Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

Οδός Μαύρης Πέτρας | Βαγγέλης Μάγειρος


Είχε αρχίσει να χάνεται μέσα στα σκοτεινά σοκάκια. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτό που χανόταν ήταν ο δρόμος ή ο εαυτός του. Ίσως βέβαια να μην είχε και μεγάλη διαφορά. Το κεφάλι οδηγούσε τα μάτια σε αόριστες κατευθύνσεις, προσπαθώντας με κόπο να εστιάσει σε κάποιο από τα δεκάδες στενά, κάτι το οποίο δεν ήταν καθόλου εύκολο μιας και ο ελάχιστος φωτισμός έκανε την όλη διαδρομή του πολύ δύσκολη. Και δεν του είχε μείνει πολύς χρόνος. Το ρολόι έδειχνε 23:56.

Είχε ακούσει τόσα πολλά κι ωραία γι’ αυτό το παράξενο στενό. Κάπου εκεί, του είχαν πει, μπορείς να χάσεις τον εαυτό σου και τον κόσμο όλο. Να βγεις σε έναν άλλον τόπο, όπου τον εγκλωβισμό και την ελευθερία εσύ είσαι που τα ορίζεις. Να μπορείς να σταματήσεις του μυαλού τη λειτουργία και να αφεθείς σε κάθε επιθυμία που ζητάς και ψάχνεις. Αλλά έπρεπε να προσέχει. Γιατί αν ξοδέψεις  τον εαυτό σου, δεν μπορείς να τον ζητήσεις πίσω. Αυτό, του είπαν, μας έχει προσφέρει η Μαύρη Πέτρα. Το ρολόι έδειχνε 23:54.

Είχε αρχίσει να πανικοβάλλεται. Τέσσερα λεπτά δεν ήταν αρκετά. Το ήξερε καλά αυτό. Κάθε στενό της Άνω Πόλης έμοιαζε ίδιο και το μυαλό του δεν μπορούσε να αδειάσει και να δει καθαρά τι έπρεπε να κάνει. Το Επταπύργιο στεκόταν επιβλητικό από πάνω του και ένιωθε σαν να τον κοροϊδεύει. Έκατσε από κάτω σαν να προσπαθούσε να του μιλήσει. Έμοιαζε να ζητάει βοήθεια από το ίδιο το κάστρο για να του δείξει το δρόμο. Το κεφάλι του ακούμπησε απάνω στον παλιό, υγρό τοίχο και τα χέρια του έκαναν κινήσεις για να στεγνώσουν τα μάτια του. Το διάφραγμα πάλευε μέσα στο σώμα του και η ανάσα του είχε αρχίσει να χάνει τον έλεγχο της. Το ρολόι έδειχνε 23:58.

Καθώς βρισκόταν πλέον καθισμένος κάτω, με την πλάτη ακουμπισμένη στον κρύο τοίχο, τα μάτια του ήταν πλέον πιο καθαρά και η ανάσα του έμοιαζε να βρίσκει το ρυθμό της. Έριξε το βλέμμα του στον απέναντι δρόμο και πρόσεξε ότι δεν του θύμιζε κάτι. Ήταν ένα μικρό, στενό σοκάκι, που με λίγο κόπο και θέληση χωρούσαν τουλάχιστον δύο άνθρωποι. Μία μικρή μπλε πινακίδα, πάνω δεξιά στον τοίχο καρφωμένη, έγραφε τις λέξεις που ζητούσε εδώ και ώρα: Οδός Μαύρης Πέτρας. Το ρολόι έδειχνε 23:59.

Τα κατάφερε. Είχε φτάσει. Λίγα βήματα μόνο τον χώριζαν. Λίγα βήματα και μπόλικη δύναμη. Στήριξε τα χέρια του στο έδαφος και πίεσε το σώμα του για να το σηκώσει. Ήταν τώρα όρθιος. Μόνο λίγα βήματα. Ένας άλλος κόσμος. Μία όμορφη αλλαγή. Βήμα πρώτο. Καμία σκέψη. Κανένας φόβος. Κανένας συμβιβασμός. Βήμα πέμπτο. Ένας άλλος εαυτός. Μία άλλη ζωή. Βήμα ένατο. Στο βάθος του δρόμου φαινόντουσαν ερείπια. Πίσω από τα ερείπια ένα λευκό φως. Το ρολόι έδειχνε 00:00.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου