Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

#WeRemember | Διεθνής Ημέρα Ολοκαυτώματος | 10 ΄Ωρες Δυτικά | Γιώργος Γλυκοφρύδης

Γράφει η Μαρίνα Καρτελιά.



Στα πλαίσια της Διεθνούς Ημέρας Ολοκαυτώματος, θυμόμαστε #WeRemember.

΄Ολο το μήνα, στο Pause., τιμάμε τη μνήμη. Τιμάμε την Διεθνή Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος. Με φωτογραφίες, δημοσιεύσεις, εκδηλώσεις και οτιδήποτε σχετικό με την αποτύπωση του στις Τέχνες και στον κόσμο ολόκληρο.





1O ΩΡΕΣ ΔΥΤΙΚΑ


Δεύτερη ανάγνωση στο δεύτερο βιβλίο του Γιώργου Γλυκοφρύδη.

Το ξανάπιασα στα χέρια μου σχεδόν τρία χρόνια μετά την πρώτη. Αφορμή το καινούργιο ενδιαφέρον που έχει γεννηθεί, απ΄τις ανάγκες των καιρών για βιβλία που μιλάνε για την εβραϊκότητα, για το Ολοκαύτωμα, για το τραύμα.

Και συνειδητοποίησα την αξία αυτού που κρατούσα στα χέρια μου. Διότι το τραύμα αποτυπώθηκε εδώ, ανεπεξέργαστο, χαίνον, να ζητά δικαίωση. Χώθηκε μέσα στις λέξεις των ηρώων και ειπώθηκε με τα στόματά τους ξεκάθαρα, μετά από εμφανή μελέτη σε κείμενα και ντοκουμέντα, σε γεγονότα κομβικά στη ζωή των εκατομμυρίων Εβραίων που χάθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Το τραύμα που υποδορίως έγινε ενέσιμο δυο γενιές μετά, στους απογόνους των θυμάτων, όσο και στους ήρωες του βιβλίου, το Μωϋσή και την Αριάδνη.

Το τραύμα που μου φανερώθηκε τόσο δυνατό, τόσο χτυπητά πρώτη φορά, που το έβλεπα μπροστά μου ακόμα και με κλειστά βλέφαρα. ΄Ενιωσα ξανά τα ίδια συναισθήματα.  Πήρα το βάρος.

Το τραύμα που με οδήγησε να διαβάσω άλλα βιβλία, να ενδιαφερθώ πια ζωτικά γι΄αυτό το ζήτημα.

Γιατί το ζήτημα είναι ένα. Και το ζήτημα αυτό αναλύθηκε, εξιστορήθηκε, ξεδιπλώθηκε με κινηματογραφικό τρόπο στο 10 ώρες δυτικά, χρόνια πριν. ΄Οταν κανείς σχεδόν δεν μιλούσε, εβδομήντα χρόνια μετά σχεδόν, γι΄αυτό. Ειπώθηκε η αλήθεια, καταγράφηκαν τα γεγονότα, όπως μόνο η λογοτεχνία μπορεί - μετά από έρευνα της Ιστορίας - να το κάνει, χρόνια πριν το σημερινό ενδιαφέρον. Και είναι στο ρόλο της συχνά να πει την Ιστορία, πιο ζωντανά απ΄την ίδια.

Το 10 ώρες Δυτικά κατάφερε και καταφέρνει ακόμα να μας κάνει να υποψιαστούμε. Να ενδιαφερθούμε γι΄αυτήν. Πολύ πριν τον καιρό του, ένιωσε το βιβλίο αυτό ότι ήταν ώρα επιτέλους να μιλήσει. Να δώσει στον κόσμο την αλήθεια. Για θέματα και γεγονότα-ταμπού, όπως το πογκρόμ των Ιωαννίνων, το μαύρο Σάββατο της Θεσσαλονίκης, η σύληση του νεκροταφείου των Εβραίων, η κατασπατάληση και υφαρπαγή και καταστροφή των περιουσιών τους.

Το βιβλίο αυτό μου άνοιξε τα μάτια και μ΄έστειλε να ερευνήσω περισσότερο. Με πήγε σε άλλα βιβλία, σε διάφορα είδη, λογοτεχνικά και μη. ΄Εχει μέσα του άλλα βιβλία, που ασχολήθηκαν με την έρευνα, γιατί στηρίζεται σ΄αυτή, έχει τις ρίζες του σε ντοκουμέντα και τόπους που οι γενέθλιες πόλεις των Εβραίων της Ελλάδας έθαψαν κάτω από ένα πέπλο πόνου και για χρόνια αποσιωπούσαν. Δεν έβγαζαν λέξη, οι επιζώντες, όπως έμαθα πρόσφατα, πολλές φορές ούτε μεταξύ τους.

Η Ανάδυση, βλέπετε, - έτσι λέγεται ο όρος - δεν είχε αρχίσει ακόμα. Η φορά στην επιφάνεια όλου του εύρους της θηριωδίας του Ολοκαυτώματος και των πληγών που είχε αφήσει δεκαετίες μετά, ήταν ακόμα σχεδόν ανείπωτη, όταν το βιβλίο γράφτηκε. Κάποιες μικρές προσπάθειες είχαν ξεκινήσει στη δεκαετία του 80, συνεχίστηκαν και το 90, αλλά επουδενί με την ένταση τη σημερινή. Σήμερα η ανάγκη αυτή, προβάλλει επιτακτική στον κόσμο όλο. Και αφυπνίζει όλο το φάσμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Το 10 ώρες Δυτικά, ωστόσο, είχε νιώσει την ανάγκη να μιλήσει, πριν καν αυτή δημιουργηθεί. Και το έκανε με τον πιο ευαίσθητο, αριστοτεχνικό τρόπο. Απαλά, με τις λέξεις του, σκληρά όπου καλείται να αποδώσει την αλήθεια των περιστατικών, με χρώματα και ευαισθησία, άγγιξε τις ανοιχτές ακόμα πληγές των γεγονότων. Δεν στρογγύλεψε τίποτε όμως. Ούτε είναι διδακτικό. Περιγράφει το τραύμα, τη θηριωδία, το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας όπως συνέβη.

Και η λογοτεχνία του υψηλής αισθητικής, με κινηματογραφική ματιά και γλώσσα-σπαθιά και με πολλές υποβόσκουσες αναγνώσεις σε σημεία, αγγίζει θέματα που ούτε κατά διάνοια δεν είχε σκεφτεί η ελληνική δραματουργία την εποχή εκείνη ακόμη ν΄αγγίξει, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων :

Για την έννοια της πατρίδας, της πίστης, για το φασισμό ως στάση ζωής και γι΄άλλα. Για παράδειγμα, η προδοσία κληρονομείται; Τιμωρείται στ΄αλήθεια; Τις απαντήσεις τις δίνει ο καθένας μόνος του, μια κι η λογοτεχνία και ειδικά τέτοια βιβλία,  γεννάνε ερωτήματα, που σήμερα προβάλλουν επιτακτικά, δεν δίνουν απαντήσεις.  Σίγουρα όμως, ο αναγνώστης πολλαπλασιάζεται σαν άτομο.

Εμένα, με οδήγησε σε ένα ταξίδι εσωτερικό κι εξωτερικό, μια και δημιούργησε μέσα μου, αυτό που ένιωσα να κινητοποιεί το συγγραφέα και να του δίνει τη διορατικότητα να βυθιστεί στη συγγραφή του βιβλίου αυτού : Το χρέος στη μνήμη. Στη διατήρηση. Στη διάδοσή της.


