Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016

Η βροχή | Βόρειος Άνεμος

Είναι ώρες που σε φτιάχνει η άβυσσος. Σε δένει μέσα σ’ ένα μεθυσμένο περιθώριο, μακριά από τύπους, μακρύτερα ακόμα από υπογραμμούς. Όπως η υγρασία μουσκεύει το τσιμέντο στα σοκάκια, και τα γεμίζει τρύπες που βρίσκει καταφύγιο κάθε λογής τρωκτικό, έτσι τα γεμίζει τρύπες κι η αμέλεια, δίνοντας καταφύγιο σε κάθε λογής κουμάσι. 
Έχω την καλύτερη θέα μέσ’ από την τρώγλη μου, που θέλει να λέγεται και ξενοδοχείο. Κοιτάω τα βράδια έξω απ’ το σάπιο παράθυρο, χαζεύω κίνηση. Αράζει απέναντι ακριβώς η Σόνια. Είκοσι μου ‘χε πει πως είναι, εκείνη την πρώτη νύχτα που την έφερα πάνω. Δεν ξέρω αν λέει αλήθεια. Για τριανταφεύγα δείχνει το χιλιοταλαιπωρημένο πρόσωπό της. Τα μάτια της, ειδικά, μπορεί και σαρανταβάλε - τί να ‘χει τραβήξει τόσον καιρό ούτε που τολμώ να ρωτήσω. Κάτι μου λέει, όμως, ότι είναι διπλή μπλόφα αυτό. Πες ένστικτο, αν θες, θαρρώ πως είναι δεκαεφτά, πάνω κάτω. Τη βλέπω συχνά από το παράθυρό μου. Στηρίζει την πλάτη της στο ρημαδιασμένο τοίχο, το ‘να πόδι ανασηκωμένο, να βρίσκει κόντρα πάνω του κι αυτό. Ανάβει τσιγάρο. Παρακολουθώ την κάφτρα της μέσα στο σκοτάδι. Έντονη όταν τραβάει ρουφηξιά. Ατονεί μετά. Και ξανά το ίδιο, σε επανάληψη, μέχρι να τελειώσει, να πεθάνει. Πετάει το τσιγάρο στη γλίτσα του δρόμου, κι η κάφτρα χάνεται. Σφίγγει το κουρελιασμένο πανωφόρι της. Κάνει κρύο, και βρέχει. Μια λαμαρίνα πάνω από το κεφάλι της, κάτι κάνει για το πολύ νερό, αλλά και πάλι μουσκεύεται. 
Πού και πού εμφανίζεται κάποια φιγούρα στο έμπα του βρώμικου στενού, σαν κοράκι π’ ορέγεται τη σάρκα της νεκρής. Άλλος τρεκλίζοντας από το μεθύσι, άλλος από τη μαστούρα. Άλλες φορές κάποιος μοναχικός που κρύβει το πρόσωπό του με το πέτο, μην τον δει κάνα μάτι. Πάντα φεύγουν μαζί κατά δω - έχει κι αυτή δωμάτιο εδώ, μου ‘χε πει ο μπαρμπα-Πέτρος που ‘ναι στη ρεσεψιόν. Ξαναβγαίνουν μετά από κάνα μισάωρο. Εκείνη καρφί στον τοίχο της. Εκείνος με βιαστικό βήμα προς το δρόμο και τα φώτα. Ανάβει τσιγάρο πάλι. Περιμένει τον επόμενο. Δεν είχε ανάγκη η Σόνια να βγει βιτρίνα. Όλοι ξέρανε πού θα τη βρούνε. Είμαι αρκετά βέβαιος ότι κάποιες νύχτες έχω δει και μπάτσο να την πλησιάζει. Μπορεί γι’ αυτό να μην την πειράζει κανείς. Μπορεί απλά να τη σέβονται γι’ αυτά που τους δίνει. Ποτέ δεν ξέρεις με τους ανθρώπους. Την είχα ρωτήσει μια φορά, γιατί δε φεύγει. Σίγουρα θα ‘χει κάνει κάποιες οικονομίες, τέτοιο κορμί την αξίζει την ταρίφα της. Δε μου απάντησε. Απλά με κοίταξε, σχεδόν με οίκτο. Για μένα ή για κείνη - ή και για τους δυο.
Λίγο πιο κάτω, στο γιαπί, κάθε βράδυ ακούς φωνές να συζητάνε κοφτά. Τενεκεδάκια, ξύλα που πέφτουν, πρόκες που αναπηδούν στο τσιμέντο από κάποιο παπούτσι που τις κλώτσησε κατά λάθος ή μπορεί και τσατισμένα. Κάποιες φορές, φιγούρες αχνοφαίνονται να βγαίνουν από τα τσιμέντα. Σκαρφαλώνουν το φράχτη κι εξαφανίζονται πίσω του. Ξυπνάει η περιέργεια, δε θα πω ψέμματα, κι ας ξέρω ότι πιθανότατα δε θέλω να μάθω περισσότερα. Γυρίζω το βλέμμα στη Σόνια, για ν’ αποσπαστεί η προσοχή μου. Πάντα πιάνει. Πρώτα βλέπω την κάφτρα πάντα. Μετά τα πόδια της. Μια-δυο φορές, όταν καταφέρνω να ξεκολλήσω τα μάτια μου απ’ αυτά, νομίζω ότι συναντώ και το βλέμμα της, να με καρφώνει, πριν το γυρίσει αλλού.
Απόψε είναι μια από αυτές τις φορές. Αλλά δε γυρνάει αλλού σήμερα. Χαμηλώνω το βλέμμα προς το πλάι, τάχα μου ότι κοιτούσα το φεγγάρι στη λιμνούλα που ‘χει σχηματιστεί σε μια λακκούβα από τη συνεχόμενη βροχή - πόσο γελοίος θα πρέπει να της φαίνομαι, ακόμα κι αν δεν ακούει αυτή τη δικαιολογία - αλλά όταν το ξανασηκώνω δεν είναι πια στον τοίχο. Πίνω μερικές γουλιές από το μπουκάλι μου. Ανάβω κι εγώ ένα τσιγάρο. Λίγα λεπτά μετά χτυπάει η πόρτα. Δεν έχει νόημα να στρώσω το μαλλί ή να ισιώσω τα ρούχα μου. Ρεμάλι με γνώρισε, ρεμάλι με ξέρει. Ρεμάλι κι είμαι, μήνες τώρα, εδώ που τα λέμε. Έχω να κάνω μπάνιο τρεις βδομάδες. Έχω να ρίξω νερό στο πρόσωπό μου μέρες. Ούτε και θυμάμαι από πότε έχω να ξυριστώ, κι η ανάσα βρωμάει φτηνό καπνό κι ουίσκι. Με το ζόρι πληρώνω γι’ αυτό το δωμάτιο, λίγο φαΐ, καπνό και ποτό. Ούτε για τη Σόνια δε μου φτάνουν πια οι αρπαχτές που βρίσκω. Κι αν δεν ήταν αυτή πίσω από την πόρτα, ούτε που θα σηκωνόμουν απ’ το περβάζι.
Ανοίγοντας την πόρτα, τη βλέπω να γέρνει στην κάσα της. Τα κόκκινα, ίσια μαλλιά της στάζουν στην παλιά μοκέτα. Με κοιτάζει επίμονα. Δεν είμαι σίγουρος τί να της πω.
“Τί θα γίνει τώρα, εδώ θα τη βγάλουμε;” με ψευτομαλώνει.
“Και πού θες να τη βγάλουμε;”
Χωρίς ν’ απαντήσει, μπαίνει στο δωμάτιο σα να της ανήκει. Όχι άδικα τελείως, τόσες φορές το ‘χε κάνει δικό της.
“Ρε Σόνια, μη με μπριζώνεις τώρα. Δεν έχω...”
Γυρνάει και με κοιτάει απότομα.
“Είσαι μαλάκας ρε Βασίλη; Τί δεν έχω και κουραφέξαλα; Ξέρεις πολλές πουτάνες να σου ‘ρχονται από μόνες τους για δουλειά; Πλάκα μας κάνεις τώρα;”
Ντράπηκα. Κλείνω την πόρτα πίσω μου και κάνω να πάω προς το περβάζι. Με σταματά στα μισά το χέρι της στον καρπό μου. 
“Περισσεύει καμιά γουλιά;”
Τρέμει από τη βροχή, και βήχει. Είχε δίκιο, μαλάκας ήμουν. Ούτε καν το ‘χα σκεφτεί αυτό. Της δίνω το μπουκάλι και το τσιγάρο, όπως είναι, και με δυο κινήσεις ρίχνω πάνω της ό,τι πιο χοντρό βρήκα, να ζεσταθεί. Μισοχαμογελάει.
