Του χαμογέλασε με μια συγκρατημένη οικειότητα και του έδωσε το εισιτήριο. Τα μάτια της ήταν υγρά και τα χείλη της σαρκώδη. Τα μαλλιά της ξεπλυμένα ξανθά και τα στήθη της κάπως πεσμένα. Κάποτε θα έμοιαζε με στάρλετ του σινεμά. Αυτός, είχε καιρό να βρεθεί με γυναίκα. Τα ακανόνιστα μαλλιά του , τα απεριποίητα γένια του και η ανάσα του που μύριζε καπνό και φθηνό ουίσκι, φαίνεται πώς απωθούσαν τις γυναίκες. Μπήκε στην άδεια αίθουσα και σαν υπνωτισμένος προχώρησε προς την μέση της ,διαλέγοντας ,σαν στην τύχη, μια θέση. Πέρα από την ασημένια λωρίδα που έπεφτε από τη μηχανή προβολής πάνω στο λευκό πανί, όλα τα άλλα φώτα ήταν σβηστά. Έπαιζε μια ταινία με τον Μπόγκαρτ. Ο κλιματισμός ήταν στο πολύ δυνατό και ήταν σχεδόν αφόρητος. Άρχισε να τρίβει το ένα του μπράτσο με το άλλο, μπας και ζεσταθεί. Τίποτα. Ξάπλωσε αναπαυτικά προς τα πίσω και ξεκούμπωσε το φερμουάρ του παντελονιού του. Τον έβγαλε έξω και άρχισε να μαλακίζεται, βλέποντας τις γάμπες της Λωραίν Μπακώλ. Πρώτα άρχισε αργά και ύστερα πιο γρήγορα και πιο γρήγορα. Έκλεισε τα μάτια του και τέντωσε τα κάτω άκρα του, πνίγοντας ένα ηδονικό μουγκρητό πίσω από τα δόντια του. Σε λίγο το αριστερό του χέρι ήταν υγρό και κολλώδες. Είχε ζεσταθεί, έστω και για λίγο. Η ταινία έκανε διάλειμμα. Η τουαλέτα μύριζε σκατά και χλωρίνη. Δεν ήξερε τι τον αναγούλιαζε περισσότερο. Την ώρα που κατουρούσε , πρόσεξε με την άκρη του ματιού του ένα αναποδογυρισμένο μαμούνι που αργοσάλευε τα πόδια του, παλεύοντας με το θάνατο, μέχρι που κάποια στιγμή ακινητοποιήθηκε. –Ο Γκρέγκορ Σάμσα είναι νεκρός, σκέφτηκε, και τράβηξε το καζανάκι. Κάγχασε παρακολουθώντας την περιδίνηση του νερού που, μόλις μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, είχε αντικαταστήσει το κάτουρό του. Αναλογίστηκε τότε ένα σύγχρονο Χριστό να μετατρέπει το νερό σε κρασί και του φάνηκε γελοίος και ξεπερασμένος. Ξέπλυνε τα χέρια του με το λιγοστό σαπούνι που υπήρχε μέσα στη φιάλη και έπειτα τα έβαλε κάτω από τον στεγνωτήρα να στεγνώσουν. Τζίφος. Δε λειτουργούσε. Σκουπίστηκε πάνω στο παντελόνι του. Η ταινία είχε ξαναρχίσει. Δεν ήταν κι’ άσχημη. Μισή ώρα αργότερα χαιρέτησε την γυναίκα με τα εισιτήρια και βγήκε έξω στο δρόμο. –Άλλη μια νύχτα πέρασε, σκέφτηκε, και συνέχισε το ταξίδι του στην άκρη της νύχτας.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θάνατος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θάνατος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016
Τετάρτη 4 Μαΐου 2016
Δευτέρα 18 Απριλίου 2016
ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΚΤΗΝΗ - Αλέξης Αντωνόπουλος
Μέθυσε, κλάψε στο τρένο,
ρίξε τα κόκκαλα σου σε τοίχους.
Μόνο μην πεθάνεις με τεντωμένα δάχτυλα.
Ούρλιαξε, χτύπα τα μαξιλάρια,
αγκάλιασε τα μαξιλάρια για να σε βρει ο ύπνος.
Μόνο μην πεθάνεις με τεντωμένα δάχτυλα.
Μίσησε τον Θεό, προστάτευσε τον Θεό•
και τα δύο ταυτόχρονα αν θες.
Μόνο μην πεθάνεις με τεντωμένα δάχτυλα.
Μην πεθάνεις με τεντωμένα δάχτυλα.
Μην πεθάνεις προσπαθώντας να φτάσεις ένα χέρι
που κάποτε ήταν εκεί.