Αυτό το χρέος, απέναντι στους ήρωες του βιβλίου και σε όλους τους αληθινούς ήρωες σαν αυτούς, τα θύματα του Ολοκαυτώματος, οδήγησε εμένα στην πόρτα του Εβραϊκού Μουσείου Θεσσαλονίκης αρχικά. Στη μελέτη και ανάγνωση άλλων βιβλίων - περιείχε πολλά απ΄αυτά ήδη-, στη συνέχεια. Και τέλος, στο ταξίδι ζωής, στο Βερολίνο. Εκεί που το τραύμα έχει ορκιστεί στον εαυτό του να μην ξεχαστεί ποτέ.

Σας ευχόμαστε να συμβεί το ίδιο και σε σας : Να είναι η αρχή για ένα ταξίδι μέσα στη Μνήμη και να γίνει αυτό το βιβλίο πηγή αλήθειας. Και σας παρουσιάζουμε σήμερα, ένα απόσπασμα, που επελέγη δύσκολα ανάμεσα σε άλλα είναι η αλήθεια, δέκα μέρες πριν. Η περιγραφόμενη περιοχή και ιστορία συνέβη όπως καταγράφεται και η περιπέτειά της δεν έχει τελειώσει ακόμα :

  



Γιώργος Γλυκοφρύδης








10 ΩΡΕΣ ΔΥΤΙΚΑ


6 Δεκεμβρίου 1942




Τα χιόνια στη Θεσσαλονίκη είχαν λιώσει το Μάρτιο. Πρωτόγνωρες οι θερμοκρασίες του έτους που όπου να ΄ναι θα τελείωνε. Ο κοσμάκης ψόφαγε σαν τα σκυλιά στους δρόμους εδώ και καιρό, και συνέχιζε να ψοφάει ακόμη.
Ο Σταύρος όμως ήταν καλά. Εκτός από την αμειβόμενη συνεργασία του με τις Αρχές και τη Γερμανική Διοίκηση, ήταν και νυχτοφύλακας στις αποθήκες των Τελωνείων. «Μια που γνωρίζεις τα κατατόπια…» όπως του είχε πει χαμογελώντας δεικτικά ο Κατσεμπάνος, όταν του είχε αναθέσει τη θέση ως άλλο ένα δώρο για την αγαστή σχέση του με τις Αρχές. «Κι όποιος τολμήσει να κλέψει, ξέρεις εσύ…» είχε συμπληρώσει.
΄Ετσι, παρόλο που λόγω του παλαιού «Εκτελούνται Μεταφοραί» επαγγέλματός του είχε αγαστές σχέσεις και με το Δήμο, και άρα λίγο ήθελαν να του πάρουν το φορτηγό και να το κάνουν νεκροφόρα, το απεχθές αυτό καθήκον το είχε γλιτώσει. Δεν μάζευε τα σκέλεθρα της πείνας από τα σοκάκια και τις λεωφόρους. Αντίθετα, κουβαλούσε σακιά με αλεύρια αλλά και πουλερικά κι αυγά και τυριά και λάδια – τι παράδεισος, και για την οικογένειά του και για τους γείτονες. Τους γείτονες που συμπαθούσε δηλαδή.
Όμως το σημερινό δεν θα το γλίτωνε. Δεν τον ένοιαζε να το γλιτώσει κιόλας. Μάλλον το αντίθετο τον ένοιαζε. Να συμβάλει. Στο κάτω κάτω, ήταν σαν να συνέχιζε ένα έργο του πατέρα του. ΄Ο,τι δεν πρόκαμε ο φτωχός ο πατέρας το ’31 στο Κάμπελ μήπως να το προλάβαινε αυτός εδώ σήμερα.
Το κρύο, παχύ. Ο ουρανός, βαρύς, αλλά καθαρός. Δεν έδειχνε για βροχή. Η πόλη, ήδη ξύπνια, μετρούσε τα σημερινά της πτώματα και προχωρούσε για τα στοιχειώδη προς το ζην. Σέρνοντας έστω.
Οι πεντακόσιοι εργάτες που είχε μαζέψει ο Δήμος ήταν στημένοι κι έτοιμοι μπροστά από την τεράστια έκταση του εβραϊκού νεκροταφείου. Η Εγνατία, κλειστή. Πώς αλλιώς θα χώραγε όλα τα καμιόνια. Κι όλος αυτός ο κόσμος …. να έχει αρχίσει ήδη να πηγαινοέρχεται τα 350 τετραγωνικά μέτρα της τεράστιας έκτασης. Κυρίως παρακαλώντας αλλά και χρηματίζοντας.  Είτε τους απλούς σκαφτιάδες, είτε τους εργολάβους. Μπας κι εξαιρέσουν τον δικό τους τάφο. Τα δικά τους κόκκαλα. Τα δικά τους πτώματα. Φρέσκα ή παλιά. ΄Η και πιο παλιά. ΄Η και σχεδόν μεσαιωνικά. ΄Ισαμε και πεντακόσια χρόνια πριν. Πεντακόσιοι εργάτες για πεντακόσια χρόνια. Λες και πήγαινε εργάτης και χρόνος. Αλλά οι τάφοι, χιλιάδες. Και τα κλάματα, άλλα τόσα. Σιωπηλά, βέβαια, πάντα. Ουρλιαχτά ικεσίας θα ακούγονταν αργότερα. Υπήρχε χρόνος.
Ο Σταύρος, έτοιμος κι αυτός. Πλάι πλάι με τον διορισμένο από τον Δήμο πολιτικό μηχανικό, μην τυχόν και πάει κάτι στραβά την πρώτη αυτή ημέρα. Θα χρειάζονταν εβδομάδες για να τελειώσει ο αφανισμός των μνημάτων, έτσι είχε προβλεφθεί, το γνώριζαν όλοι στη Διοίκηση∙ όσο να πεις, όμως, η πρώτη ημέρα ήταν σημαντική.
Ξεκίνησαν με τη σειρά κι ανέβαιναν. Σφυριές από βαριοπούλες να πετάνε ψηλά στον αέρα κομμάτια από μάρμαρο ή ταφόπλακες ολόκληρες μεμιάς. Δεκάδες φιγούρες στα γκρι ή στα μαύρα, με βαριά παλτά, σκυμμένες ανάμεσα στους τάφους και στα μνημεία. Καμιά φορά, λες και τις κατάπιναν τα δέντρα και το πράσινο που υπήρχε σε όλη εκείνη την έκταση, για να εμφανιστούν δευτερόλεπτα μετά μπρος από τον επόμενο τάφο. Ν΄ακολουθούν  τους εργάτες ή να προπορεύονται. Άλλες να τρέχουν κι άλλες να σταματούν, να γυρίζουν μπρος πίσω και να φωνάζουν η μια την άλλη. Και κάτω από τον πάλλευκο ουρανό, έτσι όπως τις έβλεπε μακρινές από κει όπου καθόταν ο Σταύρος, ήταν σαν παιχνίδι με μολυβένια φιγουρίνια που κάποιος νευρικές τ΄άλλαζε συνέχεια θέσεις πάνω στο καλά φωτισμένο διόραμα με τα δέντρα και τα μνήματα.
«Πω πω… έπεσε ντιντιτί κι οι κατσαρίδες τρέχουν… ε, κύριε μηχανικέ;» είπε ο Σταύρος κοιτώντας προς το χαλασμό. Λες και μονολογούσε.
Ο μηχανικός γύρισε και τον κοίταξε. Δεν του απάντησε. Ξαναγύρισε εμπρός του.
Ο Σταύρος άφησε το πόστο του και κατέβηκε στην οχλοβοή. Μπήκε ανάμεσα στο πλήθος. Μ΄αρέσει το ανακάτεμα με τα ξόανα… αλλιώς, δεν είμαι λογικός… τα έχω χαμένα… τι θέλω κι ανακατεύομαι δεν ξέρω…. για τον πατέρα, βέβαια, να με πεις… έτσι είναι… σκέφτηκε και στάθηκε πάνω από ένα ήδη ρημαγμένο μνήμα όπου ήταν μαζεμένοι δυο τρεις άνθρωποι∙ ένας νεαρός, μια γυναίκα μέσης ηλικίας κι ένας άντρας επίσης μέσης ηλικίας. Ο άντρας δεν κουνιόταν καθόλου. Η γυναίκα έκλαιγε. Κάτι έλεγε, αλλά δεν ήταν κατανοητή καν η γλώσσα. Ο νεαρός μέσα στον τάφο είχε ήδη παραμερίσει ένα φέρετρο χωρίς να το ανοίξει, και τώρα ήταν σκυμμένος πάνω από ένα άλλο και το σκάλιζε με την ανάποδη του σφυριού που κρατούσε. Από την πλευρά με τη διχάλα που ξεκαρφώνει τις πρόκες.
«Δεν μπορώ να τ΄ανοίξω, ρε μάνα…» είπε ο νεαρός στη γυναίκα στα Λαντίνο. ΄Εσκυψε πάλι. Το καβάλησε ολόκληρο. ΄Εμπηξε το σφυρί με δύναμη κι έπεσε ολόκληρος πάνω στη λαβή του, πιέζοντας μπας και κάτι καταφέρει επιτέλους. Το ξύλο έτριξε. Σήκωσε το σφυρί και το έβαλε κι από την άλλη. Με δύναμη.
Η γυναίκα βαριανάσαινε.
Ο νεαρός κατέβηκε από το φέρετρο απότομα και το ξύλο έτριξε έντονα∙ η μια πλευρά από το καπάκι σηκώθηκε. Η άλλη ήταν ήδη σπασμένη από τις προηγούμενες προσπάθειες. ΄Εβαλε τα δάχτυλά του από μέσα και το τράβηξε με δύναμη. Το καπάκι άνοιξε στα δύο κι ο νεαρός έπεσε δίπλα του στον τάφο, αποκαμωμένος. Μέσα στο φέρετρο εμφανίστηκε ένας πιο νέος κι απ΄αυτόν, άσπρος και μισοφαγωμένος, αλλά απολύτως αναγνωρίσιμος. Με το στόμα ορθάνοιχτο σαν σταματημένο ροχαλητό και τα δόντια του πάλλευκα να θεριεύουν και τον Θεό ακόμη, με τα μαλλιά του αραιές ξασμένες τρίχες, με τα δάχτυλά του μακριά κι αποστεωμένα – αλλά μήπως και είχαν κουνηθεί από την αρχική τους θέση; -, με το σμόκιν του τέλειο κι όχι ιδιαίτερα λερωμένο, και τα μυτερά του λουστρίνια αστραφτερά και άψογα χωρίς δεύτερη συζήτηση.
«΄Ελα, βρε αδερφούλη… τι κάνεις εκεί, μωρέ, σαν στριμωγμένο κοψοχόλιασμα… λες και σε βάλαν χτες είσαι…» είπε ο νεαρός στα Λαντίνο και γέλασε στρεβλά. Στηρίχτηκε στο χώμα και το στρεβλό του γέλιο έγινε σύγκορμος λυγμός∙ τα δάκρυά του έσταξαν κάτω στο χώμα. Υγρό να μουλιάσει το θρήνο, να τον μαλακώσει.
Η γυναίκα οπισθοχώρησε κι έσκασε κάτω ανάσκελα, λιπόθυμη. Χωρίς μιλιά. Ο άντρας άρχισε να φωνάζει: «Νερό! Λίγο νερό!»
Ο Σταύρος κούνησε το κεφάλι τους λες και τον ενοχλούσε κάποια μύγα. Που όχι μύγες δεν είχε με τέτοιο κρύο και τέτοια πείνα, αλλά κι οι άνθρωποι σπάνιζαν σιγά σιγά. Όχι σ΄εμένα η κατηγόρια για δαύτο, Κύριε… όχι σ΄εμένα, ε… σκέφτηκε κι έφυγε με γοργό βήμα. ΄Εκανε και το σταυρό του καλού κακού. Αλλά ο πλούτος, πλούτος και στον τάφο… Προχωρούσε σχεδόν τρέχοντας. Πολύ τη σκιάζομαι την τιμωρία...  Αυτό εδώ σηκώνει αίμα… άμα τα πιάσει τρέλα τα ξόανα, θα μας φάνε ζωντανούς, κι εμένα πρώτο προς παράδειγμα μέγα… ΄Εφτασε στο πεζοδρόμιο. Καιρός να φεύγουμε, ροδιά μου… μήπως να φεύγαμε κι΄απ΄τη βρομόπολη, ροδιά μου, ροδιά μου… μονολόγησε πάντα από μέσα του και δεν θέλησε ούτε να γυρίσει να κοιτάξει πίσω.
Πετούμενα η πλάση δεν είχε αφήσει εκεί γύρω. Να κρώζουν, έτσι έστω να σου παίρνουν λίγο το μυαλό. Ούτε ερπετά ν΄ανησυχούν τα χόρτα και τους θάμνους, να σε κάνουν να κοιτάς λίγο χάμω, να μειδιάς με το παιχνίδι. Τίποτε απολύτως.
Μόνο τα γκάπα γκούπα από τις βαριοπούλες έμεναν και οι λευκοί ήχοι των μαρμάρων ν΄ανοίγουνε στα δύο.
Κι ο θάνατος.





Γιώργος Γλυκοφρύδης, 10 ΄Ωρες Δυτικά.


                                                                          (στο microsite του βιβλίου θα βρείτε 
                                                                            φωτογραφικό υλικό από την εποχή).







O Γιώργος Γλυκοφρύδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964. Ξεκίνησε εργαζόμενος στις κινηματογραφικές ταινίες και στα τηλεοπτικά σήριαλ του πατέρα του Πάνου Γλυκοφρύδη κι αργότερα εργάστηκε ως β' βοηθός σκηνοθέτη στον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Παράλληλα, παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου στην "Deutsche Film- und Fernsehakademie" στο (τότε) Δυτικό Βερολίνο. 
Σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμο «La Sapienza» της Ρώμης αλλά είχε ήδη ανακαλύψει την Πληροφορική την οποία και ακολούθησε ως επαγγελματική καριέρα. Έτσι, ξεκίνησε να αρθρογραφεί σε περιοδικά κυρίως Ειδικού Τύπου δημοσιεύοντας, όμως, και διηγήματα.
Σημαντικότερη ήταν η σειρά διηγημάτων με τον τίτλο "Utopia" στο περιοδικό "Ο κόσμος του Internet". 1995 - 1996.
Η νουβέλα «99.9% αληθινή ιστορία» κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό διηγημάτων Επιστημονικής Φαντασίας της «Anubis» το 1996.
Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Ο Επιβάτης», υποψήφιο για βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου στο περιοδικό «Διαβάζω», εκδόθηκε το 2006 από τις εκδόσεις "Νεφέλη". Ακολούθησαν δύο συμμετοχές με διηγήματα στα συλλογικά βιβλία «Α, όπως Αμερική» και «Το βιβλίο του Κακού» των εκδόσεων "Το Μαγικό Κουτί". 
Το «10 ώρες δυτικά», στις εκδόσεις "Ελληνικά Γράμματα", είναι το δεύτερο μυθιστόρημα. 
Τρίτη συμμετοχή με διήγημα στο συλλογικό "Έρως 13" των εκδόσεων "Ψυχογιός".
Το «Hotel Chelsea», το τρίτο του μυθιστόρημα, στις “Εκδόσεις Ψυχογιός” το 2012.
“Το "Τρίτο Αστέρι", το τέταρτο μυθιστόρημα, κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2018, από τις Εκδόσεις Διάπλαση.
Επίσης, διηγήματά του, άρθρα, και νουβέλες, έχουν δημοσιευθεί από την εφημερίδα "Έθνος", και από τα ακόλουθα ηλεκτρονικά περιοδικά, blogs, και web sites : Literature, fractal, το παράθυρο, dim/art.















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου