Ξεκίνησα να γράφω σ’ ένα άδειο χαρτί. Το κερί φώτιζε θαμπά το γραφείο. Κάθε μυτιά του μολυβιού έτριβε το γραφίτη από την άκρη, αφήνοντας ξύσματα γύρω απ’ τις λέξεις. Το δωμάτιο, μουντό, παρατημένο στην τύχη του, έπνιγε κάθε αχτίδα της λάμπας απέναντι που ίσως τολμούσε να χωθεί από τα στόρια. Μέρες τώρα το ράδιο είχε πάψει να γεμίζει τη σιωπή με θόρυβο στατικό, και τη μονοτονία έσπαγε μοναχά ο εκάστοτε μαλάκας με την κόρνα του στο δρόμο έξω. Μόνο φως στο διαμέρισμα, αυτό του κεριού. Το ρεύμα το ‘χανε κόψει εδώ και καιρό.
Δυο κιλίμια κρεμασμένα στον τοίχο, προσπαθούσαν άτεχνα να καλύψουν τη γύμνια του, σκούρα κόκκινα, από κάποιο τελευταίο πραματευτή που δεν έβρισκε να τα πουλήσει. Αν έβγαζες τη σκόνη που ‘χουνε μαζέψει τόσο καιρό, ένα λόφο τον έφτιαχνες. Κι ίσως θύμιζαν τη μέρα που τα πήραμε. “Ποτέ δεν είναι αργά μέχρι να είναι,” έλεγες, και μ’ έπεισες να τα πάρουμε.
Παραδίπλα, μια κούπα μαύρη μ’ ένα παγωμένο σίχαμα που κάποτε ήταν καφές. Γουλιά γουλιά πίναμε εναλλάξ, να μείνει η ανάμνηση όσο γίνεται περισσότερο. Πάνε δυο μέρες από την τελευταία γουλιά. Ελάχιστο έμεινε, και κανείς από τους δυο δεν το πίνει.
“Πάω λίγο έξω.”
Πας. Πού πας βραδιάτικα; Πήγαινε όπου θες. Δε με νοιάζει πια. Έχω σηκώσει έναν τοίχο για να μη με νοιάζει. Με σκοτώνει κάθε φορά, δεν μπορώ να τ’ αφήσω να περνάει μέσα. Ξέρω ότι δε σε νοιάζει κι εσένα, γι’ αυτό. Δεν ξέρω πότε έφυγες. Δεν ξέρω γιατί. Ξέρω μόνο ότι μιλάω σ’ ένα κέλυφος. Μια συνήθεια. Δε θέλεις να ‘σαι εδώ. Δε θέλεις να ‘σαι μαζί μου.
Πιάνω πάλι να γράψω στο χαρτί. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει από την πίεση. Το κερί αργοσβήνει. Σχεδόν παρακαλάω να τελειώσει, να ‘χω μια δικαιολογία να σταματήσω. Να τα παρατήσω όλα, να πέσω να κοιμηθώ - να “κοιμηθώ”, που λέει ο λόγος - να μη σκέφτομαι πια. Μετά σκέφτομαι ότι αν σβήσει αυτό, θα μείνει ένα κερί μόνο.
Μερικές φορές σκέφτομαι ότι “ζούμε” πολύ περισσότερο απ’ όσο ζούμε. Ίσως το ίδιο ισχύει και για ό,τι είχαμε. “Ζει” περισσότερο απ’ όσο έζησε. Και σέρνουμε το ψόφιο κουφάρι του πίσω μας τώρα.
Ακούω την πόρτα που κλείνει τρίζοντας. Έξω βρέχει. Πού πας με τέτοια βροχή;
Μαγκώνομαι. Όσο και να μη θέλω να στο δείξω, με νοιάζει ακόμα. Φυσικά και με νοιάζει. Και ξέρεις κάτι; Κοιτώντας το χαρτί δε βλέπω λέξεις. Εσένα βλέπω. Και μένω να το κοιτάζω για κάμποσα λεπτά. Να θυμάμαι.
Όχι, γαμώ την πίστη μου, δεν είναι κουφάρι. Ποτέ δεν είναι αργά μέχρι να είναι. Κι αν δε θες να ρίξεις εσύ τα μούτρα σου, θα σε προλάβω εγώ.
Σηκώνομαι απότομα, πιάνω το παλτό και τα κλειδιά και βγαίνω έξω, να σε προλάβω. Με νοιάζει. Και πού πας με νοιάζει, και μην αρρωστήσεις με νοιάζει, και να σε φέρω πίσω με νοιάζει.
Άλλος ένας μαλάκας έξω κορνάρει. Φωνές από περαστικούς. Κατεβαίνω τη σκάλα τρέχοντας, να σε προλάβω, πριν απομακρυνθείς πολύ και δεν έχω ιδεά πού να σε βρω. Αλλά χέστηκα, θα ψάξω. Θα ψάξω παντού γύρω. Θα-
Βγαίνοντας από τη μεγάλη σιδερένια πόρτα βλέπω δέκα-είκοσι περαστικούς μαζεμένους μπροστά από ένα αυτοκίνητο. Δε θέλω να κάνω άλλο βήμα, αλλά γίνονται μόνα τους. Μηχανικά. Αυτόματα.
“Καλά, δεν έβλεπε πού πήγαινε ο ηλίθιος;”
“Κρίμα... Νέος άνθρωπος...”
“Μην κοιτάς, Κωστάκη. Δεν κάνει. Πάμε σπίτι.”
Κάποια γειτόνισσα - δε βλέπω καν ποια - με είδε.
“Σοφία... Λυπάμαι...”
Πλησιάζω.
Στα χέρια σου, λίγες τουλίπες.
Κόκκινες.
“...μέχρι να είναι.”
Δυο κιλίμια κρεμασμένα στον τοίχο, προσπαθούσαν άτεχνα να καλύψουν τη γύμνια του, σκούρα κόκκινα, από κάποιο τελευταίο πραματευτή που δεν έβρισκε να τα πουλήσει. Αν έβγαζες τη σκόνη που ‘χουνε μαζέψει τόσο καιρό, ένα λόφο τον έφτιαχνες. Κι ίσως θύμιζαν τη μέρα που τα πήραμε. “Ποτέ δεν είναι αργά μέχρι να είναι,” έλεγες, και μ’ έπεισες να τα πάρουμε.
Παραδίπλα, μια κούπα μαύρη μ’ ένα παγωμένο σίχαμα που κάποτε ήταν καφές. Γουλιά γουλιά πίναμε εναλλάξ, να μείνει η ανάμνηση όσο γίνεται περισσότερο. Πάνε δυο μέρες από την τελευταία γουλιά. Ελάχιστο έμεινε, και κανείς από τους δυο δεν το πίνει.
“Πάω λίγο έξω.”
Πας. Πού πας βραδιάτικα; Πήγαινε όπου θες. Δε με νοιάζει πια. Έχω σηκώσει έναν τοίχο για να μη με νοιάζει. Με σκοτώνει κάθε φορά, δεν μπορώ να τ’ αφήσω να περνάει μέσα. Ξέρω ότι δε σε νοιάζει κι εσένα, γι’ αυτό. Δεν ξέρω πότε έφυγες. Δεν ξέρω γιατί. Ξέρω μόνο ότι μιλάω σ’ ένα κέλυφος. Μια συνήθεια. Δε θέλεις να ‘σαι εδώ. Δε θέλεις να ‘σαι μαζί μου.
Πιάνω πάλι να γράψω στο χαρτί. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει από την πίεση. Το κερί αργοσβήνει. Σχεδόν παρακαλάω να τελειώσει, να ‘χω μια δικαιολογία να σταματήσω. Να τα παρατήσω όλα, να πέσω να κοιμηθώ - να “κοιμηθώ”, που λέει ο λόγος - να μη σκέφτομαι πια. Μετά σκέφτομαι ότι αν σβήσει αυτό, θα μείνει ένα κερί μόνο.
Μερικές φορές σκέφτομαι ότι “ζούμε” πολύ περισσότερο απ’ όσο ζούμε. Ίσως το ίδιο ισχύει και για ό,τι είχαμε. “Ζει” περισσότερο απ’ όσο έζησε. Και σέρνουμε το ψόφιο κουφάρι του πίσω μας τώρα.
Ακούω την πόρτα που κλείνει τρίζοντας. Έξω βρέχει. Πού πας με τέτοια βροχή;
Μαγκώνομαι. Όσο και να μη θέλω να στο δείξω, με νοιάζει ακόμα. Φυσικά και με νοιάζει. Και ξέρεις κάτι; Κοιτώντας το χαρτί δε βλέπω λέξεις. Εσένα βλέπω. Και μένω να το κοιτάζω για κάμποσα λεπτά. Να θυμάμαι.
Όχι, γαμώ την πίστη μου, δεν είναι κουφάρι. Ποτέ δεν είναι αργά μέχρι να είναι. Κι αν δε θες να ρίξεις εσύ τα μούτρα σου, θα σε προλάβω εγώ.
Σηκώνομαι απότομα, πιάνω το παλτό και τα κλειδιά και βγαίνω έξω, να σε προλάβω. Με νοιάζει. Και πού πας με νοιάζει, και μην αρρωστήσεις με νοιάζει, και να σε φέρω πίσω με νοιάζει.
Άλλος ένας μαλάκας έξω κορνάρει. Φωνές από περαστικούς. Κατεβαίνω τη σκάλα τρέχοντας, να σε προλάβω, πριν απομακρυνθείς πολύ και δεν έχω ιδεά πού να σε βρω. Αλλά χέστηκα, θα ψάξω. Θα ψάξω παντού γύρω. Θα-
Βγαίνοντας από τη μεγάλη σιδερένια πόρτα βλέπω δέκα-είκοσι περαστικούς μαζεμένους μπροστά από ένα αυτοκίνητο. Δε θέλω να κάνω άλλο βήμα, αλλά γίνονται μόνα τους. Μηχανικά. Αυτόματα.
“Καλά, δεν έβλεπε πού πήγαινε ο ηλίθιος;”
“Κρίμα... Νέος άνθρωπος...”
“Μην κοιτάς, Κωστάκη. Δεν κάνει. Πάμε σπίτι.”
Κάποια γειτόνισσα - δε βλέπω καν ποια - με είδε.
“Σοφία... Λυπάμαι...”
Πλησιάζω.
Στα χέρια σου, λίγες τουλίπες.
Κόκκινες.
“...μέχρι να είναι.”
Αναδημοσίευση από: Βόρειος Άνεμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου