Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

Silver Screen | The Lighthouse/Καν’ το όπως ο Μέλβιλ | Πάνος Λιάκος

Γράφει ο Πάνος Λιάκος.
The Lighthouse
  

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΒΑΡΔΙΑ

(Ο ναύτης μόνος)


Έχετε γειά, αντίο! Μία δεν έχω στο πουγκί μου-ναι- και τίποτα ιδιαίτερο να με κρατάει στη στεριά γι’ αυτό με ένα σάλτο μπάρκαρα και αρμενίζω μακριά από τα δρύινα γραφεία και τα χοντρά λογιστικά βιβλία. Διόλου μια λόξα νεανική δεν ήταν, μάνα. Ξεκίνησα από μούτσος, σαν όλα τα παιδιά με την εύρωστη και γερή ψυχή που λέει και ο παππούς ο Χέρμαν Μέλβιλ. «Θα στάξεις, μικρέ», «Στη λάντζα», «Τρίβε, σκύλε μαύρε». Κι εκεί πάνω σε αυτό το «σκύλε», στον εκμηδενισμό, στου εαυτού την αναίρεση νιώθεις μια παράξενη αίσθηση ελευθερίας. Ναι, μα τον Τρίτωνα! Πετώ και ας πλέω! Κι ας είναι μανιασμένος γύρω μου της ζωής μου ο Ατλαντικός.
 

Όταν η θάλασσα δεν είναι τόσο αγριεμένη, κι εγώ είμαι ακόμα στην κουβέρτα, προσπαθώ να ανάψω το τσιμπούκι μου, αγναντεύω πέρα μακριά-όσο τα άστρα και το φεγγαράκι επιτρέπουν-και τότε παύει η μίζερη πολυλογία μου. Γίνομαι μαγνήτης και τραβώ ναύτες ξενύχτηδες, Ολλανδούς, Καναδούς, Ναντακετιανούς, Αμερικάνους… 

Τους καλαμπουρίζω. Τούτον δω κάπου τον είχα ξαναδεί. «Ποιος είσαι, νοστιμούλη; Ο καινούριος Άγγλος;». Γνωστή φυσιογνωμία μου φαινότανε από την πρώτη στιγμή που ανέβηκε στο πλοίο. Με αγριοκοιτάζει. «Μια πλάκα κάναμε». Να και ένας που μου κάνει τον σταρ. Να πάει να χάνεται. Μα την τρίαινα του Ποσειδώνα, τα εγκατέλειψα όλα για να ξενοιάσω από τύπους σαν του λόγου του. (Ανασαίνω, τι αλμύρα μεθυστική!)  



Ο ξένος κάθεται οκλαδόν. Βγάζει από το εσωτερικό του παλτού του έναν φορητό υπολογιστή. «Ρόμπερτ», λέει ξερά, χωρίς να με κοιτά. Φοράει ακουστικά και προσηλώνεται. Καθένας κρύβει στην καρδιά/ και το δικό του δράμα. Ποιος ξέρει ποια Άλισον, ποια Κρίστεν να τον περιμένει πίσω στο σπίτι τον δικό μου. (Τραβώ μια ρουφηξιά απ’ το τσιμπούκι μου). Αχ, που είναι τα χεράκια της κοκκινομάλλας που μ’ ανέστησε το βράδυ της Πρωτοχρονιάς! 

Ο Ρόμπερτ βλέπει έργο στον υπολογιστή. Ασπρόμαυρο ήταν, κι από μακριά κοίταζα και έβλεπα δυο φιγούρες ντυμένες ναυτικά. Θυμήθηκα τότε που ήθελα κι εγώ να ασχοληθώ με τον σινεμά. Έναν Ιούλιο πήγαν να με κλείσουν μέσα σε μια παρένθεση, αλλά τα πάντα άλλαξαν σε εκείνο το μικροσκοπικό τραπέζι στο ελληνικό νησί. The new me. «Σύντροφε, άντε βγάλε τα ακουστικά να δω κι εγώ που λαχταρά η ψυχούλα μου».


 
Υπάκουσε. Και το’ βαλε το έργο απ’ την αρχή. Μόνο αυτοί οι δύο τύποι έπαιζαν. Ο Γουίλεμ Νταφόε! Από τους πιο αγαπημένους μου. Και ο άλλος, ο Ρόμπερτ Πάτινσον, εντελώς αγνώριστος από τα πιο παλιά του έργα, θεοί! Αυτοί οι δύο είναι και καλά φαροφύλακες σε ένα νησί της Νέας Αγγλίας. Απομόνωση και κακό! Με άρπαξε η ταινία από τα πρώτα κιόλας πλάνα. 

Σαν να βλέπεις να ξετυλίγεται μπροστά σου ένα γοτθικό παραμύθι που κάποιος παλιός ναυτικός αφηγείται στο εγγονάκι του. Γι’ αυτό και πρωταγωνίστρια εδώ η διεύθυνση της φωτογραφίας. Αυτή είναι που σου φτιάχνει την ατμόσφαιρα. Όπως και οι παππούδες στην αφήγηση μιλούν για τις σκιές, τις σκοτεινιές, τις συγκρούσεις του φωτός και του σκότους. 
 
Φαντάσου, σκέφτηκα, να το έβλεπα όλο αυτό στη μεγάλη οθόνη. Δεν είναι μόνο η ασπρόμαυρη φωτογραφία αλλά και ο ήχος που θα άξιζε κανείς να μελετήσει για ποιο λόγο είναι έτσι παραμορφωμένος. Διότι πρέπει από την αρχή να καταλάβουμε ότι οι ήρωες- και ακόμα περισσότερο ο νεαρός- κινούνται μεταξύ πραγματικότητας και παράνοιας. Μπορεί τον Πάτινσον να μην τον έχουμε ξαναδεί τόσο αλλαγμένο, τόσο αποφασισμένο να υπηρετήσει και ένα άλλου είδους σινεμά αλλά την παράσταση του την κλέβει εύκολα ο έμπειρος και απεριορίστων ικανοτήτων Νταφόε. 

Το Μόμπι Ντικ δεν μελετούσα στη σύσκεψη με τον εαυτό μου; Ε, οι μονόλογοι που έχουν γράψει για το Νταφόε οι σεναριογράφοι Ρόμπερτ και Μαξ Έγκερς (ο πρώτος σκηνοθέτησε κιόλας) είναι στο πνεύμα αυτού του σημαδιακού για εμένα βιβλίου. Κι έχει ενδιαφέρον, παρατηρώ, η γλώσσα του έργου, τα παλιά αγγλικά. Μόμπι Ντικ δωματίου, λοιπόν.
 
Εμ, πηγαίνοντας στο δεύτερο μέρος του έργου κάπου μπερδεύτηκα στο να κατανοήσω εάν όλα αυτά που συμβαίνουν είναι κατασκευή στο κεφάλι του νεαρού, εάν τον πνίγουν τα ενοχικά του, εάν πρόκειται για κάποιου είδους εκδίκηση της φύσης (διότι, λέει ο γέρο-ναυτικός είναι κακοτυχιά να σκοτώσεις θαλασσοπούλι όπως κάνει ο νέος) αλλά σίγουρα έπιασα το συμβολισμό του φάρου και της διαδοχής του φωτός (λέγε με και γνώση) από τη μία γενιά στην άλλη. Και πολλές φορές η διαδοχή μόνο ομαλή δεν είναι. 

Διότι ο γέρος γυρνάει και λέει: «The light belongs to me». Και όταν, όμως, έρχεται η βεβιασμένη ώρα του, ο νέος δεν είναι έτοιμος να αντικρίσει εκείνο το φως του φάρου-ουάου, από τα πιο εντυπωσιακά του μπερδεμένου δεύτερου μέρους της ταινίας είναι η στιγμή που ο νεαρός αντικρίζει το φως, ο ήχος ξεκουφαίνει και η φωτογραφία του υποψήφιου για Όσκαρ Jarin Blaschke παραπέμπει ευθύς στο γερμανικό εξπρεσιονισμό. 
 
Προμηθεϊκό φινάλε. Βγάζω τα σπίρτα να ανάψω το τσιμπούκι μου που από την υγρασία είχε σβήσει. Αμίλητος ο Ρόμπερτ. Το πρόσωπό του φωτίστηκε για μια στιγμή απ’ το σπίρτο μου. Λες; Τα μάτια μας συναντιούνται. Του κουνάω το δείχτη και χαμογελώ: «Εσύ, εσύ, λονδρέζε. Και έλεγα κι εγώ πού σε ξέρω». Δεν ήταν άλλος από τον Πάτινσον ο μυστηριώδης συνεπιβάτης μου στο ταξίδι της ταινίας. Της ταινίας του. 

Αρχίζω τις απορίες- αφού δεν είχα τους σεναριογράφους πρόχειρους-: γιατί όλη αυτή η γνώση, η λατρεία για τους μύθους και το Μέλβιλ να μην εκλαϊκευτεί; Το σινεμά είναι ένα μέσο να το απολαύσουν όλοι. Κι αν αισθητικά τους τραβήξει εντός της η ταινία, σύντομα οι απλοί θεατές θα περιπλακούν. Η απάντηση από το στόμα του Ρόμπερτ με παρέπεμψε στην ατάκα από το Μόμπι Ντικ: «…Είναι μάταιο να εκλαϊκεύουμε πράγματα βαθιά, όταν μάλιστα όλη η αλήθεια είναι βαθιά».
 

Ασ’ τα αυτά, σύντροφε, κι έλα εδώ να πιούμε. Οι πιο μεγάλες φιλίες ξεκίνησαν με διαφωνίες. Επιτέλους ο φορητός υπολογιστής έκλεισε. Ήπιαμε από το ίδιο το φλασκί και πιάσαμε το γνωστό από το Μόμπι Ντικ τραγούδι:


Έχετε γεια, αντίο, Σπανιόλες!| Έχετε γεια, αντίο, γυναίκες της Ισπανίας!| Ο καπετάνιος μας πρόσταξε…
 


Για να δείτε πού παίζεται η ταινία πατήστε εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου