Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

#WEREMEMBER 2020 | Δεν θ΄αρνηθώ, δεν θα ξεχάσω το Ολοκαύτωμα | Homo homini lupus (το Χαμένο Νόμπελ) | Κώστας Αρκουδέας

Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.

#weremember 2020 - Δεν θ΄αρνηθώ, δεν θα ξεχάσω το Ολοκαύτωμα.




΄Ολο το μήνα, ο Σελιδοδείκτης συμμετέχει στη μνήμη με κορύφωση τη Διεθνή Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος στις 27/1, με εκδηλώσεις, άρθρα, αποσπάσματα λογοτεχνικών έργων, και την αποτύπωση του Ολοκαυτώματος  στις Τέχνες και στην κοινωνία.



Απόσπασμα - Μνεία στο Ολοκαύτωμα
από το βιβλίο




Tiergarten, Βερολίνο.


                                                            
Του Κώστα Αρκουδέα

Homo homini Lupus




Για να κατανοήσουμε το κλίμα της εποχής, θα ρίξουμε μια ματιά στα χρόνια μετά τον Πόλεμο.
Αν θεωρήσει κανείς ότι το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου ήταν ο θάνατος του ανθρώπου που τον ξεκίνησε, ο πόλεμος έληξε το μεσημέρι της 30ης Απριλίου 1945, όταν ο Αδόλφος Χίτλερ έβαζε το πιστόλι στο δεξί του κρόταφο και τίναζε τα μυαλά του στον αέρα.
Θα περίμενες ότι μόλις ανακοινώθηκε ο θάνατος του μισητού Φύρερ, ο κόσμος θα ξεχυνόταν πανηγυρίζοντας στους δρόμους. Υπήρξαν κάποιοι πανηγυρισμοί, σίγουρα, μεγάλη ανακούφιση, αλλά ο κόσμος στη συντριπτική του πλειοψηφία έμεινε κλεισμένος στα σπίτια του.
            Μουδιασμένοι οι πάντες αναλογίζονταν τι είχε συμβεί.
            Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές ήταν τεράστιες. Μόνο στη Σοβιετική Ένωση είχαν χάσει τη ζωή τους είκοσι επτά εκατομμύρια ψυχές – ένας αριθμός ασύλληπτος. Οι περισσότερες χώρες είχαν αποδεκατιστεί. Η Ευρώπη είχε μεταβληθεί σε ήπειρο αποτελούμενη κυρίως από γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους, μια και οι άντρες ηλικίας από δεκαεπτά έως σαράντα ετών είχαν εξαφανιστεί. Πόλεις με περίφημη αρχιτεκτονική, όπως η Βουδαπέστη, η Χάβρη και η Δρέσδη, είχαν ισοπεδωθεί. Από την άλλοτε πανέμορφη πρωτεύουσα της Πολωνίας, τη Βαρσοβία, δεν είχαν απομείνει παρά κάποια ετοιμόρροπα κτίρια.
            Ένα μεγάλο μέρος των ευρωπαίων πολιτών ήταν πλέον άστεγοι. Οι βασικές υποδομές σε πολλά κράτη είχαν καταστραφεί. Δεν υπήρχαν νοσοκομεία, ιατρεία, σχολεία, πανεπιστήμια, καταστήματα, εργοστάσια, επιχειρήσεις μικρές και μεγάλες. Δεν υπήρχαν καν τράπεζες. Ούτε και ασφάλεια υπήρχε. Άνθρωποι στα όρια της εξαθλίωσης περιφέρονταν στους δρόμους αναζητώντας τροφή και επιτίθονταν σε οποιονδήποτε έβλεπαν για να τον ληστέψουν. Δολοφονίες γίνονταν για ψύλλου πήδημα και δεν υπήρχε δικαιοσύνη να αποδώσει ευθύνες. Η αντεκδίκηση ήταν η συχνότερη αιτία για κάθε είδους φρικαλεότητα, με τα θύματα να μεταβάλλονται σε θύτες ανακυκλώνοντας τη βία. Οι άγριες και ανατριχιαστικές ωμότητες ήταν καθημερινό φαινόμενο.
Homo homini lupus.
            Ενώ αυτά συνέβαιναν στον εξωτερικό κόσμο, στο εσωτερικό των ανθρώπων μαινόταν ακόμα ο πόλεμος. Έννοιες όπως η αξιοπρέπεια, η ακεραιότητα και η περηφάνια είχαν χάσει τη σημασία τους. Ο φόβος και η μνησικακία έκοβαν βόλτες πάνω από τις πόλεις. Η κοινή λογική θεωρείτο σπάνιο αγαθό. Η ηθική κατάπτωση ήταν εξίσου εκκωφαντική. Γυναίκες κάθε ηλικίας κοιμόντουσαν με άγνωστους άνδρες, ζητώντας τους ως αντάλλαγμα μια κονσέρβα ή μια πλάκα σοκολάτας για την οικογένειά τους. Οτιδήποτε είχε κατακτήσει μέχρι τότε η ανθρωπότητα έμοιαζε να ανήκει στο παρελθόν.
            Πώς όλο αυτό είχε ξεφύγει από κάθε μέτρο;
Πώς είχε γίνει ένα ανεξέλεγκτο θηρίο;
      Ο επιφανέστερος ίσως εκφραστής του θεάτρου του παραλόγου, ο Ρουμάνος θεατρικός συγγραφέας Ευγένιος Ιονέσκο αποκάλυψε ότι εμπνεύστηκε τον περίφημο Ρινόκερο από την αφήγηση που έκανε ο συγγραφέας Ντενί ντε Ρουζμόν, ο ήρωας του οποίου βρέθηκε στη Νυρεμβέργη μια μέρα του 1938 μέσα σ’ ένα πλήθος ανθρώπων κάθε ηλικίας και φύλου που ανέμεναν την άφιξη του Χίτλερ. Ο αφηγητής μιλάει για την υστερία που αρχίζει να καταλαμβάνει σταδιακά το πλήθος μόλις εμφανίζεται ο Φύρερ, η οποία απλώνεται σαν πλημμυρίδα, καταλαμβάνοντας και τον ίδιο μόλις ο δικτάτορας περνάει από μπροστά του. Μια παράκρουση που ουδείς μπορούσε να εξηγήσει, μια ρινοκερίτιδα που έκανε τον απλό άνθρωπο να επευφημεί σαν τρελός έναν παράφρονα.
            Για να οδηγήσει τον κόσμο σε αυτή την κατάσταση, ο Χίτλερ και οι όμοιοί του περιόρισαν οτιδήποτε βοηθούσε τους ανθρώπους να σκεφτούν. Ως γνωστόν, η ελεύθερη σκέψη και η γνώση αποτελούν διαχρονικά τους μεγάλους αντιπάλους των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Δικτάτορες σαν τον Χίτλερ εχθρεύονταν τα βιβλία που έκαναν τον αναγνώστη να κρίνει και να συγκρίνει, να αποδέχεται και να απορρίπτει, να συλλογίζεται και να καταλήγει σε συμπεράσματα. Γι’ αυτό και σε κάθε ευκαιρία, διακήρυττε:
            «Στα σχολεία μου θα ανδρωθεί μια νεολαία που θ’ αλλάξει τον κόσμο. Θέλω μια νεολαία απότομη, ατρόμητη και σκληρή. Δε θέλω να ’χει πνευματική καλλιέργεια. Η επιστήμη διέφθειρε τη νεολαία μου. Θέλω να μάθει να νικά στις σκληρότερες δοκιμασίες, στο φόβο και το θάνατο».
            Το παρανοϊκό σχέδιό του τέθηκε σε εφαρμογή στις 9 Μαΐου του 1933, όταν μπροστά στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και σε κεντρικά σημεία της Γερμανίας ρίχτηκαν στην πυρά όσα βιβλία έκρινε ότι περιείχαν επικίνδυνες ιδέες.
            Τα βιβλία όμως εκδικούνται.
            Στο σχέδιο αυτό απάντησε ο Μπέρτολντ Μπρεχτ, με το ποίημά του Το κάψιμο των βιβλίων.

Όταν διαταγή έβγαλε το καθεστώς να καούνε
σε δημόσιες πλατείες τα βιβλία που
περικλείνουν ιδέες ανατρεπτικές,
κι από παντού κεντρίζανε τα βόδια
να σέρνουν κάρα ολόκληρα
με βιβλία για την πυρά, ένας εξορισμένος
ποιητής, ένας απ’ τους καλύτερους,
διαβάζοντας των βιβλίων τον κατάλογο,
με φρίκη είδε πως τα δικά του
τα είχανε ξεχάσει. Χίμηξε στο γραφείο του
με τις φτερούγες της οργής, κι έγραψε στους τυράννους ένα
γράμμα:
«Κάψτε με!» έγραφε με πένα ακράτητη, «κάψτε με!
Μ’ αφήσατε έξω! Δε μπορείτε να μου το κάνετε αυτό, εμένα!
Την αλήθεια δεν έγραφα πάντα στα βιβλία μου; Και τώρα
μου φερνόσαστε σα να ’μαι ψεύτης. Σας διατάζω:
Κάψτε με!»
17
            

Ήρθαν κατόπιν νεότεροι συγγραφείς να μιλήσουν για τον παραλογισμό της Ιστορίας, για τις αντιφάσεις των ανθρώπων που κινούνται ανάμεσα σε γεγονότα που τους υπερβαίνουν, για τις αντιστάσεις που αναπτύσσει ο καθένας απέναντι στη μέθη του πολέμου.
            Στο βιβλίο του Μπιλιάρδο στις εννιά και μισή, ο Γερμανός πεζογράφος Χάινριχ Μπελ συμπυκνώνει τη ζωή μιας οικογένειας αρχιτεκτόνων από τη Ρηνανία σε μία και μοναδική μέρα. Ο παππούς Φέμελ, ο γιος του Ρόμπερτ και ο εγγονός του Γιόζεφ αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές γενιές της γερμανικής κοινωνίας. Ο παππούς Φέμελ ανέλαβε προπολεμικά να χτίσει το μοναστήρι του αγίου Αντωνίου και πάνω στη δουλειά αυτή στήριξε την επαγγελματική του ανέλιξη. Το μοναστήρι του αγίου Αντωνίου ανατίναξε ο γιος του Ρόμπερτ τις τελευταίες μέρες του πολέμου, ως υπεύθυνος καταστροφών του γερμανικού στρατού, για να μην πέσει στα χέρια των Σοβιετικών. Το ίδιο μοναστήρι ανατέθηκε μεταπολεμικά στον εγγονό του Γιόζεφ να το ξαναχτίσει παίρνοντας μέρος στην ανοικοδόμηση της χώρας.
Όλα μοιάζουν να κυλούν φυσιολογικά, με τον Ρόμπερτ να φεύγει καθημερινά από το γραφείο του για να παίξει μπιλιάρδο μεταξύ εννιάμισι και έντεκα το πρωί. Το μπιλιάρδο είναι για τον Ρόμπερτ κάτι περισσότερο από ένα παιχνίδι, είναι μια φυσαλίδα ανακούφισης, μια τελετουργία που τον εξισορροπεί και του προσφέρει λησμονιά για όσα έγιναν στον πόλεμο. Δεν ανέχεται οποιαδήποτε διακοπή στο παιχνίδι του, γι’ αυτό και αντιδρά τόσο έντονα όταν η γραμματέας του παραβαίνει τις εντολές του και γνωστοποιεί στον καλοντυμένο κύριο που τον αναζητά ότι ο Ρόμπερτ παίζει μπιλιάρδο.
«Ανόητη!» ουρλιάζει και της κλείνει το τηλέφωνο.
Η γραμματέας του μένει άφωνη, κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Το βλέμμα της πέφτει στο αντικρινό πεζοδρόμιο, εκεί όπου κρέμεται από το τσιγκέλι του χασάπη ένα σφαγμένο ζώο, με το αίμα να στάζει στο πεζοδρόμιο. Το σφαγείο είναι πάντα εδώ. Ο Ρόμπερτ αντιδρά τόσο ακραία γιατί εκείνος που τον αναζητά είναι ένας παλιός του συμμαθητής, μέλος της ναζιστικής νεολαίας και υπαίτιος για την κακοποίηση του καλύτερού του φίλου. Η παρουσία του αναγκάζει τον Ρόμπερτ να αποτραβηχτεί από την ευεργετική ρουτίνα του και να ξαναζωντανέψει μέσα του τον εφιάλτη, που τόσο μάταια προσπαθεί να θάψει. Στο εστιατόριο όπου ο παππούς Φέμελ έχει καλέσει το ίδιο βράδυ την οικογένεια να γιορτάσουν τα ογδοηκοστά του γενέθλια, ο εγγονός του Γιόζεφ ανακοινώνει ότι, αφού επιθεώρησε το καταστραμμένο μοναστήρι, αποφάσισε να μην το ξαναφτιάξει. Η απόφασή του συμβολίζει τη θέληση της νέας γενιάς να κόψει τους δεσμούς με το παρελθόν και να στρέψει το βλέμμα της στο μέλλον, έχοντας ωστόσο επίγνωση του τι συνέβη.
Στο Τενεκεδένιο ταμπούρλο, ο Γκίντερ Γκρας αφηγείται την ιστορία του Όσκαρ, ενός παιδιού που πάσχει από το σύνδρομο του Πήτερ Παν και αρνείται να μεγαλώσει. Σε μια εποχή που όλα γύρω του μεγεθύνονται και σχηματίζουν τη μεταπολεμική Γερμανία του οικονομικού θαύματος, ο ίδιος παραμένει νάνος. Επικοινωνεί με τους άλλους μέσα από μια σειρά ανατριχιαστικές τσιρίδες, που ραγίζουν και σπάνε τα γυαλικά. Αυτό το γκροτέσκο πλάσμα λατρεύει ένα τενεκεδένιο τύμπανο, το οποίο χτυπάει ανελλιπώς υπενθυμίζοντας σε όλους την παρουσία του. Με τούτη τη σαρκαστική αλληγορία, ο Γκρας προκάλεσε σοκ στους Γερμανούς και δημιούργησε πλήθος αντεγκλήσεων, αφού υπογράμμισε ότι καμιά κοινωνία δεν ενηλικιώνεται αν δε διδαχτεί από τα λάθη της. Η απωθητική φιγούρα του μικρού Όσκαρ ανακάλεσε στους Γερμανούς το ναζιστικό παρελθόν τους και το εκνευριστικό του ταμπούρλο έξυσε τις πληγές που προσπαθούσαν να επουλώσουν.
Με το έργο αυτό, ο Γκίντερ Γκρας έγινε η φωνή όσων πολεμούσαν τον εφησυχασμό των συμπατριωτών του για τα εγκλήματα που έγιναν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Γκρας έκανε συχνά δημόσιες παρεμβάσεις στο πολιτικό γίγνεσθαι ασκώντας δριμεία κριτική, για παράδειγμα, στην επανένωση των δυο Γερμανιών, καθώς έκρινε πως οι συνθήκες δεν ήταν ώριμες. Κατέθεσε μια σειρά από αξιομνημόνευτα έργα, όπως τα Γάτα και Ποντίκι και Σκυλίσια μέρα, τα οποία αποτέλεσαν μαζί με το Τενεκεδένιο Ταμπούρλο την «Τριλογία του Ντάντσιχ».
Αντίθετα, η ζωή του Χάινριχ Μπελ υπήρξε λιγότερο θορυβώδης. Αντιναζιστής από κούνια, υποχρεώθηκε να καταταγεί στο στρατό και να πολεμήσει στον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, όπως ο ήρωάς του Ρόμπερτ στο βιβλίο Μπιλιάρδο στις εννιά και μισή. Ο Μπελ έχασε τα δάχτυλα των ποδιών του σε κρυοπαγήματα και ταλανίστηκε από αυτή την αναπηρία σε όλη του τη ζωή. Εκ φύσεως ειρηνιστής, τάχθηκε δημόσια κατά του ΝΑΤΟ και των σοβιετικών καθεστώτων, αν και πίστευε ότι ο συγγραφέας οφείλει πρωτίστως να μιλάει μέσα από το έργο του. Με επίκεντρο πάντοτε τη γερμανική κοινωνία, έγραψε μια σειρά από σημαντικά έργα, όπως Η χαμένη τιμή της Κατερίνα Μπλουμ και Ομαδικό πορτρέτο με μια κυρία.
Τόσο ο Χάινριχ Μπελ όσο και ο Γκίντερ Γκρας τιμήθηκαν με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο πρώτος το 1972, με το σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας να αναφέρει ότι «τα γραπτά του σε συνδυασμό με την πλατιά οπτική της εποχής του και την ευαίσθητη ικανότητά του στην περιγραφή συνεισέφεραν στην ανανέωση της γερμανικής λογοτεχνίας». Ο δεύτερος το 1999, με το σκεπτικό της Ακαδημίας να δηλώνει ότι «οι παιχνιδιάρικες και μαύρες ιστορίες του απεικονίζουν το ξεχασμένο πρόσωπο της Ιστορίας».
Αμφότεροι θεωρήθηκαν ότι εξέφραζαν την ηθική συνείδηση της Γερμανίας.
Με μια διαφορά.
Τον Αύγουστο του 2006, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung με αφορμή το αυτοβιογραφικό του βιβλίο Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι, ο Γκρας αποκάλυψε ότι στα δεκαεφτά του χρόνια υπηρέτησε στα ναζιστικά τάγματα δολοφονίας Βάφεν Ες Ες, από τον Φεβρουάριο του 1945 έως τον Απρίλιο του ίδιου έτους, όταν τραυματίστηκε και συνελήφθη από Αμερικανούς στρατιώτες. Για μια ακόμα φορά η γερμανική κοινή γνώμη υπέστη σοκ. Μέχρι τότε όλοι πίστευαν ότι στη διάρκεια του Πολέμου ο Γκρας είχε υπηρετήσει στην ανώδυνη αντιαεροπορική άμυνα. Και να που τώρα, εκείνος που δεν έπαυε να θυμίζει στους συμπατριώτες του το αμαρτωλό παρελθόν τους, είχε ξεχάσει να αναφέρει το δικό του.
«Το αίσθημα της ενοχής μ’ έκανε να ντρέπομαι», εξήγησε ο Γκρας, προσθέτοντας ότι δεν είχε βλάψει κανέναν και ότι δε χρησιμοποίησε το όπλο του παρά μόνο μία φορά.
Εντούτοις, το ερώτημα για επιλεκτική μνήμη (ή μεροληπτική αμνησία) έμεινε να πλανάται. Η ομολογία του Γκρας δίχασε τους συμπατριώτες του, καταδεικνύοντας για μια ακόμα φορά ότι υπάρχουν πολλές Γερμανίες μες στη Γερμανία. Άλλοι επαίνεσαν το θάρρος του να πει την αλήθεια, παρότι δεν είχε λόγο να το πράξει, ενώ άλλοι αποδοκίμασαν τη στάση του να κρατήσει κρυφό το ένοχο μυστικό του και να το αποκαλύψει στα γεράματα για να έχει ήσυχη τη συνείδησή του.
Όταν ο Γκρας έφυγε από τη ζωή, τον Απρίλιο του 2015, ελάχιστοι στάθηκαν σε αυτό το γεγονός. Όλοι ανέτρεξαν στο Τενεκεδένιο ταμπούρλο, που άλλαξε την πορεία της γερμανικής πεζογραφίας και εξέφρασε τα βαθύτερα αισθήματα ενός ολόκληρου λαού.
Ο Σουηδός συγγραφέας Περ Βάστμπεργκ δήλωσε:
«Δώσαμε στον Γκρας το Νόμπελ του 1999 γιατί θεωρούσαμε ότι ήταν ο πιο κατάλληλος για να κλείσει τον εικοστό αιώνα. Νομίζω ότι είναι ο σημαντικότερος Γερμανός συγγραφέας μετά τον Τόμας Μαν».
Όντως, προπάτορας και των δυο συγγραφέων, του Μπελ και του Γκρας, υπήρξε ο Γερμανός νομπελίστας (το 1929) Τόμας Μαν, με το σκεπτικό της Ακαδημίας να αναφέρει ότι του το απένειμε «κυρίως για το σπουδαίο του μυθιστόρημα Buddenbrooks, το οποίο έχει κερδίσει σταθερά αυξημένη αναγνώριση ως ένα από τα κλασικά έργα της σύγχρονης λογοτεχνίας».
Ατυχής διατύπωση.
Το κλασικό έργο του Μαν είναι το μυθιστόρημά του Το μαγικό βουνό, που κυκλοφόρησε το 1924 και εξακολουθεί να παραμένει επίκαιρο ως τις μέρες μας. Σε αυτό, ένας νεαρός μηχανικός επισκέπτεται τον ξάδερφό του που αναρρώνει σε σανατόριο της Ελβετίας. Σκοπεύει να μείνει κοντά του τρεις βδομάδες, μα θα καταλήξει να μείνει εκεί επτά χρόνια. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του θα υποστεί συνειδησιακή μετάλλαξη γνωρίζοντας διαφορετικούς ανθρώπους, που ο καθένας τους εκπροσωπεί κάποια από τις ιδεολογικές διαμάχες της σύγχρονης Ευρώπης, όπως ο ουμανισμός και ο αυταρχισμός.
Οι μεταλλάξεις αυτές χαρακτήριζαν και τον ίδιο τον συγγραφέα. Ο Μαν ήταν αρχικά αντίθετος με τον φιλελευθερισμό, αλλά σταδιακά μετακινήθηκε στις πολιτικές του θέσεις υποστηρίζοντας τον φιλελευθερισμό και τις δημοκρατικές αξίες. Αργότερα εξέφρασε τη συμπάθειά του στο σοσιαλισμό και έφτασε να καταγγείλει τη ναζιστική εξάπλωση, κάνοντας δημόσια έκκληση για τη δημιουργία ενός μετώπου από εργάτες και αστούς ενάντια στον εθνικοσοσιαλισμό.


Τα χρόνια μετά τον Πόλεμο δεν ήταν όλα μαύρα. Τα δικτατορικά καθεστώτα, με κυριότερους εκφραστές το ναζισμό και τον φασισμό, είχαν ηττηθεί αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στη δημοκρατία. Μέσα από τα ερείπια του πολέμου άρχιζε να προβάλει η απαίτηση για πιο δίκαιες κοινωνίες. Ένας άνεμος ανεξαρτησίας διαπερνούσε τη ρημαγμένη ήπειρο. Προσπαθώντας να σταθούν ξανά στα πόδια τους, οι άνθρωποι έκαναν αυτό που κάνουν κάθε φορά που κλείνει ένας ολέθριος κύκλος: όνειρα για το αύριο.
            Το νέο αντικαθιστούσε το παλιό. Νέες επιχειρήσεις άρχισαν να ανοίγουν, με τη μεσαία τάξη να αναδεικνύεται σε ρυθμιστικό παράγοντα. Νέες ιδέες, νέοι άνθρωποι, δραστήριοι και ορεξάτοι για δουλειά, νέα πολιτικά κόμματα και νέα φιλοσοφικά ρεύματα που οραματίζονταν έναν καλύτερο κόσμο. Οι κινηματογραφικές ταινίες ήταν γεμάτες θετικούς ήρωες, έτοιμους για κάθε λογής ανδραγαθήματα. Η γενναιότητα, ο ηρωισμός και η αυτοθυσία αναδεικνύονταν σε ύψιστες αρετές. Λέξεις όπως ενότητα και αλληλεγγύη ακούγονταν όλο και συχνότερα, οδηγώντας στη δημιουργία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Η διάθεση για συνεργασία που επικρατούσε σε ολόκληρη την Ευρώπη έριξε τα σπέρματα για την ιδέα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
            Όταν άρχισαν να αποκαλύπτονται οι ναζιστικές θηριωδίες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ο ενθουσιασμός κόπασε. Μια παγωμάρα απλώθηκε σε ολόκληρη την ήπειρο. Οι πληροφορίες έλεγαν ότι η εβραϊκή κοινότητα είχε πέσει σε μαύρη τρύπα, απαριθμώντας εκατομμύρια νεκρούς. Μαθεύτηκε ότι αυτοί που οδηγήθηκαν στην κόλαση και κάηκαν ζωντανοί δεν ήταν πλούσιοι τραπεζίτες ή τοκογλύφοι – αυτοί φρόντισαν να διαφύγουν – αλλά άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, που δεν είχαν βλάψει κανέναν. Έφυγαν από τα σπίτια τους κρατώντας μια βαλίτσα με ζεστά ρούχα, γιατί οι Ναζί τους είχαν υποσχεθεί ότι θα πήγαιναν σε μια νέα χώρα, όπου θα εργάζονταν ανάλογα με τα προσόντα και τις ικανότητές τους. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τη φρίκη που τους περίμενε, γιατί κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο άνθρωπος ήταν ικανός για τέτοια φρίκη.
            «Γιατί οι Εβραίοι και όχι κάποιοι άλλοι;» ήταν το ερώτημα που κυριαρχούσε.
            Γιατί οι Εβραίοι αντιπροσώπευαν το ξένο, το διαφορετικό, εκείνο που δεν ήθελε να ενταχθεί, να αφομοιωθεί, να γίνει ίδιο με τους άλλους. Γιατί οι Εβραίοι επέμεναν να διατηρούν ισχυρούς γενετικούς δεσμούς, να έχουν τη δική τους θρησκευτική και πολιτισμική υπόσταση, με συνέπεια να είναι παντού φιλοξενούμενοι, απλοί συγκάτοικοι, τους οποίους οι υπόλοιποι μετά βίας ανέχονταν. Γιατί στα μάτια πολλών ήταν εκείνοι που σταύρωσαν τον Χριστό, εκείνοι που συγκέντρωσαν αμύθητο πλούτο με ύποπτες μεθόδους, εκείνοι που ευθύνονταν για τη δυστυχία όλης της ανθρωπότητας – ακόμα και για την προσωπική αποτυχία του καθενός στη ζωή. Γιατί με λίγα λόγια εκπροσωπούσαν το κακό, τον ίδιο το διάβολο.
            Και για αυτούς τους λόγους έπρεπε να αφανιστούν.
            Τις τελευταίες μέρες του 1943, ένας εικοσιτετράχρονος Ιταλοεβραίος χημικός ονόματι Πρίμο Λέβι συνελήφθη και στάλθηκε μαζί με άλλους αιχμαλώτους στο κολαστήριο του Άουσβιτς. Κατάφερε να μείνει ζωντανός για δυο χρόνια, μέχρι που οι στρατιώτες του σοβιετικού στρατού κατέλαβαν το Άουσβιτς τον Ιανουάριο του 1945 και τον ελευθέρωσαν. Ήταν ένας από τους τρεις επιζώντες σε όλο το στρατόπεδο. Όπως είπε ο ίδιος, οι λόγοι που επιβίωσε ήταν οι εξής: Ήταν μικρόσωμος και αδύνατος από φυσικού του, γι’ αυτό και άντεξε την ασιτία. Γνώριζε λίγα γερμανικά και είχε κάνει σπουδές χημείας, άρα τους ήταν σχετικά χρήσιμος. Στάθηκε τυχερός όσες φορές πέρασε από επιλογή για τους θαλάμους αερίων. Κατόρθωσε να μην αρρωστήσει παρά μόνο μια φορά, από οστρακιά, όταν οι Γερμανοί ετοιμάζονταν να εγκαταλείψουν το Άουσβιτς κι αυτό του βγήκε σε καλό, γιατί ο ίδιος έμεινε στο στρατόπεδο ενώ οι Ναζί σκότωσαν όσους πήραν μαζί τους.
Μετά την απελευθέρωσή του, ο Λέβι περιπλανήθηκε στην ανατολική Ευρώπη και τον Οκτώβριο του 1945 επέστρεψε στην Ιταλία. Την επόμενη χρονιά εξέδωσε το βιβλίο Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, το οποίο γνώρισε παγκόσμια επιτυχία καθώς ήταν μια αδιάψευστη μαρτυρία για τις θηριωδίες των Ναζί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Με εντυπωσιακή ηπιότητα, χωρίς λεκτικές υπερβολές, με μια αξιοπρέπεια που αφήνει τον αναγνώστη κατάπληκτο, ο Λέβι αφηγείται τα πάντα: τη μεγάλη πύλη με τη φωτισμένη επιγραφή «Arbeit Macht Frei (Η εργασία απελευθερώνει)», την καθημερινή αγγαρεία και τους απαγχονισμούς για παραδειγματισμό, την ηθική εκμηδένιση των κρατουμένων που προηγείτο της βιολογικής, τους νεκρούς του συντρόφους, τα τρένα τα γεμάτα τσιγγάνους και Εβραίους που οδηγούνταν με την άφιξή τους κατευθείαν στα κρεματόρια.
       «Υπήρξε το Άουσβιτς, επομένως δεν μπορεί να υπάρχει Θεός», ήταν η σπαρακτική διαπίστωση του Λέβι, όπως την κατέθεσε στην αλληλογραφία που είχε με τον Ισπανό μεταφραστή του.
Έγραψε το βιβλίο αυτό με σκοπό να αποτινάξει το ζόφο του στρατοπέδου και να λυτρωθεί από τους εφιάλτες του. Τα όνειρά του για μια φυσιολογική ζωή όμως, διακόπτονταν κάθε φορά από το ανατριχιαστικό παράγγελμα «Εγέρθητι (Wstavac) στα πολωνικά», με το οποίο τους ξυπνούσαν οι δεσμοφύλακες κάθε πρωί.
Ο Λέβι δεν κατόρθωσε να λυτρωθεί από τους εφιάλτες του. Αυτοκτόνησε τον Απρίλιο του 1987.
            Το βιβλίο του Λέβι δεν τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ. Τουναντίον, τιμήθηκε ο εβραϊκής καταγωγής Ούγγρος συγγραφέας Ίμρε Κέρτες το 2002 για το σύνολο του έργου του, αλλά προπάντων για το βιβλίο του Το μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο, με θέμα και πάλι το Ολοκαύτωμα. Το σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας τόνιζε ότι το έργο του Κέρτες «αναδεικνύει την εύθραυστη ατομική εμπειρία απέναντι στη βάρβαρη αυθαιρεσία της Ιστορίας».
Στο βιβλίο του ο Κέρτες κάνει μια διαφορετικού τύπου προσέγγιση στο Ολοκαύτωμα, πιο ορθολογική, σχεδόν εκβιομηχανισμένη. Όσοι βρίσκονται στα κολαστήρια, το Άουσβιτς και το Μπούχενβαλντ, κάνουν απλώς τη δουλειά τους. Όλοι υπακούουν σε εντολές. Οι δεσμοφύλακες περνούν τις διαταγές των ανωτέρων τους στους κρατούμενους και εκείνοι τις εκτελούν, αφού δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Ανάμεσά τους κυκλοφορεί ένας δεκαπεντάχρονος Εβραίος που έχει συλληφθεί σε λεωφορείο της Βουδαπέστης και έχει σταλεί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Δείχνει να μην έχει αντιληφθεί τι συμβαίνει. Λες και βρίσκεται σε μια άχρονη πόλη, παρατηρεί και καταγράφει τη ζωή και το θάνατο γύρω του με παιδική αφέλεια και γλυκόπικρη διάθεση, που σε ορισμένες περιπτώσεις τείνει να γίνει σαρκαστική.
Στο τέλος, αφού έχει απελευθερωθεί, δε διστάζει να πει:
 Ακόμα κι εκεί, στις καπνοδόχους, στα διαλείμματα ανάμεσα σε όλα εκείνα τα μαρτύρια υπήρχε κάτι που έμοιαζε με ευτυχία. Όλοι με ρωτούν μονάχα για τα δεινά, για τις «φρικαλεότητες»: παρόλο που για μένα αυτή ακριβώς η ανάμνηση είναι εκείνη που αξίζει περισσότερο απ’ όλες να θυμάμαι. Ναι, γι’ αυτά, για την ευτυχία των στρατοπέδων συγκέντρωσης, θα έπρεπε να τους μιλήσω την επόμενη φορά που θα με ρωτήσουν. Αν με ρωτήσουν βέβαια. Κι αν δεν το ξεχάσω κι εγώ.18
          Μια από τις κλασικές δικαιολογίες της Σουηδικής Ακαδημίας στην απορία γιατί βραβεύει ελάσσονες συγγραφείς είναι, «αν δε δίνονταν τα βραβεία σε σχετικά άγνωστους λογοτέχνες, σήμερα θα αγνοούσαμε μεγέθη όπως ο Ίμρε Κέρτες και ο Νοτιοαφρικανός μυθιστοριογράφος Τζον Κούτσι, που κατέκτησε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2003».
Δεν θα είχε κανείς αντίρρηση να βραβευτεί το έργο του Κέρτες, αρκεί προηγουμένως να είχε βραβευτεί η συνταρακτική μαρτυρία του Λέβι, που άνοιξε τα μάτια του κόσμου απέναντι στις θηριωδίες των Ναζί. Ειδάλλως είναι σαν να επιβραβεύεις τον φυσιοδίφη που φτάνει σε μια νέα ήπειρο για να ανακαλύψει σπάνια είδη φυτών και να παραλείπεις τον εξερευνητή που ανακάλυψε την ίδια την ήπειρο.
            ΄Ένα από τα συναρπαστικότερα βιβλία με αυτό το θέμα είναι το ογκώδες μυθιστόρημα του Ουίλλιαμ Στάιρον Η επιλογή της Σόφι. Κεντρικός του ήρωας είναι ένας εκκολαπτόμενος συγγραφέας, που αφήνει τον αμερικανικό Νότο και πηγαίνει στο Μπρούκλιν. Είναι καλοκαίρι του 1947. Διαμένει σε μια πανσιόν, όπου γνωρίζει το ζεύγος των γειτόνων του, έναν Εβραίο διανοούμενο και την πολωνικής καταγωγής καθολική σύντροφό του Σόφι. Τρεις άνθρωποι, τρεις διαφορετικοί κόσμοι, τρεις ιστορίες που εφάπτονται με τρόπο μοναδικό. Ο Εβραίος διανοούμενος έχει δυο πλευρές, μια φωτεινή που γοητεύει τον αφηγητή και μια σκοτεινή που τον απωθεί. Το ίδιο και η Σόφι, που τον γοητεύει με την ομορφιά της και τον απωθεί με τις βαθιές ενοχές της. Η Σόφι έχει επιζήσει του Άουσβιτς. Τώρα προσπαθεί να το διαγράψει από τη μνήμη της και να συνεχίσει τη ζωή της. Αυτό όμως παραμένει εκεί, ακλόνητο. Χωρίς να το αντιληφθεί, ο αφηγητής –και μαζί του ο αναγνώστης– γλιστρά σ’ ένα δαιδαλώδες σύμπαν, στο οποίο βασιλεύουν η τρέλα, η οδύνη και το στόμα της αβύσσου. Κυριεύεται από τη βαθιά μελαγχολία της Σόφι και γίνεται σταδιακά αποδέκτης των εξομολογήσεών της, των ολοένα και βαθύτερων μυστικών της, ώσπου φτάνει στον πάτο της Κόλασης: στο Άουσβιτς, η Σόφι είχε υποχρεωθεί να διαλέξει ποιο από τα δυο παιδιά της θα ζούσε, με τη μορφή του παιδιού της που έστειλε στο θάνατο να τη στοιχειώνει.
         Το μυθιστόρημα του Στάιρον βραβεύτηκε με Πούλιτζερ και έγινε ταινία από τον Άλαν Πάκουλα με τίτλο Η εκλογή της Σόφι έχοντας πρωταγωνίστρια τη Μέριλ Στριπ, η οποία πήρε το Όσκαρ για την ερμηνεία της.
Για Νόμπελ, φυσικά, ούτε λόγος.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου