Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

#WeRemember | Διεθνής Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος | Ο Ilan εξιστορεί ό,τι η Μαίντη δεν ξέχασε ποτέ.

Γράφει η Μαρίνα Καρτελιά.


Θυμόμαστε #weremember

΄Ολο το μήνα, στο Pause., τιμάμε τη μνήμη. Τιμάμε την Διεθνή Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος. Με φωτογραφίες, δημοσιεύσεις, εκδηλώσεις και οτιδήποτε σχετικό με την αποτύπωση του στις Τέχνες και στον κόσμο ολόκληρο.

Ανεβάστε την φωτογραφία σας με το #WeRemember, ή μοιραστείτε τις δικές μας δημοσιεύσεις με το #WeRemember.

Σήμερα η Μαίντη Σολομών, έχει τα γενέθλιά της και γίνεται 91 χρονών. Της ευχόμαστε να τα χιλιάσει. Μας παραχωρήθηκε με ευγενική καλοσύνη η άδεια για αναδημοσίευση κι εμείς μοιραζόμαστε τη μαρτυρία μαζί σας :



Ο Ιλάν εξιστορεί ό,τι η Μαίντη Σολομών δεν ξέχασε ποτέ.


Έζησε δια πυρός και σιδήρου. Βγήκε στην παρανομία και πέρασε τον Όλυμπο μαζί με τους αντάρτες, λίγο πριν οι Ναζί φορτώσουν τα τρένα για το Άουσβιτς γεμάτα από φίλους και συγγενείς. Βίωσε τη μεγάλη πείνα της Κατοχής, τον θάνατο, την απώλεια των αγαπημένων της, φυγαδεύτηκε σε κάθε λογής κρυψώνες, μέχρι που έφτασε η μέρα της Απελευθέρωσης.
Μετά την κατοχή έγινε από ανάγκη οικονομική μετανάστρια για να χτίσει μία καλύτερη ζωή στην ξενιτιά, πριν επιστρέψει στην πατρίδα για να γεννήσει το πρώτο της παιδί. Κι όταν όλα τριγύρω της γκρεμίζονταν δεν έπαψε να ελπίζει πως μια μέρα θα μπορέσει να ζήσει και πάλι ελεύθερη στη γενέτειρα πόλη της, την Θεσσαλονίκη. Ενενήντα ετών σήμερα στην Αθήνα, η είναι μία από τις λίγες επιζήσασες της εποχής του Ολοκαυτώματος. Ένας ζωντανός φορέας μνήμης της Ναζιστικής θηριωδίας και του αντισημιτισμού.

Οι γονείς της ήταν εύποροι άνθρωποι της Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας της Ιωσήφ, ήταν ιδιοκτήτης μαγαζιού και εργοστασίου παπουτσιών σε κεντρικό μέρος της πόλης. Το κατάστημα, παρά το γεγονός ότι υπάρχει ακόμη, δεν θυμίζει σε τίποτα το πώς ήταν πριν την εισβολή των Γερμανών στην πόλη.

Το 1940 στιγμάτισε ολόκληρη τη ζωή της. Οι στιγμές της παιδικής ξενοιασιάς έδωσαν τη θέση τους στο σκηνικό του πολέμου. Οι Γερμανοί εισβάλουν στην πόλη και η Μαίντη έχει ορκιστεί πως δεν θα αφήσει τη μνήμη να την προδώσει, δεν θα ξεχάσει ποτέ τη μέρα της εισβολής. Ήταν 12 ετών.

«Θυμάμαι τη μέρα αυτή τόσο έντονα που ακόμη ανατριχιάζω. Φτάνω στο σχολείο, το βλέπω άδειο και αναρωτιέμαι τι συμβαίνει; Τότε μου λέει ο επιστάτης “τι γυρεύεις εδώ Μαίντη; Φύγε γρήγορα για το σπίτι σου, γίνεται πόλεμος!”. Δεν είχα καταλάβει τίποτα. Μετά από λίγο άρχισαν οι βομβαρδισμοί. Οι Ιταλοί αρχικά βομβάρδιζαν το λιμάνι και το σπίτι μας βρισκόταν στην παραλία. Σηκωθήκαμε αμέσως και φύγαμε, πήγαμε όλη η οικογένεια στο πατρικό μας που ήταν απομακρυσμένο από το κέντρο... Στο κτίριο του καταστήματος βρισκόταν και η Ανωτάτη Διοίκηση Χωροφυλακής. Δε θα ξεχάσω την ημέρα που ήρθε ο διευθυντής της Ανωτάτης Διοίκησης και είπε στον πατέρα μου: “Ιωσήφ, μάζεψέ τα και φύγε γιατί τα πράγματα όσο πάνε δυσκολεύουν”. Η μικρότερη αδελφή μου, η Σέλλη, ήταν μόλις 7 ετών» αφηγήθηκε στην εγγονή της Λουίζα (Popaganda 27.01.2018)

Η Maidy είχε έναν ξάδελφο αξιωματικό του στρατού, που προετοίμασε τη φυγή. «Είχαμε ξαπλώσει όλοι κάτω κι από πάνω μας είχαν βάλει έναν μουσαμά με τρύπες για να μπορούμε να αναπνέουμε, και πάνω απ’ αυτό είχαν βάλει σφαχτάρια. Τα αίματα τρέχανε πάνω μας. Κι όταν μας σταματούσαν και μας ρωτούσαν που πάμε, “σε γάμο” τους έλεγε ο οδηγός. “Πάω τα σφαχτάρια σε γάμο!”. Κάπως έτσι περάσαμε το πρώτο μπλόκο των Γερμανών στον Αξιό. Ήμασταν κάτι παραπάνω από τυχεροί καθώς από εκεί δεν περνούσε τίποτα ζωντανό. Το ότι περάσαμε τον Αξιό ήταν θαύμα».

Περνώντας μέσα από τα βουνά, χρειάστηκαν περίπου 4 ώρες για να φτάσουν. Αυτές οι ώρες φάνταζαν ατελείωτες μέσα στο κρύο και τη βροχή. Ο οδηγός τους κατέβασε μέσα στη νύχτα και περίμεναν να έρθουν «κάποιοι» να τους μαζέψουν. Άγνωστο ποιοι. Ξαφνικά εμφανίστηκε μία άμαξα, τους φόρτωσε όλους και τους πήγε ως ένα σημείο. Τους ανάγκασαν να κατεβούν ξανά. Έπειτα, με μοναδικό μέσο τα γαϊδουράκια, ανηφόρισαν τον Όλυμπο, καθώς ήταν αδύνατο να περάσουν από το μπλόκο με προορισμό την Αθήνα. «Μας ρωτούσαν πού πάμε, “σε γάμο” τους φωνάζαμε και γελούσαμε. Προσποιόμασταν για να ζήσουμε. Μαζί μας ήταν κι ένας οδηγός, ο Αντώνης, που καταγόταν από ένα μέρος της Ξάνθης. Εγώ σε αυτόν τον άνθρωπο οφείλω τη ζωή μου κυριολεκτικά. Φτάσαμε πάνω στα βουνά. Ξαπλώσαμε στα άχυρα και σκεπαστήκαμε με αυτά για να μη κρυώνουμε».

Η Μαίντη χωρίστηκε από την οικογένειά της. Την έβαλαν στο τρένο με δύο ξαδέλφια της και τον θείο της. Τους σταμάτησε ένα μπλόκο των Γερμανών. Τότε ο ξάδελφος της έπλασε μία ολόκληρη ιστορία με στόχο την επιβίωση. Ανέφερε πως ήταν πρόσφυγες από την Ξάνθη και πως έφυγαν από εκεί καθώς είχαν έρθει οι Βούλγαροι. Κάπως έτσι κατάφεραν να περάσουν ως τα Τέμπη, εκεί που οι αντάρτες είχαν ανατινάξει τη γραμμή του τρένου...






«Πάρα πολλοί συγγενείς μας οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα. Δε γύρισε κανείς, μονάχα ένας κατάφερε και επέστρεψε, ο ξάδελφος μου ο Σαμ. Όταν άρχισε να διηγείται τις ιστορίες από τα στρατόπεδα του έλεγαν πως είναι τρελός και δε ξέρει τι λέει. Εγώ θυμάμαι πολύ καλά στο μαγαζί του πεθερού μου, στην Αθήνα, πως περνούσε ένας άλλος επιζών κι έλεγε ιστορίες βγαλμένες μέσα από τα στρατόπεδα κι όλοι τον αντιμετώπιζαν σαν τρελό. Μιλούσε για τους φούρνους και δεν τον πίστευε κανείς, όλοι έλεγαν: α, να, περνάει πάλι ο τρελός».






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου