Πηγή: Βόρειος Άνεμος
Το μακρύ, μαύρο παλτό σερνόταν στο πεζοδρόμιο καθώς περπατούσε. Η πόλη κοιμόταν. Κάπου στο βάθος ακούγονταν δυο-τρία αυτοκίνητα να περνάνε από την εθνική, λιγόψυχα, σαν ακανόνιστος παλμός φλέβας που σβήνει. Κάθε βήμα αντηχούσε αψηφώντας τη σιγή. Σφίγγοντας
το παλτό γύρω του, ο Αλέξανδρος σκεφτόταν ότι ήταν η πρώτη χρονιά που τον τρυπούσε το κρύο τόσο νωρίς - δεν είχε φύγει καν ο Οκτώβριος.
Πέρυσι τέτοια εποχή καθόταν στο σαλόνι. Χρήματα για πετρέλαιο δεν είχε πια, αλλά είχε ακόμα το μακρύ, μαύρο παλτό που είχε αγοράσει πριν λίγα χρόνια από κάποιο κατάστημα μεταχειρισμένων στη Φινλανδία. Του είχε κάνει εντύπωση τότε, πόσο καλοδιατηρημένα κρατούσαν
τα πράγματά τους. Του είχε φανεί καινούριο. Δεν μπορούσε να πιστέψει τη χαμηλή του τιμή. Τώρα του φαινόταν αρχαία ιστορία εκείνη η μέρα, σα να ‘ταν δυο δεκαετίες πριν. Δεν ήταν όμως. Ούτε κι η περσινή μέρα που καθόταν στο σαλόνι ήταν. Κι αυτή ξεχασμένη σε
ένα απροσδιόριστο χθες. Ένα χθες που είχε σαλόνι, όσο μικρό κι αν ήταν.
Ένα δεύτερο ζευγάρι βημάτων τον έβγαλε από την ονειροπόληση. Φως είχε αρχίσει να αχνοφαίνεται στον ορίζοντα. Γύρισε και είδε μια στρουμπουλή φιγούρα, ντυμένη σαν κρεμμύδι, με μόνο δυο μάγουλα, δυο ξερά χείλια και μια μύτη να προβάλλουν από το στούμπωμα. “Καλημέρα.”
Έγνεψε σε απάντηση. Τα σκουριασμένα στόρια ανέβηκαν βήμα βήμα, με ένα ξερό τρίξιμο. Ακολούθησε τη φιγούρα μέσα.
“Το τελευταίο είναι. Δε γίνεται άλλο. Καταλαβαίνεις.” Πώς καταλάβαινε... “Κι αύριο;” Η φιγούρα ανασήκωσε τους ώμους λυπημένα.
Βγαίνοντας στο δρόμο κοίταξε προς τον ορίζοντα. Εκεί που θα έπρεπε να βγαίνει ο ήλιος, αργά αλλά σταθερά. Δεν είχε βγει. Αναστέναξε και άρχισε να περπατάει κατά μήκος του δρόμου. Η σακούλα στο χέρι του χτυπούσε σε κάθε βήμα πάνω στο σμπαραλιασμένο γόνατό του,
τρομάζοντας ό,τι γάτα έβρισκε στο δρόμο του. Ξανακοίταξε προς τον ορίζοντα. Δεν είχε βγει.
Έφτασε σε μια διασταύρωση, μπροστά από τα χαλάσματα ενός εγκαταλελειμμένου καταστήματος. Ήταν από τα πρώτα που είχαν κλείσει. Κανείς δεν το επανέφερε από τότε. Βήχοντας, τύλιξε το μακρύ, μαύρο παλτό γύρω του με το ένα χέρι, μαζεύοντας το μάκρος του με το άλλο
χέρι, για μαξιλάρι. Έκατσε πάνω του. Τον στεναχωρούσε που είχε χιλιογδαρθεί και χιλιοφθαρεί, αλλά δεν είχε εναλλακτική.
Τα βήματα γύρω του πλήθυναν. Δυο, τρεις, πέντε, δέκα, είκοσι περαστικοί. Το αχνό φως είχε αρχίσει να διαχέεται όλο και περισσότερο. Ξανακοίταξε προς τον ορίζοντα. Κανένα σημάδι του ήλιου.
Με μεγάλη προσπάθεια άνοιξε τη σακούλα και την ακούμπησε δίπλα του. Έβαλε το χέρι μέσα στο παλτό κι έβγαλε ένα μολύβι. Έβαλε το χέρι μέσα στη σακούλα κι έβγαλε ένα μπλοκ. Πέρασε για μια στιγμή από το μυαλό του η εικόνα από πέρυσι ξανά. Στο μικρό του σαλόνι.
Εκεί που διάβαζε την αλληλογραφία του. Εκεί που μάθαινε ότι δε θα ‘χει πια το σπίτι που ‘χε χτίσει με τα χέρια του ο πατέρας του. Άλλη μια εικόνα, από πιο παλιά. Εκεί που αποφάσισε να γυρίσει στη χώρα του, με ένα κάρο διακρίσεις σε διεθνείς διαγωνισμούς ζωγραφικής.
Τον πίστευαν πολύ οι καθηγητές του στο Ελσίνκι. Γιατί γύρισε; Δεν ήξερε να πει με σιγουριά. Αλλά γύρισε. Κάτι θα έβρισκε, δεν μπορεί. Πιάνανε τα χέρια του. Το πόδι ήταν που δε λειτουργούσε πια.
Ξανακοίταξε τον ορίζοντα. Τίποτα. Το πήρε απόφαση. Δε θα έβγαινε ο ήλιος. Άρχισε να ζωγραφίζει το γκρίζο δρόμο, τα ασυντήρητα κτίρια, τους σκυθρωπούς περαστικούς.
Κι αύριο; σκέφτηκε. Ανασήκωσε τους ώμους λυπημένα, σα ν’ απαντούσε στον εαυτό του. Ήξερε την απάντηση, έτσι κι αλλιώς. Μόνο που τον στεναχωρούσε που χάλασε το παλτό. Ήταν κρίμα. Ο προηγούμενος κάτοχός του το ‘χε φυλάξει τόσο καλά.
...
“Καλημέρα.” εμφανίστηκε μια στρουμπουλή φιγούρα, ντυμένη σαν κρεμμύδι, με μόνο δυο μάγουλα, δυο ξερά χείλια και μια μύτη να προβάλλουν από το στούμπωμα. Άνοιξε σιγά σιγά τα ρολά του μαγαζιού του.
“Καλημέρα. Θα ήθελα ένα μπλοκ ζωγραφικής... αλλά... ξέρετε...” “Ξέρω.” διέκοψε η φιγούρα τη νεαρή κοπέλα. Εκείνη κατέβασε το βλέμμα, πνιγμένη στις ενοχές. “Μη ντρέπεσαι, κορίτσι μου. Έτσι είναι παντού.” Η Μυρτώ χαμογέλασε δειλά. Πήρε στα χέρια της το μεταχειρισμένο
μπλοκ που της έδωσε. Είχε ακόμα σχεδόν όλες τις σελίδες ανέγγιχτες, αν και κάποιες σελίδες έλειπαν από την αρχή του, σκισμένες. Δεν την πείραξε. Αντίθετα. Τρελάθηκε από τη χαρά της. Τόσα σχέδια, τόσες ζωγραφιές, τόσα χρώματα, τόσες εικόνες που θα μπορούσε
να προσθέσει. “Ευχαριστώ!” έφυγε σχεδόν χορεύοντας.
Περπάτησε λίγο, μέχρι το πάρκο. Κάθισε στο παγκάκι. Πολύχρωμα φωτάκια ανάβανε στις κολώνες. Χαμογέλασε πάλι. Επιτέλους, κάτι της πήγε καλά. Ίσως γύριζε η τύχη της τώρα. Όπως γύρισε κι αυτή από την Ιταλία, διακόπτοντας τις σπουδές της στη μέση. Δε φτάναν τα
χρήματα. Δεν ανησύχησε. Κάτι θα έβρισκε κι εδώ. Πιάναν τα χέρια της.
Άνοιξε το μπλοκ κι έβγαλε ένα μολύβι από την τσάντα της. Γύρισε τις σελίδες από το τέλος προς την αρχή, να βρει την πρώτη κενή. Ήταν σχεδόν άδειο. Έφτασε στην πρώτη. Το στόμα της άνοιξε από θαυμασμό για την απερίγραπτα όμορφη ζωγραφιά που είδε. Ένας γκρίζος
δρόμος ήταν, μ’ ασυντήρητα κτίρια, με σκυθρωπούς περαστικούς. Ένα δάκρυ κύλησε. Τί όμορφα που ζωγράφιζε ο προηγούμενος κάτοχος του μπλοκ. Σίγουρα θα ‘χε κάνει καριέρα τώρα. Ίσως ήταν στο εξωτερικό, να ‘χε γλυτώσει. Αναρωτιόταν αν ήταν κάποιος που τον ήξερε,
κάποιος διάσημος ζωγράφος. Τί καλοσύνη του να αφήσει το μπλοκ που δε χρησιμοποιούσε πια στο μαγαζάκι της γωνιάς! Κοίταξε προς τον ορίζοντα. Δεν είχε βγει ακόμα ο ήλιος. Πού θα πάει, θα βγει μια από αυτές τις μέρες, σκέφτηκε. Οκτώβριος ήταν, άλλωστε, ήξερε
ότι θα κάνει κρύο. Κι άρχισε να ζωγραφίζει το πάρκο, τυλίγοντας πιο σφιχτά γύρω της το μακρύ, μαύρο παλτό της, που ‘χε ξεφτίσει στις άκρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου