Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Έκλειψη | Λαδο Παστέλ

Την είδα. Την είδα έτσι όπως καθόμουν σε ένα πεζούλι, κάπου στην άκρη του κοσμου, και τα πόδια μου κρεμούσαν στο κενό -φλερτάροντας με μια πτώση χωρίς σταματημό, με μια πτώση που θα έμοιαζε με πτηση-. Την είδα, ανάμεσα σε περιστέρια και ανθρώπους. Φορούσε το κόκκινο παλτό της, κουμπωμένο μέχρι πάνω -κι ας ήταν Αύγουστος- γιατί τα αδιάκριτα -και αδιακρίτως κενα- βλέμματα εισχωρούσαν από τις τρύπες του κορμιού της, και της πάγωναν την καρδιά. Το πρόσωπο της ήταν απόκοσμα -και εγκοσμια- όμορφο. Τα μαλλιά της κοντοκουρεμένα και βαμμένα σε κάποιο χρώμα εκτός του χρωματικού φάσματος. Τα μάτια της -παρ' όλη την απελπισια- σκορπούσαν τραγούδια. Και το βλέμμα της ήταν βλέμμα ανθρώπου που λόγω ιδρυματισμού και εθισμού -στον εγκλεισμό που ο ίδιος είχε χτίσει- φοβάται τον κόσμο. Τον φοβάται επειδή τον κατανοεί. Αν την κοιτούσες με όλη την οon;σία σου, μπορούσες να δεις το δάκρυ στο αριστερό της μάγουλο, κι αν αυτό δε σε έθλιβε -τόσο που να αποστρέψεις το βλέμμα σου- μέσα απ' τον ιριδισμό του δακρύου θα έβλεπες το ουράνιο τόξο. Οι παλάμες της έμοιαζαν με εμπόλεμη ζώνη, κατακόκκινες  σα να κουβαλούσαν το αίμα όλων των πληγών του κόσμου, και ίσως επειδή το βάρος ήταν μεγάλο να μου φάνηκε πως κούτσαινε. Τα πόδια της, γεμάτα φουσκάλες και εγκαύμa;τα, περπατούσε ξυπόλητη -όπως οι σχοινοβάτες στα τσίρκα του παλιού καιρού- διασχίζοντας τις δικές της αβύσσους. Παρ' όλο τον πόνο βάδιζε γρήγορα, σα να έπρεπε να προλάβει το τελευταίο τρένο για το άπειρο και ταυτόχρονα σου έδινε την αίσθηση πως περπατά βασανιστικά αργά, γιατί το βλέμμα της διασταυρωνόταν με κάθε άλλο.
Την είδα.
Την έλεγαν Αγάπη.
~{}~
Τον είδα. Τον είδα έτσι όπως καθόμουν -στο λίκνο ενός άλλου κόσμου- και  στριφογύριζα το φίλτρο του τσιγάρου στο χέρι μου, προσπαθώντας να ανακτήσω τις χαμένες ανάσες. Τον είδα. Φόρουσε το καφέ, λιωμένο και γεμάτο μπαλώματα -που το έκαναν να μοιάζει με την ψυχή του αρλεκίνου- παλτό του. Κουμπωμένο μέχρι επάνω -κι ας κρατούσαν ακόμη οι ζεστές του καλοκαιριού- κι αυτό επειδή ο αέρας αδιαφορίας που φυσούσε διάβρωνε το κορμί του, γεμίζοντας τον κενά και διαλύοντας τον, -όπως κάνει το ορμητικό ποτάμι με τα φράγματα. Το πρόσωπο του ήταν πρόσωπο ανθρώπου που επάνω του ο καιρός, σαν γλύπτης -με άγριο σκαρπέλο- άφηνε τα βαθιά ίχνη του. Τα μαλλιά του ήταν μαύρα, κατάμαυρα - σαν το πέπλο της νύχτας που έπεφτε στο Παλέρμο και το τρίχωμα της τελευταίας μαύρης γάτας- άλλοτε μακριά και άλλοτε κοντά , ανάλογα με το πότε θα τον κοιτούσες, pha;λλά πάντα ανάκατα - σαν τις λέξεις που σβούριζαν στο κεφάλι του χωρίς να βρίσκουν διέξοδο-. Τα μάτια του ήταν και αυτά μαύρα, τόσο μαύρα που αν ξεχνιόσουν και δεν αποτραβούσες το βλέμμα σου την κατάλληλη στιγμή θα σε ρουφούσαν και θα σε ακινητοποιουσαν -με όλες τις δυνάμεις του σύμπαντος-. Βλέμμα ανοιχτών οριζόντων με μια πάντα παρούσα σκιά θλίψης και μελαγχολίας -που θύμιζε τη σκιά του δέντρου που μεγάλωνε στο Μπρούκλιν- και αποτελούσε την ουσία του. Ένα βλέμμα, που αν έπρεπε να το παρομοιάσω με κάτι, θα το παρομοίαζα με το βλέμμα του παιδιού που έχοντας αφήσει το κόκκινο μπαλόνι του στον ουρανό, ψάχνει να το βρει. Βλέμμα που κοιτώντας μακριά -κάπου κοντά στον ορίζοντα των  γεγονότων- αναζητά κάτι δραματικά συγκεκριμένο αλλά ταυτόχρονα διαχέεται στο χώρο. Το στόμα του. Είχε το πιο όμορφο στόμα του κόσμου. Μεγάda;ο και εκφραστικό -τόσο που παρατηρώντας αυτό και μόνο αυτό ήξερες τι νιώθει- και που στην άκρη του μειδιάματος έκρυβε το ιερό σημάδι των περιπλανόμενων αχτίδων. Και οι δύο παλάμες του ήταν μπαταρισμένες, και αυτό επειδή, για κείνον, οι παλάμες του ήταν ο καθρέφτης του εαυτού της ζωής του, ο αχαρτογράφητος χάρτης του εαυτού του. Και τον φιλούσε καλά, για να ναι εκείνη η πρώτη που θα τον αντίκρυζε. Το δεξί του i;έρι βρισκόταν πάντοτε μπροστά στο πρόσωπο του, καθώς μ' αυτό βαστούσε το τσιγάρο του -απ' το οποίο έπαιρνε άπληστες τζούρες- και που αν παρατηρούσες αρκετά προσεκτικά, με τον καπνό του έδινε σχήμα και υπόσταση στα πάθη της ψυχής του. Τα κόκκινα αλήτικα παπούτσια του ήταν λιωμένα -κουβαλώντας στις σόλες τους όλη τη συνθλιβη του κόσμου- και τα βήματα του μεγάλα και αποφασιστικά. Οι γάμπες του γεμάτες τρύπε;, τρύπες από σφαίρες πολεμοκάπηλων είχαν φυτεμένο πάνω τους όλο το μίσος του κόσμου. Τον είδα.
Τον έλεγαν Έρωτα.

~{}~

Η Αγάπη και ο Έρωτας.
Χάθηκαν.
Κάπου ανάμεσα στα ξερά γαμήσια τους,
τους δείκτες ρολογιών τους,
τις ράγες των τρένων πεισματικά επαναληπτικών διαδρομών.
Κι όμως είναι εδώ και είναι καταδικασμένοι.
Καταδικασμένοι να διαγράφουν ατελείς κύκλους
-μέχρι τη δύση του κοσμου-
και όπως το φεγγάρι και ο ήλιος
να μην μπορούν να αγγίξουν ο ένα τον άλλον.
Ο Έρωτας και η Αγάπη.
Χάθηκαν.
Κι όμως είναι εδώ.
Και όπως η νεράιδα του παραμυθιού,
μπορείς να τους δεις μόνο αν πιστεύεις σ' αυτούς.
Και αν είσαι αρκετά τυχερός θα  σκοντάψεις πάνω στο διάφανο ιστό
- που τους ενωνει-
Χάθηκαν;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου