Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα έρωτας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα έρωτας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Δημήτρης Χόρν : Δεν αρκεί να θέλεις κάτι-Πρέπει να είσαι και έτοιμος να παλέψεις γι' αυτό



Σαν σήμερα φεύγει από τη ζωή ο μεγάλος ηθοποιός Δημήτρης Χορν το 1998. Συγκεντρώσαμε μερικά αγαπημένα αποφθέγματα του και κάποια ενδιαφέροντα αποσπάσματα από συνεντεύξεις που είχε παραχωρήσει κατά το παρελθόν.




Με δικά του λόγια:
  • Δεν αρκεί να θέλεις κάτι. Πρέπει να είσαι και έτοιμος να παλέψεις γι' αυτό.

  • Μη φοβάσαι το τρακ. Πηγαίνει πάντα εκεί, όπου υπάρχει ταλέντο.

  • Δεν είναι κακό να βασανίζεσαι. Κακό είναι να βαριέσαι.

  • Η επιτυχία είναι εξίσου δύσκολη να τη χειριστείς, με την αποτυχία.

  • "Τι θα πει πρόοδος ή ελευθερία; Υπάρχει άλλη λέξη από την ελευθερία που να την έχουν μεταχειριστεί ελεεινότερα; Αλλά αν βγω εγώ και πω ότι είμαι προοδευτικός, θα καγχάσουν όλοι αυτοί που θεωρούν ότι δεν είμαι προοδευτικός. Θα ήθελα να μάθω τι είναι πρόοδος, τι είναι ελευθερία, που εγώ είμαι εναντίον αυτών των πραγμάτων ως συντηρητικός. Εγώ θεωρώ τον εαυτό μου προοδευτικό! Άλλο αν οι δυνάμεις μου, η ηλικία μου και η ιδιοσυγκρασία μου ακόμα, και η φύση μου η ίδια, να μην είναι ένα κύτταρο τολμηρού ανθρώπου. Αυτό δεν θα πει ότι δεν είμαι προοδευτικός. Μπορεί να μην είμαι μαχητής αν θέλετε, μπορεί να μην είμαι ηγετική μορφή."

[...]

Ερωτηθείς για το πως μπορεί να κατακτήσει κανείς τη γυναίκα των ονείρων του

Πώς φαντάσθηκε αυτός ο νέος ότι θα είχα συμβουλή για το πώς θα μπορούσε να κατακτήση την γυναίκα των ονείρων του, αφού εγώ ο ίδιος δεν μπόρεσα ακόμα να κατακτήσω την γυναίκα των δικών μου ονείρων; Α, θάναι αναιδέστατος αυτός ο νέος… Και για να μην έρθη στο καμαρίνι μου, τον πληροφορώ ότι καμμιά γυναίκα δεν κατακτάται με συμβουλές, γιατί απλούστατα καμμιά γυναίκα δεν κατακτάται αν δεν θέλη η ίδια να κατακτηθή. Άλλωστε είναι πλάνη να πιστεύουμε ότι κατακτούμε τις γυναίκες. Στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.




Για την πολιτική

Προσπαθώ να αποκτήσω συνείδηση εκλογέως. Νομίζω ότι σ’ αυτό το κεφάλαιο οι Έλληνες είμαστε αφάνταστα καθυστερημένοι. Ψηφίζουμε ανάλογα με το πώς μας καθοδηγεί το ένστικτο ή το προσωπικό μας συμφέρον. Το ένστικτο μπορεί πολλές φορές να είναι αλάνθαστο, αλλά στην περίπτωση της πολιτικής δεν βοηθά τον εκλογέα να κατευθυνθή σωστά προς το κοινόν συμφέρον. Κι’ ας μου επιτραπή να πω κάτι Παπανδρεϊκό (σ.σ. ο Χορν αναφέρεται ασφαλώς στον Γεώργιο Παπανδρέου, στο Γέρο της Δημοκρατίας): Ο πολιτικός πρέπει να διαθέτη ένστικτο. Ο εκλογέας, ποτέ.


Mε πληροφορίες από in.gr, sansimera.gr

Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

Έρωτας στα χρόνια του κορωνοϊού- όταν η απόσταση γίνεται συνθήκη | Μαρία Νάστου

Θυμάστε το βιβλίο Έρωτας στα χρόνια της Χολέρας; Έφτασε η στιγμή, να γίνουμε οι ίδιοι πρωταγωνιστές σε κάτι αντίστοιχο. 

Είναι όμως τόσο ιδεατός και τόσο ρομαντικός ένας έρωτας σε συνθήκες πανδημίας; 

Για όσους ήταν τυχεροί και η πανδημία τους χτύπησε την πόρτα όντας μαζί με τον σύντροφό τους ίσως το πρώτο lockdown να ήταν η ευκαιρία να έρθουν πιο κοντά και να περάσουν μαζί χρόνο κάτι που πριν λόγω αυξημένων υποχρεώσεων και ελάχιστου χρόνου δεν είχαν την ευκαιρία να το κάνουν. Όσα για τα επόμενα lockdown  που με την πάροδο του χρόνου η κατάσταση γίνεται όλο και πιο αφόρητη έχουν την τύχη να βρίσκονται με τον πιο αγαπημένο τους άνθρωπο και να αντλούν δύναμη ο ένας από τον άλλο, γιατί πιστέψτε με είναι πολύ σκληρό να ζεις μία τέτοια κατάσταση μόνος ή μόνη, αλλά ταυτόχρονα και τόσο γενναίο!

Από την άλλη πλευρά υπήρξαν και οι άτυχοι, οι οποίοι η πανδημία τους βρήκε σε απόσταση από τον/την σύντροφό τους και πέραν όσων ήδη οι σχέσεις τους ήταν εξ’ αποστάσεως, η απόσταση έγινε συνθήκη. 

Ευτυχώς στην εποχή μας η τεχνολογία κάνει θαύματα και μπορεί άμεσα και γρήγορα να μας φέρει κοντά το αγαπημένο μας πρόσωπο, είναι πολύ σπουδαίο με το πάτημα ενός απλού κουμπιού να μπορείς να δεις το πρόσωπο αυτού που αγαπάς και να ακούσεις την φωνή του που εκείνη τη στιγμή ηχεί στα αυτιά σου ως η πιο ωραία μελωδία. Μπορείς με μία βίντεο κλήση να οργανώσεις γεύμα με το σύντροφό σου να κάνετε παρέα ο ένας στον άλλο καθώς κάνετε διάφορες δουλειές, να ακούσετε μουσική, να  δείτε σειρές, ταινίες. 

Η σχέση σε απόσταση σε καιρό πανδημίας είναι ένας μαραθώνιος… Θα αντέξουν άραγε οι δρομείς; Εδώ πιστεύω πως ισχύει ότι όταν μία σχέση έχει γερά θεμέλια και ξέρεις πραγματικά και συνειδητοποιημένα τι ζητάς στην προσωπική σου ζωή τότε κανένας ιός και καμία απόσταση δεν μπορεί να σε απομακρύνει πραγματικά από το σύντροφό σου. Μην ξεχνάς ότι οι σχέσεις χτίζονται κάθε μέρα και θέλουν δουλειά και από τις δύο πλευρές. Μην αμελείς να δείξεις πόσο νοιάζεσαι και πόσο αγαπάς το σύντροφό σου κάθε μέρα, να του δείχνεις πόσο σου λείπει, με τον δικό σου τρόπο πάντα κι εκείνος την ίδια ανηφόρα ανεβαίνει και σε χρειάζεται όσο κι εσύ.

Κι αν έχεις κουραστεί μην τα παρατήσεις, έχετε φτάσει ως εδώ μαζί, ξεπεράσατε τόσες δυσκολίες, σίγουρα θα τα καταφέρετε και τώρα. Λίγο ακόμη έμεινε για να βρεθείτε και να αγκαλιαστείτε ξανά, λίγο μόνο... Μην πέσεις τώρα, σήκω! 

Να θυμάσαι πάντα πως μερικές αγκαλιές αξίζουν την αναμονή και με το παραπάνω! 





Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

Ο Χόρχε Μπουκάι για την αγάπη και τον έρωτα

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Αγάπης που έχει θεσπιστεί για τις 14 κάθε Δεκέμβρη παραθέτουμε κάποια αποσπάσματα από το γνωστό έργο του Αργεντίνου Χόρχε Μπουκάι “Να βλέπεις τον έρωτα” αλλά και τις γνωστές “τρεις αλήθειες”.

 Ο Χόρχε Μπουκάι γεννήθηκε το 1949 στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Γιατρός και ψυχοθεραπευτής της σχολής Γκεστάλτ, ειδικεύτηκε στη θεραπεία των νοητικών ασθενειών εργαζόμενος αρχικά σε νοσοκομεία και κλινικές και, εν συνεχεία, δίνοντας διαλέξεις σε ιδρύματα, κολέγια, θέατρα, καθώς και σε ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Τα βιβλία του έχουν πουλήσει περισσότερα από 2 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο. 

Περίληψη-Να βλέπεις τον έρωτα  

Ένα λάθος του παροχέα Ίντερνετ αρκεί για να φέρει σε επαφή δύο αγνώστους, κατά έναν απρόσμενο τρόπο. Ο Ρομπέρτο, ένας εργένης διαφημιστής κουρασμένος από μια ζωή ρουτίνας και καβγάδων με τις εκάστοτε κοπέλες του, αρχίζει να δέχεται στον υπολογιστή του τα ηλεκτρονικά μηνύματα που ανταλλάσσουν δύο ψυχολόγοι οι οποίοι ετοιμάζουν ένα βιβλίο για τον έρωτα και τις σχέσεις του ζευγαριού. Ένα ηλεκτρονικό τρίο κι ένα πρωτότυπο και ευφάνταστο μυθιστόρημα σκέψης και αναζήτησης γύρω από το κεφαλαιώδες ζήτημα των ερωτικών σχέσεων. 

Ιδανικό ζευγάρι; 

Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει ένας άνθρωπος γι’ αυτό που του συμβαίνει, γι’ αυτό που έχει ανάγκη ή που αισθάνεται. Όλοι θέλουν πάντα να μιλήσουν για τον άλλον. Πολλά ζευγάρια καταλήγουν στο χωρισμό γιατί πιστεύουν πως με κάποιον άλλον θα ήταν διαφορετικά και, φυσικά, μετά βρίσκονται αντιμέτωποι με παρόμοιες καταστάσεις, όπου το μόνο που έχει αλλάξει είναι ο συνομιλητής τους. Οι δυσκολίες είναι αναπόσπαστο κομμάτι του δρόμου του έρωτα. Η λύση θα ήταν να αφήσουμε κατά μέρος τη φαντασίωση ενός ιδανικού ζευγαριού, χωρίς συγκρούσεις διαρκώς ερωτευμένου.  Η πραγματικότητα βελτιώνεται σημαντικά όταν αποφασίζω να απολαύσω αυτά που μπορώ, αντί να υποφέρω επειδή δεν πραγματοποιείται μία φαντασίωση ή μία αυταπάτη. Η πρόταση είναι: στη ζωή μας ας κάνουμε το εφικτό… όσο γίνεται καλύτερο. Το να υποφέρω επειδή τα πράγματα δεν είναι όπως εγώ τα είχα φανταστεί, δεν είναι μόνο ανώφελο, είναι και παιδαριώδες. 



Ο έρωτας ως σωτηρία; 

 Η σχέση βοηθάει την προσωπική μας εξέλιξη, να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, να γνωρίσουμε καλύτερα τον εαυτό μας. Η σχέση προσθέτει. Γι’ αυτό αξίζει τον κόπο. Αξίζει… τον κόπο (δηλαδή, αξίζει να κοπιάσουμε γι’ αυτήν). Αξίζει το βάσανο που προκαλεί. Αξίζει τον πόνο που πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Κι όλα αυτά αξίζουν, γιατί όταν θα τα έχουμε ξεπεράσει δεν θα είμαστε πια οι ίδιοι: θα έχουμε αναπτυχθεί, θα είμαστε πιο συνειδητοποιημένοι, θα αισθανόμαστε πιο ολοκληρωμένοι. Η σχέση δεν μας σώζει από τίποτα: δεν θα έπρεπε να μας σώζει από τίποτα. Πολλοί άνθρωποι ψάχνουν ένα σύντροφο ως μέσο για να λύσουν τα προβλήματά τους. Πιστεύουν πως μία στενή σχέση θα θεραπεύσει τις αγωνίες τους, την ανία τους, την απουσία νοήματος από τη ζωή τους. Ελπίζουν πως μια σχέση θα γεμίσει τα κενά τους. Τι φοβερό λάθος! Όταν επιλέγω κάποιον σύντροφο με αυτές τις προσδοκίες, καταλήγω αναπόφευκτα να μισήσω το πρόσωπο που δεν μου δίνει αυτό που περίμενα. Και μετά; Μετά μπορεί να ψάξω να βρω άλλον, κι άλλον, κι άλλον... Ή μπορεί να αποφασίσω να περάσω τη ζωή μου γκρινιάζοντας για την τύχη μου. Η πρόταση είναι να φτιάξω τη δική μου ζωή χωρίς να περιμένω να το κάνει κανένας άλλος για μένα.Η πρόταση είναι, επίσης, να μην προσπαθήσω να φτιάξω τη ζωή του άλλου, αλλά να βρω κάποιον για να κάνουμε κάτι μαζί, να περνάμε καλά, να αναπτυχθούμε, να διασκεδάσουμε, αλλά όχι για να μου φτιάξει τη ζωή. 

Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

Σταμάτης Παρασκευάς | Ερωτικό παραμύθι



Την ιστορία αυτή την ψιθυρίζουν τα βράδια οι ερωτευμένοι. Και λένε πως, πολλές φορές δεν την ψιθυρίζουν οι ίδιοι, μα την τραγουδάει η νύχτα όπως ξαπλώνει πάνω στα σώματά τους. Και λένε πως, αν κάποιος κρυφακούσει την ώρα εκείνη χάνει την ακοή του για λίγο.

Ένα βράδυ, λοιπόν, ήταν ριγμένα δυο κορμιά, ένας άντρας και μια γυναίκα, σαν πανωφόρι στους ώμους του κυνηγού και σαν το χιόνι απλωμένο στις μακρινές βουνοκορφές.

Κι η νύχτα -ή ο άντρας- είχε ξεκινήσει την ιστορία. Η κοπέλα είχε τυλιχτεί γύρω του, ρίζα βυθισμένη μες στο χώμα ενός δέντρου πανύψηλου. Με τα δάχτυλά της χάιδευε τους πνεύμονές του και γαργαλούσε το συκώτι του. Κι η γυναίκα ήταν ολάκερη κερασιά.

Μα το πρωί σαν ήρθε το φως, η γυναίκα που 'χε ξαναγίνει άνθρωπος από κερασιά, μα όσα της έλεγε ο άντρας της πως εκείνη είχε γίνει -η κερασιά και το χάδι μες στα σπλάχνα του- εκείνη ορκιζόταν ξανά και ξανά πως η ίδια τα είχε ονειρευτεί και δει για τον αγαπητικό της: ότι εκείνος είχε ριζώσει στα σπλάχνα της και άνθιζε και λύγιζε στον νυχτερινό αγέρα.

Και λένε, πως το όνειρο μπλέκεται με τον ξύπνιο, όπως δυο εραστές κι όπως η ρίζα με το χώμα και η φυλλωσιά της κερασιάς με τα αστέρια. Και λένε πως κάθε πρωί έβγαζαν ο ένας από τα μαλλιά του άλλου κεράσια άγουρα και από τα χείλια τους φιλιά και από τα πόδια τους τινάζανε το χώμα.

Κι ο άντρας έλεγε με ήρεμη, βαθειά, βαριά φωνή την ιστορία. Και το στέρνο της κοπέλας άνθιζε σαν κερασιά τον χειμώνα. Και τα χείλη της έσκασαν σαν μπουμπούκι. Κι ήρθε μια άνοιξε και έπνιξε το δωμάτιο μες στο χειμώνα.

Κι ο άντρας συνέχιζε. Ώσπου ρίζωσαν τα δάχτυλα της γυναίκας βαθειά μες στην κοιλιά του και τα πόδια της έγιναν μια άβυσσος στα τριχωτά γυμνά του πόδια. Και η κερασιά μεγάλωνε και τα μπουμπούκια πλήθαιναν κι η βροχή έξω μες στου χειμώνα την καρδιά φούντωνε.

Και η αγάπη μες στου άντρα την καρδιά φούντωνε. Ώσπου η κερασιά χτύπησε στο ταβάνι κι ο άντρας έγινε το ρίζωμα της κερασιάς.

Και κάπως έτσι τελειώνει το παραμύθι: το πρωί έβγαζαν ο ένας από τα μαλλιά του άλλου αστέρια άγουρα κι αυτό συνέχιζε όσο νύχτωνε και κάθε που ξημέρωνε.

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2019

Έψαξα στα μάτια σου τον έρωτα | Πράξια Αρέστη

Νομίζεις ότι αν κάνεις καιρό να δεις κάποιον το μυαλό σου και το σώμα σου θα τον ξεχάσουν. Νομίζεις ότι η έλλειψη της ματιάς και του αγγίγματος του από τη ζωή σου θα γίνουν από πόνος, συνήθεια κι από συνήθεια, αδιαφορία.


Έτσι νόμιζα όταν δεν είχαμε ειδωθεί για καιρό. Ότι θα σε έβλεπα ξανά κι η καρδιά μου δε θα χτυπούσε δυνατά. Ότι δε θα με ένοιαζε η αδιάφορη σου στάση, η φιλική σου προσέγγιση, αυτό το ένα δευτερόλεπτο που τυπικά θα με χαιρετούσες.

Όμως, ήταν σαν να μη πέρασε μια μέρα. Τα αισθήματα μου ήταν όλα εκεί κλεισμένα σ' ένα σφραγισμένο δοχείο και με το που σε είδα φούντωσαν, σπάζοντας το δοχείο και κατακλύζοντας το σώμα μου. Μετά βίας προσπάθησα να σου δείξω ό,τι ακριβώς μου έδειξες. Το απόλυτο τίποτα.

Κι όλη τη νύχτα σου έριχνα κλεφτές ματιές γιατί ήξερα ότι αυτές οι ώρες που σ' είχα απέναντί μου σε λίγο τέλειωναν και δε θα είχα άλλη εικόνα να φυλάω στη μνήμη μου για πολύ καιρό. Κι όταν με τσάκωνες να σε κοιτάζω γυρνούσα αμέσως αλλού.

Έψαχνα, όμως, και κάτι άλλο. Έψαχνα στα μάτια σου να βρω κάτι από τον παλιό σου εαυτό. Έψαχνα μήπως και βρω κάπου κρυμμένη λίγη αγάπη για μένα. Έψαχνα ένα σου νεύμα που θα έλεγε ότι τώρα είσαι εδώ κι όλα θα πάνε καλά. Δεν μπορούσα να δω τίποτα πέραν από ένα παχύ και σκοτεινό τοίχο. Τόσο σκληρό το πρόσωπό σου δεν το θυμόμουν ποτέ. Ή μήπως ήταν πάντα έτσι και δεν μπορούσα να το δω; Δεν υπήρχε τίποτα πια μέσα σου για μένα. Ίσως να υπήρχε και φόβος ή ακόμη χειρότερα απέχθεια. Ίσως να ήθελες απλά να εξαφανιστώ από μπροστά σου και σίγουρα δεν ήθελες να σε κοιτάζω.

Κάποτε με κοίταζες κι εσύ θυμάσαι; Κάποτε ανταλλάζαμε χαμόγελα ή θυμωμένα νοήματα. Κάποτε ανταλλάζαμε παράπονα για διάφορα παλαβά και μικρά ή ερωτικές ματιές γεμάτες θαυμασμό. Κάποτε τσακωνόμασταν κι ύστερα γεμάτοι πάθος κάναμε έρωτα. Τώρα τίποτα...

Έψαξα στα μάτια σου να βρω τον έρωτα και δεν υπήρχε τίποτα εκεί. Έκανα βαθιά γεώτρηση για να είμαι απόλυτα σίγουρη ότι δεν υπάρχει κάτι πια να περιμένω από σένα. Δεν υπήρχε. Κι όμως ξέρω ότι ένα μέρος του εαυτού μου πάντα θα σε περιμένει. Πάντα κάτι μέσα μου θα λέει ότι αυτό που κάποτε νιώσαμε υπήρχε κι ήταν αληθινό.

Δεν ξέρω πότε θα σε ξαναδώ. Δεν ξέρω αν ο έρωτας όταν χαθεί ξαναγεννιέται. Ίσως μια μέρα να ξυπνήσω και να 'ναι όλα αλλιώς. Ίσως μια μέρα να ξυπνήσω και να έχω ένα μήνυμα από σένα που να λέει "σε πεθύμησα. πάμε μια βόλτα;" Ίσως πάλι αυτό το σκληρό κι αδιάφορα βλέμμα να υπάρχει πάντα εκεί για μένα για να με προσγειώνει, κάθε φορά που θα σε βλέπω.

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

Τι θυμάσαι από τον έρωτα; | Πράξια Αρέστη


Μου είναι δύσκολο να γράφω για τον έρωτα τελευταία. Εγώ! Που κάποτε δυσκολευόμουν να γράψω για οτιδήποτε δεν ήταν "έρωτας". Έτσι, όμως, είναι η ζωή. Τα δεδομένα αλλάζουν, τα αισθήματα αλλάζουν, οι άνθρωποι γύρω μας αλλάζουν, φεύγουν κι έρχονται κι εμείς πολλές φορές απλά θεατές στην ίδιά μας την παράσταση.


Δεν μπορούμε να ελέγχουμε τα πάντα κι αυτό μας ενοχλεί. Δεν μπορούμε να κάνουμε τους ανθρώπους να νιώσουν, δεν μπορούμε να κάνουμε τον εαυτό μας να μη νιώθει. Δεν μπορούμε να έχουμε πάντα αυτά που θέλουμε και τυχεροί όσοι το μάθαμε αυτό από την παιδική μας ηλικία. Θυμάμαι που ήθελα να φάω πατατάκια κι η μαμά μου πάντα τα έβαζε στο πιο ψηλό ντουλάπι για να μην τα φτάνω. Γιατί να μην μπορώ να φάω τ' αναθεματισμένα πατατάκια; Είναι τόσο νόστιμα. Τι θα βλάψει ένα κουτί πατατάκια; Τώρα ξέρω. Τώρα ξέρω ότι δε θα έμενα στο ένα κουτί πατατάκια. Τώρα ξέρω ότι τα δόντια μου θα χαλούσαν και θα είχα λίγα κιλάκια παραπάνω. Δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα στη ζωή κι ο λόγος είναι ότι δε μας κάνουν όλα καλό στη ζωή μας κι ας μη θέλουμε να το συνηδειτοποιήσουμε αυτό τη στιγμή που με μανία το θέλουμε.

Έτσι κι ο έρωτας. Δεν είναι τόσο αθώος. Δεν είναι πάντα ντυμένος με κόκκινες καρδούλες, σοκολατάκια και αγκαλιές. Ο έρωτας μπορεί να είναι και κακός και υπούλος. Άσε που σχεδόν ποτέ δεν κρατάει για πάντα. Γίνεται άλλα πράγματα. Γίνεται αγάπη, γίνεται μίσος ή αδιαφορία.

Τι θυμάμαι από τον έρωτα; Στις άκρες τον θυμάμαι. Θυμάμαι ότι τον ήθελα πολύ. Ήθελα πολύ να τον ζήσω. Έναν έρωτα όπως αυτόν στις ταινίες. Ήθελα αλλά δεν τον έψαχνα ποτέ γιατί τον φοβόμουν. Δεν ήμουν ποτέ έτοιμη να δοθώ και ν' αγαπήσω ολοκληρωτικά. Φοβόμουν τους ανθρώπους. Ερχόταν αυτός και μ' έβρισκε. Έτσι νόμιζα δηλαδή. Κι έλεγα έτσι είναι ο έρωτας; Τόσο πολύπλοκος; Τόσο μίζερος; Τόσες αυπνίες και δάκρυα για λίγες μόνο καλές στιγμές; Θυμάμαι ότι ο έρωτας σε πληγώνει κι αφού σε διαλύσει, σ' αφήνει ματωμένο να κλείνεις τις πληγές σου, μέχρι να βρεις ξανά το επόμενο θύμα ή να γίνεις εσύ το επόμενο θύμα που θα πέσει στα δίχτυα του.

Θυμάμαι κι ένα τρέμουλο στο σώμα. Θυμάμαι τη ζεστασιά των χειλιών και τα έντονα καρδιοχτύπια. Το δέσιμο των χεριών που έδιναν μία υπόσχεση αγάπης την οποία και οι δύο θ' αθετούσαμε μετά. Θυμάμαι τα χαμόγελα και τις ματιές που υπονοούσαν "σε θέλω και με θέλεις". Θυμάμαι στις άκρες πόσο ωραία όντως σε έκανε να νιώθεις ο έρωτας. Πόσο ψηλά σ' ανέβαζε. Και όλοι μου έλεγαν "τι έκανες κι ομόρφυνες έτσι;" Κι εγώ ήθελα να φωνάξω "ο έρωτας είναι. ο έρωτας".

Λοιπόν, ο έρωτας είναι όπως τα πατατάκια. Αν φας πολλά δεν θα το αντέξεις. Θα σκάσεις. Αν φας λίγα θα θέλεις κι άλλα. Κι αν τ' αφήσεις για πάντα κλεισμένα στο πιο ντουλάπι, θα διερωτάσαι πώς θα ήταν αν τα δοκίμαζες. Όπως και να 'χει κάποια στιγμή θα σου τελειώσουν. Και για λίγο καιρό θα τα σιχαθείς, μετά όμως θα πάρεις σβάρνα τα περίπτερα για να βρεις καινούρια. Αυτό το βάσανο δεν τελειώνει ποτέ. Όμως χωρίς αυτό το μικρό σιχαμερό πλασματάκι με τα βέλη δεν υπάρχει θέληση για ζωή. Αυτές οι αισθήσεις που ο έρωτας μας ξυπνά δεν υπάρχουν πουθενά αλλού. Μαζοχιζόμαστε για λίγες στιγμές απόλυτης ηδονής, ευτυχίας και πάθους που το σεξ εξ' ανάγκης ή άλλες σχέσεις ζωής δεν μπορούν να μας δώσουν.

Ζούμε για τον έρωτα ή ο έρωτας ζει για μας; Εσύ τι θυμάσαι από τον έρωτα;

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

H στιγμή που σε ερωτεύτηκα κράτησε για πάντα | Πράξια Αρέστη

Κυλάς μέσα στο σώμα μου. Πότε άργα και γλυκά, πότε γρήγορα και οδυνηρά. Σαν να παλεύεις να βγεις από κει μέσα αλλά δεν βρίσκεις την έξοδο. Τις έχει σφραγίσει όλες για τα καλά η καρδιά μου. Σε κρατάει αιχμάλωτο μέσα μου για να μπορεί ν' αναπνέει κανονικά, για να 'χει οξυγόνο.

Τη νύχτα που σε συνάντησα κάτι μέσα μου άλλαξε. Στην αρχή δεν μπορούσα να καταλάβω τι, μετά δεν μπορούσα να το δεχτώ, μετά προσπάθησα να το πολεμήσω και μετά το άφησα να με κυριεύσει. Εσύ εισχώρησες σε κάθε κύτταρο του οργανισμού μου και με μετάλλαξες. Και καθώς άλλαζα μορφή, ένιωθα τον πόνο σαν υπερήρωας που ξέρει το πεπρωμένο του και δεν παλεύει πια να γλιτώσει ή να κρυφτεί. 

Μόνο που εγώ καρδιά μου δεν είμαι υπερήρωας, δεν υπάρχουν και πολλά που μπορώ να αντέξω ως άνθρωπος. Ξέρω μόνο ό,τι εγώ θεωρώ φυσιολογικό. Δύο κανονικοί άνθρωποι πνευματικά και σωματικά δεμένοι σε μία κανονική σχέση. Πες με κλειστόμυαλη, πες με ιδιότροπη και τρελή. Εγώ σε ήθελα μόνο για μένα. Εμένα μου αρκούσε να είσαι δίπλα μου. Ξεχνούσα τον κόσμο κι ήθελα να τον ξεχνάς κι εσύ. Ήθελα να σου είμαι αρκετή. Από την πρώτη στιγμή που τα μάτια σου συνάντησαν τα δικά μου και έκαναν μια κρυφή συμφωνία για πάντα να λένε την αλήθεια. Τελικά δεν ήμασταν κανονικοί.

Γιατί καρδιά μου το τι νιώθω για σένα και το τι μπορώ να αντέξω ως άνθρωπος για να έχω ένα τόσο μικρό κομμάτι του εαυτού σου είναι δύο διαφορετικά πράγματα που δεν θα μπορούσα να στα εξηγήσω γιατί έτσι κι αλλιώς δεν θα με πίστευες ποτέ. Ούτε το πόσο σε αγαπώ, αλλά ούτε και πόσο ανίκανη είμαι να μην σε έχω ολοκληρωτικά.

Και τώρα ζεις μέσα μου χωρίς να θέλεις. Δεν φταίω εγώ. Με πιστεύεις; Πιστεύεις πως δεν ήταν δική μου επιλογή όλα αυτά; Εγώ δεν είχα ποτέ καμία επιλογή. Με καθοδηγούσε αυτό που ένιωθα για σένα. Ήμουν σαν μαριονέτα καθοδηγούμενη από έναν έρωτα που δεν επέλεξα ποτέ και που στο τέλος θα κατέστρεφε κάθε κύτταρο στο οποίο κατοικούσε για να απελευθερωθεί. Μπορείς να με πεις και ηρωίδα, μπορείς όμως να με πεις και χαζή ή αυτοκαταστροφική. Κάθε σημάδι που χάραξες στο σώμα μου είναι ακόμη φρέσκο και πονάει. Πονάει γαμώ το. Και η απουσία σου με κάνει να τα ξύνω ένα ένα για να κρατήσω τις αναμνήσεις ζωντανές. Για να σε κρατήσω εκεί χαραγμένο με αίμα πάνω μου, μέχρι που να μην αντέχω πια. 





Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Έρωτας. | Έβα Γκρην

Γλυκό μεσημέρι Ιούνη. Μια γλυκιά μελωδία ακούγεται από το δίπλα διαμέρισμα και σπάει την αποπνικτική ζέστη του κέντρου. Ένας παγωμένος καφές δροσίζει το μέσα και το έξω μου, καθώς οι ρανίδες από το νερό που κυλούν στο ποτήρι, πέφτουν πάνω στα γυμνά μου πόδια. Ξαπλωμένη σε μια κούνια, ξεχασμένη στο μπαλκόνι από την περασμένη δεκαετία, ξεφυλλίζω ένα βιβλίο που βρήκα σε κάποιο από τα ράφια της γερασμένης βιβλιοθήκης. Η μυρωδιά του μου προκαλεί μια γεύση νοσταλγίας για όλα εκείνα τα περασμένα, για όλα εκείνα τα Καλοκαίρια, για όλες εκείνες τις θάλασσες, για εκείνες τις ώρες, τις θυσιασμένες ανέμελα κάτω από τον ήλιο.
Εσύ κάθεσαι απέναντί μου και ξεφυλλίζεις ένα λεύκωμα με φωτογραφίες, ενώ ρίχνεις κλεφτές ματιές πότε στο στήθος μου που ξεπροβάλει μέσα από το διάφανο από τη φθορά του χρόνου t - shirt, και πότε στα πόδια μου που ακουμπούν νωχελικά το ένα, το άλλο. Με κοιτάζεις και μου χαμογελάς. «Έλα εδώ», με προστάζεις με νόημα. Κλείνω το βιβλίο, βάζοντας ένα εισητήριο που βρήκα ξεχασμένο στο τραπεζάκι, για σελιδοδείκτη και κάθομαι μαζί σου στον καναπέ.
Με παίρνεις αγκαλιά και αρχίζεις να μου διηγείσαι τι είναι τούτες οι φωτογραφίες που βλέπεις. Αρχίζεις να μου εξηγείς ένα-ένα όλα σου τα κατορθώματα. Και τα μάτια μου σε κοιτάζουν γεμάτα έκπληξη και περιέργεια. Ρουφάω τις λέξεις μία προς μία, διψώντας πάντα να ακούσω κάτι περισσότερο. Και τότε συνειδητοποιώ εκείνο που τάχα έχεις υπονοήσει τόσες και τόσες φορές με το βλέμμα. Όλα ξεκινούν και τελειώνουν με το θαυμασμό. Δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα από τούτο το συναίσθημα. Το συναίσθημα του αλληλοθαυμασμού, το συναίσθημα εκείνο που σε κάνει να ψάχνεις πάντα τις λέξεις για να περιγράψεις τον άλλο, το συναίσθημα εκείνο που κάνει τα μάτια σου να χαμογελούν, τα πόδια σου να κόβονται και να τρέμουν, το συναίσθημα εκείνο που δε χωρά σε τούτο το κείμενο, που δε χωρά καν σε λέξεις.


Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016

Italian love story | Ερμιόνη Τσεντίδου


Στην Τοσκάνη έφτασα όταν ο ήλιος έδυε, πίσω από τους απαλούς λόφους. Δεν είχε πολλή ζεστή, αν και ήταν μέσα Ιουνίου. Μερικά αστέρια άρχιζαν να αχνοφαίνονται πίσω από τον μεγαλύτερο λόφο της περιοχής και ένα δροσερό αεράκι χάιδευε τον λαιμό μου. 

Δεν είχα πάρει πολλά πράγματα μαζί μου. Μέσα στην καφέ μου βαλίτσα με τις φθαρμένες άκρες είχα χώσει βιαστικά ό,τι άσπρο κρεμόταν στην ντουλάπα μου, εκείνο το δαντελένιο μου φουστάνι, το άλλο με τα φαρδιά μακριά μανίκια, εκείνο με τις τιράντες από μεταξωτή κορδέλα. Πηρά ακόμα το βιολετί νυχτικό μου το και δυο τρία ακόμα φουστάνια που δεν με ένοιαζαν και πολύ. Είχα βάλει τα σανδάλια μου και δεν είχα πάρει τίποτα άλλο μαζί μου. Τα ρούχα ήταν περιττό βαρος και δεν μπορούσα να ασχοληθώ μαζί τους περισσότερο. 

Προσγειώθηκα όταν ο ήλιος έκαιγε και έφυγα με ένα ταξί αμέσως για τον αμπελώνα. Ήθελα να ξαναγυρίσω στην μυρωδιά της γης και εκείνη την χλωρή γεύση που μου άφηνε στο στόμα. Ήθελα να νιώσω τον αέρα να μου ανακατεύει τα μαλλιά. 
Δεν ήξερε πως ερχόμουν.

Από μακριά άκουγα τα άλογα να ετοιμάζονται για το βράδυ και την περιοχή να ηρεμεί σιγά σιγά. Μερικά τριζόνια είχαν αρχίσει από νωρίς να ακούγονται. Ένιωθα σπίτι μου, ακόμα και αν ήμουν δέκα χιλιάδες μίλια μακριά του. Ένιωθα πως ανήκω στον μπλαβί ουρανό και σε εκείνον που δεν ήξερε πως ερχόμουν.

Προχώρησα προς το σπίτι και άφησα τα πράγματα μου στο ξύλινο πάτωμα του χολ. Έριξα την ζακέτα μου στο πάτωμα και έβγαλα τα παπούτσια μου. Μου άρεσε να νιώθω το πάτωμα με τα ποδιά μου και να περπατώ ξυπόλυτη και να είμαι ελεύθερη. Πήγα προς την μεγάλη βεράντα με το αγιόκλημα και τα τριαντάφυλλα. Κάθισα στα λεύκα μαξιλάρια και έκλεισα τα ματιά μου.
Τα άνοιξα ξανά όταν το φεγγάρι είχε καταφέρει επιτελούς να κερδίσει την θέση του στον ουρανό. Σηκώθηκα από τα μαξιλάρια και ακούμπησα στο περβάζι σαν μια Ιουλιέτα. Έλειπε ο Ρωμαίος και τα ποιήματα και οι καληνύχτες.

Εκείνος ερχόταν από μακριά και είδε τα φώτα του σπιτιού αναμμένα. Ήξερε όμως. Έφτασε κοντά στο σπίτι και βλέποντας με εκεί με κοίταξε με τα πιο γλυκά μελένια ματιά. Μου είχε λείψει και το έβλεπε. Ανέβηκε στο μπαλκόνι και με έκανε μια αγκαλιά τόσο σφιχτή που ζαλίστηκα. Μύριζε ηλιοτρόπιο και λιακάδα και πιπέρι και όταν με φίλησε ήξερα πως του είχα λείψει. Με πηρέ απ το χέρι και καθίσαμε στα λεύκα μαξιλάρια και μου είπε για την μέρα του και τα αμπέλια και το κρασί και πως με περίμενε. Χάιδευε τα μπερδεμένα μου μαλλιά και πείραζε την κορδέλα απ το φουστάνι μου που είχε ξελυθεί.

Όταν σηκώθηκε απ' τα μαξιλάρια, ήταν δικός μου και κανένας δεν μπορούσε να μου τον πάρει. Μου έφερε κόκκινο κρασί, μεστό και με την επίγευση του αίματος και ένιωθα τα μάγουλα μου να παίρνουν φωτιά. Στο μεγάλο δέντρο είχε μικρά φωτάκια που έκαναν όλο αυτό να μοιάζει με παραμύθι. 

Έδεσα το φουστάνι μου και κάθισα στο μεγάλο μαρμάρινο τραπέζι και εκείνος που έφερε ζεστό ψωμί και πέστο και μοτσαρέλα και με κοίταζε μέσα στα μάτια. Ένιωθα ζεστασιά και ένιωθα γεμάτη.
Έβαλε στο Πικ απ ένα παλιό βινύλιο με βαλσάκια και ακορντεόν και με πηρέ αγκαλιά. Βλέπαμε τα άπειρα αστέρια στον σκοτεινό ουρανό, μακριά απ' την πόλη και τα φώτα της. Εκεί ήμασταν ως το πρωί, όταν ο μαλακός ήλιος της Τοσκάνης μας ξύπνησε.

Θα περνούσα όλο το καλοκαίρι μου εκεί αλλά δεν το ήξερα. Περισσότερο, δεν ήξερα πως θα περνούσα όλη μου την ζωή εκεί. Εκεί θα έγραφα, εκεί θα δημιουργούσα. Μαζί του γύρισα όλη την Ιταλία και περπάτησα στα στενά της Σιένα και στα μικρά μαγαζιά της Μπολόνια. Ταξίδεψα στην Σικελία, στην Μάλτα και πότε δεν βαρέθηκα. Πάντα όμως γύριζα στην Τοσκάνη και τους γλυκούς της λόφους και το χώμα με την χλωρή γεύση που μου άφηνε στο στόμα. Εκεί. Να πίνω κόκκινο κρασί και να ζω, όπως δεν είχα ζήσει πότε. 


Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

Εμπνευσμένο | Γωγώ Λιανού

Άκου τώρα κάτι για τα ηλιοβασιλέματα που λες και εσύ.
Δεν έχουν καμία αξία για μένα,
αν δεν τα βλέπω μέσα απ'τα μάτια σου.
Δεν με συγκινούν και ούτε με εντυπωσιάζουν τα χρώματά τους.
Και άκου τι εγώ έκανα για πάρτυ σου.
Φίλησα αρκετά χείλη,παλεύοντας να ξεχάσω τα δικά σου.
Έχασα τόσα και τόσα βράδια.
Με δάκρυα,με αλκοόλ,με μεγάλες παρέες,με τη μουσική σου,
στο τέρμα.
Με δάκρυα,με αλκοόλ,με μεγάλες παρέες...
Με τη μουσική σου στο τέρμα.

Και άκου να δεις εγώ πως πολεμάω.
Δεν βρίσκω τρόπους.
Αποκλείω το ενδεχόμενο να ερωτευτώ.
Και μερικές φορές τη μισώ αυτή την πόλη.
Δεν ψάχνω λέξεις για να συγκινήσω κανέναν.
Δεν έχω λόγους μοναδικούς.
Και ναι ξέρω.Θα τελειώσει.
Ε μάθε λοιπόν ότι δεκάρα δεν δίνω.
Και ότι θέλει ας κάνει.
Μα καμιά φορά,φοβάμαι.
Και ζητώ να γυρίσεις να με σταματήσεις.
Ή εσύ ή κανένας.
Καμιά φορά τα ηλιοβασιλέματα παίρνουν φωτιά στη θύμηση σου.

Δεν θα τελειώσω έτσι.
Άκου εγώ τι έκανα για πάρτυ σου.
Έσφιγγα τόσο δυνατά τα δόντια,μη φωνάξω το όνομά σου.
Έκλαψα περίεργα.Με ένα τρόπο αλλιώτικο.
Και φρόντισα να μη κρατήσω κανενός το χέρι πάνω από 10'.
Και έμαθα να τη βγάζω μόνη.
Και έμαθα να μη σου λέω τίποτα.
Να κρατιέμαι. Και τώρα ακόμη που...
Ούτε ξέρω με ποιες λέξεις να τελειώσω αυτή τη φράση.
Ξαπλώνω ήρεμα και άλλοτε δυνατά.
Να σε τινάξω από μέσα μου.
Κοίτα,αν αλλάξω κάποιες λέξεις σ'αυτό το κείμενο,δεν θα καταλάβεις πως μιλώ για σένα.
Όμως, πες μου.
Έχει καμιά σημασία να κρατηθώ;
Τώρα στο τέλος,πες μου,έχει καμιά σημασία;





Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

Το Α και το Ω | Πάστα Φλώρα

Την είχε μισήσει, την είχε μισήσει όσο τίποτε άλλο στη ζωή του.
Τα κρίνα και οι σταλακτίτες που την στόλιζαν φωτοστέφανα στα μαλλιά της, πυρπολήθηκαν σαν τα συναισθήματα του αφήνοντας και εκτοξεύοντας αντί για σπίθες πάθους και αγαλλίασης, κατακάθια και ρωγμές που διέσχιζαν ολόκληρο το κορμί του.
Ένας χάρτης που κάθε προορισμός, κάθε σημάδι, οδηγούσε σ' ένα διαφορετικό ανείπωτο μονόλογο. Ένα μονόλογο τόσο βρυχημένο και συνάμα άλλο τόσο βουβό που οι λέξεις όση εξουσία και αν ασκούν στον έρωτα, χάνουν κάθε λάμψη και ισχύ μπροστά του.

Θυμάμαι πόσο καύλωνε μονάχα με το ανοιγόκλεισμα των ματιών της.
Τα μάτια της...

Μικρές οάσεις στην συναισθηματική του ξηρασία. Ανέκαθεν ήταν από τους τύπους που έδιναν λίγα λόγω φόβου.Ένας άντρας με τόσο τσαγανό και πυγμή που δίπλα της μεταμορφωνόταν στο πιο ευαίσθητο ποίημα

Για εκείνον ήταν το Α και το Ω στην ιστορία τους.
Κάθε πακέτο τσιγάρα από το πρώτο έως το τελευταίο.
Κάθε πρωινό όνειρο και νυχτερινός εφιάλτης.

Για εκείνον ήταν η πιο ζεστή μαστούρα, όσο την ρουφούσε και την ανάσαινε τόσο πιο πολύ γούσταρε και καύλωνε. ήταν δική του, το ήξερε. Ήξερε ότι διεκδικούσε αυτός και μόνο αυτός τα προνόμια της και αυτό τον έθιζε ακόμα παραπάνω.
Δικές του οι μελανιές στο σώμα της, ολόδική του κι ηδονή.
Τα αναφιλητά που τις προκαλούσε και οι μικροί αναστεναγμοί, για το όνομα του, αφιερωμένα σ' εκείνον. Το ρίγος και το τρέμουλο μονάχα στο άγγιγμά του πάνω της, είχαν ζωγραφίσει την προσωπική του σφραγίδα. Ένας πλανήτης υπεροχής και ηδονής. Κάθε χώρα και διαφορετικό σκίρτημα, διαφορετικός αναβρασμός.
Ένας οργασμός που ανάμεσα σ' αυτά τα δυο σώματα γράφει την πιο αναρχική ιστορία στον κόσμο των συναισθημάτων.

Αυτός γεννιόταν και πέθαινε για εκείνη μέρα με τη μέρα.
Αυτή κοιμόταν και ξυπνούσε για κείνον.

Το πιο σωστό τους λάθος δεν νομίζεις;

Την είχε αγαπήσει όμως, τόσο που δεν γινόταν να μην την μισήσει. Είχε γίνει κτητικός, απότομος, βίαιος. Η μαστούρα που έκανε και μόνο από το άρωμα της, ξεπερνούσε κάθε καλό ναρκωτικό της πιάτσας. Αυτό το ναρκωτικό ήταν ειδική "παραγγελία" και θα άνηκε σ' αυτόν για το πάντα και το παντού.

{Έχουμε μάθει να πιστεύουμε ότι πάντοτε μετά την καταιγίδα έρχεται η γαλήνη, Έλα όμως που έρχεται ολόκληρος Αρμαγεδδών.

Αρμαγεδδών σημαίνει μίσος, συνώνυμο του έρωτα και της αγάπης.
Δυο σώματα που αγαπήθηκαν και ερωτεύθηκαν παντοτινά είναι γεννημένα να μισούνται παντοτινά.

Ο έρωτας είναι δύσκολος αντίπαλος, δύσκολα βρίσκεις την αχίλλειο πτέρνα του. Εκείνος ξέρει να βγαίνει πάντοτε νικητής στην παρτίδα του. Όσο για τα θύματά του... Λαοθάλασσα.}

Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια μαζί της. Λόγια ανάμεσα σε σεντόνια από όνειρα και σώματα πυρπολημένα από νύχτες ολοκαυτώματος.

Και αυτό είναι το Α και το Ω. Κάθε τζούρα καύλας και μαστούρας.
Ένα ηδονικό αλφάβητο δυο σωμάτων.
Γυμνό και εξαρτισιογόνο.


Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

"Σ' αγαπάω" | Έβα Γκρην

Το επόμενο πρωί ξύπνησε κακόκεφος. Τι κι αν ένιωθε; Τι κι αν την αγαπούσε; Τι νόημα έχουν άραγε τα συναισθήματα όταν δε μπορείς να τα μοιραστείς; Το σπίτι έδειχνε άδειο χωρίς το γέλιο της. Και το σπίτι και η ζωή του. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και σύρθηκε ως το μπάνιο. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο του για να συνέρθει. Κοίταξε το είδωλο του κλεφτά στον καθρέφτη και σκέφτηκε να το φτύσει. Ύστερα σκέφτηκε πόσο ανούσιο θα ήταν αυτό.
Κοίταξε το χώρο προσδοκώντας να βρει ένα σημάδι της παρουσίας της. Έβαλε στο pc να παίζει το αγαπημένο της τραγούδι. Κάπου στο σαλόνι βρήκε ένα διπλωμένο της t-shirt. Το έπιασε απαλά, λες και την κρατούσε. Το αγκάλιασε και το μύρισε. Τι σκεφτόμουν; Άρχισε να κλωτσάει τα έπιπλα με μανία, άρχισε να σπάει ότι έβρισκε μπροστά του. Δε μπορούσε τάχα να διανοηθεί πως την είχε αφήσει να φύγει. Όχι, όχι έτσι. Όχι, όχι, εκείνη.
Ξανάπεσε στο κρεβάτι απογοητευμένος. Κοιτούσε το ταβάνι χωρίς καμιά εγκαρτέρηση. Σκέφτηκε να βάλει και πάλι τα κλάματα, όμως τι νόημα θα χε; Έπιασε το κινητό να της στείλει. Και τι να της πει; Είχε φερθεί τόσο παθητικά το προηγούμενο  βράδυ που την περίμενε, που πια δεν έβρισκε τις λέξεις να χωρέσει ένα συγνώμη. Είχε φερθεί τόσο εγωιστικά. Έπειτα, κι αν εκείνη δεν ήθελε να τον δει;
Πήρε τα κλειδιά από το ξεχασμένο στο γκαράζ δίκυκλο, έβαλε ένα t-shirt και ένα τζιν και έτρεξε να τη βρει. Έπρεπε να της μιλήσει. Έπρεπε να της πει πως νιώθει. Έπρεπε να της είχε πει από την αρχή. Πόσο φοβόταν άραγε τον έρωτα; Πόσο εγωιστής είχε υπάρξει; Έπρεπε να της το χε πει. 
"Σ' αγαπάω".


"Σαγαπάω", γιατί μαζί σου χάνω τον έλεγχο. Χάνω τον εαυτό μου και χάνομαι. Χάνομαι μέσα μου και μέσα σου. "Σ'αγαπάω", γιατί όταν σε βλέπω μου κόβονται τα πόδια, το στόμα μένει μετέωρο και οι λέξεις αιωρούνται στον αέρα σε μια προσπάθεια να σου πουν. Τι να σου πουν γαμώτη σου που όλα μοιάζουν τόσο λίγα μπροστά σου; Ντρέπομαι τόσο ο ανόητος που δε μπορώ τάχα να βρω κάτι πιο καινούριο να σου πω. Ντρέπομαι που το "Σ' αγαπώ" μοιάζει τόσο συνηθισμένο μπρος σε κείνα που με κάνεις να νιώθω. 

Δεν σε ξέρω, μα... | Πράξια Αρέστη



Δεν ξέρω ούτε πώς πίνεις τον καφέ σου το πρωί κι όμως σ' έχω ερωτευτεί. Δεν ξέρω ποιο είναι το αγαπημένο σου φαγητό ούτε πως περνάς τα χαλαρά σου βραδιά στο σπίτι. Δεν ξέρω σχεδόν τίποτα για το παρελθόν σου ούτε ποια είναι τα όνειρά σου για το μέλλον. Ούτε ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία, το αγαπημένο σου χρώμα ή τι κάνεις το βράδυ πριν κοιμηθείς.

Δεν ξέρω σχεδόν τίποτα για σένα κι όμως από την πρώτη στιγμή σ΄ερωτεύτηκα. Θα έκανα έρωτα μαζί σου εκεί από το πρώτο λεπτό, αν μπορούσε να γίνει, χωρίς δεύτερη σκέψη. Και δεν θα μ' ενδιέφεραν τα πιο πάνω. Ακόμη και σήμερα ξεχνάω να σε ρωτήσω. Μάλλον γιατί τελικά όλα αυτά δεν έχουν και τόση μεγάλη σημασία. Μόνο ο λιγοστός χρόνος που περνάμε μαζί μετρά και γιατί να τον σπαταλήσω ρωτώντας πράγματα που δεν θα χρειαστεί ίσως ποτέ να μάθω και να ζήσω.

Τι σημασία έχει πώς πίνεις τον καφέ σου, αφού ποτέ δεν στον φτιάχνω εγώ; Τι σημασία έχει πώς περνάς τις μέρες σου, αφού καμία ώρα δεν με περιλαμβάνει; Και τι νόημα έχει να ξέρω τι σκέφτεσαι για το μέλλον, όταν απ' αυτό είμαι απούσα. Ξέρω μόνο ότι η αγκαλιά και το φιλί σου είναι όλη μου η αλήθεια. Ξέρω ότι είμαι εγώ κι εσύ, δύο άγνωστοι με μία απίστευτη χημεία μυαλού και σώματος. Δεν χρειάζεται να λέμε πολλά. Κοιταζόμαστε και καταλαβαινόμαστε.

Και όλο αυτό τον χρόνο που περνάς χωρίς εμένα θέλω μόνο να τον περνάς όσο πιο όμορφα γίνεται. Εκεί που ανήκεις, εκεί που είσαι καλά και έχεις τα πάντα... μακριά μου. Άσε με μένα εδώ να μην ξέρω πότε θα σε ξαναδώ. Να ξεχνάω για λίγο ότι μαζί σου είμαι πραγματικά ευτυχισμένη. Με σένα, που δεν ξέρω ούτε πως πίνεις τον καφέ σου, βρίσκεται όλη η χαρά του κόσμου. Η αγκαλιά σου είναι το σπίτι μου, ο προορισμός μου. Μακριά σου είναι η ξενιτιά, τα ταξίδια μου.

Eσύ μικρέ μου άγνωστε, είσαι ο έρωτας, η αγάπη, η ευτυχία, το δάκρυ, η αδυναμία μου κι ο λόγος που θέλω να γίνομαι καλύτερη. Εσύ είσαι το πιο ταιριαστό σώμα στο σώμα μου κι ας μην σου φτιάχνω ποτέ το πρωί καφέ σου. Εσύ με ξέρεις καλύτερα απ' όλους κι αγγίζεις την ψύχη μου περισσότερο απ' όλους όσους βρίσκονται καθημερινά στη ζωή μου.

Εσύ, ένας άγνωστος στο κρεβάτι μου, εγώ μία άγνωστη που λατρεύει κάθε σιωπή σου...



Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

Νιώθω | Έβα Γκρην

Ήταν ένα βράδυ σαν όλα τα άλλα. Σαν όλα τα άλλα που περνούσε τάχα με φίλους και έκανε πως διασκέδαζε. Γούσταρε να είναι η ψυχή της παρέας. Να λέει πάντα τις μαλακίες του για να κάνει τον κόσμο να γελάει. Ιστορίες και ιστορίες είχε να διηγηθεί. Αληθινές και ψεύτικές. Απλά για να τους διασκεδάζει. Κι ας γελούσαν με την πάρτη του. Διόλου δε τον ένοιαζε. Εκείνο που χε σημασία ήταν ότι εκείνοι ήταν χαρούμενοι. Κι εκείνος παραμυθάς. Από εκείνους που θέλουν να βλέπουν τον κόσμο χαρούμενο, που θέλουν τάχα να κάνουν τον κόσμο να ξεχνά. Και να ξεχνιέται κι αυτός μαζί τους. Να χάνει τον εαυτό του και να χάνεται.
Ακόμα και εκείνη τη νύχτα. Εκείνη τη νύχτα που την περίμενε να έρθει. Είχε μαζέψει κόσμο σπίτι από νωρίς. Έλεγε, έλεγε. Και τι δεν έλεγε το στόμα του. Πόσες ιστορίες είπε για να ξεχάσει το πόσο ήθελε να την δει. Πόσες μαλακίες. Ύστερα, μόλις ο κόσμος έφυγε έμεινε στο πατζούρι να ακούει τα αμάξια να περνούν. Ήταν σίγουρος πως θα ερχόταν. Ήταν σίγουρος πως κι εκείνη ήθελε να τον δει. Ήταν σίγουρος… Όμως όχι. Τούτη του η σιγουριά γίνηκε απογοήτευση. Εκείνη τη νύχτα έκλαψε τόσο πολύ που δεν έμεινε στάλα δάκρυ στα βλέφαρά του. Που τάχα δεν έμεινε στάλα συναίσθημα για τίποτα. Έμπηξε τα νύχια στο δέρμα, ξέσκισε τη σάρκα του. Άδειασε. Γιατί κατάλαβε. Κατάλαβε. Εκείνη την νύχτα συνειδητοποίησε πόσο τάχα την αγάπησε. Και δεν ήταν τόσο το ότι δεν ήρθε. Ήταν πολύ περισσότερο που ένιωθε. Ένιωθε. Την αγαπούσε. Την αγάπησε.
Χρόνια και χρόνια πάσχιζε με τούτο το καταραμένο συναίσθημα. Χρόνια και χρόνια προσπαθούσε να το ξεράσει στην τουαλέτα σαν κάποια τάχα βλαβερή ουσία που χε φάει. Κι αυτό το γαμημένο δεν έλεγε να πεθάνει. Και αυτό εκεί. Να του τρώει μέρες και νύχτες. Και νύχτες.
Είχε χρόνια να νιώσει τόσο μαλάκας. Βαθιά μέσα του το γούσταρε που ένιωθε. Βαθιά μέσα του γούσταρε ακόμα και που πονούσε. Ο εγωισμός του τον είχε στήσει στον τοίχο τον έδειχνε και γελούσε. Και αυτός μέσα στην τόση του θλίψη γελούσε κι αυτός μαζί του. Νιώθω. Νιώθω. Επαναλάμβανε και γελούσε μέσα στην τόση του παραφροσύνη. Κι αν τάχα εκείνη δεν ήρθε, μάλλον δεν κατάλαβε. Τούτο τον έθλιβε λίγο. Μα ήξερε. Ήξερε πως οι άνθρωποι πάντα καταλαβαίνουν αυτά που θέλουν. Κι αν εκείνη δε κατάλαβε, ήταν που δεν ήθελε να καταλάβει.
Σκούπισε τα μάτια του - οι άντρες δε κλαίνε, γέλασε κρυφά. Μάζεψε τα γυαλιά από το σπασμένο ποτήρι, έριξε λίγο οινόπνευμα στις πληγές του, χαμογέλασε, και γέλασε. Γέλασε τόσο με τούτο το συναίσθημα. Ακόμα και αν έλειπε κάτι από την αγκαλιά του, ακόμα και αν τάχα εκείνη δεν ήταν εκεί, εκείνος είχε νιώσει. Και αυτό του ήταν αρκετό.




Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

Μερικές γραμμές για τον έρωτα. | Μαρία Βασιλάκη

Τα βράδια μου λείπεις περισσότερο.
Είναι η παρουσία σου αυτή που γέμιζε τον χώρο, τη συνήθισα τόσο πολύ που πια δεν μπορώ μακριά της. Η μορφή σου στο σκοτάδι, τα χέρια σου που με αγκάλιαζαν σφιχτά και ενοχλητικά πολλές φορές μέσα στη μέρα, τα φιλιά που ακουμπούσαν κάθε ίντσα, κάθε σπιθαμή του κορμιού μου και μου υπενθύμιζαν το λόγο για τον οποίο σε λατρεύω διακαώς.
Αλλά πέρα απ'τη σάρκα, μου λείπει το χαμόγελό σου,  η έκφραση που έπαιρνες όταν νευρίαζες και άλλα τόσα ακόμη που είναι μοναδικά για εμάς. Μου λείπει ακόμα, να σου χαϊδεύω τα μαλλιά, το πρόσωπό σου και ο στήθος σου και να σε βλέπω να απολαμβάνεις κάθε δευτερόλεπτο αυτής της ιερής πράξης.
Μα πιο πολύ μου λείπει το μυαλό σου και η σπίθα στα μάτια σου. Το πάθος σου και η γνώμη σου για τα πάντα ήταν που με κέρδισε απ΄την πρώτη στιγμή.  Οι συζητήσεις που ξεκινούσες και που μαζί τους ταξίδευα, όλα εκείνα τα λόγια που με βοήθησαν να γίνω αυτό που είμαι σήμερα.  Όλες εκείνες οι παροτρύνσεις, όλα εκείνα τα πειράγματα και τα γέλια μας. Όλες εκείνες οι ιστορίες για τα παιδικά σου χρόνια, για το πώς άλλαξες, για εσένα. Βλέπεις πάντα ήμουν περίεργη και ήθελα να ξέρω τα πάντα για σένα.
Μία μέρα που'χεις φύγει και νιώθω πως πέρασε καιρός. Πολύς καιρός που σαν αναίσχυντος απλά πέρασε και χάθηκε στο χρόνο. Τι άτιμος αυτός ο έρωτας, τι παιχνίδια σου παίζει, τι βασανιστήρια περνάς για το άτομο που αγαπάς. Υποφέρεις αλλά ταυτόχρονα λυτρώνεσαι. Και είναι η πιο γλυκιά λύτρωση και η πιο γλυκιά σωτηρία μαζί.  Δεν ξεφεύγεις απ'τη δίνη του αλλά ούτε θες και να ξεφύγεις. Στέκεσαι εκεί απλά και τον ζεις. Σαν να μην υπάρχει τέλος, σαν να είστε αδελφές ψυχές που τόσο καιρό έψαχνε η μία την άλλη, τον ζεις σαν να ξέρεις πως δεν θα πληγωθείς και πως η ιστορία σας θα καταλήξει με happy end. Ελπίζεις και έτσι ζεις ολοκληρωτικά.
Να πετύχουμε το ακατόρθωτο. Το μαζί αλλά και το ο καθένας ξεχωριστά.  Δύο οντότητες μοναδικές και διαφορετικές που συνθέτουν το τέλειο, την τόσο διαφορετική και ξεχωριστή σχέση που όλοι ζηλεύουν . Μαζί με όλη την έννοια της λέξης. Το απόλυτο μαζί. Κι όμως, δεν απέχουμε τόσο πολύ απ'αυτό. Έχουμε ήδη φτάσει, αγάπη μου.  Τα καταφέραμε.


L'absence de feu | La Baronne


Θυμάμαι να τον κοιτάω και να μην έχει πρόσωπο. Ήταν όλοι μαζί και κανένας ταυτόχρονα. Θυμάμαι, όμως, πως τον ένιωθα να με κοιτά και να μου απαντάει σε κάθε ερώτηση που έκανα πότε.
Θυμάμαι να αναρωτιέμαι αν θα τον βρω και αν θα μοιάζει με όσα είχα στο μυαλό μου γισ αυτόν. Θυμάμαι να τον ψάχνω σε λάθος πρόσωπα και θυμάμαι όλα τα πρόσωπα που συναντούσα να μου τον θύμιζαν και ταυτόχρονα να μην έχουν τίποτα από αυτόν. Τον θυμάμαι να γελάει, χωρίς να έχω ακούσει πότε τον ήχο του γέλιου του, άλλα, ταυτόχρονα, να το αναγνωρίζω παντού. Τον θυμάμαι να είναι κανείς και να είναι ταυτόχρονα όλοι τους.

Θυμάμαι μια ατελείωτη σειρά από εκείνους σε ραντεβού που έμοιαζαν αιώνια και στιγμές που τις ζούσα, σαν να τις κοιτούσα μέσα από ένα ζευγάρι κιάλια. Θυμάμαι ατέλειωτες βόλτες σε στενά σοκάκια, χαμόγελα, αγκαλιές και πότε τίποτα να τον θυμίζει. Θυμάμαι να τον ψάχνω σε φαντασίες. Θυμάμαι να τον κοιτάζω μέσα από κουρτίνες που χόρευαν αμυδρά με τον αέρα. Θυμάμαι να κρύβομαι για να μην δει πως τον κοιτάω και θυμάμαι, όταν νόμιζα πως περπατάει κοντά μου, να νιώθω το σώμα μου άκαμπτο.

Θυμάμαι πως πότε δεν τον γνώρισα. Δεν ήταν πότε τίποτα παραπάνω από μια ψευδαίσθηση. Ένα όνειρο από αυτά που λένε στα κορίτσια, όταν είναι μικρά, για να τις καταδικάσουν να ψάχνουν για πάντα, κάτι που πότε δεν θα βρουν. Θυμάμαι να τον χρειάζομαι για να με σώσει, ώσπου κατάλαβα πως εκείνος δεν θα έρθει πότε και πως για πρώτη φορά θα έπρεπε να σώσω μονή μου τον εαυτό μου.
Θυμάμαι να είμαι οργισμένη μαζί του, να τον μισώ. Θυμάμαι να συνειδητοποιώ την ανοησία μου. Να βλέπω ποσό ανόητη ήμουν που πίστεψα, έστω και για λίγο, πως τα παραμύθια μπορεί και να έχουν μια μικρή έκφραση σε αυτό που ζω. Θυμάμαι να νιώθω εκνευρισμένη με τον εαυτό μου και με τις αυταπάτες που τρέφει και εκείνο τον αέναο ρομαντισμό, που πιο πολύ με βάραινε, πάρα μου έδινε φτερά για να εκφράσω τον εαυτό μου. Θυμάμαι να τον ψάχνω σε μια ζωή χωρίς συναισθηματισμούς και πάθη. Θυμάμαι να καταλαβαίνω πως δεν υπάρχει. Θυμάμαι το κενό.

