Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

#weremember 2020 | Δεν θ΄αρνηθώ, δεν θα ξεχάσω το Ολοκαύτωμα | Προφορική μαρτυρία Επιζώντος 110.681

Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.





#weremember 2020 - Δεν θ΄αρνηθώ, δεν θα ξεχάσω το Ολοκαύτωμα.


΄Ολο το μήνα, ο Σελιδοδείκτης συμμετέχει στη μνήμη με κορύφωση τη Διεθνή Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος στις 27/1, με εκδηλώσεις, άρθρα, αποσπάσματα λογοτεχνικών έργων, και την αποτύπωση του Ολοκαυτώματος  στις Τέχνες και στην κοινωνία.





Την ακόλουθη μαρτυρία κατέγραψε ο Αλμπέρτος Ναρ, και περιέχεται μαζί με δεκάδες άλλες, στο βιβλίο Προφορικές μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα που εξέδωσαν οι εκδόσεις Ευρασία και έχουν παρουσιαστεί από τον Σελιδοδείκτη.




Φωτ.:΄Εργο τέχνης, Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης


Μαρτυρία του Μπαρούχ Γιεχασκιέλ

ΤΟ 1943 ΗΜΟΥΝ ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΕ-εικοσιέξι χρονών. ΄Εμενα στο συνοικισμό Ρεζή-Βαρδάρ. ΄Ημουν κουρέας. ΄Ημουν παντρεμένος με τρία παιδιά. Είχα και τη μάνα μου. Τους έχασα όλους στα στρατόπεδα. ΄Εχασα και δύο αδέλφια. Συνολικά επτά άτομα. Με τη γυναίκα και τα παιδιά μου φύγαμε στην ίδια αποστολή. Η μάνα μου και τα αδέλφια μου έφυγαν πριν, νωρίτερα από εμένα.

Πριν φύγετε, πήγατε στην πλατεία Ελευθερίας;
Μαγαζί είχα απέναντι, στο Μποτόν.

Στα έργα σας πήραν;
΄Οχι. ΄Υστερα πήγα στο μαγαζί και μετά γύρισα στο σπίτι. Δεν με κάλεσαν για τα έργα.

΄Οταν είδατε να γίνονται όλα αυτά, τα κίτρινα άστρα, τα γκέτο, δεν σκεφτήκατε ότι δεν πρόκειται να βγουν σε καλό και ότι έπρεπε να κρυφτείτε;
Δεν μπορούσα, γιατί είχα τρία παιδιά και γυναίκα και μάνα. Πού να πάω; Φαντάσου τώρα από το σπίτι μου όλη η προίκα που είχα καινούργια, τα ΄βαλα σ΄ένα μπαούλο και την πήγα στην Αγία Τριάδα, σ΄ένα γνωστό χριστιανό.

Στην πλατεία Ελευθερίας τι είδατε;
Μαζεύανε τους Εβραίους. Αυτός ο πώς το λένε, το όνομα το ξέχασα. Απαγόρευσε στους ΄Ελληνες να πάνε σε εβραϊκά μαγαζιά.

Εννοείτε τον Μέρτεν;
΄Οχι, δεν θυμάμαι το όνομά του. ΄Ενας χριστιανός, που ψώνιζε συνέχεια σε μας, ήρθε και μας είπε: "΄Ακουσε, κύριε Γιακό, εμείς δεν μπορούμε να ΄ρθούμε τώρα, γιατί μας υποχρεώνει ο Γερμανός να μην πατήσουμε σε εβραϊκό μαγαζί".

Πώς σας σηκώσανε από το Ρεζή-Βαρδάρ;
Μας πήρανε στα βαγόνια μέσα. Πρώτα μας πήραν από εκεί και μας πήγαν στου Βαρώνου Χιρς. ΄Ηταν οι Γερμανοί και μάζεψαν τους Εβραίους για να τους στείλουν με τα βαγόνια. Μας μάζευαν κι εμάς, πήγαμε κι εμείς στα βαγόνια. Πάνω-κάτω καμιά πεντακοσαριά.

Πεντακόσιοι σ΄ένα βαγόνι;
Εμ, τι νόμιζες; Δεν είχαμε ούτε αποχωρητήρια ούτε τίποτα. Ντρέπονταν οι γυναίκες να πάν΄να κατουρήσουν. Τι να κάνουμε; Νερό καθόλου. Τίποτα. Μας πήγαν στο Μπίρκεναου. Το ταξίδι κράτησε τρεις-τέσσερις μέρες.

΄Οταν πήγατε στα βαγόνια, ξέρατε ότι θα πάτε στο Μπίρκεναου;
΄Οχι. Μας είπαν ότι θα πάμε στη δουλειά, και να πάρουμε όλα τα εργαλεία που έχουμε, και πήραμε τα εργαλεία εμείς, μαζί μας τα κουβαλήσαμε. Απ΄το βαγόνι, πολλούς βάλανε σ΄ένα αυτοκίνητο, όταν φθάσαμε. Εκεί ήταν ένας Γερμανός. ΄Οταν κατεβήκαμε απ΄τα βαγόνια, μερικούς έστειλε στο ΄Αουσβιτς, μερικούς έστειλε στο αυτοκίνητο... ΄Οποια γυναίκα είχε παιδί, πήγαινε στο κρεματόριο.

Αυτοί που διάλεξε να μπουν στο στρατόπεδο ήταν νέοι;
Ναι. Και οι άλλοι όλοι μες στο αυτοκίνητο, για το κρεματόριο...΄Οταν κατεβήκαμε κάτω, μας είπαν: "Μόνο εσείς θα μείνετε, οι άλλοι θα φύγουν".

Η γυναίκας σας, η  μητέρα σας και τα παιδιά πήγαν στο κρεματόριο;Πότε το μάθατε αυτό;
Το έμαθα αμέσως μόλις κατεβήκαμε. Είχε έναν εκεί πέρα, από τη Σαλονίκη. Είπε:"Πόσοι ήρθατε;Θα ΄ρθουν άλλοι; Στο αυτοκίνητο πάνε για για το κρεματόριο". ΄Οποια γυναίκα είχε παιδί, όποια ήταν γριά, την πήγανε στο κρεματόριο. Κι όταν πήγαμε, μας είπαν ψέματα ότι τα παιδιά πάνε σε ένα άλλο κέντρο.

Πώς νιώσατε τότε εσείς;
Κοπήκαμε ολοκληροι. Δεν το πιστεύαμε.

Εσείς πιστέψατε ότι θα επιζήσετε;
Α μπα, ούτε κι εγώ. Αμέσως μετά μας χώρισαν να πάμε για λουτρό. Τα αφήσαμε όλα στα βαγόνια, λεφτά, ό,τι είχε ο καθένας. Μας έβαζαν, πριν να μπούμε στο λουτρό, σε μια μεγάλη σάλα να ξεγυμνωθούμε. Λέγαν: "Τα πράγματά σας μετά από το μπάνιο θα τα πάρετε". Ψέματα. Ξεντυθήκαμε, αφήσαμε τα εργαλεία όλα, όπως ήμασταν γυμνοί, και πήγαμε στο μπάνιο. Μας βγάλανε από την άλλη πόρτα και μας δώσανε ρούχα σαν πιζάμες, κι όλα τα δικά μας τα αφήσαμε εκεί. Μας βάζανε και αριθμό. Ο δικός μου είναι "110.681". Εκεί δεν είχαμε ονόματα. Αριθμοί...

Τι έγινε μετά;
Κάναμε υπομονή. Μας βάλανε σε δουλειά. Εγώ κουβαλούσα νερό, δούλευα με το φτύαρι, πώς το λένε, χώματα, για να χτίζουν οι Γερμανοί. Πήγα σε τρία στρατόπεδα, Μπίρκεναου, ΄Αουσβιτς και ένα τελευταίο στρατόπεδο που κουβαλούσαμε, και οι μάστοροι χτίζανε. Κι είχε μια παράγκα κι έβαζα νερό και τους το πήγαινε. Και μια μέρα, λοιπόν, τρεις Γερμανοί ήλθανε, μας πήρανε. Σουρωμένοι ήταν αυτοί, μ΄έδωσε ο ένας Γερμανός είκοσι πέντε στον κώλο.

Κάνατε κάποιο παράπτωμα;
΄Οχι, να, έτσι είκοσι πέντε... Τέσσερις μέρες ήμουνα με φουσκωμένο κώλο. Και ύστερα εκεί πέρα ήρθαν γιατροί και μαζεύανε για το κρεματόριο. Σαράντα εννέα άτομα ήτανε. Για να τους δει ο Γερμανός και να τους στείλει στο κρεματόριο... Και παρακάλεσα εγώ το γιατρό να μπω κι εγώ μέσα. "Δεν μπορώ", του είπα. Λέει:"Καλά. Θα πω ότι είσαι περιττός".

Ο γιατρός ήταν κρατούμενος;
Ναι. με έβαλε μέσα. Μόλις πάμε μέσα, μας δίνουν ψωμί, σαλάμι, όλα... για δυο-τρεις μέρες. Εγώ εκείνη την ώρα... έρχεται ο ρουφιάνος ο Γερμανός, μας βλέπει... Α, εσύ θα πας για δουλειά, λέει. Με είδαν πάλι οι μαστόροι. "Τι έκανες;" Λέω: "Να, δεν με βλέπεις;" Τι να κάνουμε; Τέλος πάντων, μετά με πήραν στο νοσοκομείο. ΄Εκανα και δουλειά, ξύριζα ως κουρέας. ΄Ηταν νοσοκομείο κρατουμένων. ΄Ηταν και πολλοί Γερμανοί. Κάθε τόσο έρχονταν δέματα, φαΐ είχαν, ψωμί, απ΄όλα. Εγώ τους ξούριζα για να πάρω λίγο μουχλιασμένο ψωμί. ΄Υστερα μας έβγαλαν από το κράνκενμπάου (νοσοκομείο).

Αναφέρατε πολλές φορές τη λέξη ψωμί. Τι φαγητό ακριβώς σας έδιναν;
Το συσσίτιο; Τσόφλια από πατάτες βρασμένες. Το πρωί ένα τσάι. ΄Οποιος ήθελε έπινε. Νεροζούμι. ΄Οταν είχαμε υπηρεσία για να πάμε να πάρουμε τον καφέ, πηγαίναμε στα σκουπίδια και παίρναμε τα τσόφλια από πατάτες κρυφά, για να μη μας δει ο Γερμανός. Τα παίρναμε, λοιπόν, και πηγαίναμε μες στο δωμάτιο που ήμασταν, κάτω από την κουβέρτα, και τα καθαρίζαμε και τα τρώγαμε. Το μεσημέρι μια σούπα νερόβραστη. Το βράδυ, ό,τι τρώνε εδώ οι ΄Ελληνες σαν μεζέ για ούζο, αυτό μας έδιναν εκεί για είκοσι τέσσερις ώρες.

Δηλαδή τι ακριβώς;
΄Ενα κομματάκι ψωμί και λίγη μαργαρίνη.

Πού κοιμόσασταν;
Στο θάλαμο. Τα κρεβάτια ήταν το ένα επάνω στο άλλο. Τρία πατώματα. ΄Ενας σε κάθε κρεβάτι.

Το νοσοκομείο πώς ήταν;
Εκεί πέρα στο νοσοκομείο είχε έναν Γάλλο κουρέα, αρχηγό. Αυτός έκανε ό,τι έκανε και μας έπαιρνε το Σάββατο να τους ξυρίσουμε όλους. Αν κάποιος δεν ήταν ξυρισμένος, τις τρώγαμε εμείς. Ερχόταν αυτός ο αρχηγός κουρέας, πήγαινε σε όλα τα κρεβάτια...

Τις διαταγές πώς τις καταλαβαίνατε; Ξέρατε γερμανικά;
Εκεί μάθαμε.

Σε ποια άλλα κομάντο πήγατε;
Από κει μας πήραν σ΄ένα άλλο στρατόπεδο. Δεν θυμάμαι πότε. Τριάντα νομάτοι, σαράντα μέσα στο αυτοκίνητο, και μας πήγαν εκεί για δουλειά. Κουβαλούσαμε νερό. ΄Ημουν και κουρέας.

Επιλογή περάσατε άλλη φορά;
Επιλογή πέρασα, όταν ήμουν στο ΄Αουσβιτς, στο νοσοκομείο. Από εκεί μας πήραν και μας πήγαν εκεί, στο...

Πώς ελευθερωθήκατε;
΄Ηλθε ο Εγγλέζος. Ακούσαμε ότι... ΄Οπου ήθελε καθένας, τον έστελνε. Εγώ ήθελα στη Σαλονίκη, ήλθα στη Σαλονίκη.

Πώς σας έστειλαν;
Με αεροπλάνο.

Σας φέρθηκαν καλά οι Εγγλέζοι;
Πώς. Πολύ καλά.

Τι έγινε όταν επιστρέψατε;
Μόλις γύρισα, πρώτα πήγαμε στην Αθήνα. Η Ασφάλεια αμέσως μας πήρε, "Από πού είστε;","Από τη Θεσσαλονίκη". Και πήγαμε στη Θεσσαλονίκη. Νομίζαμε ότι θα βρούμε τα παλιά. Δυστυχώς δεν βρήκαμε τίποτα.

Τι εννοείτε;
Παιδιά, γυναίκες, δεν ξέρω τι.

Ελπίζατε ότι θα γυρίσουν;
Ναι. Αν και ξέραμε, αλλά πάλι... Τι να κάνουμε; ΄Ηλθα ξανά στην Ελλάδα, άρχισα να δουλεύω πάλι σε κουρείο, υπάλληλος, στη Βασιλέως Ηρακλείου. Και έβγαλα μια δεκάρα κι έτρωγα. Αυτό ήταν. ΄Υστερα, το 47-48 παντρεύτηκα και απέκτησα τέσσερα παιδιά. Οι Γερμανοί πήγαν να μας εξοντώσουν, αλλά εμείς τα βγάλαμε πέρα, ευτυχώς που... ΄Ημουν λίγο τρελός, αλλά... ΄Εχω τέσσερα εγγόνια. Οι Γερμανοί μας κάνανε αυτό το κακό, δηλαδή με ξύλα, το ένα, το άλλο, χτυπούσανε στο ΄Αουσβιτς.... ΄Ενα μόνο θα σου πω, ήταν ένας Λεβή. Αυτός ήξερε τα γερμανικά και ήταν με δέκα νομάτοι, τους έβαλαν να δουλέψουν, να σκάβουν. ΄Ερχεται ο Γερμανός, παίρνει τους αριθμούς. Του λέει ο Λεβή: "΄Ενα λεπτό". Με το που που τον είπε ένα λεπτό, παίρνει ο Γερμανός το φτυάρι και τον σκοτώνει. Επειδή του κάπνισε, τον σκότωσε.... Τι να κάνουμε. Αυτό ήταν. ΄Ο,τι ήθελαν έκαναν οι ρουφιάνοι.

Θεσσαλονίκη, 19 Μαΐου 1989



Προφορικές Μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα | Ε. Κούνιο-Αμαρίλιο, Αλμπέρτος Ναρ

Εκδόσεις Ευρασία 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου