Αφήνουμε το στίγμα μας στους δρόμους που περπατάμε, στις στιγμές που φωτογραφίζουμε, στους τόπους που τρώμε και στους ανθρώπους που γνωρίζουμε.
Γη της Επαγγελίας έγραψα στο σημειωματάριο μου όσο ήμουν καθ’οδόν για την συχνά αποκαλούμενη “συμπρωτεύουσα”.
Τόσοι και τόσοι ύμνησαν τη Μητρόπολη της Μνήμης της Ψυχής – που έγραψε ο ποιητής
Άλλοι όρισαν πως μοναχά της πρέπει το καράβι – να μην τη δεις ποτέ απ’τη στεριά
Η υγρασία της γλυκιά
τα κόκκαλα μας να τσακίζει ο Βαρδάρης και εμείς να τον αγαπάμε πιο πολύ γιατί στην αγάπη πάντα υπάρχει λίγη τυρρανία
Σελανίκ* διάβασα κάποτε πως σημαίνει “Ρόδο του Σουλτάνου”
Αρχαία πόλη – Πυρηνική η ενέργεια που νιώθω εντός μου
Στην πλατεία Αριστοτέλους έχουν γραφτεί οι πιο απίθανες ιστορίες
Οι φίλοι μου πάντα εδώ – αγαπημένοι όλοι – με τις ζωές τους- Πρωταγωνιστές οι φίλοι μου – ο καθένας τους μοναδικός – χιλιάδες κόσμοι το παζλ της ζωής του καθενός
Οι φίλοι μου εκεί να μου λένε σαν να μην πέρασε μια μέρα για το αγόρι που τους χάωσε – για το αγόρι που τους άναψε – για το πως η πόλη γίνεται υγρότερη
οι φίλοι μου πάντα εκεί με τα άγχη και τα νέα ξεκινήματα τους – αλλά πάντα χαρούμενοι οι φίλοι μου.
Υπόκλιση στην Άνω Πόλη – πως να μην προσκυνήσουμε εμείς οι ταπεινοί επισκέπτες τη θέα που έταξε σε αυτή την πόλη ο Δημιουργός
Τα πλοία – Το λιμάνι- τις χαραμάδες φως που κλέβουν λίγο ουρανό σαν γρίλιες
Στο μυαλό μου αναβοσβήνει ο Μητροπάνος να χορεύει ζεμπέκικο
Περισσότερες από 70 συμμετοχές στο κάλεσμα του Φεστιβάλ.
Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με αφορμή τη δολοφονία του φιλάθλου Άλκη Καμπανού, προβάλλει ταινίες για το ζήτημα της οπαδικής βίας με στόχο να ευαισθητοποιήσει τους νέους. Συγκεκριμένα προκήρυξε διαγωνισμό για τη δημιουργία μονόλεπτων ταινιών από νέους και νέες 18 – 30 ετών.
Η πρόσκληση του Φεστιβάλ συνάντησε μεγάλη αποδοχή, συγκεντρώνοντας περισσότερες από 70 συμμετοχές. Στη συνέχεια, τριμελής κριτική επιτροπή επέλεξε τις 13 καλύτερες ταινίες, οι οποίες θα προβληθούν σε ειδική εκδήλωση που θα πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της 63ης διοργάνωσης, την Κυριακή 6 Νοεμβρίου, στις 17:00, στην αίθουσα Τάκης Κανελλόπουλος, στο Μουσείο Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Στην ίδια εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί και η ειδική προβολή πεντάλεπτης ταινίας, η οποία βασίζεται σε πραγματικό περιστατικό οπαδικής βίας. Πρόκειται για την ταινία «Soccer as an excuse for violence» του Μάικλ Ντουκάκις, που μας μεταφέρει την προσωπική μαρτυρία του ηθοποιού και σεναριογράφου από την επίθεση χούλιγκαν στο Θέατρο Τέχνης, τον Φεβρουάριο του 2011.
Οι ταινίες που θα προβληθούν
«12» σε σκηνοθεσία Μαρία Ελένη Σκαρόνη
«Ο 12τος Άνδρας» σε σκηνοθεσία Δημήτριος Μάλλινης
«43 Σελίδες» σε σκηνοθεσία Αλέξανδρος Πανίτσας
«The Bet» σε σκηνοθεσία Ντίνος Παπαγεωργίου, Σάββας Παπαγεωργίου
«Casuals» σε σκηνοθεσία Ζωή Σιγαλού, Παναγιώτης Σιγαλός
«Game over Radio» σε σκηνοθεσία Ανδρέας Παύλου
«Matador» σε σκηνοθεσία Δημοσθένης Μπούλιος, Αλέξανδρος Καρυπίδης
«Αγόρια Λύκοι» σε σκηνοθεσία Νοέμη Βασιλειάδου
«Άθλος» σε σκηνοθεσία Ευτυχία Ιωσηφίδου
«Αιτιοκρατία» σε σκηνοθεσία Σταύρος Πέτσας
«Αχρωμία» σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνος Βελισαρίου
«Και εγώ έπαιζα μπάλα» σε σκηνοθεσία Αλέξανδρος Λαγκαδινός
«Χάσαμε τη Μπάλα» σε σκηνοθεσία Μαρία Τσιόλη
«Soccer as an excuse for violence» του Michael Doukakis
Το Φεστιβάλ ευχαριστεί για την υποστήριξη τη Δομή 1ης Φεβρουαρίου 2022 – Εις το Όνομα του Άλκη, η οποία τιμά την μνήμη του Άλκη, υποστηρίζει τα θύματα οπαδικής βίας και αγωνίζεται για την αλλαγή της οπαδικής κουλτούρας.
Ο Λέων Α. Ναρ μας εισάγει σ΄ένα κομμάτι της ιστορίας της πόλης που αγαπάμε, άγνωστο σε πολλούς, με μια εξαιρετική περιγραφή που μας ταξιδεύει στην ιδιαίτερη αύρα των πραγμάτων, την οποία αποκτούσαν όταν βυθιζόταν σ΄αυτά ο Νίκος Παπάζογλου.
Με το "Αγροτικόν" είμαστε συνομήλικοι. Γεννήθηκα ακριβώς τη χρονιά που ο Παπάζογλου έστηνε το σπουδαιότερο τοπόσημο της μεταπολιτευτικής μουσικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης. Στο στούντιο "Αγροτικόν" ο Νίκος Παπάζογλου, άλλες φορές ως παραγωγός, άλλες ως ηχολήπτης, άλλες ως μουσικός και ενορχηστρωτής, μα πάντα ως εμπνευσμένος δημιουργός, σημάδεψε τη δισκογραφική παραγωγή της χώρας ολόκληρης. Θα ξεδιπλωνόταν το πληθωρικό ταλέντο του Σωκράτη Μάλαμα, αν ο Νικόλας δεν τον παρότρυνε να ηχογραφήσει τα πρώτα του τραγούδια, τις Ασπρόμαυρες Ιστορίες, με τη σύμπραξη βέβαια, της Ντόρας Ρίζου, παραγωγού της Lyra; Ο Παπάζογλου όχι μόνο ενθάρρυνε τις ανησυχίες τού μέχρι τη στιγμή εκείνη κιθαρίστα του συγκροτήματός του, αλλά στήριξε σθεναρά το όραμα του Σωκράτη. Το ίδιο έκανε και με ένα σωρό άλλους. Κόσμος και κοσμάκης ηχογράφησε στο στούντιο, από τις Τρύπες και τον εμπνευσμένο Μανώλη Ρασούλη μέχρι τον μέγιστο Θανάση Παπακωνσταντίνου και τη Μελίνα Κανά.
Στο "Αγροτικόν" ηχογραφήθηκαν τραγούδια που έθεσαν τη Θεσσαλονίκη στο επίκεντρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας της χώρας στις αρχές της δεκαετίας του '90. Ο Παπάζογλου έψαχνε διαρκώς να βρει τα στοιχεία που τον όριζαν, τις συντεταγμένες του εαυτού τους μέσα στο χρόνο. Η ιστορία θα γράψει ότι η δεκαετία του ΄90 αποτέλεσε το σημείο διασταύρωσης όχι μόνο των κοινωνικών, αλλά και των πολιτικών αλλαγών, των καθημερινών μας συνηθειών εν γένει. Και ο Παπάζογλου ήξερε καλά ότι στο "Αγροτικόν", στον χώρο της επικράτειάς του, γεννήθηκαν πολλά εμβληματικά τραγούδια, ζυμώθηκαν σχέσεις που σημάδεψαν τα μουσικά δρώμενα της χώρας, προέκυψαν ένα σωρό σπουδαίες συνεργασίες.
Και αναφέρομαι κυρίως στα τέλη της δεκαετίας του '80, αρχές της δεκαετίας του '90, στην περίοδο που ο Μάλαμας έβγαζε τον πρώτο του δίσκο, τις Ασπρόμαυρες ιστορίες, την εποχή που οι ΄Αγαμοι Θύται έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση τον Οκτώβριο του 1990, εγκαινιάζοντας τη μουσική σκηνή Βολτάζ, την ίδια, πάνω κάτω, εποχή που ο Δημήτρης Ζερβουδάκης, ο ΓΙώργος Καζαντζής, ο Αργύρης Μπακιρτζής και οι Χειμερινοί Κολυμβητές αποτύπωναν το γερό στίγμα τους στο ελληνικό τραγούδι. Και, βέβαια, όχι μόνο αυτοί, αλλά μια πλειάδα έντεχνων συνθετών και ερμηνευτών που εμπλουτίζουν διαρκώς τόσο τη δισκογραφία όσο και τις ζωντανές τους εμφανίσεις, επιμένοντας να εμπνέονται και να δημιουργούν στη Θεσσαλονίκη. Ο Κώστας Βόμβολος, ο Γιώργος Χριστιανάκης, και αργότερα η Μελίνα Κανά, η Λιζέτα Καλημέρη, ο Γιάννης Αγγελάκας, ο Παύλος Παυλίδης και τόσοι άλλοι.
Πολλοί είναι οι καλλιτέχνες που έχουν να θυμηθούν κάτι από το "Αγροτικόν". Σίγουρα, από τα καταγεραμμένα περιστατικά ξεχωρίζω αυτό με πρωταγωνιστή τον Μάνο Χατζιδάκι, που βρέθηκε στο στούντιο, γιατί την περίοδο εκείνη το χρησιμοποιούσε και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Ο αστικός μύθος λέει ότι ο Παπάζογλου πήγαινε κάθε μεσημέρι να παραλάβει τα παδιά του από το σχολείο και να τα μεταφέρει στο σπίτι του. ΄Οταν, λοιπόν, εξήγησε στον Χατζιδάκι τον λόγο της προσωρινής του αποχώρησης, αυτός του απάντησε: "Ακόμα κάθεσαι;". Αφού ο Παπάζογλου εκπλήρωσε τα πατρικά του καθήκοντα και επέστρεψε στο "Αγροτικόν", βρήκε τον Χατζιδάκι ξαπλωμένο, κάτω στη μοκέτα, να κοιμάται, γεγονός που μόνο άνετα δεν τον έκανε να αισθανθεί. Βέβαια, στο στούντιο, και πιο συγκεκριμένα στην κονσόλα, αποκοιμήθηκαν πάρα πολλοί συντελεστές, κατάκοποι από τους οργιώδεις ρυθμούς που επικρατούσαν, όπως μου εισήμανε ο Παναγιώτης Κουτσούρος, μποζουκτσής και επί χρόνια στενός συνεργάτης του Νίκου Παπάζογλου.
Υπήρχαν καταπληκτικές στιγμές δημιουργίας, πρώτα από όλα γιατί το στούντιο αποτέλεσε έναν πυρήνα όπου μαζεύονταν διάφοροι και προσέφεραν καινοτόμες ιδέες και εναλλακτικά παιξίματα. Δημιουργικό ζυμωτήρι ιδεών. ΄Εμπαινε κάποιος να κάνει ένα δίσκο και κατέληγε να εμπλέκεταιι σε ποικίλες εξαιρετικές εμπειρίες, να εμπλουτίζεται και να συναντιέται με τη δεξιοτεχνία ανθρώπων και με μουσικές εμπνεύσεις που ούτε καν φανταζόταν. Πώς αλλιώς μπορούσαν να προκύψουν τέτοιες πρωτότυπες μουσικές, τέτοιες εμπνευσμένες ενορχηστρώσεις, τέταοια σπάνια ηχοχρώματα; Ο χώρος αυτός φαίνεται τελικά ότι ενέπνεε. ΄Ηταν "Αγροτικόν" κανονικά: μπαινόβγαινε όποιος ήθελε. Και ήταν τα υψηλά κόστη το γεγονός που κατέστησε το στούντιο οικονομικά μη βιώσιμο, μετά από τριάντα σχεδόν χρόνια ακατάπαυστης λειτουργίας, όχι, βέβαια, στο ίδιο ακριβώς οίκημα, αλλά στην ευρύτερη περιοχή της Τούμπας, κοντά στον ΄Αγιο Θεράποντα, στην οδό Παπάφη αρχικά, λίγο δυτικά της Μπότσαρη, και δίπλα στα παλιά γραφεία της Μεντ αργότερα. Εκεί, δηλαδή, που ο Παπάζογλου προσπάθησε να εμπεδώσει την ελληνική παράδοση και να τη μπολιάσει στα τραγούδια του, εκεί που προφανώς, έκων άκων, καθόρισε και τις επιλογές άλλων δημιουργών σε σχέση με αυτά που άκουγε.
Τις Κυριακές, λέει, δεν έκαναν πρόβες στο "Αγροτικόν". Το σίγουρο είναι ότι το ηχόχρωμα στην περιοχή ήταν αλλιώτικο. Την Κυριακή ακούγονταν μόνο οι ιαχές των οπαδών του ΠΑΟΚ από το παρακείμενο γήπεδο της Τούμπας. Τις καθημερινές, όμως, και τα Σάββατα δέσποζε άλλοτε ο τζουράς του Θανάση Παπακωνσταντίνου, άλλες φορές οι κιθάρες του Μπάμπή Παπαδόπουλου και άλλες πάλι η φωνή του Αγγελάκα. Μιλάμε, επομένως, για την απόλυτη "φωλιά" πολιτισμού. Δεν υπήρχε αντίστοιχος χώρος στη Θεσσαλονίκη με τέτοια δημιουργική αυτονομία. Εκεί γίνονταν τα πάντα: κλείνονταν οι συναυλίες, εκεί κουβεντιάζονταν θέματα που απασχολούσαν πολλούς δημιουργούς σε οικεία ατμόσφαιρα. Εκεί το πνεύμα της όποιας παραγωγής ακολουθούσε πάντοτε τη γραμμή του ποιοτικού οράματος. Και εκεί, πίσω από την κονσόλα συνήθως, ο Νίκος Παπάζογλού να ακούει με προσοχή την ιδέα του καθενός , να εμπλουτίζει, να αφαιρεί, συμβουλευτικά και καθόλου επεμβατικά. Εκεί γράφτηκαν πολλές από τις σελίδες που συνθέτουν την ιστορία της μουσικής παραγωγής της χώρας, εκεί εκτυλίχθηκαν δεκάδες δρώμενα που βρίσκονται πίσω από τους δίσκους που αγαπήσαμε, πίσω από τα τραγούδια που μας συντροφεύουν. Εκεί βρίσκονταν μαζί οι μουσικοί και οι ερμηνευτές που έπρεπε να συμμετάσχουν στη δημιουργία ενός τραγουδιού μέσα στο στούντιο. Και εκεί έβγαινε και αποτυπωνόταν το μεράκι, με δυο-τρεις πρόβες, με κάποιες τελευταίες ρυθμίσεις, και ό,τι έγραφες την ώρα που είχες πατήσει "εγγραφή" στο μαγνητόφωνο. Εκεί, τέλος, ο Παπάζογλου κι οι συνεργάτες του πειραματίστηκαν με τεχνικές αυτοσχεδιαστικές που για την εποχή τους είχαν πολύ πρωτοποριακά αποτελέσματα.
"Ο άνθρωπος που είχε στα χέρια του κατσαβίδια" - όπως λέει χαρακτηριστικά για τον "Παπάζι" ο Παναγιώτης Κουτσούρας, ο οποίος θυμάται ένα περιστατικό που επιβεβαιώνει εμφατικά την ικανότητα του "Πουσπούλ" να λύνει προβλήμετα που προέκυπταν την ώρα της δουλειάς. "Κάναμε μείξη τη "Μάισα Σελήνη", την τελευταία δουλειά του Νίκου, κι αφού είχαμε οργανώσει τα πάντα, πήγαμε να βάλουμε σε λειτουργία ένα μηχάνημα που δίνει επιπλέον βάθος στον ήχο, παλιό μηχάνημα, αλλά απαραίτητο εκείνη τη στιγμή. Ο βόμβος που έβγαινε ήταν πολύ έντονος, ο οποιοσδήποτε άλλος θα τα παρατούσε και θα πετούσε επί τόπου το μηχάνημα. Ο Παπάζογλου με προέτρεψε να πάω μια βόλτα για μιάμιση ώρα, και όταν γύρισα είχε φτιάξει έναν αναστροφέα φάσης που εξαφάνισε τον βόμβο που ακουγόταν πριν. Αυτός ήταν ο Παπάζογλου.
Είμαι σίγουρος ότι τον Νίκο Παπάζογλου θα τον έτρωγε η αδιαφορία των φορέων στους οποίους απευθύνθηκε, προκειμένου να διασωθούν κάποια από τα "άχρηστα" μηχανήματα του στούντιο, που πετάχτηκαν βορά της ψηφιακής τεχνολογίας. Εξάρτήματα, ευρεσιτεχνίες και δεκάδες ταινίες με βαριά ιστορία.
Κλείνω με μια μαρτυρία του μουσικού, συνθέτη και κιθαρίστα Μπάμπη Παπαδόπουλου, που ηχογράφησε αμέτρητες φορές στο στούντιο, τόσο ως άμεσος συνεργάτης του Παπάζογλου όσο και συμμετέχοντας σε άλλες παραγωγές. "Αν και έχω ζήσει πολλές ώρες στο "Αγροτικόν", και παρόλο που έχω κάνει πάρα πολλές ηχογραφήσεις, μου ήταν πολύ δύσκολο να θυμηθώ μία ιστορία να διηγηθώ. Είναι τόσο πολλές, που μάλλον έχουν καταγραφεί στο μυαλό και έχουν δημιουργήσει μια συνολική εικόνα και ένα σύμπλεγμα συναισθημάτων. Μπορώ όμως να σας πω για την τελευταία μου εμπειρία με αυτόν τον χώρο. ΄Οταν αποφασίσαμε να γράψουμε την Αγρύπνια του Θανάση Πσαπακωνσταντίνου, θελήσαμε να ηχογραφήσουμε ζωντανά την ορχήστρα, οπότε σκεφτήκαμε το "Αγροτικόν", μιας και γνωρίζαμε ότι ήταν ο καλύτερος χώρος στην πόλη για αυτή τη δουλειά. ΄Οταν επισκεφτήκαμε, λοιπόν, τον Νίκο, για να συνεννοηθούμε για όλα τα πρακτικά θέματα, βρεθήκαμε προ εκπλήξεως μεγάλης. Το στούντιο υπολειτουργούσε ή δεν λειτουργούσε καθόλου εκείνη την εποχή. Σπάνιο για τα παλαιότερα χρόνια, τα χρόνια της ακμής του δηλαδή. Η κονσόλα ήταν διαλυμένη και κομματιασμένη, δεν μπορώ να σου περιγράψω. Ο Νίκος, βέβαια, με τη χαρακτηριστική του άνεση, μας βεβαίωσε ότι όλα θα ήταν έτοιμα όταν αποφασίζαμε να μπούμε μέσα. Φυσικά, αυτός έκανε σέρβις στα μηχανήματά του, όπως γνωρίζετε. Η ηχογράφηση, λοιπόν, ξεκίνησε στην ώρα της και το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Εκεί που μπορεί κανείς να ακούσει και να καταλάβει την ποιότητα αυτού του χώρου, είναι το κομμάτι "΄Αστρο του πρωινού". Ηχογραφήθηκε ζωντανά. Η ορχήστρα σε κύκλο κι ο Νίκος στη μέση να τραγουδάει. Ηχογράφηση μια κι έξω, α λα παλαιά. Καταπληκτική στιγμή και αυτό αποτυπώνεται στην ηχογράφηση".
-----
Το παρόν κείμενο, που καθώς το αναπαρήγαγα σκεφτόμουν ότι θα μπορούσε να είναι και μια πολύ όμορφη ραδιοφωνική εκπομπή ή podcast, πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό "ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ', στο τελευταίο τεύχος αρ. 73, που μπορείτε να το βρείτε εκτός από τη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, στο βιβλιοπωλείο της University Studio Press, στον Ευρυπίδη και στο Φάσμα.
Οι φωτογραφίες είναι άλλες απ΄αυτές της αρχικής δημοσίευσης, ενώ προστέθηκαν τα μουσικά έργα που αναφέρονται στο άρθρο.
Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.
Μάισα Σελήνη - Νίκος Παπάζογλου
Ασπρόμαυρες Ιστορίες - Σωκράτης Μάλαμας
΄Αστρο του πρωινού - Θανάσης Παπακωνσταντίνου
ΛΕΩΝ Α. ΝΑΡ
Ο Λέων Α. Ναρ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1974. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Α.Π.Θ.
και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές Νεοελληνικής Φιλολογίας, Βιβλιολογίας
και Διδακτικής της Λογοτεχνίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο (2000), ενώ το 2007
αναγορεύτηκε Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας. Τον Νοέμβριο του 2015
έγινε δεκτός ως μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και τον Δεκέμβριο του 2017 ολοκλήρωσε την μεταδιδακτορική του έρευνα. Το
2007 εξέδωσε (σε συνεργασία με τον Γιώργο Αναστασιάδη και τον Χρήστο
Ράπτη) το βιβλίο Εγώ ο εγγονός ενός Έλληνα, η Θεσσαλονίκη του Νικολά
Σαρκοζί[1], (Καστανιώτης) το οποίο μεταφράστηκε και στα γαλλικά. Το 2009 εκδόθηκε το δίτομο έργο του Ναρ με τίτλο Γιωσέφ Ελιγιά, Άπαντα[2](Γαβριηλίδης), ενώ την ίδια χρονιά επιμελήθηκε το επετειακό λεύκωμα 25 χρόνια Ιανός[3].
Το 2011 κυκλοφόρησε το δίγλωσσο (σε ελληνική και αγγλική γλώσσα) βιβλίο
του με τίτλο Το μέλλον του παρελθόντος, Θεσσαλονίκη 1912-2012[4] (Καπόν), (με φωτογραφίες του Γιώργη Γερόλυμπου), και η μελέτη Ισραηλίτες Βουλευτές στο Ελληνικό Κοινοβούλιο[5] που επιμελήθηκε το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων. Το 2014 κυκλοφόρησε το βιβλίο Το παιχνίδι της εξέδρας σχολιασμένα συνθήματα από τα ελληνικά γήπεδα[6](Μεταίχμιο). Το 2017 κυκλοφόρησε (Ευρασία) το θεατρικό έργο του "Δεν σε ξέχασα ποτέ"[7] (μαζί με cd των σεφαραδίτικων τραγουδιών της ομώνυμης παράστασης) που ανέβηκε από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος το 2017[8]. Το 2018 κυκλοφόρησε το βιβλίο Ξανά στη Σαλονίκη. Η μετέωρη επιστροφή των Ελλήνων Εβραίων στον γενέθλιο τόπο (1945-46)[9][10] από τις εκδόσεις Πόλις. Κείμενά του, επίσης, έχουν δημοσιευτεί σε 8 συλλογικούς τόμους.
Το 2020 επιμελήθηκε μέρος από το υλικό
από το αρχείο του Αλμπέρτου Ναρ, με ηχογραφήσεις σεφαραδίτικης μουσικής
που βρίσκεται στο ΕΛΙΑ Θεσσαλονίκης, το οποίο κυκλοφορεί και γίνεται
γνωστό με την τρίγλωσση έκδοση I REMEMBER... ΘΥΜΑΜΑΙ, όπου επιζώντες του Ολοκαυτώματος τραγουδούν Σεφαραδίτικα τραγούδια (εκδόσεις IANOS).
΄Αρχισα να ακούω το cd που κυκλοφορεί με τη φροντίδα και την καινοτόμα τόλμη των εκδόσεων IANOS με το πού το πήρα στα χέρια μου. Αμέσως μετά το unboxing. Η μια φωνή ήταν άλλοτε μικρού κοριτσιού, άλλοτε σκερτσόζας γυναίκας. Είχαν όλο το κρυφό ταμπεραμέντο, κουβαλημένο στους αιώνες, ζυμωμένο στις γειτονιές και στα γκέτο. Είχαν όλο το τραύμα και ταυτόχρονα έκλειναν πονηρά το μάτι στην Ιστορία, λέγοντας χωρίς λόγια: "Εδώ είμαστε". Η ατμόσφαιρα είχε το εν τη γενέσει στοιχείο μιας μουσικής πραγματικότητας. Με την έννοια, ότι καθώς ξετυλίγονταν οι μελωδίες, με την εισαγωγή να μπαίνει με τη φωνή του Αλμπέρτου Ναρ, έγραφε ήδη μια μουσική ιστορία, αυτή που το cd έτσι φτιαγμένο, απλά, a capella, πραγματικά προοριζόταν να εγκαθιδρύσει. Για πρώτη φορά, δυο "Σαλονικάι", που στα εβραϊκά πάει να πει άντρας ρωμαλέος κι εύστροφος, ενώνονται στο Χωροχρόνο και αναφωνούν δίγλωσσα, στα ελληνικά και στα λαντίνο, - όπως στο ομώνυμο διήγημα- , "Αλεβάντα Τζάκο, Σήκω επάνω Τζάκο!", περιηγούμενοι ίδια όπως εκείνος ο ήρωας, τη Σαλονίκη που σώνει η μνήμη. Το αρχείο του Αλμπέρτου Ναρ, είναι όπως διαβάζουμε εκτενές και αυτό το εγχείρημα εμφανίζει μόνο ένα μικρό απόσπασμά του. Είναι αρκετό όμως να διαπιστώσουμε την κατανυκτική προσοχή με την οποία συλλέχθηκε και διασώθηκε ένα μεγάλο κομμάτι ανομολόγητου πολιτισμού της πόλης της Θεσσαλονίκης, με τα τραγούδια ερμηνευμένα στην ισπανικοεβραϊκή διάλεκτο Λαντίνο, αλλά τόσο ζυμωμένα στην ελληνική καθημερινότητα, στη μουσική πραγματικότητά της Ελλάδας ως και στις μέρες μας, που πια την πλειοψηφία των τραγουδιών την ξέρουμε, την έχουμε τραγουδήσει, βιώσει κλάψει όλοι μας. Το γελεκάκι, για παράδειγμα, που περιέχεται σ΄αυτό το θησαύρισμα, το τραγουδούσε όπως μου έλεγαν, η Σμυρνιά γιαγιά μου στον συμπατριώτη της παππού μου, για να του φτιάξει τη μέρα και είναι βίωμα και αγαπημένο και σε μένα. Η επιλογή επίσης των τραγουδιών, που έγινε από τον Λέοντα Ναρ, έχει όλο το σεβασμό στην αποτύπωση της βιωμένης καθημερινότητας στην οποία ανατράφηκε ο ίδιος και ο πατέρας του, όπως και το σύνολο σχεδόν των κατοίκων της εποχής που γράφτηκαν και τραγουδήθηκαν στις γειτονιές της Θεσσαλονίκης τα σεφαραδίτικα τραγούδια. Εδώ είναι όλα, η γλύκα, τα γλέντια, το μεράκι, ο ξεριζωμός, το συναίσθημα, η απώλεια. Είναι παρούσα μέσω των τραγουδιών η κουλτούρα της πόλης, ο τρόπος που διασκέδαζαν, η καθημερινή μάχη για επιβίωση, η τιμιότητα, στοιχεία αμιγώς ενσωματωμένα στην κουλτούρα της ελληνικής κοινωνίας συνολικά ως σήμερα. Στην εισαγωγή που υπογράφει ο ίδιος, αυτό ξεδιπλώνεται ευκρινέστατα. Διαβάζοντας τα κείμενα του βιβλίου, με τον πρόλογο του Νίκου Ορδουλίδη,μπαίνουμε στο ιστορικό πλαίσιο και αντιλαμβανόμαστε πόσο συντaρακτικό είναι αυτό στο σήμερα. Η εκπληκτική μας συνάφεια με τα τραγούδια αυτά, ως κληρονομιά, παράδοση και βίωμα. Γιατί στην παράδοση, όπως λέει κι ο ποιητής, παραδίδεις, δεν παραλαμβάνεις απ΄αυτή. Καθώς λοιπόν άρχισαν να σκάνε απ΄τις μελωδίες, πρόσωπα του μουσικού καμβά της Σαλονίκης, οι άνθρωποί της, οι μουσικοί της, οι συνήθειες, οι καημοί, η ανδρική φωνή σε έφτανε μέσα από μια ιδιαίτερη χροιά, πότε με ροπή προς τον ψαλμό, πότε προς το ρεμπέτικο τραγούδι, αποτυπώνοντας ακόμη μια φορά αυτό που αποτελούσε τη μουσική πραγματικότητα των σεφαραδίτικων τραγουδιών έτσι όπως ήταν ζωή για τους ανθρώπους. Γι΄αυτό έχουν την ικανότητα, εξαιρετικά αβίαστα όσο και αστραπιαία, να μας μεταφέρουν εκεί, στην εποχή, στην πραγματικότητα, στην καθημερινότητα, μας μεταδίδουν το ακριβές κλίμα της ζωής. Και αποδεικνύουν χωρίς λόγια την αλήθεια που ξέραμε όλοι: Καμία εκτόπιση, κανένας ξεριζωμός καμιά μαζική εξόντωση δεν είναι ικανή να συλήσει τη μνήμη. Να εμποδίσει την παράδοση να ενσωματωθεί και να συνεχιστεί στην φιλόξενη αγκαλιά της Πατρίδας που στέκει μακριά από συμφέροντα, συσχετισμούς και συγκυρίες. Η μεροκαματιάρισσα ψυχή των τραγουδιών ζεσταίνεται σε κόρφους μικρασιάτικους, κατεβαίνει πρόσφυγας από τη Σαλονίκη και κοιμάται στα προσφυγικά ντιβάνια της Νέας Φιλαδέλφειας, ξυπνάει με τούρκικο καφέ και τραγουδιέται στα προσφυγικά χείλη ζευγαριών τα πρωινά δίπλα στο αγιόκλημα. Κλαίει για το τραύμα και θρηνεί αξιοπρεπώς την απώλεια. Γίνεται βίωμα των παιδιών που γεννιούνται εδώ, που δεν έζησαν προσφυγιά, Ολοκαύτωμα, χριστιανόπουλα, εβραιόπουλα, όλα ελληνόπουλα, καταλήγουν σε μια κασέτα.
Και στα '20, μετά τον κορονοϊό, τρυπούν με φροντίδα σε ένα διάφανο πορτάκι ως ψηφιακός δίσκος, για να φέρουν ακόμη μια φορά, στους απογόνους, στους επιγόνους, στους φίλους της καλής μουσικής, δάκρυα θερμά, να ταξιδέψουν πίσω στο χρόνο στη Σαλονίκη όπως βιώθηκε από το 1492 ως το 1943, κεντήστρα, μερακλού, εργατομάνα, μα πάντα με το νου στο τραγούδι και στο γλέντι απ΄το τίποτε, εκ των ενόντων που λένε σήμερα.
Εκεί μας μπάζει αυτή η έκδοση με την τεκμηριωμένη απλότητά της, την ερμηνεία των τραγουδιών χωρίς τη συνοδεία οργάνων. Η αλήθεια δεν έχει ανάγκη από στόμφο ούτε βαρύγδουπο τρόπο για να ειπωθεί. Στέκει εκεί, διάφανη, μελωδική και αιώνια. Κι αντιληπτή στον κόσμο όλο ως παγκόσμια μνήμη. Ως παρακαταθήκη ζωής. Και κάνει τη Σαλονίκη, ξανά, να θυμηθεί ό,τι πάσχισαν να την κάνουν να ξεχάσει, ξεριζώνοντας μνήμες, μάρμαρα, ανθρώπους, στέκια. Μα ο πολιτισμός της πόλης δεν αφανίζεται, αενάως βρίσκει τον τρόπο και επανεμφανίζεται. Και λάμπει πάλι. Και τώρα, μ΄αυτό το βιβλίο-cd στα χέρια, η διατήρηση του εγγενούς πολιτισμού, μοιάζει, επιτέλους, απλή και εφικτή.
Ο Αλμπέρτος Ναρ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου πέρασε όλη τη ζωή του. Γιός σεφαραδιτών Εβραίων, επιζώντων του Ολοκαυτώματος. Παρακολούθησε μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και εργάστηκε ως γραμματέας της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης. Διηύθυνε το Κέντρο Ιστορικών Μελετών Εβραϊσμού Θεσσαλονίκης και ήταν μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του Κέντρου Ιστορίας του Δήμου Θεσσαλονίκης. Συνεργάστηκε με το ιστορικό περιοδικό του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος (ΚΙΣΕ) Χρονικά και αρθρογράφησε στις εφημερίδες Μακεδονία και Θεσσαλονίκη.[1] Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1985 με το βιβλίο "Οι συναγωγές της Θεσσαλονίκης. Τα τραγούδια μας", με πρόλογο του Γιώργου Ιωάννου. Τις μελέτες λαογραφικού και όχι μόνο ενδιαφέροντος, με τις οποίες επιχειρεί να φωτίσει το χαρακτήρα της Εβραϊκής κοινότητας στην ιστορική διαδρομή της, τις συνέχισε ο Ναρ και μετά το 1985, συγκεντρώνοντας το σύνολο της δουλειάς του στο βιβλίο "Κειμένη επί ακτής θαλάσσης" (1997). Αναφορά πρέπει οπωσδήποτε να γίνει και στο βιβλίο "Προφορικές μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα" (1998), που κυκλοφόρησε μαζί με την Έρικα Κούνιο Αμαρίλιο. Ως πεζογράφος εμφανίστηκε επίσης το 1985 με διήγημα από το περιοδικό "Το δέντρο", αλλά συνεργάστηκε στενά και με τα περιοδικά "Παραφυάδα" και "Το τραμ" (Τρίτη διαδρομή). Κυκλοφόρησε επίσης τις συλλογές διηγημάτων : "Σε αναζήτηση ύφους" (1991, δεύτερη έκδοση το 1997 εμπλουτισμένη με πέντε ακόμα διηγήματα), και "Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός" (1999). Ήταν τακτικός συνεργάτης των εφημερίδων "Μακεδονία" και "Θεσσαλονίκη". Κείμενά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, γαλλικά και εβραϊκά. Το 2011, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Βιβλίου Θεσσαλονίκης, μίλησαν για το έργο του Αλμπέρτου Ναρ, οι Τάσος Καλούτσας, Θωμάς Κοροβίνης, Μανόλης Ξεξάκης και Περικλής Σφυρίδης.Στις 10.5.2015, με αφορμή τα 10 χρόνια από το θάνατό του, οι εκδόσεις Νεφέλη και Ευρασία διοργάνωσαν στο πλαίσιο της 12ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης εκδήλωση για το έργο του με ομιλητές τους Χρίστο Ζαφείρη, Θωμά Κοροβίνη, Γιώργο Σκαμπαρδώνη και Θανάση Τριαρίδη. Υλικό από το αρχείο του Αλμπέρτου Ναρ με ηχογραφήσεις σεφαραδίτικης μουσικής βρίσκεται στο ΕΛΙΑ Θεσσαλονίκης. Απόσπάσμα του γίνεται γνωστό σήμερα με την έκδοση I REMEMBER... ΘΥΜΑΜΑΙ, όπου επιζώντες του Ολοκαυτώματος τραγουδούν Σεφαραδίτικα τραγούδια. Διηγήματά του έχουν αναδημοσιευθεί σε πολλά ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.
ΛΕΩΝ Α. ΝΑΡ
Ο Λέων Α. Ναρ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1974. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Α.Π.Θ. και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές Νεοελληνικής Φιλολογίας, Βιβλιολογίας και Διδακτικής της Λογοτεχνίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο (2000), ενώ το 2007 αναγορεύτηκε Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας. Τον Νοέμβριο του 2015 έγινε δεκτός ως μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και τον Δεκέμβριο του 2017 ολοκλήρωσε την μεταδιδακτορική του έρευνα. Το 2007 εξέδωσε (σε συνεργασία με τον Γιώργο Αναστασιάδη και τον Χρήστο Ράπτη) το βιβλίο Εγώ ο εγγονός ενός Έλληνα, η Θεσσαλονίκη του Νικολά Σαρκοζί[1], (Καστανιώτης) το οποίο μεταφράστηκε και στα γαλλικά. Το 2009 εκδόθηκε το δίτομο έργο του Ναρ με τίτλο Γιωσέφ Ελιγιά, Άπαντα[2](Γαβριηλίδης), ενώ την ίδια χρονιά επιμελήθηκε το επετειακό λεύκωμα 25 χρόνια Ιανός[3]. Το 2011 κυκλοφόρησε το δίγλωσσο (σε ελληνική και αγγλική γλώσσα) βιβλίο του με τίτλο Το μέλλον του παρελθόντος, Θεσσαλονίκη 1912-2012[4] (Καπόν), (με φωτογραφίες του Γιώργη Γερόλυμπου), και η μελέτη Ισραηλίτες Βουλευτές στο Ελληνικό Κοινοβούλιο[5] που επιμελήθηκε το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων. Το 2014 κυκλοφόρησε το βιβλίο Το παιχνίδι της εξέδρας σχολιασμένα συνθήματα από τα ελληνικά γήπεδα[6](Μεταίχμιο). Το 2017 κυκλοφόρησε (Ευρασία) το θεατρικό έργο του "Δεν σε ξέχασα ποτέ"[7] (μαζί με cd των σεφαραδίτικων τραγουδιών της ομώνυμης παράστασης) που ανέβηκε από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος το 2017[8]. Το 2018 κυκλοφόρησε το βιβλίο Ξανά στη Σαλονίκη. Η μετέωρη επιστροφή των Ελλήνων Εβραίων στον γενέθλιο τόπο (1945-46)[9][10] από τις εκδόσεις Πόλις. Κείμενά του, επίσης, έχουν δημοσιευτεί σε 8 συλλογικούς τόμους. Το 2020 επιμελήθηκε μέρος από το υλικό από το αρχείο του Αλμπέρτου Ναρ, με ηχογραφήσεις σεφαραδίτικης μουσικής που βρίσκεται στο ΕΛΙΑ Θεσσαλονίκης, το οποίο κυκλοφορεί και γίνεται γνωστό με την τρίγλωσση έκδοση I REMEMBER... ΘΥΜΑΜΑΙ, όπου επιζώντες του Ολοκαυτώματος τραγουδούν Σεφαραδίτικα τραγούδια (εκδόσεις IANOS).
Crowdfunding:
«Πικρό Γάλα» των Άλκη Παπαδόπουλου και
Κατερίνας Αδαμίδου
Η
πτυχιακή ταινία του Τμήματος Κινηματογράφου,
ΑΠΘ ζητάει τη βοήθειά σας για να
πραγματοποιήσει με ασφάλεια τα γυρίσματά
της.
Η Μαριάννα, μια
γυναίκα γύρω στα 30, επιλέγει μετά από
χρόνια να επιστρέψει στο πατρικό της
σπίτι στο χωριό. Εκεί βρίσκει τον
ετοιμοθάνατο πατέρα της, Παύλο, τον
οποίο φροντίζει η μητέρα της, Χριστίνα.
Το σπίτι ξυπνάει στη Μαριάννα τραυματικές
αναμνήσεις από την παιδική της ηλικία.
Το
«Πικρό Γάλα» είναι ένα επαρχιακό δράμα
που θα γυριστεί τον Σεπτέμβρη στην
Κατερίνη, στο χωριό Σφενδάμη. Θέμα της
ταινίας είναι η παιδική ηλικία και πως
αυτή επηρεάζει την ενήλικη ζωή ενός
ανθρώπου. Η Μαριάννα και η οικογένειά
της λειτουργούν σαν μικρογραφία της
κοινωνίας μας, η οποία κλείνει τα μάτια
και δεν αντιδρά στην βία. Η ταινία αυτή
μας (υπεν)θυμίζει πόσο μοιραίες μπορούν
να είναι οι συνέπειες ενός κακού
οικογενειακού περιβάλλοντος στην
ενήλικη ζωή.
ΣΧΕΤΙΚΑ
ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΜΠΑΝΙΑ
Σχεδόν
όλες οι ταινίες που παράγονται στη σχολή
μας χρηματοδοτούνται καθαρά από εμάς
που τις δημιουργούμε. Η COVID-19
δεν μας επέτρεψε να κάνουμε ένα πάρτυ
οικονομικής ενίσχυσης για την ταινία
μας, οπότε επιλέξαμε να δημιουργήσουμε
μια crowdfunding
καμπάνια με στόχο να μπορέσουμε να
καλύψουμε κάποια από τα βασικά έξοδα
των γυρισμάτων μας.
Σημαντικό
για εμάς είναι να κάνουμε τα γυρίσματά
μας με ασφάλεια, γι’ αυτό ένα μεγάλο
ποσό των χρημάτων που στοχεύουμε σε
αυτήν την καμπάνια είναι για αγορά
υλικών που αφορούν την προσωπική υγιεινή
του συνεργείου μας (μάσκες, γάντια,
αντισηπτικά) και την απολύμανση του
χώρου γυρίσματος.
Τα
γυρίσματα της ταινίας θα διαρκέσουν
μια εβδομάδα και θα είναι εκτός έδρας.
Με κάθε ποσό που μας δίνει κάποιος/α για
να γυρίσουμε την ταινία μας, ένα μέρος
θα ξοδευτεί για να του/της δώσουμε πίσω
ένα μικρό συμβολικό δώρο. Αποφασίσαμε
τα δώρα μας (perks)
να τα προμηθευτούμε από συνεταιρισμούς
και ανθρώπους που δημιουργούν χειροποίητες
κατασκευές. Αυτοί οι άνθρωποι μας έχουν
βοηθήσει αφιλοκερδώς σε ταινίες που
έχουμε γυρίσει κατά τη διάρκεια των
σπουδών μας και θέλουμε να τους το
ανταποδώσουμε ως ελάχιστο ευχαριστώ.
Εκτός από τα perks,
θα έχουμε κι άλλα δώρα κατά τη διάρκεια
της καμπάνιας, τα οποία θα τα ανακοινώνουμε
μέσω των socialmedia
της ταινίας μας.
Για περισσότερα
νέα και πληροφορίες για την καμπάνια
και την ομάδα μας επισκεφτείτε τα
παρακάτω link!
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόλαυση από το
να έχεις την ευκαιρία να γράψεις δυο
λόγια ψυχής αφιερωμένα σ’ ένα στέκι
που πραγματικά αξίζει κι όσο γράφεις
να μεταφέρεσαι νοερά εκεί. Στη ζεστασιά
του χώρου του, στις γεύσεις του, στους
ντόμπρους ανθρώπους του, στην παρεΐστικη
ατμόσφαιρά του. Είναι όμως κι από τις
φορές που επειδή κατακλύζεσαι από ένα
σωρό έντονα συναισθήματα κι αισθήσεις
δυσκολεύεσαι λίγο περισσότερο μιας και
δεν ξέρεις τι να πρωτογράψεις τελικά.
Στο απόλυτα αγαπημένο μας Αργοφαγείο,
εδώ στην ξελογιάστρα Θεσσαλονίκη οι
αισθήσεις ξυπνάνε στο έπακρο. Πανδαισία
γεύσεων, λαχταριστά πιάτα που σε εξιτάρουν
όσο τα βλέπεις στα διπλανά τραπέζια
μιας και δε σου αρκούν ποτέ μόνο όσα
έχεις παραγγείλει εσύ, αρώματα που
ξεσηκώνουν και καρδιές που ζεσταίνουν
είναι μόνο μερικά από τα συστατικά της
επιτυχίας του τα οποία έχουμε την
ευκαιρία ως θαμώνες του να μοιραζόμαστε
κάθε φορά και πιο έντονα.
Αν
θέλεις να μάθεις από πρώτο χέρι για τι
πράγμα μιλάμε έλα μια βόλτα από την οδό
Απελλού 6, ξέρεις, στην πλατεία Ναυαρίνου,
και θα μας θυμηθείς. Δεδομένου, βέβαια,
ότι το Αργοφαγείο έχει ήδη εξαπλώσει
τη φήμη του δικαίως παντού είναι μάλλον
δύσκολο να μην το γνωρίζεις ήδη κι είναι
ακόμη πιο δύσκολο σε ώρες αιχμής να
βρεις τραπέζι αν δεν έχεις σταθεί
προνοητικός κάνοντας προηγουμένως
κράτηση. Δικαίως το αγαπημένο μας στέκι
έχει σκαρφαλώσει στην κορυφή και του
trip advisor και το
αναφέρουμε αυτό γιατί είναι από τις
φορές που αντί για τη διαφήμιση
ανταμείβεται ο αληθινός κόπος των
ανθρώπων, το μεράκι τους κι η αληθινή
αγάπη γι’ αυτό το οποίο προσφέρουν.
Όταν αγαπάς κάτι τόσο πολύ κι αγνά, ο
σεβασμός σε αυτό αλλά και στον κόσμο
που τιμάει το αποτέλεσμα των κόπων σου
είναι ήδη δεδομένος.
Επιβάλλεται,
λοιπόν, να αναφέρουμε, κι ας μη μας αρέσει
η λέξη “επιβάλλεται” γενικά, ότι οι
“Αργοφάγοι” λατρεύουν πρώτα οι ίδιοι
το πραγματικά καλό φαγητό, σέβονται την
τέχνη τους, σέβονται τις γεύσεις και τα
πιάτα τους γι’ αυτό θα διαπιστώσεις
πως σέβονται σε κάθε επίπεδο και τους
θαμώνες τους οι οποίοι πάντα φεύγουν
πλήρεις κι ευχαριστημένοι μέχρι την
επόμενη φορά. Θα μιλήσουμε ως απλοί
άνθρωποι χωρίς γνώσεις επαγγελματικής
μαγειρικής, λάτρεις του καλού φαγητού
ωστόσο κι ανοιχτοί καθώς είμαστε σε νέα
ερεθίσματα σαν άγραφα χαρτιά θα πούμε
με βεβαιότητα πως οποιοσδήποτε μπορεί
να καταλάβει αμέσως στην πρώτη μπουκιά
που θα γευτεί ότι εδώ, στο Αργοφαγείο
μας, σερβίρουν από τα πιο έντιμα φαγητά
της πόλης και με διαφορά.
(Φωτογραφίες από το αρχείο του μαγαζιού)
Είναι
μεγάλο κατόρθωμα να μπορείς να κάνεις
έναν άνθρωπο που δεν έχει σχέση με τη
μαγειρική σε επίπεδο επαγγελματικό να
βάζει το χέρι του στη φωτιά για την
ποιότητα των υλικών σου και για το
αξεπέραστο αποτέλεσμα των πιάτων σου.
Είναι μεγάλη επιτυχία το να προσφέρεις
γεύσεις, συνδυασμούς και προϊόντα
μοναδικά, ψαγμένα, διαφορετικά, βοηθώντας
τον κόσμο να ξεφεύγει από χιλιοπαιγμένα
πιάτα που θα μπορούσε να βρει παντού.
Είναι μεγάλο κατόρθωμα επίσης –κι ίσως
το μεγαλύτερο- όλα τα παραπάνω να μην
τα εκμεταλλεύεσαι σε βάρος των θαμώνων
σου διατηρώντας τις τιμές σε επίπεδα
προσιτά στον καθένα. Αυτό το τελευταίο
το αναφέρουμε επί τούτου μιας και
βλέποντας τι προσφέρει το μαγαζί, την
πρώτη φορά που το επισκεφτήκαμε πριν
αρκετό καιρό, ήταν κάτι που πραγματικά
μας είχε κάνει τεράστια εντύπωση κάνοντας
εύλογες συγκρίσεις.
(Φωτογραφίες από το αρχείο του μαγαζιού)
Κάπου
εδώ όμως ήρθε η ώρα να πούμε δυο λόγια
και για την ιστορία του Αργοφαγείου
μιας και πρόκειται για ένα στέκι που
μετράει χρόνια κι εμπειρίες εδώ στη
συμπρωτεύουσα. Το ξεκίνησε, λοιπόν, ένας
βετεράνος του είδους ο
οποίος δυστυχώς δε βρίσκεται πια στη
ζωή κι ήταν ένα
από τα σημαντικότερα στελέχη της
αργοφαγείας στην Ελλάδα. Ο τρόπος που
υιοθέτησε τόσο στη μαγειρική όσο και
στην επιλογή των υλικών ήταν πολύ
συγκεκριμένος δείχνοντας απόλυτο
σεβασμό στη φύση και στον άνθρωπο. Οι
σημερινοί αργοφάγοι, συνεχίζοντας το
έργο που ξεκίνησε εκείνος
πριν 19 χρόνια πιστεύουν
στο έντιμο φαγητό και το φέρνουν καθημερινά
στα πιάτα μας.
Όπως
μας είπε ο ένας από τους δυο τους το
Αργοφαγείο είναι ένα μικρό αστικό
εστιατόριο –αφού βρίσκεται στην καρδιά
της πόλης- με κουζίνα μεσογειακή το
οποίο συμπεριλαμβάνει στο μενού του
και φαγητάτόσο
για τους vegeterian όσο
και για τους vegan φίλους
του. Οι έθνικ πινελιές δε λείπουν από
τις γεύσεις του και πρόκειται για μαγαζί
όπου έχεις τη δυνατότητα να απολαύσεις
ένα γεύμα ξεκινώντας ακόμη κι από 5,50
ευρώ το άτομο! Οι επιλογές που έχει
κανείς στο Αργοφαγείο είναι πολλές.
Άλλες αποτελούν σταθερές αγαπημένες
αξίες του καταλόγου του κι άλλες
ανανεώνονται μέσα από τα πεντανόστιμα
πιάτα ημέρας του που αναγράφονται στον
χαρακτηριστικό του μαυροπίνακα με
κιμωλία. Είναι από εκείνες τις φορές
που προσπαθώντας να προτείνουμε κάποιο
συγκεκριμένο πιάτο ανατρέχουμε στο
μενού και στις νοστιμιές που έχουμε
δοκιμάσει όλον αυτόν τον καιρό
διαπιστώνοντας πως είναι αδύνατον να
κάνουμε διακρίσεις. Κάτι που φυσικά θα
πάθεις κι εσύ όταν το επισκεφτείς.
Σπουδαίο
επιπλέον tip του
μαγαζιού είναι οι καλές σχέσεις που
έχουν οι αργοφάγοι με τους παραγωγούς
βιολογικών προϊόντων Θεσσαλονίκης κι
έτσι πολλά από τα λαχανικά τους είναι
βιολογικά. Φροντίζουν επίσης πάντα τα
κρέατα να είναι ορθής εκτροφής και bonus
αποτελεί το ότι τα κρασιά
τους προέρχονται από μικρά κτήματα, οι
μπίρες από ελληνικές μικροζυθοποιίες
και τα τυροκομικά τους ανήκουν σε μικρούς
παραγωγούς από μικρές φάρμες σε όλη την
Ελλάδα. Πρόκειται για μια γενικότερη
φιλοσοφία του Αργοφαγείου στα πλαίσια
της τίμιας σχέσης που διατηρούν τόσα
χρόνια οι άνθρωποί του με τους θαμώνες
του.
Ακόμη
και σήμερα που το μαγαζί έχοντας γίνει
πλέον ευρύτερα γνωστό και προσελκύοντας
τόσο Έλληνες όσο και άλλων χωρών θαμώνες
δε χάνει ποτέ τη ζεστασιά και την
παρεϊστική εκείνη ατμόσφαιρά που
αναφέραμε στην αρχή. Βλέπεις, η κουλτούρα
των αργοφάγων έχει ποτίσει τους τοίχους
του αφού πρόκειται για ένα στέκι με
γεμάτο παρελθόν. Κάποια τραπέζια μάλιστα
έχουν πάρει ονόματα παλιών του φίλων
τιμής ένεκεν για τις παλιές καλές μέρες
και την καλή παρέα. “Γνωρίσαμε”, λοιπόν,
νοερά ταξιδεύοντας στο παρελθόν μέσα
από παλιές ιστορίες πολλούς από εκείνους
τους πιστούς του φίλους
αλλά το πιο σημαντικό είναι πως εκεί
γνωρίζουμε ακόμη ανθρώπους γεμάτους
ζωντάνια έτοιμους να δώσουν τον καλύτερό
τους εαυτό για να μας ευχαριστήσουν.
Οι
αργοφάγοι πιστεύουν πως ένα μαγαζί
είναι οι άνθρωποί του και το αποδεικνύουν
καθημερινά. Έχουν ψυχή και καρδιά, έχουν
χτίσει το στέκι μας με αυτά τα δύο “υλικά”
και με την αγάπη των γύρω τους γι’ αυτό
κι έχουν τελικά την επιτυχία που τους
αξίζει. Κάποια κομμάτια του μαγαζιού
είναι κυριολεκτικά χτισμένα
με μεράκι από φίλους και γνωστούς όπως
τα χειροποίητα σχέδια που θα προσέξεις
σε σημεία του τοίχου και στο μπαρ που
φτιάχτηκαν από παλιά
πλακάκια της Κωνσταντινούπολης.
Συνεχίζοντας θα δεις ένα
πολύ όμορφο δώρο κρεμασμένο σε κάποιον
τοίχο του το οποίο αναγράφει
το όνομα του μαγαζιού
συνοδευόμενο φυσικά από –τι άλλο- τα
απαραίτητα μαχαιροπίρουνα. Τέλος, τη
δική του
υπογραφή έχει βάλει κι
ένα ακόμη αγαπημένο άτομο με
τις χειροποίητες κατασκευές τουκατασκευάζοντας τα πολύ
πρωτότυπα φωτιστικά του.
Πριν
κλείσουμε αυτό το αφιέρωμα θα θέλαμε
ν’ ανοίξουμε πάνω απ’ όλα τις πόρτες
του δικού μας κόσμου μέσα από το αγαπημένο
μας στέκι κι αυτός ο κόσμος δεν είναι
άλλος από τον κόσμο των μερακλήδων σε
γεύσεις και ψυχή. Καλώς ήρθες, λοιπόν
στο Αργοφαγείο. Στο στέκι του καλοφαγά,
στο στέκι των ανοιχτόκαρδων, ντόμπρων
ανθρώπων. Κάνε μία κράτηση κι εμείς θα
είμαστε εκεί για να μας κλείσεις πριν
φύγεις το μάτι!