“Κάθε νύχτα είναι, ε;” με ρωτάει μετά από λίγες γουλιές.
“Ποιο πράγμα;” κάνω τον ανήξερο.
“Να σου πω, αν είναι να παίζουμε κρυφτούλι, να μου το πεις, να ξανακατέβω να βγάλω κάνα φράγκο.”
Τα συνήθως κουρασμένα μάτια της έχουν μια νέα φλόγα, ένα παράξενο χρώμα. Είμαι διπλός απ’ αυτή, και σε μέγεθος και σε χρόνια πιθανότατα, όμως μ’ έχει στριμώξει στον τοίχο μ’ έναν τρόπο που ούτε τον περίμενα, ούτε μου αφήνει περιθώριο να την πολεμήσω καν.
“Κάθε νύχτα, όταν δε βρίσκω δουλειά, ναι.”
“Γιατί;”
“Δεν ξέρω να σου πω. Δε γαμιέται. Καλύτερα κι όλας.”
“Γιατί;”
“Τί γιατί; Κοίτα γύρω σου. Κοίτα με. Τί σκατά να με κάνεις;”
Δεν απαντάει την ερώτησή μου. Αφήνει κάτω το μπουκάλι, ψευτοσβήνει το τσιγάρο στο γεμάτο γόπες τασάκι, και με κοιτάει διερευνητικά.
“Τρία χρόνια έχω αυτόν τον τοίχο απέναντι. Τα δυο απ’ αυτά δεν είχες βρεθεί μπροστά μου ούτε ως περαστικός. Μόνο τους τελευταίους μήνες σ’ έχω δει που τρύπωσες σ’ αυτό το αχούρι. Για πες, λοιπόν. Τί σ’ έφερε εδώ;”
Της λέω για το εργοστάσιο που έκλεισε. Για τη λευχαιμία του Μανώλη. Για την κηδεία. Για την ψύχρα μετά. Για το διαζύγιο. Μου λέει για το βιασμό της από τον πρώτο της έρωτα. Για το πώς ήθελε να το κρατήσει μετά. Για το πώς την έδιωξαν από το σπίτι οι γονείς της. Για την αποβολή. Για το μαγαζί που θέλει ν’ ανοίξει μια μέρα, όταν μαζέψει αρκετά. Έχει ένα θλιμμένο χαμόγελο, κι έναν άτιμο βήχα.
Δεν κατάλαβα πότε βρεθήκαμε στο κρεβάτι. Δε θυμάμαι καν το σεξ. Δεν πρέπει να ‘ταν και πολύ καλό, ήδη ήμουν στο δεύτερο μπουκάλι όταν ήρθε. Θυμάμαι όμως μετά, που αντί να σηκωθεί και να ντυθεί όπως συνήθως, κούρνιαξε πάνω μου και κοιμήθηκε. Παρέλυσα. Είχα ξεχάσει πώς ήταν. Ένιωσα και πάλι ζωντανός.
Γυρίζω το κεφάλι μου στο πλάι. Τα τρύπια σκεπάσματα μετά βίας καλύπτουν το σώμα της. Είναι για ένα άτομο. Τα μετακινώ λίγο προς τη μεριά της.
Δεν τη νοιάζει πώς είμαι τώρα πια, στον πάτο μου, στην άβυσσό μου. Έχει δει και χειρότερα. Δεν τη νοιάζει που δε θα την πληρώσω. Είναι εδώ επειδή εδώ ήθελε να είναι.
Πανάθεμά με κι αν καταλάβω ποτέ γιατί.
Κι έτσι όπως την κοιτάζω, στο πρώτο φως της μέρας, κοιμισμένη σαν κάποιο αιθέριο ξωτικό, σαν πλάσμα από παραμύθι - και ταυτόχρονα ωμή κι αληθινή με το ραγισμένο απ’ την ταλαιπωρία κορμί της, σκέφτομαι ότι καμιά φορά δε χρειάζονται πολύπλοκα Γιατί. Είναι το πιο απλό πράγμα: Γιατί έτσι.
“Θα φύγεις;” τη ρωτάω, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της.
Δεν ανοίγει τα μάτια.
Κλείνω κι εγώ τα δικά μου.
Σα να σταμάτησε κι η βροχή.

Original: Σ.Ν.Μ. (Βόρειος Άνεμος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου