Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2023

Θεσσαλονίκη: Η πόλη όπως την έζησα

 Tης Κάλλιας Βαβουλιώτη

Αφήνουμε το στίγμα μας στους δρόμους που περπατάμε, στις στιγμές που φωτογραφίζουμε, στους τόπους που τρώμε και στους ανθρώπους που γνωρίζουμε.


Γη της Επαγγελίας έγραψα στο σημειωματάριο μου όσο ήμουν καθ’οδόν για την συχνά αποκαλούμενη “συμπρωτεύουσα”.

Τόσοι και τόσοι ύμνησαν τη Μητρόπολη της Μνήμης της Ψυχής – που έγραψε ο ποιητής

Άλλοι όρισαν πως μοναχά της πρέπει το καράβι – να μην τη δεις ποτέ απ’τη στεριά

Η υγρασία της γλυκιά

τα κόκκαλα μας να τσακίζει ο Βαρδάρης και εμείς να τον αγαπάμε πιο πολύ γιατί στην αγάπη πάντα υπάρχει λίγη τυρρανία

Σελανίκ* διάβασα κάποτε πως σημαίνει “Ρόδο του Σουλτάνου”

Αρχαία πόλη – Πυρηνική η ενέργεια που νιώθω εντός μου

Στην πλατεία Αριστοτέλους έχουν γραφτεί οι πιο απίθανες ιστορίες

Οι φίλοι μου πάντα εδώ – αγαπημένοι όλοι – με τις ζωές τους- Πρωταγωνιστές οι φίλοι μου – ο καθένας τους μοναδικός – χιλιάδες κόσμοι το παζλ της ζωής του καθενός

Οι φίλοι μου εκεί να μου λένε σαν να μην πέρασε μια μέρα για το αγόρι που τους χάωσε – για το αγόρι που τους άναψε – για το πως η πόλη γίνεται υγρότερη

οι φίλοι μου πάντα εκεί με τα άγχη και τα νέα ξεκινήματα τους – αλλά πάντα χαρούμενοι οι φίλοι μου.

Υπόκλιση στην Άνω Πόλη – πως να μην προσκυνήσουμε εμείς οι ταπεινοί επισκέπτες τη θέα που έταξε σε αυτή την πόλη ο Δημιουργός

Τα πλοία – Το λιμάνι- τις χαραμάδες φως που κλέβουν λίγο ουρανό σαν γρίλιες

Στο μυαλό μου αναβοσβήνει ο Μητροπάνος να χορεύει ζεμπέκικο

Αρχάγγελος χθες – Σ’αναζητώ στη Σαλονίκη σήμερα

 

Ύψιστη η μεταφυσική του Σύμπαντος

Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο ΕΔΩ


Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2023

ΣΥΡΑΝΟ στο Θέατρο Αλκυονίς σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη

 


Ο Γιώργος Νανούρης σκηνοθετεί το διάσημο έργο του γαλλικού θεάτρου,
με τον Μιχάλη Σαράντη στον ομώνυμο ρόλο και τη Λένα Παπαληγούρα στον ρόλο της Ρωξάνης.





Συρανό. Το έμμετρο ρομαντικό δράμα του Εντμόντ Ροστάν σκηνοθετεί ο Γιώργος Νανούρης στο θέατρο Αλκυονίς. O κεντρικός ήρωας του έργου, ο ασυμβίβαστος ιππότης και ποιητής Συρανό ντε Μπερζεράκ (Μιχάλης Σαράντης), είναι ερωτευμένος με τη Ρωξάνη (Λένα Παπαληγούρα). Θεωρεί όμως πως εκείνη δεν θα αισθανθεί ποτέ το ίδιο, μιας και νιώθει άσχημος εξαιτίας της μεγάλης μύτης του, που αποτελεί χρόνια το αντικείμενο χλευασμού του. Τη Ρωξάνη πολιορκεί και ο πλούσιος Κόμης Ντε Γκις (Νικόλας Χανακούλας). Εκείνη όμως είναι ερωτευμένη με τον όμορφο Κριστιάν (Ιάσονας Παπαματθαίου), από τον οποίο λείπει και το πνεύμα και η ευφράδεια.  Ο Συρανό συμφωνεί με τον Κριστιάν να γίνει η σκιά του, η φωνή και οι λέξεις του, ώστε να τον βοηθήσει να την κατακτήσει. Ουσιαστικά, μ΄αυτόν τον τρόπο εκφράζει τα δικά του αισθήματα στην αγαπημένη του.



«Απόψε είναι όλα όμορφα, τερπνά και μαγεμένα. Στα λέω αυτά και με ακούς. Εσύ! Ακούς εμένα!»  


Πρεμιέρα: 24 Νοεμβρίου στο
θέατρο Αλκυονίς


Εισιτήρια:
https://bit.ly/CyranoAlkyonis


Συντελεστές

Συγγραφέας: Εντμόν Ροστάν
Μετάφραση– Διασκευή: Στρατής Πασχάλης


Σκηνοθεσία: Γιώργος Νανούρης


Πρωταγωνιστούν: Μιχάλης Σαράντης, Λένα Παπαληγούρα, Ιάσονας Παπαματθαίου, Νικόλας Χανακούλας,
Κωνσταντίνος Γιουρνάς, Κωνσταντίνος Γεωργαλής, Χρήστος Πούλος Ρένεσης, Γιώργος Φασουλάς

Μουσική: Βάιος Πράπας    

             



Μουσικός επί σκηνής: Aθηνόδωρος Καρκαφίρης

Ενδυματολόγος: Βασιλική Σύρμα
Φωτισμοί - σκηνογραφική επιμέλεια: Γιώργος Νανούρης            
Βοηθός σκηνοθέτη: Νικήτα Ηλιοπούλου

Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή


Η διασκευή έγινε με τη συνεργασία του Γιώργου Νανούρη για τις ανάγκες της συγκεκριμένης παράστασης







Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

"Εκείνο που οι αλλόκοτοι αγάπησαν απελπισμένα" | Nίκος Δασκαλόπουλος

 Είναι πολύ νωρίς για μένα, αλλά καλύτερα να ωριμάσουμε (ΚΙ ΑΛΛΟ).


Όταν ξεκίνησα να βλέπω τα "Φιλαράκια" ήμουν παιδάκι. Οπότε στο μυαλό μου, έβλεπα "ΜΕΓΑΛΟΥΣ". Είμαι από τους φανατικούς της σειράς. Τρώγαμε Κυριακή μεσημέρι στη γιαγιά; Θα έτρεχα να βάλω "Φιλαράκια". Έχω ακυρώσει έξοδο ξέρω 'γω στα Village που πηγαίναμε 15 για να δω "Φιλαράκια" (στο original run -για μένα-). 

Όσο μεγάλωνα, μου άρεσε ακόμα περισσότερο αντί να το απομυθοποιώ. Δε με κάλυπτε το STAR και δεν είχα πετύχει ποτέ σωστά την 1η σεζόν και τον πιλότο. Τα νοίκιασα σε DVD. Και μετά προχώρησα και στις υπόλοιπες. Μετά το original run του φινάλε, τα ξαναείδα όλα. Τα είδα τόσες φορές που πίστευα δε θα πατήσω το play στο Netflix. Αλλά... το έκανα. 

Με "χτύπησε" όταν ήμουν 26 και σεναριακά (αλλά νομίζω δεν είχε μεγάλη απόκλιση και η πραγματικότητα) ο Τσάντλερ ήταν 29. Στη σκηνή που δεν αντέχουν τα κλαμπάκια και τα ξενύχτια. Συνειδητοποίησα ότι αυτός ο άνθρωπος, ήταν μόλις 29 ετών. Στην 4η σεζόν. Στην 1η σεζόν δηλαδή ήταν 26. Μπορούσα πια να δω τον εαυτό μου και τον περίγυρό μου. Όχι "μεγάλους". Οπότε έβαλα -ξανά- (αυτή η λέξη χάνει κάθε νόημα στη συγκεκριμένη σειρά) τη 1η σεζόν. Ένας 26χρονος ανάμεσα σε 26χρονους. 

Οι διαφορές ήταν χαοτικές. Χαοτικές. Πραγματικά τα Φιλαράκια είναι ένα fiction που δείχνει την κατασκευή των τελευταίων ημερών (δεν το ξέραμε) της πλαστής ευημερίας. Δεν είχα σπίτι δικό μου. Δεν είχα δουλειά που προσέφερε κανονικότητα ακόμα και να τη μισούσα. Δεν είχα τη δαπάνη που είχαν. Και έτσι άρχισα πραγματικά να προσέχω πολιτισμικά τη σειρά, πέρα από το συναισθηματικό επίπεδο σχεσιακοτήτων και των αστείων. 

Μπορεί ο Τζόυ, η Φοίβη και η Ρέιτσελ να ήταν αρχικά τα "φτωχά" παιδιά της σειράς, και μόνον οι δύο πρώτοι χωρίς κανένα προστατευτικό πλαίσιο, μπορεί και η Μόνικα να έφαγε έναν τόνο σκατά σεξισμού και δουλειές υποδεέστερες για εκείνη, ο Ρος ακόμα να πέρασε φάση "διανοουμενούλης χωρίς τρελούς πόρους, σφιχτός για να βγει" και κάπου όλοι να πέρασαν φάση απόλυσης και ανεργίας. Και μπορεί η Φοίβη να ήταν αυτή που πέρασε παιδικά τραύματα, φυγή και ανεστιότητα, αλλά ήταν ο Τσάντλερ ο σκλάβος. 

Ο πιο παγιδευμένος, ο φαινομενικά κανονικός, αυτός που τα έβγαζε πέρα, μπορεί να φαινόταν ακόμα και "snob" ταξικά, αλλά τα είχε κάνει σκατά, και ζούσε μόνο μέσα από ψεύδη. Γιατί τουλάχιστον η Φοίβη ήξερε ότι πέρασε από την κόλαση, και τουλάχιστον ο Τζόυ, πάντα αγαπούσε αυτό που έκανε. Ας μην ήταν ένα "κάλεσμα" τέλειο όπου σε καλεί και το καλείς. Ατάλαντος, ξεαντάλατος, έδινε αγάπη και έπαιρνε αγάπη. Το ζούσε. Εξάλλου γι' αυτό τον τροφοδοτούσε ο Τσάντλερ. 

Ο Τσάντλερ ήταν ο μόνος όμως που δεν αγαπούσε τη δουλειά του, που στ' αλήθεια δεν είχε support αλλά ήταν αποκρυμμένο, και που έπαιζε μια ζωή ενήλικα, ενώ μέσα του ήταν ένα διαλυμένο τρομαγμένο παιδί. 

Είναι αφόρητο, στη σημερινή εποχή, να το συνειδητοποιείς. Ότι όταν αυτός ο άνθρωπος απαντάει στο "Η Μόνικα μού έσπασε τη λάμπα μου", "Τέλεια. Εγώ θα πεθάνω μόνος μου", ήταν σεναριακά 27. Ήταν 27 χρονών. 

Αν κάτσει κάτω κανείς και μαζέψει όλες τις σκοτεινές ατάκες του Τσάντλερ, το βαρύ πράγμα που κουβαλάει, από την αναζήτηση του πώς να είναι άντρας, πώς να είναι περισσότερο άντρας, γιατί είναι ο άντρας που είναι, μέχρι το ότι συντηρούμαι αλλά σιχαίνομαι την εργασία μου και δεν μπορώ να το διανοηθώ ότι θα το πάω έτσι μέχρι τα 60, και ω τι ζωή θα ζήσω, δε θα με θελήσει ποτέ κανείς βαθιά, θα φύγω μόνος μου, είναι διάολε, 27, 28, 29 και 30 ετών. 

Με άλλα λόγια, είναι το πραγματικό μαύρο πρόβατο της Gen X στη σειρά. Είναι αυτός που του δόθηκε η ευκαιρία της εποχής, το πλαίσιο της εποχής, το πήρε, ξέρει να το λειτουργεί, μπορεί και προσαρμόζεται, το έζησε, αλλά του τρώει τα σωθικά. Και το πετάει. Δεν τον απολύουν, παραιτείται. Στην ίδια τη διαβεβαιωτική κατασκευή που είναι τα Φιλαράκια, ο Τσάντλερ είναι η αβεβαιότητά της. Είναι η αντίθεση. Είναι όλοι ευτυχισμένοι εκτός από εκείνον. Καταβάλεται από φόβο, άρνηση και σαρκάζει το ίδιο το κοινωνικό συμβόλαιο, την ίδια τη σειρά, την εποχή του και τον εαυτό του. Συνθέτει μετα-λόγο για το γιατί σαρκάζει. Φανερώνεται προοδευτικά και ασταμάτητα ως απείθαρχος.

Αυτό που τότε ήταν το μαύρο πρόβατο της Gen X, σήμερα, είναι ο Κανών των Millennials. Και παρόλο που σχεδόν ΚΑΝΕΙΣ ΜΑΣ, δε βίωσε την τέλεια έστω παροδικά προσαρμογή στο σύστημα, οι Millennials με τον Τσάντλερ ταυτίζονται. Γιατί ο καλλιτέχνης Τζόυ είναι αρχέτυπο και είναι η αιώνια ζωή του καλλιτέχνη, και η Φοίβη είναι επίσης αρχέτυπο των τρωτοτήτων φτωχή και γυναίκα με boho γονείς (που όμως το ανατρέπει και επιβιώνει). 

Φυσικά όλα σώζονται και ο Τσάντλερ -ως Τσάντλερ- ευτυχεί. Ναι, εξαιτίας των φίλων. Αυτοί είναι η ανάσα του. Αυτό στα 90s ήταν ένα μέγα ψεύδος για τους Gen Xers που -δεν- είχαν φίλους κι αν ναι, όχι με τους όρους της σειράς (σε καμία περίπτωση, ακόμη και στην ίδια τη fiction για τη γενιά αυτή, τα Φιλαράκια είναι η εξαίρεση εξ ου και η επιτυχία, αν δούμε την κινηματογραφική παραγωγή αλλά και τη λογοτεχνική της εποχής, συμβαίνει το αντίθετο). Και τώρα είναι αναγκαιότητα. Όμως συχνά γίνεται καταπιεστικό. Και επίσης πλέον οι φίλοι μας μπορούν να μας στηρίζουν μόνο ψυχικά. Και ίσως είναι πολύ μεγάλο αυτό, αλλά μας πληγώνει. Μας πληγώνει που δεν μπορούμε να βοηθήσουμε τους φίλους μας και που δεν έχουμε ούτε -έναν- στην παρέα, σε κάθε παρέα, που να έχει γευτεί μια δόση "κανονικότητας". 

Νομίζω σε αυτό το σημείο των ζωών μας, θα την πετούσαμε πίσω και να μας τη δίνανε, είναι πια πολύ αργά, μάθαμε καταρχάς να την απορρίπτουμε όπως μας απέρριψε κι εκείνη. Όμως το θέμα είναι ότι δεν την απορρίψαμε με τους όρους του '60, ούτε καν του '90. Δεν κατατέθηκε στο τραπέζι από το τωρινό σύστημα, epoch, πνεύμα του καιρού, από το κεφάλαιο. Δεν είναι πια στο κοινωνικό συμβόλαιο. 

Ξέρουμε τις περιπέτειες του Μάθιου, και έχουν πολλά στοιχεία και από του Τσάντλερ (το αντίθετο προφανώς και ισχύει), ξέρουμε πια και τα νήματα για το τι έκανε η φαρμακοβιομηχανία στις Η.Π.Α. Και ξέρουμε και από τον ίδιο και από τη Τζούλια Ρόμπερτς ότι ο άνθρωπος αυτός κατέστρεφε σχέσεις γιατί θεωρούσε εαυτόν αναξιαγάπητο. Ένας αντι-Οβίδιος. Μέσα μου, το γνωρίζω, και ας μην το γνωρίζω, ότι σε ένα άλλο πλαίσιο, ο Μάθιου θα είχε φίλους και θα αγαπιόταν. Και ο Τσάντλερ σε ένα άλλο πεθαίνει όντως μόνος του. 

Όμως όσο κι αν ταυτιζόμαστε, είμαστε τα Φιλαράκια ο ένας της άλλης, για να σώσουμε όσες περισσότερες Φοίβες μπορούμε, και τους εαυτούς μας. Και ως Τσάντλερ, δε θα υπάρξουμε πια ποτέ, είναι πολύ αργά, περάσαμε τα 26. Θέλουμε όμως ο Τσάντλερ να ξαναϋπάρξει ως υπόσταση. Στους επόμενους. Ο απελεύθερος σκλάβος. 

Eίμαστε απελπισμένοι, αλλόκοτοι και απεγνωσμένοι γι' αγάπη.