Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρτυρίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρτυρίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2021

#weremember | Προτάσεις | Σινεμά, Τέλλος Φίλης | "39405", Μια Μαρτυρία | Σειρά Ντοκιμαντέρ Εκτός Ιστορίας

 Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά

Προς την Ημέρα Μνήμης 
Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων 
του Ολοκαυτώματος 

Προτάσεις του Σελιδοδείκτη:

{"39405", Μια μαρτυρία}

Από τη σειρά ντοκιμαντέρ ΕΚΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ 
αλίευσε για μας ο αγαπημένος Τέλλος Φίλης,
αυτή την συγκλονιστική μαρτυρία.

Η Ζάνα Σαντικάριο-Σατσόγλου, θεσσαλονικιά εβραϊκής καταγωγής, το 1943 (18 χρονών) μεταφέρθηκε από τους Ναζί σε στρατόπεδο "εργασίας" στην Πολωνία μαζί με χιλιάδες συμπολίτες μας. Οι γονείς και τα αδέρφια της εξοντώθηκαν εκεί.
Η ίδια είναι από τους λιγοστούς θεσσαλονικιούς Eβραίους που επέζησαν και απελευθέρωσαν οι σύμμαχοι το 1945.
Πενήντα πέντε χρόνια μετά, το 2001,
η Ζάνα αφηγείται την ιστορία της σε μαθητές
του Λυκείου Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης Θεσσαλονίκης.

Οι μαθητές -πρόσφυγες και μετανάστες- που προέρχονται από χώρες
όπως Γεωργία, Αλβανία, Κροατία, Γιουγκοσλαβία
συζητούν μαζί της.


Τον ευχαριστούμε πολύ.

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

#weremember 2020 | Δεν θ΄αρνηθώ, δεν θα ξεχάσω το Ολοκαύτωμα | Προφορική μαρτυρία Επιζώντος 110.681

Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.





#weremember 2020 - Δεν θ΄αρνηθώ, δεν θα ξεχάσω το Ολοκαύτωμα.


΄Ολο το μήνα, ο Σελιδοδείκτης συμμετέχει στη μνήμη με κορύφωση τη Διεθνή Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος στις 27/1, με εκδηλώσεις, άρθρα, αποσπάσματα λογοτεχνικών έργων, και την αποτύπωση του Ολοκαυτώματος  στις Τέχνες και στην κοινωνία.





Την ακόλουθη μαρτυρία κατέγραψε ο Αλμπέρτος Ναρ, και περιέχεται μαζί με δεκάδες άλλες, στο βιβλίο Προφορικές μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα που εξέδωσαν οι εκδόσεις Ευρασία και έχουν παρουσιαστεί από τον Σελιδοδείκτη.




Φωτ.:΄Εργο τέχνης, Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης


Μαρτυρία του Μπαρούχ Γιεχασκιέλ

ΤΟ 1943 ΗΜΟΥΝ ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΕ-εικοσιέξι χρονών. ΄Εμενα στο συνοικισμό Ρεζή-Βαρδάρ. ΄Ημουν κουρέας. ΄Ημουν παντρεμένος με τρία παιδιά. Είχα και τη μάνα μου. Τους έχασα όλους στα στρατόπεδα. ΄Εχασα και δύο αδέλφια. Συνολικά επτά άτομα. Με τη γυναίκα και τα παιδιά μου φύγαμε στην ίδια αποστολή. Η μάνα μου και τα αδέλφια μου έφυγαν πριν, νωρίτερα από εμένα.

Πριν φύγετε, πήγατε στην πλατεία Ελευθερίας;
Μαγαζί είχα απέναντι, στο Μποτόν.

Στα έργα σας πήραν;
΄Οχι. ΄Υστερα πήγα στο μαγαζί και μετά γύρισα στο σπίτι. Δεν με κάλεσαν για τα έργα.

΄Οταν είδατε να γίνονται όλα αυτά, τα κίτρινα άστρα, τα γκέτο, δεν σκεφτήκατε ότι δεν πρόκειται να βγουν σε καλό και ότι έπρεπε να κρυφτείτε;
Δεν μπορούσα, γιατί είχα τρία παιδιά και γυναίκα και μάνα. Πού να πάω; Φαντάσου τώρα από το σπίτι μου όλη η προίκα που είχα καινούργια, τα ΄βαλα σ΄ένα μπαούλο και την πήγα στην Αγία Τριάδα, σ΄ένα γνωστό χριστιανό.

Στην πλατεία Ελευθερίας τι είδατε;
Μαζεύανε τους Εβραίους. Αυτός ο πώς το λένε, το όνομα το ξέχασα. Απαγόρευσε στους ΄Ελληνες να πάνε σε εβραϊκά μαγαζιά.

Εννοείτε τον Μέρτεν;
΄Οχι, δεν θυμάμαι το όνομά του. ΄Ενας χριστιανός, που ψώνιζε συνέχεια σε μας, ήρθε και μας είπε: "΄Ακουσε, κύριε Γιακό, εμείς δεν μπορούμε να ΄ρθούμε τώρα, γιατί μας υποχρεώνει ο Γερμανός να μην πατήσουμε σε εβραϊκό μαγαζί".

Πώς σας σηκώσανε από το Ρεζή-Βαρδάρ;
Μας πήρανε στα βαγόνια μέσα. Πρώτα μας πήραν από εκεί και μας πήγαν στου Βαρώνου Χιρς. ΄Ηταν οι Γερμανοί και μάζεψαν τους Εβραίους για να τους στείλουν με τα βαγόνια. Μας μάζευαν κι εμάς, πήγαμε κι εμείς στα βαγόνια. Πάνω-κάτω καμιά πεντακοσαριά.

Πεντακόσιοι σ΄ένα βαγόνι;
Εμ, τι νόμιζες; Δεν είχαμε ούτε αποχωρητήρια ούτε τίποτα. Ντρέπονταν οι γυναίκες να πάν΄να κατουρήσουν. Τι να κάνουμε; Νερό καθόλου. Τίποτα. Μας πήγαν στο Μπίρκεναου. Το ταξίδι κράτησε τρεις-τέσσερις μέρες.

΄Οταν πήγατε στα βαγόνια, ξέρατε ότι θα πάτε στο Μπίρκεναου;
΄Οχι. Μας είπαν ότι θα πάμε στη δουλειά, και να πάρουμε όλα τα εργαλεία που έχουμε, και πήραμε τα εργαλεία εμείς, μαζί μας τα κουβαλήσαμε. Απ΄το βαγόνι, πολλούς βάλανε σ΄ένα αυτοκίνητο, όταν φθάσαμε. Εκεί ήταν ένας Γερμανός. ΄Οταν κατεβήκαμε απ΄τα βαγόνια, μερικούς έστειλε στο ΄Αουσβιτς, μερικούς έστειλε στο αυτοκίνητο... ΄Οποια γυναίκα είχε παιδί, πήγαινε στο κρεματόριο.

Αυτοί που διάλεξε να μπουν στο στρατόπεδο ήταν νέοι;
Ναι. Και οι άλλοι όλοι μες στο αυτοκίνητο, για το κρεματόριο...΄Οταν κατεβήκαμε κάτω, μας είπαν: "Μόνο εσείς θα μείνετε, οι άλλοι θα φύγουν".

Η γυναίκας σας, η  μητέρα σας και τα παιδιά πήγαν στο κρεματόριο;Πότε το μάθατε αυτό;
Το έμαθα αμέσως μόλις κατεβήκαμε. Είχε έναν εκεί πέρα, από τη Σαλονίκη. Είπε:"Πόσοι ήρθατε;Θα ΄ρθουν άλλοι; Στο αυτοκίνητο πάνε για για το κρεματόριο". ΄Οποια γυναίκα είχε παιδί, όποια ήταν γριά, την πήγανε στο κρεματόριο. Κι όταν πήγαμε, μας είπαν ψέματα ότι τα παιδιά πάνε σε ένα άλλο κέντρο.

Πώς νιώσατε τότε εσείς;
Κοπήκαμε ολοκληροι. Δεν το πιστεύαμε.

Εσείς πιστέψατε ότι θα επιζήσετε;
Α μπα, ούτε κι εγώ. Αμέσως μετά μας χώρισαν να πάμε για λουτρό. Τα αφήσαμε όλα στα βαγόνια, λεφτά, ό,τι είχε ο καθένας. Μας έβαζαν, πριν να μπούμε στο λουτρό, σε μια μεγάλη σάλα να ξεγυμνωθούμε. Λέγαν: "Τα πράγματά σας μετά από το μπάνιο θα τα πάρετε". Ψέματα. Ξεντυθήκαμε, αφήσαμε τα εργαλεία όλα, όπως ήμασταν γυμνοί, και πήγαμε στο μπάνιο. Μας βγάλανε από την άλλη πόρτα και μας δώσανε ρούχα σαν πιζάμες, κι όλα τα δικά μας τα αφήσαμε εκεί. Μας βάζανε και αριθμό. Ο δικός μου είναι "110.681". Εκεί δεν είχαμε ονόματα. Αριθμοί...

Τι έγινε μετά;
Κάναμε υπομονή. Μας βάλανε σε δουλειά. Εγώ κουβαλούσα νερό, δούλευα με το φτύαρι, πώς το λένε, χώματα, για να χτίζουν οι Γερμανοί. Πήγα σε τρία στρατόπεδα, Μπίρκεναου, ΄Αουσβιτς και ένα τελευταίο στρατόπεδο που κουβαλούσαμε, και οι μάστοροι χτίζανε. Κι είχε μια παράγκα κι έβαζα νερό και τους το πήγαινε. Και μια μέρα, λοιπόν, τρεις Γερμανοί ήλθανε, μας πήρανε. Σουρωμένοι ήταν αυτοί, μ΄έδωσε ο ένας Γερμανός είκοσι πέντε στον κώλο.

Κάνατε κάποιο παράπτωμα;
΄Οχι, να, έτσι είκοσι πέντε... Τέσσερις μέρες ήμουνα με φουσκωμένο κώλο. Και ύστερα εκεί πέρα ήρθαν γιατροί και μαζεύανε για το κρεματόριο. Σαράντα εννέα άτομα ήτανε. Για να τους δει ο Γερμανός και να τους στείλει στο κρεματόριο... Και παρακάλεσα εγώ το γιατρό να μπω κι εγώ μέσα. "Δεν μπορώ", του είπα. Λέει:"Καλά. Θα πω ότι είσαι περιττός".

Ο γιατρός ήταν κρατούμενος;
Ναι. με έβαλε μέσα. Μόλις πάμε μέσα, μας δίνουν ψωμί, σαλάμι, όλα... για δυο-τρεις μέρες. Εγώ εκείνη την ώρα... έρχεται ο ρουφιάνος ο Γερμανός, μας βλέπει... Α, εσύ θα πας για δουλειά, λέει. Με είδαν πάλι οι μαστόροι. "Τι έκανες;" Λέω: "Να, δεν με βλέπεις;" Τι να κάνουμε; Τέλος πάντων, μετά με πήραν στο νοσοκομείο. ΄Εκανα και δουλειά, ξύριζα ως κουρέας. ΄Ηταν νοσοκομείο κρατουμένων. ΄Ηταν και πολλοί Γερμανοί. Κάθε τόσο έρχονταν δέματα, φαΐ είχαν, ψωμί, απ΄όλα. Εγώ τους ξούριζα για να πάρω λίγο μουχλιασμένο ψωμί. ΄Υστερα μας έβγαλαν από το κράνκενμπάου (νοσοκομείο).

Αναφέρατε πολλές φορές τη λέξη ψωμί. Τι φαγητό ακριβώς σας έδιναν;
Το συσσίτιο; Τσόφλια από πατάτες βρασμένες. Το πρωί ένα τσάι. ΄Οποιος ήθελε έπινε. Νεροζούμι. ΄Οταν είχαμε υπηρεσία για να πάμε να πάρουμε τον καφέ, πηγαίναμε στα σκουπίδια και παίρναμε τα τσόφλια από πατάτες κρυφά, για να μη μας δει ο Γερμανός. Τα παίρναμε, λοιπόν, και πηγαίναμε μες στο δωμάτιο που ήμασταν, κάτω από την κουβέρτα, και τα καθαρίζαμε και τα τρώγαμε. Το μεσημέρι μια σούπα νερόβραστη. Το βράδυ, ό,τι τρώνε εδώ οι ΄Ελληνες σαν μεζέ για ούζο, αυτό μας έδιναν εκεί για είκοσι τέσσερις ώρες.

Δηλαδή τι ακριβώς;
΄Ενα κομματάκι ψωμί και λίγη μαργαρίνη.

Πού κοιμόσασταν;
Στο θάλαμο. Τα κρεβάτια ήταν το ένα επάνω στο άλλο. Τρία πατώματα. ΄Ενας σε κάθε κρεβάτι.

Το νοσοκομείο πώς ήταν;
Εκεί πέρα στο νοσοκομείο είχε έναν Γάλλο κουρέα, αρχηγό. Αυτός έκανε ό,τι έκανε και μας έπαιρνε το Σάββατο να τους ξυρίσουμε όλους. Αν κάποιος δεν ήταν ξυρισμένος, τις τρώγαμε εμείς. Ερχόταν αυτός ο αρχηγός κουρέας, πήγαινε σε όλα τα κρεβάτια...

Τις διαταγές πώς τις καταλαβαίνατε; Ξέρατε γερμανικά;
Εκεί μάθαμε.

Σε ποια άλλα κομάντο πήγατε;
Από κει μας πήραν σ΄ένα άλλο στρατόπεδο. Δεν θυμάμαι πότε. Τριάντα νομάτοι, σαράντα μέσα στο αυτοκίνητο, και μας πήγαν εκεί για δουλειά. Κουβαλούσαμε νερό. ΄Ημουν και κουρέας.

Επιλογή περάσατε άλλη φορά;
Επιλογή πέρασα, όταν ήμουν στο ΄Αουσβιτς, στο νοσοκομείο. Από εκεί μας πήραν και μας πήγαν εκεί, στο...

Πώς ελευθερωθήκατε;
΄Ηλθε ο Εγγλέζος. Ακούσαμε ότι... ΄Οπου ήθελε καθένας, τον έστελνε. Εγώ ήθελα στη Σαλονίκη, ήλθα στη Σαλονίκη.

Πώς σας έστειλαν;
Με αεροπλάνο.

Σας φέρθηκαν καλά οι Εγγλέζοι;
Πώς. Πολύ καλά.

Τι έγινε όταν επιστρέψατε;
Μόλις γύρισα, πρώτα πήγαμε στην Αθήνα. Η Ασφάλεια αμέσως μας πήρε, "Από πού είστε;","Από τη Θεσσαλονίκη". Και πήγαμε στη Θεσσαλονίκη. Νομίζαμε ότι θα βρούμε τα παλιά. Δυστυχώς δεν βρήκαμε τίποτα.

Τι εννοείτε;
Παιδιά, γυναίκες, δεν ξέρω τι.

Ελπίζατε ότι θα γυρίσουν;
Ναι. Αν και ξέραμε, αλλά πάλι... Τι να κάνουμε; ΄Ηλθα ξανά στην Ελλάδα, άρχισα να δουλεύω πάλι σε κουρείο, υπάλληλος, στη Βασιλέως Ηρακλείου. Και έβγαλα μια δεκάρα κι έτρωγα. Αυτό ήταν. ΄Υστερα, το 47-48 παντρεύτηκα και απέκτησα τέσσερα παιδιά. Οι Γερμανοί πήγαν να μας εξοντώσουν, αλλά εμείς τα βγάλαμε πέρα, ευτυχώς που... ΄Ημουν λίγο τρελός, αλλά... ΄Εχω τέσσερα εγγόνια. Οι Γερμανοί μας κάνανε αυτό το κακό, δηλαδή με ξύλα, το ένα, το άλλο, χτυπούσανε στο ΄Αουσβιτς.... ΄Ενα μόνο θα σου πω, ήταν ένας Λεβή. Αυτός ήξερε τα γερμανικά και ήταν με δέκα νομάτοι, τους έβαλαν να δουλέψουν, να σκάβουν. ΄Ερχεται ο Γερμανός, παίρνει τους αριθμούς. Του λέει ο Λεβή: "΄Ενα λεπτό". Με το που που τον είπε ένα λεπτό, παίρνει ο Γερμανός το φτυάρι και τον σκοτώνει. Επειδή του κάπνισε, τον σκότωσε.... Τι να κάνουμε. Αυτό ήταν. ΄Ο,τι ήθελαν έκαναν οι ρουφιάνοι.

Θεσσαλονίκη, 19 Μαΐου 1989



Προφορικές Μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα | Ε. Κούνιο-Αμαρίλιο, Αλμπέρτος Ναρ

Εκδόσεις Ευρασία 




Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

#WeRemember | Διεθνής Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος | Ο Ilan εξιστορεί ό,τι η Μαίντη δεν ξέχασε ποτέ.

Γράφει η Μαρίνα Καρτελιά.


Θυμόμαστε #weremember

΄Ολο το μήνα, στο Pause., τιμάμε τη μνήμη. Τιμάμε την Διεθνή Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος. Με φωτογραφίες, δημοσιεύσεις, εκδηλώσεις και οτιδήποτε σχετικό με την αποτύπωση του στις Τέχνες και στον κόσμο ολόκληρο.

Ανεβάστε την φωτογραφία σας με το #WeRemember, ή μοιραστείτε τις δικές μας δημοσιεύσεις με το #WeRemember.

Σήμερα η Μαίντη Σολομών, έχει τα γενέθλιά της και γίνεται 91 χρονών. Της ευχόμαστε να τα χιλιάσει. Μας παραχωρήθηκε με ευγενική καλοσύνη η άδεια για αναδημοσίευση κι εμείς μοιραζόμαστε τη μαρτυρία μαζί σας :



Ο Ιλάν εξιστορεί ό,τι η Μαίντη Σολομών δεν ξέχασε ποτέ.


Έζησε δια πυρός και σιδήρου. Βγήκε στην παρανομία και πέρασε τον Όλυμπο μαζί με τους αντάρτες, λίγο πριν οι Ναζί φορτώσουν τα τρένα για το Άουσβιτς γεμάτα από φίλους και συγγενείς. Βίωσε τη μεγάλη πείνα της Κατοχής, τον θάνατο, την απώλεια των αγαπημένων της, φυγαδεύτηκε σε κάθε λογής κρυψώνες, μέχρι που έφτασε η μέρα της Απελευθέρωσης.
Μετά την κατοχή έγινε από ανάγκη οικονομική μετανάστρια για να χτίσει μία καλύτερη ζωή στην ξενιτιά, πριν επιστρέψει στην πατρίδα για να γεννήσει το πρώτο της παιδί. Κι όταν όλα τριγύρω της γκρεμίζονταν δεν έπαψε να ελπίζει πως μια μέρα θα μπορέσει να ζήσει και πάλι ελεύθερη στη γενέτειρα πόλη της, την Θεσσαλονίκη. Ενενήντα ετών σήμερα στην Αθήνα, η είναι μία από τις λίγες επιζήσασες της εποχής του Ολοκαυτώματος. Ένας ζωντανός φορέας μνήμης της Ναζιστικής θηριωδίας και του αντισημιτισμού.

Οι γονείς της ήταν εύποροι άνθρωποι της Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας της Ιωσήφ, ήταν ιδιοκτήτης μαγαζιού και εργοστασίου παπουτσιών σε κεντρικό μέρος της πόλης. Το κατάστημα, παρά το γεγονός ότι υπάρχει ακόμη, δεν θυμίζει σε τίποτα το πώς ήταν πριν την εισβολή των Γερμανών στην πόλη.

Το 1940 στιγμάτισε ολόκληρη τη ζωή της. Οι στιγμές της παιδικής ξενοιασιάς έδωσαν τη θέση τους στο σκηνικό του πολέμου. Οι Γερμανοί εισβάλουν στην πόλη και η Μαίντη έχει ορκιστεί πως δεν θα αφήσει τη μνήμη να την προδώσει, δεν θα ξεχάσει ποτέ τη μέρα της εισβολής. Ήταν 12 ετών.

«Θυμάμαι τη μέρα αυτή τόσο έντονα που ακόμη ανατριχιάζω. Φτάνω στο σχολείο, το βλέπω άδειο και αναρωτιέμαι τι συμβαίνει; Τότε μου λέει ο επιστάτης “τι γυρεύεις εδώ Μαίντη; Φύγε γρήγορα για το σπίτι σου, γίνεται πόλεμος!”. Δεν είχα καταλάβει τίποτα. Μετά από λίγο άρχισαν οι βομβαρδισμοί. Οι Ιταλοί αρχικά βομβάρδιζαν το λιμάνι και το σπίτι μας βρισκόταν στην παραλία. Σηκωθήκαμε αμέσως και φύγαμε, πήγαμε όλη η οικογένεια στο πατρικό μας που ήταν απομακρυσμένο από το κέντρο... Στο κτίριο του καταστήματος βρισκόταν και η Ανωτάτη Διοίκηση Χωροφυλακής. Δε θα ξεχάσω την ημέρα που ήρθε ο διευθυντής της Ανωτάτης Διοίκησης και είπε στον πατέρα μου: “Ιωσήφ, μάζεψέ τα και φύγε γιατί τα πράγματα όσο πάνε δυσκολεύουν”. Η μικρότερη αδελφή μου, η Σέλλη, ήταν μόλις 7 ετών» αφηγήθηκε στην εγγονή της Λουίζα (Popaganda 27.01.2018)

Η Maidy είχε έναν ξάδελφο αξιωματικό του στρατού, που προετοίμασε τη φυγή. «Είχαμε ξαπλώσει όλοι κάτω κι από πάνω μας είχαν βάλει έναν μουσαμά με τρύπες για να μπορούμε να αναπνέουμε, και πάνω απ’ αυτό είχαν βάλει σφαχτάρια. Τα αίματα τρέχανε πάνω μας. Κι όταν μας σταματούσαν και μας ρωτούσαν που πάμε, “σε γάμο” τους έλεγε ο οδηγός. “Πάω τα σφαχτάρια σε γάμο!”. Κάπως έτσι περάσαμε το πρώτο μπλόκο των Γερμανών στον Αξιό. Ήμασταν κάτι παραπάνω από τυχεροί καθώς από εκεί δεν περνούσε τίποτα ζωντανό. Το ότι περάσαμε τον Αξιό ήταν θαύμα».

Περνώντας μέσα από τα βουνά, χρειάστηκαν περίπου 4 ώρες για να φτάσουν. Αυτές οι ώρες φάνταζαν ατελείωτες μέσα στο κρύο και τη βροχή. Ο οδηγός τους κατέβασε μέσα στη νύχτα και περίμεναν να έρθουν «κάποιοι» να τους μαζέψουν. Άγνωστο ποιοι. Ξαφνικά εμφανίστηκε μία άμαξα, τους φόρτωσε όλους και τους πήγε ως ένα σημείο. Τους ανάγκασαν να κατεβούν ξανά. Έπειτα, με μοναδικό μέσο τα γαϊδουράκια, ανηφόρισαν τον Όλυμπο, καθώς ήταν αδύνατο να περάσουν από το μπλόκο με προορισμό την Αθήνα. «Μας ρωτούσαν πού πάμε, “σε γάμο” τους φωνάζαμε και γελούσαμε. Προσποιόμασταν για να ζήσουμε. Μαζί μας ήταν κι ένας οδηγός, ο Αντώνης, που καταγόταν από ένα μέρος της Ξάνθης. Εγώ σε αυτόν τον άνθρωπο οφείλω τη ζωή μου κυριολεκτικά. Φτάσαμε πάνω στα βουνά. Ξαπλώσαμε στα άχυρα και σκεπαστήκαμε με αυτά για να μη κρυώνουμε».

Η Μαίντη χωρίστηκε από την οικογένειά της. Την έβαλαν στο τρένο με δύο ξαδέλφια της και τον θείο της. Τους σταμάτησε ένα μπλόκο των Γερμανών. Τότε ο ξάδελφος της έπλασε μία ολόκληρη ιστορία με στόχο την επιβίωση. Ανέφερε πως ήταν πρόσφυγες από την Ξάνθη και πως έφυγαν από εκεί καθώς είχαν έρθει οι Βούλγαροι. Κάπως έτσι κατάφεραν να περάσουν ως τα Τέμπη, εκεί που οι αντάρτες είχαν ανατινάξει τη γραμμή του τρένου...






«Πάρα πολλοί συγγενείς μας οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα. Δε γύρισε κανείς, μονάχα ένας κατάφερε και επέστρεψε, ο ξάδελφος μου ο Σαμ. Όταν άρχισε να διηγείται τις ιστορίες από τα στρατόπεδα του έλεγαν πως είναι τρελός και δε ξέρει τι λέει. Εγώ θυμάμαι πολύ καλά στο μαγαζί του πεθερού μου, στην Αθήνα, πως περνούσε ένας άλλος επιζών κι έλεγε ιστορίες βγαλμένες μέσα από τα στρατόπεδα κι όλοι τον αντιμετώπιζαν σαν τρελό. Μιλούσε για τους φούρνους και δεν τον πίστευε κανείς, όλοι έλεγαν: α, να, περνάει πάλι ο τρελός».