Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Σαν να μην πέρασαν ποτέ | Αλέξανδρος Νασόπουλος



Είμαστε όλοι μας μη αναγνωρισμένα πτώματα νεκροτομείου,
που τα κουφάρια μας, φαντάσματα να τριγυρνούν στο τίποτα,
βγάζουν τις πιο γλυκιές μελωδίες,
καλέσματα και σειρήνες,
φώτα και αστραπές,
σαν ουρλιαχτά στα ερημικά σκοτάδια της ζωής μας

άλλοι καταφέρνουν να την φωτίσουν,
ξεσκεπάζοντας το λευκό νεκροσέντονο,
και άλλοι παραμένουν σκιές και πτώματα νεκροτομείων για πάντα,
εκεί…
κάτω απ’το λευκό νεκροσέντονο…
ανασαίνοντας κρυφά,
σαν να μην πέρασαν ποτέ…


Ροχαλητό | Ανδρέας Παπάζογλου

Πλάι μου κοιμάται ο έρωτας
Έξω φυσά 
Κι ένας πλανήτης καίγεται 
στην κεντρική πλατεία
Και κάθε πάντα, 
ένα φτερούγισμα αρκεί να μας τελειώσει -
Γνώριμος, γερασμένος 
συνωμότης στο περβάζι
ή ξυπνητήρι παιδικό και χαλασμένο
στο δωμάτιο του τρελού

Σαν σε παρτίδα σκάκι δίχως τους βασιλείς
Δόθηκαν ξεραμένα
τα πιόνια όλα
τα χρόνια όλα

Κι απόμεινε μια λάμπα απο άστρα μόνο
Λίγο να ζωντανεύει 
όσα χαράξαμε στους τοίχους
Κάποτε νέοι, καθολικά αγνώμονες 
και αδίστακτοι σαν έρωτας

Που πλάι σου ροχαλίζει
Που σκίζει τα όνειρα σου στους καρπούς.


455 χιλιόμετρα | Κάλλια Βαβουλιώτη


Βλέπω στα μάτια σου τον τρόμο να χορεύει
μη με ρωτάς αν νοιώθω δυνατός
μες το μυαλό μου η τρελά αρχίζει ν’ αγριεύει
στείλε μου μήνυμα αν είμαι ζωντανός

-Γιάννης Αγγελάκας 

Ταξίδεύω, θα πει αποφασίζω πια για μένα.




Πάει καιρός που σκέφτομαι πολύ πριν γράψω. Βλέπεις κάποιες φορές η ζωή γίνεται προτεραιότητα σε σχέση με την γραφή . Ίσως πάλι να δικαιολογούμαι. Φοβάμαι. Φοβάμαι μη σπιλώσω με λέξεις τις καταστάσεις  και στο τέλος επειδή χτίζω κάθε μέρα το όνειρο ξεχάσω να πράξω .

Η απόφαση ;

Να ζω . Κι ας είναι η απόσταση θηλιά στο λαιμό.

Ξημέρωμα, νυχτιάτικη δροσιά. τσιγάρο στο μπαλκόνι.

Ταξιδεύω νοερά. Οι λέξεις αποκαμωμένες. Περισσότερο παράλυτες.

Κι εγώ τι να πω ; αφού εσύ σιωπάς.

ίσως όταν είσαι όντως ερωτευμένος να μην πρέπει να μιλάς.

Η ζωή μας ,ένας ατελείωτος και βασανιστικός περίπατος στους γκρίζους δρόμους.

Πάλι εμπόδια, πάλι σχεδόν καλά. Περιπλάνηση ουτοπική οι σόλες μου λιωμένες.

Και έπειτα πάντα αυτός ο  χρόνος. Ο διχασμένος σε θεραπευτή δολοφόνο.

Και εκεί που θλίβομαι και πονάω , και οι σφυγμοί μου σε ταράζουν πάντα αποφασίζω να ταξιδέψω.

Για την πορεία μωρό  μου.

Για την πορεία.


Αιωνιότητα | Άντριου Σάλιβαν

Λοιπόν.
Πως τελειώνει όλο αυτό;
Υπάρχουν αρκετά σενάρια που παίζουν
χωρίς να 'χω ιδέα ποιο θα υπερισχύσει.
Ο πόλεμος των τριών τροχών μαίνεται
και γω απλά μαντεύω καταλήξεις.

Στη συντομότερη πάντως,
κολυμπάω σε έναν αθηναϊκό δρόμο
και πνίγομαι στις καυτές του μπουρμπουλήθρες.
Κοιτάω πάνω ενώ η μύτη μου ξερνά πίσσα.
Παίρνω βαθιά ανάσα και ζαλισμένος κοιτάω κάτω.
Το δεξί μου χέρι τρέμει
και το αριστερό μου πόδι μουδιάζει.
Κανένας ιδιοπαθής τρόμος αυτή την φορά,
καμιά κρίση τρέλας.
Απλά ένας συνηθισμένος θάνατος
άπλα μια παύση των τροχών.

Στην πιο θλιβερή τώρα,
περιπλανιέμαι σε έναν λευκό λαβύρινθο
μέχρι να μην αντέξω άλλο
ή ψοφάω την ώρα που γαμάω μια νεαρή πουτάνα:
H πούτσα μου χημικά στερεωμένη
σκορπιέται αριστερά και δεξιά
και δυο δαίμονες με τραβολογάνε γελώντας.
Η ουρά του ενός, με ένα τίναγμα
διαλύει τους τροχούς.

Στην ομορφότερη τέλος,
ο ήλιος έχει γλιστρήσει και γω στην άκρη μιας βεράντας
πίνω μπύρα από ένα θολό μπουκάλι•
τα αστέρια λάμπουν σαν δόντια μαύρου
την ίδια ώρα που η φωτιά κρύβεται στους λόφους.
Δοξάζω τον Θεό μου και λέω
πως εγώ και τα πάντα γύρω μου
είμαστε χαμένα αδέρφια.
Έπειτα το γυαλί διαλύει την άσφαλτο
και οι τρεις τροχοί γίνονται ένας.



Καληνύχτα μικρά μου! | Ελπίδα Δημοπούλου


     Βγαίνω έξω για να περπατήσω, ξαφνικά σε μια στιγμή όλα παγώνουν! Κοιτάζω γύρω μου τους ανθρώπους..όλοι μοιάζουν γνωστοί αλλά τους νοιώθω ξένους. Σαν να έχουμε συναντηθεί  σε άλλη ζωή και τώρα δεν με θυμούνται! Πλέον όλα είναι διαφορετικά, ο κόσμος είναι διαφορετικός, η ζωή έχει αλλάξει. Το μέλλον δεν φαντάζει πια τόσο ελπιδοφόρο, επικρατεί  άγχος και φόβος για το τι ακολουθεί! 

     Στέκομαι σε μια γωνιά και συλλογίζομαι: “Θα μπορέσω να ζήσω όπως ονειρεύομαι; Θα κάνω οικογένεια, παιδιά; Τα παιδιά μου; Θα είναι ευτυχισμένα σε αυτόν τον κόσμο; Θα τους προσφέρω όλα τα εφόδια για να έχουν ένα σχετικά καλό μέλλον; Και αν δεν μπορέσω; Θα είμαι ανίκανη μάνα; Όχι, όχι δεν μπορώ να είμαι ανίκανη εγώ! Το χρωστάω στην μαμά μου! Αυτή με έμαθε να ζω και εγώ θα σκοτώσω τα παιδιά μου; ”

Στέκομαι εκεί σε μια γωνία του δρόμου. Αμήχανη, αδύναμη να κάνω κάτι..Είμαι απλά ένας παρατηρητής στην ίδια μου την ζωή..Ο κόσμος πλέον δεν χρωματίζεται με λαμπερά και χαρούμενα χρώματα παρά με μαύρο του πένθους και κόκκινο, από το αίμα που κυλάει καθημερινά..και όλα αυτά άλλοτε  για ένα "πιστεύω" σε έναν Θεό(τόσο ίδιο μα και τόσο διαφορετικό)! Και άλλες φορές για ένα διαφορετικό χρώμα, μια άλλη γλώσσα!Αρχίζω να τρέχω προς το σπίτι.

   Επιτέλους φτάνω. Μπαίνω μέσα. Κλείνω γρήγορα την πόρτα πίσω μου! Πετάω τα ρούχα μου! Είμαι  γυμνή, γυμνή σαν την ψυχή μου!

    Κάθομαι στο παράθυρο και χαζεύω τον κόσμο που περνά! Κοιτάω ψηλά  και σκουπίζω τα δάκρυα μου.  Χαμογελάω στα παιδιά που παίζουν μπάλα και ψελλίζω: “Καληνύχτα μικρά μου, αυτός ο κόσμος δεν θα γίνει ποτέ όπως παλιά..Το χαμόγελο πλέον σβήνει και ο φόβος γίνεται οδηγός του αύριο!!Καλή σας τύχη! Καλή σου τύχη άνθρωπε!



Μη με κατηγορήσεις που έφυγα, σκέψου τι δεν έκανες εσύ για να μείνω | Μαριεύα Νταϊρούση


Πρόσφατα, μετά από διάφορα ερεθίσματα που δέχθηκα, ξεκίνησα ν’ αναλύω συμπεριφορές στη ζωή μου και τα γεγονότα που τις προκάλεσαν. Έχω γενικά την τάση να θέλω να φύγω όταν βλέπω ότι μια  κατάσταση με πνίγει, οπότε φροντίζω να μην πνίγω ούτε εγώ τους ανθρώπους που βρίσκονται κοντά μου.

Δε θα σταθώ σε όλα τα περιστατικά που πυροδότησαν τις σκέψεις μου αυτές ,προφανώς, όμως ένα ζήτημα που με απασχόλησε ιδιαίτερα, ήταν η είσοδος και η έξοδος ανθρώπων από τη ζωή μου. Άρχισα λοιπόν να σκέφτομαι ότι τις περισσότερες φορές ένας άνθρωπος εισέρχεται στη ζωή σου πιο ομαλά απ ‘όσο όταν φεύγει.

Θέλω να πω, όσο επεισοδιακή και καθοριστική κι αν είναι μια γνωριμία, δεν είναι σε καμία περίπτωση το ίδιο έντονη και επώδυνη με έναν χωρισμό, μια απώλεια. Κι αυτό, διότι στην πρώτη περίπτωση, έχεις να κάνεις με το τώρα, ενώ στη δεύτερη, με το πριν με το τώρα και με το πάντα. Αυτό το «πάντα» που σε βασανίζει παράλληλα με το «τι θα γινόταν αν… αυτός ο άνθρωπος που γνωριστήκαμε στο νηπιαγωγείο γινόταν και κουμπάρος στο γάμο μου και νοννός του παιδιού μου και και και…» Όλες αυτές οι σκέψεις, που όσο τρελές και μακροπρόθεσμες κι αν φαίνονται, ωστόσο είναι πολύ πιθανές, γιατί η ζωή περνάει και πολλές φορές τόσο γρήγορα που δεν το καταλαβαίνεις καν.

Τώρα που ανέφερα λοιπόν, την πορεία της ζωής και τα αποτελέσματα που μπορεί να έχει αυτή η εξέλιξή της, ανέλυα στο μυαλό μου αυτή την ιδέα, ότι δηλαδή «οι νέοι σήμερα έχουν αποξενωθεί τελείως ο ένας από τον άλλον, όντας απορροφημένοι με τα κινητά τους» και καταλήγω στο συμπέρασμα ότι αυτό ίσως τελικά να μην ισχύει και τόσο, αλλά αντιθέτως, σήμερα να είμαστε πιο κοντά από ποτέ. Όλοι με όλους. Και ίσως γι’ αυτό να υπάρχει κρίση στις σχέσεις των ανθρώπων.
Αφενός, γιατί υπάρχει μεγαλύτερη τριβή και άρα πιο συχνές εντάσεις, αυτό δηλαδή, που «το πολύ μαζί βλάπτει» και αφετέρου οι λάθος προτεραιότητες που βάζουμε. Θέλω να πω, ότι παλαιότερα οι άνθρωποι είχαν τάξη στη ζωή τους. Πήγαιναν στη δουλειά τους, έπειτα γύριζαν στο σπίτι και στις οικογένειές τους και στον ελεύθερο χρόνο επικοινωνούσαν ή βρίσκονταν με τους φίλους τους. Μια καλά ιεραρχημένη ζωή, που δούλευε καλά. Κι αυτό, γιατί ο καθένας είχε το ρόλο του, και τον είχε ολοκληρωτικά.

Σήμερα αντιθέτως, βγαίνεις για έναν καφέ και η καλή σου φίλη δε σε ακούει, γιατί μιλάει στο κινητό της και γελάει με κάποιον άλλον. Μα αφού ήθελες να είσαι μ’ εκείνον βγαίνεις μαζί μου; Και είναι συχνό φαινόμενο που επαναλαμβάνεται. Είναι θα έλεγα μια σύγχρονη “μάστιγα”.
Θα μού πει κανείς, γιατί να τα παίρνουμε όλα τόσο σοβαρά; Και θα σας πω, ότι μερικές φορές, πρέπει να είμαστε σοβαροί, κι αυτό γιατί η ζωή ναι, είναι όμορφη, ναι, είναι μία και ναι πρέπει να τη χαρούμε, αλλά δεν είναι πάντοτε πλάκα. Έχει και σοβαρές και δύσκολες στιγμές κι εκεί είναι που πρέπει να στεκόμαστε στους ανθρώπους μας.

Γι’ αυτό λοιπόν, μη με κατηγορήσεις που έφυγα, σκέψου τι δεν έκανες εσύ για να μείνω. Εγώ, που φεύγω με την πολλή πίεση, πόσο μπορεί να άδειασα, για να μην έμεινα καν με την υπερβολική χαλαρότητά σου. Όχι, λοιπόν δε σε κατηγορώ, έκανες την επιλογή σου κι εγώ τη σεβάστηκα. Γιατί είσαι άνθρωπος και έχεις κάποια αισθήματα τα οποία, μέχρι κάπου φτάνουν. Και εγώ όμως αντίστοιχα έφτασα ως εδώ.

Μη με κατηγορήσεις επίσης ότι σε παραμέλησα. Αυτό θα ήταν το πιο εύκολο. Γιατί μια φιλία, είναι όπως ένα φυτό. Θέλει και νερό και ήλιο για να μεγαλώσει. Θέλει φροντίδα και αγάπη αντίστοιχα. Μόνο με ήλιο ξεραίνεται.

Τέλος, να ξέρεις ότι εμένα δε μ’ αρέσουν τα βάρη. Ούτε να γίνομαι, ούτε να τα κουβαλάω για πάντα μόνη μου.

Μη δίνεις σημασία στον πόνο που νομίζεις ότι βγάζω. Οι χαρές θα έρθουν ξανά και θα είναι πολλές και θα τις μοιράζομαι με αληθινούς φίλους δίπλα μου. Και μια που αναφέραμε για γάμους και χαρές και πανηγύρια, οφείλω ένα «ευχαριστώ». Σ’ ευχαριστώ που δε με άφησες να κάνω τη λάθος επιλογή. Τώρα ξέρω ποιους θα φαντάζομαι δίπλα μου σ’ εκείνες τις στιγμές και ποιους θα βγάλω εντελώς από το πλάνο μου.




Κύκλοι | Ανδρέας Παπάζογλου


Περιστέρια στο πεζοδρόμιο
Και οι φίλοι στις ταράτσες και στα σύρματα
Αναιμικοί απόγονοι θηρίων αστρικών
Πρεζάκια ερωτευμένα στις τραμπάλες
Πόρνες πρησμένες στα παγωτατζίδικα
Ξυράφι και τριαντάφυλλα
Και το μόνο που χρειάζεται να ξέρεις
είναι πως κάποιος πρέπει να πεθάνει
Όταν με τόσο θράσος ανοίγεις διάπλατα
το παραθυρόφυλλο τις Τετάρτες
-ένα ανοιχτό πετρόλ ο ουρανός
και οι δρόμοι μία ώχρα
Χιμάει γλυκά το φώς, γλυκά σκίζει τα μάτια
και έχεις ήδη κουραστεί - αύριο πάλι

Και ο θεός υπάρχει, ναι -
είναι το χέρι που γράφει ό,τι μισεί
ή που μισεί ό,τι γράφει

Κι όλης της γης τα χώματα δεν φτάνουν,
κάθε που τεχνουργούμε μέλλοντα
Γιατί είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο
πως όλα έρχονται στην ώρα τους
Πως κάποτε θα προσκυνούμε την άμμο
ή τα τραγούδια που τελειώνουν νωρίς
Τα καλοκαίρια θα 'ναι καλά, τότε
και οι χειμώνες, γλώσσες γλυκές στα στέρνα μας
Φριχτά πανέτοιμοι και ανελέητα ερωτευμένοι με τα πάντα
θα κυλήσουμε, τότε
Απ' την αρχή θα κυλήσουμε -
πάντα προς τα κάτω, μα απο κάπου ψηλότερα

Και η ώρα θα είναι σωστή
όταν τα μάτια μας για πρώτη, ξανά, φορά ανάψουνε τον ήλιο
Λίγο πριν πάλι σκοτεινιάσουμε
Σε κάποιο πεζοδρόμιο
Όρθιοι ή ξαπλωμένοι
Κάποια Τετάρτη

Στην ώρα μας κι εμείς.


Μομφή στους ποιητές | Σελάνα Γραίκα


Κάποιες φορές, με φαντασία περίσσια χτίζονται οι σχέσεις
μεταξύ των ποιητών. Αυτών που μπαίνουν στον ζυγό καλογερικής•
βαθιάς. Είναι εκείνοι που τα πράγματα κι ο χρόνος τους βιάζει,
κι οι εικοστέσσερις ώρες λίγες είναι, πάρα πολύ λίγες, σαν πάνε
με τον χρόνο τους και τις θεωρούν φορτωμένες με φρέσκον αέρα
και παραγεμισμένες φωνές άλλων.

Και είναι να τα φανταστεί κανείς, σαν αιλουροειδή, με τα λιγνά τους
πόδια ακουμπισμένα στο περβάζι του παραθύρου- τ’ αρσενικά,
και να σηκώνουνται όρθια με το τραβηγμένο πρόσωπο πίσω, όπως
και στα οικόσημα.

Ενώ δίπλα τους στέκουν μικρά κίτρινα γατιά, με καθαρά ήρεμα μάτια,
-τα θηλυκά, ακουμπισμένα στην πολυθρόνα και ξύνουνε την ράχη τους.

Δουλειά, δουλειά, δουλειά και σιωπή.
Που θάξεραν να μιλάνε όμορφα, να μπλέκουνε τον συλλογισμό γιρλάντα• από λουλούδια κι αγκάθια.
Αν αυτός πάλευε το σκοτάδι που ακολουθούσε- και θα το
ομολογούσε εντόνως, δρόμους στραβούς, αυτή θα καιγόταν σε πυρετό
ανεξήγητο, αλλά και για τους δυό ίδια η αιτία, ίδιος νεκρός. Όπως
μοιάζει φύλλο με φύλλο ή μάτι με μάτι.

Έξω δεν θα μιλούσαν της δουλειάς πολύ, γιατί τρόπους θάχαν ιδιαίτερους μεταξύ τους.
Μια σειρά από ημέρες δουλειάς, απ’ το πρωί ως την νύχτα αργά.
δίχως άλλη χαρά εξόν από ένα ύπνο βαρύ, πούχε τα όνειρα σπάνια
πολυτέλεια.

Την ώρα του γλυκού θα διάβαζε βιβλίο και θα το πετούσε, ένα τσιγάρο
θάναβε  και θα το έσβηνε αμέσως. Ενώ έξω από το σπίτι τους, θάχαν
βάλει ένα σημείωμα που θα ανέφερε ρητά και κατηγορηματικά:
Δεχόμαστε τις Τρίτες, ανάμεσα στα λιβανίσματα των γυναικών,
και στο κιτρίνισμα των αρσενικών. Θα τον ικέτευε να διώξουνε
από το σπίτι τους όλους τους ξένους, τους φίλους που θα μπαινόβγαιναν
σαν θέλανε, και θορυβούσανε εντόνως.  Συζητούσαν και δούλευαν,
θα έλεγε κάποιος.

Άμα τους παίδευε κάτι θα ήταν γιατί το θεωρούσαν ξέχωρο της δουλειάς,
του εαυτού τους. Άδικο επομένως ή παράξενο δεν θα ήταν που δεν θα
 έρχονταν κανείς να θαυμάσει. Ή αδιαφορία των άλλων είναι και αυτός
ένας κόσμος, γιατί ζεις έξω απ’ τον κόσμο και αυτούς που δεν ξέρεις.
Να αναφέρω εδώ, πως δεν ήταν υποκρισία η γαλήνη αντίκρυ στον
θαυμασμό, όταν τον ρωτούσε θα ήθελε γάλα στον καφέ ή ζάχαρη,
αν θα φορέσει το θαλασσί πουκάμισο, αν αγόρασε βιβλία ή αν
άλλαξε στις γλάστρες το καστανόχωμα.

Και σαν παιδί που το χαλάσαν το παιχνίδι, κι όπως ένα παιδί που
εξαντλήθηκε η υπομονή του, θα κρατούσε την υπόσχεσή του και δεν θα γύριζε.
Θα ήταν επομένως ντροπή να καταφύγει εκείνη ακόμα και στον λυρισμό,
στην πειθώ, στην βία ή την εκδίκηση να τον κρατήσει πίσω.
Πια και εκείνη δεν θάταν κτήμα κανενός. Από την δύναμη,
την συγκέντρωση του εαυτού της όλο και ξεπήδαγε τ’ αλλόκοτο.
Τα μάτια στεγνά και το μέτωπο ξάστερο.

Σαν άρρωστος που μόλις έχει μπει στον δρόμο της υγείας και θέλει
μόνο να τον αγαπούν και να του χαλογελάνε, να μην φέρνουν τίποτε
από τον πόνο του μυαλού, η μέση της χωρίστρας ντυνότανε απλά
και περπατούσε ήσυχα…




Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

Θεατρική παράσταση "Ο αυτόχειρας" της θεατρικής ομάδας Πρόβα (Μυτιλήνη) | Σοφία Ιττέ


Ένας από τους πιο δημιουργικούς και ελεύθερους τρόπους έκφρασης είναι το θέατρο. Εκθέτεις τον εαυτό σου σε κοινή θέα, οδηγώντας τον πολλές φορές στα όρια της αντοχής και της ανοχής του...
Με βάση, λοιπόν, αυτό σας παραθέτω το teaser της παράστασης ΄΄Ο αυτόχειρας΄΄ της θεατρικής ομάδας Πρόβα από την Μυτιλήνη. Η αγάπη, το μεράκι, η πίστη, το πείσμα, ο σεβασμός προς τον θεατή αλλά και προς την προσπάθεια τους είναι ελάχιστα από τα στοιχεία που γίνονται ευδιάκριτα σε αυτήν την παράσταση! Το πιο σημαντικό, όμως, πλέον για εμένα, τον απλό αδαή θεατή είναι ότι γέλασα! Γέλασα αβίαστα! Αυτή η παρέα κατάφερε κάτι που είναι πλέον πολύ δύσκολο στις μέρες μας: Θύμισε στο κοινό το Γελιο! 

Video Teaser:

Και η παράσταση:


Ραντεβού | Ανδρέας Παπάζογλου


Μια απ' αυτές τις νύχτες θα 'ρθεις δίπλα μου
Τα μάτια θα σου κλείσω μ' ένα χάδι
Και θα μ' αφήσεις να σου πω γλυκά-γλυκά
Πώς γίνεται ο άνθρωπος σκοτάδι

Απ' το παράθυρο του ακάλυπτου θα κρυφακούν θεοί
Ενώ τραυλίζω ασφόδελους, καπότες και κανέλλα 

Μικρά ηλίθια ψέμματα, ανούσιες αλήθειες

Ύστερα σαν ξημέρωμα θα 'ρθω δίπλα σου
Τα μάτια θα μου κλείσεις μ' ένα χάδι
Και θα σ' αφήσω να μου πεις γλυκά-γλυκά
Πώς γίνεται ο άνθρωπος σκοτάδι



Η ζωή είναι μικρή για να είναι θλιβερή. | Έβα Γκρην

....Η ζωή είναι μεγάλη, μη την κάνεις καρναβάλι.



Πάντοτε το μυαλό να βρίσκεται κολλημένο ανάμεσα σε αυτούς τους δύο στίχους. Η ζωή είναι τελικά μικρή ή μεγάλη; Για να προσπαθήσεις να απαντήσεις, σίγουρα θα χαθείς σε θεωρίες της σχετικότητας. Όταν είμαστε μικροί, η ζωή φαντάζει μεγάλη, όσο μεγαλώνουμε και συνειδητοποιούμε πράγματα και καταστάσεις, όλο και μοιάζει να λιγοστεύει. Και είναι και λογικό.
Ωστόσο, δεν έγκειται εκεί ο προβληματισμός μου. Το ζητούμενο είναι ένα. Η ζωή δε πρέπει να είναι ούτε θλιβερή, ούτε καρναβάλι. Ανεξάρτητα από τη διάρκεια της. Συμβιβασμοί, υποχωρήσεις. Κάθε πρωί να λες "Φτάνει πια". Κάθε απόγευμα να αρνείσαι ότι σε απογοήτευσε ακόμα ένας άνθρωπος και να δίνεις ευκαιρίες. Και φτου και από την αρχή. Οι άνθρωποι δε μας απογοητεύουν. Όχι, όχι. Αυτή είναι η μεγαλύτερη μπαρούφα που επικαλείται ο κάθε αποτυχημένος. Οι άνθρωποι είναι αυτοί που είναι. Εμείς απογοητευόμαστε που έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από αυτούς. Expectation is the root of all heartache. Τα χει πει και ο William. Σας το χω ξαναπεί αυτό.
 Απλά να... Είναι που όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος και συνειδητοποιεί το πόσο μικρή και το πόσο μεγάλη είναι η ζωή, τόσο μικραίνει και η υπομονή του. Και δεν είναι τάχα ανεξήγητο το πως. Η υπομονή είναι σαν ένα βάζο με μέλι. Όλοι τη θέλουν, όμως όσο περισσότερο δίνεις, τόσο περισσότερο αδειάζει. Κι εσύ μένεις μόνος, μετέωρος να αναρωτιέσαι πόσο μικρή είναι η ζωή που σου 'χει απομείνει για να κάνεις όλα εκείνα, τα οποία θέλησες.
Πριν μία μέρα τελείωσα την ανάγνωση ενός βιβλίου. Ποιου βιβλίου; Ξέρει ο συγγραφέας. Πριν μία μέρα συνειδητοποίησα αυτό που πάντοτε ήξερα. Θέλω να κάνω ταξίδια. Θέλω να κάνω πολλά ταξίδια. Θέλω να ζήσω αλλιώς. Να δω παραστάσεις, εικόνες. Φτάνει πια με τα συναισθήματα που σε κρατούν πίσω. Φτάνει πια με τους ανθρώπους που ζητάνε από κάπου να πιαστούν. Σε όλη μου τη ζωή ετούτοι να πιάνονται από πάνω μου και να μου κόβουν την ταχύτητα. Σε όλη μου τη ζωή τούτοι να με κρατούν πίσω από καταστάσεις και στιγμές. Κι εγώ να γεμίζω απωθημένα.
Πέντε χρόνια με τη Λένα και πέρα από την Ανάφη δεν ήξερε άλλο νησί. Πέντε χρόνια με τη Λένα και όποτε έπιανε λεφτά στα χέρια της, τα έκανε παπούτσια. "Δεν έχω λεφτά για διακοπές", δικαιολογία πρώτης τάξης για τη μεγάλη αστική. "Βρε να στα πληρώσω εγώ Λένα μου". "Για ποια με πέρασες;", και ούτω καθεξής. Μέχρι να το πάρω πλέον απόφαση ότι με δαύτη όχι τον κόσμο δε μπορώ να γυρίσω, αλλά ούτε την Ελλάδα. Και δεν είναι μόνο η Λένα. Και δεν είναι μόνο τα ταξίδια. Συνεργασίες με ανθρώπους που τους νοιάζει μόνο το αποτέλεσμα, χωρίς να είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν προσπάθεια, συζητήσεις για το αύριο, για το χθες. Κάθε μέρα και μία αποδόμηση ενός ανθρώπου. Κάθε μέρα και μία απογοήτευση. Μέχρι να το πάρεις πλέον απόφαση, ότι δε φταίει η Λένα, ότι δε φταίνε οι άλλοι που δε σε σέβονται. Φταις εσύ που τους δίνεις το δικαίωμα να έχουν αυτή την επιλογή. Φταις εσύ που περιμένεις πράγματα, που τους δίνεις το δικαίωμα να σου δίνουν υποσχέσεις.
Λόγια, λόγια, λόγια. Ξέρεις. Όλοι μπορούμε να πούμε δύο λέξεις. Εμείς δε, που δε κρατιόμαστε σε κάθε συναισθηματικό μας παροξυσμό ουυυ λέξεις να χορτάσεις, όχι αστεία. Όμως, η μαγκιά φιλαράκο είναι στις πράξεις. Η παρακαταθήκη μας στους ανθρώπους είναι αυτά που κάνουμε. Τα συναισθήματα που τους γεννάμε. Δε μπορείς; Πες δε μπορώ. Θα το δεχτεί ο άλλος. Μην αναλαμβάνεις όμως να κάνεις πράγματα, τα οποία ξέρεις ότι δεν είσαι διατεθειμένος. Μη δίνεις υποσχέσεις, μη γεννάς όνειρα. Αν δε φαντάζεσαι φωτιές, με κάρβουνα μη παίζεις. Πες δεν είμαι εγώ για τέτοια. Δε τα αντέχω. Τόσο μπορώ. Τόσο αντέχω. Δέξου το. Πες το. Φοβάμαι. Δε σου φταίνε οι άλλοι να σε εμπιστεύονται κι εσύ να τους κρατάς πίσω. Και πες θα στη χαρίσουν μία, θα στη χαρίσουν δύο. Στην τρίτη φιλαράκο έχουν πάει να κυνηγήσουν τα όνειρά τους. Τα όνειρα που με περισσή εγωπάθεια, προσπαθείς να τους στερήσεις. Δεν είναι όλος ο κόσμος ο εαυτός σου φιλαράκο. Όταν, όμως, το καταλάβεις, θα είναι πολύ αργά. Εγώ για σένα τα γράφω φιλαράκο. Για σένα που χτίζεις σαθρές σχέσεις με ανθρώπους. Για σένα που διαβάζεις αυτό το κείμενο και πιστεύεις ότι το 'χω γράψει για κάποιον άλλο. Ναι, για σένα είναι.



Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016

Εγκλωβισμένος στο θρίαμβο του | Λίναμ Κεροτάνυ

Εγκλωβισμένος στο θρίαμβο του


Όσο πιο τετράγωνο τόσο πιο σωστό λέγαν
 για τη λογική ,για τα παζλ και την πολιτική.

Μα η πολιτική είναι ένα παζλ δίχως λογική ,τα κομμάτια κι αν δεν ταιριάζουν θα αναγκαστούν να χωρέσουν.



Το κοστούμι της λινής ιδεολογίας θα σου μπει αν παχύνεις μην ανησυχείς.
Και το κάδρο σου θα είναι το πιο εντυπωσιακό απ’ όλα τ’ άλλα κάδρα που μέσα τους εγκλώβισαν κάτι.
Επέλεξα να μπω στην παράταξη είχες πει με γυαλιστερά μάτια σα μύδια κλειστά άρα και χαλασμένα.
Και σιγά – σιγά παρέδινες μέρη της ελευθερίας σου , του μυαλού σου ,στον ιστορικό  τοίχο των βαλσαμωμένων αρχόντων. Δεν γνώριζες τότε πόση ακινησία θα σου προκαλούσε να καρφωθείς εκεί πλάι στο μαυσωλείο των ελπίδων.
Όσοι κατάφεραν να πείσουν άλλους γίνονται κάδρα , κι όσοι πείστηκαν γίνηκαν τροφή για τα σκουλήκια.

Μόνο που και τα δικά μου σκουλήκια και τα δικά σου είναι της ίδιας τάξης , από συκώτι σε συκώτι δεν κάνουν διακρίσεις.


Μόνάχα οι άνθρωποι κάνουν διακρίσεις για το ευνοϊκό και το ωφέλιμο κι ανεβαίνουν σα σκαλιστήρι σε ανάγλυφη καρέκλα την ιεραρχία του αιώνιου παρελθόντος.


Όπου βλέπεις πρόσωπα χωρίς πόδια ,

με σερέτια και γαλόνια, αυτά να ξέρεις θέλουν να γιγαντώσουν την αξία του ενδιάμεσου κεφαλιού , μα της ξεκλέβουν δύναμη και διαύγεια .
Τα γαλώνια έρχονται με τα χρόνια κι όταν τα γόνατα τρίβονται και κόβονται.


Άνθρωποι χωρίς κίνηση και με γαλόνια εγκλωβισμένοι στον απέθαντο κι αζώντανο θρίαμβό 

The boat | Βόρειος Άνεμος

Onward we move, we breathe, we seethe
Our dreams, our hopes, all drowned in Lethe
Our arms for oars, our spines for masts
Our feet sit still, in webs and rust

For weeks we sail, for months we starve
We eat the salt, the wood we carve
Our only thought, our only steering
childhood’s crave of pioneering

The ocean’s calm, no sight of land
we, on the boat, hold hand in hand
We travel far, we travel long
We keep ourselves alive with songs

There is no move, we’ve no breath left
Our dreams, our hopes lay down bereft
The ocean’s calm, there is no land
We try to sail some more but can’t

Each other holding, stare in eye
We know now that we’re going to die
Because the land was never there
Just salt and ocean and the air.

Original: Σ.Ν.Μ. [16 June 2013] | Bόρειος Άνεμος


Η βροχή | Βόρειος Άνεμος

Είναι ώρες που σε φτιάχνει η άβυσσος. Σε δένει μέσα σ’ ένα μεθυσμένο περιθώριο, μακριά από τύπους, μακρύτερα ακόμα από υπογραμμούς. Όπως η υγρασία μουσκεύει το τσιμέντο στα σοκάκια, και τα γεμίζει τρύπες που βρίσκει καταφύγιο κάθε λογής τρωκτικό, έτσι τα γεμίζει τρύπες κι η αμέλεια, δίνοντας καταφύγιο σε κάθε λογής κουμάσι. 
Έχω την καλύτερη θέα μέσ’ από την τρώγλη μου, που θέλει να λέγεται και ξενοδοχείο. Κοιτάω τα βράδια έξω απ’ το σάπιο παράθυρο, χαζεύω κίνηση. Αράζει απέναντι ακριβώς η Σόνια. Είκοσι μου ‘χε πει πως είναι, εκείνη την πρώτη νύχτα που την έφερα πάνω. Δεν ξέρω αν λέει αλήθεια. Για τριανταφεύγα δείχνει το χιλιοταλαιπωρημένο πρόσωπό της. Τα μάτια της, ειδικά, μπορεί και σαρανταβάλε - τί να ‘χει τραβήξει τόσον καιρό ούτε που τολμώ να ρωτήσω. Κάτι μου λέει, όμως, ότι είναι διπλή μπλόφα αυτό. Πες ένστικτο, αν θες, θαρρώ πως είναι δεκαεφτά, πάνω κάτω. Τη βλέπω συχνά από το παράθυρό μου. Στηρίζει την πλάτη της στο ρημαδιασμένο τοίχο, το ‘να πόδι ανασηκωμένο, να βρίσκει κόντρα πάνω του κι αυτό. Ανάβει τσιγάρο. Παρακολουθώ την κάφτρα της μέσα στο σκοτάδι. Έντονη όταν τραβάει ρουφηξιά. Ατονεί μετά. Και ξανά το ίδιο, σε επανάληψη, μέχρι να τελειώσει, να πεθάνει. Πετάει το τσιγάρο στη γλίτσα του δρόμου, κι η κάφτρα χάνεται. Σφίγγει το κουρελιασμένο πανωφόρι της. Κάνει κρύο, και βρέχει. Μια λαμαρίνα πάνω από το κεφάλι της, κάτι κάνει για το πολύ νερό, αλλά και πάλι μουσκεύεται. 
Πού και πού εμφανίζεται κάποια φιγούρα στο έμπα του βρώμικου στενού, σαν κοράκι π’ ορέγεται τη σάρκα της νεκρής. Άλλος τρεκλίζοντας από το μεθύσι, άλλος από τη μαστούρα. Άλλες φορές κάποιος μοναχικός που κρύβει το πρόσωπό του με το πέτο, μην τον δει κάνα μάτι. Πάντα φεύγουν μαζί κατά δω - έχει κι αυτή δωμάτιο εδώ, μου ‘χε πει ο μπαρμπα-Πέτρος που ‘ναι στη ρεσεψιόν. Ξαναβγαίνουν μετά από κάνα μισάωρο. Εκείνη καρφί στον τοίχο της. Εκείνος με βιαστικό βήμα προς το δρόμο και τα φώτα. Ανάβει τσιγάρο πάλι. Περιμένει τον επόμενο. Δεν είχε ανάγκη η Σόνια να βγει βιτρίνα. Όλοι ξέρανε πού θα τη βρούνε. Είμαι αρκετά βέβαιος ότι κάποιες νύχτες έχω δει και μπάτσο να την πλησιάζει. Μπορεί γι’ αυτό να μην την πειράζει κανείς. Μπορεί απλά να τη σέβονται γι’ αυτά που τους δίνει. Ποτέ δεν ξέρεις με τους ανθρώπους. Την είχα ρωτήσει μια φορά, γιατί δε φεύγει. Σίγουρα θα ‘χει κάνει κάποιες οικονομίες, τέτοιο κορμί την αξίζει την ταρίφα της. Δε μου απάντησε. Απλά με κοίταξε, σχεδόν με οίκτο. Για μένα ή για κείνη - ή και για τους δυο.
Λίγο πιο κάτω, στο γιαπί, κάθε βράδυ ακούς φωνές να συζητάνε κοφτά. Τενεκεδάκια, ξύλα που πέφτουν, πρόκες που αναπηδούν στο τσιμέντο από κάποιο παπούτσι που τις κλώτσησε κατά λάθος ή μπορεί και τσατισμένα. Κάποιες φορές, φιγούρες αχνοφαίνονται να βγαίνουν από τα τσιμέντα. Σκαρφαλώνουν το φράχτη κι εξαφανίζονται πίσω του. Ξυπνάει η περιέργεια, δε θα πω ψέμματα, κι ας ξέρω ότι πιθανότατα δε θέλω να μάθω περισσότερα. Γυρίζω το βλέμμα στη Σόνια, για ν’ αποσπαστεί η προσοχή μου. Πάντα πιάνει. Πρώτα βλέπω την κάφτρα πάντα. Μετά τα πόδια της. Μια-δυο φορές, όταν καταφέρνω να ξεκολλήσω τα μάτια μου απ’ αυτά, νομίζω ότι συναντώ και το βλέμμα της, να με καρφώνει, πριν το γυρίσει αλλού.
Απόψε είναι μια από αυτές τις φορές. Αλλά δε γυρνάει αλλού σήμερα. Χαμηλώνω το βλέμμα προς το πλάι, τάχα μου ότι κοιτούσα το φεγγάρι στη λιμνούλα που ‘χει σχηματιστεί σε μια λακκούβα από τη συνεχόμενη βροχή - πόσο γελοίος θα πρέπει να της φαίνομαι, ακόμα κι αν δεν ακούει αυτή τη δικαιολογία - αλλά όταν το ξανασηκώνω δεν είναι πια στον τοίχο. Πίνω μερικές γουλιές από το μπουκάλι μου. Ανάβω κι εγώ ένα τσιγάρο. Λίγα λεπτά μετά χτυπάει η πόρτα. Δεν έχει νόημα να στρώσω το μαλλί ή να ισιώσω τα ρούχα μου. Ρεμάλι με γνώρισε, ρεμάλι με ξέρει. Ρεμάλι κι είμαι, μήνες τώρα, εδώ που τα λέμε. Έχω να κάνω μπάνιο τρεις βδομάδες. Έχω να ρίξω νερό στο πρόσωπό μου μέρες. Ούτε και θυμάμαι από πότε έχω να ξυριστώ, κι η ανάσα βρωμάει φτηνό καπνό κι ουίσκι. Με το ζόρι πληρώνω γι’ αυτό το δωμάτιο, λίγο φαΐ, καπνό και ποτό. Ούτε για τη Σόνια δε μου φτάνουν πια οι αρπαχτές που βρίσκω. Κι αν δεν ήταν αυτή πίσω από την πόρτα, ούτε που θα σηκωνόμουν απ’ το περβάζι.
Ανοίγοντας την πόρτα, τη βλέπω να γέρνει στην κάσα της. Τα κόκκινα, ίσια μαλλιά της στάζουν στην παλιά μοκέτα. Με κοιτάζει επίμονα. Δεν είμαι σίγουρος τί να της πω.
“Τί θα γίνει τώρα, εδώ θα τη βγάλουμε;” με ψευτομαλώνει.
“Και πού θες να τη βγάλουμε;”
Χωρίς ν’ απαντήσει, μπαίνει στο δωμάτιο σα να της ανήκει. Όχι άδικα τελείως, τόσες φορές το ‘χε κάνει δικό της.
“Ρε Σόνια, μη με μπριζώνεις τώρα. Δεν έχω...”
Γυρνάει και με κοιτάει απότομα.
“Είσαι μαλάκας ρε Βασίλη; Τί δεν έχω και κουραφέξαλα; Ξέρεις πολλές πουτάνες να σου ‘ρχονται από μόνες τους για δουλειά; Πλάκα μας κάνεις τώρα;”
Ντράπηκα. Κλείνω την πόρτα πίσω μου και κάνω να πάω προς το περβάζι. Με σταματά στα μισά το χέρι της στον καρπό μου. 
“Περισσεύει καμιά γουλιά;”
Τρέμει από τη βροχή, και βήχει. Είχε δίκιο, μαλάκας ήμουν. Ούτε καν το ‘χα σκεφτεί αυτό. Της δίνω το μπουκάλι και το τσιγάρο, όπως είναι, και με δυο κινήσεις ρίχνω πάνω της ό,τι πιο χοντρό βρήκα, να ζεσταθεί. Μισοχαμογελάει.
“Κάθε νύχτα είναι, ε;” με ρωτάει μετά από λίγες γουλιές.
“Ποιο πράγμα;” κάνω τον ανήξερο.
“Να σου πω, αν είναι να παίζουμε κρυφτούλι, να μου το πεις, να ξανακατέβω να βγάλω κάνα φράγκο.”
Τα συνήθως κουρασμένα μάτια της έχουν μια νέα φλόγα, ένα παράξενο χρώμα. Είμαι διπλός απ’ αυτή, και σε μέγεθος και σε χρόνια πιθανότατα, όμως μ’ έχει στριμώξει στον τοίχο μ’ έναν τρόπο που ούτε τον περίμενα, ούτε μου αφήνει περιθώριο να την πολεμήσω καν.
“Κάθε νύχτα, όταν δε βρίσκω δουλειά, ναι.”
“Γιατί;”
“Δεν ξέρω να σου πω. Δε γαμιέται. Καλύτερα κι όλας.”
“Γιατί;”
“Τί γιατί; Κοίτα γύρω σου. Κοίτα με. Τί σκατά να με κάνεις;”
Δεν απαντάει την ερώτησή μου. Αφήνει κάτω το μπουκάλι, ψευτοσβήνει το τσιγάρο στο γεμάτο γόπες τασάκι, και με κοιτάει διερευνητικά.
“Τρία χρόνια έχω αυτόν τον τοίχο απέναντι. Τα δυο απ’ αυτά δεν είχες βρεθεί μπροστά μου ούτε ως περαστικός. Μόνο τους τελευταίους μήνες σ’ έχω δει που τρύπωσες σ’ αυτό το αχούρι. Για πες, λοιπόν. Τί σ’ έφερε εδώ;”
Της λέω για το εργοστάσιο που έκλεισε. Για τη λευχαιμία του Μανώλη. Για την κηδεία. Για την ψύχρα μετά. Για το διαζύγιο. Μου λέει για το βιασμό της από τον πρώτο της έρωτα. Για το πώς ήθελε να το κρατήσει μετά. Για το πώς την έδιωξαν από το σπίτι οι γονείς της. Για την αποβολή. Για το μαγαζί που θέλει ν’ ανοίξει μια μέρα, όταν μαζέψει αρκετά. Έχει ένα θλιμμένο χαμόγελο, κι έναν άτιμο βήχα.
Δεν κατάλαβα πότε βρεθήκαμε στο κρεβάτι. Δε θυμάμαι καν το σεξ. Δεν πρέπει να ‘ταν και πολύ καλό, ήδη ήμουν στο δεύτερο μπουκάλι όταν ήρθε. Θυμάμαι όμως μετά, που αντί να σηκωθεί και να ντυθεί όπως συνήθως, κούρνιαξε πάνω μου και κοιμήθηκε. Παρέλυσα. Είχα ξεχάσει πώς ήταν. Ένιωσα και πάλι ζωντανός.
Γυρίζω το κεφάλι μου στο πλάι. Τα τρύπια σκεπάσματα μετά βίας καλύπτουν το σώμα της. Είναι για ένα άτομο. Τα μετακινώ λίγο προς τη μεριά της.
Δεν τη νοιάζει πώς είμαι τώρα πια, στον πάτο μου, στην άβυσσό μου. Έχει δει και χειρότερα. Δεν τη νοιάζει που δε θα την πληρώσω. Είναι εδώ επειδή εδώ ήθελε να είναι.
Πανάθεμά με κι αν καταλάβω ποτέ γιατί.
Κι έτσι όπως την κοιτάζω, στο πρώτο φως της μέρας, κοιμισμένη σαν κάποιο αιθέριο ξωτικό, σαν πλάσμα από παραμύθι - και ταυτόχρονα ωμή κι αληθινή με το ραγισμένο απ’ την ταλαιπωρία κορμί της, σκέφτομαι ότι καμιά φορά δε χρειάζονται πολύπλοκα Γιατί. Είναι το πιο απλό πράγμα: Γιατί έτσι.
“Θα φύγεις;” τη ρωτάω, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της.
Δεν ανοίγει τα μάτια.
Κλείνω κι εγώ τα δικά μου.
Σα να σταμάτησε κι η βροχή.

Original: Σ.Ν.Μ. (Βόρειος Άνεμος)

Τι εννοείς "κοίτα να δεις που φτάσαμε"; | Τάσος Μαλεσιάδας

Βιβλία επί βιβλίων κι αν διαβάσαμε
και αν μάθαμε την ιστορία που μας φέραν,
τι εννοείς "κοίτα να δεις που φτάσαμε"
όταν τα λάθη που κάναμε κι οι πέτρες ξέραν ;
Μάθαμε για Τρικούπη και για Σόλωνα,
για Εσκί Σεχίρ, Σαγγάριο, Μικρασία,
ποιους ύμνους έλεγαν οι αρχαίοι στον Απόλλωνα,
μα τώρα αυτά δεν έχουν σημασία.
"Στην απ' έξω" αφήσαμε νεκρούς -πως να τους φτάσεις;
πατώντας μεσ' το αίμα τους που έβραζε "Λευτεριά"
και ρίξαμε στη θάλασσα όλα μας τα σκαριά
με ξένους ναύτες, άλλης παλιάς θαλάσσης.
Αφήσαμε τη γης και πιάσαμε τα πόστα,
αφήσαμε το ένδοξο για το παροδικό,
κάποιος προτίμησε τ' απτό απ' το συμβολικό
"των ξένων είναι τα λεφτά και στους δικούς μας δωσ' τα".
Οι ημέτεροι, των ημετέρων και λοιπά
επίθετα που πότισαν αναξιοκρατία
στην λαμογιά σε έκαναν επαγγελματία
και ασ' τα τώρα αυτά !
Τώρα, που τα προσόντα μας περάσανε
και με χαρτιά στολίζονται, του Πανεπιστημίου
τι εννοείς "κοίτα να δεις που φτάσαμε";
Τι βάρος στη συνείδηση, το βάρος του αργυρίου;


Τυχερέ άνθρωπε | Ανδριάνα Μακρή

Ωχ. Ένας  Άνθρωπος.
Γεια σου άνθρωπε. Καλώς ήρθες στον κόσμο. Είναι ωραία εδώ. Ναι, ναι πολύ ωραία. Απίστευτα. Τέλεια. Να, μόνο που κάποιες φορές  μωρέ δεν είναι και τόσο καλά. Μην φανταστείς, τίποτα το σπουδαίο.

Απλά γίνονται πόλεμοι, υπάρχει μίσος και οι Θεοί έχουν αλλάξει. Ναι έχουν αλλάξει, δεν το ήξερες;  Μεταμφιέζονται σε χρήμα τώρα και έχουν και ομάδες. Χωρίζονται με βάση το χρώμα, τα λεφτά και τον πολιτισμό. Γιατί πρέπει να σου το τονίσω αυτό. Έχουμε πολιτισμό.

Καμιά φορά επίσης σκοτώνουμε και εκτός πολέμου. Αδέλφια, πατεράδες και εραστές. Και παιδάκια, συγγνώμη, ξεχάστηκα. Α! Και ζώα, πολλά ζώα για την ακρίβεια. Βλέπεις τα θυσιάζουμε στον βωμό του χρήματος και αυτά. Καλλυντικά, ρούχα, γούνες, κοσμήματα, ξέρεις τώρα.
Ξέχασα να σου πω. Υπάρχει και φτώχεια. Καθολική φτώχεια όμως. Ο κόσμος πεινάει και το χρήμα μαζεύεται σε χέρια λίγων. Έτσι ξέρω. Οι κυβερνήσεις μοιάζουν αρκετές φορές ακυβέρνητες και η χώρα ένα ξεχασμένο ψαροκάϊκο στα ρηχά μιας βρώμικης θάλασσας.
Πολλές φορές έχουμε και αλλού φτώχεια. Αυτή την φτώχεια να την προσέχεις άνθρωπε, είναι συχνότερη από την άλλη. Ιδέες, αξίες και όνειρα πτωχεύουν καθημερινά. Ελπίδες καταρρέουν και το μέλλον μοιάζει ονειροπαγίδα. Τάζει το μέλλον, μα εγκλωβίζει. Ανήμπορο φαίνεται και αυτό πολλές φορές.
Όμως άνθρωπε, πέρα από αυτά να ξέρεις πως ζεις στον πιο πολιτισμένο πλανήτη.
Τυχερέ  Άνθρωπε!