Photo by: Gozooma
Για περισσότερα ποιήματα του ιδίου μεταβείτε στη διεύθυνση: Alex Antonopoulos
Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016
Ό,τι σκοτώνεις, είναι δικό σου για πάντα. - Έβα Γκρην
Ξημερώνει Τρίτη. ή Τετάρτη. Ξέρω γω; Λες και έχει καμιά σημασία. Τόσες και τόσες Τρίτες και Τετάρτες και δε τους δώσαμε το νόημα που έπρεπε και δεν αγαπήσαμε όσο έπρεπε. Ξέρεις, ο παππούς είναι στο νοσοκομείο. Τη βγάζει δε τη βγάζει λέει η ξαδέρφη. Η ξαδέρφη τον αγαπάει λέει και έχει πέσει στα πατώματα για δαύτον. Για μένα είναι απλά ένας κύριος στο νοσοκομείο. Αν τον αγαπάω; Αν τον αγάπησα ποτέ;
Ξέρεις, οι άνθρωποι εισπράττουν τα συναισθήματα που προκαλούν. Η ξαδέρφη τα παράτησε όλα και πάει να τον δει στο νοσοκομείο. Εγώ αύριο δίνω μάθημα και είναι Τρίτη. Ναι, Τρίτη είναι. Το ξέρω πολύ καλά. Και όχι δε θα πάω να τον δω. Τον αγαπάω. Όπως αγαπάω οτιδήποτε έχει ζωή σε αυτό τον πλανήτη. Είναι σάρκα και αίμα μου. Όμως δε τον νιώθω δικό μου. Και θαρρείς και έκανε ποτέ τίποτα για να το πετύχει αυτό; Μια ζωή χεσμένη με είχε. Μια ζωή εγώ ήμουν η προνομιούχα, η τσαούσα, αυτή που θα σπούδαζε. Η αποτυχημένη μαθες που δε παντρολογήθηκε από τα δεκάξι. Αυτή που επέλεξε το δικό της δρόμο και δε τον άκουσε ποτέ. Γυναίκα να δουλεύει; Γυναίκα να σπουδάζει; Που ακούστηκε! "¨Πλούσιος να 'ναι ο γαμπρός" με ορμήνευε. Με τούτο τον καημό θα πάει και η μάνα μου αύριο μεθαύριο. Με τον καημό που με ανέθρεψε κι εμένα.
Πάντοτε ήθελε να ελέγχει τους άλλους, πάντοτε αυτός. Πάντοτε η πατριαρχική οικογένεια πάνω από όλα. Και η μάνα που θελε να σπουδάσει; Και αυτή ένα ακόμα μαύρο πρόβατο. Ένα πρόβατο που το βαψαν λευκό. Γι αυτό και έβγαλε όλα της τα απωθημένα πάνω μου. Μια ζωή να μου τσαμπουνάει ότι εγώ και η ριμάδα η οικογένεια που δημιούργησε της στέρησαν τη μόρφωση. Και ο πατέρας της να χει να κοκορεύεται ότι η μάνα μου πήρε ναυτικό και έχει μια ευτυχισμένη οικογένεια. Πολλά τα λεφτά. Πολλά και καλά. Ζει πλουσιοπάροχα. Την αποκατέστησε τάχα της. Αν τον αγαπάω; Αν τον αγάπησα;
Μπορεί. Δε ξέρω. Δε ξέρω καν αν αγαπάω. Και τούτο με θλίβει πιότερο από όλα. Θαρρείς προσπάθησα, θαρρείς ήθελα. Μα τούτο μου το κουφάρι και θαρρείς την ψυχή μου βιάστηκαν να το μπολιάσουν με θυμό. Θυμό για το μέλλον που δεν έζησε ποτέ η μάνα μου, θυμό για το μέλλον που δε ξέρω καν αν θα ζήσω εγώ. Γυρίζω τις πλάτες μου στο παρελθόν και αγωνίζομαι για το μέλλον. Αν αγαπάω; Αν αγάπησα;
Τούτη η φράση να σφυρομανά αδιάλειπτα το κρανίο μου. Τούτη η φράση σαν ηχώ στο κρανίο του μάταιου τούτου κόσμου. Τη μάνα μου την αγάπησα πιότερο από όλα. Ναι τούτο θαρρείς μπορώ να το πω με βεβαιότητα. Θαρρείς και τη λυπόμουν. Πάντοτε αυτή το παιδί, πάντοτε εγώ οι ευθύνες. Αν μ' αγαπάει; Αν με αγάπησε;Τούτο θαρρείς θα με βασανίζει πιότερο από όλα. Μαζί με κείνη τη ριμάδα σκέψη πως τάχα όταν αγαπάμε κάποιον πολύ, αυτό θα είναι και η παρακαταθήκη μας σε τούτο το βέβηλο κόσμο, πως τάχα λίγη αγάπη μπορεί να μας χαρίσει την αθανασία. Και ποια τάχα είναι η δική μας παρακαταθήκη;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)