Θα ήθελα να μπορώ να γραφώ χαρούμενα κείμενα. Περισσότερο, θα ήθελα τα κείμενα μου να μπορούν να δημιουργήσουν συναισθήματα. Πιο πολύ, θα ήθελα να είχα λιγότερα συναισθήματα.
Θυμάμαι να αναρωτιέμαι αν πότε θα τον γνωρίσω και ταυτόχρονα να τρομάζω όποιον θέλησε πότε να με γνωρίσει. Θυμάμαι να έχω απαιτήσεις από όλους, δικαιώματα. Εκείνοι δεν είχαν τίποτα.
Θυμάμαι να μην μπορώ να σηκώσω μονή μου το βάρος μου και θυμάμαι να τον θέλω εκεί, να με πιάσει από το χέρι και να μου πει πως όλα θα πάνε καλά. Θυμάμαι να θέλω κάποιον που πότε δεν γνώρισα. Θυμάμαι να γράφω για κάποιον που πότε δεν είχα.

Θα ήθελα να ήμουν σαν τον Κέρουακ που συνέχεια έφευγε. Θα ήθελα να μην μπορούσα να δεθώ. Θα ήθελα να είμαι μόνη και ταυτόχρονα γεμάτη. Περισσότερο, θα ήθελα να είμαι αδιάφορη απέναντι στα συναισθήματα μου και απέναντι στα συναισθήματα των άλλων. Μια παγωμένη μικρή πλανεύτρα, χωρίς την παραμικρή αναστολή. Θα ήθελα να ήμουν κακιά και γεμάτη δηλητήριο. Θα ήθελα να πονούσα όποιον με άγγιζε, να μπορούσα να κάνω αισθητή την παρουσία μου, μέσα από τον πόνο που προκαλούσα. Θα θελα να ήμουν απαραίτητη, να με φοβούνται, να είμαι το μαρτύριο τους. Θα θελα να ήμουν ο λόγος που είναι ξύπνιοι την νύχτα.

Θυμάμαι να θέλω να του προκαλέσω πανικό. Θυμάμαι να είναι εκείνος που μου έδινε έμπνευση. 

Θέλω έμπνευση και θέλω εκείνον. Εκείνος δεν είναι ποτέ. Εκείνος δεν είναι πουθενά.

*Robert Hutinski, from the series “Atavism”



Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Υποθετικό | Ιωάννα Μαλούνη



Πόσες σκέψεις να χωρέσει ένα επαγγελματικό ραντεβού; Δεν ξέρω ή, τουλάχιστον, δεν ήξερα μέχρι να σ’ έχω απέναντι μου. Με κοιτάς. Σε κοιτάω. Δεν έχω όρεξη για staringcontest. Έχουμε έρθει να μιλήσουμε εδώ επαγγελματικά. Να δούμε τι θα κάνουμε.

Το μυαλό μου γεμίζει «whatifs». Τι θα γινόταν αν μου έδινες περισσότερη προσοχή, απ’ όση θα έδινες στη μέση αμοιβάδα; Τι θα γινόταν αν μου έλεγες «παράτα τα όλα, πάμε κανένα ταξίδι δίχως γυρισμό»;  Αν απλά μου έλεγες «σε θέλω» και με φιλούσες;

Θα μπορούσαν να συμβούν τόσο πράγματα μέσα σε τόσο λίγο χρόνο. Θα μπορούσαμε να γεμίζουμε τις σελίδες ρομαντικού μυθιστορήματος, να μας εξιδανικεύσουμε, να λέμε ότι ζούμε ένα λογοτεχνικό ειδύλιο. Θα μπορούσαμε να γελάμε με τη σκέψη ότι θα ζήσουμε ένα σούπερ ρομαντικό έρωτα, γιατί θα βλέπουμε ότι απλά ταιριάζουν οι σαπίλες μας. Ή να μας κάνουμε λοβοτομή, και μόνο που τα σκεφτόμαστε όλα αυτά, γιατί, βλέπεις, δεν είμαστε ρεαλιστές.

Κάνουμε κουβέντα. Επαγγελματική πάντα. Μην πάει ο νους στο πονηρό. Ο δικός σας δηλαδή. Ο δικός μου δε χάνει την αφορμή να πηγαίνει. Ο νους μου αλλάζει κανάλια, σκέφτεται όλα αυτά που θα μπορούσαν να συμβούν, σου λέει «φύγε από εκεί!». Είναι απείθαρχος ο νους μου – θα του αλλάξω μπαταρίες καμιά ημέρα.


Ξέρεις πώς το λένε αυτό στο χωριό μου, έτσι; Απωθημένο το λένε. Ίου, απωθημένα. Από τα πιο άχρηστα πράγματα στον πλανήτη. Πιο άχρηστα κι από τα σεμεδάκια. Σ’ έχουν να κρατάς μέσα σου «whatifs», σου δυσκολεύουν τη ζωή, σε κάνουν εμμονικό. Θες να σε σκοτώσεις, που τα έχεις. Λες και δεν έχει ήδη αρκετές αφορμές να σε σκοτώσεις – οι γκάφες σου, οι κοτσάνες που έχεις πετάξει, το ότι κάθεσαι και γράφεις άσχετα κείμενα, ενώ θα έπρεπε να διαβάζεις για εξεταστική.

Ω, πρέπει να κάτσουμε να λύσουμε προβλήματα. Εδώ πρέπει να φανώ πολύ έξυπνη κι εφευρετική. Ή είμεθα σοβαροί επαγγελματίες ή δεν είμεθα. Πρέπει να βγάλω τον καλύτερο μου εαυτό, να ξεχάσω ότι κάνω τέτοιες σκέψεις για εσένα. Είπαμε, είσαι το απωθημένο μου, αλλά εγώ είμαι κυρία και πρέπει να σταθώ στα τακούνια μου.

Φεύγοντας, σκέφτομαι τι καλό case study θα γινόμασταν. Τι κλισέ θα διαλύαμε. Θα μας ζήλευε η οικουμένη. Κορίτσι δεν τα φτιάχνει με αγόρι. Πολύ αντι- ρομαντικό. Πολύ ανατρεπτικό. Αν του βάλουμε και κανένα φόνο, θα είναι το τέλειο εμπορικό βιβλίο.
«Σκέφτεσαι πολύ» μου λες.

Έχεις δίκιο. Περιπλέκω τη ζωή μου, βάζω τίτλους σε πράγματα γιατί, επί της ουσίας, ξυπνάει η dramaqueenμέσα μου και θέλει να ζήσει καταστάσεις, να βάλει λίγο χρώμα στη ζωή της. Μπερδεύω τις σκέψεις μου. Αναλύω πολύ. Ποιος είναι τώρα για σκότωμα;

Γελάω μαζί μου. Τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά από τις σκέψεις μου και τις αναλύσεις μου καμιά φορά. Και ξέρω ένα πράγμα: όλα θα πάνε καλά, μ’ όποιο χαρακτηρισμό κι αν σ’ έχω μαρκάρει στο μυαλό μου.



“We could be more, don’t you run away
We could be happier this way”

Σάββατο 11 Ιουνίου 2016

Ως την αιωνιότητα | Πάστα Φλώρα

Tα πανιασμένα πλέον τατουάζ μου εξιστορούν ιστορίες για αγρίους. Οι ρυτίδες μου τις ατασθαλίες μου και ο τσιγαρόβηχας το μεγάλο νταλκά μου.
Έχω άσπρες τρίχες της προσμονής και της ανοχής. Έχω κουρασμένο χαμόγελο, σαν τον κουρασμένο ήλιο τα απογεύματα.
Έχω σχισμές. Άλλες μου χαμογελάνε και άλλες με καταριούνται.
Και μετά έχω εσένα. Το ομορφότερο τραγούδι.
Έχει περάσει καιρός από την τελευταία φορά που ξεφύγαμε, πήραμε τα αμάξι, το καλάθι με τι φράουλες και τις μπύρες και φύγαμε για την όαση.
Άσπρο δέρμα, φακίδες, ζεστό χαμόγελο και χρυσαφένια μαλλιά να ανεμίζουν.
Παιχνιδιάρικα μάτια, μαλλιά μεταξένια και χείλη κερασένια.
Εσύ και εγώ. Το πεντάγραμμο εσύ κι νότες εγώ.
Για σκέψου αγάπη μου. Είχαμε φτιάξει το αιώνιο τραγούδι. Έτσι έλεγες.
Χαζεύω παλιές φωτογραφίες μας. Το πόσο νέοι και ξέγνοιαστοι ήμασταν. Η ζωή ήταν γιορτή για χαμάληδες και εμείς, οι οικοδεσπότες της.
Με κοιτάζω στον καθρέφτη, η όψη μου γκριζάρει. Κάνω πως τον ξεσκονίζω, μα εκείνη ακόμα εκεί.
Μουντή.

Ψάχνω για τις φακίδες και τις μεγάλες βλεφαρίδες, πουθενά όμως
Όνειρο θα ήταν. Το μόνο που βλέπω είναι νυχτερινό βουητό. Από αυτά που κραυγάζουν βουβά, που εξιστορούν ιστορίες κ’ ιστορίες που πάντοτε όμως θα ξεχνάς.
Βγάζω το κρασί από το ψυγείο και σιγοτραγουδώ αναμνήσεις, αγγίγματα, έρωτα και φόβους. Στάσου… είναι το τραγούδι μας.
{Είμαι κουρασμένη. Δεν θα μιλήσω. Τα λουλούδια στο στόμα δεν με αφήνουν….
Έλα… έχω κάνει καφέ. Δεν θα νυχτώσει σήμερα. Σε τραγούδησα γιασεμί μου.

Ως την αιωνιότητα.}

Σκορπογραφήματα - της Όλγας Νικολαΐδου


Ξέρω. Εγώ, εγώ, εγώ. Ένα εγώ δίχως τέλος. Μια λέξη μόλις τρία γράμματα και την ίδια στιγμή ένα τσουβάλι ανθρώπινο σώμα, ένας λαβύρινθος για μυαλό, ένα πάντα αναμμένο φως για ψυχή και μια μαγική Αύρα.
Όλοι έχουν μια ιδιαιτερότητα. Έτσι ονομάζω εγώ το εγωπαθές σύνδρομο μου. Την εγωκεντρική μου θλίψη. Και κάπως έτσι ξεχνάω -όχι το εσύ- αλλά το δικό σου «εγώ».

Φοβάμαι του Έρωτα το μέγα κακό. Τον πανικό της ανατροπής. Και εκείνον τον ύπουλο συνδυασμό της έκθεσης και της διεκδίκησης. Διάβασα κάπου πως η αγάπη κερδίζεται με την υποταγή και πως είναι προπάντων επαλήθευση της μοναξιάς μας, όταν επιχειρούμε να κουρνιάσουμε σε δυσκολοκατάχτητο κορμί*.

Ανυπομονησία= Βιασύνη. Βία-συν-“η”. Βία + ήττα
Και φοβάμαι να χάσω μα δεν τα παρατάω.

Εσύ, εσύ, εσύ. Εσύ με ξεκλειδώνεις, μου δίνεις αναπνοή μέσα απ΄την ανάσα σου, με αναστατώνεις, με συναρπάζεις, με ξαφνιάζεις. Εσύ με κάνεις να βλέπω τον κόσμο με άλλο μάτι. Είσαι το μολύβι στον χάρτινο λαβύρινθο του μυαλού μου, που μου υπογραμμίζει την έξοδο. Αλλά όχι εκείνη του κινδύνου. Την άλλη, την πλημμυρισμένη με φως.

«Έχεις μάθει να τα παίρνεις όλα εύκολα», μου λες. Είμαι έτοιμη για τα δύσκολα, σου απαντώ. Πιο έτοιμη από ποτέ. Κουράστηκα να σφίγγω τα χείλη μου.
Κοιτάζω τα χείλη σου, που λες, όταν μιλάς. Κοιτάζω τα μάτια σου, όταν κάνεις κάτι που αγαπάς. Τα γουρλώνεις, εστιάζεις, δεν τα κλείνεις ποτέ. Απορώ πως το κάνεις. Εάν δεν γίνει αυτό που θες δεν σταματάς, ποτέ δεν τα παρατάς. Ξέρεις τι θες. Συγκεντρώνομαι στη φωνή σου, στο γέλιο σου, στο τραγούδι σου. Έχω δει πάνω από τρεις φορές το κάθε σου έργο. Μπας και μάθω κάνα κρυμμένο μυστικό σου. Μπας και ξεδιπλώσω τη ψυχή σου. Σε γλείφω με μανία στα σημεία εκείνα που σπάνια επισκέπτονται άλλες γυναίκες πάνω στο κορμί σου. Τα πιο αγνά σημεία του κορμιού σου. Φύση. Τα πιο δικά μου σημεία του κορμιού σου. Στα μάτια σου. Πάντα εκεί επιστρέφω. Αυτά τα μάτια που αλλάζουν χρώμα και έκφραση, που μπορούν να σε μπερδέψουν και να σου λύσουν κάθε απορία, την ίδια στιγμή. Πολυδιάστατα μάτια. Πολύτιμα μάτια.
Και η ευφυία σου. Νατουραλιστική. Μάτια μυστήρια που ‘’καρφώνουν’’ στο βλέμμα σου την δύναμη του μυαλού σου.

“Πόσο ήθελα να καθίσω στον καναπέ του”, σκέφτηκα. Να τον έχω απέναντι μου και να τον ακούω να μου μιλάει. Να μοιράζεται μαζί μου τις πιο τρελές του σκέψεις και τις πιο έντονες αγωνίες του. Σε τι να πιστεύει άραγε; Πως θέλει να αλλάξει τον κόσμο; Ποιο να είναι το αγαπημένο του σημείο στο πρόσωπό μου; Τι ποτό πίνει; Πως μοιάζει όταν χαμογελάει; Πως να είναι ο οργασμός του; Και όλο το σύμπαν συνωμότησε. Και να που τελικά κάθισα στον καναπέ σου με κάθε πιθανό τρόπο. Στα γόνατα μου και γυμνή, με ανοιχτά πόδια και έπειτα στα τέσσερα, όρθια, μπρούμυτα, ανάσκελα, με ένα τζιν στο ένα χέρι και ένα τσιγάρο στο άλλο και εσύ, ω ναι, ήσουν πάντα μέσα μέσα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις συζητήσεις μας για το σύμπαν και τα γέλια μας, τους χορούς μας και τότε που κούρνιασα στην αγκαλιά σου και σε κοιτούσα να λιποθυμάς δίπλα μου από καύλα. Και μπήκες ακόμα πιο βαθιά. Στη μαύρη τρύπα του μυαλού μου. Και δεν υπάρχει έξοδος κινδύνου εκεί ξέρεις.

Εγώ δεν αγαπώ όσο θα ήθελα τον εαυτό μου. Εγώ δακρύζω όταν σε ακούω να με περιγράφεις σαν να είμαι η Τζέιν. Γιατί είναι ο,τι θέλω να είμαι. Και ο,τι θέλεις πιο πολύ. Αυτό θα είμαι. Δεν κάνεις ποτέ λάθος άλλωστε. Ή μήπως είμαι ρόλος; Τόσο πολύ συνήθισα που έγινε κι αυτό εγώ. Εγώ έχω ανάγκη να αγαπήσω περισσότερο τον εαυτό μου. Έχω ανάγκη να μάθω ποια είμαι. Ίσως να είμαι πολυπρόσωπη. Ίσως πρέπει να μάθω να αγαπάω όλα τα εγώ μου. Ή να ξεχωρίσω ένα και να διώξω τα υπόλοιπα. Θέλω να τη βρω και να πιστέψω σε αυτή. Την δίχως όνομα. Να δώσω ζωή σε κάτι όμορφο. Σε κάτι μοναδικό. Να δημιουργήσω. Να αξίζω. Να με βαφτίσω. Κυνηγώ την ισορροπία και ας χρειαστεί να ακροβατήσω για να φτάσω στην άλλη άκρη. Από την άγνοια στη γνώση. Είναι τολμηρό αλλά ίσως οδηγεί στην πλήρωση. Στην ευτυχία.

Εγώ έχω ανάγκη από ένα Εσύ. Αυτά τα δύο σώματα είχαν μια παράξενη τηλεπάθεια και ένα μυστήριο δέσιμο πριν καν αγγιχτούν! Όταν με γεμίζεις και με αδειάζεις με μαεστρία. Όταν ξυπνάμε μαζί από το πορτοκαλί φως του ουρανού, σχολιάζουμε τα χρώματα, ανταλλάσσουμε ένα φιλί και συνεχίζουμε τον ύπνο μας δεμένοι, κουμπωμένοι. Ερωτευμένη.




Ε, εσύ; Σε εσένα μιλάω. Σε αγαπώ. Σε αγαπάω. Σ'αγαπώ. Τρεις τρόποι να πουν αυτό που αισθάνονται τρεις διαφορετικές γυναίκες της ζωής σου. Οι παρτούζες σου. Οι σύντροφοί σου. Οι γκόμενες σου, οι φίλες, οι ερωμένες, οι φαντασιώσεις σου. Εκείνες που μεταφέρεις με τη δύναμη της φαντασίας σου, δίπλα σου στον καναπέ, ακόμα κι αν βρίσκονται χιλιόμετρα μακριά, την ώρα που τελειώνεις. Ο λόγος που γεμίζεις κι αδειάζεις την ίδια στιγμή. Η αιτία που ζεις πάντα καλοκαίρι.

Τρέμω από καύλα, τρέμω από φόβο, τρέμω από έρωτα, τρέμω από αγωνία. Κλαίω από καύλα, κλαίω από φόβο, κλαίω από έρωτα, κλαίω από αγωνία. Γελάω από καύλα, γελάω από φόβο, γελάω από έρωτα, γελάω από αγωνία.

Εσύ, εμένα. Είδες; Αρχίζεις να ψηλώνεις. Σε λίγο θα φτάσεις το Εγώ μου. Ίσως να το ξεπεράσεις μια μέρα.

«Κάθε φορά που νομίζω πως σ'έχω στο χέρι βλέπω πόσο ο έρωτας είναι αχειροποίητος». Κι έπειτα εκνευρίζομαι, τρομάζω, απομακρύνομαι, τρελαίνομαι, χάνομαι, κλείνομαι. Και ΤΕΛΙΚΑ κάνω το μόνο που μου μένει να κάνω. Επιστρέφω στον πιο γλυκό φόβο. Στη πιο εσωτερική πρόκληση. Στην πιο προσωπική ταινία. Όπως κάθε τι, έτσι κι αυτή. Αρχή, μέση, τέλος.
Άγνοια. Αβεβαιότητα. Ματαιότητα. Συνειδητοποίηση. Πόθος. Επανάσταση. Ζωή. Παρεμβάλλονται εκείνες οι πουτάνες οι κυκλοθυμίες. Θα τις πολεμήσω και αυτές. Μόνη, γιατί την ίδια στιγμή μαζί σου θα ΖΩ. Άλλωστε τρεις δυναμικές και ευάλωτες ιθαγενείς μπορούν εύκολα να ξεσκίσουν κάποιες αδύναμες “άλλες”. Σωστά;

Σε φιλώ. Αναπνέω μέσα στο στόμα σου. Δαγκώνω τα χείλη σου απαλά και σε καληνυχτίζω.

*«Νὰ σοῦ γλείψω τὰ χέρια, νὰ σοῦ γλείψω τὰ πόδια –
ἡ ἀγάπη κερδίζεται μὲ τὴν ὑποταγή.
Δὲν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσὺ τὸν ἔρωτα.
Δὲν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν,
φυτέματα ἀγκαλιασμάτων στὶς μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριὰ σπασμῶν.
Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας,
ὅταν ἐπιχειροῦμε νὰ κουρνιάσουμε σὲ δυσκολοκατάχτητο κορμί.»

Υ.Γ:  «Κι όταν ζηλεύω γίνομαι έξυπνη. Και όταν γίνομαι έξυπνη, τα καταστρέφω όλα. Χάριν του κίβδηλου ενστίκτου που αφορά τους χαμηλούς. Και που το λένε αυτοσυντήρηση. Και που δεν με αφορά. ΜΚ»

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

Άτιτλο - Ελένη Παπαμικρούλη


Για κείνα που γνέφουν
μα ποτέ δεν έρχονται
έχω κρατήσει μια συγγνώμη.
Τους την οφείλω εδώ και χρόνια,
μα δε το ξερα...
Δε το ξερα πως ήταν τόσο δύσκολο
να πεις "φταίω και εγώ
για τα χείλη που δε φίλησα
και τα ταξίδια που μείναν στα χαρτιά."
Φταίω που δε με πίστεψες
κι ο κόσμος έμεινε ίδιος.
Κι ας γέρασα.
Κι ας γέρασες και συ.