Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

Εγώ, η Όλγκα Χεπνάροβα | Στυλιανός Πουρνής



Τι δημιουργεί μια δολοφόνο 

Γεννημένη το καλοκαίρι του 1951 στη Πράγα. Ο πατέρας της εργαζόταν ως τραπεζικός υπάλληλος ενώ η μητέρα της ήταν οδοντίατρος. Η οικογένεια μέσα στην οποία μεγάλωσε ήταν συντηρητική. Στο σχολείο της, έπεσε θύμα εκφοβισμού ενώ στα 13 της επιχείρησε να αυτοκτονήσει. Η Όλγκα άρχισε να παρουσιάζει ψυχολογικά προβλήματα και λίγο αργότερα φιλοξενήθηκε σε ψυχιατρική πτέρυγα νοσοκομείου στην Opařany, μια πόλη της Τσεχικής Δημοκρατίας. Η πάλη με τη φύση και τη σεξουαλικότητά της ήταν διαρκής. Στον εργασιακό τομέα η μια αποτυχία ερχόταν μετά την άλλη, ώσπου η Όλγκα κατάφερε να βρει δουλειά ως οδηγός φορτηγού.

Το πρωί της δεκάτης Ιουλίου του 1973 η Όλγκα μπήκε στο φορτηγό της για τελευταία φορά στη ζωή της. Ανέβηκε με ηρεμία και έβαλε μπροστά τη μηχανή. Οδήγησε έως την έβοδμη συνοικία της Πράγας. Τα ιδρωμένα χέρια της έσφιξαν δυνατά το τιμόνι ενώ το πόδι της πίεσε το πετάλι του γκαζιού με μένος.

Το τραμ σε λίγα λεπτά έρχεται. Ανυπομονώ. Όσο σκέφτομαι πως σε λίγο θα βρίσκομαι στο ζωολογικό κήπο της Πράγας ενθουσιάζομαι. Στο σχολείο ο συμμαθητής μου ο Německo, που έχει επισκεφτεί το κήπο, είπε πως εκεί ζουν λιοντάρια και τίγρεις. Θέλω όσο τίποτα να δω από κοντά ένα λιοντάρι. Στο βάθος υπάρχει μια ανηφόρα από την οποία περιμένω να ξεπροβάλει το βαγόνι του τραμ. Το βλέμμα μου είναι διαρκώς στραμμένο προς το μικρό λόφο. Λίγο αργότερα από την ανηφόρα φαίνεται ένα φορτηγάκι το οποίο κινείται με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο κέντρο της εβδόμης συνοικίας, κοντά στις γραμμές του τραμ το οποίο περίμενα να φτάσει από στιγμή σε στιγμή. Το φορτηγό παρέκλινε της πορείας του. Έρχεται προς το μέρος μου. Ο παππούς, μου κράτησε γερά το χέρι.

Η Όλγκα Χεπνάροβα 22, εκείνο το πρωί κατηύθυνε το φορτηγό της σε ένα πλήθος 25 ανθρώπων που σε μια στάση τραμ. Οχτώ από αυτούς έπεσαν νεκροί.

Η δουλειά στην εφημερίδα Svobodne slovo είναι απαιτητική. Ξεκινάει από πολύ νωρίς το πρωί με τη συλλογή της αλληλογραφίας και τελειώνει αργά το απόγευμα με τη αποστολή στο πιεστήριο. Όταν έφυγα από το σπίτι ο ήλιος ακόμη δεν είχε φανεί. Έφτασα στην εφημερίδα. Ξεκίνησα την οργάνωση του αυριανού φύλλου μιας και η έκδοσή της είναι καθημερινή. Μια ακτίδα ξεπρόβαλε δειλά μέσα στο γραφείο μου. Ύστερα από μερικές ώρες, σηκώθηκα και κίνησα για το μικρό κουζινάκι. Αφού έβαλα λίγο καφέ στη κούπα μου άναψα ένα τσιγάρο και περίμενα τον ταχυδρόμο να φέρει την αλληλογραφία. Μεταξύ άλλων, η εφημερίδα δέχεται επιστολές αναγνωστών τις οποίες ύστερα από εξονυχιστικό έλεγχο του αρχισυντάκτη, δημοσιεύουμε σε αντίστοιχη στήλη. Ο ταχυδρόμος ήρθε και εγώ άφησα τη κούπα με το πικρό καφέ στο γραφείο μου. Κράτησα το τσιγάρο στην άκρη των χειλιών μου και στρώθηκα στη δουλειά. Τότε στα χέρια μου έπεσε ένα γράμμα το οποίο υπέγραφε η Όλγκα Χεπνάροβα.

«Είμαι μόνη. Μια καταστραμμένη γυναίκα. Μια γυναίκα καταστραμμένη από τους ανθρώπους… Έχω μια επιλογή - να σκοτώσω τον εαυτό μου η να σκοτώσω άλλους. Επιλέγω να τιμωρήσω εκείνους που με μίσησαν. Θα ήταν πολύ εύκολο να άφηνα τούτο τον κόσμο σαν ένα ακόμη άγνωστο θύμα της αυτοκτονίας. Η κοινωνία είναι τόσο αδιάφορη, σωστά; Η ετυμηγορία μου είναι: Εγώ, η Όλγκα Χεπνάροβα, το θύμα της κτηνωδίας σας, σας καταδικάζω σε θάνατο»

Το όχημα σταμάτησε λίγα μέτρα παραπέρα, στο τέλος της οδού. Η Όλγκα, έμεινε στη θέση του οδηγού. Δε προσπάθησε να δραπετεύσει. Περίμενε με υπομονή τη σύλληψή της. Οι ψυχολόγοι έκριναν πως είχε πλήρη επίγνωση των πράξεών της και δεν έδειξε ίχνος μεταμέλειας. «Ήταν προμελετημένο, σκέφτηκα πως η μικρή πλαγία θα έδινε παραπάνω ταχύτητα στο φορτηγό μου κι έτσι θα σκότωνα περισσότερους ανθρώπους» .

Στις 6 Απριλίου του 1974 καταδικάστηκε σε θάνατο από το Ανώτατο Δικαστήριο για μαζική δολοφονία. Ο πρωθυπουργός της Τσεχικής Δημοκρατίας, Lubomir Strougal αρνήθηκε να παραχωρήσει άφεση κι έτσι η Όλγκα Χεπνάροβα, στις 12 Μαρτίου του 1975 απαγχονίστηκε στη φυλακή του Πανράκ σε ηλικία 23 ετών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου