- να στέκονται επαρκή για το όνομα του μέρους, του πράγματος, του προσώπου και του χρόνου, για να μη χρειάζεται να χωράνε στη μέση όποιας προσκόλλησης κι αδιαχώριστου, μα να γίνονται ο τόπος, το πράγμα, το πρόσωπο κι ο χρόνος που θα μας περιέχει. Η εντολή Σου μπαίνει στη μέση. Πάμε. Φάε. Δες. Ονειρέψου.



*μου ζητήθηκε να γράψω ένα ποίημα. Απάντησα ξεκινώντας να λέω πως δεν ξέρω τι να γράψω, δεν έχω έμπνευση, για τι να μιλήσω. Έλεγα, έλεγα, έλεγα. Σηκώνεται τότε ένα χέρι με νεύμα να παύσω. "Ευχαριστούμε! Θα επεξεργαστούμε το ποίημά σας και θα σας ενημερώσουμε". Κι έτσι ποτέ δεν τους έδωσα αυτό εδώ το χαρτάκι:

"Τα δύο χέρια μας
δεξί σου και αριστερό μου
πλεγμένα σε γροθιά
πήραν τη θέση της καρδιάς μου

κι απ' την καρδιά μου πια
πηγάζει ένα ποτάμι
ορμητικό
που γαληνεύει πριν την θάλασσα

όπως το σώμα μου
πριν το σώμα σου".

Να στο αφήσω;



*σ' αφήνω στην νύχτα,
όπως ξεχνιέται η νύχτα πάνω από κάθε σπιθαμή μας.
Ώσπου κάποιος ξυπνάει μες στη νύχτα και το πρόσωπο, που του χαμογελάει φάτσα φόρα με το βάρος του αφημένο στο στήθος του, βρίσκει τη δύναμη και του κόβει τα αχαμνά και εκείνο τινάζεται και καρφώνεται με αστέρια.
Παίρνει το κομμάτι σάρκας, που δεν τυχαίνει πάντα πέσει μες στη θάλασσα και να αναδευτεί και να γεννηθεί μια θεά, το τυλίγει στο καλό του φουλάρι και το βάζει στο συρτάρι δίπλα από κει που φυλάει τα βαφτιστικά του.
Κάπου κάπου, ψαχουλεύοντας ένα βρακί της προκοπής για την αποψινή έξοδο, το ψηλαφίζει κι αν έχει περάσει καιρός, παραμερίζει το ύφασμα να δει τι παράπεσε μες στο συρτάρι. Το βλέπει.

Κι αν δε με είχες αφήσει στην νύχτα,
δε θα είχα την προσδοκία, το όνειρο και τον φόβο.
Που κι αυτή και τα άλλα είναι ανθρώπινα κι ως τέτοια θεϊκά και μάταια.

Και κάπως έτσι σαν την νύχτα θα 'θελα να ξεχνιέμαι πάνω από κάθε σπιθαμή του κόσμου ή και μόνο δική σου. Ακόμη και το δεύτερο ένα πανταχού παρών μπορεί και να 'ναι.



*υπάρχει πάντοτε η ύστατη ελπίδα πως τα ποιήματα που σου έγραψα θα εκφράζουν και θα εμπνέουν και θα αφιερώνονται σε άλλους έρωτες και σώματα και υπό άλλων σκιών οπωροφόρων και αστικών τοπίων, πως το καλό που έκανες σε έναν άνθρωπο -κι ας μη σου δοθεί- θα απλωθεί στον κόσμο σαν ομόκεντροι κύκλοι γύρω από μια πέτρα στο νερό και πως το φτερούγισμα μιας πεταλούδας που πλέον είναι δύο μέρες νεκρή θα προκαλέσει καταιγίδα πιο πέρα στον κόσμο.
Τι τα θες και τα θυμάσαι, τους περασμένους έρωτες και τις ωραίες στιγμές; Κι αν έρχονται από μόνα τους στον ύπνο και τον ξύπνιο, άσε τα να χάσκουν. Μένε εδώ. Κάθε φορά που θυμάσαι και νοσταλγείς και ονειρεύεσαι, προδίδεις. Βλέπω πια στα μάτια σου την αστραπή από πίσω μου σαν να είναι καθρέφτες. Φεύγω. Κι υπάρχει πάντα η ύστατη ελπίδα να τρέξεις πίσω μου.

Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

Μαύρες Διαθήκες, Νικήτας Σινιόσογλου, Εκδόσεις Κιχλή | Σταμάτης Παρασκευάς


Ιδού μερικές σκέψεις, αισθήσεις και αποσπάσματα μετά την ανάγνωση των Μαύρων Διαθηκών του Νικήτα Σινιόσογλου από τις Εκδόσεις Κιχλή.
Δεν είμαι, ούτε θα ήθελα να είμαι ποτέ κάτι περισσότερο από έναν αναγνώστη, που όπως αναζητώ ένα κομμάτι καλοσύνης κι ευγένειας στους ανθρώπους ή προσπαθώ να τους το εμπνεύσω και να μου το εμπιστευθούν, έτσι ακριβώς διαβάζω και επικοινωνώ τα βιβλία.

"Στα Μαύρα Τετράδια του Μάρτιν Χάιντεγκερ και στο Glossarium του Καρλ Σμιτ -τα πιο σκοτεινά ημερολόγια στην ιστορία της φιλοσοφίας-, οι δυο κορυφαίοι στοχαστές του Τρίτου Ράιχ καταδύονται στον ένδον εαυτό δίχως δίχτυ ασφαλείας. Καθώς καταφεύγουν στην εξομολογητική γραφή, οι ηττημένες φασιστικές ιδέες διαθλώνται με τρόπους προσωπικούς και γίνονται φιλοσοφική πραφητεία για το επικείμενο τέλος της δύσης", αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου "Μαύρες Διαθήκες", ένα βιβλίο γραμμένο μεστά, ανεκτά και για λιγότερο μυημένους, αλλά πάντα ενδιαφερόμενους αναγνώστες, για τις ημερολογιακές καταγραφές δύο μεγάλων στοχαστών.
Δεν είμαι κριτικός λογοτεχνίας, ούτε φιλόσοφος, αλλά ένας αναγνώστης (ίσως ούτε καν απαιτητικός) και με αυτή μου την ιδιότητα θα σας μιλήσω για το βιβλίο του κ. Νικήτα Σινιόσογλου, που τον "συναρπάζει η διάθλαση του ηττημένου φασισμού στην εξομολογητική γραφή. Και το ευρύτερο ερώτημα των δύο ημερολογίων: τι συμβαίνει στις ιδέες μετά τη φαινομενική του συντριβή;" αναφέρει στο πρώτο (Αντί προλόγου) κεφάλαιο του βιβλίου, προϊδεάζοντάς μας για μια μελέτη για το τι γίνεται, όταν οι ιδέες μας ηττώνται. Και θέτει εν συνεχεία ένα θέμα "καυτή πατάτα", για το αν ποινικοποιούνται οι ιδέες...
Στο πρώτο κεφάλαιο, εν ονόματι Mare tenebrosum (Αντί προλόγου), ο κ. Νικήτας Σινιόσογλου μάς κάνει μια γνωριμία με τη δομή του βιβλίου (στο δεύτερο κεφάλαιο γνωρίζουμε το Glossarium του Σμιτ, στο τρίτο τα Μαύρα τετράδια του Χάιντεγκερ και στο τελευταίο τις ιδίες σκέψεις του συγγραφέα σε σχέση με αυτές του Χάιντεγκερ -κατά κύριο λόγο- σε ένα ταξίδι του στη Σιγκαπούρη).  "Το ημερολόγιο και η εξομολόγηση μάς υπερασπίζονται καλύτερα από τους ικανότερους δικηγόρους" διατείνεται ο συγγραφέας και άρα οι ημερολογιακές καταγραφές είναι αυτές που μπορούν να λειτουργήσουν ως καταφύγιο και ως μέλλον ορμητήριο για τις ιδέες των στοχαστών.
Διαβάζοντας το βιβλίο μού ερχόταν ξανά και ξανά το φαινόμενο της κοινωνιογνωστικής ασυμφωνίας του Festinger, μία κατάσταση δυσφορίας την οποία το άτομο βιώνει όταν έχει δύο αντικρουόμενες απόψεις. Όταν η προφητεία, η πρόβλεψη αποτυγχάνει -βρέθηκε από τον ερευνητή και την ομάδα του, ότι- δεν μεταπείθονται οι άνθρωποι. Μέσα από τα ημερολόγιά τους ρίχνουμε κλεφτές ματιές για τις ιδέες τους, για την διάψευση των προσδοκιών τους για το Τρίτο Ράιχ και για το μετά.
Οι Μαύρες Διαθήκες διαβάζονται με ανοιχτά μυαλά, όπως ο κ. Νικήτας Σινιόσογλου έγραψε για δύο στοχαστές αφήνοντας αρκετές φορές να εννοηθεί, πως δεν τους συμπαθεί ιδιαίτερα. Ωστόσο, δεν περιθωριοποιούνται. Ίσα ίσα, η δική τους καταβύθιση μέσα από τα ημερολόγιά τους (ή το καταχώνιασμά τους) αποτελεί εξαιρετική ευκαιρία και όχημα για τον ίδιο τον συγγραφέα για να ξεδιπλώσει τις δικές του σκέψεις στο τελευταίο μέρος του βιβλίου. Ένας θεραπευτής, όταν υποδεχόταν έναν πελάτη του, έλεγε: "Καλωσήρθατε, βλέπω έφερες όλη σου την οικογένεια", τη στιγμή που ο πελάτης ήταν μόνος. Προφανώς και δεν έβλεπε τα φυσικά πρόσωπα της οικογένειας του πελάτη, αλλά έδινε εξαρχής το σήμα, ότι το άτομο έρχεται σίγουρα κουβαλώντας πρόσωπα, προσωπεία, ιδέες, σκέψεις, θυμούς, συναισθήματα και άλλων προσώπων. Ο Χάιντεγκερ και ο Σμιτ, διαβάζοντας τις Μαύρες Διαθήκες, κάτι τέτοιο ήταν για τον συγγραφέα. Και αποτελούν και όχημα μιας κριτικής ματιάς στο ίδιο το επάγγελμα του συγγραφέα (φιλοσοφία) ως κομμάτι μετα-φιλοσοφίας.
"Το έγκλημα είναι εγγεγραμμένο στη συμβολική καταγωγή των πόλεων, μια κατά τη Βίβλο οι πόλεις είναι έργο του πλάνητα Κάιν, άρα καρπός μιας αδελφοκτονίας". Πλάνητας ο κ. Νικήτας Σινιόσογλου στο τελευταίο μέρος του βιβλίου του, στην δρακόντειας ασφαλείας Σιγκαπούρη, σκέφτεται για την αστική μας κουλτούρα και  τα παράγωγά της. Επιτρέπει στον εαυτό του, κάτι που επιτρεπόταν την εποχή του Χαίντεγκερ, δηλαδή "οι προσωπικές ιδέες του φιλοσόφου να είναι μέρος της διδασκαλίας του".
Τελειώνοντας το βιβλίο, εν μέσω επανεκκίνησης μετά την καραντίνα, υπήρχε το χωρίο "άραγε δεν είναι ένας τρόπος  κι αυτός (η ροπή προς τα πράγματα που προσκαλούν τη ροπή μου, κατά Χάιντεγκερ) να καταρρεύσει η διάκριση του "κοντινού" και του "μακρινού", να απαλλαγώ επιτέλους από την προσμονή της εγγύτητας κι από τον τρόμο της απόστασης;"
Τι γίνεται από εδώ και στο εξής με την εγγύτητα και την απόσταση ανάμεσά μας μέσα σε μιαν από καταβολής της αδελφοκτόνα κουλτούρα και δοχείο, τι γίνεται από εδώ και πέρα με την οικειότητα με τον ίδιο μας τον εαυτό και τους άλλους, το διαφορετικό πόσο δικαίωμα έχει εντός μας;
Τελειώνοντας τις "Μαύρες Διαθήκες" του κ. Νικήτα Σινιόσογλου από της Εκδόσεις Κιχλή, φέρω μαζί μου έναν προβληματισμό για όσες προφητείες επαληθεύτηκαν κι όσες ματαιώθηκαν. Τι γίνεται από εδώ και πέρα; Τι σημαίνει το να μένω συνεπής στις ιδέες μου ή ασυνεπής; Πότε θα πάω σ' ένα ταξίδι να χαθώ και να επανευρεθώ;

Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

Πουκαμισώμα | Σταμάτης Παρασκευάς

©Ειρήνη Μολυνδρή

[η φίλη μου, Ειρήνη Μολυνδρή, ζωγράφισε την εν λόγω εικόνα κι εγώ έγραψα ένα κείμενο γι' αυτήν. Ή ανάποδα. Ή παράλληλα. Ή δεν έχει σημασία, γιατί "ούτε αναγνωρίζω καλά καλά" και "τα πράγματα ισχύουν μόνο τη στιγμή που τα ορίζουμε ως τέτοια"]

Σε κάθε τραύμα και πληγή μου
κουμπώνονται κατά λάθος
κάπου κάπου κάποια κουμπιά
του πουκάμισού μου.

Κι όταν γδύνομαι μες στο ημίφως του δωματίου, γδέρνονται
λίγο λίγο κι οι πληγές
και αργούν να επουλωθούν.

Και μες στο ημίφως, μη θαρρείς, δεν ξέρω
πολλές φορές
αυτή η υγρασία στο σώμα
τι είναι τελικά, δάκρυα ή αίμα ή προσπερματικά.

Ούτε αναγνωρίζω καλά καλά αυτό που λέω πόνο,
αν είναι φόβος ή αγάπη με ξέφτια ή
ποιο είναι το δέρμα μου και ποιο το πουκάμισό μου.

Συχνά πυκνά, ας το θυμόμαστε,
πώς τα πράγματα ισχύουν
μόνο τη στιγμή που τα ορίζουμε ως τέτοια:
άλλο το σώμα στο φωτεινό δρόμο του πρωϊού
κι άλλο στο ημίφως της έκδυσης και των κουμπιών,
άλλο το νοιαγμένο
κι άλλο αυτό
που λογίζεται
για δικό μου.

Τρίτη 12 Μαΐου 2020

Οκνό καματερό κακό μαντάτο | Σταμάτης Παρασκευάς


- Ο τίτλος αποτελεί στίχο μεταφρασμένο από την "Αντιγόνη" του Σοφοκλή από το βιβλίο της Β' Γενικού Λυκείου και είναι μέρος της στιχομυθίας Κρέοντα-Αγγελιαφόρου.
- Το κείμενο φιλοδοξεί να αποτελέσει μέρος μιας συζήτησης κι όχι απόλυτη άρνηση (εξηγείται κι εντός του κειμένου).
- Άλλωστε και η τέχνη, όπως και η καθημερινότητά μας μέσα σε εξουσιαστικές σχέσεις και πεδία, αλλιώς μπορεί να ιδωθεί μέσα από άλλες αναγνώσεις.


Βγαίναμε τόσον καιρό έχοντας ένα μήνυμα σε sms ή σε ένα χαρτάκι πάνω μας και κρατώντας τη ταυτότητά μας. Ποιοι είμαστε και ποιος λόγος μάς φέρει και μάς πηγαίνει ως εκεί που πάμε. Σαν άγγελοι σε μιαν αρχαία τραγωδία.
Χαρακτηριστικό μέτρο της καραντίνας, βιοπολιτικής χροιάς, είναι η υποχρέωση να πάρουν οι πολίτες ηλεκτρονική άδεια στο κινητό τους για να βγουν από το σπίτι τους. Ετσι το κράτος αποκτά τα προσωπικά στοιχεία και μπορεί να παρακολουθεί τις κινήσεις και τη δραστηριότητα της πλειονότητας του πληθυσμού. Η βιοπολιτική ασκείται μαζικά σε πληθυσμούς.
Βιοπολιτική αποτελεί τον γενικό τρόπο άσκησης της εξουσίας στον ύστερο καπιταλισμό. Η θεωρία περί βιοπολιτικής και βιοεξουσίας εισήχθη από τον Michel Foucault. Την ανέπτυξαν μεταξύ άλλων ο Gilles Deleuze, ο Michael Hardt και ο Antonio Negri, ο Giorgio Agamben και ο Roberto Esposito.
Κατά τον Foucault, από τον 18ο αιώνα και μετά η εξουσία οργανώνεται μέσω της πειθάρχησης των σωμάτων. Σε εξειδικευμένους θεσμούς, όπως τα πτωχοκομεία, τα νοσοκομεία, τα σχολεία, οι στρατώνες και οι φυλακές, οι άνθρωποι υποβάλλονταν σε διαρκή παρατήρηση, ταξινόμηση και πειθαρχία.
Στόχος της είναι να διαμορφώσει το σώμα, τις κινήσεις και τις συμπεριφορές τους και να τους καταστήσει οικονομικά παραγωγικούς και κοινωνικά πειθήνιους, έτοιμους να στελεχώσουν τα εργοστάσια και τους στρατούς, τα δύο μεγάλα εργαλεία της νεωτερικής κυριαρχίας. Η εξουσία λειτουργεί λοιπόν μέσω μιας ενεργής και δημιουργικής διευθέτησης δυνάμεων. Με την παρατήρηση και κατηγοριοποίηση των αντικείμενων της δημιουργεί νέα αντικείμενα γνώσης, παρέμβασης και επένδυσης, όπως η σεξουαλικότητα και η παραβατικότητα.
Στα μέτρα των κυβερνήσεων έχουμε τον ισχυρότερο συνδυασμό κυριαρχίας και βιοεξουσίας. Η κυριαρχία ασκεί την απαράβατη εξουσία της να επιβάλλει την κατάσταση εξαίρεσης, καταργώντας ή περιορίζοντας όλα τα ατομικά δικαιώματα και τις εγγυήσεις ελευθερίας του αστικού κράτους αλλά και τη θεμελιώδη ανάγκη μεγάλου μέρους του πληθυσμού για δουλειά και βασικό εισόδημα.
Ομως, το κάνει στην υπηρεσία της βιοπολιτικής για να υπερασπίσει τη ζωή του πληθυσμού και όχι τις ζωές και τα δικαιώματα του κάθε πολίτη.
Η ελευθερία δεν αποτελεί πια αποκλειστικά άσκηση βασικών δικαιωμάτων. Το νέο κράτος αντιμετωπίζει τον πληθυσμό όχι ως συλλογικότητα ή ως σύνολο προσώπων με δικαιώματα, αλλά ως οικονομικά ενεργά άτομα.
Γιατί τα συζητούμε αυτά; Είμαστε αντιρρησίες και θέτουμε σε κίνδυνο τον εαυτό μας και τους συνανθρώπους μας; Όχι! Είμαστε αντιπολιτευτές, που μόνο αντιρρήσεις και δυσκολίες φέρνουν στο θεάρεστο έργο της εκάστοτε κυβέρνησης; Όχι. Επιζητούμε έναν σχετικισμό της αλήθειας (και της μετα-αλήθειας); Όχι. Απλώς η επιστημονική αλήθεια (η βάση της εντολής σε ένα πλαίσιο βιοεξουσίας) δεν πρέπει να καθίσταται αδιαμφισβήτητο θέσφατο και η αλήθεια, η αναζήτηση της αλήθειας κυβερνά ως τρόπος ζωής και όχι ως ακλόνητη θετικότητα (με μια νεωτερική και μετα-νεωτερική άποψη επί της θετικότητας, ενός δόγματος επαληθεύσιμου κι άρα αποδεκτού επιστημονικά που δίδεται στη διάθεση της εξουσίας, για να αποφασίζει και να επιβάλλει). Κι εν ολίγοις τα συζητάμε, γιατί έχουμε ξεχάσει να ακούμε, πως υπάρχουν πολλές αντίθετες γνώμες και γιατί η ομοφωνία στο όνομα μιας δήθεν "έκτακτης ανάγκης" έχει εξαφανίσει τη δυνατότητα να κινούμαστε πέρα από δίπολα που διχάζουν (και πόσο ευνοεί αυτό το "διαίρει και βασίλευε").
Και γιατί τα συζητάμε όλα αυτά; Μια αγγελική ρήση, ας είναι. Με την αγγελική του ρήση ο Αγγελιαφόρος αφηγείται βίαια γεγονότα, κυρίως αυτοκτονίες, δολοφονίες, εξωπραγματικά γεγονότα, διαμελισμούς σωμάτων, πολεμικές συρράξεις και άλλες βίαιες πράξεις. Το δραματικό αυτό πρόσωπο είναι αυτόπτης μάρτυρας των δεινών που αφηγείται, πρόσωπο εμπιστοσύνης και συνήθως ανώνυμο. Ο Αγγελιαφόρος μέσω του τραγικού του λόγου «συνθέτει» τις βίαιες σκηνές που έχει αντικρίσει οι οποίες - για λόγους ιδεολογικούς και ενδεχομένως πρακτικούς- δεν γινόταν να παρασταθούν επί σκηνής.

Πηγές:
Σύνδεσμος 1
Σύνδεσμος 2
Σύνδεσμος 3
Σύνδεσμος 4
Σύνδεσμος 5

Πέμπτη 7 Μαΐου 2020

Οι ένοχοι | Σταμάτης Παρασκευάς



Σε έριξα στη λίμνη σαν ξεκαθάρισμα λογαριασμών
με τσιμεντωμένα πόδια
κάτω από την ανάλαφρη καρδιά
σου.
Πήγες ως
τον βυθό, έμεινες
εκεί και ξέρω πια
ότι
είσαι κει. Κάθε που

κοιτάζομαι,

ναι μεν το πάθημα του Νάρκισσσυ με προστατεύει από το να πέσω μέσα,

μα είσαι εκεί πια για πάντα,
ένας όγκος άνωσης.

Και τι άραγε έφταιξες;

Κι ήταν ταυτόχρονα φεγγάρι κάποιων ημερών,
κι ήμουν ίσως το φεγγάρι,
κι ήμουν το φεγγάρι το καρφιτσωμένο στη σάρκα της νύχτας,
ο αντικατοπτρισμός στη λίμνη
και το φεγγάρι που πλάι σου στο βυθό.

Η ζωή μπαίνει στην ζωή σαν σκουπιδάκι στο μάτι.

Κι εσύ κάπως έτσι μπαίνεις στη ζωή μου.

Θα σε ξεστόμιζα παντού, μα είσαι το προφανές
-το στόμα μου.
Θα ήμουν η λέξη και ο λόγος,
μα δεν πιστεύεις λέξη απ' όσα λέω και δεν

υπάρχει και

λόγος εδώ που τα λέμε.

Έγραψα τόσα για σένα:
πίστευε στα λόγια, όχι στις πράξεις.

Σε έριξα στη λίμνη, μα είσαι το προφανές
-το νερό.
Μα είσαι το προφανές -η νύχτα.

Έφτασα ως τα πόδια σου
ικέτης και
φεύγω πάντα σαν
κατατρεγμένος, όσο κι
αν ήσουν άσυλο.

Τελικά υπάρχουν οι στιγμές που θες

όλα

να

τα τινάξεις στον

αέρα, μα

είναι όλα προφανή -να το στουπί και να η φωτιά.

Και μια και όλα είναι προφανή, ας είναι
-θα λουφάξω άλλη μια νύχτα μες στο δάσος.
Και τι έφταιξες άραγε,
να 'σαι συ εκεί που η κατάρα πιάνει:
να ερωτευτείς σα Σίσυφος
ό,τι σ' ερωτεύεται σαν Άτλας.

Σε έριξα στη λίμνη,
κάθε που κοιτάζομαι να σε υπονοώ,
να ξεχαστώ,
να πνιγώ
σαν
φεγγάρι. Να μην είμαι

πια

το φεγγάρι
το καρφιτσωμένο στη σάρκα της νύχτας,
μήτε ο αντικατοπτρισμός στη λίμνη
κι ούτε το φεγγάρι πλάι σου στο βυθό.

Να μην είμαι.
Να μην είσαι.
Να μην είμαστε.
Κι ας είμαστε τα προφανή -οι ένοχοι.

Κυριακή 26 Απριλίου 2020

Σώπασε | Σταμάτης Παρασκευάς



Όπου με άφησες,
πριν φύγεις,
έμεινα.

Μα αν έρχεσαι από τον ουρανό,
δε θα είμαι στο ίδιο μέρος.

Χαλάρωσε.

Χαλάρωνε. Σώπαινε.
Να ρίχνεις νερό στο κρασί σου.
Κάνε και λίγο τα στραβά μάτια.
Άσε και κάτι να πέσει χάμω.

Να περνάνε τα πράματα κακήν κακώς,
να περνάνε τα πράματα, να περνάει ο καιρός χωρίς πολλά πολλά.
Γιατί το άγχος σκοτώνει κι η πολλή σοβαρότητα σκοτώνει.

Χαλάρωσε λίγο. Μην είσαι τόσο αυστηρός.
Εγώ, που μια ζωή με θυμάμαι, να θυμώνω
-αν κι όλα ήταν ήδη συγχωρημένα στο μυαλό μου-
επειδή ήταν όλα συγχωρημένα στο μυαλό μου.

Και δεν είναι ότι νιώθω ασυνείδητο θυμό.

Κι είναι τώρα που θα μου έλεγες:
"Πες. Μη το κόβεις. Μίλα. Πες τι σκέφτεσαι".

 Άστο, ξέχνα το.
Άστο να πάει και φύγει. Άστο να πέσει χάμω.
Άστο. Ας χαλαρώσουμε.

Λένε πως η μνήμη είναι μια από κοινού διαδικασία.
Μπα.
Μόνος μου θυμάμαι... μαζί σου θέλω να ξεχνώ.

Η λήθη, η ξεχασιά είναι δίπλα σου.
Το σώμα σου, το ερωτευμένο σώμα, είναι προ πάντων το της λήθης σώμα.
Σώπασε τώρα.
Οι λέξεις πάντα σημαίνουν.

Εσύ μόνο μου θυμίζεις εσένα και μου λησμονάς το μη-εσένα.

Το πολύ μαζί σκοτώνει.

Σώπαινε και μη ερεύνα
 Κοίτα με λίγο. Τελειώνει το κρασί. Περνάει ο καιρός.
Οι λέξεις σημαίνουν. Οι άνθρωποι ξεχνούν.
Οι άνθρωποι ξεχνιούνται.
Κι οι λέξεις ακόμη σημαίνουν.

Σώπασε λοιπόν.

Τρίτη 14 Απριλίου 2020

Αναδυομένη | Σταμάτης Παρασκευάς



Σε φίλησα, σε φιλώ, σε έχω και θα σε είχα φιλήσει

κι όπου φιλί κι ένα σημάδι
-σημείο, σημαίνον και σιαμαίο σου-

σαν την μυρμηγκοφωλιά στην παλάμη
του
στον Ανδαλουσιανό Σκύλο.

Εστίν ουν έρως...

θυμάσαι παρακάτω. Ή

έστω
μάθε!

Μες στο στήθος σου χωρά
αυτό που δε χωράει στα ποιήματά μου.

Εφίλησα, φιλώ, πεφίληκα,

Φιλούσαν Κύπρις οίδε μόνη,
έγραψε -περίπου- μια αρχαία επιγραφή
επιτύμβια,

επιστολή
ερωτική
ανεπίδοτη.

Σε αγάπησα, σε αγαπώ, σε έχω αγαπήσει
(σε όλους τους χρόνους,

γιατί οι τόποι είναι ξενιτιές)

Αν με αγάπησε,
μονάχα η Αφροδίτη το ξέρει.

Κι εσύ
να βγαίνεις από την μπανιέρα και το λουτρό σου
με τα άλατα και τους αφρούς.

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Όχι ευκολίες, προπαντός | Σταμάτης Παρασκευάς



Δεν πιστεύω πως ο συμβιβασμός είναι ο δολοφόνος του έρωτα. Όταν πρέπει να χωρέσεις όσα περισσότερα ρούχα μπορείς για το διήμερο το πεταχτό σε ένα νησί με εκείν@. Όταν χρειαστεί να συμβιβαστείς με μια πατάτα τηγανητή και τις άλλες δέκα στο στόμα τ@. Όταν απαιτηθεί να στριμώξεις μια συνάντηση ανάμεσα σε δύο υποχρεώσεις, που σίγουρα δεν χωρά και ξέρεις ότι θα αργήσεις. Ω, πόσο ειδυλλιακοί εχθροί ακούγονται διάφορα. Βαρύγδουπες λέξεις, φιλοσοφίες με το στανιό, λεζάντες κάτω από φωτογραφίες, φωτογραφίες πάνω από λεζάντες. Και ύστερα να επιμένεις ότι "ο μόνος εχθρός σου είναι ο εαυτός σου" και "εχθρός του καλού είναι το καλύτερο" και περιμένεις να χωνέψω ότι δολοφόνος του έρωτα είναι κάτι άλλο πέρα από τον έρωτα.

Δε θα τολμούσα να εννοήσω ότι ο έρωτας κι ο δήμιός του είναι ανεξάρτητα από το πλαίσιο, τον χρόνο, τον χώρο, τις πρώτες ύλες και τις προθέσεις στις οποίες ανάγονται. Ένας ανεξάρτητος έρωτας κι ανεξάρτητος δήμιος που εκπορεύεται από τον ίδιο τον έρωτα καταλήγει σε έναν αυτιστικό φαύλο κύκλο, που τοποθετείται ως δόγμα, ως απαρέγκλιτη αλήθεια στη θέση της πραγματικότητας και μάς δείχνει τον άνθρωπο, όπως το δόγμα τον θέλει να είναι: περίκλειστο στις φαντασίες και φαντασιώσεις του, στις ερωτικές του σκέψεις και στις σκέψεις του θανάτου, ανεπηρέαστος από τα άλλα ερωτικά πρόσωπα που τον περιστοιχίζουν.

Καλό, γενικά, είναι ο έρωτας να αποτελεί μια μορφή συνανήκειν: διερωτώμενος για τη φύση, τη μοίρα και τη ταυτότητα του καθενός και πάντων λοιπών. Αμφισβητώντας τις αυτοματοποιημένες απαντήσεις σε βαθειά υπαρξιακά ζητήματα ή ζητήματα που μας κατατρύχουν σε στιγμές απελπισίας (π.χ. όταν χωρίζουμε, όταν είμαστε μόνοι, όταν δε βρίσκουμε παρέα, όταν δεν πάνε καλά τα πράματα στη δουλειά ή στην υγεία). Οι αυτόματες απαντήσεις είναι ένα πρώτο σωσίβιο. Και το να θες απλά να σωθείς, είναι ένας συμβιβασμός.

Και πόσο ειδυλλιακοί σωτήρες ακούγονται διάφορα. Βαρύγδουπες λέξεις, φιλοσοφίες με το στανιό, λεζάντες κάτω από φωτογραφίες, φωτογραφίες πάνω από λεζάντες. Και ύστερα να επιμένεις ότι "ο μόνος φίλος σου είναι ο εαυτός σου" και "πάντα μόνος σου μένεις στο τέλος". Ένα τέτοιο τσιτάτο, ένα τέτοιο μότο αποδυναμώνει παντελώς τη συζήτηση, την αμφισβήτηση, τη διαφωνία κι εν τέλει την ίδια την έννοια της φιλίας και της ίδιας σου της ύπαρξης.

Και κάτι τελευταίο: αν δεν υπήρχε η γλώσσα, με ποιες τελετουργίες στη ζωή σου θα συσχέτιζες και συνέδεες τον έρωτα;

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

Δίκοπο μαχαίρι | Σταμάτης Παρασκευάς



Κάθε φορά που θα σου λέω να μη σκεφτείς κάτι
θα είναι σαν να σου λέω "κάν' το" ή "σκέψου το"
ή
σαν να το έχεις ήδη σκεφτεί.

Η απαγόρευση είναι δίκοπο μαχαίρι.

Σαν την αγάπη.
Αγάπη που 'γινες...
Κάποτε μου 'δινες
στο χέρι άνθη γιασεμιού και
σε αποκαλούσα νύχτα.
Μόνο τη χαρά.

Και να κοπάσουν όλα τα άλλα,
να κοπάσει η καταιγίδα -συχνά
πυκνά
πασχίζουμε να παύσουμε την αστραπή κι
αυτή γλιστράει
ανάμεσα.

Ανάμεσα
απ' τα δάχτυλα -
κι από τα κλαδιά των δέντρων,
από τις σταγόνες που ξέφυγαν για μια στιγμή
απ' το κύμα κι
από τα φτερά μιας πεταλούδας κι απ' τα λόγια με τις παύσεις-
και μέσα από μια τρύπα μιας βελόνας
και την πύλη του Παραδείσου
(κόντρα -αν είναι δυνατόν- στα λόγια του Χριστού) περνάς
.
Εσύ
περνάς
.
Περνάς στο περαδώθε σαν το πηγαινέλα ενός σωματιδίου.
Κι ενώνεις: τον κήπο,
τον ουρανό και
όσα δε λέω για τον κήπο,
για τον ουρανό και

σε Σένα.

Μα τώρα πνίγεις τη χαρά στο δάκρυ,
τι ελάχιστη αυτοχειρία. Πνίγεις ένα μήλο του Αδάμ αντί για την κραυγή,
σφηνώνει εκεί στον καρίτσαυλο σαν βράχος του Σισύφου
που μάγκωσε ανάμεσα σε βράχια,
σε χαντάκι.

Και τώρα που σου μίλησα
κι αυτό -τι γιασεμί και σήμερα-

έγινε ένα λάθος
όταν δόθηκε η απαγόρευση να γευτούνε οι πρωτόπλαστοι
από το δέντρο της γνώσης του καλού
και του κακού: δεν είναι νίκη της ελεύθερης βούλησης,
αλλά η αποτυχία ενός νομοθέτη,
που τόσο άμεσα έθεσε έναν τόσο σοβαρό απαγορευτικό κανόνα,
αντί λίγο
λίγο με μικρότερες, κλιμακούμενες προς
μεγαλύτερες απαγορεύσεις
και με τους ανθρώπους να το συνηθίζουν,
να μην κουνούσαν ρούπι.

Για αυτό συγχώρα με
που σε αγαπώ με τόσο βαριές απαγορεύσεις
: είναι να αρνηθείς,
να με αρνηθείς
και τρίτη ακόμη πριν
να ξημερώσει.

Δε βρίσκω
άλλη άκρη,
άλλη γιατρειά.

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

Απ' τα μπαλκόνια | Σταμάτης Παρασκευάς

-χερσόνησοι στο κενό- απλώνουμε τα χέρια και χαιρετούμε τους περαστικούς,
κρεμάμε τα σώματα για να πλησιάσουμε το σώμα από κάτω που του ρίχνουμε τα κλειδιά που χρειάζεται ή κάτι άλλο ξεχασμένο -απτό πάντα, μοναχά απτό-
κι απ' τα μπαλκόνια μες στην νύχτα τρεμοσβήνουν νυχτιάτικο οι κάφτρες σαν μισοκαμμένοι φάροι και στα μπαλκόνια κάθε πρωί οι στάχτες από σβησμένα τσιγάρα και πεσμένα αστέρια παρασέρονται από τον γλυκύ ξημερώματος άνεμο και τα γυμνά πόδια
και στα μπαλκόνια -οι δικές μας ουτοπίες-
δουλεύουμε τη φαντασία μας, αυτή που είναι πριν την κι από την μνήμη πιο πολύ.
Απ' το μπαλκόνι θα σε δω σε μαύρα ρούχα, έχοντας ξεχάσει να βάλεις τα λευκά, έχοντας ξεχάσει τα λευκά, φορώντας μαύρα.
Στο μπαλκόνι προσευχήθηκα για σένα, σταυρώθηκα, αποκοιμήθηκα στην πλαστική καρέκλα και σ' είδα σε ρούχα μαύρα ή έτσι τα έκανε η νύχτα να της μοιάσουν.


Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2018

Σ' αγαπώ | Σταμάτης Παρασκευάς


Σ' αγαπώ,
για να μη σ' αγαπώ.
Σε οικειοποιούμαι,
τόσο δικό μου τμήμα και κομμάτι και ψηφίδα σε κάνω,
που σαν να σε νιώθω τόσο δικό μου τμήμα και κομμάτι και ψηφίδα
που δε σε νιώθω.

Τα πράγματα από δικά μας
γίνονται σωθικά μας.
Δεν είναι πια κτήματα,
μα είναι τμήματα.
Είναι,
που περνούν τόσο αδιάφορα,
μα αν κάτι δεν πάει καλά,
τα νιώθεις να σε πονούν,
σαν να μην είναι.

Σ' αγαπώ,
ώσπου να φτάσω να χρειάζεται
να μη σ' αγαπώ
και να μη μπορώ να σ' αγαπώ,
έτσι που θα 'σαι
τόσο εσύ
και τόσο εγώ
ταυτόχρονα.

Να σε παίρνω τόσο προσωπικά,
μια ευθιξία
για κάθε σου τμήμα δέρματος
κάτω από αντίστοιχο τμήμα ουρανού.

Σ' αγαπώ
ως να μη σε αγαπούσα.


Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018

Ο κύκλος του πόθου | Σταμάτης Παρασκευάς

Το σύννεφο που θέλει πάντα να γίνει βροχή
(το απαλό σου δέρμα που μεσολαβεί και σ' αγγίζω)
κι η βροχή να θέλει να φτάσει στη γη
(και έτσι αγγίζω την κρούστα του κόσμου)
και το ρυάκι που τρέχει στην άκρη του δρόμου να βρει
(που έρχεσαι πάντα τουλάχιστο 10 λεπτά με καθυστέρηση)
το υπόλοιπο νερό, τους άλλους του χαμένους φίλους
(κι έτσι μοιάζει ο χρόνος να γεμίζει με αυτά τα 10 λεπτά κι όχι να πάνε χαμένα)
στον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα.
(πριν το δέρμα σου, ο κόσμος δεν είχε δέρμα)
Και η πηγή να θέλει να γίνει ρέμα,
(ή μάλλον δεν ήταν πιο σπουδαίο απ' τις πληγές)
που θέλει το ρέμα να φτάσει στη λίμνη
(πριν φτάσουμε εδώ ήμασταν κάτι που ήθελε να φτάσει εδώ)
κι η λίμνη να στάξει από καταρράκτη
(κι αυτό δεν έχει καμία μεταφυσική παράμετρο)
και ο καταρράκτης που ασφυκτιά να γίνει ποτάμι
(γιατί όλα τα πράγματα επιθυμούν να φτάσουν σε κάτι άλλο)
και το ποτάμι που φτάνει και γίνεται θάλασσα
(και μάλλον μπορούμε να μην το πούμε επιθυμία, αλλά)
κι η θάλασσα που πάντα θέλει να γίνει ένα σύννεφο.
(μπορούμε να το πούμε νοσταλγία, που πάντα ξαναφτάνουμε εκεί)
Μα δεν είναι ο κύκλος του νερού. Είναι ο Πόθος, ηλίθιε.
(που κάποτε ήμασταν, μα μοιάζει σαν να μην ξαναπήγαμε εκεί ποτέ)


Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

Είμαστε οι επιλογές μας | Σταμάτης Παρασκευάς

Δεν πίστεψα ποτέ, ότι είμαστε οι επιλογές μας. Πιστεύω στην ελευθερία (το να φτάνεις, να πηγαίνεις εκεί που θες, που αγαπάς) και στην ειλικρίνεια (να θες, ν’ αγαπάς εκεί που φτάνει κι όπου πηγαίνεις). Πιστεύω στην ελεύθερη βούληση και στην ελεύθερη νοσταλγία, στα αδιόρατα σύνορα της μνήμης και της λήθης και του παρόντος και της φαντασίας. Αλλά, όχι, δεν μπορώ να πιστέψω πως είμαστε οι επιλογές μας, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως είμαστε μόνο αυτό, αλλά και το ότι υπάρχει μια παντοδυναμία του κάθε ανθρώπου πάνω στο κάθε τι -κάτι που αν δεν με αηδιάζει, τουλάχιστον με ξενίζει- καθώς επίσης, ότι ο κόσμος είναι δίκαιος (χωρίς να μας ενδιαφέρει αν η θεία πρόνοια ή ο σοφός άνθρωπος τα έπλασε έτσι).

Τι σημαίνει επιλέγω στην τόση προσφορά πληροφορίας και στην τόση απόσυρση πόρων κι ευκαιριών; Είναι το σωστό ρήμα, δηλαδή η σωστή πράξη και δράση, μέσα σε τόση υπερπροσφορά; Η ελεύθερα αποδεχόμενη υποταγή γίνεται ολοένα και πιο σύνθετη και πιο υποδόρια στις συμπεριφορές των άλλων απέναντί μας. Τα απωθημένα που συγκλόνισαν τον κόσμο της ψυχολογίας έδειξαν πως κάτι που επιλέγουμε να πράξουμε δεν έχει τα αίτιά του σε τόσο προφανή χαρακτηριστικά του ατόμου. Η μάθηση έδειξε πως οι σύνθετες επιλογές μας δομούνται από την επιβράβευση και τιμωρία αρχέγονων, πρωτόγονων, αρχαίων, παλιότερων και λιγότερο σύνθετων επιλογών και συμπεριφορών. Κι αν είμαστε οι επιλογές μας, σημαίνει πως η συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντί μας, οφείλει να είναι αντιστοίχως ενισχυτική ή τιμωρητική; Το αίσθημα το προσωπικό αντιστοίχως θα πρέπει να είναι ενοχικό ή λυτρωτικό;

Δεν πίστεψα ποτέ, ότι είμαστε οι επιλογές μας. Ή μάλλον κάνω λάθος. Έχουμε κάνει συνειδητές επιλογές ή έστω, αψηφώντας κανόνες, τάξεις, δεδομένα, ακόμη και “θέλω” (γιατί άραγε μια “καθαρή” επιλογή να συνάδει μόνο με τη θέληση και να μην είναι μια επιλογή που γίνεται βάσει πολλών κινήτρων). Και μάλλον, ίσως να είμαστε οι επιλογές μας, αλλά όχι αυτές που γίνονται στη βάση, στην αρχή των πραμάτων. Δεν είμαστε οι επιλογές μας ως συνειδητή πράξη και “ξεσκαρτάρισμα” σε ένα πλήθος καταστάσεων. Είμαστε οι επιλογές μας, γιατί έτσι είμαστε φτιαγμένοι. Χωρίς να αναλωθούμε περισσότερο στο κομμάτι του τι επιλέγουμε για να ζήσουμε, ας αποδεχτούμε πως είμαστε αναγκασμένοι να επιλέγουμε για να ζήσουμε. Ακόμη κι όταν κάτι το επιλέγουμε ξεκάθαρο, ολόκληρο, μοναδικό, η επιλογή μας αφήνει κάτι έξω πάντα. Είτε στην αντίληψη αυτού του πράγματος, είτε στην αξιολόγηση αυτού του πράγματος (που συνήθως ό,τι συμφωνεί με αυτά που μας αρέσουν το κρατάμε κι ό,τι δε συμφωνεί το “πετάμε), είτε στη βίωση αυτού του πράγματος. Ο κόσμος μάς αποκαλύπτεται αποσπασματικά. Οι άνθρωποι μάς δίνονται αποσπασματικά, όχι από την άποψη του ότι κρύβουν κάτι ή δε δίνονται ολάκεροι, αλλά ένα κομμάτι κάθε φορά συλλαμβάνουμε ως την άκρη του νήματος, ως “γωνία του σελοτέιπ”.

Δεν είμαστε όντα εκλεκτικά. Είμαστε πρώτα όντα αιρετικά. Κι αυτό όχι από αδυναμία. Ή ίσως να είναι η κουλτούρα τέτοια, που εξετάζοντας τόσα ενδεχόμενα, να έχουμε ξεφύγει από την απλή -απλοϊκή- έκθεσή μας στην ολότητα των υποκειμένων και των αντικειμένων. Ίσως να είναι τέτοια κι η φυσιολογία μας. Συνηθίζω να μην αποζητώ την ελευθερία, αλλά την ειλικρίνεια. Να επιλέγω την ειλικρίνεια κι όχι την ελευθερία. Να μην πηγαίνω όπου θέλω, αλλά να θέλω εκεί που μένω. Να πιστεύω εκεί, να χτίζω εκεί, να πείθομαι εκεί, ν’ αφήνομαι εκεί, να δημιουργώ εκεί.


Κυριακή 8 Ιουλίου 2018

Σοκάκι | Σταμάτης Παρασκευάς

Κατεβαίναμε στο λιθόστρωτο σοκάκι
καταπώς μια πέτρα βουλιάζει στο νερό
και μια ψιχάλα γκρεμίζεται στο κενό
και ο Ορφέας κατέρχεται στον Άδη
και μύριζαν τα λουλούδια,
που το όνομά τους μάς διέφευγε,
κι η νύχτα έπεφτε
σαν να έπεσε στο μπλε διάλυμα του ουρανού
ποσότητα μαύρου και διαχεόταν στο σώμα του
κι η μυρωδιά γινόταν όλο κι εντονότερο
-που σημαίνει πως πλησιάζαμε κοντά στα λουλούδια
που μοσχοβολούσαν και που τ' όνομά τους μάς διέφευγε-
κι όπως κατεβαίναμε σκόνταψες στο ίσωμα
και μπήκε ένα πετραδάκι στο καλοκαιρινό παπούτσι σου,
όπως κατρακυλά η πέτρα του Σίσυφου
και σου 'πα τότε για την ιστορία του λεγάμενου
και μου ζήτησες να μη σου τα λέω αυτά πια,
γιατί τ' όνομα αυτό θα σου διέφευγε όταν θα χρειαζόταν
ν' ανακαλέσεις στη μνήμη σου την ιστορία, όταν
πια δε θα μ' έχεις και δε θα σ' έχω
και δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί να είναι τόσο έντονη η αίσθηση
της φθοράς και του τέλους σε καθετί όμορφο
και μ' απάντησες: "μα για να 'ναι πιο έντονη η στιγμή"
κι όλο αυτό το επιτακτικό έμοιαζε τόσο ξένο στο στόμα σου και
στην εντύπωση που μου άφηνες κάθε στιγμή
και τότε σε προσφώνησα με τ' όνομά σου
-έτσι-
και μ' αποκρίθηκες "πες μου" με μιαν ανέφελη απλότητα
και σου 'πα πως απλώς σε φώναξα για να μη σκέφτομαι
αυτό που σκεφτόμουν
καθώς κατεβαίναμε στο λιθόστρωτο σοκάκι
-ήταν αλήθεια λίγα τα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν όλα αυτά.

Σταθήκαμε σ' ένα πεζούλι, για να βγάλεις το πετραδάκι,
σου ζήτησα έντονα να σου βγάλω εγώ το παπούτσι και
να καθαρίσω το πετραδάκι σου, όπως ο Χριστός έπλυνε τα πόδια
των μαθητών του σε μια πράξη συμβολική
-αυτό, πλάκα πλάκα, το σκέφτηκα αργότερα, όταν είχαμε πια χωρίσει για το βράδυ
κι είχαμε γυρίσει σπίτια μας-
και με άφησες κι εγώ απαλά έβγαλα το παπούτσι σου,
το γύρισα ανάποδα
κι η μοσχοβολιά από τα λουλούδια ήταν ακόμη εντονότερη, που
σημαίνει πως ήμασταν ακόμη πιο κοντά στην εστία των ανθών τους,
και έπεσε το πετραδάκι και σκούπισα το πόδι σου,
ξανάβαλα το παπούτσι σου, έδεσε τα κορδονάκια τα σχεδόν διακοσμητικά
και φίλησα το γόνατό σου, όπως η μάνα όταν χτυπούσαμε
σε μια πράξη συμβολική
-αυτό, πλάκα πλάκα, το σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή, πριν χωρίσουμε για το βράδθ
έχοντας γυρίσει σπίτια μας.

Ο σύγχρονος κόσμος είναι λιγάκι χειρότερος από τον μυθολογικό,
όσο σκληρός κι αν είναι ο επίλογος του μύθου, όπως του Ορφέα,
που έχασε την Ευρυδίκη ανεβαίνοντας απ' τον Άδη ή του Σίσυφου
που αιώνια ανέβαζε την πέτρα που κατρακυλούσε.
Το τραγούδι του Ορφέα μαλάκωνε ως και τις πέτρες
και πόσο ευκολότερο θα 'ταν το ταξίδι του Σίσυφου πάνω κάτω στο βουνό
με μια πέτρα ελαφρύτερη,
σου είπα,
χαμογέλασες ανάμεσα στα φρύδια σου κι αυτό είναι μια εικόνα
που δε μπόρεσα να εξηγήσω σε κανέναν,
πώς γίνεται να χαμογελάς έξω απ' τα χείλη, λίγο πιο κάτω από το μέτωπο
κι ο ουρανός είχε μαυρίσει ολότελα
κι είχαμε κι εμείς γίνει πιο σκοτεινοί
κι η μυρωδιά γινόταν ξανά ολοένα και λιγότερο έντονη
και ποιος ξέρει,
αν τη συνηθίζαμε και δε μας έσκαγε στη μύτη η έντονη μοσχοβολιά
ή αν απομακρυνόμασταν από την εστία της.


Παρασκευή 18 Μαΐου 2018

Οι άνθρωποι πάντα αργούν | Σταμάτης Παρασκευάς





Κι οι άνθρωποι πάντα αργούν: φτάνουν καθυστερημένα στο ραντεβού στο συντριβάνι της πλατείας, στο παγκάκι, στο παρτέρι, στο περίπτερο και αργούν πάντα οι άνθρωποι χάνοντας το τρένο ή το λεωφορείο ή το ταξί που μόλις πέρασε. Κι οι άνθρωποι πάντα αργούν: εκμυστηρεύονται και ξομολογούνται, όταν πλέον είναι αργά και τότε τα λόγια ακούγονται περισσότερο σα συγγνώμη, παρά σαν ειλικρινή δήλωση. Συγγνώμη που άργησα να σου πω ότι είμαι ερωτευμένος μαζί σου ή συγγνώμη που πήγα με τον φίλο σου ή συγγνώμη που συγγνώμη για τη συγγνώμη. Κι οι άνθρωποι αργούν: κι αυτή η γενίκευση προκύπτει από το ότι όλοι μπορεί να βρεθούμε στη θέση του άλλου. Και ξέρεις τι μ' ενοχλεί πιο πολύ; Ότι όπως κατοχυρώνονται ζητήματα έμφυλης ταυτότητας ή φυλετικής κλπ, που δεν μπορώ ν' αυτοπροσδιοριστώ και να απεκδυθώ της ανθρώπινης ταυτότητάς μου, που πιότερο από τη θνητότητά μας ανυπόφορο πιο πολύ είναι το μη αναντικατάστατό μας, πιο πολύ ανυπόφορη είναι η ανταλλαξιμότητά μας. Κι οι άνθρωποι αργούν σε μέρες σταθερές και κλίματα ήπια και μοιάζουν με παραγινωμένα ροδάκινα ή με άστρα λίγο πριν την έκρηξη τη μεγάλη.

Σάββατο 5 Μαΐου 2018

Μην εξηγείς | Σταμάτης Παρασκευάς

Μην εξηγείς, δε χρειάζεται.

Δε χρειάζεται να μάθω. Δε χρειάζεται να θυμηθείς. Δεν απαιτείται τίποτε. Μόνο που γύρισες φτάνει. Δεν πιστεύω να περίμενες να σε ρωτήσω τι και πώς. Ούτε να σε καλωσορίσω. Έτσι όπως μπήκες άλλωστε, έμοιασε σχεδόν δεδομένο, σαν ανάσα που δεν την εξηγείς ή σαν το φεγγάρι που φωτίζει στις αμυχές ανάμεσα στα παντζούρια, στις τρίλιες του δέρματος και δε σε πήρα χαμπάρι. Ξέρεις, είμαστε ένας ολάκερα νέος μύθος αναμονής και νοσταλγίας και δε θα επιστρατεύσω ούτε την Πηνελόπη, ούτε την Ηλέκτρα, ούτε τον Γκοντώ, μήτε άλλους μύθους. Είμαστε από μόνοι μας αρκετοί. Μη μου εξηγήσεις, δε χρειάζεται. Τι να μάθω; Και πόσο να αντέξω πράματα που δεν έμαθα να αντέχω από καιρό, μόνο και μόνο για να φανεί πως σε ήθελα πίσω πάση θυσία. Δεν σε ήθελα. Δεν ήθελα. Έπαψα να επιθυμώ. Έπαψα να περιμένω. Έπαψα να νοσταλγώ. Πάψε να εξηγείς. Τόσην ώρα μιλάς και μέσα μου κάνω έναν απέραντο μονόλογο. Είμαι ήρεμος. Δεν έχω θυμό, κάθε συναίσθημα απαιτεί μνήμη και αναμονή και τουλάχιστον εγώ έπαψα να περιμένω. Δε σου επιτίθεμαι, μην εξηγείς. Κάθισε. Να, θα σου βάλω να φας πριν το ζητήσεις, να πιεις, να κάνεις ένα ντουζ & ας μην τα κάνεις. Μη μου εξηγήσεις γιατί δεν πεινάς ή δεν νυστάζεις. Τσιμπάω λίγο από το φαγητό από το ψυγείο. Ένα τσιγάρο φωτίζει σαν φάρος το στόμα μου. Το στόμα μου που πήρες όσο έλειπες. Θα ήταν λοιπόν σκληρό κατάμουτρά μου να μιλάς για όσα δε μπόρεσα τόσο καιρό εκούσια να σιωπήσω.


Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Λευτεριά | Σταμάτης Παρασκευάς

Η λευτεριά καθομοίωσι του έρωτα,
κατεικόνα του θανάτου,
κατακάτοπτρον παραμορφωτικό της εξουσίας.
Η λευτεριά είναι μια αλλοτρίωση αυτού που δεν ήθελες πια να είσαι.
Να πηγαίνεις εκεί που αγαπάς. Κι αυτό σημαίνει
πολλές φορές κι επιστροφή. Κι αυτό σημαίνει
μοναξιά και χωρίς άλλον πάντα να σε περιμένει.
Λευτεριά είναι η στιγμή που εκσπερματώνεις και σκέφτεσαι
μες στην ηδονή το ρίγος του θανάτου,
σαν που στο θάνατο εμπρός κάποιοι ήρωες σκεφτήκανε να κάνουν έρωτα κάλλιο.
Η πτέρυγα χιλιάδων ηρώων και τόσων ερώτων κι αστείρευτων νεκρών
καταλήγουν,
εκπίπτουν
σε έναν ήρωα, έναν έρωτα κι έναν νεκρό. Πολλές φορές το ίδιο και αυτό πρόσωπο.
Στο όνομα της λευτεράς, που είναι η λύση στου Ζήνωνος -ο έρωτας, ο θάνατος- το αίνιγμα.
Ποτέ λεύτεροι, ποτέ ερωτευμένοι, ποτέ νεκροί,
έτσι που πάντα λεύτεροι, ερωτευμένοι πάντα και νεκροί
για λίγη λευτεριά, λόγιο έρωτα και θάνατο
λίγο.

ΥΓ: Κάποια στιγμή σε συνάντησα. Είχα να σου πω κάτι συγκλονιστικό. Αλλά αυτό το προσωπικό μυστικό ήταν που μάς διαχώριζε πλέον. Φάγαμε, ήπιαμε, μιλήσαμε, κάθε στιγμή ήμουν έτοιμος να σου προλογίσω και να περάσω στο ζουμί, αλλά μπα... Έφυγα με ένα αγχωτικό χαμόγελο, που δεν κατάλαβες. Δε σου είπα τίποτε, μα στα είπα όλα. Όλα απ' αυτά που μάς ένωναν, εκτός από το μυστικό.




Παρασκευή 2 Μαρτίου 2018

Ποιείν α κελεύει έρως | Σταμάτης Παρασκευάς



Μάς είπαν πως όταν κληθούμε να υπερασπιστούμε την πατρίδα μας, αυτή δεν είναι κάτι απρόσωπο και αόριστο, αλλά είναι οι φίλοι μας, οι γονείς κι οι φίλοι μας, σώματα δηλαδή αγαπημένα, με τη δική τους φύση κι έξη και τις δικές τους ιδέες, το δικό τους χάδι πάνω μας, το δικό τους γέλιο και το δικό τους σώμα που μάς έμαθε και το δικό μας σώμα.

Είπα πως όταν κληθώ να υπερασπιστώ την πατρίδα, αυτή είναι πράγματα και άνθρωποι πολύ συγκεκριμένα, με αγωνίες και βάσανα, η ελευθερία είναι μια ελευθερία σπουδαία, να μπορείς να σκέφτεσαι ό,τι θες, να λες ό,τι θες, ν' αγαπάς και να ερωτεύεσαι ό,τι θες, να θες ό,τι θέλεις να θες, να κάνεις αυτό που θες.

Ἔστιν οὖν ἔρως μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδὼν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν.

Έμαθα, το λοιπόν, πλέον, έστω και καθυστερημένα να Σε υπερασπίζομαι.

Σαν υστερόγραφο όλο αυτό, έτσι πάει κάποιες φορές, μέτα την μέγιστη ήττα να έχεις τον χρόνο και την όρεξη να συνθηκολογήσεις στην ειρήνη που μας έπεται.

Ας είναι.

Έμαθα και στο λέω. Έμαθα να στο λέω. Έμαθα να λέω. Έμαθα, λέω. Αλήθεια.






Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017

Διάλογοι | Σταμάτης Παρασκευάς


- Σας επισκέπτομαι επειδή παρατήρησα μιαν αλλαγή.

- Αλλαγή; Μάλιστα! Τι αλλαγή;

- Εξαίσια!!!

- Εξαίσια...

- Μάλιστα. Απολαυτσική. Απολαυστικά εξαίσια. Εξαιρετικά απολαυστική κι εξαιρετικά απολαυστικά εξαίσια αλλαγή.

- Θα μπορούσατε να είστε λίγο πιο συγκεκριμένη;

- Ξύπνησα ένα πρωινό και πήγα να φτιάξω τον καφέ μου. Ένιωσα, σε αντίθεση με άλλες μέρες, πως δε χρειαζόμουν τον καφέ μου πια για να νιώσω πιο ενεργή. Ένιωθα πιο ζωηρή από ποτέ, ακόμη κι όταν ήμουν νέα 20 χρονών κι ερωτευμένη.

- Και ποιο το πρόβλημα;

- Στην αρχή κανένα. Ένιωθα υπερβολικά καλά.

- Έπειτα;