Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπαντιέρα Ροσσα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπαντιέρα Ροσσα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 1 Ιουλίου 2017

Συναυλία | Μαρία Φραντζεσκάκη


Λένε πως μόνο το παράδοξο  και το απροσδόκητο μπορεί να σε οδηγήσει στην ευτυχία , το πιστεύεις , μέχρι να ακούσεις μια μέρα ίσως μια πιο ενδιαφέρουσα άποψη και να αναθεωρήσεις. να καταρρίψεις το παλιό, αυτό που σκέβρωσε μέσα σου από την πολύ βροχή σαν τα σοκάκια της Κέρκυρας τον χειμώνα.

 Απροσδόκητα ξεκίνησαν και αυτοί οι δύο την γνωριμία τους σε ένα live  κοινών γνωστών τους , σε κάποιο μικρό μα ζεστό ροκάδικο από εκείνα που όλοι γίνονται μια παρέα στο τέλος. Εκείνη είχε το χούι από μικρή  να πηγαίνει πάντα κοντά στην σκηνή όταν πήγαινε σε συναυλία για να αισθάνεται την αύρα των καλλιτεχνών, εκείνος στ'αριστερά της  μπροστά μπροστά επίσης. Ο καλύτερός του φίλος ήταν ο κιθαρίστας της μπάντας.

Τον είχε δει κλεφτά, με την άκρη του ματιού της. Εκείνος έβλεπε περισσότερο τα μαλλιά της παρά το πρόσωπό της. Ίσως οι συνθήκες παραήταν ιδανικές . Eκείνος , φανταζόταν τις γωνίες του προσώπου που εναρμονίζονταν με τα γυαλιστερά μαγουλά της και τα μεγάλα της ματοτσίνορα. Οι στίχοι που αντηχούσαν ήταν των Cure. "However far away, I will always love you." Ο φωτισμός χαμηλωμένος, αχνός. Όσο πρέπει για να αρχίσουν οι αισθήσεις σου να γίνονται πιο επιρρεπείς. Πιο επιρρεπείς σε αυτό που ξέρεις ότι πάντα θα σε πονάει , γιατί αυτή είναι η πληγή από γεννησιμιού σου.

Ήταν στριμωγμένοι. Βρέθηκαν δίπλα δίπλα. Τον έσπρωξαν . Την πάτησε χωρίς να το θέλει.

-Συγνώμη, σε πόνεσα;
-Τα άρβυλα ευτυχώς αντέχουν. Θα μπορούσες να είσαι πιο προσεκτικός όμως.
-Ηρέμησε. Σε συναυλία βρίσκεσαι.
-Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να προσέχεις που πατάς.
-Σταμάτα πια. Χάνουμε αυτό το υπέροχο τραγούδι.
-Δίκιο έχεις, είναι και το αγαπημένο μου. Αλλά φρόντισες να καταστρέψεις την στιγμή.
- Τι κρίμα να μοιράζομαι το ίδιο αγαπημένο τραγούδι μαζί σου.

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

Σταυροδρόμι | Μαρία Φραντζεσκάκη



Η ζωή μοιάζει με καρδιογράφημα. Γραμμές που κατεβαίνουν και γραμμές που ανεβαίνουν. Κορυφές και χαράδρες ουσία και συνηθισμένοι περαστικοί. Άνθρωποι τριγύρω , οι περισσότεροι σχεδόν πεθαμένοι με την σάρκα να σαπίζει εκ των έσω ενώ απ'έξω λάμπει. Άνθρωποι που δεν αντέχουν να ζουν σκλάβοι μέσα στο ίδιο τους το δέρμα, ανασφάλειες και για μοναδική γκόμενα ένα τσιγάρο αλλιώτικο. Σπασμένα βάζα , κλάμματα, καβγάδες και φωνές . Δράματα που προβλέψαμε εξαρχής. Για πόσο ακόμα θα επιβεβαιωνόμαστε σωστοί; Για πόσο ακόμα οι άνθρωποι θα είναι απογοητευτικοί; Για πάντα.. Αλλά πλέον για  φυλαχτό να μάθεις να έχεις την στιγμή. Και να προχωράς. Να φεύγεις. Η φυγή είναι η λύση των δυνατών. 

Ποτέ δεν άντεξα τα δράματα  και τα μίση Φραντς. Το μίσος, δηλητηριάζει πρώτα τον συναισθανόμενο. Και έπειτα ζητάει εκδίκηση για να θρέψει λίγο τον εγωισμό. Έπεσες και εσύ στην παγίδα  Φραντς , σ'αυτή την μοίρα σου που σε θέλει πάντα νικητή και μόνο. Βολεμένο στην μιζέρια και την νίκη μα μόνο. Θρίαμβος δεν νομίζεις; Πόσα έχεις να μάθεις ακόμα Φραντς και ανάθεμα και αν γνώριζες ποια φίδια κοσμούν τους ώμους σου.

Προχωράω. Ο Γιόχαν, μου διαβάζει τα πρωινά που με ξυπνάει έχοντάς με αγκαλιά και από ένα ερωτικό τετράστιχο. Τα μαλλιά μου το πρωί, σαν κάποιος σίφουνας να περνάει από πάνω μου κάθε βράδυ. Χαϊδεύει τον λαιμό μου τρυφερά και η ηλιαχτίδα μας τρυπάει τα μάτια . Φιλάω το γυμνασμένο στέρνο του, και τα πλευρά του. Μου γλείφει όλο το πρόσωπο και έπειτα με γδύνει για να γευτεί όλο το χάος μου. Τους δύο αντικρουόμενους κόσμους μου που αποδέχεται όπως είναι. Πιάνει πάντα την κιθάρα και τραγουδάει ενώ φτιάχνω καφέ. Πολλές φορές χύνουμε τον καφέ. Πολλές φορές  αφήνει την κιθάρα στριμώχνει εμένα στο τραπέζι της κουζίνας και γράφει τις μελωδίες πάνω μου . Kάποιες φορές θέλει να με σκοτώσει - όπως και εσύ κάποτε- και για να σου πω την αλήθεια Φραντς, πολύ θα ήθελα να το κάνει. Θα ήθελα να με ρίξει από το μπαλκόνι αφού θα είχαμε κάνει πρώτα έρωτα χυδαία. Θα ήθελα να με ρίξει στα δόντια του ανθρωποφάγου οδοστρώματος και να πάω να κάτσω σε μία στρογγυλή τράπεζα  συζήτησης με τις Αγίες μου.

Τον αγαπώ τον Γιόχαν. Όλους όσους έρχονται τους αγαπώ , τον καθένα για το διαφορετικό δράμα του και την μοναδικά δυσλειτουργική ψυχολογία του. Για το παρελθόν και το παρόν τους. Για το μέλλον δεν υπόσχομαι. Ο Γιόχαν έχει το σύνδρομο της λύπης στο πλήθος. Πόσο ν'αντέξεις να είσαι στο κοστούμι της τελειότητας; Πόσο να αντέξεις να χαμογελάς και να φλερτάρεις ;Πόσο ν'αντέχεις συνέχεια να κρύβεις την θλίψη σου; Με αριστοτελική λογική και μαθηματική ακρίβεια η υπερβολή χαράς  ή έστω placebo χαράς σε κάνει δυστυχισμένο. 

Με πλατωνικά ιδεαλιστικούς συναισθηματισμούς ο έρωτας και η αγάπη είναι η μόνη πανάκεια.





Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

Η ειλικρίνεια της ασχήμιας | Μπαντιέρα Ρόσσα



Tον αντίκρυσε μετά από πολύ καιρό στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου. Επιστροφή από το εξωτερικό. Πτήση μονάχα για εκείνον. Ταξίδι αποκλειστικά επισφραγισμένο  με το όνομά του στα χείλη και τα πόδια της- που την κάνουν να χύνει μέλι. Αρνείται να πιστέψει στον έρωτα και όμως πιστεύει στην ιαματική δύναμη της αγάπης. Βλέμμα σαν εκείνο που της πρωτοέριξε στο υπόγειο δισκάδικο με τους punk δίσκους.

 Του δίνει φιλί αθυρόστομο και συνάμα καθαρό. Γλώσσα με γλώσσα και δύο εκ διαμέτρου διαφορετικοί και αντίθετοι κόσμοι να βρίσκονται σε συγχορδία . Ο χρόνος είναι βασανιστής. Κι ο έρωτας είναι πάνω απ'όλα μουσική.

Φεύγουμε από το αεροδρόμιο. Θέλω προστυχιά και τρέλα του λέω. Γιατί δεν χτυπάς εσύ; Γιατί δεν με πονάς; Γιατί δεν πίνεις αίμα από τις πληγές μου και δεν δένεις τον λαιμό μου με σχοινί και θάνατο; Έλα έλα. Μην είσαι αλλιώτικος εσύ. Θέλω να ταΐσεις τόσο  άρρωστα την επιβεβαίωση των πεποιθήσεων μου. Θέλω να μη με διαψεύσεις σε όσες αντιλήψεις έχτισε το παρελθόν μου. Είμαι εκείνος ο ακατάλληλος για τρυφερότητα άνθρωπος που έλεγε ο Χριστιανόπουλος. Γιατί εσύ δείχνεις να με νοιάζεσαι και γιατί θέλεις να δεθώ; Πάρε ένα ξυράφι και μάτωσέ μου τα γόνατα. Έτσι αιματοβαμμένη έμαθα από καταβολής γεννήσεως να υπάρχω και ο νους μου να γίνεται ένα μαύρο χάος . Δεν με φοβάσαι; Γιατί δεν φεύγεις; Μη γελάς. Είμαι το θηρίο της Βαβυλώνας και οι δέκα πληγές του Φαραώ βαλμένες σε άνθρωπο. Στον ύπνο μου μιλάω τραυματικά με τον Bugs Bunny ενώ έχει πάρει lsd . Θέλω και εγώ του λέω. Η κανονικότητα του κόσμου μου είναι αρρωστημένη. Η Λόλα καλό μου κουνέλι τα έφτιαξε με την φίλη της και εσύ μένεις μόνος να χαπακώνεσαι lsd.

Στον κόσμο μου  δεν υπάρχει θάλασσα και απογευματινός ήλιος που δεν τυφλώνει. Ούτε και άστρο του πρωίου που ποτίζει την ατμόσφαιρα γιασεμί. Δεν υπάρχει ομορφιά γιατί αυτή είναι ξεπεσμένη πόρνη χωρίς καμία αρετή. Δεν έχω να σου δώσω τίποτα παρά απελπισία και ιδρώτα.Θυμό , οργή και κάβλα. Δεν έχω να αποδεχτώ τίποτα παρά το σπέρμα σου στο στέρνο μου και το σάλιο σου στο λαιμό μου.

Μίλα μου για ειλικρίνεια όσο πιο χυδαία μπορείς.
Μίλα μου για την ειλικρίνεια της ασχήμιας.

Και εγώ σου υπόσχομαι να μην φύγω.


Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

Γκρεμισμένοι | Μπαντιέρα Ρόσσα


Αυτό το ερείπιο
μου θυμίζει τα θαμμένα μέσα μου
παράθυρα από τα οποία κρυφοκοιτάω
τον ήλιο , πρασινάδες που ανθίζουν
λόγω κάποιας αιτιώδους βροχής 

το αγαπώ αυτό το κτίριο
έστω και ακρωτηριασμένο
όσο έχει γκρεμιστεί
τόσο πασχίζει στο να ζει
στο να χτίζει κάθε μέρα.


Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Σημείο Μηδέν- της Μπαντιέρα Ρόσσα


Χάσαμε την εφηβεία μας να εξηγήσουμε όσα συμβαίνουν. Έπειτα βάλαμε και φαντασία μη τυχόν και το σώσουμε και σωθούμε και εμείς. Δεν δούλεψε. Η φαντασία αποτελεί ένα μικρό αναλγητικό για το μυαλό. Τίποτα παραπάνω. Καλλιτέχνης ήσουν Jim τα ξέρεις από πρώτο χέρι.
   Σίγουρα έμαθες νωρίτερα πως είναι να ποθείς μία ανάσα ελευθερίας . Το ποθώ από το κατακτώ απέχει  χρόνο. Άλλοτε μήνες, χρόνια κάποιες φορές και ολόκληρες ζωές. Και έπειτα έρχεται σαν χτύπημα από μαστίγιο ο θάνατος, δίχως ρανίδα δροσερού νερού να μας βρέχει το μέτωπο, δίχως αέρα να μας δίνει ανάσα απ'έξω προς τα μέσα. Σημείο μηδέν. 


  Η μόνη ελευθερία που οραματίζομαι πια , 
 είναι εκείνη που δοκιμάζεις τα φτερά σου
αν θα ανοίξουν ή όχι από τον έκτο όροφο
η φωτιά που θα καίει το δέρμα και όχι
τα σωθικά σου- αυτά δεν θα'χουν μείνει
θα έχουν γίνει αλοιφή από τα depon,τις ασπιρίνες,
και ότι άλλο σε χάπι σου βρίσκεται
ελευθερία που βρίσκεις στις ράγες τραίνων
και όχι τρένων - γιατί το βάσανο πρέπει να έχει
διάρκεια για να κατακτηθεί η ελευθερία
ελευθερία σε κασκόλ που κάποτε 
γίνονται μια ευφάνταστη θηλιά
ψαλίδια που ίσως να γίνουν χαρακιές
και ανθρώπους που απομακρύνονται από δίπλα σου
σαν γελοίες ατμομηχανές.

Κράτα με δύναμη τουλάχιστον αυτό.
Αν  δεν έζησες όπως επιθυμούσες
διάλεξε εσύ πως θα φύγεις 
ακολουθώντας το παράδειγμα 
της Κατερίνας και του Κώστα
που με χείλη σαν ένα είπαν μαζί
αφήστε με να φύγω μήπως και γίνω
όσα ονειρεύομαι.


Τώρα σε καταλαβαίνω Jim γιατί  το δέντρο σου αναγράφηκε νεκρό στα έγγραφα.

 Για να γίνεις όσα θες πρέπει να σκοτώσεις την φωνή των γονιών σου μέσα σου.




Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

Only when you're gone -της Μπαντιέρα Ροσσα


Αυτό το σπίτι μυρίζει εγκατάλειψη. Θυμό που μετατράπηκε σε θλίψη. Όχι, τις δύσκολες ώρες τις νύχτας δεν σκέφτομαι τους αγωνιστές συντρόφους στα κελιά που καγχάζουν για Ελευθερία και νιώθουν να πνίγονται , ούτε τις πόρνες που περιμένουν βαμμένες μοναξιά στα πεζοδρόμια της Συγγρού. Ούτε τους άστεγους που το χειμώνα κοιμούνται σε sleeping bag κρατώντας έναν κεσέ από γιαούρτι, σχεδόν ημιλιπόθυμοι μέσα στον ύπνο τους, για να ρίξουν όσοι θέλουν ένα κέρμα. Οι αληθινά φραγκάτοι δεν ρίχνουν ποτέ , θα σου πω εγώ που τους είδα. Τους είδα να περνάνε με κοστούμια δίπλα σε ανθρώπους που κρύωναν και δεν έβαλαν ούτε το χέρι στην τσέπη. Και εσύ μου μιλάς για ανθρωπιά. Έπειτα οι πρόσφυγες.Παιδιά και όνειρα που πνιγήκαν με τα αρκουδάκια τους. Σου φαίνομαι ευαίσθητη ε καριόλη; Μου είναι εύκολο να κάνω μία χειρονομία και να σου πω με όλη την οργή μου άντε γαμήσου.

  Το βράδυ, σχεδόν κάθε βράδυ σκέφτομαι και ξεφυσάω. Σχεδόν μηχανικά. Σχεδόν σαν να ξέρω πως ο πόνος σε αυτόν τον κόσμο δεν θα τελειώσει ποτέ. Παίξαμε και χάσαμε λέω. Κοιτάζω την ντουλάπα που έχει μείνει ανοιχτή. Το υπόλοιπο σπίτι ακατάστατο. Σκεπάσματα ανακατεμένα με εσάνς εφιάλτη και αυπνίας. Βιβλία στίβα στο τραπεζάκι του σαλονιού. Δίπλα μου ο καπνός , πιστός σύντροφος και συνοδοιπόρος. Το ραδιόφωνο παίζει Madrugada. 

Όλο αυτό δεν είναι λύπη. Είναι κόπωση.Και δεν θα το καταλάβεις. Έμεινες να με διαβάζεις με οδηγό τον Φρόυντ και τον Λακάν και ξέχασες να ακούσεις τις φωνές μου. Αυτές που πηγάζουν από εκείνη την διττότητα που ήθελες κάποτε να λατρέψεις σαν Θεό σου. Την μία που που προσπαθεί να δεχτεί τον ρεαλισμό και την άλλη την ιδεαλίστρια που πιστεύει στην φωτιά της δικαιοσύνης και της καλοσύνης. Μια ιδιότητα αδήλωτη ήμουν , ένα ψυχικό χάος και ένα πνεύμα χαμένο. Και εσύ αν και το κατάλαβες δείλιασες. "Δεν θέλω συναισθηματικό δέσιμο" είπες και χάθηκες μέσα στην νύχτα. Όπως φεύγουν οι μοιραίοι ποιητές που το μόνο που μάθανε είναι να γαμάνε.Ίσως να γαμάνε περισσότερο και καλύτερα απ'ότι γράφουν τουλάχιστον. Και κάτι μου έλεγε μέσα μου πως δεν θα σε ξαναδώ. Γι'αυτό σου έλεγα "φοβάμαι".

Τουλάχιστον ήσουν ειλικρινής μωρέ. Να ζητάς όχι χάδια και αγκαλιές και αγγίγματα αλλά χαστούκια και σημάδια.Στυγνές εκτελέσεις. Μελανιές στον λαιμό σου και αίμα να τρέχει από γρατζουνιές στην πλάτη σου. Αίμα λέω.Κόκκινο βαθύ το χρώμα. "Το κόκκινο δεν έχει να κάνει μόνο με το πάθος αλλά και με την βία" είπες. Βία συναινετική ήθελες.Και εγώ, δεν λέω. Αλλά  είναι που οι σχέσεις έχουν να κάνουν με την εξουσία και εγώ δεν θα άντεχα να είμαι θύμα. 

Περνάω συχνά από εκείνον τον τοίχο που έχεις ζωγραφίσει τον Μαρξ. Το Flashback μου περιλαμβάνει λέξεις , δεν μπορεί ο νους να αρθρώσει φράσεις πια. Βία, κτηνώδεις,έρωτας,κόκκινο.

Συγνώμη,νομίζω ένιωσα .






Παρασκευή 13 Μαΐου 2016

Στιγμές - της Μπαντιέρα Ρόσσα


Όλες οι συναντήσεις είναι διαφορετικές. Όλες αξίζουν να συμβούν. Συμβαίνουν τα πραγματικά και εμείς μένουμε να ονειρευόμαστε , να φανταζόμαστε όσα μένουν να κρύβονται. Ίσως όμως και το όνειρο, η φαντασία να μας κρατούν ζωντανούς. Οι μνήμες και οι φωνές. Η Λήθη είναι αλήτισσα δεν μας κάθεται για ένα βράδυ. Εύκολα. Πάντα θύμησις. Ασταμάτητη σκέψη. Η σκέψη η δική σου. Σκέψη λέω και χτυπάει το τηλέφωνο.

  Με ρωτάς "τι κάνεις". Δεν κάνω είμαι. Είμαι αφηρημένες έννοιες. Είμαι ποίηση, είμαι ζωγραφική, είμαι μουσική. Είμαι Αμηχανία. Η αμηχανία της επικοινωνίας. Eίμαι ένα αισθησιακό τραγούδι Σειρήνας που σιγοψιθυρίζεις όλη την μέρα. Είμαι Κίρκη. Είσαι το θύμα μου. Λένε πως τα θύματα, κάποτε όταν οι ουρανοί δεν είναι μπλέ βαθύ και γίνουν κόκκινοι, θα γίνουν θύτες να πάρουν την εκδίκησή τους. Όχι χαιρέκακα, αλλά γιατί τους αξίζει να ζήσουν. Ποιος ασκεί την εξουσία και σε ποιον αρέσει να είναι εξουσιαστής και ποιος εξουσιαζόμενος; Είμαστε όλοι θύματα μιας Τέχνης που μαθαίνεται μόνο με τόλμη και χυμούς. Είμαστε δύο εγκέφαλοι που βράζουν μαζί και αποβάλλουν χυμούς.Είμαστε ένας  χορός σε μία κουβανέζικη pub. Πάμε για μια μπύρα, είπες . Δεν θα βάλω εισαγωγικά, εισαγωγικά φορούν οι δήθεν φράσεις. Κάτσε σου είπα μωρέ, καλά τα λέμε. Όλα φωνή και αναπνοές. 

Η φωνή σου γίνεται ο γητευτής μου. Είμαι ένα απείθαρχο ον στο οποίο πρέπει να επιβληθείς, να  κυριεύσεις. Είμαι ένας αχόρταγος για μυαλά δαίμονας που η πείνα του για πνεύμα και ουσία δεν σταματάει ποτέ. Με νιώθεις. Η φωνή σου κάνει το σώμα να μουδιάζει από τα δαχτυλάκια τον ποδιών μέχρι τα μαλλιά. Ένα ρίγος σαν ηλεκτρισμός με διαπερνά. Είσαι ένας βρυκόλακας λες. Είσαι και κόλακας πανάθεμά σε. Θέλεις να κόψεις ένα κομμάτι από το δέρμα μου, με τα δόντια σου,για να το θυμάσαι. Την υφή, την μυρωδιά, την γεύση. Θέλεις να βυθίσεις την γλώσσα σου στα πόδια μου και να αγγίξεις κάθε καμπύλη του κορμιού μου. Θέλεις να σου αντισταθώ.Θέλεις να δεις ένα βλέμμα ηδονής και οδύνης στα μάτια μου , όσο βρίσκεσαι από πάνω μου.Θα ήθελες να βάλεις το δάχτυλό σου στο στόμα μου.Θα σου γρατζουνούσα την πλάτη, με τα νύχια μου μέχρι να βγεί αίμα, για να έχω και γω κάτι δικό σου. Το φιλί θα ήταν υγρό και με διάρκεια,να σε καίει. Να παίρνει κάθε φορτίο και κάθε θλίψη που έχεις μέσα σου.Θα μου έδινες ένα χαστούκι. Θα σε φιλούσα με περισσότερο πάθος να φυλακίσουμε την στιγμή.Στιγμές που θα γίνονταν ταχυπαλμία και θα τις σκεφτόμαστε με κομμένη την ανάσα ίσως κάποια πρωινά κοιτώντας την πόλη να ξημερώνει και αυτός ο μικρόκοσμος να μπαίνει πάλι σε πρόγραμμα. Ίσως , με ένα τσιγάρο στο χέρι. Ίσως με μια κούπα καφέ και τα μάτια νυσταγμένα. Ίσως με την φωνή αισθησιακά βραχνή. Πάντα ίσως και πάντα νομίζω.

Χορτάσαμε και οι δύο το τέρας της μοναξιάς μας σήμερα. Και η φωνή του εγωισμού έπαψε για λίγο να γκρινιάζει.

Ευτυχώς προλάβαμε ,να εξουσιάσουμε εμείς τον χρόνο για λίγο.
Ευτυχώς , είχαμε μια στιγμή.
Ελπίζω να ξέρεις. 
Είμαστε οι στιγμές μας.
  


Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Έρωτας είναι να μαθαίνεις τον άλλο - Μπαντιέρα Ρόσσα


το να γνωρίζεις 
είναι το να διαπραγματεύεσαι
δώσε μου μου είπες και θα σου δώσω
όπως και από τον θάνατο γίνεται φώς
και από το χώμα θάνατος
και ό,τι μένει είναι η αίσθηση

είμαστε ήδη νεκροί.
αν δεν αντισταθούμε
δεν θα αναστηθούμε ποτέ
αν δεν καταλύσουμε τον εξουσιαστή
δεν θα φιλήσουμε ποτέ τον Ήλιο

θρησκευτική μυσταγωγία
οι πράξεις μας 
κι όμως παραμένουμε κανίβαλοι της ζωής μας 
βολευόμενοι στο αδιέξοδο
της απραγίας


Κοίταξέ με, είμαι οι λέξεις μου
και εσύ είσαι η φωνή σου
ό,τι υπάρχει δεν θα μπορούσε ποτέ
να είναι κάτι
ασήμαντο


Τετάρτη 20 Απριλίου 2016

Ανάρχα Πάθη- Μπαντιέρα Ροσσα

Νιώθω ανόητη. Δεν ερωτεύομαι πια . Δεν τρώω τα μούτρα μου πια. Μεγάλωσα. Ερωτεύομαι για ένα βράδυ και μετά μου τελειώνει. Πήγα στο live. Ξέρεις ότι οι περισσότεροι ερωτεύονται τους frontmen; Ίσως γιατί είναι εκείνοι που φαίνονται περισσότερο, εκείνοι που ανθίζουν σαν Νάρκισσοι. Εκείνοι που τραβούν τα βλέμματα. Οι frontmen αν το σκεφτείς έχουν τα πάντα. Ή έστω μπορούν να έχουν τα πάντα. Φήμη, σεξ, λεφτά, σεξ, σεξ , σεξ. Μπορούν να έχουν τα πάντα πολύ εύκολα. Το βλέμμα μου έχει καρφωθεί στον μπασίστα. Είναι αυτό που κοιτάζεις αδιάφορα και ξαφνικά παγώνεις. Ο φωτισμός πέφτει πάνω του κατακόκκινος , βγαλμένος από το πυρ το εξώτερον της κολάσεως. Διάβολος ίδιος και τα μάτια του παμπόνηρα, πράσινα. Μάτια σχιστά και χαμόγελο αινιγματικότερο και από την Τζοκόντα. Ξέρεις ότι κρύβει πολλά. Θες να τα ανακαλύψεις όλα. 
Το γλέντι έχει ανάψει. Φωτιά ο δικός μου. Φλεγόμενος αγγίζει το μπάσο. Είναι δικός μου και το ξέρω. Συνέχεια κοιτάζει εδώ. Συνέχεια με καρφώνει στα μάτια. Κάνει δεύτερη φωνή σε πονηρούς στίχους. Πάλι εδώ κοιτάζει. Παίζει επί σκηνής και όταν η παύση χαράζει το πεντάγραμμο αυτός στρίβει τσιγάρο. Τα μαλλιά του ανακατεμένα ποτίζονται καπνό. Tα μάτια του ανάμεσα στους καπνούς. Νιώθω  λυκειοκόριτσο που ερωτεύεται πρώτη φορά. Ενθουσιάζομαι τον κοιτάζω και γω προκλητικά. Ο χρόνος περνάει, η μουσική τελειώνει. Tο μπαρ σε κλίμα παρείστικο και εκείνος με πλησιάζει.
Xύνεται σαν χείμαρρος στους ανθρώπους. Έρχεται στην παρέα μου αρχίζει να μιλάμε. Αχ φίλε, τι βλέμμα και τι μάτια. Πράσινα και απλανή. Σαν να δαμάζουν παράλληλα σύμπαντα , τα σύμπαντα τα δικά μου. Πιάνει τον παλμό μου και εγώ τον δικό του.  Τόσα χρόνια στο κουρμπέτι , έμαθα να καταλαβαίνω τα πάντα με μια μονάχα ματιά.Μιλάμε . Μιλάμε πολύ.
-Πάμε να κάνουμε τσιγάρο έξω; 
-Πάμε.
Το βράδυ ευτυχώς δεν κάνεις δεύτερες σκέψεις. Μόνο πρώτες. Μόνο σημαντικές. Γιατί κάθε βραδινή σκέψη σίγουρα έχει λόγο ύπαρξης.Σίγουρα δεν είναι ασήμαντη.
-Λοιπόν;
-Λοιπόν τι;
-Πως σου φάνηκε;
-Μου αρέσατε.
Νιώθω αμήχανα. Γελάει πάλι αινιγματικά. Γελάει ένα γέλιο που δεν μπορώ να διαβάσω. Που δεν μπορώ να ψυχολογήσω. Μ'αφήνει μετέωρη. Καπνίζουμε λίγο. Πίνουμε και από μία μπύρα. Λίγο. Είμαστε επισήμως πιωμένοι. Απομακρυνόμαστε λίγο και με κολλάει σε έναν τοίχο. Αρχίζει να με φιλάει.Οι γλώσσες μας έχουν παίξει τις καλύτερες παρτιτούρες με τέλεια αρμονία.Τα μάτια του. Σαν να μην υπάρχουν σε άλλο πλάσμα πάνω σ'αυτό τον πλανήτη. Τα δάχτυλά του μπλέκονται στα μαλλιά μου.Nιώθω με το φιλί του να τρώει το μυαλό μου. Κάνω το ίδιο. Γίνομαι ένας κανίβαλος που του κατασπαράζει το μυαλό. Τις ιδέες, τις σκέψεις , τις θλίψεις και τις λέξεις. Δεν μπορούμε να σταματήσουμε να φιλιόμαστε.
-Θέλεις να φύγουμε;
-Εσύ τι θέλεις;
Φέρνει τα κλειδιά του και φεύγουμε σαν κυνηγημένοι. "Να πάρουμε το αυτοκίνητο" μου λέει. "Να περπατήσουμε" του λέω. Αξημέρωτη η νύχτα φίλε μου και εγώ δεν θέλω να τελειώσει. Περπατάμε. Να πάρουμε κρασί του λέω. Συμφωνεί. Και σοκολάτα. Δεν μπορεί να μου χαλάσει χατίρι . Σταματάμε στο εικοσιτετράωρο ζαχαροπλαστείο . Παίρνουμε αυτά που θέλουμε και πάμε σπίτι.
Πίνουμε ένα τσιγάρο για να χαλαρώσουμε και καθισμένοι στο πάτωμα αρχίζει να με χαιδεύει. Πρώτα με την τρυφερότητα στοργικού πατέρα, μέχρι που τα χέρια του γλιστρούν στο σώμα μου. Με γδύνει αργά.Πρώτα το μαύρο τιραντάκι που φορούσα και έπειτα ανοίγει το παντελόνι μου. Μου φιλάει το στήθος.Αφήνομαι στα χέρια του. Γίνομαι κύμα.Γίνομαι λέαινα που θέλει να τον κατασπαράξει μετά. Του βγάζω την μπλούζα βίαια. Σαν να θέλω να τον σκοτώσω  τον όμορφό μου. Δαγκώνω τους ώμους του.Αρχαιοελληνικός θεός ο όμορφός μου. Θέλει να έχει τον έλεγχο και εγώ τον αφήνω. Μπαίνει μέσα μου και οι κόσμοι μας τόσο αμφιταλαντευόμενοι γίνονται ένα. Με πονάει και ανταποδίδω. Ευτυχώς δεν είναι ανόητος. Ευτυχώς ξέρει ότι ο έρωτας είναι πόνος, πόνος , πόνος.
Κατακτήσαμε την κορυφή και σε αυτό το ταξίδι. Το έδειξαν οι ζωώδεις κραυγές μας. Καπνίζουμε λίγο ακόμα. Κουρασμένος από το live ο γλυκός μου. Κοιμάται . Δεν μπορώ να κλείσω μάτι.. Όλοι όσοι κάναμε έρωτα έτσι , είμαστε οι κολασμένοι - ευλογημένοι αυτής της γης.




Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

Nox ή Νοctourno – της Μπαντιέρα Ροσσα

Μακάριοι όσοι φωτιστηκαν
Από τον Ήλιο και την Σελήνη ταυτόχρονα
Μακάβρια τα σώματα που πέσανε
Σε απραξία

Ανθρώπινες παρωδίες όλοι
Ρομπότ με σχισμή για ένα κέρμα
Στην πλάτη, και εσύ τρέχεις αλώβητος 
Στην ασημαντότητα του κάθε μέρα

Λησμονιά...
Ούτε σκιρτήματα ούτε χάδια
Τα σεντόνια ξηρασία
Και ο έρωτας μοιάζει με την μεγαλύτερη 
Ουτοπία

Η Επανάσταση χωρίς τον έρωτα
Δεν θε’ να ‘ρθει.
Έλπιζε μόνο για όσους κοίταξαν
Τον Δαίμονα της Μοναξιάς στα μάτια
Και τον σκότωσαν με τα χέρια τους.





Πέμπτη 13 Αυγούστου 2015

Στη θλιμμένη λεωφόρο - Μπαντιέρα Ρόσα

Μια μικρή κοκκινόμαυρη κλωστή είναι η ζωή μας φυλλοσκορπισμένη σε δυσαρμονικά ξενύχτια φυλαγμένη σε ένα κουτί αναμνήσεων φτιαγμένη από αίμα εμπειρία και ασχήμια. Στην άκρη της κλωστής είναι τα μάτια μου περασμένα χάντρες σ’αυτήν να βλέπουν τον βιασμό μιας τράνς από κάποιον τάχα μου πελάτη και η κραυγή της είναι ο τρόμος ολάνθιστος, ενώ εσύ πίνεις το κρασί σου και χαμογελάς ξέγνοιαστος. Στην άλλη άκρη της κλωστής βλέπουν τους ονειροβάτες που ψάχνουν για φτηνά αναλγητικά και τα βρίσκουν σε χαρακωμένα σακίδια ξανθών παιδιών με γαλανά μάτια και κόκκινα μάγουλα στην νύχτα έξω από μια εκκλησία με προσταγές από δήθεν Άγιους (ιατρούς) εκ Ρωσίας ορθοδόξης, τους οποίους βρίσκουν νομοταγείς και οι μπλέ μας στυλοβάτες. Στη μέση της κλωστής είναι οι ζωές που ρουφάει σαν ανεμοστρόβιλος η λεωφόρος , ρόζ καλσόν τεμαχισμένα και χάπια με κύρια ουσία τ’όνειρο.

Η θλιμμένη λεωφόρος πάντα ακίνητη και ακοίμητη 
περιμένει να μας καταπιεί με νοσοκομεία αφροδίσιων- συνονόματα της . 
 Μικρότητα μασκαρεμένη - φόβος –λύπηση- θάνατος. 
Υπερόπτες τακτικούς να μας εξετάζουν γιατί είμαστε «αλλαγμένοι» 
Μας λογίζουν για πειραγμένους και ψυχοπαθείς. 

 Πάντα εκεί η λεωφορός για όλους εμάς 
 για να μας σώσει μέσα στον πνιγμό 
για να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε τους φόβους που μας θανατώνουν.




Σάββατο 1 Αυγούστου 2015

Έρωτας θερινής νυκτός - Mπαντιέρα Ρόσα


Έφτασε απόγευμα στο νησί, άφησε τα πράγματά του- η θεία του , η οποία διατηρούσε ενοικιαζόμενα δωμάτια ,είχε ετοιμάσει το διαμέρισμά του . Το γραφείο του πεντακάθαρο και το καβαλέτο στην θέση του. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο του , ξάπλωσε για λίγο στην κούνια της αυλής , κάτω από τον ίσκιο των μουριών. Όταν άνοιξε τα βλέφαρά του ήταν ήδη βράδυ γύρω στις εντεκάμιση. Έκανε ένα μπάνιο , ντύθηκε ανάλαφρα και βγήκε για μία μπύρα μαζί με τον ξάδερφό του.

 Το μαγαζί που πήγαν – ένα καλοκαιρινό μπαράκι- ήταν γεμάτο. Κάθισαν σε ένα τραπέζι και παρήγγειλαν. Λίγο πιο δίπλα γύρω στα είκοσι άτομα ήταν μαζεμένα γύρω από μία πανέμορφη γυναίκα. «Τι συμβαίνει εκεί; Γιατί έχουν όλοι μαζευτεί γύρω της;» ρώτησε. Ο ξάδερφός του ντόπιος, νησιώτης που είχε συνηθίσει να βλέπει τέτοια γκρουπ στο νησί, απάντησε « Είναι η ξεναγός τους αυτή. Είναι ένα από τα γκρουπάκια με τους τουρίστες.»
Δεν μίλησε . Την παρατηρούσε σιωπηλός.  Του άρεσε ο τρόπος που χειριζόταν το πλήθος των τουριστών. Του άρεσε το χαμόγελο της και ο δυναμισμός της. Η αυτοπεποίθηση με την οποία μιλούσε και έκανε κέφι με τους τουρίστες. Ήταν ιδιαίτερη.

Το φουστάνι που φορούσε τόνιζε την καλοσχηματισμένη σιλουέτα της ενώ άφηνε ακάλυπτα τα κόκαλα κάτω από τον λαιμό της τονίζοντας το πλούσιο ντεκολτέ της. Οι γραμμώσεις της πλάτης της θύμιζαν φτερούγες  κύκνων. Και το πρόσωπό της είχε αυτά τα αινιγματικά και ανεξιχνίαστα χαρακτηριστικά της Τζοκόντα. Μυστήρια με συγκρατημένο χαμόγελο.

Εκείνος ηλιοκαμένος , με τα μάγουλά του να έχουν ροδίσει και τους μύες των χεριών του να προσιδιάζουν περισσότερο σε ένα ασφαλές καταφύγιο. Τα μάτια του ευφυέστατα να αντικατοπτρίζουν την χαώδη σκέψη του. Τα μάτια του είχαν μια λάμψη αλλιώτικη, ζωηρού ανθρώπου, σπιρτόζου.

-Πήγαινε μίλα της.
- Μα αφού έχει τους τουρίστες.
- Ε και;

Οι τουρίστες είχαν πιεί ήδη αρκετά. Αρκετοί από εκείνους ήταν μεθυσμένοι, χόρευαν και τραγουδούσαν. Ζούσαν έντονα τις καλοκαιρινές τους διακοπές στην Ελλάδα.
Την πλησίασε.

-Μην αγχώνεσαι.
- Δεν είμαι κηδεμόνας τους για να αγχωθώ αλλά αύριο πρέπει να ξυπνήσουν νωρίς , σύμφωνα με το πρόγραμμα. Έχουμε να επισκεφθούμε πολλά μέρη.
-Άφησέ τους να γλεντήσουν , να ευχαριστηθούν.
- Αν δεν τους άφηνα  θα είχαμε ήδη φύγει , δεν θα ήμαστε εδώ.
-Θέλεις να πιούμε μαζί μία μπύρα;
-Ευχαρίστως, όμως δεν μπορώ να καθίσω πολύ. Σε λίγο θα πρέπει να τους μαζέψω.
- Κανένα πρόβλημα.



Ήπιαν, μίλησαν , γέλασαν και κάπως έτσι γνωρίστηκαν καλύτερα. Εκείνη έπρεπε να φύγει. Του υποσχέθηκε να πάει το γκρουπ στο ξενοδοχείο και έπειτα να επιστρέψει πάλι. Έτσι και έγινε.  Μόλις επέστρεψε της πρότεινε να περπατήσουν λίγο.
Περπάτησαν πολύ μέχρι που έφτασαν σε ένα απόμερο σημείο της παραλίας.  Μόνο θάλασσα , άμμος  και ο ορίζοντας.
Κάθισαν και κοιτούσαν την θάλασσα. Μιλούσαν ασταμάτητα. Για ταξίδια, για ιδέες , για το καλοκαίρι, για τον χρόνο.

-Ξέρεις , θα ήθελα να σε ζωγραφίσω.
-Τι εννοείς;
- Είμαι ζωγράφος και λίγο ποιητής . Θέλω να σε έχω με κάποιον τρόπο για πάντα.
-Δεν μπορείς να φυλακίσεις ανθρώπους μέσα στην τέχνη σου. Μη γελιέσαι.
-Έτσι πιστεύεις;
- Απλά ενισχύεις τον ναρκισσισμό τους .
- Θες να έρθεις να σου δείξω άλλα έργα στο ατελιέ μου και να αποφασίσεις;
-Είναι σχεδόν χάραμα. Είναι μακριά;
-Για την ακρίβεια είναι το διαμέρισμα πίσω μας.
- Ας πάμε τότε.

Πήγαν . Υπήρχαν παντού πίνακες με πορτρέτα ή ζωγραφισμένες προτομές. Υπήρχαν και κάποια μικρογλυπτά. Αλλά μισοτελειωμένα, άλλα κουκουλωμένα με ύφασμα. Και ένας καναπές.Ένιωθε παράξενα. Όλα συνέβαιναν τόσο αστραπιαία. Δύο άγνωστοι που τελικά ένιωθαν τόσο κοντά μεταξύ τους. Ίσως να είναι και ιδιότητα των καλλιτεχνών να σε κάνουν να νιώθεις εύκολα οικειότητα μαζί τους. Ίσως έτσι να προσεγγίζουν τα θύματα τους.Της είπε να γδυθεί για να κάνει το αρχικό σκίτσο..

 Κατέβασε αργά και αισθησιακά τις ράντες του φορέματός της  έτσι ώστε να διαγράφεται μέσα στον χαμηλό φωτισμό το στητό νεανικό στήθος της. Εκείνος  της έκανε ένα νεύμα με το χέρι του να κατεβάσει και το υπόλοιπο φουστάνι. Υπάκουσε , όπως κάνουν οι πιστές παλλακίδες στους αφέντες τους. Της είπε να ξαπλώσει και να τον κοιτάει όσο εκείνος θα έκανε το προσχέδιο στο καβαλέτο του. Η πλάτη της γυρισμένη στον τοίχο. Οι σκιές τους μέσα στον χαμηλό φωτισμό είχαν αρχίσει ήδη να ερωτοτροπούν. Της είπε να χαλαρώσει. Μα εκείνη ήταν νευρική. Η ώρα περασμένη, ημίγυμνη στο σπίτι ενός άνδρα που γνώρισε εκείνη την ημέρα. Την πλησίασε . Κάθισε στον καναπέ και άρχισε να της χαϊδεύει τα μπούτια. Έπειτα της έβγαλε το εσώρουχο, ενώ τα δάχτυλά του είχαν αρχίσει να διερευνούν τον Θεό που βρισκόταν ανάμεσα στα πόδια της. Οι φλέβες του άρχισαν να πετούν και το κεφάλι του να καίει. Εκείνη γύρισε προς το μέρος του και του έβγαλε γρήγορα την μπλούζα του. Άρχισε να τον φιλάει με πάθος. Να τον δαγκώνει με μανία. Και εκείνος ανταπέδιδε τα «χτυπήματα». Είχε βάλει στόχο να την παραλύσει από ηδονή. Την ξάπλωσε στον καναπέ και άρχισε να την γλείφει ασταμάτητα, ώσπου εκείνη άρχισε να βγάζει ζωώδεις κραυγές. Εκείνος συνέχιζε μέχρι που εκείνη είχε σπασμούς. Άρχισαν να ταΐζει ο ένας τον άλλον χυμούς σαν νέκταρ θεών. Δύο κορμιά σταυρωμένα στον δικό τους επίπονο μα γλυκό Γολγοθά. Μπήκε μέσα της και τότε άγγιξαν το ανέφικτο.

Θα δυστυχούσαν στο μέλλον, όπως πάντα έρχεται το πλήρωμα του πόνου και όχι του χρόνου, αλλά εκείνη η στιγμή θα ήταν πια η ανάμνηση της αιωνιότητας τους.




Τετάρτη 15 Ιουλίου 2015

Μια συνουσία καθημερινή, με μοιρασμένο ύπνο. - Μπαντιέρα Ρόσα

Kάποιοι συνηθίζουν να λένε πως η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας είναι αυτή του πρώτου ενθουσιασμού όταν ερωτευόμαστε. Δεν μπορώ να αποφασίσω αν είναι όντως αλήθεια, όπως δεν μπορώ να αποφασίσω αν όντως υπάρχει και έρωτας μα σίγουρα αυτοί οι δυο είχαν καλή χημεία.
 Μόλις είχε γυρίσει σπίτι από την καθημερινή πρωινή της τελετουργία. Μυρωδάτος, φρέσκοφτιαγμένος καφές στο χέρι , γρήγοροι δρασκελισμοί μέχρι το περίπτερο όπου χάζευε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και έπειτα σαν ήρωας σε μάχη διάλεγε την εφημερίδα-λάφυρο. Κάθε μέρα και διαφορετική. Καθόταν έχοντας τα γόνατα για ασπίδες στο πάτωμα. Και είχε απλώσει  τις παλιές της εφημερίδες στο τραπεζάκι του σαλονιού. Εκείνος ήταν απών. Έλειπε. Όπως πάντα λείπει τα πρωινά. Aλλά η απουσία σε κάνει να ποθείς με μεγαλύτερη  μανία τον άλλον. Σε κάνει να επιθυμείς τον ιδρώτα στα χέρια του αρρωστημένα. Το δάγκωμα στα χείλη.
Ακόμα απών εκείνος. Έκοβε αποκόμματα άρθρων από εφημερίδες. Άρθρα πολιτικά κυρίως ή άλλα ενδιαφέροντα.  Καθείς με τα ενδιαφέροντά του. Καθείς με τις λόξες του. Και θυμήθηκε τώρα εκείνον τον τύπο που κάποτε της τα 'ριχνε και επειδή την έβλεπε που παθιαζότανε όταν συζητούσαν πολιτικά της έλεγε "Όλα καλά. Όμορφη είσαι , έξυπνη είσαι, με την πολιτική γιατί μπλέκεις; " Και τότε την έχανε αυτομάτως. Κανείς δεν μπορούσε να την δεχτεί. Και εκείνος που μπορούσε να την δεχτεί δεν ήθελε να την καταλάβει. 
   Η ώρα είχε περάσει. Το ρολόι στον τοίχο να συνεχίζει ακάθεκτο την πορεία του.6 και 30. Πάντα επέστρεφε την ίδια ώρα .
- Πως πέρασες την μέρα σου;
-Συνηθισμένα.
-Δεν βγήκες καθόλου;
-Όχι .
-Διάβασες τίποτα ενδιαφέρον;
-Τίποτα καινούριο. Η ελπίδα ήταν ανέκαθεν νεκρή.
- Θέλω να πάμε ένα ταξίδι.
-Δεν με νοιάζει που .
Γέλασε. Πάντα γελάει συγκρατημένα,φοβισμένα μη και το μετανιώσει το γέλιο του. Πιότερο παιδί είναι.
-Κάνε μου έρωτα .
-Αν θέλω.
-Και δεν θέλεις;
Χαμογέλασε και πάλι. Αυτό το αινιγματικό του χαμόγελο. Οι προσταγές της για έρωτα. Μια βελούδινη μαύρη κουρτίνα να ξεσκονίζει το πάτωμα και να εξοστρακίζει κάθε ακτίνα φωτός που μπορεί να ήθελε να κλέψει λίγη από την ζωή τους μέσα στο σπίτι.
Δεν της έδωσε σημασία. Άνθρωπος που έμοιαζε ξερός σαν ξύλο, επειδή κουραζόταν εκτός σπιτιού. Κατάλαβε ότι δεν θα την ικανοποιούσε και ότι η μέρα θα συνέχιζε βαρετά. Χωρίς πάθος, χωρίς ένταση. Απλά, βαρετά.
Πήγε να πιει λίγο νερό στην κουζίνα. Εκείνος την ακολούθησε. Την έπιασε από την μέση. Ήταν πίσω της. Το σώμα του κολλητά με το δικό της. Ένιωθε πιο σκληρός από ποτέ. Οι φλέβες του έμοιαζαν έτοιμες να εκραγούν από την ένταση. Όσο κουρασμένος και να ήταν, είχε ανάγκη εκείνο το ξέρασμα ανδρισμού για να ξαλαφρώσει. Στο πικάπ έπαιζε το comfortably numb των pink floyd.
 Την απομάκρυνε από την κουζίνα. Με μια κίνηση του χεριού του την πέταξε στο κρεβάτι. Άρχισε να την γδύνει. Έσκισε βίαια το φόρεμά της. Και άρχισε να την φιλάει ασταμάτητα στο λαιμό. Η γλώσσα του είχε γίνει ένα με τα δυο νεανικά της στήθια, ενώ προσπαθούσε να κατέβει ακόμα πιο χαμηλά. Ένιωθε μια πύρινη λαίλαπα να τρέχει ανάμεσα στα πόδια της. Του έσκισε το πουκάμισό του. Τον φίλησε με πάθος. Την σήκωσε στα χέρια του.  Η πλάτη της βρέθηκε με μιας στον τοίχο. Κι εκείνος να μπαίνει μέσα της. Ασταμάτητα. Έντονα. Ρυθμικά όπως τα ντραμς κρατούν το τέμπο. Και οι κραυγές να δένουν άρτια με το σόλο του κομματιού. Έρωτας σαν Τέχνη. Σαν ένα όμορφο τραγούδι ταυτόχρονα με έναν όμορφο χορό. Σαν την τελευταία πράξη πριν πέσει η αυλαία.
  Τον έριξε κάτω. Στο πάτωμα. Ανέβηκε πάνω του. Τον έκανε να αισθάνεται σαν ένας νεανίσκος που τώρα ανακάλυπτε τον έρωτα. Πήγε πάλι να της επιβληθεί. Την έπιασε από τα μαλλιά. Κι ύστερα, την γύρισε στο πλάι πιασμένος από το στήθος της. Εκείνη άρχισε να τρέμει, να έχει σπασμούς. Και μετά από λίγο και εκείνος. Κατάφεραν να αγγίξουν για μια στιγμή την αιωνιότητα.  Ξάπλωσαν ανάσκελα, κοιτάζοντας το ταβάνι, ή και όχι. Καμία σημασία δεν είχε ούτε αυτό εκείνα τα λίγα λεπτά.
Εκείνος έπιασε την χρυσή κασετίνα Καρέλια που συνήθιζαν να καπνίζουν. Κάπνισαν το τσιγάρο τους χωρίς να μιλάνε. Εκείνος έπεσε για ύπνο απευθείας. Εκείνη σκέφτηκε λίγο και έπειτα κοιμήθηκε και αυτή. Κοιμήθηκαν μαζί.. Κάποιος σοφός έχει γράψει πως ο κοινός ύπνος είναι ιερός. 
 Ένα γρήγορο γαμήσι, μια ξεπέτα δεν περιλαμβάνει κοινό ύπνο. Ίσως γι αυτό.  Γιατί στον κοινό ύπνο συνομιλούν τα όνειρα και οι άνθρωποι χωρίς να έχουν επίγνωση ότι αυτό συμβαίνει. Και έτσι δένονται περισσότερο. 

Δυστυχώς , δεν μπορείς να φτιάξεις τον έρωτα όπως τον θες. Παρά μόνο στο μυαλό σου. Τι άσχημο πράγμα η πραγματικότητα. Τι επικίνδυνο πράγμα το μυαλό.