Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2020

Silver Screen | Φιλοξενούμενος ο Δημήτρης Τζέτζας

Γράφει ο Δημήτρης Τζέτζας.
Φωτογράφος: Θοδωρής Μάρκου
Βιογραφικό:
Ο Δημήτρης Τζέτζας είναι επαγγελματίας σκηνοθέτης και μοντέρ. Έχει μαθητεύσει δίπλα σε καταξιωμένους αμερικανούς μοντέρ όπως οι Michael Kahn, Mark Goldblat, David Brenner και William Goldenberg και έχει σκηνοθετήσει την ελληνική μεγάλου μήκους ταινία The Republic καθώς και πολλά μουσικά βίντεο και διαφημιστικά. 

The Republic Redux:


Πίσω από κάθε πετυχημένο σκηνοθέτη, βρίσκεται ένας δυναμικός μοντέρ!

Γράφοντας αυτό το άρθρο αναρωτήθηκα τι καινούργιο θα μπορούσα να πω για το μοντάζ στην εποχή του ίντερνετ; Όλοι πλέον μπορούμε να αντιληφθούμε ένα προϊόν μοντάζ αλλά πόσο εμφανής είναι ο ρόλος του μοντέρ στην ταινία που τελικά βλέπουμε;  

Οι μοντέρ και οι βοηθοί τους αρχίζουν να δουλεύουν από την πρώτη μέρα γυρίσματος μέχρι την παράδοση της τελικής ολοκληρωμένης κόπιας και μαζί με τον σκηνοθέτη, είναι οι μακροβιότεροι συντελεστές μιας ταινίας. Από την πρώτη μέρα βλέπουν, αξιολογούν και κατηγοριοποιούν τα άψυχα κομμάτια του παζλ καθώς φτάνουν από το γύρισμα και κατόπιν αρχίζουν να τα διαμελίζουν και να τα ενώνουν ξανά σε ποικίλους συνδυασμούς λαμβάνοντας υπ όψιν πολλές πληροφορίες, επιλογές και περιορισμούς σε σχέση με την πλοκή και τους χαρακτήρες. Η δουλειά τους είναι να δώσουν με τα χέρια τους πνοή στο όραμα του σκηνοθέτη και είναι συνυπεύθυνοι για την αίσθηση που αφήνει η ταινία στον θεατή. Δεν αμείβονται για να «κόβουν» αλλά για να κάνουν επιλογές. Δεν είναι τυχαίο ότι κάποιοι σκηνοθέτες είναι “παντρεμένοι” με τους μοντέρ τους. 

Τέτοιες είναι οι συνεργασίες όλων των φετινών υποψηφίων με τους σκηνοθέτες τους. Ο Martin Scorsese και η Thelma Schoonmaker είναι άλλωστε από τα πιο μυθικά μονταζιακά δίδυμα του παγκόσμιου σινεμά. Στον αντίποδα, είναι παράδοξο αλλά και ενδεικτικό ότι ενώ ο Tarantino μας παραδίδει μια από τις καλύτερες ταινίες του, δεν είναι υποψήφιος στην κατηγορία μοντάζ. Όσοι αντιλαμβανόμασταν τη συμβολή της Sally Menke στο έργο του, ξέραμε ότι ο αγαπημένος μας σκηνοθέτης έχασε κάτι ανεκτίμητο την ημέρα που αυτή έφυγε από τη ζωή το 2010. Αν κάποιοι νιώθουν ότι τους λείπει κάποιο σημαντικό ταραντινικό στοιχείο από το Django και μετά, αυτό είναι το μοντάζ της Sally Menke. Τόσο επηρεάζει και συμπληρώνει ένας μοντέρ τον σκηνοθέτη του, όταν βρουν ο ένας τον άλλον.  

Οι φετινές ταινίες καταπιάνονται σε μεγάλο βαθμό με κοινωνικά και ταξικά θέματα που  μεταδίδουν μηνύματα - ως επί το πλείστον αμερικανικά καμωμένα - γύρω  από τη σύγχρονη πραγματικότητα: δυο φίλοι με όραμα και άδειες τσέπες προσπαθούν να πετύχουν το ακατόρθωτο, ένα παιδί σε έναν κόσμο γεμάτο μίσος καλείται να αποδεχτεί το διαφορετικό, ένας ψυχικά ασθενής μεταμορφώνεται από θύμα κοινωνικής αδικίας σε σύμβολο βίαιης επανάστασης, μια άπορη οικογένεια συνωμοτεί για να επιβιώσει μπαίνοντας στην υπηρεσία μιας εύπορης, ένας blue collar worker γίνεται εκτελεστής της μαφίας και μάρτυρας της βίαιης ιστορίας της μεταπολεμικής Αμερικής. Επειδή δεν γίνεται να μιλήσουμε για το μοντάζ των ταινιών χωρίς να αναφερθούμε σε λεπτομέρειες, προειδοποιώ για spoilers στην περίπτωση που δεν έχετε δει κάποια από τις ταινίες.


Parasite
Μοντέρ: Yang Jin-mo

Δομή: 5/5

Ρυθμός: 5/5

Ανάπτυξη Χαρακτήρων: 5/5

Πρωτοτυπία: 5/5

Ο ρηξικέλευθος μονταζιακός ρυθμός των Παρασίτων είναι αναπόσπαστο στοιχείο της επιτυχίας τους. Οι περισσότερες σκηνές είναι montages, έχουν δηλαδή μουσικό χαρακτήρα και μη γραμμική αφήγηση. Οι επιλογές στις ερμηνείες των ηθοποιών και στις στιλιζαρισμένες κινήσεις της κάμερας χτίζουν μια υποδόρια ένταση που για το πρώτο μισό της ταινίας φτάνει αλλά δεν ξεπερνάει τα ταξικά όρια που χωρίζουν τις δυο οικογένειες, πράγμα πολύ σημαντικό για τον κύριο Παρκ. Το παράλληλο μοντάζ χρησιμοποιείται ως εργαλείο για την ανάπτυξη πλοκής και χαρακτήρων υπογραμμίζοντας συχνά με νόημα τις δυναμικές μεταξύ τους (η παλιά οικονόμος ξερνάει μέσα στην τουαλέτα του υπογείου κατά τη διάρκεια της πλημμύρας ενώ η τουαλέτα του υπογείου των Κιμ “ξερνάει” τα νερά του υπονόμου). Δημιουργώντας ένα γεωμετρικό κολάζ εικόνων από πολλές διαφορετικές λήψεις, Bong και Υang Jin-mo υφαίνουν τον υπνωτιστικό  ρυθμό της ταινίας χωρίς να γίνει ούτε ένα από τα πάμπολλα jump cuts αντιληπτό καθώς ο θεατής είναι γραπωμένος από καταστάσεις και χαρακτήρες γεμάτους ανατροπές. Ο Yang Jin-mo παραδίδει ένα πρωτότυπο μονταζιακό κομψοτέχνημα, άξιο της κορεατικής κινηματογραφικής παράδοσης και το πιο πολυσυζητημένο της χρονιάς. Ωραιότερη μονταζιακή στιγμή: το “belt of trust”, η σκηνή όπου τα μέλη της οικογένειας Κιμ ξεφορτώνονται την παλιά οικονόμο από την οικία των Παρκ.

Ford v Ferrari
Μοντέρ: Michael McCusker & Andrew Buckland

Δομή: 3/5

Ρυθμός: 4/5

Ανάπτυξη Χαρακτήρων: 3/5

Πρωτοτυπία: 2/5

Κάθε ταινία με αγώνες αυτοκινήτων είναι αναμενόμενο να έχει πολλά κοψίματα, γρήγορο ρυθμό, μουσική και ηχητικά εφέ που ανεβάζουν την αδρεναλίνη του θεατή μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα. Εκτός από χολιγουντιανή φινέτσα, οι McCusker και Buckland δίνουν φρεσκάδα στο κλασικό αμερικάνικο στόρι δύο φίλων που θα τα καταφέρουν ενάντια σε προγνωστικά και εμπόδια και ίσως για αυτό το λόγο η ταινία θεωρείται φαβορί. Δομικά χωρισμένος ανάμεσα στην κόντρα μεταξύ των δύο μεγάλων βιομηχάνων, στη φιλία του Μάιλς με τον Σέλμπυ, στον δρόμο για την πίστα Λα Μανς και στην οικογενειακή ζωή του Κεν Μάιλς, ο ρυθμός της ταινίας αυξομειώνεται οργανικά με βάση την ενότητα στην οποία βρισκόμαστε. Η ταινία δεν αποφεύγει μονταζιακά κλισέ όπως π.χ. τις παράλληλες σκηνές όπου η οικογένεια του Μάιλς ακούει συγκινημένη τους αγώνες του στο ραδιόφωνο, είναι όμως χορταστική όταν ο Μαιλς κάθεται πίσω από το τιμόνι ή όταν εμφανίζεται ο Έντζο Φεράρι. Ωραιότερη μονταζιακή στιγμή: όταν ο Σέλμπυ πηγαίνει βόλτα τον Χένρυ Φορντ με το πρωτότυπο G40 προκειμένου να νιώσει τι αίσθηση ταχύτητας δίνουν 9 εκατομμύρια δολάρια. 

Jojo Rabbit
Μοντέρ: Tom Eagles

Δομή: 3/5

Ρυθμός: 3/5

Ανάπτυξη Χαρακτήρων: 4/5

Πρωτοτυπία: 3/5

Ο Tom Eagles ορίζει τον ρυθμό, το ύφος και το χιούμορ της ταινίας από την πρώτη σκηνή καθώς μας συστήνει τον δεκάχρονο Τζότζο και τον φαντασιακό κολλητό του, τον Χίτλερ, που τον ενθαρρύνει να είναι καλός ναζιστής. Στη συνέχεια ο Τζότζο τρέχει χαρούμενος στους πολύχρωμους δρόμους του Τρίτου Ράιχ φωνάζοντας “χάιλ Χίτλερ” ενώ το μοντάζ αντιπαραβάλλει τη σκηνή με τον “Θρίαμβο της Θέλησης” της Λένι Ρίφενσταλ υπό τους ήχους των Beatles στα γερμανικά, δημιουργώντας έτσι την πιο προβοκατόρικη εισαγωγή ταινίας των φετινών Όσκαρ. Με επιρροές από τον “Μικρό Τυμπανιστή” τον “Μεγάλο Δικτάτορα” και το στιλ του Γουές Άντερσον, οι Eagles και Waititi ακολουθούν την προοπτική του μικρού Τζότζο με μουσική, ήχους και χιουμοριστικά κοψίματα καθώς η ιστορία και οι περιφερειακοί χαρακτήρες ξεδιπλώνονται. Ο ρυθμός αλλάζει όταν ο Τζότζο ανακαλύπτει την Έλσα, την έφηβη Εβραιοπούλα που κρύβει η μητέρα του, Ρόζι, στο πατάρι του σπιτιού, σηματοδοτώντας έτσι την αρχή της δικής του αλλαγής. Καθώς ο Τζότζο και η Έλσα έρχονται πιο κοντά και η Ρόζι ασκεί κρυφή αντικαθεστωτική δράση, ο ρυθμός ανεβαίνει ακροβατώντας μεταξύ κωμωδίας και δράματος. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, η ταινία βρίσκει εν τέλει τον πραγματικό της χαρακτήρα. Ωραιότερη μονταζιακή στιγμή: τα 42 χάιλ Χίτλερ και τα 38 περίπου κοψίματα όταν η Gestapo έρχεται να ψάξει το σπίτι του Τζότζο. 

Joker
Μοντέρ: Jeff Groth

Δομή: 5/5

Ρυθμός: 5/5

Ανάπτυξη Χαρακτήρων: 5/5

Πρωτοτυπία: 4/5

Χρησιμοποιώντας την εμπειρία του από τον χώρο του ντοκιμαντέρ, ο Todd Phillips δίνει χώρο στον Joaquin Phoenix να εξερευνήσει τον ρόλο του. Σκηνοθετεί πότε από κοντά και πότε από απόσταση με την κάμερα στρατηγικά ανά χείρας. Η ένωση των λεπτομερειών αυτής της μεθόδου σε ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο είναι πολύ δύσκολη υπόθεση. Από τους πειραματισμούς τους ο Jeff Groth πλάθει έναν απροσδόκητα ανθρώπινο χαρακτήρα και μας βυθίζει στον ρυθμό του παρανοϊκού κόσμου του. Phillips και Groth παίζουν διαρκώς με την πραγματικότητα όπως την αντιλαμβάνεται ο Άρθουρ αλλά και με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον Άρθουρ ο θεατής, σβήνοντας με ακρίβεια κάθε διαχωριστική γραμμή μεταξύ αλήθειας και τρέλας έως την τελευταία σκηνή. Καθώς οι διαδηλωτές τον ηρωοποιούν, βλέπουμε τον Άρθουρ από δύο γωνίες, στην μπροστινή είναι όπως τον γνωρίσαμε στην ταινία: χαρούμενος, ευαίσθητος, εύθραυστος, όταν όμως το πλάνο κόβει πίσω από τη σιλουεταρισμένη πλάτη του, έχει μεταλλαχτεί πλήρως στον μυθικό τρελό εγκληματία που αγαπήσαμε στο πρόσωπο του Jack Nicholson και του Heath Ledger. Το Joker είναι μάλλον η πιο πλήρης μελέτη χαρακτήρα της χρονιάς και η σκοτεινή γοητεία του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το δεξιοτεχνικό μοντάζ του Groth όσο και με τη καθηλωτική ερμηνεία του Joaquin Phoenix. Ωραιότερη μονταζιακή στιγμή: η αρχή της μεταμόρφωσης του Άρθουρ μετά τους πρώτους φόνους στο τρένο. 

The Irishman
Μοντέρ: Thelma Schoomaker

Δομή: 5/5

Ρυθμός: 5/5

Ανάπτυξη Χαρακτήρων: 5/5

Πρωτοτυπία: 4/5

Αμφότεροι σινεφίλ, Scorsese και Schoonmaker έχουν δημιουργήσει μαζί μονταζιακές στιγμές ιστορικής σημασίας με τα γνωστά βίαια montages του Οργισμένου Ειδώλου και των Καλών Παιδιών να είναι τα πρώτα που ανακαλεί κανείς όταν σκέφτεται την πολυετή συνεργασία τους. Κρατώντας απόσταση από τη συνταγή Καλών Παιδιών/Καζίνο/Λύκος της Γουόλ Στριτ και θυμίζοντας περισσότερο τον εσωτερικό ρυθμό του Οργισμένου Ειδώλου και του Τελευταίου Πειρασμού, η Θέλμα και ο Μάρτυ κατεβάζουν την προσδοκώμενη ταχύτητα και μας αφηγούνται με μη γραμμικό τρόπο πέντε δεκαετίες αμερικανικής ιστορίας όπως τις θυμάται ο Φρανκ Σίραν, ένας φορτηγατζής βετεράνος πολέμου που μπήκε στους κόλπους της μαφίας του Ράσελ Μπαφαλίνο και αναγκάστηκε να σκοτώσει τον καλύτερο του φίλο, τον Τζίμι Χόφα. Η ταινία χωρίζεται σε τρία δομικά μέρη, το πρώτο εστιάζει στο ποιος είναι ο Φρανκ και πώς μπήκε στη μαφία, το δεύτερο στην ιστορία του Χόφα και τις σχέσεις του σωματείου του με τη μαφία και το ομοσπονδιακό κράτος, και το τρίτο στην ενοχή του Φρανκ για το έγκλημα που διέπραξε. Καθώς τα χρόνια περνούν όλοι οι χαρακτήρες φεύγουν από τη ζωή αφήνοντας τον Φρανκ τελευταίο του είδους του και μοναδικό μάρτυρα του μυστικού του. Χωρίς να λείπουν τα κρεσέντο βίας και μερικά “σκορτσεζικά" montages, η Schoonmaker και ο Scorsese τοποθετούν μία μία τις ψηφίδες του Ιρλανδού, μετατρέποντας τις ερμηνείας των πρωταγωνιστών - μεγαθηρίων σε μια φιλμική μελέτη για τη φιλία,τον θάνατο και την ενοχή. Κάποιοι ίσως υποθέσουν ότι η διάρκεια των 3:30 ωρών σημαίνει ότι ο ρυθμός της ταινίας είναι αργός. Θα ήθελα εδώ να πω ότι ο ρυθμός μιας ταινίας και η διάρκειά της συνδέονται έμμεσα και όχι άμεσα. Ο ρυθμός κρίνεται από την αίσθηση που αφήνει η ταινία στον θεατή καθώς την βλέπει. Αν είναι πιο γρήγορος από όσο χρειάζονται οι χαρακτήρες για να ωριμάσουν τότε αδυνατούμε να νιώσουμε ταύτιση, αν είναι πιο αργός τότε νιώθουμε ότι κάνει κοιλιά. Στον Ιρλανδό η ταύτιση με τους χαρακτήρες και τα διλήμματά τους είναι με μαεστρία συγχρονισμένη στο περίπλοκο τέμπο που επιβάλλει το σενάριο του Steve Zailian και το όραμα του Scorsese. O μονταζιακός χαρακτήρας του έργου δεν είναι ανιχνεύσιμος μέσα από μια μόνο σκηνή, αλλά από το σύνολό του (και τις 3:30 αυτές ώρες) όπου η Schoonmaker - συχνά μόνο με δύο πλάνα και ένα κόψιμο - παραδίδει το πιο ώριμο μοντάζ των φετινών Όσκαρ και ολόκληρης της φιλμογραφίας της στο πλευρό του μεγάλου δασκάλου.
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου